ART

 

.

ΔΑΦΝΗΣ ΚΑΙ ΧΛΟΗ

ΛΟΓΓΟΥ

ΔΑΦΝΗΣ ΚΑΙ ΧΛΟΗ

ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΑ ΗΛΙΑ Π. ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗ
ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ "ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΔΑΚΗΣ" ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1921

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗ

Όταν ο ξεπεσμός των αρχαίων Ελληνικών γραμμάτων σ' όλα τα είδη του λόγου, στην ποίηση, στο δράμα και στην πεζογραφία, είχε προχωρήσει τόσο, που κάθε προσπάθεια για τη δημιουργία έργων σαν τα αρχαιότερα έδειχνε περισσότερο τις αδυναμίες των μιμητών, οι σοφιστές στοχαστήκανε να μορφώσουνε καινούργιο είδος λόγου: να διατυπώνουνε δηλαδή ποιητικά νοήματα σε πεζογραφήματα. Και για να εφαρμόσουν το στοχασμό τους αυτόν έπλασαν το μυθιστόρημα ή, όπως έλεγαν τότε την τέτοια πεζογραφία, τους «ερωτικούς λόγους», όπου τα πλάσματα της φαντασίας μπορούσανε να πάρουνε την κάπως ποιητική μορφή του λόγου χωρίς να μένουνε προσηλωμένα στους κανόνες της ποιητικής τέχνης κι ακόμη και στην ιστορική αλήθεια ή και στην παράδοση. Τέτοια, απάνω-κάτω, είναι η γραμματολογική εξήγηση του πώς γεννήθηκε το μυθιστόρημα. Ένα από τα πρώτα-πρώτα δημιουργήματα του καινούργιου αυτού είδους του λόγου είναι και το μυθιστόρημα του Λόγγου «Δάφνης και Χλόη».

Για την εποχή που εγράφηκε το έργο τούτο και για το συγγραφέα του δεν έχουμε καμιά ωρισμένη πληροφορία. Παλαιότεροι και νεώτεροι φιλόλογοι νομίζουν, ότι ο Λόγγος δε μπορεί να έζησε ύστερ' από το Β' αιώνα μ. Χ. στηρίζοντας τη γνώμη τους τούτη πιο πολύ στο ότι τον εμιμήθηκεν ο Αλκίφρονας στις «Επιστολές» του· μα και του Αλκίφρονα η εποχή είναι κάπως δυσκολοπροσδιόριστη, επειδή και γι' αυτόνε δεν υπάρχει τίποτα θετικό, που να βεβαιώνη τον καιρόν, όπου έζησε κ' έγραψε, δηλαδή το χρονικό διάστημα ανάμεσα στα 170 και 229 μ. Χ. όπως θέλει π. χ. ο Herman Reich, φέρνοντας γι' απόδειξη της γνώμης του το ότι ο Αλκίφρονας εμιμήθηκε το Λουκιανό και τον Αλκίφρονα ο Αιλιανός. Πιο θετικά μπορεί να προσδιοριστή η πατρίδα του Λόγγου. Επειδή στο μυθιστόρημά του περιγράφονται ζωηρά και πιστά τοποθεσίες και συνήθειες της Λέσβος και ξεχωριστά της Μιτυλήνης, πολλοί φιλόλογοι υποστηρίζουν, ότι ο Λόγγος ήταν από τη Λέσβο· γνώμη ίσως όχι παράλογη κι αδικαιολόγητη.

Ένα όμως είναι θετικό και βέβαιο: Ότι το μυθιστόρημα «Δάφνης και Χλόη» είναι το καλλίτερο κι ομορφότερο από όσα εγράφηκαν πριν κ' ύστερα απ' αυτό και ότι φαίνεται σαν την πιο ευτυχισμένη εξακολούθηση της βουκολικής ποίησης — αν και σε πεζό λόγο — και σαν αληθινό γέννημα της μούσας του Θεόκριτου. Όλοι οι κριτικοί της αρχαίας φιλολογίας παινεύουν τη αφηγηματική χάρη, τη ζωηρότητα της περιγραφής, τις ζωντανές εικόνες των τόπων και των προσώπων, τη δροσιά και την απλότητα του ύφους, τη σύντομη φρασεολογία — σαν το πιο όμορφο δείγμα εκείνου, που οι αρχαίοι το έλεγαν «αφελής λέξις» και που ταιριάζει τόσο στα τέτοιου είδους έργα. Μπορεί από τη μεριά τούτη το μυθιστόρημα του Λόγγου να συγκριθή αζημίωτα με τον περίφημο «Ευβοϊκό ή Κυνηγό» του Δίωνα του Χρυσόστομου, αφού μάλιστα έχει και το προτέρημα να μην είναι γεμάτο ουτοπία, όπως είναι το τελευταίο τούτο έργο κι άλλα όμοια του.

Το μυθιστόρημα στην εποχή του Λόγγου το εχαρακτήριζε ο πολύς νεοπλατωνισμός. Μα ο συγγραφέας του «Δάφνη και της Χλόης» μπόρεσε να τον ξεφύγη και να δώση στο έργο του καθαρά βουκολική μορφή, ενώ το εγέμιζε και με λεπτή ερωτική πνοή. Κατηγορήθηκε το μυθιστόρημα του Λόγγου, ότι κι αυτό έχει καθέκαστα και περιγραφές ξαδιάντροπες, όπως είναι το επεισόδιο της Λυκαίνιο και το άλλο του Γνάθωνα. Μα όταν θυμηθούμε ποιες ξαδιαντροπιές κλειούνε τα μυθιστορήματα της εποχής εκείνης — εξόν από το «Χαιρέα και Καλλιρρόη» του Χαρίτωνα του Αφροδισιέα — βλέπουμε πόσο μετρημένος εστάθηκε ο Λόγγος στο σημείο τούτο. Οι σκηνές, που ξετυλίγονται σε κάθε κεφάλαιο και παρουσιάζονται με την πιο καλλιτεχνική αφέλεια και φυσικότητα, είναι χαριτωμένες ζωγραφιές αγροτικής ζωής και μας δείχνουν καθαρά πόσο βασιλεύει σ' αυτές το αίσθημα της ομορφιάς και της αλήθειας μαζί. Δεν πλέκονται στο έργο τούτο περιστατικά βγαλμένα από ζωή πολυτάραχη, όπως γίνεται στο νεώτερο μυθιστόρημα. Η υπόθεση είναι απλή, ήρεμη στο μεγαλείτερο μέρος της και δίχως πολύμορφες και πολυσύνθετες σκηνογραφίες. Είναι κάποιο παραμύθι, σαν εκείνα που τ' ακούμε μ' όλη της παρθενιάς τους τη χάρη και μ' όλη τη γητεία του μύθου: Ο Δάφνης κ' η Χλόη, παιδιά παραρριγμένα από τους γονέους τους, είχαν την τύχη να περιμαζευτούν από καλούς κι απλοϊκούς ανθρώπους, που ζούσανε στην εξοχή· τα παιδιά αυτά μεγαλώσανε μαζί, έβοσκαν όλη τη μέρα μαζί, εγνώρισαν ο ένας τον άλλο πολύ και φυσικά αγαπήθηκαν τόσο, που η ζωή του ενός ήτανε ζωή του άλλου. Για τούτο και βασιλεύει τόσο μέσα σ' όλο το μυθιστόρημα ο έρωτας, ο ανίκητος και βασανιστής, μα και δημιουργός, και τίποτε άλλο.

Η ιστορία του Δάφνη και της Χλόης έχει μερικά επεισόδια, που δεν τα σηκώνει η σημερινή αίσθησή μας· μα αυτά είναι το παραγέμισμα για να φανερωθή πιο πολύ και πιο έντονα η δύναμη του έρωτα των δυο παιδιών· είναι τα χαριτωμένα κινήματα της φαντασίας του συγγραφέα για να δείξη την αντίθεση της αθωότητας και της πονηριάς. Ο Λόγγος ζωγραφίζει πιστά τη φύση και τη ζωή· για τούτο δίπλα στη θαυμάσια κάθε τόσο περιγραφή της φύσης, που άνθιζε και γελούσε γύρω στο Δάφνη και στη Χλόη, βρίσκουμε και την αμίμητη εκείνη σκηνή, όπου η Λυκαίνιο πρωτομαθαίνει το Δάφνη να νοιώση, ότι είναι άντρας. Η σκηνή τούτη μας λέει κάτι περισσότερο από ό,τι γίνεται αφορμή να διαμαρτυρηθή η νεώτερη σεμνοτυφία· δεν πρέπει να βλέπουμε στο επεισόδιο αυτό μόνο τη σαρκική όρεξη της Λυκαίνιο· περισσότερο πρέπει να ιδούμε με πόση τέχνη θέλησε ο Λόγγος να μπάση τον ήρωά του στα γνωρίσματα της ζωής για να δώση κατόπι ο ίδιος τον ιδεαλισμό στον έρωτά του. Η γυμνή αυτή σκηνή μας προετοιμάζει ν' αντικρύσουμε τον ανώτερο βαθμό της ηθικής ομορφιάς. Μα μήτε αφίνει ο Λόγγος στο νου μας καιρό για να στοχαστή το ξαδιάντροπο, όσο προχωρούμε στα καθέκαστα του περιστατικού, που έκαμε τον αθώο Δάφνη να μάθη τα έργα του έρωτα, επειδή ακολουθούν οι δισταγμοί του, που υψώνουν τον έρωτά του σε ανώτερο κόσμο. Μπορούμε να ειπούμε, ότι και η σκηνή αυτή έχει το μυστήριο της αρχαίας Ελληνικής τέχνης, που μας αναγκάζει να θαυμάζουμε σε κάθε γυμνό την ομορφιά μονάχα, δίχως να προφταίνη ο νους μας να στοχαστή και το ταπεινό.

Το επεισόδιο του Γνάθωνα είναι βέβαια πιο ξαδιάντροπο και μας σκανδαλίζει σήμερα με την αισχρότητά του. Οι αποκρυσταλλωμένες ιδέες μας για κάποιες συνήθειες των αρχαίων εξαγριώνονται εμπρός σε περιγραφές σαν αυτές που μας παρουσιάζουν τα καμώματα του Γνάθωνα. Μα για το επεισόδιο τούτο χωράει κάποια δικαιολογημένη εξήγηση: Ο Λόγγος ζωγραφίζει πιστά τη ζωή του τόπου του και ίσως και την εποχή του. Ο Γνάθωνας είναι τύπος, που αντιπροσωπεύει ωρισμένη τάξη ανθρώπων του αρχαίου κόσμου και ωρισμένη ελληνική συνήθεια, και μαζί και την προστυχεμένη αντίληψη για το θαυμασμό προς την ομορφιά. Όπως περιγράφει ο Λόγγος το Γνάθωνα και όπως τον κάνει να μιλή, μας δείχνει το συχαμερό τύπο του ακόλαστου άνθρωπου και σοφιστή, που εστρέβλωσε και την πλατωνική ιδέα για την ομορφιά. Με το αναστάτωμα, που φέρνουνε στο Δάφνη και στον Εύδρομο και στην οικογένεια του Λάμωνα τα καμώματα και οι πιθυμιές του Γνάθωνα, μας φανερώνεται καθαρά και του Λόγγου η αποδοκιμασία στις τέτοιες συνήθειες και στους τέτοιους ανθρώπους. Από τα καθέκαστα, που έρχονται κατόπι για να γεννήσουνε στην ψυχή του ακόλαστου Γνάθωνα το φόβο για ό,τι έκαμε, βγαίνει το νόημα — χωρίς να υπάρχη ανάγκη κι από λόγια για να δειχτή — ότι ο συγγραφέας φανερώνει την αποστροφή του σε κάτι τέτοιες ακολασίες των συγκαιρινών του. Το επεισόδιο έχει φυσικά το ηθικό συμπέρασμά του. Με όλα αυτά θέλω να ειπώ, ότι στο έργο του Λόγγου δεν υπάρχει καμιά — οποιαδήποτε — ασχήμια.

***

Το μυθιστόρημα του Λόγγου διαβαζότανε πολύ στα κατοπινά χρόνια και μάλιστα στην εποχή της «Αναγέννησης.» Και δε θάτανε ίσως παράτολμο, αν έλεγε κανείς, ότι τούτο εστάθηκε το κυριώτερο αχνάρι να γραφούν απάνω του τα τόσα και τόσα βουκολικά και ειδυλλιακά μυθιστορήματα, που εφάνηκαν ύστερ' από τα 1500 μ. Χ. στην Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία, Γερμανία και που το τελειότερό τους είναι η περίφημη «Αστραία» του Ονώριου ντ' Ουρφέ, ως που παρουσιάστηκε στο τέλος του ΙΗ' αιώνα το έργο του Bernardin de Saint-Pierre «Παύλος και Βιργινία» για να σκεπάση όλα τ' άλλα.

«Ο Δάφνης και η Χλόη» είχε μεταφραστή στις περισσότερες Ευρωπαϊκές γλώσσες, ύστερα μάλιστα από τη Γαλλική μετάφραση του Αμυό. Μα το αρχαίο κείμενο δεν ήταν ολάκαιρο· έλειπε κάποιο μέρος από την αρχή του πρώτου βιβλίου, που το εζημίωνε αρκετά. Όμως ο Γάλλος σοφός και ελληνιστής Paul-Louis Courier είχε την ευτυχία στα 1808, όταν ήτανε στη Φλωρεντία, ν' ανακαλύψη κάποιο χειρόγραφο του μυθιστορήματος του Λόγγου του ΙΓ' αιώνα, όπου βρισκότανε και το μέρος που έλειπε. Κ' έτσι το κείμενο τόχουμε πια σωστό.

Στα διάφορα γράμματα, που έστελνε ο Courier (1) σε φίλους του πότε για να τους ειπή για την ανακάλυψι των σελίδων που έλειπαν ως τότε από το Λόγγο και πότε για το τύπωμα των σελίδων τούτων κι όλου του έργου, υπάρχουνε μερικές γνώμες του για το μυθιστόρημα, που είναι σαν χαρακτηρισμοί του. Στην πριγκηπέσσα π. χ. de Salm-Dyck (2) έγραφε από τη Φλωρεντία στις 3 του Μάρτη 1808:

«Κυρία, μαζί με το γραμματάκι μου τούτο θα λάβετε κ' ένα φυλλάδιο, όπου υπάρχουνε μερικές σελίδες δικής μου κατασκευής· δηλαδή κατασκευής μεταφραστή. Είναι ένα μυθιστόρημα όχι καινούργιο· απεναντίας μάλιστα πολύ παλαιό και σεβάσμιο. Εξέθαψα κατά τύχη κάποιο κομμάτι του, που είχε χαθή: το μετάφρασα και με την ευκαιρία τούτη εδιόρθωσα και την παλιά μετάφραση, που, καθώς θα ιδήτε,

Μέσα στο παλιό της ύφος έχει ακόμη χάρες νέες (3)

Εάν σας διασκεδάζη, να μη διστάξετε καθόλου, εξαιτίας μερικών σημείων λίγο απλοϊκών, να εξακολουθήστε το διάβασμα. Ο Αμυό, ο επίσκοπος και ένας από τους πατέρες της Σύνοδος του Τριδέντου είναι ο αληθινός εργάτης της μετάφρασης αυτής, που εγώ την απόσωσα μόνο· δε θα κάμετε αμαρτία, αν διαβάσετε ό,τι έγραψεν εκείνος».

Από τη Φλωρεντία πάλι τις 13 του Μάρτη 1808 έγραφε στην κυρία Clavier (4): «Διαβάστε κυρία, το «Δάφνη και τη Χλόη»· είναι το καλλίτερο βουκολικό, που έγραψε ποτέ ένας επίσκοπος. Ο άρχοντας Ιάκωβος (5) το μετάφρασε, όσο μπορούσε καλλίτερα, για τους πιστούς της επισκοπής του· μα ο καλός άνθρωπος έκαμε στην εργασία του τούτη αλλόκοτες απροσεξίες, που εγώ τις αποδίδω στο θέμα και σε μερικά καθέκαστα σπάνιας αφέλειας. Εμένα, καθώς ξέρετε, με κατηγορούν, ότι προσέχω πιο πολύ στις λέξες παρά στα πράγματα· μα σας βεβαιόνω, ότι ζητώντας λέξες για τους δυο μικρούς αυτούς αχρείους, εστοχαζόμουνα συχνά τα πράγματα. Συχωρέστε μου την &αστειότητα& τούτη, όπως έλεγε η Κα Σεβινιέ, και να μην έχετε ποτέ αμφιβολία για το βαθύ σεβασμό μου. Έχω όμως κάτι περισσότερο να σας ειπώ: Ο Αμυό ήταν ένας από τους πατέρες της Σύνοδος του Τριδέντου· ό,τι έγραψε είναι άρθρο πίστης. Τώρα κάμετε τρόπο να διαβάστε το Λόγγο του. Αλήθεια, δεν υπάρχει καθόλου καλλίτερο διάβασμα: είναι βιβλίο για να το βάλετε στα χέρια των δεσποινίδων θυγατέρων σας αμέσως ύστερα από την κατήχησή τους».

Με το ίδιο νόημα έγραφε και στην κυρία Pigalle τις 30 του Γενάρη 1811 από τη Ρώμη: «Έπρεπε να διαβάστε το «Δάφνη και Χλόη» όταν ήσαστε δέκα πέντε χρονών. Τι δε θα μαθαίνατε τότε! Αν έσμιγαν τα φώτα μου με τη φυσική σας εξυπνάδα θα είχε, θαρρώ, το βιβλίο τούτο λίγα μέρη σκοτεινά για σας· μα ύστερ' από πέντε παιδιά, που εκάματε, τι μπορεί να σας μάθη παρόμοιο έργο; έτσι, το αντίτυπο, που σας στέλνω, είναι για τη διδαχή των κοριτσιών σας. Αλήθεια· δεν υπάρχει καλλίτερο βιβλίο για τις νέες, που δε θέλουνε, να είναι — όταν παντρευτούνε — μεγάλες ανίδεες· και περιμένω να κάμουν κάποια όμορφη έκδοση για τις μαθήτριες της κυρίας Campan».

Την πραγματική όμως ιδέα της αξίας του έργου μας τη δίνει ο Γκαίτε. Στο βιβλίο του Έκερμαν «Συνομιλίες του Έκερμαν με το Γκαίτε» βρίσκουμε την πολύτιμη κρίση του ποιητή του Φάουστ. Την αντιγράφω εδώ:

«20 του Μάρτη 1831.

Ο Γκαίτε επάνω στο δείπνο μου είπε, πως τις ημέρες αυτές εδιάβασε το βιβλίο «Δάφνης και Χλόη.»

— Είναι τόσο όμορφο το ποίημα, είπε, ώστε στους άθλιους καιρούς όπου ζούμε δε μας είναι βολετό να κρατήσουμε την εσωτερική εντύπωση, που μας δίνει· και κάθε φορά, που το ξαναδιαβάζει κανείς, δοκιμάζει και καινούργιο πάντα σάστιμα. Είναι γεμάτο από καθαρότατο φως· θαρρεί κανένας πως ολούθε βλέπει εικόνες του Ερκουλάνου και οι εικόνες αυτές βοηθούνε τη φαντασία μας όταν το διαβάζουμε.

— Το μέτρο, που κλείνει μέσα του ολάκαιρο το έργο, μου φάνηκε θαυμάσιο, είπα· δύσκολα μπορεί κανείς να βρη υπαινιγμό για πράγματα έξω από το θέμα, που θα μας έσπρωχναν έξω από τον ευτυχισμένο κύκλο. Οι μόνες θεότητες που ενεργούν είναι ο Πάνας και οι Νύμφες· δεν κάνει λόγο γι' άλλες και βλέπουμε, αλήθεια, ότι οι θεότητες αυτές είναι αρκετές για τις ανάγκες των βοσκών.

— Κι όμως, είπε ο Γκαίτε, μέσα στο αυστηρό αυτό μέτρο ξεδιπλώνεται ολάκαιρος κόσμος! Βλέπουμε κάθε είδους βοσκούς, ζευγολάτες, κηπουρούς, τρυγητάδες, ναύτες, κουρσάρους, στρατιώτες, νοικοκυραίους από την πολιτεία, δυνατούς αφεντάδες, σκλάβους.

— Υπάρχουν ακόμη, είπα, όλοι οι βαθμοί της ανθρώπινης ζωής· από τη γέννηση ίσαμε τα γεράματα· κ' οι διάφορες οικιακές εικόνες, που φέρνουνε μαζί τους οι εποχές του χρόνου, περνούνε μία-μία εμπρός από τα μάτια μας.

