ART

 

.


Προβλήματα ερμηνευτικής και ιστορικότητας

Είναι αλήθεια πως οι αναζητήσεις εκείνων που ήθελαν να διεισδύσουν πιο βαθιά στο μυστήριο του "Υιού του Θεού" που κατά την άποψη του χριστιανισμού κατήλθε στη Γη, δημιούργησαν πλήθος απόψεων και ετεροδιδασκαλιών σχετικά με το πρόσωπο του Ιησού.

Κάθε φορά, ανάλογα με τον τρόπο προσέγγισης του προσώπου του Ιησού, οι άνθρωποι οδηγούνταν και οδηγούνται ακόμα σε διαφορετικές ερμηνείες σχετικά με την ιστορικότητά του, την προέλευση των απόψεών του, τις επιδιώξεις του κ.λπ.. Αποτέλεσμα όλων αυτών των προσπαθειών ήταν η δημιουργία πολλών διαφορετικών ιστορικών και φιλοσοφικών τάσεων καθώς και θρησκευτικών ομάδων, κάθε μια από τις οποίες έδινε ένα διαφορετικό πριεχόμενο στα λιγοστά δεδομένα που αντλούνται από τις Γραφές και από τις ελάχιστες εξωχριστιανικές αναφορές.

Το πρόβλημα των αδελφών του Ιησού

Το ευρύτερο θέμα των αδελφών του Ιησού, χρησιμοποιήθηκε ως επιχείρημα από διάφορες θρησκευτικές ομάδες όπως οι Υιοθετιστές, για παράδειγμα, που δεν παραδέχονταν καμία άμεση σχέση του Ιησού με τον Πατέρα και υποστήριζαν ότι ήταν μόνο ένας άγιος και άξιος σεβασμού άνθρωπος, «υιοθετηθείς» για τις έξοχες αρετές του.

Σε άλλες περιπτώσεις επιχειρήθηκε να στηρίξει την αμφισβήτηση της δογματικής διδασκαλίας της πρώτης χριστιανικής εκκλησίας περί το "αειπάρθενον της Παναγίας" ή να αποτελέσει μέρος των επιχειρημάτων αγνωστικιστών και άλλων ενάντια στην υποτιθέμενη θεότητα του Ιησού.

Βέβαια το θέμα αυτό μόνο απλό δεν είναι καθώς από την άλλη πλευρά υπάρχουν σημεία που αναιρούν την υπόθεση για ύπαρξη ομομήτριων αδελφών του Ιησού.

Για παράδειγμα, δεν υπάρχει ξεκάθαρη αναφορά στην Καινή Διαθήκη που να αναφέρει ότι τα παιδιά αυτά ήταν τέκνα της Μαρίας, της μητέρας του Ιησού.

Αυτό σε συνδυασμό με τις ποικίλες ερμηνείες που δίνουν τα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης στην λέξη «αδελφός», «αδελφοί», μάλλον περιπλέκει το πρόβλημα.

Η χρήση των λέξεων "αδελφός", "αδελφοί" κ.λπ.

Όπως για παράδειγμα στο χωρίο:

«είπε δε Άβραμ τώ Λώτ· μη έστω μάχη ανά μέσον εμού και σού και ανά μέσον των ποιμένων μου και ανά μέσον των ποιμένων σου, ότι άνθρωποι αδελφοί εσμεν ημείς.» (Γέν. ιγ' 8).

Γνωρίζουμε ότι Λωτ ήταν ανεψιός του Αβραάμ, γιος του αδελφού του Αρράν (Γέν. ια' 31 & ιβ' 5). Κι όμως εδώ, θείος και ανιψιός αναφέρονται ως αδελφοί.

Επίσης στο:

"Είπε δε Λάβαν τώ Ιακώβ· ότι γάρ αδελφός μου εί, ου δουλεύσεις μοι δωρεάν" (Γέν. κθ' 15)

Ο Λάβαν είναι πεθερός του Ιακώβ αλλά τον αποκαλεί αδελφό του.

Και αλλού:

"και αδελφοί αυτών άρχοντες οίκων πατριών αυτών χίλιοι και επτακόσιοι και εξήκοντα" (Α' Παραλ. θ' 13).

όπου το αδελφός σημαίνει και τον συγγενή καθώς θα ήταν αδύνατο μια μητέρα να γεννήσει 1760 αδελφούς.

Η χρήση της λέξης "Πατέρας"

Η χρήση των επιχειρημάτων περί αδελφών του Ιησού, έγινε συχνά σε συνδυασμό με χωρία όπου αναφέρεται ο Ιωσήφ ως πατέρας του Ιησού («ιδού ο πατήρ σου καγώ οδυνώμενοι εζητούμέν σε» (Λουκ. β΄ 48).

Βεβαίως θα ήταν πολύ βιαστικό, η ερμηνεία αυτή να προκύπτει από ένα κείμενο που σε άλλο σημείο του αναφέρει ότι η Μαρία η μητέρα του Ιησού συνέλαβε δια Πνεύματος Αγίου και άνευ συμμετοχής άνδρα (Ματθ. α΄ 18-25).

Πιο πιθανό λοιπόν είναι να αναφέρεται ο Ιωσήφ ως κατά νόμο πατέρας του Ιησού, παρά να αυτοαναιρείται το κείμενο με τόση ευκολία.

Σε ένα χωρίο όπως το παρακάτω και πάλι ο Ιωσήφ αναφέρεται ως πατέρας του Ιησού, πράγμα δύσκολο για τους παραπάνω λόγους:

"ουχ ούτός εστιν ο τού τέκτονος υιός; ουχί η μήτηρ αυτού λέγεται Μαριάμ και οι αδελφοί αυτού Ιάκωβος και Ιωσήφ και Σίμων και Ιούδας; και αι αδελφαί αυτού ουχί πάσαι προς ημάς εισι;" (Ματθ. ιγ΄ 55-56)

Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να ειπωθεί πως η "πραγματικότητα" για την εκ θαύματος σύλληψη του Ιησού δεν είχε αναφερθεί στους Ναζαρηνούς οπότε για το κείμενο, αυτοί πίστευαν πως ο Ιωσήφ είναι κατά σάρκα πατέρας.

Επίσης όμως θα πρέπει να ανατρέξουμε στην ευαγγελική ιστορία και να δούμε πως ο Ιησούς έφτασε στη Ναζαρέτ επτά ετών. Δύο ετών έφυγε για την Αίγυπτο (Ματθ. β΄ 16-20) και επιστρέφει μετά από πέντε χρόνια (Ματθ. β΄ 22).

Έτσι θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως οι Ναζαρηνοί βλέπουν μια πολυμελή οικογένεια και όπως πιστεύουν πως ο Ιησούς είναι γιος του Ιωσήφ, έτσι θεωρούν και τα υπόλοιπα παιδιά της οικογένειας ως κατά σάρκα αδέλφια του Ιησού.

Εκτός των άλλων όμως και πάλι δεν αναφέρεται ότι τα τέκνα αυτά είναι παιδιά της Μαρίας και θα μπορούσαν να έχουν άλλου είδους συγγένεια, όπως η χρήση του "αδελφοί" στις Γραφές έδειξε.

Η χρήση του "έως ου"

Ένα άλλο χωρίο που έρχεται να περιπλέξει τα πράγματα είναι το:

"και ουκ εγίνωσκεν αυτήν έως ού έτεκε τον υιόν αυτής τον πρωτότοκον, και εκάλεσε το όνομα αυτού Ιησούν." (και δε γνώριζε αυτήν, ωσότου γέννησε γιο. Και κάλεσε το όνομά του Ιησού, Ματθ. 1,25).


Δύο είναι τα προβλήματα εδώ:

* η ερμηνεία του "έως ου"

* η ερμηνεία του "πρωτότοκον"

Θα δούμε ότι και εδώ, τα κείμενα μας δυσκολεύουν αρκετά για να βγάλουμε ένα ορθό συμπέρασμα και ευθύνεται γι’ αυτό ο τρόπος χρήσης των λέξεων σε διάφορα σημεία των κειμένων.

