ART

.

Είναι ιστορικά βεβαιωμένο ότι η πρώτη μορφή ζωής, η κίνηση, εξελίχτηκε σε άσκηση-παιχνίδι και ύστερα σε αγωνιστική γυμναστική, για πρώτη φορά στον ελλαδικό χώρο, από τους Έλληνες, που συνέδεσαν το αγωνιστικό πνεύμα με τους ήρωες και τους θεούς.

Ο αρχαίος Έλληνας συναρπάζεται από την αγωνιστική σκέψη, σε τέτοιο βαθμό, που δεν υπάρχει μύθος χωρίς άθλους και αγώνες ηρώων με άλλους ήρωες, εξυμνεί δε τη φυσική δύναμη, το μυαλό, την πολεμική τέχνη και την ανδρεία. Όλα αυτά φανερώνουν τη σπουδαία θέση που είχαν στη ζωή των Ελλήνων η άθληση και ο άθλος.

Η γυμναστική και η αγωνιστική εξασφαλίζουν στον άνθρωπο την αρμονία ανάμεσα στο σώμα και στην ψυχή και επιτρέπουν την άσκηση αρετής. Έτσι έχουμε συνδυασμό γυμναστικής και μουσικής, στην ευρύτερη σημασία της λέξης, καθώς, όπως πίστευαν οι μεγάλοι δάσκαλοι της εποχής, οι δύο αυτές αρετές μαζί είναι υπηρέτες της ψυχής.

Η αγωνιστική γυμναστική συνδεόταν και με τη λατρεία των δυνάμεων της φύσης γιατί δεν αποτελεί απλή σύμπτωση ότι τα βραβεία της νίκης ήταν στεφάνια από κλαδιά ελιάς-δάφνης, που τα θεωρούσαν ιερά δέντρα.

Η Ελλάδα υπήρξε η κοιτίδα του αθλητισμού και η Ολυμπία η μητέρα εδώ αναπτύχθηκε το βαθύτερο αθλητικό πνεύμα και έλαμψε το ευγενέστερο αγωνιστικό ιδεώδες. Στην Ελλάδα δημιουργήθηκε ο αισθητικότερος και καλλιτεχνικότερος σωματικός πολιτισμός.

Η έννοια του αθλητισμού είναι στενά συνυφασμένη με το ελληνικό πνεύμα. Κάτω από το γαλανό ουρανό, δίπλα στα γραφικά ακρογιάλια, το ανήσυχο αυτό σπέρμα, εκτός από τους μεγάλους πολιτικούς, μαθηματικούς και φιλοσόφους που γέννησε, συνέλαβε την αθλητική ιδέα και δημιούργησε τον αθλητισμό.

Την ύπαρξη του ελληνικού αθλητισμού από τα παλαιότερα χρόνια μας βεβαιώνει και ο Όμηρος. Σύμφωνα με αυτόν μετά το θάνατο του Πατρόκλου έγιναν, εκτός από τις καθιερωμένες θυσίες, και αθλητικές εκδηλώσεις προς τιμήν του. Σε άλλα σημεία της Ιλιάδας αναφέρεται η διεξαγωγή αγώνων μεταξύ των στρατιωτών, οι οποίοι γίνονταν τόσο για την ψυχαγωγία, όσο και για τη σωματική άσκησή τους. Στην Οδύσσεια αναφέρεται ότι όταν ο Οδυσσέας κατέπλευσε στο νησί των Φαιάκων, φιλοξενηθείς από τον Αλκίνοο, ο τελευταίος οργάνωσε προς τιμήν του υψηλού καλεσμένου του γιορτές και αγώνες.

Φαίνεται ότι στους προολυμπιακούς χρόνους η έννοια των αγώνων ήταν σχεδόν ταυτόσημη των εκδηλώσεων που λάμβαναν χώρα εξαιτίας ενός σπουδαίου χαρακτηριστικού γεγονότος, π.χ. ένας γάμος ή θάνατος δημόσιου άντρα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του θανάτου του Οιδίποδα, κατά τη διάρκεια της ταφής του οποίου τελέστηκαν διάφορα αγωνίσματα.

Εκτός των αγώνων όμως αυτών, οι οποίοι γίνονταν με την ευκαιρία ενός περιπτωσιακού γεγονότος, υπήρχαν και αγώνες τοπικού χαρακτήρα, όπως

* της Τεγέας κατά τη διάρκεια της εορτής των Αλαίων και Αλεαίων,

* των Λυκαίων της Αρκαδίας, που γίνονταν προς τιμήν του Λύκαιου Δία,

* της Βοιωτίας, των Μεγάρων και της Αίγινας.

Όλους όμως τους αγώνες αυτούς τους επισκίασαν και τους έφεραν σε δεύτερη μοίρα οι αγώνες της Ολυμπίας. Οι αγώνες αυτοί, οι οποίοι γίνονταν κάθε 4 χρόνια στην Ολυμπία προς τιμήν του Δία, αποτελούσαν τη σπουδαιότερη και μεγαλύτερη αθλητική εκδήλωση της Ελλάδας. Την καταγωγή τους την τοποθετούν στον Ηρακλή τον Ιδαίο, καθώς και την πρώτη διοργάνωσή τους, ο οποίος, μαζί με τους αδελφούς του Ίδα, Ιάσιο, Παιώνιο και Επίδημο, οργάνωσαν αγώνα δρόμου στην Ολυμπία, ορίζοντας σαν έπαθλο για το νικητή, ένα κλαδί ελιάς.