— Κ' οι τοποθεσίες! είπεν ο Γκαίτε, είναι ζωγραφισμένες με λίγες γραμμές και με τόση ακρίβεια, ώστε πίσω από τα πρόσωπα βλέπουμε στα ψηλά μέρη τα βουναλάκια τα γεμάτα από αμπέλια, τα λιβάδια, τους λαχανόκηπους, και πιο χαμηλά τις βοσκές, το ποτάμι, τα μικρούτσικα δάση και πέρα μακριά την ατέλειωτη θάλασσα. Δεν υπάρχει μια μέρα σκοτεινιασμένη, συννεφιασμένη, με καταχνιά κ' υγρασία· ο ουρανός είναι πάντα καθαρότατα γαλανός, το αγέρι γλυκό και το χώμα παντού στεγνό και μπορείς να ξαπλωθής γυμνός επάνω σ' αυτό. Όλο το ποίημα αναδίνει κάποια λεπτότατη τέχνη και μόρφωση. Όλα έχουνε μετρηθή με ακρίβεια και τα περιστατικά είναι προετοιμασμένα και εξηγούνται θαυμάσια, όπως είναι π. χ. ο θησαυρός που βρέθηκε κοντά σ' ένα δελφίνι σαπισμένο στην ακρογιαλιά. Και ποια καλαισθησία, ποια τελειότητα, ποια ευγένεια αισθήματος, που μπορεί να συγκριθή μονάχα με τα καλλίτερα έργα. Όλα τα δυσάρεστα επεισόδια, τα ξαφνιάσματα, οι κλεψιές, οι πόλεμοι, που ταράζουν την ευτυχία της κυρίας ιστορίας, ανιστορούνται πολύ γλήγορα και περνούν αμέσως χωρίς ν' αφίνουνε ξοπίσω τους καμιά θύμηση. Η κακία παρουσιάζεται σαν συνοδεία των κατοίκων της πολιτείας και δε φανερώνεται σε κανένα από τους πρώτους ήρωες, παρά σ' ένα πρόσωπο κατώτερης τάξης και που δεν παίζει κύριο μέρος. Όλα αυτά είναι πολύ όμορφα.

— Μ' άρεσαν ακόμη, είπα, οι σχέσες των αφεντικών με τους δούλους. Τ' αφεντικά φέρνονται με μεγάλη καλωσύνη, οι δούλοι, μ' απλοϊκή ελευθερία μα και με βαθύ σεβασμό και με τον πόθο ν' αρέσουνε στ' αφεντικά.

— Αυτό είναι απόδειξη μεγάλης εξυπνάδας, είπε ο Γκαίτε· ακόμη έκαμε θαυμάσια ο συγγραφέας, που εφύλαξε την παρθενιά της Χλόης ίσαμε το τέλος της ιστορίας, αφού οι ερωτευμένοι δεν ήξεραν τίποτα πιο όμορφο από το να ξαπλώνουνται γυμνοί ο ένας κοντά στον άλλο· η εξήγηση της διαγωγής τούτης δίνει αφορμή στο συγγραφέα να ανακινήση τις πιο αψηλές ιδέες. Πρέπει να γράψη κανένας ολάκαιρο βιβλίο για να δείξη όλες τις ομορφιές του έργου αυτού. Καλό είναι να το διαβάζουμε μια φορά το χρόνο· πάντα κάτι μαθαίνουμε και νοιώθουμε όλη τη δροσερή εντύπωση της σπάνιας ομορφιάς του».

***

Για τη μετάφραση του Λόγγου ακολούθησα την έκδοση του Μ. Β. G. L. Boden, Λειψία 1777, και του P. L. Courier, Παρίσια 1829. Ο χωρισμός των κεφαλαίων έγινε σύμφωνα με την έκδοση του Courier. Πρέπει να σημειώσω ότι πολλές φορές δεν ακολούθησα στη διόρθωση του κειμένου μήτε τον ένα, μήτε τον άλλο εκδότη, αφίνοντας τη λέξη ή τη φράση όπως είχε από την αρχή, όταν η αρχική γραφή μού εφαίνονταν πιο σωστή και μ' εβοηθούσε καλλίτερα για τη μετάφραση.

Μεταφράζοντας επροσπάθησα να κρατήσω όσο μπορούσα περισσότερο το ύφος του συγγραφέα χωρίς να προδίνω και το νόημα. Και τούτο μ' έκανε πολλές φορές να μη προσέχω και στις ερμηνείες των ξένων εκδοτών. Ένα αρχαίο Έλληνα συγγραφέα όχι και τόσο δύσκολο και που μιλάει για πράγματα που τα βλέπουμε και τα ζούμε ίδια κι απαράλλακτα και οι σημερινοί Έλληνες, μπορούμε, θαρρώ, να τον νοιώθουμε και να τον εξηγούμε εμείς καλλίτερα και σωστότερα από κάθε ξένο ερμηνευτή.

Αθήνα Δεκέβρης 1920. Ηλ. Π. Βουτιερίδης

Δ Α Φ Ν Η Σ ΚΑΙ Χ Λ Ο Η

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Κυνηγώντας στη Λέσβο, μέσα σε δάσος, που ήταν αφιερωμένο στις Νύμφες, είδα το πιο ωραίο πράγμα από όσα έχω ιδή. Ζωγραφιά, εξιστόρηση έρωτα. Όμορφο ήταν και το δάσος, πολύδενδρο, ανθισμένο, καλοποτιζούμενο· μια πηγή τάθρεφε όλα, και τα άνθη και τα δέντρα. Μα η ζωγραφιά ήταν πιο ευχάριστη, επειδή και τύχη είχε παραπανιστή και τέχνη ερωτιάρικη, ως που πολλοί ξένοι, έχοντας ακουστά γι' αυτή, επήγαιναν να παρακαλέσουν τις Νύμφες και να ιδούν την εικόνα. Ήτανε σ' αυτή γυναίκες που εγεννούσαν κι άλλες που ετύλιγαν σε σπάργανα μωρά παραρριγμένα· κοπάδια που τάθρεφαν· βοσκοί που τα σήκωναν· νέοι που έσμιγαν, ληστάδων διαγούμισμα, εχθρών έμπασμα.

Αφού κι άλλα πολλά κι όλα ερωτιάρικα είδα κ' εθαύμασα, μου γεννήθηκε πιθυμιά ναντιγράψω τη ζωγραφιά. Κι αφού εζήτησα εξηγητή της εικόνας, έγραψα τέσσερα βιβλία, τάμα στον Έρωτα, στις Νύμφες και στον Πάνα κι απόχτημα ευχάριστο για όλους τους ανθρώπους, που και τον άρρωστο θα γιατρέψη και το λυπημένο θα παρηγορήση και τον ερωτευμένο θα τον κάνη να θυμηθή και τον ανερώτευτο θα διδάξη. Επειδή βέβαια κανένας δεν ξέφυγε τον έρωτα, μήτε θα τον ξεφύγη όσο που υπάρχει ομορφιά και τα μάτια βλέπουν. Κ' εμάς ας μας βοηθήση ο θεός σαν φρόνιμοι να γράψουμε την ιστορία των άλλων.

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ

1. Η Μιτυλήνη είναι της Λέσβος πολιτεία, μεγάλη κι' όμορφη, επειδή χωρίζεται από περάματα, γιατί η θάλασσα σιγομπαίνει στην ξηρά, κ' είναι στολισμένη με γεφύρια από πελεκητή και λευκή πέτρα. Θα νόμιζες πώς δε βλέπεις πολιτεία παρά νησί. Μακριά από την πολιτεία αυτή, τη Μιτυλήνη, ίσαμε διακόσια στάδια ήταν υποστατικό ανθρώπου πλούσιου, χτήμα ωραιότατο· βουνά που έθρεφαν αγρίμια, κάμποι όλο χωράφια, λόφοι γεμάτοι αμπέλια, βοσκοτόπια κοπαδιών· κ' η θάλασσα σιγοχτυπούσε στην ακρογιαλιά, που απλωνότανε σε μαλακή αμμουδιά.

2. Στο χτήμα αυτό βόσκοντας κάποιος γιδάρης, που τον έλεγαν Λάμωνα, βρήκε παιδί, που τόθρεφε μια γίδα. Ήτανε δάσος και κάτω χαμόδεντρα και κισσός απλωμένος και χορτάρι μαλακό, που απάνω του κείτονταν το παιδί. Στο μέρος αυτό τρέχοντας η γίδα ταχτικά γινόταν πολλές φορές άφαντη· κι αφίνοντας το κατσικάκι της έμενε κοντά στο μωρό. Παραφυλάει τα περάσματα ο Λάμωνας, επειδή λυπήθηκε το παραμελούμενο κατσικάκι, κι απάνω στο καταμεσήμερο, αφού πήρε κατά πόδι τη γίδα, τη βλέπει να στέκεται μ' ανοιχτά τα πόδια προσεχτικά μήπως πατώντας με τα νύχια της το μωρό του κάνει κανένα κακό, και τούτο σαν από μάννας βυζί να βυζαίνη το γάλα. Σαστισμένος, καθώς ήτανε φυσικό, πλησιάζει και βρίσκει παιδί αρσενικό, μεγάλο κ' όμορφο και μέσα σε σπάργανα, που δεν ταίριαζαν με την τύχη του να είναι παραρριγμένο. Εφορούσε δηλαδή πανωφοράκι κόκκινο με θηλυκωτήρι χρυσό κ' ήταν κοντά του και σπαθάκι με χέρι φιλντισένιο.

3. Στην αρχή στοχάστηκε, αφού πάρη μοναχά τα σημάδια, ν' αδιαφορήση για το μωρό. Μα ύστερα από ντροπή να μη μιμηθή μήτε της γίδας τη φιλανθρωπία, αφού περίμενε να βραδυάση, τα φέρνει όλα στη γυναίκα του τη Μυρτάλη, και τα σημάδια και το παιδί και τη γίδα. Κ' επειδή εκείνη απορούσε, πώς μπορούν οι γίδες να γεννούνε παιδιά, της τα ιστορεί όλα: πως το βρήκε πεταμένο, πως το είδε να θρέφεται, πως ντράπηκε να το αφίση να πεθάνη. Κι αφού παραδέχτηκε κ' εκείνη, κρύβουν τα πράγματα, που ήταν βαλμένα κοντά του, κάνουν το παιδί δικό τους κι αφίνουν τη γίδα να το αναθρέφη· και για να φαίνεται και τ' όνομα του παιδιού ποιμενικό, αποφάσισαν να το φωνάζουνε Δάφνη.

4. Κι όταν πια είχαν περάσει δυο χρόνια, βοσκός από γειτονικά χτήματα, που τον έλεγαν Δρύαντα, ενώ έβοσκε, βρίσκει κι αυτός κατά τύχη παρόμοια πράγματα και βλέπει τα ίδια. Για σπηλιά των Νυμφών ήταν ένας μεγάλος βράχος, από μέσα βαθουλός και απ' έξω στρογγυλός· τα αγάλματα των Νυμφών αυτών ήτανε καμωμένα από πέτρα. Ήταν ξυπόλητες· τα χέρια τους γυμνά ίσαμε τους ώμους, τα μαλλιά ίσαμε το λαιμό ριγμένα, ζώνη γύρω στη μέση, πρόσωπο γελαζούμενο. Όλο τους το φτιάσιμο ήτανε σαν να χόρευαν στη σειρά. Η καμάρα της σπηλιάς ήτανε το πιο μεσιανό μέρος του μεγάλου βράχου. Και νερό αναβρύζοντας από κάποια πηγή έκανε να τρέχη ποταμάκι ως που και λειβάδι χαριτωμένο απλώνονταν εμπρός στη σπηλιά, επειδή από την υγρασία φύτρωνε πολύ και μαλακό χορτάρι. Κ' ήταν εκεί κρεμασμένα και καρδάρες και παγιαύλια και σουραύλια και φλογέρες, γεροντότερων βοσκών τάματα.

5. Στη σπηλιά αυτή των Νυμφών πηγαίνοντας συχνά προβατίνα νιόγεννη, έκανε πολλές φορές να θαρρούν πως χάθηκε. Θέλοντας ο Δρύαντας να τη συμμαζέψη και να τη βάλη στην προτητερινή τάξη, αφού λύγισε δεμάτι από χλωρές βέργες και τόκαμε παρόμοιο με θηλιά, εζύγωσε στο βράχο για να την πιάση εκεί. Μα άμα έφτασε κοντά, δεν είδε τίποτε από όσα περίμενε, παρά την προβατίνα να δίνη σαν άνθρωπος το μαστάρι της για να τρέχη μπόλικο το γάλα κ' ένα παιδί, χωρίς να κλαίη, να φέρνη λαίμαργα από το ένα μαστάρι στάλλο το στόμα, παστρικό και χαρούμενο, επειδή η προβατίνα του έγλυφε με τη γλώσσα το πρόσωπο, άμα χόρταινε. Θηλυκό ήταν το παιδί τούτο· και κείτοντας κοντά του σπάργανα και σημάδια, φασκιά ολόχρυση, ποδήματα χρυσοκέντητα και βρακάκια χρυσοΰφαντα.

6. Κ' επειδή ενόμισε σαν κάτι θεοτικό το ηύρεμα κ' έπαιρνε παράδειγμα από την προβατίνα να λυπηθή το παιδί και να τ' αγαπάη, παίρνη το μωρό στην αγκαλιά του, ρίχνει τα σημάδια στο ταγάρι του και παρακαλεί τις Νύμφες καλότυχη να αναθρέψη την ικέτιδά τους. Κι όταν ήταν ώρα να γυρίση πίσω το κοπάδι, φθάνοντας στο ζευγολατιό ιστορεί στη γυναίκα του τα όσα είδε, της δείχνει τα όσα βρήκε, την παρακινάει να το θαρρή κοριτσάκι της και να το αναθρέφη κρυφά σαν δικό της. Κ' η Νάπη λοιπόν (επειδή έτσι την έλεγαν), γίνεται αμέσως μητέρα κι αγαπούσε το παιδί τόσο, που εφοβότανε μήπως και την ξαπεράση στην αγάπη η προβατίνα· και για να πιστευτή πως ήτανε δικό της τούβγαλε κι αυτή ποιμενικό όνομα: Χλόη.

7. Τα παιδιά αυτά εμεγάλωσαν πολύ γλήγορα και γίνονταν ομορφότερα από όσο ταίριαζε σε χωριατόπουλα. Κ' ήτανε πια ο ένας δέκα πέντε χρονών κ' η άλλη μικρότερη δυο χρόνια, όταν ο Δρύαντας κι ο Λάμωνας βλέπουν την ίδια νύχτα τέτοιο όνειρο. Τους φάνηκεν ότι οι Νύμφες εκείνες, που ήτανε στη σπηλιά, όπου η πηγή, όπου βρήκε το παιδί ο Δρύαντας, παράδωσαν το Δάφνη και τη Χλόη σε παιδί πολύ ζωηρό κι όμορφο, που είχε φτερά στους ώμους κ' εκρατούσε σαΐτες μικρές μαζί με δοξάρι. Κι αφού άγγιξε και τα δυο παιδιά με μια σαΐτα, τα πρόσταξε να βόσκουνε στο εξής ο ένας τα γίδια κ' η άλλη τα πρόβατα.

8. Όταν είδαν το όνειρο αυτό, πικραίνονταν πως θα γίνουν κ' εκείνα τσοπάνηδες, ενώ τα σπάργανά τους μηνούσαν καλλίτερη τύχη, για τούτο και τάθρεφαν με πιο διαλεχτές θροφές και τα μάθαιναν γράμματα κι' όλα τα καλά που ήτανε στην εξοχή. Μα αποφάσισαν να υπακούσουνε στους θεούς για κείνους που σώθηκαν με τη φροντίδα των θεών. Κι' αφού είπαν ο ένας στον άλλο τ' όνειρο κ' έκαναν στη σπηλιά των Νυμφών θυσία στο φτερωτό παιδί (επειδή δεν ήξεραν να λένε τ' όνομά του) τα στέλνουν σα βοσκούς μαζί με τα κοπάδια, όταν τους έμαθαν καλά το καθετί· πώς να βόσκουν πριν το μεσημέρι, πώς να τα οδηγούν άμα πέση η ζέστη, πότε να τα πηγαίνουν για πότισμα, πότε να τα γυρίζουν στο μαντρί, για ποια να μεταχειρίζονται την αγκλίτσα, για ποια μονάχα τη φωνή· κ' εκείνα ήταν πολύ χαρούμενα σαν νάπαιρναν μεγάλη εξουσία· κι' αγαπούσαν τα γίδια και τα πρόβατα περισσότερο από όσο συνηθίζουν οι βοσκοί, επειδή η μια θαρρούσε για αιτία τον γλυτωμού της το κοπάδι κι' ο άλλος εθυμόταν ότι γίδα τον ανάθρεψε, όταν ήταν πεταμένος.

9. Άνοιξης ήταν αρχή κι' όλα τ' άνθη λουλούδιζαν στα δάση, στα λειβάδια, στα βουνά. Τώρα άρχιζε το βουητό της μέλισσας, των πουλιών το κελάδημα, τα χοροπηδήματα των νιογέννητων κοπαδιών· τ' αρνιά χοροπηδούσαν στα βουνά· βούηζαν στα λειβάδια οι μέλισσες· τα πουλιά γέμιζαν με τραγούδια τα χαμόδενδρα. Και καθώς λοιπόν όλα ήτανε στην όμορφη ώρα τους, κι' αυτοί, σαν τρυφεροί και νέοι που ήταν, εμιμούνταν όσα άκουαν κ' έβλεπαν. Ακούοντας τα πουλιά να κελαδούν, τραγουδούσαν· βλέποντας ταρνιά να χοροπηδούν, αλαφροπηδούσαν· και κάνοντας τις μέλισσες, σύναζαν τάνθη· κι' απ' αυτά άλλα τάβαναν στα στήθια τους κι' άλλα, πλέκοντάς τα στεφανάκια, τα πήγαιναν στις Νύμφες.

10. Κ' έκαναν το καθετί μαζί, βόσκοντας ο ένας κοντά στον άλλο. Πολλές φορές ο Δάφνης περιμάζευε όσα πρόβατα ξεμάκραιναν· και πολλές φορές η Χλόη τα πιο ζωηρά γίδια τα σαλαγούσε από τους γκρεμνούς· μα και τα δυο κοπάδια εφύλαξε ο ένας, επειδή ο άλλος καταγινότανε να παίζη. Κ' ήτανε τα παιγνίδια τους τσοπάνικα και παιδιάτικα. Εκείνη μαζεύοντας βούρλα έπλεκεν ακριδοπαγίδες· κ' έχοντας σε τούτο το νου της, παραμελούσε το κοπάδι. Εκείνος, αφού έκοφτε καλάμια ψιλά και τρυπούσε τα χωρίσματα στους κόμπους και τα κολλούσε τόνα με τάλλο με μαλακό κερί, γυμνάζονταν ως στο βράδυ να μάθη σουραύλι. Και καμιά φορά έπιναν γάλα και κρασί και μοιράζονταν τις θροφές πούφερναν από το σπίτι τους. Συχνότερα θάβλεπε κανένας να είναι χωρισμένα τα κοπάδια παρά η Χλόη κι' ο Δάφνης.

11. Κ' ενώ έπαιζαν έτσι, τέτοια μελέτησε γι' αυτούς ο Έρωτας. Λύκισσα, που έθρεφε λυκάκια, άρπαζε πολλές φορές από άλλα κοπάδια από τα κοντινά χτήματα, επειδή εχρειαζόταν πολλή θροφή για να θρέψη τα μικρά της. Για τούτο, αφού μαζεύτηκαν νύχτα οι χωριανοί, άνοιξαν λάκκους μια οργιά το πλάτος και τέσσερες το βάθος. Το περισσότερο χώμα το σκόρπισαν, φέρνοντάς το μακριά· κ' ύστερις, αφού άπλωσαν απάνω από το στόμα του λάκκου ξύλα ξερά, επάτησαν καλά τ' αποδέλοιπο χώμα για να κάμουν τη γις όμοια με πριν, ώστε κι' αν λαγώς περνούσε τρέχοντας να σπάση τα ξύλα, που ήταν πιο αδύνατα κι' από άχερα, και τότε να μπορέση να μάθη ότι δεν ήτανε γις παρά απομίμηση γις. Αν κι' άνοιξαν πολλούς τέτοιους λάκκους και στα βουνά και στους κάμπους, δε μπόρεσαν να πιάσουν τη λύκισσα, επειδή αυτή καταλαβαίνει την ψεύτικη γις· μόνο πολλά τραγιά και πρόβατα αφάνισαν οι λάκκοι και παραλίγο και τον ίδιο το Δάφνη από τούτη την αιτία.

