ART

Η Σιρίμα Ρατβάτε Ντίας Μπανταρανάικε (Sirimavo Bandaranaike, Sirima Ratwatte Dias Bandaranaike, ταμίλ சிறிமா ரத்வத்தே டயஸ் பண்டாரநாயக்கே, 17 Απριλίου 1916 – 10 Οκτωβρίου 2000), αναφερόμενη συνήθως ως Σιριμάβο Μπανταρανάικε, ήταν πολιτικός από τη Σρι Λάνκα, η πρώτη παγκοσμίως γυναίκα που έγινε μη κληρονομική επικεφαλής κυβερνήσεως στη νεότερη ιστορία, όταν εκλέχθηκε Πρωθυπουργός της Σρι Λάνκα (χώρας τότε γνωστής ως Κεϋλάνη), στις 21 Ιουλίου 1960. Υπηρέτησε μάλιστα τρεις πρωθυπουργικές θητείες: το 1960-1965, το 1970-1977 και το 1994-2000, ενώ διετέλεσε κατά καιρούς και υπουργός Εξωτερικών και Άμυνας, υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου και υπουργός Σχεδιασμού και Εργασίας. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας της πραγματοποίησε διάφορες σοσιαλιστικές μεταρρυθμίσεις, στήριξε τις γυναίκες, εισήγαγε τη χώρα στο Κίνημα των Αδεσμεύτων, και άλλαξε το όνομα της χώρας, θεσπίζοντας και νέο Σύνταγμα. Το Διεθνές Αεροδρόμιο της Σρι Λάνκα φέρει το όνομά της.

Οικογένεια και σπουδές

Sirimavo Bandaranaike, Prime Minister of Ceylon 1960

Η Μπανταρανάικε γεννήθηκε ως Σιρίμα Ρατβάτε στην πόλη Ρατναπούρα της τότε Βρετανικής Κεϋλάνης.[9][10] Μητέρα της ήταν η Ρόζαλιντ Χίλντα Μαχαβαλατένε Κουμαριχάμι[11], μια αγιουρβεδική πρακτική ιατρός (δηλαδή της παραδοσιακής ινδικής ιατρικής) με κάποια φήμη[12]. Πατέρας της ήταν ο Μπαρνές Ρατβάτε (1883-1957), πρόκριτος στην αποικιακή διοίκηση, που υπηρέτησε, όπως και ο πεθερός του, ως επικεφαλής των προκρίτων (Rate mahatmaya) της μικρής πόλεως Μπαλανγκόντα.[13] Ο Μπαρνές Ρατβάτε ανήκε στην κάστα Ραντάλα, από την εποχή του ανεξάρτητου Βασιλείου του Κάντυ.[9] Θείος της Σιρίμα από την πλευρά του πατέρα της ήταν ο σερ Τζαγιατιλάκα Κουντά Ρατβάτε (1880-1940), ο πρώτος Καντυανός που χρίσθηκε Βρετανός ιππότης («σερ»)[14][15].

Η Σιρίμα ήταν η μεγαλύτερη από 6 τέκνα.[16] Είχε 4 αδελφούς, τους Μπαρνές, Σεεβάλι, Μάκι και Κλίφορντ, και μία αδελφή, την Πατρίσια[17], η οποία παντρεύτηκε τον συνταγματάρχη Ε.Τζ. Ντιβιτοταβέλα, ιδρυτή της Κεντρικής Διοικήσεως του Στρατού της Κεϋλάνης.[13] Η οικογένεια διέμενε στη βαλάβα (Walauwa ή walawwa, αποικιακό μέγαρο) του εκ μητρός παππού της Σιρίμα και αργότερα σε δική τους βαλάβα στην Μπαλανγκόντα. Από μικρή η Σιρίμα είχε πρόσβαση στην τεράστια βιβλιοθήκη του παππού της.[10] Αφού πήγε για λίγο σχολείο στη Ρατναπούρα, οι γονείς της την έστειλαν ως εσωτερική στο σχολείο καλογραιών της Αγίας Μπριγκίτας στο Κολόμπο.[10][16][18] Παρά το ότι η εκπαίδευσή της έγινε σε αυτό το Ρωμαιοκαθολικό σχολείο, η Σιρίμα παρέμεινε θρησκευόμενη Βουδίστρια σε όλη της τη ζωή[19][20]. Μιλούσε με ευχέρεια την αγγλική και τη σιναλέζικη γλώσσα.[17]
Κοινωνικό έργο και γάμος

Μετά την αποφοίτησή της σε ηλικία 19 ετών[21], Σιρίμα ασχολήθηκε με κοινωνικό έργο, διανέμοντας τρόφιμα και φάρμακα σε χωριά μέσα στη ζούγκλα, οργανώνοντας κέντρα υγείας και βοηθώντας στην αγροτική μεταποίηση, ώστε να βελτιωθούν οι ζωές των γυναικών στα χωριά.[19][20]

Την επόμενη εξαετία η Σιρίμα ζούσε με τους γονείς της, που κατά τη συνήθεια του τόπου φρόντιζαν για τον γάμο της.[21] Αφού απέρριψαν δύο υποψήφιους γαμπρούς, ένας προξενητής τούς πρότεινε τον Σόλομον Γουέστ Ρίτζγουεϊ Ντίας (Σ.Γ.Ρ.Ν.) Μπανταρανάικε[17], έναν σπουδαγμένο στην Οξφόρδη δικηγόρο και πολιτικό, τότε Υπουργό Τοπικής Αυτοδιοικήσεως στο Κρατικό Συμβούλιο της Κεϋλάνης[20], οπότε μετά από σκέψη συμφώνησαν. Ο γάμος έγινε στις 2 Οκτωβρίου 1940 και χαρακτηρίσθηκε «ο γάμος του αιώνα» από τις εφημερίδες της Σρι Λάνκα για τη μεγαλοπρέπειά του.[20][22] Το ζεύγος μετακόμισε στο μέγαρο «Wendtworth», που ενοικίασαν στο προάστιο Γκίλντφορντ Κρέσεντ του Κολόμπο. Εκεί γεννήθηκαν οι δύο κόρες τους, η Σουνέθρα και η Τσαντρίκα (γενν. 1945, μετέπειτα επίσης πρωθυπουργός), και εκεί διέμειναν μέχρι το 1946, οπότε ο πεθερός της Σιρίμα τους αγόρασε το μέγαρο «Tintagel» στο Ρόζμηντ Πλέις του Κολόμπο. Εκεί γεννήθηκε ο γιος τους Ανούρα (1949-2008, μετέπειτα πρόεδρος της Βουλής, αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως και υπουργός Εξωτερικών).
Η Σ. Μπανταρανάικε με τα τέκνα της Σουνέθρα, Τσαντρίκα και Ανούρα