Τους αδελφούς αυτούς, τιμώντας οι Έλληνες, αποφάσισαν να αφιερώσουν την αρχή κάθε καινούριου μετά την Ολυμπιάδα έτους, στη διενέργεια εορτών προς τιμήν τους. Γύρω στα 1104 π.Χ. οι Αιτωλοί καταλαμβάνουν την Ολυμπία και οργανώνουν ένα είδος Ολυμπιακών αγώνων αρχέγονης όμως μορφής και το 884, μετά την υπογραφή της συνθήκης μεταξύ Ιφίτου (βασιλιά της Ολυμπίας) Κλεισθένη (βασιλιά της Πίσσας) και Λυκούργου (βασιλιά της Σπάρτης) "περί αναγνωρίσεως της ουδετερότητας του εδάφους της Ολυμπίας", καθιερώθηκαν οι Ολυμπιακοί αγώνες με την τελική μορφή τους, σαν εθνική γιορτή η οποία ένωνε όλο το Πανελλήνιο.

Παρόλο όμως το γεγονός ότι η ουσιαστική καθιέρωση των αγώνων, αρχίζει από το έτος της υπογραφής της συμφωνίας (το 884 π.Χ.) σαν πρώτη Ολυμπιάδα χαρακτηρίζεται η Ολυμπιάδα του 776 π.Χ., όταν νίκησε ο Ηλείος Κόροιβος στο αγώνισμα του σταδίου, το οποίο αποτελεί και την αφετηρία μέτρησης της χρονολογίας από τους αρχαίους Έλληνες.

Οι Ολυμπιακοί αγώνες διεξάγονταν στο χώρο της Ιεράς Άλτεως, μέρος πλούσιο σε γυμναστήρια. Στο χώρο αυτό βρισκόταν και το περίφημο Ολυμπιακό στάδιο. Κατά τη διεξαγωγή τους ακολουθούσαν ορισμένη τυπική διαδικασία. Αυτή συνίστατο στην τετραήμερη διαίρεση των Ολυμπιακών, η πρώτη ημέρα των οποίων αφιερωνόταν στην προσφορά θυσιών προς τιμήν των θεών, ενώ οι υπόλοιπες τρεις στην τέλεση των αγωνισμάτων και την επιβράβευση των νικητών.

Ένα από τα πρώτα αγωνίσματα φαίνεται ότι ήταν ο δρόμος του σταδίου. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί ότι οι αγώνες δρόμου διακρίνονταν, όπως και σήμερα, σε αγώνες αντοχής και αγώνες ταχύτητας. Υπήρχε όμως και ο ονομαζόμενος δρόμος ταχύτητας των οπλιτών, κατά τον οποίο οι αθλητές ήσαν υποχρεωμένοι να αγωνίζονται φορώντας πλήρη σχεδόν πολεμική εξάρτηση. Άλλα αγωνίσματα ήταν το παγκράτιο (είδος πάλης και πυγμαχίας), η δισκοβολία, το άλμα, το ακόντιο και το πένταθλο.

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι η τεράστια προσπάθεια των αθλητών, για να εξασφαλίσουν την τιμητική διάκριση του νικητή, βραβευόταν μόνο με το χαρακτηριστικό έπαθλο κάθε νίκης, ένα κλωνάρι αγριελιάς, κομμένο από το ιερό δένδρο των αγώνων. Γι' αυτό το λόγο είναι ακριβές ότι το αθλητικό ιδεώδες και η προσπάθεια του "καλώς αγωνίζεσθαι" βρήκε την τελειότερή του μορφή στον ήρεμο και γαλήνιο κάμπο της Ολυμπίας. Οι αρχαίοι Έλληνες αγωνίζονταν περισσότερο για τον ίδιο αγώνα και την ευγενή άμιλλα την οποία τους πρόσφερε, παρά για τη νίκη.

Μεγάλες τιμές και δόξες περίμεναν το νικητή. Όταν γύριζε με πομπή στην πατρίδα του, οι συμπατριώτες του γκρέμιζαν τμήμα των τειχών της πόλης θέλοντας να δείξουν ότι πόλεις που διαθέτουν τέτοια παλικάρια δεν έχουν ανάγκη τα τείχη.

Η Ελλάδα δεν είναι μονάχα η Γη που γέννησε και γαλούχησε τους πιο φίλαθλους λαούς του κόσμου, είναι η Μάνα που δίδαξε στους ανθρώπους τον πιο υποδειγματικό σωματικό πολιτισμό όλων των λαών και των αιώνων. Ο Ολυμπιακός σωματικός πολιτισμός είχε βάση τη Γυμναστική και ιδεώδες την καλοκαγαθία.