12. Τράγοι, αφού εθύμωσαν, επιάστηκαν· και σαν έγιναν πιο δυνατά τα κουντρίσματα σπάει του ενός το ένα κέρατο· και μουγκρίζοντας τούτος από τον πόνο τόβαλε στη φευγάλα· μα ο νικητής ακολουθώντάς τον καταπόδι τον κυνηγούσε αδιάκοπα. Λυπάται ο Δάφνης τον τράγο με το σπασμένο κέρατο και θυμωμένος από την κακία του νικητή τον κυνηγούσε, αφού άρπαξε την αγκλίτσα του. Και καθώς ο τράγος ξέφευγε κ' εκείνος τον κυνηγούσε με θυμό, δεν έβλεπαν καλά μπροστά τους κ' έτσι πέφτουν κ' οι δυο μέσα σε λάκκο· πρώτα ο τράγος κ' ύστερα ο Δάφνης. Αυτό όμως έσωσε το Δάφνη, επειδή ο τράγος του στάθηκε σαν στήριγμα στο πέσιμο. Ο Δάφνης λοιπόν κλαίοντας περίμενε μήπως θα ερχότανε κανένας να τον τραβήξη. Κ' η Χλόη, όταν είδε το τι έγινε, φτάνει τρέχοντας στο λάκκο· κι' άμα είδε πως ζη, φωνάζει βοήθεια κάποιο γελαδάρη από τα κοντινά χτήματα. Σαν ήλθε αυτός, εζήταε σχοινί μακρί για να το ρίξη του Δάφνη και να τον βγάλη από το λάκκο τραβώντας τον. Μα σχοινί δεν ήταν πουθενά· η Χλόη όμως αφού έλυσε μια κορδέλα της τη δίνει στο γελαδάρη για να την ρίξη· κ' έτσι εκείνοι στεκάμενοι στην άκρη του λάκκου τραβούσαν κι' ο Δάφνης ανέβηκε κρατώντας την κορδέλα, που την έσερναν. Έπειτα έβγαλαν και τον κακότυχο τον τράγο, που είχε σπασμένα και τα δύο κέρατα, (τόσο τον ξεδικήθηκε ο νικημένος τράγος) και τόνε χαρίζουνε στο γελαδάρη για τη βοήθεια, που τους έδωκε· κι' αποφασίζουν να ειπούν ψέματα στους δικούς τους, ότι τον άρπαξαν λύκοι, αν τον αναζητούσε κανένας. Ύστερα αυτοί αφού γύρισαν πίσω, εξέταζαν τα κοπάδια τους· και σαν είδαν πως έβοσκαν ήσυχα και τα γίδια και τα πρόβατα, κάθησαν σε κούτσουρο βελανιδιάς και κοίταζαν μήπως ο Δάφνης, όταν έπεσε, ματώθηκε σε κανένα μέρος του κορμιού του. Δεν είχε πληγωθή καθόλου, μήτε είχε ματώσει· μα ήτανε γεμάτος χώμα και λάσπη και στα μαλλιά και στάλλο κορμί. Αποφάσισαν λοιπόν να λουστή, προτού ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη μάθουν τι έγινε.

13. Κι αφού ο Δάφνης πήγε μαζί με τη Χλόη στη σπηλιά των Νυμφών, της έδωκε και το ρούχο του και το ταγάρι να τα φυλάη κι' αυτός στεκάμενος εμπρός στην πηγή έπλενε τα μαλλιά κι όλο το σώμα του. Κ' ήτανε τα μαλλιά του μαύρα και πολλά και το κορμί του μαυρισμένο από τον ήλιο. Θάλεγε κανένας ότι κι αυτό είχε πάρει από τη μαυρίλα των μαλλιών. Και στη Χλόη, που τον εκοίταζε, εφαινόταν όμορφος ο Δάφνης, και επειδή δεν τον είχε προσέξει πριν ότι ήτανε όμορφος, ενόμιζε πως το λουτρό ήτανε η αφορμή της ομορφιάς του. Κι όταν του έπλενε τις πλάτες ένοιωθε το κρέας του πιο μαλακό· και πολλές φορές άγγιξε κρυφά το δικό της για να δοκιμάση μήπως ήτανε τρυφερότερο. Κι άμα πια εβασίλεψε ο ήλιος έφερναν τα κοπάδια στις στάνες· κ' η Χλόη δεν έπαθε τίποτε παραπάνω παρά ότι επιθυμούσε να ιδή και πάλι τον Δάφνη να λούζεται. Την άλλη μέρα, μόλις εβγήκανε στη βοσκή, ο Δάφνης καθούμενος κάτω από τη συνηθισμένη βαλανιδιά έπαιζε το σουραύλι και μαζί επρόσεχε και τα γίδια, που είχαν ξαπλωθή κάτω σαν ν' άκουγαν τους σκοπούς· κ' η Χλόη καθισμένη κοντά εφύλαε τα πρόβατα, μα πιο πολύ εκοίταζε το Δάφνη· και πάλι ενώ αυτός έπαιζε το σουραύλι τής εφαινότανε όμορφος κ' ενόμιζε τη μουσική αφορμή της ομορφιάς, ώστε να πάρη κι αυτή ύστερ' από κείνον το σουραύλι μήπως γινότανε κι αυτή όμορφη. Και τον έπεισε να ξαναλουστή· κι αφού τον είδε, τον άγγιξε· κ' έφυγε πάλι αφού τον επαίνεψε· και το παίνεμα ήτανε αρχή έρωτα. Τι λοιπόν είχε πάθει δεν ήξερε, επειδή ήτανε κορίτσι μικρό κ' είχε αναθραφή στην εξοχή και μήτε είχε ακούσει κανέναν άλλονε να λέη τ' όνομα του έρωτα. Κ' ήτανε γεμάτη λύπη η ψυχή της και δεν κρατούσε τα δάκρυα· και μιλούσε πολύ για το Δάφνη. Δεν την έμελε για φαΐ, αγρυπνούσε τη νύχτα, παραμελούσε το κοπάδι· πότε γελούσε, πότε έκλαιγε· πότε εκοιμόταν, πότε πεταγόταν από τον ύπνο της· το πρόσωπό της εχλώμαινε και πότε πάλι άναβε· μήτε αν την έπιανε των βωδιών η μυίγα, θα πάθαινε τέτοια. Και κάποτε σαν έμεινε μόνη είπε και τέτοια λόγια:

14. — Τώρα εγώ είμαι άρρωστη, μα δεν ξέρω ποια η αρρώστια· πονώ και δεν έχω πληγή· λυπάμαι κι όμως κανένα από τα πρόβατά μου δεν έχασα. Καψόνω κι όμως κάθουμαι σε τέτοιον ίσκιο. Πόσα βάτα μ' αγκύλωσαν πολλές φορές και δεν έκλαψα. Πόσες μέλισσες μ' εκέντρισαν, μα έφαγα. Αυτό που μου τρυπάει τώρα την καρδιά είναι σκληρότερο από όλα εκείνα. Όμορφος είναι ο Δάφνης όπως και τα λουλούδια· όμορφα μιλάει το σουραύλι του όπως και τ' αηδόνια· για κείνα όμως δε λέω τίποτε. Άμποτε να γινόμουνα σουραύλι του για να με φυσάη· άμποτε να γινόμουνα κατσίκι για να με βόσκη εκείνος. Ω! κακό νερό, μονάχα το Δάφνη έκαμες όμορφο κ' εγώ του κάκου ελούστηκα. Χάνουμαι, αγαπημένες Νύμφες, και μήτ' εσείς δε σώζετε την κόρη, που αναθράφηκε κοντά σας. Ποιος θα σας βάλη στεφάνια ύστερ' από μένα; ποιος θα αναθρέψη τα δυστυχισμένα τ' αρνιά; ποιος θα περιποιηθή τον τραγουδιστή το τζίτζικα, που εγώ τον έπιασα με πολύ κόπο για να με κοιμίζη, λαλώντας κοντά στη σπηλιά; να τώρα εγώ αγρυπνώ για το Δάφνη κ' εκείνος του κάκου λαλάει.

15. Τέτοια υπόφερνε, τέτοια έλεγε, μην ηξέροντας το όνομα του έρωτα. Μα ο Δόρκωνας ο γελαδάρης που είχε ανασύρει το Δάφνη και τον τράγο από το λάκκο, παλληκάρι που μόλις έβγανε γένια και που ήξερε και τ' όνομα και τα έργα του έρωτα, αμέσως από κείνη την ημέρα ερωτεύτηκε τη Χλόη· κι όταν επέρασαν κι άλλες πολλές ημέρες πιο πολύ εφλογιζόταν η ψυχή του· και περιφρονώντας το Δάφνη, σαν παιδί που ήτανε, εστοχάστηκε να τον παραμερίση ή με δώρα ή με φοβερίσματα. Τους επήγε λοιπόν πρώτα τα δώρα· για το Δάφνη σουραύλι τσοπάνικο, που είχεν εννιά καλάμια κολλημένα, τόνα με τάλλο, με χάλκωμα αντί με κερί· και για τη Χλόη βακχικό αλαφόπουλο· και το χρώμα του ήτανε σαν ζωγραφισμένο μ' άσπρες βούλες. Από τη στιγμή αυτή, περνώντας για φίλος, το Δάφνη σιγά- σιγά δεν τον επρόσεχε καθόλου, μα μονάχα στη Χλόη έφερνε κάθε μέρα ή φρέσκο τυρί ή στεφάνι άνθινο ή όμορφο μήλο· της επήγε κάποτε και μουσχάρι στο βουνό γεννημένο και καρδάρα χρυσοκέντητη και τα μικρά βουνήσιων πουλιών. Κ' η Χλόη, επειδή δεν ήξερε τις πονηριές του ερωτευμένου, χαρούμενη έπαιρνε τα δώρα, κ' έχαιρε περισσότερο που τα είχε για να τα χαρίζη αυτή του Δάφνη· κ' επειδή έπρεπε πια να μάθη κι' ο Δάφνης τα έργα του έρωτα, έστησε φιλονεικία ο Δόρκωνας μ' αυτόν ποιος είναι ομορφότερος κ έγινε κριτής η Χλόη· και βραβείο για το νικητή ήτανε να φιλήση τη Χλόη· και πρώτος ο Δόρκωνας τέτοια έλεγε:

16. — Εγώ, παρθένα, είμαι μεγαλείτερος από το Δάφνη· εγώ είμαι γελαδάρης κι αυτός γιδάρης· μα είμαι και τόσο καλλίτερός του όσο είναι τα βώδια από τα γίδια· είμαι κι άσπρος σαν το γάλα και ξανθός σαν το στάρι που θα το θερίσουν· εμένα με ανάθρεψε μητέρα κι όχι αγρίμι. Τούτος όμως είναι μικρός και άτριχος σαν γυναίκα και μελαψός σαν λύκος. Βόσκει τράγους και βρωμάει τρομερά. Είναι και φτωχός ώστε να μη μπορή να θρέψη μήτε σκυλί. Κι' αν, καθώς λένε, τον εβύζαξε και γίδα, δεν ξεχωρίζει καθόλου από γίδι.

Αυτά και τέτοια είπε ο Δόρκωνας· κ' ύστερα ο Δάφνης τούτα:

— Εμένα με ανάθρεψε γίδα καθώς τον Δία. Και βόσκω τράγους που θα τους κάμω μεγαλείτερους από τα βώδια τουτουνού· και δε βρωμάω καθόλου εξαιτίας τους, αφού δε βρωμάει κι' ο Πάνας, που στο περισσότερο μέρος του κορμιού του είναι τράγος. Και μου είναι αρκετό το τυρί και το ψημένο ψωμί και τ' άσπρο κρασί, όσα έχουνε πλούσιοι χωριάτες. Είμαι άτριχος· μα είναι κι' ο Διόνυσος· μελαχροινός· μα κι' ο υάκινθος είναι μελαψός· όμως κ' ο Διόνυσος είναι ομορφότερος από τους σάτυρους κι' ο υάκινθος από τους κρίνους. Αυτός είναι ξανθός σαν αλεπού και μουσάτος σαν τράγος κι' άσπρος σαν γυναίκα από τη χώρα. Κι' αν είναι ανάγκη να φιλήσης εσύ, εμένα θα μου φιλήσης το στόμα, τουτουνού όμως τις τρίχες του γενιού του. Και θυμήσου, παρθένα, ότι σε ανάθρεψε προβατίνα, μα κι' ότι είσαι όμορφη.

17. Δεν περίμενε πια η Χλόη, αλλά επειδή από τη μια εχάρηκε για τον έπαινο κ' επειδή από την άλλη επιθυμούσε από καιρό να φιλήση το Δάφνη, αφού επετάχτηκε επάνω τον εφίλησε· κ' ήτανε το φιλί της φυσικό κι άτεχνο· μα μπορούσε ν' ανάψη παραπολύ την ψυχή. Ο Δόρκωνας λοιπόν αφού λυπήθηκε, έφυγε γυρεύοντας άλλο δρόμο έρωτα· κι ο Δάφνης σαν να μη φιλήθηκε παρά σαν να δαγκώθηκε, αμέσως έγινε μελαγχολικός και συχνά ένοιωθε κρυάδες και την καρδιά του άκουε να χτυπάει πολύ· κ' ήθελε να βλέπη τη Χλόη κι όταν την έβλεπε γινότανε κατακόκκινος. Τότε εθαύμασε για πρώτη φορά και τα μαλλιά της ότι ήτανε ξανθά και τα μάτια της ότι ήτανε μεγάλα σαν του βωδιού, και το πρόσωπό της πιο άσπρο αληθινά κι από το γάλα των γιδιών, σαν να πρωτοαπόκτησε τότε μάτια κι' όλο τον άλλο καιρό πριν ήτανε στραβός. Μήτε φαΐ έτρωγε πια παρά όσο για να το δοκιμάζη· και πιοτό, αν καμμιά φορά ένοιωθε ανάγκη, έπινε μόνο όσο για να βρέξη το στόμα του. Ήτανε σιγανός αυτός που εμιλούσε πριν περισσότερο κι από τα τζιτζίκια· αργός αυτός που εκινιόταν περισσότερο κι από τα γίδια· παραμελήθηκε και το κοπάδι· επετάχτηκε και το σουραύλι· το πρόσωπό του γινότανε κιτρινότερο κι από το χορτάρι του καλοκαιριού. Μονάχα στη Χλόη μιλούσε. Κι αν καμιά φορά εβρισκότανε χώρια της, τέτοια έλεγε μόνος του.

18. — Τι λοιπόν μούκαμε της Χλόης το φιλί; Τα χείλη της είναι πιο τρυφερά κι από τα τριαντάφυλλα και το στόμα της πιο γλυκό κι από τις κερήθρες· μα το φιλί της πιο φαρμακερό κι από το κεντρί της μέλισσας. Πολλές φορές εφίλησα κατσικάκια· πολλές φορές εφίλησα σκυλάκια νιογέννητα και το μουσκάρι που εχάρισε ο Δόρκωνας· μα το φιλί τούτο είναι αλλιώτικο. Πιάνεται η αναπνοιά μου, χτυπάει η καρδιά μου, λυόνει η ψυχή μου κι όμως θέλω να ξαναφιλήσω. Ω νίκη κακή! Ω αρρώστια παράξενη, που μήτε τ' όνομά της δεν ξέρω να ειπώ. Άρα γε μαγιοβότανο είχε φάει η Χλόη, προτού να με φιλήση; μα πώς δεν πέθανε; Πώς λαλούνε τ' αηδόνια και το σουραύλι μου σωπαίνει! πώς χοροπηδούν τα γίδια κ' εγώ κάθουμαι! πώς λουλουδίζουν τ' άνθη κ' εγώ στεφάνια δεν πλέκω! Οι μενεξέδες και τα γιατσέντα ανθίζουν κι ο Δάφνης μαραίνεται! Τάχα κι ο Δόρκωνας πιο όμορφος από μένα θα φανή;

19. Τέτοια ο καημένος ο Δάφνης υπόφερνε κ' έλεγε, επειδή πρώτη φορά εμάθαινε του έρωτα τα έργα και τα λόγια. Ο Δόρκωνας όμως ο γελαδάρης, που αγαπούσε τη Χλόη, αφού παραφύλαξε το Δρύαντα εκεί που παράχωνε παλούκι κοντά σ' ένα κλήμα, τόνε σιμόνει κρατώντας κάμποσα κεφάλια τυρί. Και του δίνει τα τυριά σαν δώρο, επειδή ήταν από καιρό φίλος, από τότε που έβοσκε κι αυτός. Κάνοντας αρχή από δω άρχισε να του λέη και για την παντρειά της Χλόης. Κι αν την έπαιρνε αυτός γυναίκα, έταζε χαρίσματα πολλά και πλούσια, σαν γελαδάρης: ένα ζευγάρι καματερά, τέσσερα μελίσσια, πενήντα ρίζες μηλιές, βουβαλοτόμαρο για να κόψη ποδήματα, και κάθε χρόνο ένα μουσκάρι αποκομμένο· ώστε λίγο έλειψε μαγεμένος ο Δρύαντας από τα χαρίσματα να στέρξη το γάμο. Μα συλλογίστηκε, ότι η κορασιά άξιζε καλλίτερο γαμπρό κι από το φόβο μήπως, αν φαναρωθή καμιά φορά πως δεν είναι κόρη του, του λάχουν αγιάτρευτες συφορές, και το γάμο αρνήθηκε και να μη του ξανακάμη λόγο εζήτησε κι από τα δώρα, που του αράδιασε, παρατήθηκε.

20. Αφού λοιπόν και δεύτερη φορά γελάστηκε ο Δόρκωνας στην ελπίδα του και του κάκου έχασε τα καλά τυριά, αποφάσισε ν' αρπάξη τη Χλόη, όταν βρεθή μονάχη της. Και σαν παραφύλαξε κ' είδε, ότι τη μια μέρα πήγαινε τα κοπάδια στο πότισμα ο Δάφνης και την άλλη η κορασιά, σοφίζεται πονηριά, που ταίριαζε σε βοσκό. Αφού πήρε το τομάρι λύκου μεγάλου, που κάποτε βουβάλι, προστατεύοντας τα βόιδια, τον εσκότωσε με τα κέρατά του, το άπλωσε γύρω στο κορμί του, ρίχνοντάς το απάνω του, από τους ώμους ίσαμε τα πόδια, ως που τα μπροστινά πόδια του λύκου ν' απλωθούν στα χέρια του και τα πισινά στα πόδια του ίσαμε τη φτέρνα και το άνοιγμα του στομάτου να σκεπάση το κεφάλι του σαν περικεφαλαία πολεμιστή· κ' αφού γίνηκε σαν θεριό όσο μπορούσε καλλίτερα, πηγαίνει κοντά στην πηγή, όπου ποτίζονταν τα γίδια και τα πρόβατα ύστερ' από τη βοσκή. Κ' ήταν η πηγή σε πολύ γούπατο και γύρω της όλος ο τόπος γεμάτος από αρκουδόβατα και βάτα και χαμηλούς κέντρους κι' ασκόλυμπρους· εύκολα μπορούσε να κάνη εκεί καρτέρι και λύκος αληθινός. Αφού κρύφτηκε στο μέρος αυτό ο Δόρκωνας περίμενε την ώρα του ποτίσματος κ' έλπιζε πολύ ν' αρπάξη τη Χλόη, τρομάζοντάς τη με τη θωριά του.

21. Δεν πέρασε πολλή ώρα κ' η Χλόη οδηγούσε τα κοπάδια στην πηγή, αφίνοντας το Δάφνη να κόβη χλωρά φύλλα για θροφή των γιδιών ύστερ' από τη βοσκή. Μα τα σκυλιά, που φυλάνε τα πρόβατα και τα γίδια από πίσω ακολουθώντας, καθώς έψαχναν με τη μύτη, όπως συνηθίζουν τα σκυλιά, μόλις ανακάλυψαν το Δόρκωνα που σάλευε για να επιτεθή του κοριτσιού, αφού εγαύγισαν άγρια, εχύμιξαν απάνω σε λύκο και σαν τον ετριγύρισαν, προτού να σηκωθή καθόλου από τη σαστισμάρα του, δάγκωναν το τομάρι. Στην αρχή από ντροπή να μην φανερωθή κ' επειδή προφυλάγονταν από το τομάρι, που τον εσκέπαζε, έμενε βουβός μέσα στ' αγκάθια. Μα όταν κ' η Χλόη κατατρομαγμένη, καθώς τον πρωτόειδε, εφώναζε το Δάφνη βοήθεια και τα σκυλιά ξεσκίζοντας το τομάρι εδάγκωναν το κορμί του, έκλαψε δυνατά και παρακαλούσε την κορασιά και το Δάφνη, που είχε πια φθάσει, να τόνε βοηθήσουν. Τα σκυλιά τα μέρωσαν γλήγορα με συνηθισμένο μαύλισμα· έπειτα έφεραν στην πηγή το Δόρκωνα, δαγκωμένο στα μεριά και στους ώμους, του έπλυναν τις δαγκωματιές, όπου είχαν μπει τα δόντια των σκυλιών, και ύστερα του έβαναν επάνω χλωρή φλούδα φτελιάς, αφού την καλοκοπάνησαν. Και επειδή ήταν αμάθητοι από ερωτικές αποκοτιές, ενόμισαν ποιμενικό αστείο το ότι είχε κάμει ο Δόρκωνας και δεν εθύμωσαν καθόλου, παρά και, παρηγορώντας τον, αφού τον επήγαν ως παρά πέρα, τον ξεπροβόδησαν.