Το 1941 η Σιρίμα Μπανταρανάικε έγινε μέλος της «Lanka Mahila Samiti» (Ένωση Γυναικών της Λάνκα»), τη μεγαλύτερη εθελοντική οργάνωση γυναικών της χώρας. Συμμετέσχε σε πολλά προγράμματά της για την ενίσχυση των γυναικών των αγροτικών περιοχών και την ανακούφιση από φυσικές καταστροφές.[9][23] Το πρώτο της αξίωμα ήταν αυτό της γραμματέως της παραπάνω Ενώσεως και περιελάμβανε συναντήσεις με γεωπόνους για την ανάπτυξη μεθόδων αυξήσεως της σοδειάς του ρυζιού.[23] Στο τέλος η Μπανταρανάικε εκλέχθηκε πρόεδρος της Mahila Samiti, εστιάζοντας πλέον σε θέματα εκπαιδεύσεως των κοριτσιών, πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών και οικογενειακού προγραμματισμού.[9] Υπήρξε επίσης μέλος της Πανκεϋλανικής Ενώσεως Βουδιστριών Γυναικών και άλλων συλλόγων.[24]

Η Σιρίμα συνόδευε συχνά τον σύζυγό της σε επίσημες επισκέψεις και ταξίδια. Αμφότεροι προσέτρεξαν στο ψυχιατρικό νοσοκομείο του Ανγκόντα μετά τον βομβαρδισμό του από την ιαπωνική αεροπορία ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα, στις 5 Απριλίου 1942, που είχε αρκετά θύματα.[25][26] Καθώς η Κεϋλάνη βάδιζε προς την ανεξαρτησία, ο Σ.Γ.Ρ.Ν. Μπανταρανάικε δραστηριοποιήθηκε περισσότερο στο εθνικιστικό κίνημα. Εκλέχθηκε βουλευτής και διορίσθηκε υπουργός Υγείας, αλλά εξαιτίας της αυξανόμενης δυσαρέσκειάς του με τα εσωκομματικά και τις πολιτικές του Ενωμένου Εθνικού Κόμματος[27], μετά από συμβουλή της Σιρίμα, έφυγε από αυτό και ίδρυσε το Κόμμα Ελευθερίας της Σρι Λάνκα (1951). Παρόλα αυτά, δεν ενθάρρυνε τη σύζυγό του να αναμιχθεί στα πολιτικά.[16][17]

Σχηματίζοντας συμμαχία με άλλα τρία κόμματα, το Κόμμα Ελευθερίας θριάμβευσε στις εκλογές του 1956 και ο σύζυγος της Σιρίμα έγινε πρωθυπουργός. Το επόμενο έτος, ενώ το ζεύγος ήταν σε επίσημη επίσκεψη στη Μαλαισία για την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της, χρειάσθηκε να επιστρέψει εσπευσμένα όταν έμαθαν ότι ο πατέρας της Σιρίμα είχε πάθει καρδιακή προσβολή. Πέθανε δύο εβδομάδες μετά την επιστροφή τους.[28]
Χηρεία και πολιτική σταδιοδρομία

Η Σιρίμα Μπανταρανάικε ήταν στο σπίτι, στο Ρόζμηντ Πλέις, το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου 1959, όταν ο σύζυγός της πυροβολήθηκε πολλές φορές από έναν Βουδιστή ιερομόναχο, που ήταν δυσαρεστημένος με την έλλειψη στηρίξεως για την παραδοσιακή ιατρική.[29][30][31] Η Σιρίμα συνόδευσε τον Σ.Γ.Ρ.Ν. Μπανταρανάικε στο νοσοκομείο, όπου υπέκυψε στα τραύματά του την επόμενη ημέρα.[17] Στο πολιτικό χάος που ακολούθησε, υπό την υπηρεσιακή πρωθυπουργία του Βιτζεϋανάντα Νταχαναγιάκε, πολλοί υπουργοί παύθηκαν και μερικοί δικάστηκαν σε σχέση με τη δολοφονία.[20][29] Σε εκλογές που προκηρύχθηκαν στην περιφέρεια Αταναγκάλα για την αναπλήρωση της βουλευτικής έδρας του Μπανταρανάικε, η Σιρίμα συμφώνησε απρόθυμα να συμμετάσχει ως ανεξάρτητη υποψήφια, αλλά στο μεταξύ το κοινοβούλιο διαλύθηκε και προκηρύχθηκαν γενικές εκλογές για τον ίδιο μήνα (Μάρτιος 1960), στις οποίες επεκράτησε το αντίπαλο κόμμα, και ξανά για τον Ιούλιο του 1960. Στο μεταξύ η Σιρίμα εκλέχθηκε ομοφώνως πρόεδρος του Κόμματος Ελευθερίας της Σρι Λάνκα, παρά την αναποφασιστικότητά της στο να κατεβεί στις εκλογές του Ιουλίου. Αποκηρύσσοντας ωστόσο τους δεσμούς του κόμματος με κομμουνιστές και τροτσκιστές, άρχισε προεκλογική εκστρατεία με υποσχέσεις να συνεχίσει την πολιτική του συζύγου της. Ειδικότερα, θα αναγνωριζόταν η σιναλέζικη ως η επίσημη γλώσσα του κράτους και θα αναγνωριζόταν ως «επικρατούσα θρησκεία» ο Βουδισμός, αν και θα γινόταν ανεκτή η χρήση από τους Ταμίλ της δικής τους γλώσσας και θρησκείας (Ινδουισμού).[20][32][33][34] Η Μπανταρανάικε γύρισε όλη τη χώρα βγάζοντας συναισθηματικούς λόγους, συχνά μη συγκρατώντας τα δάκρυά της όταν υποσχόταν να συνεχίσει τις πολιτικές του αείμνηστου συζύγου της. Τότε οι πολιτικοί της αντίπαλοι της έδωσαν το προσωνύμιο «η Κλαίουσα Χήρα».[20][35]
Πρώτη πρωθυπουργία
Η Μπανταρανάικε προσεύχεται σε φωτογραφία του 1962.