Μέχρις ότου όμως φτάσει ο ελληνικός νους στο σημείο να υψώσει την πνευματική και σωματική ισορροπία και αρμονία σε πρότυπο του γυμναστικού ιδεώδους της ιστορικής εποχής (των Ολυμπιακών χρόνων 776 π.Χ. - 394 μ.Χ.) είχε εμπνευστεί ευγενή επίσης πρότυπα. Οι Κρήτες και οι Πελασγοί, κατά την κρητομυκηναϊκή εποχή λ.χ. αθλούνται για θρησκευτικούς και πολεμικούς λόγους.

Κατά τους Ομηρικούς χρόνους σκοπός της Αγωνιστικής των Ελληνικών φυλών ήταν η ανάπτυξη των σωματικών και ψυχικών πολεμικών αρετών για την εξυπηρέτηση του ηρωικού πνεύματος της φυλής, που θα βοηθούσε στην αντιμετώπιση των σκληρών συνθηκών της τότε ζωής και των πολεμικών αναγκών της πολιτείας, γι' αυτό και η Ομηρική Αγωνιστική χαρακτηρίζεται ως "ηρωική".

Συγκερασμός δύναμης και κάλλους

Από τον 6ο π.Χ. αιώνα μέχρι τις αρχές του 5ου π.Χ., το κυριότερο χαρακτηριστικό της ελληνικής γυμναστικής ήταν η δύναμη. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίστηκε ως "περίοδος των ισχυρών ανδρών". Το αθλητικό πρότυπο ήταν την εποχή εκείνη ο "δυνατός άνδρας" πυγμάχος ή παλαιστής. Αντιπροσωπευτικοί τύποι της αλκής και της δύναμης ήταν τότε οι διάσημοι αθλητές Μίλων ο Κροτωνιάτης, Γλαύκος ο Καρύστιος, Θεαγένης ο Θάσιος κ.ά.

Σκοπός των αρχαιότερων γυμναστών ήταν να αναπτύξουν τη δύναμη μονάχα, που σε συνδυασμό με την υγιεινή ζωή έκανε τους αθλητές της εποχής εκείνης ικανούς να νικούν επί οκτώ και εννιά ακόμα Ολυμπιάδες. Σωστά λοιπόν και ο 6ος αιώνας ονομάστηκε "αιώνας της δυνάμεως" και τα πρότυπά του εύκολα διακρίνονται στους "κούρους".

Συγκερασμό "δύναμης και κάλλους" πέτυχαν οι Έλληνες τον 5ο π.Χ. αιώνα, χάρη στη βελτίωση της κοινωνικής ζωής, στην αύξηση των γυμναστικών ιδρυμάτων και την οργανωμένη αγωγή των Εφήβων.

Η μεταβολή αυτή είναι φανερή στις τέχνες και στα γράμματα. Μελέτη στους κούρους, τους γνωστούς ως Απόλλωνες του 490-470 π.Χ., στον πολεμιστή της μετώπης του ναού της Αφαίας, στους Λαπίθες του ναού της Ολυμπίας, στο αγαλματίδιο του Λιγουριού και στο δορυφόρο ή στο διαδούμενο του Πολυκλείτου, είναι αποκαλυπτική της μεταβολής αυτής.

Από τότε οι αγώνες και η γυμναστική καλλιεργήθηκαν πιο εντατικά και συστηματικότερα. Ο 5ος π.Χ. αιώνας χαρακτηρίστηκε ως "αιώνας του αθλητικού κάλλους".

Από τα τέλη του Ε' π.Χ. αιώνα και ως τα μέσα του 4ου π.Χ. η "ανθρώπινη τελειότητα" έγινε ο μοναδικός σκοπός της σωματικής αγωγής των νέων. Την περίοδο αυτή, χάρη στις αρχές της ισόρροπης και αρμονικής καλλιέργειας σώματος και ψυχής, που τελικά επικράτησαν ύστερα από τόσων αιώνων εξελίξεις, δημιουργήθηκαν τα αθάνατα αριστουργήματα του "χρυσού αιώνα". Αντιπροσωπευτικό πρότυπό του εύκολα αναγνωρίζεται στην τέχνη του Ερμή του Πραξιτέλη.

Οι Αθηναίοι ως εκπρόσωποι του μαλακού και εύστροφου χαρακτήρα των Ιώνων, θεώρησαν για πρώτιστο αγαθό την υγεία, δεύτερο το κάλλος και τρίτο τη δύναμη.

Αντίθετα οι Σπαρτιάτες, αντιπροσωπευτικοί τύποι του σκληρού και άκαμπτου δωρικού χαρακτήρα, ύψωσαν τη δύναμη και την καρτερία στις κακουχίες στο πρώτο και ίσως το μόνο αγαθό.

Αλλά παρά τη φαινομενική αντιγνωμία για τα μέσα επιτυχίας του σκοπού της αγωγής και στους Αθηναίους και στους Σπαρτιάτες και σε όλους γενικά τους Έλληνες, δεν ήταν ευρύτερος και υψηλότερος σκοπός της Γυμναστικής και της Αγωνιστικής, ούτε η δύναμη, ούτε η υγεία, ούτε το κάλλος, ούτε ο πόλεμος, αλλ' η δημιουργία του τύπου του καλού και αγαθού, του κατά το δυνατό τέλειου ανθρώπου.