Για παράδειγμα το "έως ου" βλέπουμε να προσδιορίζει ότι κάποια γεγονότα συμβαίνουν μέχρι το χρονικό όριο που προσδιορίζει το "έως ου", αλλά να είναι αδιάφορο το τί συμβαίνει μετά.

Υπάρχουν περιπτώσεις όπου το "έως ου" σημαίνει πάντοτε ή αιωνίως:

* «ανατελεί εν ταίς ημέραις αυτού δικαιοσύνη και πλήθος ειρήνης, έως ού ανταναιρεθή η σελήνη» (Ψαλ. οα΄ 7).

Όπου πράγματι η δικαιοσύνη του Θεού δεν θα πάψει μετά την εξαφάνιση της σελήνης.

* "ουκ επίστευον ούν οι Ιουδαίοι περί αυτού ότι τυφλός ήν και ανέβλεψεν, έως ότου εφώνησαν τους γονείς αυτού τού αναβλέψαντος" (Δεν πίστεψαν, λοιπόν, οι Ιουδαίοι γι' αυτόν ότι ήταν τυφλός και βρήκε το φως του, ωσότου φώναξαν τους γονείς αυτού που βρήκε το φως του, Ιωάν. 9,18).

Όμως ούτε μετά τη μαρτυρία των γονέων του πίστεψαν οι Ιουδαίοι (Ιωάν. 9,24-41), και συνεχίστηκε η ίδια κατάσταση.

* "Το δε ύδωρ ηλαττονούτο έως του δεκάτου μηνός..." (τα δε ύδατα ωλιγοστεύουν κατά συνεχείαν έως του δέκατου μηνός..., Γεν. 8,5).

Και όμως το νερό μετά δεν αυξήθηκε.

* "Και απέστειλε τον κόρακα και εξελθών ουκ ανέστρεψεν έως του ξηρανθήναι το ύδωρ από της γης" (και απέστειλε τον κόρακα όστις εξέλθον υπήγαινε και ήρχετο εωσού εξηράνθησαν τα ύδατα από της γης, Γεν. 8,7).

Όμως ούτε μετά την ξήρανση του νερού αναφέρεται ότι επέστρεψε.

Έτσι σε κάποια χωρία βλέπουμε πως βεβαιώνεται μια κατάσταση που συμβαίνει μέχρι το "έως ου" χωρίς όμως να μαρτυρεί ενδιαφέρον για το τι ακολούθησε μετά.

Η χρήση του "πρωτότοκος"

Σε διάφορα σημεία των γραφών το πρωτότοκος σημαίνει τον αγαπητό ή τον εκλεκτό:

"και κόψονται επ’ αυτόν κοπετόν, ως επ’ αγαπητώ, και οδυνηθήσονται οδύνην ως επί τώ πρωτοτόκω" (Ζαχ. Ιβ΄ 10).

Και αλλού:

"σύ δε ερείς τώ Φαραώ· τάδε λέγει Κύριος· υιός πρωτότοκός μου Ισραήλ" (Έξ. δ'΄22).

Όπου πριν τον Ισραήλ προηγήθηκαν και άλλοι λαοί και χρονολογικά ο Ισραήλ έπεται. Άρα το πρωτότοκος έχει την έννοια του εκλεκτού.

Και σε άλλο σημείο αναφορά για τον Χριστό:

"ός εστιν εικών τού Θεού τού αοράτου, πρωτότοκος πάσης κτίσεως" (Κολ. α΄ 15)

και

"Όταν δε πάλιν εισαγάγη τον πρωτότοκον εις την οικουμένην" (Εβ. α΄ 6).

Εδώ το κείμενο αναφέρει ως πρωτότοκο τον Χριστό παρόλο που είναι και μονογενής ("και εθεασάμεθα την δόξαν αυτού, δόξαν ως μονογενούς παρά πατρός" (Ιωάν. α΄ 14).

Γενικά στα ιερά κείμενα βλέπουμε πως το πρώτος σημαίνει συχνά το "μόνος". Έτσι το Σοφ. Σολ. ζ΄ 1, ι' 1, ο Αδάμ αποκαλείται πρωτόπλαστος, χωρίς να υπάρχουν δευτερόπλαστοι κ.λπ. καθώς ο Αδάμ είναι ο μόνος που επλάσθη.

Έτσι και στο "λέγει ο Θεός ο βασιλεύς τού Ισραήλ ο ρυσάμενος αυτόν Θεός σαβαώθ· εγώ πρώτος και εγώ μετά ταύτα· πλήν εμού ουκ έστι Θεός." (Ήσ. μδ΄ 6), ο θεός του Ισραήλ είναι ο πρώτος χωρίς όμως να υπάρχει και δεύτερος. Έτσι το πρώτος εδώ έχει την έννοια του μόνος.

Το ότι για τον Χριστό σε διάφορα σημεία γίνονται αναφορές όπως,

* "πρωτότοκον εν πολλοίς αδελφοίς" (Ρωμ. η' 28)

* "πρωτότοκος εκ των νεκρών" (Κολ. α' 18, Άποκ. α'5)

* «πρωτότοκος πάσης κτίσεως» (Κολ. α' 15).

μας δυσκολεύει αρκετά να βγάλουμε ένα οριστικό συμπέρασμα επάνω στο επιχείρημα της ύπαρξης ομομήτριων αδελφών του Ιησού, καθώς το πρωτότοκος συχνά έχει τη χρήση του "ο σημαντικότερος", "ο ξεχωριστός", "ο εκλεκτός", "ο αγαπημένος" κ.λπ.

Άλλα επιχειρήματα περί ομομήτριων αδελφών του Ιησού

Ένα υπαρκτό θέμα είναι πως η διδασκαλία περί μη σαρκικής ένωσης της Μαρίας και του Ιωσήφ είναι κάτι που ξεκινά πολύ νωρίς στη χριστιανική εκκλησία, ήδη από τον 2ο αι. μ.Χ. οπότε θα ήταν δύσκολο να επικρατήσει κάτι τέτοιο παρά μόνο αν υπήρχε η βεβαιότητα ότι οι αναφερόμενοι αδελφοί του Ιησού δεν ήταν παιδιά της μητέρας του, Μαρίας.

Ως επιπρόσθετη δυσκολία, επάνω στα προηγούμενα έρχονται οι ρήσεις του Ιησού όπου σε μια περίπτωση όταν του ανέφεραν ότι τον ζητούσαν να τον δουν οι αδελφοί του, αντέδρασε λέγοντας "τίνες εισίν οι αδελφοί μου και η μήτηρ μου...", για να συμπληρώσει στη συνέχεια: "όστις γαρ αν ποίηση το θέλημα του πατρός μου του εν ουρανοίς, αυτός μου αδελφός και αδελφή και μήτηρ εστίν" (Ματθ. ιβ',48-50)

Και σε μια άλλη περίπτωση:

"Ιησούς ούν ιδών την μητέρα και τον μαθητήν παρεστώτα ον ηγάπα, λέγει τή μητρί αυτού· Γύναι, ίδε ο υιός σου, είτα λέγει τώ μαθητή· Ιδού η μήτηρ σου. και απ' εκείνης της ώρας έλαβεν ο μαθητής αυτήν εις τα ίδια." (Ιωάν. ιθ΄ 26-27).

ο Ιησούς αναθέτει την προστασία της μητέρας του στον μαθητή του Ιωάννη. Σε περίπτωση που η Μαρία η μητέρα του Ιησού είχε δικά της παιδιά και μάλιστα αρκετά, δεν μπορεί να ερμηνευθεί επαρκώς η ανάθεση και προστασία της στον Ιωάννη, δεδομένου ότι στην Καινή Διαθήκη οι Ιάκωβος και Ιούδας αναφέρονται ως πιστοί και ευλαβείς.

Εκτός αυτού ο Ιησούς αποκαλεί τον Ιωάννη γιο της Μαρίας και τη Μαρία, μητέρα του Ιωάννη, χωρίς όμως να είναι στην πραγματικότητα, πράγμα που επιβεβαιώνει την διαφορά της σημερινής γλώσσας με τη βιβλική, στην ερμηνεία των βαθμών συγγένειας.