22. Κι' ο Δόρκωνας σαν εγλύτωσε από τέτοιο κίνδυνο και σώθηκε από του σκυλιού κι' όχι, καθώς λένε, από του λύκου το στόμα, εγιάτρευε το κορμί του. Ο Δάφνης όμως κ' η Χλόη εβασανίστηκαν πολύ ίσαμε τη νύχτα για να περιμαζεύουν τα γίδια και τα πρόβατα. Επειδή φοβισμένα από το λυκοτόμαρο και τρομαγμένα από τα γαυγίσματα των σκυλιών, άλλα σκαρφάλωσαν στα βράχια κι' άλλα έτρεξαν ίσαμε κάτου στη θάλασσα. Αν και είχανε μάθει ν' ακούνε στη φωνή και να μερόνουν με το σουραύλι και να μαζεύουνται με το χτύπημα των χεριών, όμως τότες ο φόβος τάκανε να τα λησμονήσουν όλα. Και μόλις βρίσκοντάς τα από τ' αχνάρια σαν τους λαγούς, τα πήγανε στα μαντριά. Εκείνη μονάχα τη νύχτα κοιμήθηκαν ύπνο βαθύ κ' η κούραση γίνηκε γιατρικό στον ερωτικό τους πόνο. Μα όταν ξημέρωσε πάλι, πάλι υπόφερναν τα ίδια. Χαίρονταν που ξαναϊδώθηκαν, ελυπόνταν όταν χωρίστηκαν, επονούσαν, κάτι ήθελαν, δεν ήξεραν τι θέλουν. Τούτο μονάχα ήξεραν: ότι τον έναν τον αφάνισε το φιλί και την άλλη το λουτρό. Τους ξάναβε όμως περισσότερο κ' η εποχή.

23. Άνοιξης ήταν πια τέλος κι' αρχή του καλοκαιριού κι όλα στον καιρό τους· τα δέντρα γεμάτα καρπούς, οι κάμποι όλο σπαρτά. Χαρούμενο ήταν των τζιτζικιών το λάλημα, γλυκιά και των οπωρικών η μυρουδιά, ευχάριστο και των κοπαδιών το βέλασμα. Θάλεγε κανένας πως και τα ποτάμια τραγουδούσαν, καθώς σιγότρεχαν· πως κ' οι αγέρηδες έπαιζαν φλογέρες, καθώς φυσούσανε μέσα στα πεύκα· πως και τα μήλα ερωτευμένα έπεφταν κάτω· πως κι' ο ήλιος αγαπώντας την ομορφιά, όλους τους ξεγύμνωνε. Κι ο Δάφνης λοιπόν, ανάφτοντας από όλα αυτά, έμπαινε στα ποτάμια και πότε λούζονταν και πότε κυνηγούσε όσα ψάρια στρυφογυρίζανε μέσα στο νερό· και έπινε πολλές φορές για να σβύση τη φωτιά που είχε μέσα του. Κ' η Χλόη άμα άρμεγε τα πρόβατα και τα περισσότερα γίδια, πολύ υπόφερνε όταν έπηζε το γάλα· επειδή οι μυίγες την ενοχλούσαν φοβερά και την ετσιμπούσαν, αν και τις έδιωχνε· ύστερα όμως, αφού έπλενε το πρόσωπό της, εφορούσε στεφάνι από κλαδιά πεύκου και ζώνονταν το λαφοτόμαρο· κι αφού εγέμιζε το καρδάρι κρασί και γάλα, έπινε μαζί με το Δάφνη.

24. Μα όταν ερχότανε το μεσημέρι τα μάτια τους ελιγώνονταν πια, επειδή εκείνη βλέποντας γυμνό το Δάφνη ένοιωθε ολανθισμένη την ομορφιά του κ' έλυονε· μήτε μπορούσε να του βρη κανένα ψεγάδι· κι' ο Δάφνης όταν την έβλεπε με το λαφοτόμαρο και με το πεύκινο στεφάνι να του δίνη το καρδάρι, θαρρούσε πως βλέπει καμιά από τις Νύμφες που ήτανε στη σπηλιά· και τότες αρπάζοντας το πεύκο από το κεφάλι της φορούσε το στεφάνι κι αυτός, αφού πρώτα το φιλούσε· μα κ' εκείνη έβαζε το φόρεμα του Δάφνη όταν λούζονταν κ' έμενε γυμνός αφού πρώτα το φιλούσε κι αυτή. Και κάποτε πετούσαν ο ένας στον άλλο μήλα και κτένιζαν ο ένας του αλλουνού το κεφάλι, κάνοντας χωρίστρα τα μαλλιά τους. Η Χλόη παρομοίαζε τα μαλλιά του με σμέρτα, επειδή ήτανε μαύρα, κι ο Δάφνης το πρόσωπο της Χλόης με μήλο, επειδή ήτανε λευκό και ρόδινο. Τη μάθαινε ακόμη να παίζη το σουραύλι· κι όταν εκείνη άρχιζε να φυσάη, αυτός, αρπάζοντας το σουραύλι περνούσε γλήγορα τα χείλη του απάνω από τις τρύπες· και φαίνονταν πως τη διόρθωνε που έκανε λάθος, μα με τρόπο στο σουραύλι φιλούσε τη Χλόη.

25. Κ' ενώ έπαιζε μεσημεριάτικο σκοπό και τα κοπάδια στάλιζαν, η Χλόη αποκοιμήθηκε χωρίς να το νοιώση. Όταν είδεν αυτό ο Δάφνης, αφίνοντας καταγίς το σουραύλι, την εκοίταζεν αχόρταγα από πάνω ως κάτου, επειδή δεν ντρέπονταν καθόλου τότε, και συνάμα σιγομιλούσε μονάχος του:

— Πώς κοιμούνται τα μάτια της· πώς μοσκοβολάει το στόμα της· μήτε τα μήλα έτσι, μήτε τα θυμάρια. Μα φοβάμαι να τη φιλήσω· δαγκόνει την καρδιά το φιλί και καθώς το νιο μέλι με κάνει να τρελλαίνουμαι· και φοβάμαι μήπως την ξυπνήσω, άμα τη φιλήσω. Ω τα φωνακλάδικα τα τζιτζίκια, δε θα την αφίσουνε να κοιμηθή, επειδή λαλούνε δυνατά. Μα κ' οι τράγοι μαλόνοντας χτυπούν τα κέρατά τους. Ω τους λύκους, τους πιο φοβιτσάρηδες κι' από τις αλεπούδες, αφού δεν άρπαξαν τους τράγους.

26. Κ' εκεί που έλεγεν αυτά, τζίτζικας φεύγοντας χελιδόνι, που ήθελε να τον πιάση, έπεσε μες στον κόρφο της Χλόης· το χελιδόνι πετώντας το κατόπι του δεν μπόρεσε να τον πιάση, μα με τις φτερούγες του άγγιξε τα μάγουλά της, επειδή κυνηγώντας το τζίτζικα επέρασε πολύ κοντά της. Κ' η Χλόη μην ηξέροντας τι συνέβηκε, αφού φώναξε δυνατά, πετάχτηκε από τον ύπνο. Μα όταν είδε και το χελιδόνι να πετάη ακόμη σιμά της και το Δάφνη να γελάη για το φόβο της, έπαψε να φοβάται κ' έτριβε τα μάτια της που ήθελαν ακόμη να κοιμηθούν. Κι' ο τζίτζικας άρχισε να τραγουδάη μες στον κόρφο της σαν ικέτης, που ευχαριστούσε για το γλυτωμό του. Πάλι λοιπόν εφώναξε δυνατά η Χλόη· κι ο Δάφνης εγέλασε. Και, ευρόντας αφορμή, έχωσε τα χέρια του στα στήθη της να βγάνει το φιλαράκο το τζίτζικα, που δεν εσώπαινε μήτε μέσα στο χέρι του. Η Χλόη εχάρηκε καθώς τον είδε κι αφού τόνε πήρε τον εφίλησε και τον έβαλε πάλι μέσα στον κόρφο της να τραγουδάη.

27. Τους διασκέδασε ύστερα μια φάσα, που ελάλησε από το δάσος. Κ' επειδή η Χλόη ρωτούσε να μάθη τι λέει, της διηγιέται ο Δάφνης σαν παραμύθι ότι είχεν ακούσει.

— Ήταν, αγάπη μου, μια κόρη όμορφη σαν κ' εσένα και που στην εδική σου την ηλικία έβοσκε βόιδια πολλά· τραγουδούσε κι όμορφα και τα βόιδια της ευχαριστιόνταν με το τραγούδι της· και τα έβοσκε χωρίς αγκλίτσας χτύπημα, χωρίς βουκέντρας κέντημα, μόνο, καθούμενη κάτω από πεύκο και φορώντας στεφάνι πεύκινο, τραγουδούσε τον Πάνα και το Πεύκο. Και τα βόιδια με το τραγούδι έμεναν κοντά της. Ένα αγόρι βόσκοντας εκεί σιμά βόιδια, όμορφο κι αυτό και τραγουδιστής σαν την κόρη, παραβγαίνοντας στο τραγούδι έδειξε φωνή, πιο δυνατή σαν άντρας που ήταν και γλυκιά σαν κορίτσι. Κι αφού ξελόγιασε από τα βόιδια της οχτώ τα καλλίτερα, τάσυρε στο δικό του κοπάδι. Λυπάται η κόρη για τη ζημιά του κοπαδιού της και που νικήθηκε στο τραγούδι· και παρακαλάει τους θεούς να γίνη πουλί, προτού να φτάση σπίτι της. Ακούν οι θεοί τα παρακάλια της και την κάνουν αυτό το πουλί, βουνήσιο σαν την κόρη, γλυκόλαλο σαν εκείνη. Κι ακόμη και τώρα τραγουδώντας διαλαλάει τη συφορά της, ότι αναζητάει τα ξεπλανεμένα βόιδια.

28. Τέτοιες χαρές τους έδινε το καλοκαίρι. Κι όταν άρχιζε το χυνόπωρο και το σταφύλι ήτανε στον καιρό του, κουρσάροι από την Τύρο με τρεχαντήρι Καρικό, για να μη φαίνουνται βάρβαροι, έπιασαν στην εξοχή αυτή· και βγαίνοντας με σπάθες και μισοθωράκια, διαγούμισαν όλα όσα βρήκαν εμπρός τους· κρασί μοσκάτο, στάρι μπόλικο, κερήθρες· άρπαξαν κι από το κοπάδι του Δόρκωνα μερικά βόιδια. Πιάνουν και το Δάφνη, που τριγυρνούσε κοντά στη θάλασσα. Η Χλόη, σαν κορίτσι που ήταν, έβγανε αργότερο στη βοσκή τα πρόβατα του Δρύαντα, από το φόβο των άγριων βοσκών. Όταν οι κουρσάροι είδαν παλληκάρι ψηλό κι όμορφο και καλλίτερο από καθετί που θ' άρπαζαν από τα χτήματα, μη δίνοντας πια προσοχή μήτε στα γίδια μήτε στ' άλλα υποστατικά, τον έφερναν στο τρεχαντήρι κλαίγοντας και μην ηξέροντας τι να κάνη και δυνατά τη Χλόη φωνάζοντας. Κ' οι κουρσάροι, αφού έλυσαν γλήγορα το παλαμάρι και πήρανε τα κουπιά στα χέρια, ανοίγονταν στο πέλαγος. Τότε κ' η Χλόη οδηγούσε το κοπάδι, φέρνοντας δώρο στο Δάφνη ένα καινούργιο σουραύλι. Μα όταν είδε τα γίδια τρομαγμένα κι άκουσε το Δάφνη να τήνε φωνάζει πάντα πιο δυνατά, παρατάει τα πρόβατα, πετάει το σουραύλι και φτάνει τρεχάτη στο Δόρκωνα για να τον παρακαλέση νάρθη σε βοήθεια.

29. Μα ο Δόρκωνας κείτονταν χάμω με βαθιές πληγές κομματιασμένος από τους κορσάρους και ψυχομαχώντας, επειδή είχε χάσει αίμα πολύ. Όταν όμως είδε τη Χλόη και πήρε λίγη ζωή από την προτητερινή του αγάπη, είπε:

— Εγώ, Χλόη, σε λίγο πεθαίνω, επειδή οι κακούργοι κουρσάροι, ενώ προστάτευα τα βόιδια μου, με κατακομμάτιασαν σαν βόιδι. Μα εσύ και το Δάφνη σου σώσε κ' έμενα εκδικήσου κ' εκείνους αφάνισέ τους. Συνήθισα τα βόιδια μου ν' ακολουθούνε το σκοπό του σουραυλιού και να τρέχουνε στο λάλημά του κι αν βοσκούνε κάπου μακριά. Να, πάρε το σουραύλι ετούτο, παίξε το σκοπό εκείνο, που κάποτε είχα μάθει του Δάφνη κι ο Δάφνης εσένα· και για τα κατοπινά θα φροντίσουν το σουραύλι και τα βόιδια εκεί πέρα. Σου χαρίζω και το σουραύλι, που με δαύτο, παραβγαίνοντας στο τραγούδι ενίκησα πολλούς γελαδάρηδες και γιδάρηδες. Κ' εσύ για πληρωμή μου κ' ενώ ακόμη ζω φίλησέ με και πεθαμένο κλάψε με. Κι αν ιδής άλλονε να βόσκη τα βόιδια μου, θυμήσου με.

30. Σαν είπε αυτά ο Δόρκωνας και φίλησε το στερνό φιλί, τούφυγε η ψυχή με το φιλί και τη λαλιά. Κ' η Χλόη, αφού πήρε το σουραύλι και τόφερε στα χείλη της, έπαιζε όσο μπορούσε δυνατά· τα βόιδια ακούνε, γνωρίζουν το σκοπό και με μια ορμή, αφού εμούγκρισαν, πηδούνε στη θάλασσα. Κ' επειδή έγινε ορμητικό το πήδημα από τη μια μεριά του τρεχαντηριού κι άνοιξε η θάλασσα από το πέσιμο των βοϊδιών, αναποδογυρίζεται το τρεχαντήρι και βουλιάζει εξ αιτίας της θαλασσοταραχής. Πέφτουν όλοι στη θάλασσα, μα όχι με την ίδια ελπίδα γλυτωμού. Οι κουρσάροι είχανε κρεμασμένα στο πλάι τους τα σπαθιά κ' εφορούσαν τα λεπιδωτά μισοθωράκια κ' είχανε δέσει τα ποδήματά τους ως στη μέση της άντζας, ενώ ο Δάφνης ήτανε ξυπόλυτος, επειδή έβοσκε στον κάμπο, κι αλαφροντυμένος γιατί έκανε ακόμη ζέστη. Εκείνους λοιπόν, αφού κολυμπήσανε λίγο, τάρματα τούς πήγανε στον πάτο, ενώ ο Δάφνης εύκολα έβγαλε το φόρεμά του· απόστενε όμως στο κολύμπι, επειδή προτήτερα κολυμπούσε μονάχα σε ποτάμια· μα από την ανάγκη μαθόντας τι πρέπει να κάνη, ώρμησε στη μέση των βοϊδιών· κι αφού άρπαξε με τα δυο του χέρια τα κέρατα δυο βοϊδιών, σέρνονταν στη μέση εύκολα και χωρίς κόπο, σαν να οδηγούσε αμάξι. Κολυμπάει το βόιδι όσο μήτε άνθρωπος· μονάχα από τα θαλασσοπούλια μένει πίσω κι ακόμη κι από τα ψάρια. Μήτε θα πνιγότανε το βόιδι, όταν κολυμπάη, αν δεν έπεφταν από τα διχάλια του τα νύχια σαν πολυβραχούν. Το βεβαιόνουν αυτό ως τα τώρα πολλές μεριές της θάλασσας, που τις λένε βοϊδοπεράματα.

31. Γλυτόνει λοιπόν ο Δάφνης με τέτοιο τρόπο, αφού ξέφυγεν ανόλπιστα δυο κίντυνους: τους κουρσάρους και το πνίξιμο. Κι άμα βγήκε στη στεριά και βρήκεν εκεί τη Χλόη, που εγελούσε, κ' έκλαιε μαζί, πέφτει στην αγκαλιά της και τη ρωτούσε να μάθη τι ήθελε κ' έπαιζε το σουραύλι. Κ' η Χλόη του τα ιστορεί όλα· την τρεχάλα της στο Δόρκωνα· το συνήθιο των βοϊδιών· πώς την ορμήνεψε να παίξη το σουραύλι και ότι πέθανε ο Δόρκωνας· μόνο από ντροπή για το φιλί δεν είπε. Αποφασίσανε λοιπόν να τιμήσουνε τον ευεργέτη τους· κι αφού πήγανε με το συγγενολόι τους, θάφτουνε τον άμοιρο το Δόρκωνα. Έρριξαν επάνω του χώμα πολύ και φύτεψαν πολλά ήμερα χόρτα κ' εκρέμασαν επάνω στον τάφο του τα προφαντά από τα σπαρτά· μα και γάλα του έχυσαν και σταφύλια έζυψαν και σουραύλια πολλά έσπασαν. Ακούστηκαν και των βοϊδιών θρηνητικά μουγκρίσματα κ' είδανε μαζί με τα μουγκρίσματα και κάποια άταχτα τρεχάματα· και καθώς ενόμιζαν οι βοσκοί κ' οι γιδάρηδες, αυτά ήταν το μοιρολόι των βοϊδιών για το γελαδάρη που πέθανε.

32. Κ' ύστερις από το θάψιμο του Δόρκωνα, λούζει η Χλόη το Δάφνη, αφού τον επήγε στις Νύμφες και τον έμπασε στη σπηλιά. Κι αυτή τότε πρώτη φορά έλουσε εμπρός στο Δάφνη το κορμί της, το λευκό και που άστραφτε από ομορφιά και που δεν είχε ανάγκη από λουτρό για να ομορφήνη· κι αφού έκοψαν άνθη, όσα άνθη ήτανε στην εποχή αυτή, εστεφάνωσαν τ' αγάλματα και το σουραύλι του Δόρκωνα σαν τάμα το κρεμάσανε στο βράχο. Ύστερα επήγανε κ' εξέταζαν τα γίδια και τα πρόβατα. Κ' εκείνα κείτονταν όλα χάμω χωρίς να βόσκουνε, μήτε να βελάζουνε, μα, θαρρώ, το Δάφνη και τη Χλόη, που είχανε γίνει άφαντοι, πιθυμούσαν. Όταν λοιπόν εφάνηκαν και τους εφώναξαν όπως πάντα κ' έπαιξαν το σουραύλι, τα πρόβατα, αφού εσηκώθηκαν, έβοσκαν και τα γίδια επηδούσανε βελάζοντας σαν να χαίρονταν για τη σωτηρία του αγαπημένου τους γιδάρη. Ο Δάφνης όμως δε μπορούσε να κάνη την ψυχή του να χαρή από τη στιγμή που είδε γυμνή τη Χλόη και αντίκρυσε όλη την κρυμμένη ως τότε ομορφιά της. Πονούσε η καρδιά του, σαν να την έτρωγαν φαρμάκια. Κ' η αναπνοιά του ακόμη πότες έβγαινε γρήγορη, σαν να τον κυνηγούσε κανένας κ' έτρεχε, και πότε του έλειπεν ολότελα, σαν να του είχε φύγει όλη στις προτητερινές τρεχάλες. Θαρρούσε, πως το λουτρό ήταν πιο φοβερό από τη θάλασσα. Ενόμιζε πως η ψυχή του έμενε ακόμη κοντά στους κουρσάρους, σαν νέος κι άμαθος που ήτανε και δεν ήξερε ακόμη το κούρσεμα της αγάπης.

ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

1. Κι όταν είχε μπη πια το χυνόπωρο κ' έβιαζε ο τρύγος, όλοι στην εξοχή βρισκόντανε σε δουλειά· ένας διόρθονε τα πατητήρια· άλλος καθάριζε τα βαγένια κι άλλος κοφίνια· ένας ακόνιζε το κλαδευτήρι για να κόβη τα σταφύλια, άλλος εφρόντιζε για πέτρα, που να μπορή να λυόνη τα τσήπουρα των σταφυλιών κι άλλος για ξερή λιγαριά στουμπανισμένη, για να κουβαλάη το μούστο τη νύχτα με φως. Και ο Δάφνης κ' η Χλόη, αφού παράτησαν τα πρόβατα και τα γίδια, βοηθούσανε κι αυτοί. Εκείνος κουβαλούσε σταφύλια με τα κοφίνια και τα πατούσε, ρίχνοντάς τα στα πατητήρια, κ' έφερνε το μούστο στα βαγένια· εκείνη ετοίμαζε φαΐ για τους τρυγητάδες και τους κερνούσε κρασί παλιό και τρυγούσε από τα κλήματα τα πιο χαμηλά· επειδή στη Λέσβο όλα τα κλήματα είναι χαμηλά κι όχι στηλωμένα, μήτε δράνες· κ' οι κληματόβεργες απλόνουνται χάμω στη γις και σέρνουνται σαν κισσοί· μπορεί να φτάση το σταφύλι και παιδί, που μόλις έχουνε λυθή τα χέρια του από τα σπάργανα.