Είναι αλήθεια πως οι χοροί, τα παιγνίδια και τα αθλήματα, τα γυμνάσια και τα αγωνίσματα, έχουν κοινή πατρίδα κάθε γωνιά γης, που ζουν πολιτισμένοι ή πρωτόγονοι άνθρωποι, αλλά η αληθινή σωματική αγωγή, η γυμναστική με την ευρύτερή της έννοια, σε μια μονάχα χώρα γεννήθηκε ανδρώθηκε και με το πέρασμα των αιώνων έζησε, στην Ελλάδα.

Οι Αιγύπτιοι, οι Βαβυλωνοασσύριοι, οι Κινέζοι και οι Ινδοί ανέπτυξαν βέβαια τα εθνικά τους γυμνάσια και αθλήματα αιώνες ολόκληρους πριν φανεί στην Κρήτη ο "αθλητισμός" και στην ελληνική χερσόνησο και στις ακτές της Μικράς Ασίας η "Αγωνιστική". Αλλά οι σωματικές ασκήσεις των πανάρχαιων αυτών πολιτισμένων ανατολικών λαών καλλιεργήθηκαν σαν παιγνίδια, όπως ακόμη και σήμερα καλλιεργούνται από τους πρωτόγονους λαούς.

Αγώνες όμως, όπως των Ελλήνων, με υψηλό περιεχόμενο με κοινωνικούς, πολιτικούς, αισθητικούς και ανθρωπιστικούς σκοπούς, Γυμναστική και Αγωνιστική με σκοπό τη σωματική και ψυχική βελτίωση της νεολαίας και της φυλής, δεν έχει να παρουσιάσει, πριν από τους Έλληνες, κανένας άλλος πολιτισμένος λαός.

Οι παραδόσεις της αρχαίας Ελλάδας για τα αθλητικά κατορθώματα των παιδιών της χαρακτηρίζουν το αθλητικό πνεύμα και την τάση προς τους άθλους της ελληνικής φυλής από τα προϊστορικά της χρόνια. Η σημασία μάλιστα που έδιναν από τότε οι Έλληνες στους εκτελεστές υπερφυσικών άθλων φαίνεται καθαρά απ' το γεγονός ότι θαύμαζαν τους ήρωες στη φθαρτή ζωή τους και τους λάτρευαν μετά θάνατον. Η ηρωολατρία ήταν ο φόρος τιμής στην αλκή, το κάλλος, τη φρόνηση, την ευψυχία και τη φιλοπατρία της φυλής.

Από τους ήρωες αρκετούς θεωρούσαν ημίθεους και πολλές φορές αθάνατους. Πολλοί ήταν προστάτες του αθλητισμού, εφευρέτες των αγωνισμάτων, διάσημοι αθλητές, έμπειροι γυμναστές.

Οι πεποιθήσεις του Πλάτωνα

Θεμελιώδεις θα μείνουν οι φιλοσοφικές πεποιθήσεις του Πλάτωνα (428-347 π.Χ.) για την αρμονική καλλιέργεια σώματος και ψυχής, από τις οποίες καθορίστηκαν οι υπέροχες αρχές και οι βαθύτεροι σκοποί της Αγωνιστικής και της Γυμναστικής του 4ου π.Χ. αιώνα, του αιώνα της "καλοκαγαθίας". Ο Αθηναίος φιλόσοφος πρώτος απέδειξε την επίδραση των γυμνασίων και των αγωνισμάτων στις ψυχικές και διανοητικές δυνάμεις του ανθρώπου και καθόρισε πως μόνο το υγιές σώμα μπορεί να γίνει υπάκουο όργανο χρηστής διάνοιας και καλόπρεπο σκήνωμα αγαθής και γενναίας ψυχής. Ο Πλάτων συνέλαβε την ιδέα της ανθρώπινης βιολογίας, καθόρισε πως η Γυμναστική είναι ο κυριότατος ρυθμιστής της υλικής ζωής, απέδειξε πως έργο της Γυμναστικής είναι η όλη ζωική αρμονία και ισορροπία. Τα φιλοσοφικά ρήματα του μεγάλου πολιτικού φιλοσόφου της αρχαιότητας στον Τίμαιο, την Πολιτεία και τον Πρωταγόρα, αποκαλύπτουν τις ευρύτατες για την Αγωνιστική και Γυμναστική αντιλήψεις του και θεωρούνται σήμερα ως το Α και το Ω του "φιλοσοφικού - γυμναστικού πιστεύω". Με τις διακηρύξεις του στον Κρίτωνα, το Θεάγη, τον Αλκιβιάδη, την Πολιτεία και τους Νόμους πως συμφέρον της πολιτείας είναι η δημιουργία "καλών κ' αγαθών" πολιτών, δηλαδή ωραίων και ισορρόπων ανθρώπων και κατά το σώμα και κατά την ψυχή (αυτό κατορθωνόταν με τη γυμναστική και τη μουσική), ο Πλάτων δικαίως αναγνωρίστηκε ως ο πιο θεόπνευστος ανάμεσα στους αιώνες Μύστης της αληθινής Αγωνιστικής και Γυμναστικής.