Οι προτάσεις για λύση στο πρόβλημα των αδελφών του Ιησού

Στην αντιπαράθεση επάνω στο θέμα αυτό, κάποιοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς προέβαλαν την άποψη ότι οι "αδελφοί" του Ιησού θα πρέπει να ήταν παιδιά του Ιωσήφ από προηγούμενο γάμο του κι επομένως δεν ήταν πραγματικοί αδελφοί και ούτε παιδιά της Μαρίας.

Η αρχική προέλευση αυτής της θεωρίας φτάνει πολύ παλιά και μάλλον οφείλεται σε σχετικό υλικό που συναντούμε στις πηγές των Απόκρυφων κειμένων. Όμως η μη "κανονική" προέλευση αυτής της αντίληψης έκανε πολλούς σύγχρονους ερμηνευτές να είναι ιδιαίτερα διστακτικοί προς την ερμηνευτική αυτή κατεύθυνση.

Έτσι ως λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος των αδελφών του Ιησού έχει προταθεί και άλλη λύση, σχετικά με τη διευκρίνηση των συγκεκριμένων ονομάτων, όπως του Ιακώβου, του Ιωσήφ ή Ίωση, του Σίμωνα και του Ιούδα, που αναφέρονται στα κείμενα ως "αδελφοί", υπό οποιαδήποτε έννοια.

Οι δύο πρώτοι, δηλαδή ο Ιάκωβος και ο Ιωσήφ, ήταν πράγματι γιοί κάποιας Μαρίας, όμως εντελώς διάφορης από τη μητέρα του Ιησού. Αυτή η «άλλη Μαρία» πιθανώς να ανήκε στο στενό κύκλο των πιστών και ακολούθων του Ιησού και τη συναντάμε να συνοδεύει και την μητέρα του, ιδιαίτερα στις δύσκολες εκείνες στιγμές τής σταύρωσης. Ο Ματθαίος γράφει σχετικά: "ήσαν δε εκεί γυναίκες πολλαί από μακρόθεν θεωρούσαι, αίτινες ήκολούθησαν τω Ιησού από της Γαλιλαίας διακονούσαι αυτώ έν αις ην Μαρία η Μαγδαληνή, και Μαρία η του Ιακώβου και Ιωσή μήτηρ, και η μήτηρ των υιών Ζεβεδαίου" (Ματθ. 27, 56).

Εδώ έχουμε τρία πρόσωπα γυναικών από τα οποία τα δύο φέρουν το όνομα Μαρία και διακρίνονται σαφώς από τη Μαρία, τη μητέρα του Ιησού.

Η μία είναι η γνωστή Μαρία η Μαγδαληνή, η οποία και κατονομάζεται, και ή δεύτερη, ή "άλλη Μαρία", που αναφέρεται ως μητέρα των αδελφών Ιακώβου και Ιωσή ή Ιωσήφ.

Η τρίτη γυναίκα είναι η μητέρα των "υιών Ζεβεδαίου", των γνωστών αδελφών Ιακώβου και Ιωάννη, μαθητών του Ιησού.

Και ο Ευαγγελιστής Μάρκος συμφωνεί με την άποψη αυτή του Ματθαίου, ότι δηλαδή η "άλλη Μαρία" είναι "η του Ιακώβου του μικρού και Ιωση μήτηρ" (Μάρκ. 15, 40).

Ο Λουκάς την ίδια γυναίκα την αναφέρει ως μητέρα μόνο του Ιακώβου· "...και Μαρία Ιακώβου" (Λουκ. 24, 10).

Έτσι αυτή η δεύτερη Μαρία, άλλοτε αναφέρεται ως μητέρα των δύο αδελφών μαζί, του Ιακώβου και του Ιωσήφ, άλλοτε ως μόνο του Ιακώβου και άλλοτε ως μόνο του Ιωσήφ, όπως συμβαίνει στο Ευαγγέλιο του Μάρκου, και συγκεκριμένα σε δύο περιπτώσεις, όταν γίνεται σχετική αναφορά σε επισκέψεις των γυναικών στον τάφο με σκοπό να δουν που τίθεται ό νεκρός Ιησούς και να «αλείψωσιν αυτόν» με αρώματα: "η δε Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία Ιωσή εθεώρουν που τίθεται" (Μάρκ. 15,47).

και άλλου: "διαγενομένου του σαββάτου Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία η του Ιακώβου και Σαλώμη ηγόρασαν αρώματα ίνα ελθούσαι αλείψωσιν αυτόν" ([[s:Κατά Μάρκον#ιστ'|Μάρκ. 16, 1).

Στις δύο αυτές περιπτώσεις πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο, για την "άλλη Μαρία", που αναφέρουν οι Ευαγγελιστές Ματθαίος και Λουκάς.

Αλλά και από άλλη πλευρά αν εξεταστεί το θέμα, για κάποιους ερευνητές, καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα.

Στους καταλόγους των μαθητών του Ιησού, ο Ιάκωβος παρουσιάζεται ως γιος του Αλφαίου (Ματθ. 10, 3) και ο Ιούδας, όχι ο Ισκαριώτης, ως αδελφός του Ιακώβου (Λουκ. 6, 16). Το ίδιο επισημαίνεται και στην Επιστολή Ιούδα: "Ιούδας, Ιησού Χριστού δούλος, αδελφός δε Ιακώβου" (Ιούδα, 1).

Η Μαρία, η μητέρα αυτών των δύο αδελφών, που αναφέρθηκε πιο πάνω ως "άλλη Μαρία", ήταν και σύζυγος του Κλωπά· "ειστήκεισαν δε παρά τω σταυρώ του Ιησού η μήτηρ αυτού και η αδελφή της μητρός αυτού, Μαρία η του Κλωπά και Μαρία η Μαγδαληνή" (Ιωάν. 19, 25).

Αυτός δε ο Κλωπάς, κατά τον ιστορικό Ηγήσιππο, ήταν πατέρας του Σίμωνα και αδελφός του μνήστορος Ιωσήφ (Ευσεβίου, Εκκλ. Ιστορία 3, 11).

Από τα δεδομένα αυτά μπορεί κανείς να οδηγηθεί στην έξης εκδοχή:

Η Μαρία του Κλωπά, που αναφέρεται "παρά τω σταυρώ του Ιησού", είναι η μητέρα των αδελφών Ιακώβου και Ιωσήφ με πατέρα τον Αλφαίο. Φαίνεται, πώς μετά το θάνατο του Αλφαίου, η Μαρία αυτή ήρθε σε δεύτερο γάμο και έγινε σύζυγος του Κλωπά, έχοντας τους δύο υιούς της, τον Σίμωνα και τον Ιούδα, από τον προηγούμενο γάμο της. Έτσι, ο Σίμων και ο Ιούδας ήταν ουσιαστικά ανίψια του Ιωσήφ, αφού ο ίδιος ήταν αδελφός του Κλωπά. Κατ’ επέκταση ήταν "ξαδέλφια" του Ιησού από τον Ιωσήφ, "τον άνδρα Μαρίας", σύμφωνα με το νόμο.

Παράλληλα, όμως, και τα άλλα δύο αδέλφια, ο Ιάκωβος και ο Ιωσήφ, ήταν ξαδέλφια του Ιησού από την "αδελφή της μητρός αυτού", που αναφέρουν τα κείμενα. Αυτά, λοιπόν, τα ξαδέλφια του Ιησού, Ιάκωβος και Ιωσήφ, Σίμων και Ιούδας, από τις δύο παραπάνω αναφερόμενες συγγενικές πλευρές, κατονομάζονται στα ιερά Ευαγγέλια ως «αδελφοί» του Ιησού, λόγω της στενής συγγένειας τους και σύμφωνα με υπάρχουσα ιουδαϊκή παράδοση, όπως διαπιστώνεται και στο χώρο της Παλαιάς Διαθήκης.

Αυτή η τελευταία λύση με κάποιες παραλλαγές επικρατεί πλειοψηφικά στα χριστιανικά δόγματα ενώ την εκδοχή ότι τα αδέλφια του Ιησού ήταν πραγματικά παιδιά της Μαρίας της μητέρας του Ιησού, τα οποία γεννήθηκαν μετά τη γέννηση του Ιησού, είναι αυτή που δέχονται πολλοί Προτεστάντες χριστιανοί.