Στις 21 Ιουλίου 1960, μετά από θριαμβευτική νίκη του Κόμματος της Ελευθερίας, η Σιρίμα Μπανταρανάικε ορκίστηκε ως η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός στη νεότερη παγκόσμια ιστορία, καθώς και υπουργός Άμυνας και Εξωτερικών.[36][37] Δεν ήταν όμως βουλευτής και το Σύνταγμα της χώρας απαιτούσε να γίνει μέσα σε τρεις μήνες για να μπορεί να συνεχίσει να είναι πρωθυπουργός. Για να αδειάσει μια έδρα, ο Μ.Π. ντε Ζόυσα παραιτήθηκε από την έδρα του στη Γερουσία.[38]

Αρχικώς πάλεψε για να διαχειριστεί τα ζητήματα του κράτους, βασιζόμενη στον τριαντάχρονο υπουργό της και ανεψιό της Φέλιξ Ντίας Μπανταρανάικε.[39] Η αντιπολίτευση προέβαινε σε υποτιμητικά σχόλια για «υπουργικό συμβούλιο της κουζίνας» και η ίδια θα συνέχιζε να αντιμετωπίζει παρόμοιο σεξισμό όσο κατείχε το αξίωμα.[37]

Μέσα από έναν συνεταιρισμό με ιδιώτες μετόχους, η Σιριμάβο Μπανταρανάικε (η κατάληξη «-βο» είναι τίτλος σεβασμού, ήταν επίσης γνωστή ως «Κυρία Μπ.» ή Μαθίνη) απέκτησε τον έλεγχο επτά εφημερίδων.[20] Ισχυρίσθηκε ότι η κίνηση ήταν προσωρινή και αναιρούσε απλώς το μονοπώλιο των ΜΜΕ που είχε η οικογένεια Βιτζεβαρντάνα, η οποία υπεστήριζε την αντιπολίτευση. Μέχρι σήμερα πάντως η «Associated Newspapers of Ceylon Ltd.» παραμένει κρατική εταιρεία.[40] Κατόπιν εθνικοποίησε τις τράπεζες, το εμπόριο με το εξωτερικό, τον ασφαλιστικό κλάδο[37] και τη βιομηχανία πετρελαίου.[41]

Από το 1961 πολλά συνδικάτα άρχισαν απεργίες διαμαρτυρόμενα για τον υψηλό πληθωρισμό και τους φόρους. Μία τέτοια απεργία στο σύστημα συγκοινωνιών έδωσε στην Μπανταρανάικε την αφορμή να κρατικοποιήσει και τις συγκοινωνίες.[42]

Τον Δεκέμβριο του 1960 η Μπανταρανάικε εθνικοποίησε όλα τα ιδιωτικά σχολεία της Εκκλησίας, που έπαιρναν κρατική επιχορήγηση.[38][43] Περιόρισε έτσι την επιρροή της Ρωμαιοκαθολικής μειονότητας, πολλά μέλη της οποίας ανήκαν στην οικονομική και πολιτική ελίτ που παραδοσιακά υπεστήριζε το αντίπαλο Ενωμένο Εθνικό Κόμμα, ενώ επεξέτεινε την επιρροή των βουδιστικών ομάδων.[41][44] Τον Ιανουάριο του 1961 πέρασε τον νόμο που καθιστούσε επίσημη γλώσσα του κράτους τη σιναλέζικη αντί της αγγλικής. Αυτό δυσαρέστησε τους Ταμίλ[38][45], που άρχισαν στις επαρχίες τους εκστρατεία πολιτικής ανυπακοής. Η Μπανταρανάικε κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και έστειλε στρατεύματα.[45]

Οι αλλαγές που έφερε η Μπανταρανάικε προκάλεσαν την άμεση μετατόπιση των δομών εξουσίας μακριά από την αγγλόφιλη ελίτ, που μεταξύ άλλων είχε ερείσματα στις ένοπλες δυνάμεις και στην αστυνομία.[46] Κάποιοι αξιωματικοί του στρατού σχεδίασαν έτσι πραξικόπημα. Ωστόσο, όταν ο αξιωματικός της αστυνομίας Στάνλεϋ Σεναναγιάκε προσεγγίσθηκε από τους επικεφαλής της κινήσεως, δίστασε να συμμετάσχει και το εκμυστηρεύθηκε στον πεθερό του, βουλευτή Πάτρικ ντε Σίλβα Κουλαράτνε, που με τη σειρά του ειδοποίησε το CID, αντίστοιχο του αμερικανικού FBI. Καλώντας όλους τους διοικητές των υπηρεσιών και τους κατώτερους αξιωματικούς σε συνάντηση έκτακτης ανάγκης, ο υπουργός Φέλιξ Ντίας Μπανταρανάικε και μέλη του CID άρχισαν κατόπιν ανακρίσεις του στρατιωτικού προσωπικού και απεκάλυψαν τη συνωμοσία.[47] Επειδή το πραξικόπημα προλήφθηκε προτού εκδηλωθεί, η δίκη των 24 κατηγορούμενων ήταν μακρά και πολύπλοκη. Παρά τις φήμες κατά του Γενικού Κυβερνήτη σερ Όλιβερ Γκουνατιλάκε, δεν βρέθηκαν στοιχεία εναντίον του και για αυτό δεν διώχθηκε ποινικά. Τον άλλο μήνα ωστόσο στη θέση του διορίσθηκε ο Γουίλιαμ Γκοπαλάβα, θείος της πρωθυπουργού.[48] Ο Γκουνατιλάκε «δεν απομακρύνθηκε του αξιώματος, ούτε παραιτήθηκε ποτέ».[49] Συνοδεύθηκε στο αεροδρόμιο και εγκατέλειψε για πάντα τη χώρα, δεχόμενος εθελούσια εξορία στο Λονδίνο.[47]
Η Μπανταρανάικε το 1961