2. Και καθώς ήτανε συνήθιο στη γιορτή του Διόνυσου και στο φτιάσιμο του κρασιού, είχανε φωνάξει για να βοηθήσουνε και γυναίκες από τακοντινά χτήματα· αυτές έρριχναν τα μάτια τους επάνω στο Δάφνη και τον επαινούσαν, πως μοιάζει με το Διόνυσο στην ομορφιά· και κάποια από τις πιο τρελλές, τον εφίλησε κι όλας κ' έκανε το Δάφνη να ερεθιστή και τη Χλόη να λυπηθή. Μα κ' οι πατητάδες βγάζανε διάφορες φωνές για τη Χλόη και σαν σάτυροι, που έβλεπαν καμιά βάκχα, πηδούσανε πιο φρενιασμένα και παρακαλούσανε να γίνουν κοπάδι κ' εκείνη να τους βόσκη. Κ' έτσι η Χλόη πάλε ευχαριστιότανε κι ο Δάφνης λυπότανε· μα κ' οι δυο παρακαλούσανε να τελειώση γλήγορα ο τρύγος και να γυρίσουνε στους αγαπημένους τους τόπους κι αντίς τις άγριες φωνές ν' ακούνε το σουραύλι ή τα κοπάδια τους να βελάζουν. Και σαν πέρασαν λίγες μέρες τ' αμπέλια είχανε τρυγηθή κι ο μούστος ήτανε στα βαρέλια· κ' επειδή δεν εχρειάζονταν πια πολλά χέρια, έφερναν τα κοπάδια στον κάμπο· κι όλο χαρά προσκυνούσανε τις Νύμφες, φέρνοντας στη χάρη τους σταφύλια επάνω στις κληματόβεργες, σαν χαρίσματα από τον τρύγο. Μα και προτήτερα ποτέ δεν τις προσπερνούσανε χωρίς να τις νοιαστούνε, παρά πάντα, κι όταν έβγαιναν στη βοσκή, καθόντανε σιμά τους, κι όταν εγύριζαν τις προσκυνούσανε· κι όλο κάτι τους επήγαιναν ή λουλούδι ή πωρικό ή κλαρί χλωρό ή έχυναν γάλα· γι' αυτά όμως επληρώθηκαν από τις θέαινες αργότερα. Και τότε σαν τα σκυλιά, καθώς λέει ο λόγος, άμα τα λύσουν, επηδούσαν, έπαιζαν το σουραύλι, τραγουδούσανε κ' επάλευαν με τους τράγους και τα πρόβατα.

3. Κ' εκεί που διασκέδαζαν, τους έρχεται άξαφνα γέρος, που εφορούσε φλοκάτα και ποδίνες κ' είχε κρεμασμένο στο πλάι του ταγάρι· κ' ήτανε το ταγάρι του παλιό. Αυτός ο γέρος, αφού κάθησε κοντά τους, έτσι τους μίλησε:

— Εγώ παιδιά μου, είμαι ο γέρο Φιλητάς, που πολλά τραγούδια τραγούδησα σ' αυτές εδώ τις Νύμφες και πολλές φορές για χάρη εκείνου εκεί του Πάνα έπαιξα το σουραύλι· κι ωδήγησα μεγάλο κοπάδι βοϊδιών μονάχα με τη μουσική. Κ' ήλθα τώρα να σας φανερώσω όσα είδα και να σας ειπώ όσα άκουσα. Έχω κήπο φτιασμένο με τα χέρια μου, που τόνε φύτεψα, αφόντας ένεκα τα γεράματα έπαψα να βόσκω. Όσα φέρνουν οι εποχές όλα τάχω στον κήπον αυτόνε σε κάθε εποχή: Την άνοιξη τριαντάφυλλα, κρίνους και γιατσέντα και δυο λογιών μενεξέδες· το καλοκαίρι παπαρούνες κι αχλάδια και μήλα κάθε λογής· τώρα, και κλήματα και συκιές και ροϊδιές και σμέρτα χλωρά. Σ' αυτόν τον κήπο μαζεύονται κάθε πρωί κοπάδια πουλιών, άλλα για να βρούνε θροφή κι άλλα για να κελαδήσουν· επειδή είναι πυκνοφυτεμένος κ' έχει ίσκιωμα και ποτίζεται από τρεις νερομάνες· αν βγάλη τινάς το φράχτη, θα νομίση πως βλέπει δάσος.

4. Κ' ενώ εμπήκα εκεί σήμερα κοντά το μεσημέρι, βλέπω κάτω από τις ροϊδιές και τις σμερτιές παιδί, που εκρατούσε σμέρτα και ρόιδια, άσπρο σαν το γάλα και ξανθό σαν τη φωτιά· γιαλιστερό σαν να είχε μόλις λουστή. Ήτανε γυμνό, ήτανε μονάχο. Έπαιζε σαν να κορφολογούσε δικό του περιβόλι. Εγώ λοιπόν εχύμισα καταπάνω του για να το πιάσω, επειδή φοβήθηκα μήπως με τα πηδήματά του σπάση τις σμερτιές και τις ροϊδιές. Μα εκείνο γλήγορα κ' εύκολα ξέφευγε και πότε έτρεχε κάτω από τις ροϊδιές και πότε κρυβότανε κάτω από τις παπαρούνες σαν περδικόπουλο. Αν και πολλές φορές εβασανίστηκα κυνηγώντας γίδια βυζανιάρικα, και πολλές φορές απόκαμα τρέχοντας πίσω από μουσκάρια νιογέννητα, όμως αυτό ήτανε κάτι άλλο πράγμα κι άπιαστο. Αφού λοιπόν απόστασα, σαν γέρος που είμαι, κι' ακούμπησα στο ραβδί μου και συνάμα επρόσεχα, μήπως ξεφύγη, το ρωτούσα ποιανού γείτονα είναι και γιατί κορφολογάει ξένο περιβόλι. Μα εκείνο δεν αποκρίθηκε καθόλου, μόνε, αφού στάθηκε κοντά μου, γλυκογελούσε πολύ και μου πετούσε σμέρτα και δεν ξέρω πώς με γήτευε ώστε να μη θυμόνω πια. Παρακαλούσα να σιμώση χωρίς να φοβάται πια τίποτε κι ορκιζόμουνα στα σμέρτα, πως θα το αφίσω, αφού του χαρίσω μήλα και ρόιδια, κι ότι θα του δώσω την άδεια να τρυγάη τα δέντρα και να κόβη τα λουλούδια, αν μου δώση ένα φιλί.

5. Τότες, αφού εγέλασε πολύ καρκανιστά, βγάζει φωνή, που δεν τη βγάνει μήτε χελιδόνι, μήτε αηδόνι, μήτε κύκνος, άμα γίνη γέρος, όπως εγώ:

— Εμένα, ω Φιλητά, δε μου κάνει καθόλου κόπο να σε φιλήσω, επειδή μ' αρέσει να φιλώ περισσότερο από όσο θέλεις εσύ να γίνης νέος· μα κοίτα μήπως δεν ταιριάζει στην ηλικία σου το χάρισμα. Επειδή δε θα σ' ωφελήσουν καθόλου τα γεράματα για να μη με κυνηγάς ύστερ' από το ένα φιλί. Δε μπορεί να με πιάση εμένα μήτε γεράκι, μήτε αητός, μήτε κάθε άλλο πουλί γληγορότερο απ' αυτά. Δεν είμαι καθόλου παιδί εγώ, κι ας φαίνουμαι παιδί, παρά πιο μεγάλος στα χρόνια κι από τον Κρόνο κι από τον ίδιο το Χρόνο. Κ' εσένα σε ξέρω από τα μικρά σου, όταν έβοσκες σ' εκείνο εκεί το λειβάδι το μεγάλο κοπάδι των γελαδιών· κ' ήμουνα κοντά σου σαν έπαιζες το σουραύλι σιμά σ' εκείνες τις ήμερες βαλανιδιές, όταν αγαπούσες την Αμαρυλλίδα, μα δε μ' έβλεπες, αν και στεκόμουνα πολύ κοντά στην κορασιά. Στα ύστερα όμως σου την έδωκα και τώρα έχεις παιδιά, που είναι καλοί γελαδάρηδες και ζευγολάτες. Και τώρα κυβερνάω το Δάφνη και τη Χλόη· κι όταν τους κάνω ν' ανταμόνουνται το πρωί, έρχομαι στον κήπο σου και διασκεδάζω με τάνθη και τα δέντρα και λούζουμαι σε τούτες τις πηγές. Γι' αυτό είναι όμορφα και τάνθη και τα δέντρα, επειδή ποτίζουνται από τα νερά του λουτρού μου. Και κοίτα αν είναι σπασμένο κανένα από τα δέντρα σου, αν είναι κομμένο κανένα οπωρικό, αν έχη πατηθή καμιά ρίζα λουλουδιού, αν έχη θολώσει καμιά πηγή. Και χαίρου πως μονάχα εσύ από τους ανθρώπους είδες στα γεράματά σου εμένα.

6. Αφού είπεν αυτά, πέταξε σαν αηδονάκι στις σμερτιές και, πηδώντας από κλαδί σε κλαδί, ανέβαινε στην κορφή μέσ' από τα φύλλα. Είδα και τις φτερούγες του στους ώμους και σαϊτούλες ανάμεσα στους ώμους και στις φτερούγες και δεν ξανάειδα πια μήτε τούτα, μήτε το παιδί. Κι αν δεν έβγαλα του κάκου τούτες τις άσπρες και δεν αποκουτάθηκα στα γεράματά μου, στον έρωτα, παιδιά μου, είσαστε αφιερωμένα κι ο έρωτας νοιάζεται για σας.

7. Πολύ ευχαριστήθηκαν σαν ν' άκουαν παραμύθι, όχι ιστορία· και ρωτούσανε τι είναι τέλος πάντων ο έρωτας· τι πράγμα, παιδί ή πουλί και τι δύναμη έχει; Πάλι λοιπόν ο Φιλητάς τους είπε:

— Θεός είναι, παιδιά μου, ο έρωτας, νέος κι όμορφος και φτερωτός· και για τούτο του αρέσουν τα νιάτα κι αναζητάει την ομορφιά κ' ενθουσιάζει τις ψυχές. Κ' έχει τόση δύναμη, όση μήτε ο Δίας· ορίζει τα στοιχεία, ορίζει και τάστρα, ορίζει κι αυτούς τους θεούς· μήτ' εσείς δεν ορίζετε τόσο τα γίδια και τα πρόβατα· τ' άνθη όλα του έρωτα έργα είναι· τα δέντρα τούτα αυτουνού δημιουργήματα· απ' αυτόν τρέχουνε και τα ποτάμια και φυσούν οι άνεμοι. Είδα εγώ και βουβάλι που ερωτεύτηκε και, σαν να το κέντησε η μυίγα, εμούγκριζε· και τράγο, που αγάπησε γίδα και την ακολουθούσε παντού. Κ' εγώ ο ίδιος σαν ήμουνα νέος ερωτεύτηκα την Αμαρυλλίδα· και μήτε φαΐ θυμώμουνα, μήτε πιοτό έβαζα στο στόμα μου, μήτε κοιμώμουνα. Πονούσε η ψυχή μου, χτυπούσε η καρδιά μου, το κορμί μου επάγωνε· εφώναζα σαν να μ' εχτυπούσαν· εσώπαινα σαν να ήμουνα νεκρός· έμπαινα στα ποτάμια σαν να εκαιγόμουν· έκραζα βοήθεια τον Πάνα, επειδή κι αυτός αγάπησε την Πύτη. Ευχαριστούσα τον αντίλαλο, που εφώναζε τόνομα της Αμαρυλλίδας ύστερ' από μένα. Ετσάκιζα τα σουραύλια, επειδή μου γήτευαν τα βόιδια, μα δε μούφερναν την Αμαρυλλίδα. Δεν υπάρχει λοιπόν κανένα γιατρικό του έρωτα, που να πίνεται, που να τρώγεται, που να λέγεται με ξόρκια, παρά μονάχα το φιλί και τ' αγκάλιασμα και το πλάγιασμα με γυμνά τα κορμιά.

8. Ο Φιλητάς λοιπόν, σαν τους έμαθεν αυτά, φεύγει, αφού τούδωκαν λίγα τυριά κ' ένα κατσικάκι κερατιάρικο πια. Κ' εκείνοι άμα έμειναν μονάχοι επειδή τότε πρωτάκουσαν για έρωτα, τους πλάκωσε την ψυχή κάποια λύπη και τη νύχτα όταν εγύρισαν στα σπίτια τους, παράβαναν τα δικά τους με τα όσα άκουσαν:

— Πονούν οι ερωτευμένοι· κ' εμείς πονούμε. Δεν τους μέλει για φαΐ· κ' εμάς το ίδιο δε μας μέλει. Δε μπορούνε να κοιμηθούνε· μα κ' εμείς τώρα υποφέρνουμε το ίδιο. Θαρρούνε πως καίγουνται· και σ' εμάς υπάρχει η φωτιά. Θέλουμε να βλέπη ο ένας τον άλλονε· για τούτο παρακαλούμε να ξημερώση γληγορότερα. Απάνου κάτω αυτό είναι ο έρωτας· κι αγαπιόμαστε χωρίς να το ξέρουμε. Μα αν είναι τούτο ο έρωτας κ' εγώ αυτός που αγαπιέται, γιατί λοιπόν υποφέρνουμε αυτά; και γιατί ζητάμε ο ένας τον άλλον; Αληθινά τα είπεν ο Φιλητάς. Το παιδί, που ήτανε στον κήπο, είδανε κ' οι πατέρες μας στ' όνειρό τους εκείνο κι αυτό πρόσταξε να βόσκουμ' εμείς τα κοπάδια. Πώς μπορεί να το πιάση κανένας; Μικρό είναι και θα φύγη. Και πώς μπορεί να του ξεφύγη κανείς; Φτερά έχει και θα τόνε φτάση. Πρέπει να παρακαλέσουμε τις Νύμφες να μας βοηθήσουνε. Μα μήτε ο Πάνας βοήθησε το Φιλητά, όταν αγαπούσε την Αμαρυλλίδα. Λοιπόν, όσα γιατρικά είπε, αυτά πρέπει να ζητήσουμε· φιλί κι αγκάλιασμα και να ξαπλωθούμε καταγής γυμνοί· κάνει κρύο, μα θα το υποφέρουμε κ' εμείς όπως ο Φιλητάς.

9. Αυτό τους γίνηκε νυχτερινό μάθημα. Κι όταν την άλλη μέρα έβγαλαν τα κοπάδια στη βοσκή, φιληθήκανε μόλις ιδώθηκαν, πράμα που δεν το είχαν κάμει ποτέ προτήτερα, και σφιχταγκαλιαστήκανε. Μα δεν τολμούσανε να δοκιμάσουν και το τρίτο γιατρικό, να πλαγιάσουν αφού γδυθούν, επειδή ήτανε πολύ αδιάντροπο όχι μονάχα για παρθένες παρά και για νιους γιδάρηδες. Πάλε λοιπόν είχαν αγρύπνιες και θυμόντανε όσα είχανε γίνει και παραπονιόντανε για όσα είχαν αφίσει:

— Και φιληθήκαμε, μα κανένα διάφορο· αγκαλιαστήκαμε, και τίποτα περισσότερο απ' αυτό. Λοιπόν το πλάγιασμα είναι το μόνο γιατρικό του έρωτα· πρέπει να το δοκιμάσουμε κι αυτό· χωρίς άλλο κάτι καλλίτερο από το φιλί θε νάναι μέσα σε τούτο.

10. Ύστερ' από τέτοιους στοχασμούς, καθώς ήτανε φυσικό, έβλεπαν κι όνειρα ερωτιάρικα: τα φιλιά, τ' αγκαλιάσματα κι ακόμη όσα δεν έκαμαν την ημέρα τα κάμανε στ' όνειρό τους· ήτανε πλαγιασμένοι γυμνοί. Και την άλλη μέρα εσηκώθηκαν πιο ερωτευμένοι κι οδηγούσαν τα κοπάδια με σουριγματιές, επειδή βιαζόντανε να φιληθούν· κι άμα ιδώθηκαν έτρεξαν ο ένας στον άλλο με χαμόγελο. Φιληθήκανε λοιπόν και κατόπι αγκαλιάστηκαν· το τρίτο όμως γιατρικό αργούσε, επειδή μήτε ο Δάφνης εκόταε να το ειπή, μήτε η Χλόη ήθελε ν' αρχίση, ως που κατά τύχη έκαμαν κι αυτό.

11. Εκαθόντανε σε κούτσουρο βαλανιδιάς ο ένας κοντά στον άλλονε· κι αφού δοκίμασαν τη νοστιμάδα του φιλιού, αχόρταγοι ρουφούσανε τη γλύκα του. Έγιναν κι αγκαλιάσματα, που έκαναν τα στόματα να κολνούνε περισσότερο. Εκεί που αγκαλιάζονταν ο Δάφνης ετράβηξε πιο δυνατά τη Χλόη προς το μέρος του κι αυτή γέρνει λίγο στο ένα πλευρό της· μα γέρνει κ' εκείνος μαζί της, ακολουθώντας το φιλί. Και ξέροντας από τα όνειρα τη στάση, κείτονταν πολλήν ώρα χάμω σαν σφιχτοδεμένοι. Μα επειδή δεν ήξεραν τίποτα παρά πέρα, ενόμισαν ότι αυτό είναι το τέλος της ερωτικής απόλαψης· έτσι, αφού εξόδεψαν του κάκου την περισσότερη μέρα, εχωρίστηκαν και γυρίζανε στα μαντριά τα κοπάδια, μιλώντας τη νύχτα. Ίσως όμως νάκαναν και κάτι από ταληθινά, αν δεν έβρισκεν άξαφνα όλη εκείνη την εξοχή τέτοια ταραχή.

12. Νιοί Μεθυμνιώτες πλούσιοι, θέλοντας να περάσουν την εποχή του τρύγου με ξενομερίτικη διασκέδαση, αφού ερρίξανε στη θάλασσα ένα καΐκι και καθίσανε στο κουπί τους δούλους, περνούσανε γιαλό-γιαλό από τις εξοχές των Μιτυληνιών, που ήτανε κοντά στη θάλασσα. Επειδή η ακρογιαλιά είναι καλολίμανη και στολισμένη μεγαλόπρεπα με σπίτια κ' έχει λουτρά συγκρατητά και περιβόλια και δασάκια, άλλα φυσικά κι άλλα φτιασμένα από ανθρώπους· όλα όμορφα για να διασκεδάση κανείς εκεί. Κι όταν έπιασαν στη στεριά κι αράξανε, δεν έκαναν κανένα κακό, παρά αρχίσανε λογής-λογής διασκέδασες· πότε μ' αγκίστρια κρεμασμένα από καλάμια με ψιλή πετονιά ψάρευαν πετρόψαρα από χαμηλό βράχο· πότε με σκυλιά και με δίκτυα πιάνανε λαγούς που έφευγαν από τ' αμπέλια εξ αιτίας του θόρυβου. Κ' ύστερ' αρχίσανε να κυνηγούνε και πουλιά και πιάσανε με τα βρόχια αγριόχηνες κι αγριόπαπιες και τώγια, ως που η διασκέδαση τους γίνονταν ωφέλιμη και για το τραπέζι. Κι αν είχαν ανάγκη από τίποτε, τόπαιρναν από τους χωριανούς, πληρώνοντας περισσότερα από όσο άξιζε. Μα εχρειαζόντανε μονάχα ψωμί και κρασί και μέρος για να ξομείνουν. Επειδή δεν τους φαινότανε σίγουρο να μένουνε στη θάλασσα χυνόπωρο καιρό· ώστε και το καΐκι το σύρανε στη στεριά για το φόβο νυχτερινής φουρτούνας.