Πιο πάνω αναφέρθηκαν αναλυτικά η υπεράσπιση και τα προβλήματα της εκδοχής αυτής.

Τα "κεκρυμμένα χρόνια" της ζωής του Ιησού

Μετά την ονοματοδοσία του και την παραδοσιακή περιτομή, ο Ιησούς εγκαταστάθηκε "εις πόλιν της Γαλιλαίας, η όνομα Ναζαρέτ" (Λουκ. 1:26) και έγινε γνωστός αργότερα ως διδάσκαλος του Ισραήλ με το όνομα "Ιησούς ο Ναζωραίος" (Ιωάν. 19:19, Πράξ. 2:22 κ.ά.).

Παρατηρούμε όμως, πως σε κάποια περίοδο της ζωής του Ιησού δεν δίνεται η ίδια βάση όπως σε άλλες μέσα στα Ευαγγέλια. Τα χρόνια της Ναζαρέτ είναι τα "χρόνια της σιωπής" ή τα "κεκρυμμένα χρόνια", όπως έχουν ονομασθεί και αφορούν την περίοδο που περικλείεται από την ηλικία των 12 έως την ηλικία των 30 ετών, όπου και εμφανίζεται να διδάσκει αδιαλείπτως μέχρι και τον θάνατό του.

Η φαινομενική σιωπή των Ευαγγελίων για τα χρόνια αυτά, ήταν το έναυσμα εικασιών για μετάβαση του Ιησού στις Ινδίες και αλλού, όπου απέκτησε κάποιες "μαγικές" δυνάμεις με τις οποίες θαυματοποιούσε. Οι αστήρικτες αυτές υποθέσεις ξεκίνησαν κυρίως από τους γνωστικούς συγγραφείς των απόκρυφων κειμένων των πρώτων χριστιανικών αιώνων.

Η αντίρρηση των χριστιανών επάνω στο θέμα αυτό είναι πως αν κάτι τέτοιο είχε συμβεί, τότε θα ήταν αναμενόμενο να είχαν χρησιμοποιηθεί ιδέες, φράσεις και γενικά, στοιχεία από τον κόσμο εκείνο των Ινδιών και της Αιγύπτου, μέσα στα ιερά κείμενα που αναφέρονται στη διδασκαλία και τη ζωή του Ιησού.

Στην πραγματικότητα, οι αναφορές στην 18χρονη αυτή περίοδο δεν λείπουν από τα κείμενα των Ευαγγελίων. Από συνδυασμό αναφορών που βρίσκουμε σε διάφορα χωρία, φαίνεται πως ο Ιησούς έζησε και μεγάλωσε στη Ναζαρέτ (Λουκ. 4:16), όπου έμενε μαζί με τους γονείς του (Λουκ. 2:51), εξασκώντας το επάγγελμα του ξυλουργού (Μάρκ. 6:3) όπως κι ο πατέρας του (Ματθ. 13:55). Οι συντοπίτες του τον ξέρουν και τον αναγνωρίζουν (Ματθ. 13:54-57 & Μάρκ. 6:2-4).

Ο Ιησούς είναι πιθανό να έλαβε μια απλή και συνήθη μόρφωση και παιδεία, όπως όλα τα παιδιά της ιουδαϊκής επαρχίας και ιδιαίτερα των μη ανεπτυγμένων βόρειων περιοχών της Γαλιλαίας. Άλλωστε η κοινωνική θέση και η οικονομική κατάσταση της οικογένειας του δεν επέτρεπε κάτι το σπουδαιότερο. Η απλή αυτή μόρφωση δεν παρουσίαζε τίποτε το ιδιαίτερο και αυτό φαίνεται πως ήταν γνωστό στους γύρω του. Όταν, μάλιστα, αργότερα άρχισαν ν’ ακούνε τον Ιησού να διδάσκει και να ερμηνεύει το Νόμο και τις Γραφές, πολλοί διερωτώνταν με απορία πως εκείνος γνωρίζει γράμματα "μη μεμαθηκώς" (Ιωάν. 7:15) πράγμα που σημαίνει ότι γνώριζαν πως δεν είχε φύγει από την περιοχή για διάστημα τέτοιο που να του επιτρτρέπει να μορφωθεί.

Το πρόβλημα του Ιστορικού Ιησού και εξωχριστιανικές αναφορές

Από τους χρόνους του Διαφωτισμού τον 18ο αιώνα άρχισε να γίνεται διάκριση μεταξύ του Ιησού της ιστορίας, και του Χριστού της πίστεως. Επιχειρήθηκε δηλαδή να γίνει προσέγγιση και ερμηνεία του προσώπου του με καθαρά ιστορικά κριτήρια, τα οποία γινόταν δεκτό πώς εξαντλούν όλο το περιεχόμενο της προσωπικότητας του. Ο αγώνας για την ανακάλυψη του Ιστορικού Ιησού, έγινε η αιτία να γραφούν στο παρελθόν ογκώδεις και σημαντικές εργασίες με διάφορα «πορτραίτα» του Ιησού από τα οποία ξεχώρισαν εκείνα των Reimarus, Strauss, Renan και Schweitzer. Στα έργα αυτά και σε άλλα που γράφτηκαν κατά καιρούς, ο Ιησούς πότε παρουσιαζόταν με εντελώς αρνητικό τρόπο και πότε ως μια προσωπικότητα που ενίσχυσε θετικά τον κόσμο. Με την ανακάλυψη των κειμένων του Qumran το 1948 κοντά στή Νεκρά Θάλασσα, ξεκίνησε μια προσπάθεια για στενή συσχέτιση εσσαϊσμού και χριστιανισμού, καθώς και η παρουσίαση όχι μόνο του Ιωάννη του Βαπτιστή, αλλά και του Ιησού, ως Εσσαίων.

Κατόπιν, οι κοινωνικές συγκρούσεις των επόμενων δεκαετιών σε μικρότερη και σε παγκόσμια κλίμακα, δεν ήταν δυνατό παρά να στρέψουν και πάλι την προσοχή της έρευνας στους κοινωνικούς παράγοντες που έπαιξαν το ρόλο τους κατά τη γένεση του χριστιανισμού και να ωθήσουν μερικούς ερευνητές να «ζωγραφίσουν» τον Ιησού σαν κοινωνικό επαναστάτη. Σε όλες αυτές τις προσπάθειες προστέθηκαν κι άλλες που έβλεπαν πως η αρχή του χριστιανισμού δεν βρισκόταν στον εαυτό του αλλά σε γεγονότα και ρεύματα που είχαν ξεκινήσει πριν από αυτόν και φυσικά δεν ήταν λίγες οι φορές που ο Ιησούς είχε θεωρηθεί ένα μυθικό ή φανταστικό πρόσωπο που ποτέ δεν πέρασε το κατώφλι της ιστορίας. Η αλήθεια είναι πως τα στοιχεία που σώζονται και ενισχύουν την ιστορικότητα του Ιησού είναι πολύ λίγα και θεωρούνται ανεπαρκή για τους επικριτές της ιστορικότητάς του αλλά επαρκή για τους υποστηρικτές της καθώς στην πραγματικότητα, τα περισσότερα από τα τεκταινόμενα στο εσωτερικό του Ιουδαϊσμού περνούσαν απαρατήρητα για τους Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς των 2 πρώτων αιώνων.

Αν μάλιστα βασιστούμε στον μέσο όρο των διάφορων υπολογισμών, που θέλουν κατά τους πρώτους αιώνες μια αύξηση των χριστιανών σε ποσοστό περίπου 40% ανά δεκαετία, ο χριστιανισμός για τους περισσότερους δεν θα αποτελούσε τίποτε περισσότερο από μια ιουδαϊκή αίρεση, που μέχρι το 150 μ.Χ. θα επηρέαζε όχι πάνω από 40 χιλιάδες ανθρώπους από λαϊκά στρώματα του πληθυσμού της Παλαιστίνης και της Μ. 'Ασίας.