Στην εξωτερική πολιτική, η Μπανταρανάικε ενίσχυσε τις σχέσεις της χώρας της με την Κίνα και διέκοψε αυτές με το Ισραήλ. Εργάσθηκε για τη διατήρηση καλών σχέσεων με την Ινδία και την ΕΣΣΔ, ενώ κρατούσε δεσμούς με τα βρετανικά συμφέροντα με «όπλο» τις εξαγωγές τσαγιού. Καταδικάζοντας τη ρατσιστική πολιτική της Νότιας Αφρικής, συνήψε διπλωματικές σχέσεις με άλλες αφρικανικές χώρες.[42] Το 1961 παρέστη τόσο στο συνέδριο των πρωθυπουργών της Βρετανικής Κοινοπολιτείας στο Λονδίνο, όσο και σε αυτό των «Αδεσμεύτων» στο Βελιγράδι.[36] Είχε ρόλο-κλειδί στη μείωση των εντάσεων μεταξύ Ινδίας και Κίνας το 1962 με τον Σινοϊνδικό Πόλεμο.[39][36][50]

Οι δυσκολίες στο εσωτερικό ωστόσο άρχισαν να συσσωρεύονται, με τα οικονομικά προβλήματα να παίρνουν την πρωτοκαθεδρία από το ακόμα τεταμένο κλίμα από την εύνοια της κυβερνήσεως προς τους Σιναλέζους Βουδιστές. Η έλλειψη υποστηρίξεως στα μέτρα λιτότητας, ιδίως η αδυναμία να εισαχθεί αρκετό ρύζι (η κυριότερη τροφή του πληθυσμού) προκάλεσε την παραίτηση του υπουργού Φέλιξ Ντίας Μπανταρανάικε.[51][52] Η πρωθυπουργός προέβη σε ανασχηματισμό και θέλησε να περιορίσει τις εμπορικές συμφωνίες με την ΕΣΣΔ, ιδίως στο πετρέλαιο, που προκάλεσαν αντιδικία με τις δυτικές πετρελαϊκές εταιρείες και διακοπή της οικονομικής βοήθειας από τις ΗΠΑ τον Φεβρουάριο του 1963. Μετά τη διακοπή αυτή, πέρασε νόμος που εθνικοποιούσε όλη τη διανομή, τις εισαγωγές-εξαγωγές, πωλήσεις και προμήθειες των περισσότερων πετρελαϊκών προϊόντων στη χώρα[53] (Ιανουάριος 1964).

Το 1964 καταργήθηκε η Δημόσια Υπηρεσία που διατηρούσε το βρετανικό σύστημα, με αποτέλεσμα η δημόσια διοίκηση να αρχίσει να κομματικοποιείται.[54] Μετά τον σχηματισμό του συνασπισμού του «Ενωμένου Αριστερού Μετώπου» από το Κομμουνιστικό, το Επαναστατικό Σοσιαλιστικό και το Τροτσκιστικό Κόμμα[55] στα τέλη του 1963, η Μπανταρανάικε κινήθηκε προς τα αριστερά.[56] Τον Φεβρουάριο του 1964 ο Κινέζος πρωθυπουργός Τσου Εν-λάι την επισκέφθηκε στην Κεϋλάνη με πλούσια δώρα και προσφορές σε ρύζι, οικονομική βοήθεια και συζητήσεις για την επέκταση του εμπορίου.[57] Η συνεχιζόμενη αναταραχή όμως ανάγκασε την Μπανταρανάικε να διακόψει τη λειτουργία του Κοινοβουλίου μέχρι τον Ιούλιο.

Τον Σεπτέμβριο του 1964 η πρωθυπουργός πήγε με αντιπροσωπεία στην Ινδία για να συζητήσει το δύσκολο ζήτημα της επιστροφής στην Ινδία των 975.000 «απάτριδων» Ταμίλ. Αυτοί οι Ταμίλ, σε αντίθεση με τα μέλη της προαιώνιας μειονότητας των Ταμίλ της Κεϋλάνης, είχαν μεταφερθεί από τους Βρετανούς στην Κεϋλάνη τα προηγούμενα 50-150 χρόνια για να δουλεύουν στις φυτείες τσαγιού, και μετά την ανεξαρτησία της χώρας η κυβέρνησή της είχε αρνηθεί να δώσει σε αυτούς και τους απογόνους τους την κεϋλανική υπηκοότητα. Μαζί με τον Ινδό πρωθυπουργό Λαλ Μπαχάντουρ Σάστρι, η Μπανταρανάικε διεμόρφωσε τους όρους μιας συμφωνίας που απετέλεσε ορόσημο στις σχέσεις των δύο χωρών.[36][58] Σύμφωνα με αυτή, η Κεϋλάνη θα έδινε υπηκοότητα σε 300.000 Ταμίλ και η Ινδία θα δεχόταν τον επαναπατρισμό άλλων 525.000. Κατά τη διάρκεια των 15 ετών που θα γίνονταν αυτά, τα δύο μέρη θα διαπραγματεύονταν το τι θα γινόταν με τις υπόλοιπες 150 χιλιάδες.[58]

Τον Δεκέμβριο του 1964 ωστόσο, η απόπειρα της Μπανταρανάικε να κρατικοποιήσει και άλλες εφημερίδες, οδήγησε στην κατάθεση προτάσεως δυσπιστίας στη βουλή. Η κυβέρνηση έχασε την κοινοβουλευτική διαδικασία με διαφορά μιας ψήφου και ο Γενικός Κυβερνήτης διέλυσε το Κοινοβούλιο και προκήρυξε εκλογές.[59] Ο συνασπισμός του κόμματος της Μπανταρανάικε ηττήθηκε στις εκλογές της 22ης Μαρτίου 1965, λήγοντας έτσι την πρώτη πρωθυπουργική θητεία της Μπανταρανάικε.
Δεύτερη πρωθυπουργία
Η Μπανταρανάικε με τον Σοβιετικό πρωθυπουργό Αλεξέι Κοσύγκιν και τον γιο της τον Ανούρα