13. Κάποιος όμως από τους χωριάτες, που χρειαζότανε σκοινί για να τραβήξη μια πέτρα, που μ' αυτή θα έλιονε τα πατημένα αποτρυγήδια, επειδή του είχε κοπή το προτητερινό του, αφού πήγε κρυφά στη θάλασσα και σίμωσε το αφύλαχτο καΐκι, έλυσε το παλαμάρι, τόφερε σπίτι του και το μεταχειρίστηκε σ' ό,τι του χρειαζότανε. Με τα ξημερώματα λοιπόν οι Μεθυμνιώτες νιοι εζητούσαν το παλαμάρι· κ' επειδή κανένας δεν ομολογούσε την κλεψιά, αφού οι νιοί κατηγόρησαν τους φιλευτάδες τους, αρμένιζαν γιαλό-γιαλό· κι όταν τράβηξαν τριάντα στάδια, αράζουνε στην εξοχή που κάθονταν η Χλόη κι ο Δάφνης. Επειδή τους φάνηκε πως ο κάμπος ήτανε καλός για να κυνηγήσουνε λαγούς. Μα μην έχοντας σκοινί για να το κάμουν παλαμάρι, έστρηψαν χλωρή λιγαριά σαν σκοινί κ' εδέσανε μ' αυτή το καΐκι από την πρύμη στη στεριά. Έπειτα, αφού απόλυσαν τα σκυλιά να ψάχνουνε, στις στράτες, που τους φαίνονταν πιο βολικές, έστηναν τα δίχτυα. Μα τα σκυλιά τρέχοντας με γαυγίσματα εφόβισαν τα γίδια· κι αυτά αφίνοντας τα ψηλώματα έτρεξαν περισσότερο κατά τη θάλασσα. Και μη βρίσκοντας τίποτα φαγώσιμο στην αμμουδιά, επήγαν τα πιο ζωηρά κοντά στο καΐκι και κατάφαγαν τη χλωρή λιγαριά, που με δαύτη ήτανε δεμένο.

14. Ήτανε και λίγη φουσκοθαλασσιά, επειδή είχε σηκωθή άνεμος από τα βουνά. Κ' έτσι, όντας λυμένο το καΐκι, γλήγορα το συνεπήρεν η κυματοσυρμή και τόφερεν ανοιχτά στο πέλαγο. Όταν τόνοιωσαν οι Μεθυμνιώτες, άλλοι έτρεχαν κατά τη θάλασσα κι άλλοι εμάζευαν τα σκυλιά· κ' εφώναζαν όλοι μαζί για ν' ακούσουν όλοι από τα κοντινά χτήματα και συναχτούν εκεί. Μα κανένα όφελος· επειδή, καθώς δυνάμονεν ο άνεμος, το καΐκι σέρνονταν από το ρεύμα μ' ακράτητη γληγοράδα. Κ' οι Μεθυμνιώτες λοιπόν, που έχαναν όχι λίγα πράγματα, εζητούσαν το γιδάρη· κι αφού βρήκανε το Δάφνη, τον εχτυπούσαν και τον εγύμνωναν. Και κάποιος μάλιστα, κρατώντας σκυλολούρι του πισταγκώνιαζε τα χέρια για να τόνε δέση. Φώναζε ο Δάφνης, που τον εχτυπούσαν και παρακαλούσε τους χωριάτες και πρώτα-πρώτα το Λάμωνα και το Δρύαντα έκραζε βοήθεια. Και τούτοι τον ετραβούσαν προς το μέρος τους, επειδή ήτανε γέροι γεροί κ' είχανε χέρια δυνατά από το σκάψιμο· και ζητούσανε ν' απολογηθή πρώτα για τα όσα εγίνηκαν.

15. Και με το να θέλουν κ' οι Μεθυμνιώτες τα ίδια, διορίζουν κριτή το Φιλητά το γελαδάρη, επειδή ήταν ο πιο γέρος από όσους βρίσκονταν εκεί κ' είχεν όνομα ανάμεσα στους χωριάτες για τη μεγάλη του δικαιοσύνη. Πρώτοι οι Μεθυμνιώτες άρχισαν την κατηγορία καθαρά και σύντομα σαν είχανε γελαδάρη για κριτή:

— Ήρθαμε στους κάμπους τούτους θέλοντας να κυνηγήσουμε· το καΐκι μας λοιπόν, αφού το εδέσαμε με λιγαριά χλωρή, τ' αφίσαμε στην ακρογιαλιά κ' εμείς ζητούσαμε με τα σκυλιά κυνήγι. Στο αναμεταξύ τα γίδια τουτουνού εδώ, αφού κατεβήκανε στη θάλασσα, και τη λιγαριά την τρώνε όλη και λύνουν και το καΐκι. Το είδες που το παράσερνε η θάλασσα· με πόσα καλά νομίζεις πως ήτανε γεμάτο; και πόσα ρούχα χαθήκανε μονομιάς; και πόσα στολίδια των σκυλιών; και πόσα λεφτά; μπορούσε κανείς ν' αγοράση τούτα εδώ τα χτήματα, αν τα είχεν εκείνα. Για όλ' αυτά θέλουμε να πάρουμε σκλάβο τούτονε τον κακό γιδάρη, που βόσκει τα γίδια ερχάμενος στη θάλασσα σαν ναυτικός.

16. Τέτοια κατηγορία έκαμαν οι Μεθυμνιώτες. Κι' ο Δάφνης βρισκότανε σε κακή κατάσταση από τις ξυλιές, μα βλέποντας εκεί τη Χλόη, ταψηφούσεν όλα. Κ' έτσι απολογήθηκε:

— Εγώ βόσκω τα γίδια μου καλά. Ποτέ δεν παραπονέθηκε κανένας χωριανός, ότι τραγί δικό μου βόσκησε στον κήπο του ή έσπασε κλήμα βλασταρωμένο. Μα αυτοί είναι κακοί κυνηγοί κ' έχουνε σκυλιά κακογυμνασμένα, που τρέχοντας πολύ και γαυγίζοντας δυνατά έδιωξαν τα γίδια από τα όρη και τους κάμπους κατά τη θάλασσα, σαν λύκοι. Μα θα μου ειπούν: έφαγαν τη λιγαριά· βέβαια, αφού δε βρίσκανε στην αμμουδιά χορτάρι ή κουμαριά ή θυμάρι. Μα χάθηκε το καΐκι από τον άνεμο και τη θάλασσα· αυτά όμως είναι του χειμώνα δουλιές κι όχι των γιδιών. Μα ήταν εκεί μέσα φορεσιές και λεφτά· και ποιος έχοντας τα λογικά του θα πιστέψη, ότι καΐκι που είχε μέσα τόσα πράγματα, είχε λιγαριά για παλαμάρι;

17. Κι αφού είπεν αυτά έκλαψε ο Δάφνης κ' έφερε τους χωριανούς σε μεγάλη ψυχοπόνεση, ως που ο Φιλητάς ο κριτής ορκιζότανε στον Πάνα και στις Νύμφες, ότι δεν έκανε κανένα άδικο ο Δάφνης μα μήτε και τα γίδια του, παρά ο άνεμος κ' η θάλασσα, που άλλους έχουνε για κριτάδες τους. Δεν έπειθε με τούτα ο Φιλητάς τους Μεθυμνιώτες· μόνε αυτοί, αφού χυμίξανε με θυμό, τραβούσανε πάλι το Δάφνη κ' ηθέλανε να τόνε δέσουν. Τότες οι χωριάτες αγριεμένοι πηδούνε καταπάνω τους σαν ψαρώνια ή καλιακούδες· και στη στιγμή τους παίρνουν το Δάφνη, που κι αυτός πάλευε πια, και χτυπώντας τους με ξύλα γλήγορα τους εστρώσανε στο κυνήγι. Και δε σταμάτησαν παρά αφού τους έβγαλαν έξω από τα σύνορά τους σ' άλλα χτήματα.

18. Κ' ενώ εκείνοι εκυνηγούσαν τους Μεθυμνιώτες, η Χλόη με πολλήν ησυχία φέρνει το Δάφνη στις Νύμφες και του πλένει το ματωμένο πρόσωπο, επειδή είχανε σπάσει τα ρουθούνια του από κάποιο χτύπημα, και βγάζοντας από το ταγάρι της ένα κομμάτι ψωμί και τυρί του δίνει να φάη. Και τούδωσεν ένα φιλί γλυκύ σαν μέλι, που αυτό προ πάντων τον έκαμε να συνέλθη.

19. Από τέτοιο κίνδυνο λοιπόν εγλύτωσε ο Δάφνης. Μα το πράγμα δεν τέλειωσε ίσαμ' εδώ, επειδή οι Μεθυμνιώτες, αφού πήγανε στην πατρίδα τους πεζοστράτες αντί για καραβιώτες και πληγωμένοι αντί για χαροκόποι, μάζεψαν τους συντοπίτες τους και, βάνοντας στους βωμούς λιόκλαδα, παρακαλούσανε να τους εκδικηθούνε, χωρίς όμως να λένε τίποτα από τ' αληθινά, μήπως τους περιγελάσουν, που έπαθαν τέτοια και τόσα από βοσκούς, παρά κατηγορούσανε τους Μιτυληνιούς, ότι τους έκλεψαν το καΐκι και τους άρπαξαν τα λεφτά. Κ' εκείνοι πιστεύοντάς τους από τις πληγές και νομίζοντας, ότι είναι δίκαιο να εκδικηθούνε νέους, που ήταν από τα πρώτα σπίτια του τόπου τους, αποφασίσανε να κινήσουν άξαφνα πόλεμο στους Μιτυληνιούς και πρόσταξαν το στρατηγό, αφού ρίξη στη θάλασσα δέκα πλεούμενα, να διαγουμίζη τ' ακρογιάλια τους. Επειδή δεν το θαρρούσανε σωστό, αφού σίμωνε ο χειμώνας, να εμπιστευθούνε στη θάλασσα μεγαλύτερη αρμάδα.

20. Κι ο στρατηγός, αφού αμέσως την άλλη μέρα ανοίχτηκε στο πέλαγο, καθίζοντας στο κουπί τους ίδιους τους στρατιώτες, έπεφτεν επάνω στα χτήματα των Μιτυληνιών, που ήτανε στ' ακρογιάλια. Κι άρπαζε πολλά κοπάδια, πολύ σιτάρι και κρασί, επειδή μόλις είχε τελειώσει ο τρύγος· μα κι ανθρώπους όχι λίγους, όσοι απ' αυτούς δουλεύανε στα χτήματα. Έπεσεν επάνω και στης Χλόης και του Δάφνη τα υποστατικά· κι αφού βγήκεν έξω, άρπαζεν όσα έβρισκεν εμπρός του. Ο Δάφνης τότε δεν έβοσκε τα γίδια, παρά μπασμένος στο δάσος έκοφτε χλωρά κλαδόφυλλα για νάχη να δίνη στα γίδια θροφή το χειμώνα· κ' έτσι βλέποντας από ψηλά το διαγούμισμα εκρύφτηκε μέσα στην κουφάλα του κορμού ξερής οξιάς. Η Χλόη όμως ήτανε κοντά στα πρόβατα· κι όταν την εκυνήγησαν έτρεξε σαν ικέτιδα στις νύμφες για να γλυτώση και παρακαλούσε να λυπηθούνε κι όσα έβοσκε κι αυτή την ίδια για χάρη των θεώνε· μα κανένα όφελος· επειδή οι Μεθυμνιώτες, αφού έβρισαν κι ατίμασαν πολλά αγάλματα, και τα κοπάδια άρπαξαν κ' εκείνη την έσυραν σαν γίδα ή πρόβατο χτυπώντας τη με λιγαριές.

21. Κ' έχοντας πια τα καράβια γεμάτα από κάθε λογής άρπαγμα αποφασίσανε να μη τραβήξουν πιο πέρα, παρά γυρίζανε στην πατρίδα τους, επειδή εφοβόντανε και το χειμώνα και τους εχτρούς. Εφεύγανε λοιπόν και τυραννιστήκανε τραβώντας κουπί γιατί δεν εφυσούσε. Κι ο Δάφνης, άμα έγινεν ησυχία, επήγε στον κάμπο όπου έβοσκαν και μήτε τα γίδια βλέποντας, μήτε τα πρόβατα συναπαντώντας, μήτε τη Χλόη βρίσκοντας, παρά ερμιά μεγάλη και πεταμένο το σουραύλι, που με δαύτο ουνήθιζε να διασκεδάζη η Χλόη, φωνάζοντας δυνατά και κλαίοντας θρηνητικά, πότε έτρεχε κατά τη βαλανιδιά, όπου εκάθονταν, πότε κατά τη θάλασσα για να ιδή τη Χλόη και πότε στη σπηλιά των νυμφών, όπου είχε ζητήσει προστασία, όταν την έπιασαν. Εκεί έπεσε χάμω και κατηγορούσε τις νύμφες πως δεν εβοήθησαν.

22. — Από σας άρπαξαν τη Χλόη και παραδεχτήκατε να το ιδήτε; αυτή που σας έπλεκε τα στεφάνια, που έχυνε για τιμή σας το πρώτο γάλα που και το σουραύλι της τούτο σας τόκανε τάμα; Τραγί κανένα δε μου άρπαξε λύκος· μα οι εχτροί και το κοπάδι κ' εκείνη, που έβοσκε μαζί μου. Τα γίδια μου τα γδέρνουν και τα πρόβατα τα κάνουν θυσίες κ' η Χλόη θα καθίση σε πολιτεία. Με τι πόδια θα πάω στον πατέρα και στη μάννα χωρίς τα γίδια, χωρίς τη Χλόη, για να είμαι φτωχός σκαφτιάς, αφού δεν έχω πια τίποτε να βόσκω; Εδώ πεσμένος θα προσμένω το θάνατο ή άλλον εχτρό. Αρά γε κ' εσύ Χλόη τα ίδια υποφέρνεις; άρα γε θυμάσαι τον κάμπο τούτο και τις Νύμφες αυτές κ' εμένα; ή σε παρηγορούν τα πρόβατα και τα γίδια, που σκλαβωθήκανε μαζί σου;

23. Κ' εκεί που έλεγεν αυτά, από τα δάκρυα κι από τη λύπη τον παίρνει ύπνος βαθύς· και του παρουσιάζουνται οι τρεις Νύμφες, γυναίκες αψηλές κι όμορφες, μισόγυμνες και ξυπόλυτες, με ξέπλεκα μαλλιά και παρόμοιες με τ' αγάλματα. Στην αρχή εφάνηκαν πως συμπονούσαν το Δάφνη· ύστερα η πιο μεγάλη, γκαρδιόνοντάς τονε, λέει:

— Μη μας κατηγοράς καθόλου, Δάφνη, επειδή εμείς νοιαζόμαστε για τη Χλόη περισσότερο από σένα. Εμείς κι όταν ήτανε μωρό τη λυπηθήκαμε και σε τούτη εδώ τη σπηλιά την αναθρέψαμε. Εκείνη δεν έχει να κάνη τίποτε με τους κάμπους και με τα πρόβατα του Λάμωνα. Μα και τώρα έχουμε φροντίσει εμείς για κείνη να μη την πάνε σκλάβα στη Μέθυμνα, μήτε να γίνη μερτικό από τα πλιάτσικα των εχτρών. Και τον Πάνα εκείνο, που είναι στημένος κάτω από το πεύκο και που εσείς μήτε με άνθη τον ετιμήσατε, τον παρακαλέσαμε να βοηθήση τη Χλόη, επειδή είναι συνηθισμένος με τους στρατούς περισσότερο από εμάς κ' έχει κάνει πολλούς ίσαμε τώρα πολέμους, αφίνοντας τις εξοχές. Και θα πάη στους Μεθυμνιώτες όχι καλός εχτρός. Μην κάνης τίποτε άλλο, παρά σήκω και πήγαινε να σε ιδούν ο Λάμωνας και η Μυρτάλη, που κι αυτοί κείτονται χάμω, επειδή θαρρούνε πως κ' εσένα σ' άρπαξαν. Κι αύριο θα σούρθη η Χλόη με τα γίδια και τα πρόβατα και θα βοσκήσετε μαζί και το σουραύλι μαζί θα παίξετε· όσο για τ' αποδέλοιπα θα νοιαστή για σας ο Έρωτας.

24. Τέτοια ιδόντας κι ακούσαντας ο Δάφνης, αφού πετάχτηκε από τον ύπνο, γεμάτος δάκρυα από χαρά και λύπη και τ' αγάλματα των Νυμφών επροσκυνούσε κ' έταξε ότι, άμα σωθή η Χλόη, θα τους κάμη θυσία το πιο καλό τραγί. Κι αφού έτρεξε και κατά το πεύκο, όπου ήτανε στημένο το άγαλμα του Πάνα, τραγοπόδαρο, κερατιάρικο και κρατώντας με τόνα χέρι σουραύλι και με τάλλο τράγο, που επηδούσε, κ' εκείνον επροσκυνούσε και παρακαλούσε για τη Χλόη κ' έταζε πως θα του κάμη θυσία τράγο. Και μόλις καμιά φορά κατά το ηλιόγερμα παύοντας τα δάκρυα και τις προσευχές, αφού εφορτώθηκε στον ώμο του τα κλαδόφυλλα, που έκοψε, γύρισε στο εξοχικό. Κι άμα ξαλάφρωσε από την πίκρα το Λάμωνα και τους δικούς του και τους εγέμισε χαρά, και θροφή εδοκίμασε και πήγε για ύπνο, όχι όμως δίχως δάκρυα κι αυτόνε, μόνο παρακαλώντας να ξαναϊδή τις Νύμφες στ' όνειρό του και νάρθη γλήγορα η μέρα, που του έταξαν τη Χλόη. Η νύχτα εκείνη του φάνηκεν ότι ήτανε πιο μεγάλη από όλες. Και τούτα γίνανε στο διάστημά της.

25. Ο αρχηγός των Μεθυμνιωτών, αφού ξεμάκρυνε ίσαμε δέκα στάδια, θέλησε να ξεκουράση τους στρατιώτες, που ήταν αποσταμένοι από το διαγούμισμα· πιάνοντας λοιπόν σ' έναν κάβο που έμπαινε μέσα στο πέλαγο κι απλονότανε σα μισοφέγγαρο και που στο βάθος του η θάλασσα έκανε αραξοβόλι πιο απάνεμο από τούς λιμιώνες, άραξεν εκεί τα καράβια στ' ανοιχτά ρίχνοντας τις άγκυρες για να μη του πειράξη κανένα από τη στεριά κάνας χωριάτης, κ' έδωκε στους Μεθυμνιώτες την άδεια να διασκεδάζουνε με ησυχία. Κ' εκείνοι, έχοντας όλα μπόλικα από το άρπαγμα, επίνανε, χαροκοπούσαν, εκάνανε γιορτή σαν να είχανε νικήσει. Μα όταν έπεφτε η μέρα κ' η διασκέδαση έπαυεν εξαιτίας της νύχτας, άξαφνα όλη η γις εφάνηκε πως έλαμπε κι ακουότανε χτύπος τρομερός κουπιώνε, σαν ναρχότανε καταπάνω τους μεγάλη αρμάδα. Κάποιος εφώναξε τον αρχηγό, ο ένας έκραζε τον άλλο, κι άλλος εθαρρούσε πως ήταν πληγωμένος και κειτότανε χάμω σαν νεκρός. Θάλεγε κανένας πως βλέπει νυχτοπόλεμο χωρίς να υπάρχουνε καθόλου εχτροί.

26. Κι αφού τέτοια τους στάθηκε η νύχτα, ξημέρωσε ημέρα πολύ τρομερότερη από τη νύχτα. Οι τράγοι δηλαδή του Δάφνη και τα γίδια είχαν ανάμεσα στα κέρατα κισσό με τσαμπιά και τα κριάρια και τα πρόβατα της Χλόης ουρλιάζανε σαν λύκοι. Κ' είδαν και την ίδια στεφανωμένη με πεύκο. Μα και σ' αυτή τη θάλασσα γίνονταν πολλά περίεργα· οι άγκυρες δηλαδή, άμα δοκιμάζανε να τις σηκώσουν, εμένανε στον πάτο και τα κουπιά εσπάζανε, μόλις εκάνανε να τραβήξουν και δελφίνια, πηδώντας από τη θάλασσα και χτυπώντες με τις ουρές τους τα καράβια, έλυναν τους αρμούς· ακουότανε και κάποιος ήχος σουραυλιού από τον αψηλό βράχο, που ήτανε στην τσίμα του κάβου· μα δεν εγήτευε σαν σουραύλι παρά ετρόμαζεν όσους τον ακούανε, σαν σάλπιγγα. Εσαστίζανε λοιπόν κ' ετρέχανε να πάρουν τάρματα κ' εφώναζαν τους αθώρητους εχτρούς· ως που παρακαλούσανε πάλι νάρθη η νύχτα για να βρούνε ησυχία σ' αυτή. Όλα λοιπόν όσα γινόντανε, για όσους είχανε τα λογικά τους ήτανε ολοφάνερα σημάδια και φωνές του Πάνα, που είχε θυμώσει για κάτι με τους ναύτες· μα δεν μπορούσανε να μαντέψουν την αφορμή, επειδή δεν είχανε γδύσει κανένα αγιοτόπι του Πάνα· και κοντά το μεσημέρι στο στρατηγό, που είχε πέσει σε ύπνο όχι δίχως τη θέληση του θεού, φανερώθηκε ο ίδιος ο Πάνας λέγοντάς του τέτοια:

27. — Ω πιο αλιτήριοι κι' αθεόφοβοι από όλους τους ανθρώπους! Πώς αποκοτήσατε να κάνετε αυτά σαν εξωφρενιασμένοι. Εγεμίσατε πόλεμο την αγαπημένη μου εξοχή· αρπάξατε κοπάδια βόιδια και γίδια και πρόβατα, που εγώ τα νοιαζόμουν· ξεσύρατε από τους βωμούς παρθένα, που ο Έρωτας θέλει να κάμη μ' αυτή παραμύθι και δεν εφοβηθήκατε μήτε τις Νύμφες που σας εβλέπανε, μήτε εμένα τον Πάνα. Λοιπόν μήτε τη Μέθυμνα θα ιδήτε με τέτοια πλιάτσικα πηγαίνοντας εκεί, μήτε θα γλυτώσετε από τούτο το σουραύλι, που σας ετρόμαξε, μόνε θα σας κάνω θροφή των ψαριών, αφού σας βουλιάξω, ανίσως και δε γυρίσης πίσω στις Νύμφες όσο μπορείς γληγορότερα και τη Χλόη και τα κοπάδια της Χλόης και τα γίδια και τα πρόβατα. Σήκω λοιπόν και βγάλε στη στεριά την κόρη μαζί με όσα είπα. Και εγώ θα είμαι οδηγός σ' εσένα για το ταξίδι σου και σ' εκείνη για το δρόμο της.