Ποια είναι όμως τα στοιχεία αυτά που κατά τη γνώμη ορισμένων ερευνητών, ενισχύουν την άποψη για την ιστορικότητα του Ιησού;

Ιώσηπος

Ένας από τους ιστορικούς που αναφέρεται στον Ιησού ως ιστορικό πρόσωπο είναι ο Ιώσηπος, Ιουδαίος ιστορικός με ιερατική καταγωγή που ανήκε στη μερίδα των Φαρισαίων. Γεννήθηκε στην Ιερουσαλήμ το 37/38 μ.Χ. και στα έργα του αναφέρεται σε πολλά πρόσωπα και γεγονότα που σχετίζονται με την ιστορία της Καινής Διαθήκης. Στο έργο του «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» (20 βιβλία), όπου περιγράφει την ιστορία του εβραϊκού λαού από τη δημιουργία του έως το 66 μ.Χ., περιέχονται 2 σημαντικές αναφορές στον Χριστό. Μία στο βιβλίο «XX» και μία στο βιβλίο «XVIII». Η μία από αυτές, η μεγαλύτερη σε έκταση, είναι διεθνώς γνωστή ως «φλαβιανή μαρτυρία» (Testimonium Flavianum) και περιέχεται σ' όλους τους κώδικες της «Ιουδαϊκής Αρχαιολογίας».

Η πρώτη αυτή μαρτυρία που περιέχεται στην «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» (XVIII, 3, 63), αναφέρει τα εξής:

Γίνεται δὲ κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον Ἰησοῦς σοφὸς ἀνήρ, εἴγε ἄνδρα αὐτὸν λέγειν χρή. ἦν γὰρ παραδόξων ἔργων ποιητής, διδάσκαλος ἀνθρώπων τῶν ἡδονῇ τἀληθῆ δεχομένων, καὶ πολλοὺς μὲν Ἰουδαίους, πολλοὺς δὲ καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐπηγάγετο: ὁ χριστὸς οὗτος ἦν. καὶ αὐτὸν ἐνδείξει τῶν πρώτων ἀνδρῶν παρ' ἡμῖν σταυρῷ ἐπιτετιμηκότος Πιλάτου οὐκ ἐπαύσαντο οἱ τὸ πρῶτον ἀγαπήσαντες: ἐφάνη γὰρ αὐτοῖς τρίτην ἔχων ἡμέραν πάλιν ζῶν τῶν θείων προφητῶν ταῦτά τε καὶ ἄλλα μυρία περὶ αὐτοῦ θαυμάσια εἰρηκότων. εἰς ἔτι τε νῦν τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοῦδε ὠνομασμένον οὐκ ἐπέλιπε τὸ φῦλον.

Μετάφραση

"Έτσι, εκείνη περίπου την εποχή υπήρχε ο Ιησούς, ένας σοφός άντρας, -αν είναι θεμιτό να τον αποκαλείς άνθρωπο, διότι επιτελούσε θαυμαστά έργα- ένας δάσκαλος των ανθρώπων που λαβαίνουν την αλήθεια με ευχαρίστηση. Έλκυσε κοντά του και πολλούς από τους Ιουδαίους και πολλούς από τους Εθνικούς. Αυτός ήταν ο Χριστός· και όταν ο Πιλάτος, μετά από πρόταση που του έκαναν οι εξέχοντες άντρες μεταξύ μας, τον καταδίκασε στο σταυρό, εκείνοι που τον αγαπούσαν δεν τον εγκατέλειψαν αρχικά, διότι εμφανίστηκε σε εκείνους και πάλι την τρίτη μέρα, όπως τα είχαν προείπει οι θεϊκοί προφήτες και δέκα χιλιάδες άλλα θαυμάσια πράγματα σχετικά με αυτόν· και η φυλή των Χριστιανών, όπως ονομάστηκε από αυτόν, δεν έχουν εκλείψει μέχρι σήμερα". -Τα έργα του Ιώσηπου, μετάφραση William Whinston, 2003, στην αγγλική.

Κατά τον 16ο αιώνα, κάποιοι ερευνητές άρχισαν να αμφιβάλουν για την γνησιότητα του αποσπάσματος αυτού καθώς δεν μπορούσαν να δικαιολογήσουν πως ένας Ιουδαίος-Φαρισαίος μιλούσε με τόσο καλά λόγια για τον Ιησού. Κατέληξαν λοιπόν στο συμπέρασμα ότι το κείμενο αυτό δεν ήταν του Ιώσηπου, αλλά παρεισέφρησε στους κώδικες αργότερα από κάποιο άγνωστο χριστιανικό χέρι. Από τότε άρχισαν οι αμφιβολίες για τη γνησιότητα της «φλαβιανής μαρτυρίας» και μια έντονη φιλολογικοκριτική διαμάχη που φτάνει μέχρι τις μέρες μας, και η οποία διαμόρφωσε δύο κυρίαρχες τάσεις: Η πρώτη, δέχεται ολόκληρη τη μαρτυρία ως αυθεντική και η δεύτερη, θεωρεί πως παρεμβάλονται πρόσθετα στοιχεία στο αρχικό, μικρότερης έκτασης κείμενο (στο απόσπασμα τα σημεία αυτά σημειώνονται με πλάγια και έντονα γράμματα). Το αποτέλεσμα μετά την αφαίρεση των αμφισβητούμενων κομματιών είναι:

Γίνεται δὲ κατὰ τοῦτον τὸν χρόνον Ἰησοῦς σοφὸς ἀνήρ. ἦν γὰρ παραδόξων ἔργων ποιητής, διδάσκαλος ἀνθρώπων τῶν ἡδονῇ τἀληθῆ δεχομένων, καὶ πολλοὺς μὲν Ἰουδαίους, πολλοὺς δὲ καὶ τοῦ Ἑλληνικοῦ ἐπηγάγετο· καὶ αὐτὸν ἐνδείξει τῶν πρώτων ἀνδρῶν παρ' ἡμῖν σταυρῷ ἐπιτετιμηκότος Πιλάτου οὐκ ἐπαύσαντο οἱ τὸ πρῶτον ἀγαπήσαντες. εἰς ἔτι τε νῦν τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τοῦδε ὠνομασμένον οὐκ ἐπέλιπε τὸ φῦλον.

Η σημαντική αυτή μαρτυρία και μετά την αφαίρεση των αμφισβητούμενων τμημάτων, κάνει λόγο για την ιστορική ύπαρξη του Ιησού, για την παρουσία του ως διδασκάλου, μιλάει για ύπαρξη ιουδαίων και μη που τουλάχιστον μέχρι τη συγγραφή του έργου δεν είχαν σταματήσει να πιστεύουν σε εκείνον και αναφέρεται στην καταδική του από τον Πιλάτο και τον σταυρικό θάνατό του. Βεβαίως, εκτός από τις δύο κυρίαρχες απόψεις, μερίδα ερευνητών αμφισβητεί ολόκληρο το απόσπασμα ως εμβόλιμο. Πέρα από τη «φλαβιανή μαρτυρία», ο Ιώσηπος, επίσης στην «Ιουδαϊκή Αρχαιολογία» του (XΧ, 9, 1) αναφέρει: "Ό Άνανος […] καθίζει συνέδριον κριτών και παραγαγών είς αυτό τον αδελφόν Ίησού του λεγομένου Χριστού, Ιάκωβος όνομα αύτω και τινας ετέρους…" Το κομμάτι αυτό κάνει μια έμμεση αναφορά στον Ιησού ενώ μαρτυρεί και την ιστορική ύπαρξη του "Αδελφόθεου Ιακώβου".