Ο Σταγειρίτης Αριστοτέλης (384-322 π.Χ.), ο μέγιστος των αιώνων φιλόσοφος, είναι ο θεμελιωτής της θεωρίας της καλλιγενείας. Είναι εκείνος που ανακήρυξε τη Γυμναστική τέλεια και αυτοτελή επιστήμη και όχι τέχνη. Στα Πολιτικά, τα Ηθικά, περί Ψυχής και Ρητορικά κηρύγματά του υπεστήριξε τη γνώμη πως η καθολική και σύμμετρη άσκηση είναι το κυριότερο χαρακτηριστικό της ορθής Γυμναστικής. Ο Αριστοτέλης συνέστησε να ληφθούν νομοθετικά μέτρα για τη Γυμναστική των νέων, κατέκρινε τον αθλητικό επαγγελματισμό, προέτρεψε τη δημιουργία επιστημόνων γυμναστών, διακήρυξε την κατεύθυνση της νεολαίας προς τις υγιεινές και αγαθές έξεις και τελικά καθόρισε πως υγεία=αρμονία, ψυχή=αρμονία του σώματος.

Εμπνευσμένοι ηγέτες φιλοσοφικών συστημάτων ή ξακουσμένοι οπαδοί φιλοσοφικών σχολών, με πίστη διακήρυξαν τις ωφέλειες της καλοκαγαθίας, δεν ήταν δε και λίγοι οι φιλόσοφοι που επιδόθηκαν στην Αγωνιστική και τη Γυμναστική κι έτσι έμπρακτα επέδειξαν την επίδρασή της στη καλλιέργεια του ωραίου και ισχυρού και στο σώμα και στην ψυχή. Ο Αναξαγόρας παράγγειλε για τελευταία του επιθυμία να αφήσουν τα παιδιά ελεύθερα να παίζουν την ημέρα που θα πεθάνει. Το ενδιαφέρον του για την Αγωνιστική και τη Γυμναστική τον παρότρυνε να πάει στην Ολυμπία για να παρακολουθήσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες, όπως έκαναν Απολλώνιος ο Τυανεύς, ο Χίος αστρονόμος Οινοπίδης και άλλοι σοφοί.

Ο Σωκράτης χόρευε, θαύμαζε και παρακολουθούσε τους αγώνες, κάποτε δε παρότρυνε ένα νέο να πάει πεζός στην Ολυμπία. Για τον Ευριπίδη, τον κατόπιν πολέμιο των αθλητών, λέγεται πως στην αρχή γυμνάστηκε παγκράτιο ή πυγμή και δεκάξι χρόνων οδηγήθηκε από τον πατέρα του το 464 π.Χ. στην Ολυμπία, για να λάβει μέρος σε αγώνες παιδιών, αλλά για το αμφίβολο της ηλικίας του ή για το ασθενικό του σώματός του δεν έγινε δεκτός. Κατόπιν νίκησε στα Ελευσίνια και στα Θησεία. Ο Πλάτων πήγε επίσης και παρακολούθησε τους Ολυμπιακούς αγώνες, λένε δε ότι και αυτός στα νεανικά του χρόνια ασκήθηκε στην πάλη και νίκησε στα Πύθια και Ίσθμια τον Αρίστιππο, το Διογένη, τον Πίνδαρο και το Σιμωνίδη. Πλάτων ονομάστηκε από το γυμναστή του Αρίστωνα τον Αργείο για την τέλεια ευεξία του, ενώ προηγουμένως ελέγετο Αριστοκλής από τον παππού του. Άλλοι παραδέχονται πως το όνομα Πλάτων δόθηκε σ' αυτόν για το πλάτος του μετώπου του και άλλοι για το πλάτος των ώμων του, που μάλιστα απέκτησε από την παλαιστική άσκηση. Ο Αριστοτέλης τέλος ήταν εξαιρετικά φίλαθλος και μάλιστα ασχολήθηκε συστηματικά με ενδιαφέροντα αθλητικά και κολυμβητικά προβλήματα.

Όσο και να θέλουν να μας παρουσιάσουν τον Πυθαγόρα για εχθρό της Αγωνιστικής και τους Πυθαγόρειους για περιφρονητές της "σύμφυτης έριδος", ποτέ όμως οι αρνητές δε θα μπορέσουν να μειώσουν την εκτίμηση που έτρεφε ο Μεγάλος Μύστης στην Αθλητική Ιδέα και να ελαττώσουν το ρυθμό της χρησιμοποίησης στο γυμνάσιό του των αθλητικών αγωνισμάτων, ως διαπλαστικών μέσων του σώματος και της ψυχής. Μπορεί οι Πυθαγόρειοι να νόμιζαν θεωρητικά, πως το ορμέμφυτο της άμιλλας είναι βλαβερό. Γιατί όμως το άφηναν, και μάλιστα ο ίδιος ο Πυθαγόρας, να καλλιεργείται έμμεσα με τ' αθλητικά αγωνίσματα και ασυνείδητα να εκδηλώνεται με τις ψευδομάχες και τα παιγνίδια; Δεν ήταν επομένως εχθροί του Αθλητισμού αλλά αντίπαλοι, της αθλητικής κακοτεχνίας, του επαγγελματικού αθλητισμού, της νίκης με κάθε θυσία, γραμμές που ένας αληθινός Μύστης του αθλητισμού δε συμφωνεί ακόμη και σήμερα.