28. Κατατρομαγμένος απ' αυτά ο Βρύαξης (επειδή έτσι τον ελέγανε το στρατηγό), πετιέται από τον ύπνο του· κι αφού επροσκάλεσε τους καπετάνιους των καραβιών τούς επρόσταξε να ζητήσουν το γληγορότερο ανάμεσα στους σκλάβους τη Χλόη· κ' εκείνοι γλήγορα τήνε βρήκανε και την έφεραν εμπρός του επειδή καθότανε στεφανωμένη με το πεύκο. Και νομίζοντας κι' αυτό ακόμη σημάδι εκείνων, που είδε στο όνειρό του, τη βγάζει στη στεριά με την ίδια τη ναυαρχίδα του. Και μόλις είχε βγη έξω η Χλόη, ακούεται πάλι από το βράχο ήχος σουραυλιού, όχι πια πολεμικός και τρομερός, παρά ποιμενικός και σαν να οδηγούσε τα κοπάδια στη βοσκή. Και τα πρόβατα έβγαιναν έξω τρεχάτα από τη σκάλα χωρίς να ξεγλιστρούν από τα νύχια τους και τα γίδια πιο τολμηρά, επειδή ήτανε και συνηθισμένα ν' ανεβοκατεβαίνουν τους γκρεμνούς.

29. Κι' αυτά τριγύριζαν τη Χλόη σαν να εχόρευαν πηδώντας και βελάζοντας κ' έδειχναν με τέτοια τη χαρά τους. Μα των άλλωνε βοσκών τα γίδια και τα πρόβατα και τα γελάδια έμεναν εκεί όπου ήτανε μέσα στ' αμπάρια σαν να μη τάκραξεν η μουσική. Κ' εκεί που όλοι εσαστίζανε με το θαύμα και υμνολογούσαν τον Πάνα, είδαν πιο περίεργα από τούτα και στη στεριά και στη θάλασσα. Τα καράβια των Μεθυμνιωτών ξεκινούσαν προτού να σηκώσουν τις άγκυρες και μπροστά από τη ναυαρχίδα επήγαινε δελφίνι, πηδώντας έξω από τη θάλασσα· τα γίδια και τα πρόβατα τα οδηγούσε πολύ γλυκός σκοπός σουραυλιού και κανένας δεν έβλεπε εκείνον που έπαιζε. Κ' έτσι τα πρόβατα και τα γίδια επροχωρούσαν κ' εβόσκανε μαζί, γητεμένα από τη μουσική.

30. Ήτανε κοντά ώρα της αγογιοματινής βοσκής κι ο Δάφνης, αφού ανάντεψε από ψηλή ραχούλα τα κοπάδια και τη Χλόη κ' εφώναξε δυνατά «ώ Νύμφες και Πάνα!» έτρεξε κάτου στον κάμπο· και σαν αγκάλιασε τη Χλόη και λιγοψύχησε έπεσε χάμω. Και μόλις τον εσυνέφερε η Χλόη με τα φιλιά και τον εζέστανε με τ' αγκαλιάσματά της, στη γνώριμη βαλανιδιά πηγαίνει· κι άμα εκάθισε στη ρίζα, την ερωτούσε πώς εξέφυγε από τόσους εχτρούς. Εκείνη του ανιστορεί όλα ένα προς ένα: των γιδιών τον κισσό, των προβάτων το ούρλιασμα, το πεύκο που άνθισε επάνω στο κεφάλι της, τη λάμψη της γης, το χτύπο που ακούστηκε στη θάλασσα, τους δυο σκοπούς του σουραυλιού, τον πολεμικό και τον ειρηνικό, τη νύχτα την τρομερή, το πώς μουσική της έδειξε το δρόμο, που αυτή δεν τον ήξερε. Άμα λοιπόν ο Δάφνης εκατάλαβε τα όνειρα των Νυμφών και τα έργα του Πάνα, λέει κι αυτός όσα είδε κι όσα άκουσε· κι ότι ενώ είχε σκοπό να πεθάνη έζησεν εξαιτίας τις Νύμφες. Κ' ύστερα τήνε στέλνει να φέρη το Δρύαντα και τα χρειαζούμενα για θυσία. Στο αναμεταξύ αυτός, πιάνοντας την πιο καλή γίδα και στεφανόνοντάς τη με κισσό, καθώς την είδαν οι εχτροί, και γάλα χύνοντας ανάμεσα στα κέρατά της, τη θυσίασε στις Νύμφες· κι αφού την εκρέμασε, την έγδαρε και το τομάρι το κρέμασε τάμα.

31. Κι όταν πια ήλθαν η Χλόη κ' οι άλλοι, αφού άναψε φωτιά, από τα κρέατα άλλα τάβρασε κι άλλα τάψησε και πρώτα ξεχώρισε για τις Νύμφες το καλύτερο μέρος κ' έχυσε λίγο από κροντήρα, που ήτανε γεμάτη μούστο. Και σαν έστρωσε στρώμα από φύλλα χλωρά, αρχίσανε να τρων και να πίνουν και να διασκεδάζουν, και συνάμα είχε το νου του στα κοπάδια, μήπως λύκος πέφτοντας μέσα σ' αυτά κάμη τα έργα των εχτρών. Είπανε και μερικά τραγούδια για τιμή των Νυμφών, αρχαίων βοσκών ρίμες. Κι όταν ενύχτωσε, εκοιμηθήκανε στην εξοχή και την άλλη μέρα θυμόντανε τον Πάνα· κι αφού στεφανώσανε με πεύκο τον τράγο τον μπροστάρη, τον επήγανε σιμά στο πεύκο· κι άμα τον ερραντίσανε με κρασί κ' εδόξασαν το θεό, τον εθυσίασαν, τον εκρέμασαν, τον έγδαραν. Τα κρέατα, αφού τάψησαν και τάβρασαν, τάβαλαν εκεί κοντά στο λιβάδι ανάμεσα σε χόρτα και το τομάρι με τα κέρατά του το κάρφωσαν επάνω στο πεύκο κοντά στο άγαλμα, ποιμενικό τάμα σε ποιμενικό θεό· ξεχωρίσανε γι' αυτόν και τα καλύτερα κρέατα κ' εχύσανε μούστο από μεγαλύτερη κροντήρα· ετραγούδησε η Χλόη κι ο Δάφνης έπαιξε το σουραύλι.

32. Κ' ύστερ' από αυτά χαμοκάθησαν κ' έτρωγαν· κ' έρχεται κοντά τους κατά τύχη ο Φιλητάς ο γελαδάρης, φέρνοντας μερικά στεφανάκια στον Πάνα και σταφύλια με τα φύλλα ακόμη και με τις κληματόβεργες. Τον ακολουθούσε κι ο μικρός του ο γιος ο Τίτυρος, ξανθό αγόρι και γαλανομμάτικο· χαρούμενο παιδί και θαρρετό και που πηδούσεν ανάλαφρα περπατώντας σαν κατσικάκι. Σηκωθήκανε λοιπόν επάνω και στεφανόνανε μαζί τον Πάνα και τις κληματόβεργες από τα φύλλα του πεύκου κρεμούσαν κι αφού τον εκάθισαν κοντά τους του εβάνανε να φάη. Και σαν γέροι πιομένοι λιγάκι πολλά αναμεταξύ τους έλεγαν πως έβοσκαν, όταν ήτανε νέοι πως πολλά κυνηγητά κουρσάρων εξέφυγαν παινεύονταν ένας πως εσκότωσε λύκο κι άλλος πως στο σουραύλι μόνο από τον Πάνα έμενε πίσω. Η παινεψιά τούτη ήτανε του Φιλητά.

33. Ο Δάφνης λοιπόν κ' η Χλόη τόνε θερμοπαρακαλούσανε να τους μάθη κι αυτούς την τέχνη και να παίξη σουραύλι σε γιορτή θεού, που αγαπούσε το σουραύλι. Στρέγει ο Φιλητάς, αν και κατηγορούσε τα γερατιά, πως δεν ταφίσανε δύναμη, και πήρε στα χέρια του το σουραύλι του Δάφνη. Μα αυτό ήτανε μικρό για μεγάλη τέχνη, επειδή το εφυσούσε παιδιάτικο στόμα. Στέλνει λοιπόν τον Τίτυρο να φέρη το δικό του, αν και το σπίτι ήτανε μακριά δέκα στάδια. Κι ο Τίτυρος, αφού πέταξε το ρούχο του, έφυγε γυμνός τρέχοντας σαν ελαφάκι. Τότε ο Δάμωνας υποσχέθηκε να ειπή την ιστορία της Σύριγγας, που του την είχε μάθει ένας Σικελιώτης παίρνοντας για πλερωμή έναν τράγο κ' ένα σουραύλι.

34. Η σήριγγα τούτη, τόργανο, δεν ήτανε όργανο, παρά κόρη όμορφη και με φωνή γλυκιά· έβοσκε γίδια, έπαιζε μαζί με τις Νύμφες, ετραγουδούσε όπως τώρα. Ενώ αυτή έβοσκε, έπαιζε, ετραγουδούσε, ο Πάνας, αφού πήγε κοντά της, την παρακαλούσε για ό,τι την ήθελε και της έταζε πως θα κάνη όλες τις γίδες της να γεννούνε διπλάρια. Μα εκείνη περιγελούσε τον έρωτά του κ' έλεγε πως δε θέλει αγαπητικό, που δεν είναι μήτε τράγος, μήτε άνθρωπος ολάκαιρος. Την κυνηγάει να την πιάση ο Πάνας με τη βία· η Σήριγγα όμως έφευγε και τον Πάνα και τη βία· κ' ενώ έτρεχε κι απόσταινε, σε νεροκάλαμα κρύβεται, σε βάλτο χάνεται. Ο Πάνας, αφού έκοψε με θυμό τα νεροκάλαμα και δε βρήκε την κόρη, καταλαβαίνει το πάθημά του, (ότι η κόρη έγινε καλάμι) και τότε φτιάνει το όργανο, αφού ένωσε με κερί τα καλάμια, το ένα μικρότερο από τάλλο, επειδή κι ο έρωτας ήτανε άνισος γι' αυτούς. Κ' η όμορφη τότε κόρη είναι σήμερα σουραύλι γλυκόλαλο.

35. Μόλις είχε τελειώσει την ιστορία ο Δάμωνας και τον παινούσε ο Φιλητάς, ότι τους είπε παραμύθι νοστιμότερο κι από τραγούδι, έρχεται κι ο Τίτυρος φέρνοντας στον πατέρα του το σουραύλι, μεγάλο όργανο και με μεγάλα καλάμια· κι όπου ήτανε αλειμμένο με κερί, είχε πλουμίδια από χάλκωμα. Θάλεγε κανένας πως ήτανε το ίδιο εκείνο, που επρωτόφτιασε ο Πάνας. Αφού λοιπόν εσηκώθηκε ο Φιλητάς και στάθηκε ορθός στο κάθισμά του, εδοκίμασε πρώτα αν φυσάνε καλά τα καλάμια· έπειτα αφού είδε, ότι ελεύθερα περνάει το φύσημα, άρχισε να φυσάη πολύ και δυνατά. Θα ενόμιζε κανένας πως ακούει φλογέρες, που επαίζανε μαζί· τόσο βούηζε το σφύριγμα. Και σιγά σιγά λιγοστεύοντας τη δύναμη, στο γλυκότερο εγύριζε το σκοπό. Και δείχνοντας κάθε τέχνη της μουσικής πώς να βόσκουν όμορφα, έπαιζε το σουραύλι όσο πρέπει για τα βόιδια κι όσο ταιριάζει στα γίδια κι όσο αρέσει στα πρόβατα. Γλυκόφωνο ήτανε των προβάτωνε, δυνατό των βοϊδιώνε, ψιλόφωνο των γιδιώνε· μ' ένα λόγο κάθε λογής σουραύλια τα μιμήθηκε ένα σουραύλι.

36. Οι άλλοι βουβοί ήτανε ξαπλωμένοι κ' ευχαριστιόντανε. Κι ο Δρύαντας, αφού σηκώθηκε και πρόσταξε να του παίξουνε βακχικό σκοπό, τους εχόρεψε χορό του τρύγου· κ' εφαινόταν πότε σαν να τρυγούσε, πότε σαν να κουβαλούσε κοφίνια, έπειτα σαν να επατούσε τα σταφύλια, κατόπι σαν να εγέμιζε τα πιθάρια και στο τέλος σαν να έπινε μούστο. Αυτά όλα τόσο όμορφα τα εχόρεψε ο Δρύαντας και καθαρά, που ενόμιζαν ότι βλέπουν και τ' αμπέλια και το πατητήρι και τα πιθάρια και το Δρύαντα να πίνη στα σωστά.

37. Αφού λοιπόν ο γέρος αυτός παινεύτηκε τρίτος για το χορό του, φιλεί τη Χλόη και το Δάφνη· και τούτοι, αφού εσηκώθηκαν αμέσως, εχόρεψαν την ιστορία του Δάμωνα· ο Δάφνης έκανε τον Πάνα κ' η Χλόη τη Σήριγγα· εκείνος την παρακαλούσε να τον ακούση κι αυτή αδιαφορώντας χαμογελούσε· εκείνος την εκυνηγούσε κ' έτρεχε στις άκρες των νυχιώνε για να μιμιέται τα διχάλια του τράγου κι αυτή καμονότανε την αποσταμένη από τη φευγάλα. Έπειτα η Χλόη στο δάσος, αντί για τα βάλτο, κρύβεται· κι ο Δάφνης αφού επήρε το μεγάλο σουραύλι του Φιλητά, έπαιζε λυπητερά σαν ερωτευμένος, παθητικά σαν να την παρακαλούσε, ξαναφωναχτικά σαν να την αναζητούσε. Ως που ο Φιλητάς εθαύμασε και τόνε φιλεί, αφού πετάχθηκε απάνω, και του χαρίζει το σουραύλι άμα τον εφίλησε· κ' ευχήθηκε να τ' αφίση κι' ο Δάφνης σε παρόμοιο κληρονόμο. Κι ο Δάφνης, αφού αφιέρωσε το δικό του το μικρό στον Πάνα κ' εφίλησε τη Χλόη, σαν να τήνε βρήκε ύστερ' από αληθινή φευγάλα, εγύριζε το κοπάδι στη στάνη παίζοντας το σουραύλι.

38. Κι όταν είχε πια νυχτώσει, εγύριζε κ' η Χλόη το κοπάδι της μαζεύοντάς το με το σκοπό του σουραυλιού· τα γίδια πηγαίνανε μαζί με τα πρόβατα κι ο Δάφνης επερπατούσε πλάι στη Χλόη κ' έτσι εχόρτασαν ο ένας τον άλλο ίσαμε τη νύχτα κ' εσυμφωνήσανε να βγάλουν την άλλη μέρα γληγορότερα τα κοπάδια στη βοσκή· κ' έτσι εκάμανε. Μόλις λοιπόν εξημέρωσε πήγανε στη βοσκή· κι αφού τις Νύμφες πρώτα κ' ύστερα τον Πάνα εχαιρέτισαν, εκάθησαν κατόπι κάτω από την αγριοβαλανιδιά κ' έπαιξαν το σουραύλι· έπειτα εφιλιόντανε, αγκαλιάζονταν, επλαγιάζανε χάμω· και χωρίς να κάμουνε τίποτε περισσότερο εσηκόνονταν. Ενοιάστηκαν και για φαΐ κ' έπιαν κρασί ανακατόνοντάς το με γάλα.

39. Κι όταν από όλ' αυτά έγιναν πιο ζεστοί και πιο ζωηροί, αρχίζουνε να μαλώνουνε σαν ερωτευμένοι και σε λίγο κατάντησαν και στους όρκους. Ο Δάφνης λοιπόν, αφού πήγε κάτω από το πεύκο, ορκίστηκε στον Πάνα να μη ζήση ποτέ μονάχος μήτε μια μέρα δίχως τη Χλόη. Κ' η Χλόη αφού μπήκε στη σπηλιά ορκίστηκε στις Νύμφες, ότι θα ζήση και θα πεθάνη μαζί με το Δάφνη. Μα η Χλόη σαν κόρη, ήτανε τόσο αθώα, ώστε βγαίνοντας από τη σπηλιά ήθελε να του πάρη και δεύτερο όρκο, λέγοντάς του:

— Ω Δάφνη! ο Πάνας είναι θεός, που του αρέσει ο έρωτας κι άπιστος· αγάπησε την Πίτη μα αγάπησε και τη Σήριγγα· και δεν παύει ποτέ να πειράζη τις Δρυάδες και να ενοχλή τις Επιμηλίδες νύμφες. Αυτός λοιπόν, που δεν εκράτησε τους όρκους του, θ' αδιαφορήση να τιμωρήση κ' εσένα κι αν πας με γυναίκες πιο πολλές κι από τα καλάμια του σουραυλιού σου. Μα εσύ ορκίσου με στο κοπάδι τούτο και στη γίδα εκείνη, που σ' ανάθρεψε, πως δε θ' αφίσης τη Χλόη όσο σου μένει πιστή· κι αν φανή ψεύτρα σ' εσένα και στις Νύμφες, να την αποφεύγης και να τήνε μισής και να τη σκοτώσης σαν λύκο.

Ευχαριστιότανε ο Δάφνης που δεν τον επίστευε κι αφού εστάθηκε στη μέση του κοπαδιού κ' έπιασε με το ένα χέρι γίδα και με τάλλο τράγο, ορκιζότανε ν' αγαπάη τη Χλόη όσο θα τον αγαπούσε· κι αν προτιμήση άλλον από το Δάφνη να σκοτωθή αυτός, αντί για κείνη. Κ' η Χλόη χαιρότανε κ' επίστευε σαν κόρη και σαν βοσκοπούλα και που θαρρούσε, και τα γίδια και τα πρόβατα είναι για τους βοσκούς και τους γιδάρηδες ξεχωριστοί θεοί.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ

1. Κ' οι Μιτυληνιοί άμα έμαθαν τον ερχομό των δέκα καραβιών κατεπάνω τους κι άμα μερικοί, ερχάμενοι από τις εξοχές, τους εμήνυσαν το διαγούμισμα, ενόμισαν ότι δεν έπρεπε να παραδεχτούνε να πάθουν αυτά από τους Μεθυμνιώτες· κι αποφάσισαν το γληγορότερο να τους σηκώσουν πόλεμο κι αυτοί. Κι αφού εστρατολόγησαν τρεις χιλιάδες σκουτάριους και πεντακόσους καβαλαρέους, εστείλανε στεριάς το στρατηγό Ίππασο, επειδή εφοβόντανε τη θάλασσα χειμώνα καιρό.