Με το κόμμα της να κερδίζει 41 έδρες, η Μπανταρανάικε έγινε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως, και πάλι η πρώτη γυναίκα στην ιστορία της χώρας σε αυτή τη θέση. Ο διάδοχός της δεν κατόρθωσε να αντιμετωπίσει τα οικονομικά προβλήματα (μείωσε ακόμα και την εβδομαδιαία ποσότητα στο δελτίο ρυζιού) και η Μπανταρανάικε, που είχε διατηρήσει κατά την παραμονή της στην αντιπολίτευση τη συμμαχία με τα αριστερά κόμματα, κέρδισε τις εκλογές της 27ης Μαΐου 1970 με μεγάλη διαφορά εδρών, επανερχόμενη έτσι στην πρωθυπουργία. Μέχρι τον Ιούλιο είχε ήδη συγκαλέσει Συντακτική Εθνοσυνέλευση για την αντικατάσταση του κατασκευασμένου από τους Βρετανούς αποικιοκράτες Συντάγματος της χώρας.[60].

Εισήγαγε διατάξεις που απαιτούσαν οι μόνιμοι γενικοί γραμματείς των υπουργείων να έχουν εμπειρία και πανεπιστημιακές γνώσεις στον τομέα τους. Θεσμοθετήθηκαν επίσης «Λαϊκές Επιτροπές», ώστε να υπάρχει άμεση επαφή της κυβέρνησης με τα ευρέα λαϊκά στρώματα.[61] Γενικώς οι μεταβολές αποσκοπούσαν στην αφαίρεση των αποτυπωμάτων της αποικιοκρατίας και των ξένων επιρροών από τους θεσμούς της χώρας.[42]

Αντιμέτωπη με μεγάλα ελλείμματα προϋπολογισμού και μειούμενα έσοδα από τις εξαγωγές καρύδας, καουτσούκ και τσαγιού, η Μπανταρανάικε αντέδρασε με κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας και περισσότερη κρατική ρύθμισή της, εφαρμόζοντας ελέγχους τιμών.[62][63] Τον Σεπτέμβριο του 1970 παρακολούθησε το Γ΄ Συνέδριο των Αδεσμεύτων στη Ζάμπια[36], αλλά τον ίδιο μήνα ταξίδεψε και στο Παρίσι και το Λονδίνο για να συζητήσει θέματα διεθνούς εμπορίου.[64] Ανεγνώρισε τη Βόρεια Κορέα, το Βόρειο Βιετνάμ και το Εθνικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση του Νότιου Βιετνάμ.[65] Τον Δεκέμβριο πέρασε νόμο που επέτρεπε την κρατικοποίηση κάθε επιχειρήσεως με περισσότερους από 100 εργαζόμενους. Υποτίθεται ότι το μέτρο στόχευε στη μείωση του ξένου ελέγχου στην παραγωγή τσαγιού και καουτσούκ, αλλά εμπόδισε τόσο τις εγχώριες όσο και τις ξένες επενδύσεις στη βιομηχανία.[63][66]
Η Μπανταρανάικε με τη στρατιωτική συνοδεία της το 1961

Μετά από 16 μήνες στη δεύτερη πρωθυπουργία της, η Μπανταρανάικε λίγο έλειψε να ανατραπεί από μια εξέγερση της αριστερής νεολαίας. Αν και γνώριζε τη μαχητική στάση του «Μετώπου Λαϊκής Απελευθέρωσης» (Janatha Vimukthi Peramuna), η κυβέρνηση απέτυχε να συνειδητοποιήσει το μέγεθος της απειλής.[67] Στις 6 Μαρτίου 1971, ακτιβιστές επιτέθηκαν στην πρεσβεία των ΗΠΑ στο Κολόμπο, οδηγώντας στην κήρυξη καταστάσεως έκτακτης ανάγκης στις 17 Μαρτίου. Στις αρχές Απριλίου, επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα φανέρωσαν μια καλά σχεδιασμένη εξέγερση, για την αντιμετώπιση της οποίας ο μικρός στρατός της χώρας δεν ήταν καλά εξοπλισμένος. Καλώντας τους συμμάχους της για βοήθεια, η κυβέρνηση σώθηκε κυρίως εξαιτίας της ουδέτερης εξωτερικής πολιτικής της πρωθυπουργού. Η ΕΣΣΔ έστειλε αεροσκάφη προς υποστήριξη της κυβερνήσεως, ενώ όπλα και εξοπλισμός ήρθαν και από τη Βρετανία, την Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία, τις ΗΠΑ και τη Γιουγκοσλαβία. Ιατρικά εφόδια προσφέρθηκαν από την Ανατολική και Δυτική Γερμανία, τη Νορβηγία και την Πολωνία, ενώ τόσο η Ινδία όσο και το Πακιστάν έστειλαν στρατεύματα.[68] Την Πρωτομαγιά, η Μπανταρανάικε ανέστειλε τις κυβερνητικές επιθέσεις και προσέφερε αμνηστία, κάτι που ώθησε χιλιάδες εξεγερμένους να παραδώσουν τα όπλα. Συνέστησε επίσης μια εθνική επιτροπή για την αποκατάσταση των πραγμάτων και τη δημιουργία στρατηγικού σχεδίου για το μέλλον των παραδοθέντων στασιαστών.[69] Μία από τις πρώτες ενέργειες της πρωθυπουργού μετά την εξέγερση ήταν να απελάσει Βορειοκορεάτες διπλωμάτες.[70]