Με τον Αθλητισμό, λοιπόν, την πηγή των υπερόχων πράξεων και τον κύριο συντελεστή κάθε προόδου και αυτός ο Πυθαγόρας διαπαιδαγωγούσε τους δόκιμους του, τους μέλλοντες μύστες εκτός από το γενικό σύστημα της ειδικής διδασκαλίας του. Πίστευε αυτός ο Μεγάλος Δάσκαλος πως η "πεπολωμένη δύναμη γίνεται αισθητική, η αισθητικότης γίνεται ένστικτο, το ένστικτο νόηση", γι' αυτό και εισήγαγε στο γυμνάσιό του τα αθλητικά αγωνίσματα, τα κίνητρα αυτά, τα μέσα ευγενούς άμιλλας και ψυχικής διάπλασης.

Ο Μίλων ο Κροτωνιάτης, ένας από τους περιφημότερους Ολυμπιονίκες ήταν και αυτός μαθητής του Πυθαγόρα. Ήταν ακόμη περίφημος παλαιστής, γεγονός ιστορικά εξακριβωμένο. Πώς λοιπόν συμβιβάζεται με την Πυθαγόρειο θεωρία για τη βλαβερότητα του ορμεμφύτου της άμιλλας η εντατική επίδοση και διάκριση του Μίλωνα στην πάλη, που απαγορευόταν όπως λένε στο Πυθαγόρειο γυμνάσιο; Το Θησέα θεωρούσαν ιδρυτή της πυγμαχικής τέχνης και εφευρέτη του παγκράτιου. Στη μετώπη του Θησείου της Αθήνας αναπαρίσταται η πάλη του Θησέα, με τον Κερκύονα. Σε όλη την Ελλάδα ανεγείρονται αγάλματα του ήρωα στις παλαίστρες και τα γυμνάσια. Εορτές, τα Θησεία, διοργανώνονταν από το 469 π.Χ. από τον Κίμωνα με την ευκαιρία της διακομιδής των οστών του Θησέα από τη Σκύρο στην Αθήνα. Στα Θησεία, κατά τον Gellius, τελούνταν και αγώνες.

Στα Ομηρικά Έπη δεν υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία για αγώνες προς τιμήν θεού, από τον 8ο π.Χ. αιώνα φαίνονται παραδείγματα διοργάνωσής τους, όπως λ.χ. προς τιμήν του Απόλλωνα και του Δία. Αντίθετα οι επιτάφιοι περιοδικοί αγώνες προς τιμήν του ήρωα Αζάνος, πατέρα του Κλείτορα και γιου του Αρκάδα, κατά τους οποίους απονέμονταν βραβεία στην αρματοδρομία, ήταν κατά πολύ αρχαιότεροι όλων των επιταφίων ελληνικών αγώνων.

Οι άρχοντες της Πολιτείας για να δώσουν μεγαλύτερη αίγλη στους άθλους και να προσελκύσουν το λαό περισσότερο προς τους αγώνες, δε δίστασαν να καθιερώσουν μετά τους ήρωες τους θεούς πια ως ιδρυτές και κατόπιν προϊσταμένους των αγώνων. Ο Ζευς λ.χ. ήταν ιδρυτής των Ολυμπίων, που καθιέρωσε προς τιμήν του πατέρα του Κρόνου. Ο Απόλλων, μετά το φόνο του δράκοντα Πύθωνα, ίδρυσε τα Πύθια. Ο Ποσειδών και ο Ήλιος, για ανάμνηση του συμβιβασμού τους για την κυριότητα της Κορίνθου ίδρυσαν τα Ίσθμια.

Το ασύγκριτο από φιλοσοφική άποψη γυμναστικό ιδεώδες του Πλάτωνα, αλλά και οι υπέροχες ιδέες του Πυθαγόρα, του Πίνδαρου και του Αριστοτέλη για το βαθύτερο πνεύμα της Γυμναστικής και της Αγωνιστικής, βρήκαν τους πολέμιούς τους στο πρόσωπο των σοφιστών, των Ρωμαίων, των οπαδών του επαγγελματικού αθλητισμού, των νεοπλατωνικών και ερμηνευτών της ασκητικής ιδέας. Από τον 5ο π.Χ. αιώνα άρχισε ο επαγγελματισμός με κάποια δειλία, αλλά κυρίως από τον 3ο π.Χ. οδήγησε στην παρεκτροπή της Γυμναστικής από τους ευγενείς σκοπούς της και στην τάση για δημιουργία τεχνικών αθλητικών αυτόματων.