Ραβινική φιλολογία (Ταλμούδ)

Μια άλλη βοηθητική πηγή για την ανίχνευση του ιστορικού Ιησού είναι κι εκείνη της ραββινικής παράδοσης. Στα κείμενα αυτά, συναντούμε στοιχεία και κρίσεις για τον Ιησού από την εποχή του ακόμη, που θυμίζουν την ατμόσφαιρα των διηγήσεων των χριστιανικών κειμένων, όταν αναφέρονται σε ανάλογα θέματα κριτικής και απόρριψης του Ιησού. Οι πληροφορίες που μας δίνει ιδιαίτερα η ιουδαϊκή ερμηνευτική παράδοση του Ταλμούδ, προέρχονται από τα τέλη του 1ου και τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ., και παρουσιάζουν κάποια ιδιαιτερότητα, γιατί εκφράζουν τις ιουδαϊκές εκτιμήσεις για πρόσωπα και πράγματα της εποχής. Μας διασώζουν επίσης τις κρίσεις των ραββίνων του παραδοσιακού Ιουδαϊσμού σχετικά με το πρόσωπο και το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Ιησού. Σ' αυτά τά κείμενα της επίσημης ιουδαϊκής παράδοσης γίνεται μεταξύ των άλλων σαφής αναφορά στο πρόσωπο και το έργο του Ιησού και παρόλο που τα παρεχόμενα στοιχεία είναι σχετικά λίγα, από αυτά βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο Ιησούς και το έργο του απασχόλησαν έντονα τον Ιουδαϊσμό της εποχής του. Εκεί ο Ιησούς αναφέρεται ως Γιεσσού μπεν Πανθέρα (Yeshu Ben Pantera), που σημαίνει Ιησούς ο Γιος του Πάνθηρα. Μνημονεύεται η μετάβαση του στην Αίγυπτο, όπου κατά την ιουδαϊκή αυτή παράδοση σπούδασε την τέχνη της μαγείας, που αργότερα άσκησε, επιστρέφοντας στην πατρίδα του. Εξαιτίας δε αυτού του γεγονότος δίνεται και η ερμηνεία της καταδίκης του σε σταυρικό θάνατο. Αν και τα σωζόμενα αυτά στοιχεία της ραββινικής παράδοσης στηρίζονται σε μια διάθεση πολεμικής κατά του Ιησού, εντούτοις λόγω αυτής ακριβώς της διάθεσης, αποκτά ιδιαίτερη σημασία μια προσπάθεια «απομυθοποίθησης» του Ιησού με το να καταδειχθεί η ταπεινή του προέλευσή, χωρίς όμως να γίνεται λόγος για άρνηση της ιστορικότητάς του.

Άλλες εξωχριστιανικές πηγές των δύο πρώτων αιώνων

Ο Τάκιτος

Ο Ρωμαίος ιστορικός Πόπλιος Κορνήλιος Τάκιτος (Publius Cornelius Tacitus), γεννήθηκε το 56 μ.Χ. Σε ένα από τα έργα του με τον τίτλο «Annales», ο Τάκιτος γράφει στα 115 μ.Χ. περίπου, την ιστορία της Ρώμης από το 14 μ.Χ. (θάνατος του Αυγούστου) μέχρι το 68 μ.Χ. (θάνατος του Νέρωνα).

Φτάνοντας στο 64 μ.Χ., αναφέρει τη μεγάλη πυρκαγιά/πυρπόληση της Ρώμης που έγινε επί Νέρωνα. Στο σημείο εκείνο ο Τάκιτος γράφει:

«ergo abolendo rumori Nero subdidit reos et quaesitissimis poenis adfecit, quos per flagitia invisos vulgus Chrestianos appellabat. auctor nominis eius Christus Tibero imperitante per procuratorem Pontium Pilatum supplicio adfectus erat; repressaque in praesens exitiablilis superstitio rursum erumpebat, non modo per Iudaeam, originem eius mali, sed per urbem etiam, quo cuncta undique atrocia aut pudenda confluunt celebranturque.» (Annales, XV, 44)

που σημαίνει:

«Ο Νέρων υπέδειξε άλλους ως ενόχους και υπέβαλε σε ιδιαίτερες τιμωρίες εκείνους τους οποίους ο λαός μισώντας τους για τις ανομίες τους ονόμαζε χριστιανούς. Εκείνος από τον οποίον προήλθε το όνομα είναι ο Χριστός, ο οποίος εθανατώθη επί της βασιλείας του Τιβέριου, όταν Επίτροπος ήταν ο Πόντιος Πιλάτος. Η προς καιρόν κατασταλείσα ολέθρια δεισιδαιμονία εμφανίστηκε πάλι όχι μόνο στην Ιουδαία, την εστί αυτού του κακού, αλλά και στην Πόλη (Ρώμη), όπου από παντού μαζεύονται και ακούγονται όλα τα κακά και τα αισχρά».

Το κείμενο αυτό μας δείχνει ότι το 64 μ.Χ. οι Χριστιανοί είναι γνωστοί και ότι το όνομά τους γνώριζαν ότι προέρχεται από τον «Χριστό». Πρόκειται επίσης για μια σημαντική ιστορική μαρτυρία που συντείνει στην αποδοχή της ιστορικότητας του Ιησού, για την ύπαρξη του οποίου δεν φαίνεται να αμφιβάλλει ό Τάκιτος, και επισημαίνει τον ορισμένο χρόνο του θανάτου του, που τοποθετείται εκεί κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα της Ρώμης Τιβερίου και του επιτρόπου της ρωμαϊκής εξουσίας στην Ιουδαία της Παλαιστίνης Ποντίου Πιλάτου.

Ο Πλίνιος ο Νεότερος

Ο Πλίνιος Κεκίλιος Σεκούνδος ο Νεότερος (Gaius Plinius Caecilius Secundus, 61-113 μ.Χ.) νομικός και ρήτορας, ήταν ανιψιός και θετός γιος του Πλίνιου τον Πρεσβύτερου. Εκτός άλλων, διασώθηκαν 19 βιβλία Επιστολών του, που περιέχουν πληροφορίες σχετικά με τα γεγονότα του τότε ρωμαϊκού κόσμου. Ήταν φίλος του αυτοκράτορα Τραϊανού και είχε διοριστεί απ' αυτόν ως Legatus Caesaris στην επαρχία της Βιθυνίας του Πόντου. Η μαρτυρία του ανάγεται στο 111-112 μ.Χ. Γράφει, λοιπόν, ο Πλίνιος προς τον Αυτοκράτορα Τραϊανό, μετά την ανάκριση κάποιων χριστιανών νεανίδων, ότι η μόνη ενοχή ή πλάνη των χριστιανών ήταν αυτή:

«[...] Quod essent solid stato die ante lucem convenire, carmenque Christo quasi deo dicere secum invicem seque sacramento non in scelus aliquod obstringere, sed ne furta ne latrocinia ne adulteria commiterent, ne fidem fallerent, ne depositum adpellati, abnegarent. Quibus peractis morem sibi discendendi fuisse rursusque coeundi ad capiendum cibum, promiscuum tamen et innoxium [...]» (Plinius,Epistularum liber X,96),

που σημαίνει:

«[...] συνήθιζαν να συνέρχονται καθωρισμένη μέρα πριν την ανατολής του ήλιου και να αναπέμπουν ύμνο στο Χριστό όπως σε θεό και εδένοντο με αμοιβαίο όρκο, όχι για κάποιο έγκλημα, αλλά ότι δεν θα διέπρατταν απάτη, ληστεία ή μοιχεία, δεν θα παρέβαιναν την πίστη τους, ούτε θα αρνούνταν την ιερή τους παρακαταθήκη, ακόμη κι αν τους δίκαζαν [...]».

Ο Πλίνιος στο γράμμα αυτό, εκτός από την επιβεβαίωση για την ύπαρξη χριστιανών στις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. και την άποψη που εκφράζει γενικότερα γι αυτούς ότι ήταν μάλλον ακίνδυνοι, αναφέρεται και στον Χριστό σε ένα μικρό πέρασμα. Για κάποιους ιστορικούς, το πέρασμα αυτό ναι μεν αμφισβητεί την υπερφυσική του διάσταση με τη φράση «quasi deo», όμως θα μπορούσε να θεωρηθεί από τη διατύπωσή του ότι δεν δείχνει να αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται για κάποιο ανύπαρκτο ή μυθικό πρόσωπο (όπως αν χρησιμοποιούσε εκφράσεις π.χ. "σε κάποιον Χριστό", ή "σε κάποια θεότητα που λέγεται Χριστός" κ.λπ.). Το πέρασμα όμως αυτό αμφισβητείται από άλλους για το κατά πόσο μας δίνει μια θετική εικόνα για την ιστορικότητα του Ιησού.