Τον Μάιο του 1972 το όνομα της χώρας άλλαξε από Κεϋλάνη στο σημερινό «Λαϊκή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Σρι Λάνκα» και το νέο Σύνταγμα επικυρώθηκε.[42][71] Αν και η χώρα παρέμεινε μέλος της (Βρετανικής) Κοινοπολιτείας των Εθνών, η Βασίλισσα της Μεγάλης Βρετανίας έπαυσε να είναι η Αρχηγός του Κράτους.[72] Η Γερουσία καταργήθηκε[42] και ως μόνο νομοθετικό σώμα με δικαστικές εξουσίες ιδρύθηκε η Κρατική Εθνοσυνέλευση.[73] Το νέο Σύνταγμα ανεγνώριζε τον Βουδισμό ως «επικρατούσα θρησκεία», αλλά εγγυάτο ίση προστασία σε Βουδισμό, Χριστιανισμό, Ινδουισμό και Ισλάμ.[74] Ανεγνώριζε επίσης τα σιναλέζικα ως τη μόνη επίσημη γλώσσα του κράτους.[75] Επίσης, χάρισε δύο έξτρα χρόνια πρωθυπουργίας στην Μπανταρανάικε, συγχρονίζοντας την πενταετή θητεία της με τη δημιουργία της Δημοκρατίας της Σρι Λάνκα.[76] Τα παραπάνω προκάλεσαν ανησυχία σε όσους φοβούνταν ήδη μια αυταρχική διακυβέρνηση και ιδίως στους Ταμίλ.[77] Από τον Ιούλιο άρχισαν να σημειώνονται σποραδικά περιστατικά βίας[78] και έως το τέλος του έτους αναμενόταν νέο κύμα ταραχών, τροφοδοτούμενο από τη μεγάλη ανεργία.[79]

Η παγκόσμια πετρελαϊκή κρίση του 1973 κατάφερε ένα ακόμα μεγάλο πλήγμα στην οικονομία.[68] Η υποτίμηση του νομίσματος σε συνδυασμό με τους υψηλούς φόρους επιβράδυναν την οικονομική ανάπτυξη, προκαλώντας νέο γύρο μέτρων λιτότητας.[80] Το 1974 η Μπανταρανάικε υποχρέωσε τον τελευταίο ανεξάρτητο όμιλο εφημερίδων (The Sun) να κλείσει.[68][81] Σχίσματα εμφανίσθηκαν στον κυβερνητικό συνασπισμό κομμάτων, όταν κατασχεμένες γαιοκτησίες τέθηκαν υπό τον έλεγχο του Υπουργείου Γεωργίας και Γαιών, όπου ο υπουργός ήταν του τροτσκιστικού κόμματος Lanka Sama Samaja[82], κι έτσι η Μπανταρανάικε έδιωξε το κόμμα από τον συνασπισμό.

Σε αναγνώριση του Διεθνούς Έτους της Γυναίκας το 1975 η Μπανταρανάικε ίδρυσε μια υπηρεσία για τα γυναικεία θέματα, που εξελίχθηκε αργότερα στο Υπουργείο Γυναικείων και Παιδικών Θεμάτων, και διόρισε την πρώτη γυναίκα υπουργό, τη Siva Obeyesekere.[83] Ωστόσο, οι κατηγορίες για διαφθορά και νεποτισμό σκέπασαν όλα αυτά, ενώ τον Μάιο του 1976 η Διακήρυξη του Βαντουκοντάι από το Ενωμένο Μέτωπο Απελευθέρωσης των Ταμίλ, καλούσε για πλήρη αυτονομία των περιοχών τους.[76][84] Κατόπιν αυτών, στις βουλευτικές εκλογές της 21ης Ιουλίου 1977, το Ενωμένο Μέτωπο καταποντίστηκε, κερδίζοντας μόλις 6 έδρες.[85][86]
Στην αντιπολίτευση (1977–1994)

Το 1978 επικυρώθηκε νέο Σύνταγμα, που δημιούργησε Προεδρική Δημοκρατία κατά τα γαλλικά πρότυπα: ο πρόεδρος θα εκλεγόταν από τον λαό για εξαετή θητεία και αυτός θα διόριζε τον εκάστοτε πρωθυπουργό.[87] Αναγνωρίζονταν επίσης για πρώτη φορά θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.

Το 1980 μια Ειδική Προεδρική Επιτροπή, διορισμένη από τον Πρόεδρο Τζ. Ρ. Τζαγιαβαρντένε, συστάθηκε για να διερευνήσει κατηγορίες κατά της Σιριμάβο Μπανταρανάικε για καταχρήσεις εξουσίας κατά τη θητεία της.[85] Μετά την υποβολή του πορίσματός της, η κυβέρνηση κίνησε διαδικασία για επταετή στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων της ίδιας και του ανιψιού της Φέλιξ Ντίας Μπανταρανάικε.[88][89][90] Η Μπανταρανάικε έχασε τότε τη βουλευτική έδρα της, αλλά διατήρησε τον τίτλο του προέδρου του κόμματός της.[90][88] Επειδή δεν μπορούσε όμως να το εκπροσωπήσει στο κοινοβούλιο, ο γιος της Ανούρα χρίσθηκε κοινοβουλευτικός αρχηγός του κόμματος.[87][91][92] Υπό τον Ανούρα ωστόσο το Κόμμα Ελευθερίας μετατοπίσθηκε προς τα δεξιά τόσο, ώστε η κόρη της Μπανταρανάικε, η Τσαντρίκα, το εγκατέλειψε και ίδρυσε το «Κόμμα του Λαού της Σρι Λάνκα» μαζί με τον σύζυγό της, Βιτζάγια Κουμαρατούνγκα.