Η περίοδος αυτή, από τον 3ο π.Χ. αιώνα μέχρι το 394 μ.Χ., που καλείται "περίοδος της παρακμής και του επαγγελματισμού", δεν ήταν και απόλυτα στείρα από ανώτερα αθλητικά ιδανικά, γιατί βαθύτεροι μελετητές του αρχαιότερου ελληνικού πνεύματος, καυτηρίασαν τις νεωτεριστικές τάσεις της Γυμναστικής, τις παρεκτροπές του Αθλητισμού και τις μεταβολές στο ιδεώδες της ελληνικής αγωγής.

Από τους υπέρμαχους του ορθού γυμναστικού πνεύματος, αν και έζησαν κατά την περίοδο του επαγγελματισμού, ήταν ο Επίκτητος και ο Γαληνός, οι οποίοι υποστήριξαν την άποψη: "Πώς λοιπόν ο Αθλητισμός είναι εχθρός του πνεύματος και αναπτύσσεται σε βάρος των ψυχικών δυνάμεων του ανθρώπου, όταν πιστεύει πως η αρετή δεν πρέπει να κοσμεί μονάχα το σώμα, αλλά και την ψυχή;".

Ο αθλητής, με την ελληνική φιλοσοφική άποψη, χρησιμοποιεί τον καθάριο και ευρύ ορίζοντα, το ύπαιθρο, για να ευρύνει τον κύκλο των παραστάσεων και των σκέψεων και χρησιμοποιεί τις ασκήσεις με σκοπό να προπαρασκευάσει τον εαυτό του, να γίνει ικανός για την υπηρεσία του πνεύματος, να συνδυάζει το αισθητικό με το λογικό, να συγκεντρώνει και να κατευθύνει όλες τις ανθρώπινες δυνάμεις προς το αγαθό, να αποκαταστήσει την αρμονία μεταξύ όλων των δυνάμεων της ψυχής, μεταξύ του αισθητού και του νοητού.

Πρέπει όμως να ομολογηθεί πως ο αληθινός Αθλητισμός είναι ριζικά αντίθετος με το μεσαιωνικό Ασκητισμό, που πίστευε, σαν τον Άγιο Τερτυλλιανό, ότι οι σωματικές ασκήσεις είναι έργο διαβολικό, θέλοντας έτσι ν' αποδείξει πως το σώμα πρέπει νάναι φυλακή της ψυχής και ο θάνατος απολύτρωση και επομένως δεν πρέπει ν' απολαμβάνει καμιά ιδιαίτερη περιποίηση, αλλά να καταβασανίζεται με νηστείες και στερήσεις.

Επίκτητος και Γαληνός

Ο Επίκτητος, αν και λόγω των αρχών του καταγινόταν με φανατισμό με τα "πράγματα της ψυχής" δεν παρέμεινε όμως σαν Έλληνας ανεπηρέαστος από την αγωνιστική γοητεία, αλλά και σαν στωικός συνέστησε στους αθλητές την πειθαρχία, την περιφρόνηση του πόνου και την κλίση προς τη δύναμη. Διακήρυξε μάλιστα πως "κάθε άνθρωπος που αγαπά την Αγωνιστική είναι στωικός". Στις συγκριτικές μεταξύ Φιλοσοφίας και Αγωνιστικής κρίσεις του ανέπτυξε πως και αυτός θα επιθυμούσε να νικήσει στους Ολυμπιακούς αγώνες, γιατί αυτό ήταν έξοχη επίδοση.

Πριν όμως επιδοθεί κανείς σε κάποιο έργο, όπως λ.χ. να γίνει αθλητής ή παλαιστής, πρέπει, λέγει ο Επίκτητος, να παρατηρήσει τα χέρια του, τα πόδια του, τα ισχία του, να αναλογιστεί τους κόπους, τους μόχθους και τις στερήσεις και αφού βεβαιωθεί πως έχει κλίση και για την Αγωνιστική, τότε μονάχα να αναλάβει το δύσκολο έργο. Γιατί αν κανείς επιπόλαια επιδοθεί σε κάτι, σήμερα θάναι παλαιστής, αύριο μονομάχος, μεθαύριο ρήτορας, ύστερα φιλόσοφος και τέλος σε κανένα δε θα πετύχει.

Ο ιατροφιλόσοφος Γαληνός κληροδότησε στους νεότερους την αρχαία γυμναστική επιστήμη ολοκληρωμένη. Πίστευε στην ενότητα της τέχνης που ασχολείται με τον άνθρωπο και έχει σκοπό την υγεία. Μελέτησε την ενδιάθετη κλίση για κίνηση και απέδωσε ιδιαίτερη, όπως και ο Πλάτων, σημασία στο ορμέμφυτο της κίνησης. Είχε τη γνώμη πως η ψυχή δουλεύει στις κράσεις του σώματος, η δε σωματική "ευκρασία" των Ελλήνων, που δημιουργήθηκε από τη Γυμναστική αλλά βοηθήθηκε από την ευκρασία του κλίματος, ανέπτυξε το θαυμάσιο ελληνικό σωματικό τύπο.