Ο Σουητώνιος

Ο Ρωμαίος ιστορικός, Γάιος Σουητώνιος Τρανκίλλιος, (Gaius Suetonius Tranquillus, 70-160 μ.Χ.) επί Τραϊανού έλαβε το δημαρχιακό αξίωμα και επί Αδριανού έγινε ο εξ απορρήτων γραμματεύς του. Το κυριότερο ιστορικό έργο του (120 μ.Χ.), και πλήρες σωζόμενο, αναφέρεται στη ζωή των δώδεκα πρώτων αυτοκρατόρων της Ρώμης, από τον Ιούλιο Καίσαρα έως τον Δομιτιανό, και επιγράφεται: «Βίοι των 12 Καισάρων» (Vitae XII Caesarum).

Στον «Βίο του Κλαυδίου» (XXV, 4) αναφέρεται στο διάταγμα του αυτοκράτορα (49 ή 53 μ.Χ.) με το οποίο οι Ιουδαίοι της Ρώμης -χωρίς διάκριση χριστιανών και μη χριστιανών- εξορίζονταν απ' αυτήν:

«Iudaeos impulsore Chresto assidue tumultuants Roma expulit»

Δηλαδή:

«Τους Ιουδαίους που δημιουργούσαν θόρυβο στη Ρώμη υποκινούμενοι από τον Χριστό τους εξόρισε»

Πράγματι το διάταγμα αυτό του αυτοκράτορα Κλαυδίου διασταυρώνεται ως ιστορικό γεγονός με τις «Πράξεις των Αποστόλων», αφού όταν ο Απόστολος Παύλος πήγε στην Κόρινθο βρήκε εκεί τους Ιουδαίους Ακύλα και Πρίσκιλλα που είχαν εξοριστεί από τη Ρώμη:

«Μετά δε ταύτα χωρισθείς ό Παύλος εκ των 'Αθηνών ήλθεν εις Κόρινθον καί εύρων τίνα Ίουδαίον ονόματι Άκυλαν, Ποντικόν τω γένει, προσφάτως εληλυθότα από τής Ιταλίας, και Πρίσκιλλαν, γυναίκα αυτού, δια το διατεταχέναι Κλαύδιον χωρίζεσθαι πάντας τους Ιουδαίους από τής Ρώμης» (Πράξ. ιη', 1-2)

Ο πρώτος αυτός επίσημος διωγμός επί Κλαυδίου είναι μια σημαντική πληροφορία, γιατί μας φέρνει πολύ κοντά στα χρόνια του Ιησού και έτσι μαθαίνουμε ότι από το 50 μ.Χ. γίνονταν διώξεις χριστιανών, πριν ακόμη παρουσιασθεί οργανωμένη χριστιανική κοινότητα στη Ρώμη και ανεξάρτητη από εκείνη τής ιουδαϊκής. Tο απόσπασμα αυτό αναφέρει εκδιώξεις από τη Ρώμη Ιουδαίων και Χριστιανών, εξαιτίας των ταραχών που δημιουργούνταν μεταξύ τους με επίκεντρο το όνομα του Ιησού Χριστού. Και πάλι, η αναφορά του Σουητώνιου χωρίς την αόριστη αντωνυμία «κάποιος», αν μάλιστα συνδεθεί με την έκφραση «impulsore», ίσως να υπονοεί υπαρκτό πρόσωπο. Το ότι στις εξιστορήσεις χρησιμοποιείται γενικά ο τίτλος «Χριστός» αντί για το όνομα Ιησούς, ερμηνεύεται λόγω της καθιέρωσής του σε ευρύτατη κλίμακα και έκτος της Παλαιστίνης. Το χρησιμοποιούσαν για να διακρίνουν τις χριστιανικές κοινότητες από εκείνες των παραδοσιακών Ιουδαίων, που είχαν αρχίσει να παρουσιάζονται σε μέρη της Αυτοκρατορίας αμέσως σχεδόν μετά τη σταύρωση. Από την άλλη μεριά ήθελαν να αιτιολογήσουν τους διωγμούς που ξεσπούσαν κάθε τόσο από τις ιουδαϊκές θρησκευτικές παρατάξεις κατά των κοινοτήτων εκείνων που ομολογούσαν το όνομα του Ιησού Χριστού.

Ο Θαλλός

Ο Θαλλός ήταν ιστορικός συγγραφέας της Μέσης Ανατολής που έζησε τον 1ο μ.Χ. αιώνα. Ήταν Σαμαρείτης απελεύθερος επί Αυτοκράτορα Τιβέριου και έγραψε την Ιστορία της Ελλάδας και της Ασίας από τον Τρωικό πόλεμο μέχρι τις ημέρες του. Το έργο του δεν σώζεται, όμως υπάρχουν αρκετές αναφορές για τον ίδιο και τα κείμενά του στον Ιώσηπο, στον Ιουστίνο, τον Τερτυλλιανό και αλλού. Η σχέση του με την ιστορικότητα του Ιησού βρίσκεται στην αναφορά μιας έκλειψης ηλίου κατά τα γεγονότα της σταύρωσης του Ιησού. Το 221 μ.Χ., ένας Χριστιανός συγγραφέας, ο Ιούλιος ο Αφρικανός (Sextus Julius Africanus) έγραψε ότι:

"...Σε όλο το κόσμο κυριάρχησε ένα φοβερό σκοτάδι, και οι πέτρες έπεσαν από σεισμό, και πολλά μέρη στην Ιουδαία και σε άλλες επαρχίες έπεσαν κάτω. Τούτο το σκότος ο Θαλλός, στο τρίτο βιβλίο των Ιστοριών του, το εξηγεί ως έκλειψη του ηλίου, πράγμα παράλογο κατά τη γνώμη μου. Καθώς οι Ιουδαίοι εορτάζουν το Πάσχα τη 14η μέρα σύμφωνα με τη σελήνη, και η σταύρωση του Σωτήρα μας πέφτει την ημέρα πριν το Πάσχα, και μια έκλειψη του ηλίου παίρνει μέρος μόνον όταν η σελήνη έρχεται κάτω από τον ήλιο..." (Χρονικά XVIII)

Στο απόσπασμα αυτό παρατηρούμε ότι ο Αφρικανός γράφει για να αντικρούσει αυτά που είχε γράψει ο Θαλλός και μάλιστα παρέχει και τη βιβλιογραφία λέγοντας ότι η αναφορά του Θαλλού βρίσκεται στο τρίτο βιβλίο του. Καθώς ο Ευσέβιος ο Καισαρείας αναφέρει ότι ο Θαλλός συνέγραψε την τρίτομη ιστορία του στα ελληνικά το 52 μ.Χ. σημαίνει πως ήταν σύγχρονος του Ιησού και μάλλον τα γεγονότα της σταύρωσης Ιησού ήταν γνωστά μεταξύ κάποιων μη χριστιανικών κύκλων. Ο Θαλλός προσδιορίζει το σκοτάδι κατά τη Σταύρωση («ήν δε ωσεί ώρα έκτη και σκότος εγένετο εφ' όλην την γήν έως ώρας ενάτης, τού ηλίου εκλειπόντος» Λουκ. 23, 44) που αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη ως φυσικό φαινόμενο που μπορούσε να εξηγηθεί σαν μία έκλειψη Ηλίου. Αν δεχτούμε την αναφορά ως γνήσια, αυτομάτως προσφέρεται μια σημαντική μαρτυρία για την ιστορικότητα του Ιησού, για τη σταύρωσή του και το σχετικό γεγονός που περιγράφεται στην Καινή Διαθήκη.

Ο Μαρά Βαρ Σεραπίων

Πρόκειται για έναν υπαινιγμό στην ουσία που μοιάζει να αναφέρεται στον Ιησού και προέρχεται από τον Σύρο στωικό φιλόσοφο Μαρά μπαρ Σεραπίωνα (Mara bar Serapion, 73 μ.Χ.) σε μια επιστολή του στα συριακά, που απευθύνεται στον γιο του Σεραπίωνα (Serapion) από τη φυλακή στην οποία βρισκόταν. Ο Σύρος φιλόσοφος μιλά για τον σοφό βασιλιά των Ιουδαίων, και λέει ότι θανατώθηκε από τους ομοεθνείς του άδικα. Ακριβώς γι' αυτό το λόγο οι Ιουδαίοι τιμωρήθηκαν από τον Θεό να διασκορπιστούν σε όλο τον κόσμο και βέβαια ο σοφός βασιλιάς δεν πέθανε στην πραγματικότητα, αφού ζει μέσα από τη διδασκαλία του.