Από το 1980 οι συγκρούσεις με τις αποσχιστικές ομάδες των Ταμίλ έγιναν συχνότερες και όλο και βιαιότερες, ώσπου τον Ιούλιο του 1983 ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος. Τον Ιανουάριο του 1986 τα πολιτικά δικαιώματα της Μπανταρανάικε αποκαταστάθηκαν με προεδρικό διάταγμα του Τζαγιαβαρντένε.[92] Η Μπανταρανάικε και το Κόμμα Ελευθερίας αντιτέθηκαν στην κλήση ινδικών στρατευμάτων, πιστεύοντας ότι η κυβέρνηση είχε προδώσει τον λαό της επιτρέποντας στην Ινδία να επέμβει προς όφελος των Ταμίλ.[93] Η Μπανταρανάικε απεφάσισε να κατέβει υποψήφια για την Προεδρία της χώρας το 1988 και έχασε με μικρή διαφορά από τον Ρανασίνγκε Πρεμαντάσα.[17][89]

Στις 6 Φεβρουαρίου 1989, ενώ συμμετείχε στην προεκλογική εκστρατεία του Κόμματος Ελευθερίας για τις βουλευτικές εκλογές εννέα ημέρες αργότερα, η Μπανταρανάικε επέζησε από μία βομβιστική επίθεση. Η ίδια δεν τραυματίσθηκε και μόνο ένας από τους βοηθούς της τραυματίσθηκε στα πόδια. Στις εκλογές το Κόμμα Ελευθερίας ηττήθηκε μεν από το Ενωμένο Εθνικό Κόμμα του Ρ. Πρεμαντάσα, αλλά κέρδισε 67 έδρες, αρκετές για να εξασφαλίσουν στην Μπανταρανάικε την αρχηγία της αξιωματικής αντιπολιτεύσεως.

Το 1990, όταν 13μηνη ανακωχή παραβιάσθηκε από τους «Τίγρεις των Ταμίλ», η κυβέρνηση ανέστειλε της διαπραγματεύσεις μαζί τους, επιλέγοντας στρατιωτική λύση. Ο Ανούρα υπεστήριξε την κυβέρνηση, αλλά η μητέρα του μίλησε εναντίον της. Με έκτακτες εξουσίες να έχουν αναληφθεί από τον Πρόεδρο, η Μπανταρανάικε απαίτησε την άρση της καταστάσεως έκτακτης ανάγκης, κατηγορώντας την κυβέρνηση για παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Στο μεταξύ ο σύζυγος της Τσαντρίκα δολοφονήθηκε το 1988, οπότε η ίδια, αφού έμεινε για τρία χρόνια στο Λονδίνο, επέστρεψε το 1991 και εντάχθηκε και πάλι στο κόμμα της μητέρας της. Το ίδιο έτος, η Σιριμάβο, που υπέφερε αρκετά χρόνια από αρθρίτιδα, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. Εξαιτίας των λόγων υγείας, απεφάσισε να μη θέσει εκ νέου υποψηφιότητα για Πρόεδρος της χώρας το 1995, αλλά να συνεχίσει ως ηγέτιδα της αντιπολιτεύσεως.

Ο νέος Πρόεδρος, ο Ντινγκίρι Μπαντά Βιτζετούνγκα, κατόρθωσε να πείσει τον γιο της Μπανταρανάικε, τον Ανούρα, να αποστατήσει και να έρθει στο δικό του κόμμα, το Ενωμένο Εθνικό Κόμμα, επιβραβεύοντάς τον βέβαια με υπουργείο, αυτό της Ανώτερης Παιδείας. Εξαιτίας των προβλημάτων υγείας της μητέρας της, η Τσαντρίκα Κουμαρατούνγκα ηγήθηκε του σχηματισμού νέας συμμαχίας, της «Συμμαχίας του Λαού», ώστε να συμμετάσχει στις εκλογές της Δυτικής Επαρχίας το 1993. Η νέα συμμαχία κέρδισε πανηγυρικά και η Κουμαρατούνγκα έγινε Περιφερειάρχις. Το ίδιο έγινε και στις βουλευτικές εκλογές του 1994, ενώ η Μπανταρανάικε ανάρρωνε από εγχείρηση και ανακοίνωσε απλώς ότι η κόρη της θα γινόταν πρωθυπουργός. Μέχρι τότε, η Κουμαρατούνγκα είχε διαδεχθεί τη μητέρα της και στην αρχηγία του Κόμματος Ελευθερίας. Διανοητικά υγιής, αλλά υποφέροντας από πόδι διαβητικού και άλλες επιπλοκές διαβήτη, η Σιριμάβο Μπανταρανάικε ήταν καθηλωμένη σε αναπηρικό κάθισμα.[16] Παρά το γεγονός αυτό, επανεκλέχθηκε στο κοινοβούλιο και διορίσθηκε στην κυβέρνηση της κόρης της ως υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου[94] στην ορκωμοσία της 19ης Αυγούστου 1994.
Τρίτη πρωθυπουργία και θάνατος

Τον Νοέμβριο του 1994 διεξάχθηκαν και προεδρικές εκλογές. Ο βασικός αντίπαλος της Κουμαρατούνγκα, ο Γκαμίνι Ντισαναγιάκε, δολοφονήθηκε μόλις δύο εβδομάδες προ των εκλογών και η χήρα του, η Σρίμα Ντισαναγιάκε, επιλέχθηκε ως η προεδρική υποψήφια του Ενωμένου Εθνικού Κόμματος. Η εν ενεργεία πρωθυπουργός Κουμαρατούνγκα έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος και κέρδισε άνετα την Ντισαναγιάκε.[95] Καθιστάμενη η πρώτη γυναίκα σε αυτό το αξίωμα στην ιστορία της Σρι Λάνκα, η Κουμαρατούνγκα διόρισε τη μητέρα της πρωθυπουργό[96]. Η πρωθυπουργία είχε πλέον, με το Σύνταγμα του 1978, μικρότερες αρμοδιότητες, κυρίως την ευθύνη για την εθνική άμυνα και τις εξωτερικές υποθέσεις.[97] Ωστόσο, η επιρροή της Σιριμάβο στο Κόμμα Ελευθερίας παρέμενε ισχυρή.[98] Παρότι συμφωνούσαν στην πολιτική τους, η μάνα και η κόρη διέφεραν στο στιλ ηγεσίας. Το 2000 η Κουμαρατούνγκα χρειαζόταν πλέον μια νεότερη πρωθυπουργό[35] και η Μπανταρανάικε, ανακοινώνοντας λόγους υγείας, παραιτήθηκε τον Αύγουστο 2000.[99]