Οι επιστημονικές εργασίες του Γαληνού για τη φυσιολογική διαίρεση των ασκήσεων, για τις ευεργετικές ιδιότητες των παθητικών ασκήσεων και των τρίψεων στην αποθεραπεία και τη θεραπευτική γυμναστική τον κατατάσσουν στη χορεία των πατέρων της αρχαίας ελληνικής επιστημονικής γυμναστικής.

Αλλά και από το 1896 μ.Χ., χρονολογία της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων και εδώ, οι λαοί δε θεώρησαν την Ολυμπιακή Ιδέα ως δόση ιδεαλισμού στην ανθρώπινη ζωή του 20ου αιώνα, ούτε ως αφετηρία της ανθρώπινης τελειότητας και της παγκόσμιας αδελφοσύνης, αλλά έταξαν για σκοπούς την εκμηδένιση χρόνων και διαστημάτων, επειδή νόμισαν πως το βαθύτερο πνεύμα της Αγωνιστικής και της Γυμναστικής είναι η διάπλαση ολίγων υπεραθλητών, αντί να θεωρήσουν τους διακρινόμενους στους αγώνας ως μαγνήτες μονάχα του πλήθους προς τα στάδια και τις ασκήσεις και σαν τέτοιους να τους χρησιμοποιήσουν, επιδιώκοντας έτσι τη βελτίωση του συνόλου.

Οι αρχαίοι Έλληνες όμως, οραματίστηκαν και επεδίωκαν το τέλειο. Αγκάλιασαν το σώμα με το πνεύμα. Έβαλαν σε ευγενή, ισόρροπη, παράλληλη και αρμονική άμιλλα τον Εναγώνιο Ερμή και το Μουσηγέτη Απόλλωνα. Καθόρισαν τέλος ως σκοπό της Γυμναστικής την αναγέννηση του ανθρώπου από τις δυνάμεις της ειρήνης της άμιλλας και της αρμονίας με ταυτόχρονη βελτίωση της κοινωνίας από την ομαδική συμμετοχή των πολιτών στους αγώνες για την ευγενή άμιλλα.

Και είναι βεβαία αλήθεια πως η χρυσόφυλλη ελιά και η ροδοδάφνη, τα σύμβολα των ελληνικών αγωνιστικών τελετών και έπαθλα των ιερών αγώνων της γαλανής γης της αρμονίας και του απολλώνιου φωτός δεν έπαψαν για τους εκλεκτούς και στα σημερινά χρόνια ακόμη να ανθίζουν. Αλλά στη μηχανοποίηση του αιώνα μας και στη σύγχρονη του μέτρου λατρεία το ευγενικό μέτωπο του νικητή του χρόνου και του διαστήματος δεν είναι ικανό να αισθανθεί την αίγλη του αμάραντου αρχαίου ολυμπιακού στεφάνου, ούτε ο σύγχρονος πρωταθλητής τη δόξα του Ολυμπιονίκη θριαμβευτή, που πάνω σε άρμα που έσυραν τέσσερα άλογα έμπαινε για τιμή του από την πατρίδα του από τα γκρεμισμένα τείχη της γενέτειράς του, γιατί, κατά τον Πλούταρχο, "ως ου μέγα πόλει τειχών όφελος άνδρας εχούση μάχεσθαι δυναμένους και νικάν".

Στην Ελλάδα λοιπόν, το παγκόσμιο σχολείο για τα γράμματα και τις τέχνες, όπου σμιλεύτηκε η ισορροπία και η αρμονία μεταξύ λόγου και δράσης πνεύματος και σώματος, γεννήθηκε εδώ και τέσσερις χιλιετίες με τον κρητομυκηναϊκό αθλητισμό, η ιδέα της σωματικής δραστηριότητας ως μέσου ανύψωσης του ανθρώπου προς το θείο, καλλιεργήθηκε εδώ και τρεις χιλιετίες με την ομηρική Αγωνιστική η ιδέα του αγώνα ως μέσου επίδειξης του ηρωικού πνεύματος της φυλής και με την ελληνική Γυμναστική, κατά τον χρυσό αιώνα, άνθισε η ιδέα της γύμνασης ως μέσου συνένωσης της ενεργητικότητας του χαρακτήρα με τη ζωηρότητα του πνεύματος.

Όπως λέει ο Σωκράτης στο Γλαύκωνα (Πολιτεία του Πλάτωνα), το να καλλιεργείται χωριστά και από το ένα μέρος η ψυχή χωριστά από το άλλο μέρος το σώμα, γιατί στην πρώτη περίπτωση της καλλιέργειας της ψυχής μονάχα, το αποτέλεσμα θα είναι "μαλθακόμης και ημερότης" και στη δεύτερη, της καλλιέργειας του σώματος μονάχα, "αγριότης και σκληρότης". Δηλαδή, όσοι μονάχα γυμνάζονται γίνονται κτηνώδεις και οι μόνον "διανοούμενοι" αποχαυνώνονται τελείως

Αθλητισμός, Εγκυκλοπαίδεια

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License