Το απόσπασμα:

"...Τι να πούμε ακόμα, όταν οι σοφοί κακοποιούνται από τους τυράννους...ώστε να μην μπορούν να αμυνθούν; Ποια ωφέλεια είχαν οι Αθηναίοι θανατώνοντας το Σωκράτη; Η πείνα και η επιδημία έπεσαν πάνω τους ως κρίση για το έγκλημα. Τι ωφελήθηκαν οι άνθρωποι της Σάμου καίγοντας το Πυθαγόρα; Μονομιάς η χώρα τους καλύφθηκε από άμμο. Τι ωφελήθηκαν οι Ιουδαίοι εκτελώντας το σοφό βασιλιά τους; Αμέσως μετά, το βασίλειό τους αφανίστηκε. Ο Θεός δίκαια εκδικήθηκε το θάνατο των τριών αυτών σοφών ανθρώπων: Οι Αθηναίοι πέθαναν από την πείνα. Οι κάτοικοι της Σάμου αφανίστηκαν από τη θάλασσα. Οι Ιουδαίοι καταστράφηκαν κι οδηγήθηκαν μακριά από τη γη τους, για να ζήσουν διεσπαρμένοι. Όμως, ο Σωκράτης δεν πέθανε. Έμεινε ζωντανός στη διδασκαλία του Πλάτωνα. Ούτε ο Πυθαγόρας πέθανε. Ζωντάνεψε στο άγαλμα της Ήρας. Ούτε ο σοφός βασιλιάς πέθανε. Ζωντανεύει μέσα στη διδασκαλία του".

Τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται θα μπορούσαν να ταιριάζουν στον Ιησού αν τα συγκρίνουμε με άλλους Ιουδαίους διδασκάλους που εμφανίστηκαν στην περιοχή. Όπως για παράδειγμα το ότι εκτελέστηκε με ευθύνη των Ιουδαίων, λίγο πριν καταλυθεί τον κράτος τους και οι ίδιοι διασκορπισθούν.

Ο Κέλσος

Ο Κέλσος ο Αλεξανδρεύς (β’ μισό 2ου αι. μ.Χ.) , επικούρειος φιλόσοφος, που μελέτησε την Αγία Γραφή και τα έργα των χριστιανών συγγραφέων, με το έργο του «Αληθής λόγος» επιτέθηκε κατά της χριστιανικής διδασκαλίας, ενώ αντιμετώπισε με κριτική διάθεση τα θαύματα του Ιησού και την πίστη γενικά των χριστιανών. Εντούτοις, σε καμιά στιγμή δεν αφήνει να εννοηθεί ότι αμφισβητείτο η ιστορική του ύπαρξη.

Για παράδειγμα το χωρίο 1.28 απομυθοποιεί τον Ιησού και κάνει λόγο για την ταπεινή του καταγωγή:

«Μετά από αυτά εισάγει ως φανταστικό πρόσωπο έναν Ιουδαίο να συζητά με τον ίδιο τον Ιησού και να τον ελέγχει για πολλά, όπως πιστεύει, και πρώτα ότι έπλασε εκείνος την γέννηση από την Παρθένο τον χλευάζει μάλιστα και για το ότι προέρχεται από Ιουδαϊκό χωριό και από γυναίκα χωριάτισσα και φτωχιά που ξενοδούλευε. Υποστηρίζει μάλιστα ότι αυτή εκδιώχτηκε από τον σύζυγο της, ο οποίος ήταν ξυλουργός στο επάγγελμα, επειδή την ανακάλυψε να έχει διαπράξει μοιχεία. Κι έπειτα λέει ότι, αφού εκδιώχτηκε από τον άντρα της και περιπλανιόταν ατιμασμένη, γέννησε τον Ιησού κρυφά-και ότι αυτός, αφού δούλεψε λόγω της φτώχιας του στην Αίγυπτο και γνώρισε εκεί κάποιες δυνάμεις, για τις οποίες καυχώνται οι Αιγύπτιοι, επέστρεψε υπερηφανευόμενος για τις δυνάμεις του και με αυτές ανακήρυξε τον εαυτό του θεό.»

και στο 2.35:

«Γιατί, αν όχι προηγουμένως, τουλάχιστον όμως εκείνη τη στιγμή δεν παρουσίασε κάποιο θεϊκό σημάδι και δεν έσωσε τον εαυτό του από εκείνη την ντροπή και δικαίωσε αυτούς που χλεύαζαν και τον ίδιο και τον πατέρα του;» Κέλσος, Άπαντα, «Αληθής Λόγος», εκδ. «ΚΑΚΤΟΣ»

Ο Λουκιανός

Ο Λουκιανός από τη Σαμόσατα Συρίας (125-195 μ.Χ.) , σοφιστής του 2ου μ.Χ. αιώνα στο έργο του «Περί της Περεγρίνον τελευτής» (167 μ.Χ.), σατιρίζει τον θεατρικό τρόπο με τον οποίον αυτοπυρπολήθηκε, μπροστά στους θεατές της Ολυμπιάδας του 165 μ.Χ., ο κυνικός Περεγρίνος ο Πρωτεύς, για να βρεθεί στο προσκήνιο της επικαιρότητας. Επίσης, στο ίδιο έργο του, δίνει πολλές πληροφορίες για τους πρώτους χριστιανούς, αφού θεωρεί τον Χριστιανισμό ως παραλλαγή της κυνικής φιλοσοφίας. Έτσι αναφέρει ότι ο «πρώτος νομοθέτης» των χριστιανών, «ο ανεσκολοπισμένος εκείνος σοφιστής», σταυρώθηκε στην Παλαιστίνη, επειδή δίδαξε μια νέα θρησκεία στον κόσμο:

«καί ως θεόν αυτόν εκείνοι ηδούντο καί νομοθέτη εχρώντο και προστάτην επεγράφοντο, μετά νούν εκείνον ον έτι σέβουσι, τόν άνθρωπον τόν εν τη Παλαιστίνη ανασκολοπισθέντα, ότι καινήν ταύτην τελετήν εισήγεν ες τόν βίον».

Που σημαίνει:

«Εκείνοι αισθάνονταν αυτόν ως Θεό τους και νομοθέτη τους, τον ανακηρύξαν προστάτη τους και ακόμη εξακολουθούν να σέβονται τον άνθρωπο αυτόν, πού σταυρώθηκε στην Παλαιστίνη, επειδή εισήγαγε στην ζωή τους τη νέα αυτή θρησκεία»

Και συνεχίζει:

«…έπεισαν τον εαυτό τους οι δυστυχείς, ότι θα γίνουν αθάνατοι και πως θα ζήσουν αιώνια και γι’ αυτόν το λόγο περιφρονούν το θάνατο και με τη θέλησή τους πολλοί θυσιάζονται. Ο νομοθέτης αρχηγός τους, τους έπεισε ότι όλοι οι άνθρωποι θα ήταν δυνατό να ζουν αδελφωμένοι και από τότε άρχισαν να αλλάζουν θρησκεία, να αρνούνται τους θεούς των Ελλήνων, να προσκυνούν εκείνον τον σοφιστή που σταυρώθηκε και νά ζουν σύμφωνα με τους νόμους του»

Τα λόγια αυτά που αναφέρονται στους χριστιανούς και υπονοούν τον Ιησού, αμφισβητούν προφανώς οποιαδήποτε υπερφυσική ιδιότητα στον Ιησού όμως δεν δείχνουν να αμφισβητούν την ιστορική ύπαρξή του.

Σχετική βιβλιογραφία

* "Ο Ανθρώπινος Χριστός - Η έρευνα για τον ιστορικό Ιησού" (1998) - Σαρλότ Άλλεν

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License