Δύο μήνες αργότερα, στις 10 Οκτωβρίου, η Σιριμάβο Μπανταρανάικε πέθανε από καρδιακή προσβολή στο προάστιο Κανταβάθα του Κολόμπο, καθώς επέστρεφε σπίτι[100] αφού προηγουμένως είχε ψηφίσει στις βουλευτικές εκλογές εκείνης της ημέρας.[35] Ήταν 84 ετών. Η χώρα κήρυξε διήμερο εθνικό πένθος.[101] Η σορός της Μπανταρανάικε παρέμεινε αυτό το διάστημα στο Κοινοβούλιο και μετά η κηδεία της έγινε στο οικογενειακό μέγαρο Horagolla Walauwa, όπου και τάφηκε, στο μαυσωλείο Horagolla Bandaranaike Samadhi, που είχε κατασκευασθεί για τον σύζυγό της.[102]


Παραπομπές

«Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Sirimavo-R-D-Bandaranaike. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
(Αγγλικά) SNAC. w6w096v0. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
(Αγγλικά) Find A Grave. 10556681. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
(Γερμανικά) Munzinger-Archiv. 00000009239. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
(Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. bandaranaike-sirimavo-ratwatte-dias. Ανακτήθηκε στις 9 Οκτωβρίου 2017.
«Gran Enciclopèdia Catalana» (Καταλανικά) Grup Enciclopèdia Catalana. 0007249.
«Proleksis enciklopedija» (Κροατικά) 10667.
Dalibor Brozović, Tomislav Ladan: «Hrvatska enciklopedija» (Κροατικά) Miroslav Krleža Lexicographical Institute. 1999. 5653. ISBN-13 978-953-6036-31-8. ISBN-10 953-6036-31-2.
Moritz 1961, σελ. 23.
Perera 2016.
Richards 2014, σελ. 194.
Lokubandara 2005.
Fernando 2015b.
Meegama 2003, σελίδες 57–58.
Ratwatte 2014.
Jeyaraj 2016.
The Daily FT 2016.
Fernando 2017.
Rettie 2000.
The Daily Telegraph 2000.
Richardson 2005, σελ. 170.
The Daily FT 2016.
Saha 1999, σελ. 123.
Seneviratne 1975, σελ. 115.
Seneviratne 1975, σελ. 95.
Gunawardena 2005, σελ. 9.
Rowan 1971, σελίδες 58–59.
Seneviratne 1975, σελ. 166.
Jeyaraj 2014.
Richardson 2005, σελ. 169.
Rowan 1971, σελ. 59.
The Times 1960b, σελ. 8.
Richardson 2005, σελίδες 171–173.
Kanapathipillai 2009, σελ. 74.
BBC 2000b.
Socialist India 1974, σελ. 24.
de Alwis 2008.
Moritz 1961, σελ. 24.
The Times 2000, σελ. 23.
Is Lake House Government property?
Richardson 2005, σελ. 172.
Saha 1999, σελ. 125.
Time Magazine 1961.
Saha 1999, σελ. 124.
Richardson 2005, σελ. 171.
Balachandran 2006.
Fernando 2015a.
The Hartford Courant 1962, σελ. 39.
Thurai 2014.
Jackson 1963, σελ. 7.
Bradsher 1962, σελ. 5.
The Standard-Speaker 1962, σελ. 23.
Kodikara 1973, σελ. 1126.
DeVotta 2017, σελ. 11.
Bradsher 1963, σελ. 4.
Peiris 1964a, σελ. 17.
The Calgary Herald 1964, σελ. 5.
Kanapathipillai 2009, σελ. 91.
Peiris 1964b, σελ. 21.
Phadnis 1971, σελ. 268.
Phadnis 1971, σελ. 269.
Richardson 2005, σελίδες 321–322.
The Anniston Star 1970, σελ. 42.
Phadnis 1971, σελίδες 270–271.
Phadnis 1971, σελ. 271.
Phadnis 1971, σελ. 273.
Phadnis 1971, σελίδες 274–275.
Fathers 2000.
The Sydney Morning Herald 1971, σελ. 16.
Phadnis 1971, σελίδες 275–276.
Ross & Savada 1990, σελ. 50.
The Tampa Bay Times 1972, σελ. 3.
Ross & Savada 1990, σελίδες 50–51.
Bartholomeusz 2010, σελ. 173.
The New York Times 1972, σελ. 3.
The Playground Daily News 1976, σελ. 36.
Ross & Savada 1990, σελ. 51.
Rosenblum 1972, σελ. 27.
Rajakaruna 1972, σελ. 7.
Richardson 2005, σελ. 324.
Sims 1974, σελ. 16.
Alexander 1991, σελ. 180.
Skard 2015, σελ. 14.
Wilson 2000, σελ. 121.
Saha 1999, σελ. 126.
The Baltimore Sun 1977, σελ. 2.
Ross & Savada 1990, σελ. 53.
The Guardian 1980, σελ. 7.
The Los Angeles Times 2000.
Ashborn 1980, σελ. 7.
Richardson 2005, σελ. 400.
The Age 1986, σελ. 6.
Richardson 2005, σελίδες 532, 541.
Schaffer 1995, σελ. 419.
Schaffer 1995, σελίδες 422–423.
Sebastian 1994.
Skard 2015, σελ. 151.
BBC 2000a.
Ganguly 2000.
Kirinde 2000.
Dugger 2000.

Nakkawita 2010.

Βιβλιογραφία

Fathers, Michael: «Obituary: Sirimavo Bandaranaike, the world's first woman prime minister», Time Asia του Χονγκ Κονγκ, 12 Οκτωβρίου 2000
Gunawardena, Charles A.: Encyclopedia of Sri Lanka (αναθεωρ. 2η έκδ.), New Dawn Press, Elgin, Illinois, 2005
Kanapathipillai, Valli: Citizenship and Statelessness in Sri Lanka: The Case of the Tamil Estate Workers, Anthem Press, Λονδίνο 2009
Meegama, Indrani: Leading Successfully in Asia, β΄ έκδ., «The College», Kandy, Sri Lanka 2003
Ramirez-Faria, Carlos: Concise Encyclopedia of World History, Atlantic Publishers & Distributors Ltd., Νέο Δελχί 2007

Σριλανκέζοι

Εγκυκλοπαίδεια Σρι Λάνκα

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License