2. Κι ο Ίππασος ξεκινήσαντας δε διαγούμιζε τις εξοχές των Μεθυμνιωτώνε, μήτε τα κοπάδια και τα χτήματα των ζευγολάτωνε και των βοσκών επείραζε, επειδή αυτά τα θαρρούσε περισσότερο καμώματα κουρσάρου παρά στρατηγού· μόνο έτρεχε κατά την πολιτεία την ίδια για να πιάση άξαφνα τις απροφύλαχτες θύρες. Κ' ενώ ήτανε μακριά ίσαμ' εκατό στάδια, τόνε συναπαντάει μαντάτορας φέρνοντας συνθήκη. Επειδή οι Μεθυμνιώτες, άμα έμαθαν από τους σκλαβωμένους, ότι οι Μιτυληνιοί δεν ξέρουν τίποτε από όσα είχανε γίνει παρά ζευγολάτες και βοσκοί έκαναν αυτά στους νέους, που τους αδικήσανε, μετάνοιωναν γιατί αποκοτήσανε να φερθούνε σε γειτονική πολιτεία έτσι άσχημα κι όχι φρονιμότερα· κ' εστέλνανε συνθήκη, αφού γυρίσουν πίσω όλα τ' αρπαγμένα, να σμίγουνε πάλε άφοβα στεριάς και θάλασσας. Ο Ίππασος όμως στέλνει το μαντάτορα στους Μιτυληνιούς, αν και ήτανε διορισμένος στρατηγός αυτεξούσιος· κι αυτός αφού ετέντωσε ίσαμε δέκα στάδια μακριά από τη Μέθυμνα, επρόσμενε τη διάτα από την πολιτεία. Κι άμα επεράσανε δυο ημέρες ήλθε ο μαντατοφόρος κ' έφερε μήνυμα να πάρη τ' αρπαγμένα και να γυρίση πίσω χωρίς να κάνη κανένα κακό. Επειδή αφού είχανε να διαλέξουν ανάμεσα σε πόλεμο και ειρήνη, έβρισκαν πιο ωφέλιμη την ειρήνη.

3. Κι ο πόλεμος των Μεθυμνιωτώνε και των Μιτυληνιών, που επήρεν αναπάντεχη αρχή και τέλος, έτσι ετέλειωσε. Μα για το Δάφνη και τη Χλόη έρχεται χειμώνας πιο πικραμένος κι από τον πόλεμο. Επειδή έπεσεν άξαφνα χιόνι πολύ κ' εσκέπασεν όλους τους δρόμους κι όλους τους ζευγολάτες τους έκλεισε τα καλύβια τους. Ορμητικά τα ξεροπόταμα κατέβαζαν, το νερό είχε κρουσταλιάσει, τα δέντρα εμοιάζανε με κατατσακισμένα. Η γης όλη δε φαινόταν εξόν κάπου γύρω στις νερομάννες και στα ρέματα. Κ' έτσι κανένας κοπάδι στη βοσκή δεν έβγαζε, μήτε ο ίδιος ξεμύτιζε από τη θύρα του, παρά ανάβοντας φωτιά με του πετεινού το λάλημα, άλλοι λινάρι έκλωθαν, άλλοι γιδόμαλλα έγνεφαν κι άλλοι παγίδες για τα πουλιά έφτιαναν. Τότε εφροντίζανε να τρώνε τα βόιδια άχερο στους σταύλους, τα γίδια και τα πρόβατα στις στάνες φύλλα, οι χοίροι στα χοιροστάσια πρινοκόκκι και βαλανίδια.

4. Ενώ λοιπόν αναγκαστικά έμεναν όλοι κλεισμένοι, οι ζευγολάτες κ' οι βοσκοί χαιρόντανε επειδή εγλυτώνανε για λίγο καιρό από τους κόπους και πουρνιάτικα φαγιά έτρωγαν κ' εκοιμόνταν πολλές ώρες, ώστε ο χειμώνας τους εφαινόταν κι από το καλοκαίρι, κι από το χυνόπωρο κι απ' αυτή την άνοιξη πιο γλυκός. Μα η Χλόη κι ο Δάφνης, θυμούμενοι τις χαρές που είχαν αφίσει, πώς εφιλιόνταν, πώς αγκαλιάζονταν, πώς μαζί εβάζανε στο στόμα τους το φαΐ, περνούσανε νύχτες άγρυπνες, και πικραμένες και την άνοιξη προσμένανε σαν ξαναγεννημό από το θάνατο. Και τους επίκραινε όταν έπεφτε στα χέρια τους κανένα ταγάρι, που είχανε το φαΐ τους σ' αυτό, ή όταν έβλεπαν κανένα καρδάρι από όπου είχανε πιει μαζί, ή σουραύλι αδιάφορα πεταμένο, που ήτανε χάρισμα ερωτικό. Παρακαλούσανε λοιπόν τις Νύμφες και τον Πάνα να τους γλυτώσουν από τα βάσανα τούτα και να δείξουν κάποτε πια σ' αυτούς και στα κοπάδια ήλιο. Κ' ενώ παρακαλούσαν, προσπαθούσανε συνάμα να βρουν και τρόπο για να ιδούν ο ένας τον άλλον. Η Χλόη ήτανε φοβερά ανίκανη και δεν έκοβε το μυαλό της, επειδή πάντα βρισκότανε σιμά της η ψευτομάννα, μαθαίνοντάς τη να ξαίνη τα μαλλιά και να στρήφτη τ' αδράχτι και μιλώντάς της όλο για παντρειά. Ο Δάφνης όμως, καθώς δεν είχε τι να κάνη κ' ήτανε και πιο έξυπνος από την κορασιά, τέτοιο πράγμα εσοφίστηκε για να ιδή τη Χλόη.

5. Εμπρός στη στάνη του Δρύαντα και κάτου από το φράχτη της ήτανε δυο μεγάλες σμερτιές και κισσός είχε φυτρώσει· οι σμυρτιές ήτανε η μια κοντά στην άλλη κι ο κισσός ανάμεσα στις δυο, ώστε απλώνοντας σε καθεμιά τα κορφοβλάσταρά του σαν κλήμα με τ' απαναπανωτά φύλλα του έφτιανε είδος σπηλιάς· και τα τσαμπιά πολλά και μεγάλα, σαν σταφύλια από τα κλήματα, κρεμόντανε. Ήτανε λοιπόν γύρω του πλήθος πολύ χειμωνιάτικων πουλιών, επειδή δεν έβρισκαν έξω θροφή· πολλά κοτσίφια και πολλές τσίχλες και φάσες και ψαρώνια και κάθε λογής άλλα κισσοφάγα πετούμενα. Με την πρόφαση να κυνηγήση τα πουλιά εβγήκεν έξω ο Δάφνης, αφού εγέμισε το ταγάρι του πήττες μελωμένες και φέρνοντας για να τον πιστέψουν αξό και δίχτυα. Το αναμεταξύ διάστημα δεν ήτανε περισσότερο από δέκα στάδια· μα επειδή το χιόνι δεν είχε λυώσει ακόμη, τούδινε πολλή κούραση. Ο έρωτας όμως όλα μπορεί να τα διαβή και φωτιά και νερό και Σκυθικό χιόνι.

6. Φτάνει λοιπόν τρεχάλα στη στάνη κι αφού ετίναξε από τα πόδια του το χιόνι, και τα δίχτυα έστησε και τον αξό τον άλειψε σε βέργες μακρουλές· κ' ύστερα καθότανε προσμένοντας πουλιά και τη Χλόη.

Όσο για πουλιά και πολλά ήρθανε κι αρκετά έπιασε, ως που κουράστηκε πολύ να τα μαζεύη και να τα σκοτόνη και να μαδάη τα φτερά τους. Μα από τη στάνη δεν επρόβαινε κανένας μήτε άντρας, μήτε γυναίκα, μήτε όρνιθα παρά όλοι καθισμένοι στη φωτιά ήτανε μέσα κλεισμένοι, ώστε ο Δάφνης δεν ήξερε τι να κάνη κ' εβασάνιζε το μυαλό του να βρη πρόφαση για ν' αμπώξη τη θύρα και ρωτιότανε μοναχός του τι να ειπή πιο πιστευτό:

— Ήρθα για ν' ανάψω φωτιά· — μα μήπως δεν ήτανε πιο κοντινοί γείτονες; Ήρθα να γυρέψω ψωμί — μα το ταγάρι είναι γεμάτο θροφή. Κρασί χρειάζουμαι· — μα χτες και προχτές ετρύγησες. Λύκος μ' εκυνηγούσε· — και που είναι οι πατημασιές του λύκου; Ήρθα να κυνηγήσω τα πουλιά· — γιατί λοιπόν αφού κυνήγησες δε φεύγεις; Να ιδώ τη Χλόη θέλω· — μα ποιος το λέει έτσι φανερά στον πατέρα και τη μάννα κόρης; Ο φταίχτης δα παντού σωπαίνει· κι από όλα τούτα τίποτε δεν είναι δίχως υποψία. Καλύτερα λοιπόν να σωπαίνω. Και τη Χλόη θα την ξαναϊδώ το καλοκαίρι, αφού καθώς φαίνεται δεν ήτανε γραφτό να την ιδώ το χειμώνα. Αφού εστοχάστηκε κάτι τέτοια κ' εμάζεψε το κυνήγι, ξεκίνησε να φύγη. Μα σαν να τον ψυχοπόνεσεν ο Έρωτας γίνονται τούτα:

7. Εβάνανε να φάνε ο Δρύαντας κ' οι δικοί του· εμοιράζονταν τα κρέατα· έβαναν ψωμί στο τραπέζι έπιαναν κρασί. Ένα μαντρόσκυλο παραφυλάξαντας την απροσεξιά τους, άρπαξεν ένα κομμάτι κρέας κ' έφυγε από τη θύρα. Εθύμωσεν ο Δρύαντας (επειδή ήτανε το δικό του μερτικό) κι αφού άρπαξεν ένα ξύλο το εκυνηγούσε από κοντά σαν σκυλί. Κ' ενώ το εκυνηγούσε κ' έφτασε σιμά στον κισσό, βλέπει το Δάφνη, που είχε κρεμάσει στους ώμους το κυνήγι, αποφασισμένος να φύγη κρυφά. Αμέσως ο Δρύαντας εξέχασε το κρέας και το σκυλί· κι αφού εφώναξε δυνατά «γεια σου παιδί μου!» τον αγκάλιαζε και τον εφιλούσε και τον έμπαζε μέσα κρατώντας τον από το χέρι. Παρολίγο λοιπόν η Χλόη κι ο Δάφνης άμα ιδωθήκανε να πέσουνε χάμω· σαν μπόρεσαν όμως να μείνουν ορθοί εχαιρετήθηκαν και γλυκοφιληθήκανε· κι αυτό τους έγινε στήριγμα για να μη πέσουν.

8. Κι ο Δάφνης αφού ανέλπιστα βρήκε και φιλί και τη Χλόη, κάθησε κοντά στη φωτιά κ' έρριξεν από τους ώμους του επάνω στο τραπέζι τις φάσες και τα κοτσύφια· και διηγότανε πως στενοχωρημένος από την κλεισούρα στο σπίτι εβγήκε για κυνήγι και πως άλλα με τα δίχτυα κι άλλα με τα ξόβεργα έπιασε τα πουλιά, που δρέγονταν τα σμέρτα και τον κισσό. Κ' εκείνοι επαίνευαν την εξυπνάδα του και τον προσκαλούσανε να φάη από όσα άφισε ο σκύλος. Ελέγανε και στη Χλόη να του βάνη να πιή. Κι αυτή με χαρά έβαλε και στους άλλους και στο Δάφνη ύστερ' από κείνους· επειδή εκαμονότανε πως ήτανε θυμωμένη γιατί μια κ' είχεν έλθει εσκόπευε να φύγη χωρίς να την ιδή. Μα πριν να του δώση έπιε λίγο από το κρασί και ύστερα του το έδωκε. Κι ο Δάφνης, αν και διψούσε, έπινε αργά για να νοιώθη από την άργητα πιο πολλή ευχαρίστηση.

9. Το τραπέζι γλήγορα άδειασεν από ψωμιά και κρέατα· και καθούμενοι ακόμη τον ερωτούσανε για τη Μυρτάλη και το Δάμωνα και τους εκαλοτύχιζαν πως θα έχουν τέτοιονε γεροκόμο· κι ο Δάφνης εχαιρόταν που άκουγε η Χλόη τα παινέματα. Μα όταν τον εκράτησαν για να κάνουνε θυσία στο Διόνυσο την άλλη μέρα, παρολίγο από τη χαρά να προσκυνήση εκείνους αντί για το Διόνυσο. Αμέσως λοιπόν έβγανε από το ταγάρι του πολλές πήττες κι όσα πουλιά είχε πιάσει· κι αυτά τα ετοιμάζανε για το δείπνο. Ξανάπιασαν κρασί κι άναψαν πάλι φωτιά· κ' επειδή ενύχτωσε γλήγορα ξανακαθίσανε στο τραπέζι. Κ' ύστερα αφού είπανε παραμύθια κ' ετραγούδησαν, επήγανε για ύπνο, η Χλόη με τη μητέρα της κι ο Δρύαντας με το Δάφνη. Κ' η Χλόη τίποτε άλλο δε συλλογιζότανε παρά ότι την άλλη μέρα θα ιδή το Δάφνη. Κι ο Δάφνης εδοκίμαζε φανταστική χαρά, επειδή ενόμιζε πως ήταν ευχάριστο να κοιμηθή με τον πατέρα της Χλόης· κ' έτσι τον αγκάλιαζε και τόνε γλυκοφιλούσε συχνά, επειδή ονειρευόταν πως όλα αυτά τα κάνει της Χλόης.

10. Κι άμα εξημέρωσε έκανε κρύο τρομερό και το φύσημα του βοριά τάκαψεν όλα. Κ' εκείνοι, αφού εσηκώθηκαν, κάνουνε θυσία στο Διόνυσο κριάρι χρονιάρικο· κι αφού ανάψανε μεγάλη φωτιά, ετοίμαζαν το φαΐ. Ενώ λοιπόν η Νάπη εζύμωνε κι ο Δρύαντας έψηνε το κριάρι, βρίσκοντας ευκαιρία ο Δάφνης κ' η Χλόη, βγήκαν έξω από τη στάνη εκεί όπου ήταν ο κισσός· κι αφού έστησαν πάλι δίχτυα και ξόβεργα, έπιασαν όχι λίγα πουλιά. Μα εδοκίμαζαν κι από φιλιά αδιάκοπη γλύκα και γλυκοκουβεντιάζανε:

— Για σένα ήλθα Χλόη.

— Το ξέρω, Δάφνη.

 — Για σένα σκοτόνω τα κακόμοιρα τα κοτσύφια. Πού λοιπόν θα
καταντήσω για σένα; Να με θυμάσαι.

 — Σε θυμάμαι· μα τις Νύμφες που σ' ορκίστηκα κάποτε σ' εκείνη τη
σπηλιά, όπου θα πάμε μόλις το χιόνι λυώσει.

— Μα είναι πολύ, Χλόη, και φοβάμαι μήπως εγώ πριν απ' αυτό λυώσω.

— Κάνε κουράγιο, Δάφνη· καυτερός είν' ο ήλιος.

— Άμποτε να ήταν τόσο καυτερός, όσο η φωτιά που καίει την καρδιά μου.

— Αστειεύεσαι κοροϊδεύοντάς με.

— Όχι, μα τα γίδια, που εσύ μ' επρόσταξες να σ' ορκιστώ.

11. Αφού αποκρίθηκεν αυτά η Χλόη στο Δάφνη σαν αντίλαλος κ' επειδή τους εφώναξεν η Νάπη, εμπήκανε πάλι μέσα, πολύ περισσότερο κυνήγι από το χτεσινό φέρνοντας. Κι άμα έχυσαν κρασί για τιμή του Διόνυσου, έτρωγαν έχοντας στεφανωμένα τα κεφάλια με κισσό. Κι όταν έφτασε η ώρα, σαν ετραγούδησαν τον Ίακχο κ' εφώναξαν «ευοί», ξεπροβόδιζαν το Δάφνη, αφού του εγέμισαν το ταγάρι κρέατα και ψωμιά. Τούδωκαν και τις φάσες και τις τσίχλες να της πάη του Δάμωνα και της Μυρτάλης, επειδή αυτοί θα έπιαναν άλλες όσο θα βαστούσε ο χειμώνας και δε θάλειπε ο κισσός. Κι ο Δάφνης έφευγε, αφού τους εφίλησε πρώτ' από τη Χλόη για να μείνη απείραχτο το φίλημα εκείνης. Μα κι άλλες πολλές φορές ξαναπήγε εκεί μ' άλλους τρόπους· κ' έτσι ο χειμώνας δεν επέρασε γι' αυτούς δίχως έρωτα.

12. Κι όταν άρχιζε πια η άνοιξη και το χιόνι έλυονε κ' η γις ξεκαθάριζε και το χορτάρι έβγαινε, κ' οι άλλοι βοσκοί έβγαναν τα κοπάδια στη βοσκή και πρώτοι απ' όλους η Χλόη κι ο Δάφνης σαν να εδουλεύανε σε μεγαλύτερο βοσκό. Αμέσως λοιπόν ετρέξανε στις Νύμφες και στη σπηλιά· κι από εκεί στον Πάνα και στο πεύκο· ύστερα στη βαλανιδιά, όπου καθούμενοι και τα κοπάδια έβοσκαν κ' εγλυκοφιλούσαν ο ένας τον άλλο. Εζητήσανε να βρούνε και λουλούδια, επειδή ηθέλανε να στεφανώσουν τους θεούς· μα αυτά μόλις τα είχε ανοίξει ο Ζέφυρος, που τάθρεφε, κι ο ήλιος που τα εζέσταινε· κι όμως εβρέθηκαν και μενεξέδες και μανούσια και γαλατσίδες κι όσα πρωτοφέρνει η άνοιξη. Η Χλόη κι ο Δάφνης άρμεξαν από γίδες κι από μερικές προβατίνες το πρώτο γάλα και μ' αυτό ερράντισαν τ' αγάλματα, ενώ τα εστεφάνοναν. Έπειτα έκαμαν αρχή και του σουραυλιού σαν να παρακινούσανε τ' αηδόνια για το λάλημα· κ' εκείνα αποκρινόντανε μέσ' από τα βάτα και σιγά-σιγά εθρηνολογούσαν τον Ίτυ, σαν να εθυμόντανε το τραγούδι ύστερις από μακριά σιωπή.

13. Εβέλαξαν και τα πρόβατα, επήδησαν και τ' αρνιά κι αφού εγονάτιζαν από κάτω από τις μαννάδες τους, εβύζαιναν τα μαστάρια· κι όσες δεν είχαν ακόμη γεννήσει τις εκυνηγούσαν τα κριάρια κι' άμα τις εσταματούσαν από την κούραση, καβαλίκευαν καθένα από μία. Εκυνήγησαν κ' οι τράγοι τις γίδες κ' επηδούσαν τριγύρω τους πιο ερωτικά και πιάνονταν αναμεταξύ τους για τις γίδες. Και κάθε τράγος είχε τις δικές του κ' επρόσεχε μήπως κανένας άλλος του τις καβαλικέψει κρυφά. Τα τέτοια πράγματα και τους γέρους ακόμη, αν τα βλέπανε, θα τους παρακινούσανε στην απόλαψη. Κι ο Δάφνης κ' η Χλόη, αφού ήτανε νέοι και γαυριασμένοι κ' εζητούσαν από πολύ πια καιρόν αγάπη, ξάναβαν από όσα άκουαν κ' έλυοναν από όσα έβλεπαν κ' ήθελαν κι αυτοί κάτι περισσότερο από το φιλί κι από τ' αγκάλιασμα· μα πιο πολύ ο Δάφνης, αφού βέβαια εδυνάμωσε από την κλεισούρα όλο το χειμώνα κι από το καθισιό, και τα φιλιά επιθυμούσε και γι' αγκαλιάσματα ελαχτάριζε και για κάθε δουλιά ήτανε πιο περίεργος και πιο τολμηρός.

14. Παρακαλούσε λοιπόν τη Χλόη να του χαρίση ό,τι ήθελε και γυμνή να πλαγιάσει μ' αυτόνε γυμνό περισσότερη ώρα από όση συνήθιζανε προτήτερα· επειδή αυτό έλειπε από του Φιλητά τις ορμήνιες για να γίνη και το μόνο γιατρικό που καταλαγιάζει την αγάπη. Κι όταν εκείνη ερωτούσε τι άλλο είναι ακόμη από το φιλί κι από τ' αγκάλιασμα κι απ' αυτό το πλάγιασμα και τι στοχάζεται να κάνη αν γυμνός ξαπλωθή μ' αυτήνε γυμνή, ο Δάφνης είπε:

— Αυτό που κάνουν τα κριάρια στις προβατίνες κ' οι τράγοι στις γίδες. Βλέπεις πως ύστερ' απ' αυτή τη δουλιά μήτ' εκείνες πια τους αποφεύγουν, μήτ' εκείνοι κουράζονται κυνηγώντάς τες, παρά από δω και πέρα, σαν να δοκιμάζουνε την ίδια γλύκα, βόσκουνε μαζί; Πολύ γλυκιά, καθώς φαίνεται, είναι η δουλιά και νικάει την πίκρα του έρωτα.

— Μα δε βλέπεις, Δάφνη, τις γίδες και τα κριάρια και τους τράγους και τις προβατίνες, πως εκείνοι κάνουν ορθοί κ' εκείνες παθαίνουν ορθές; εκείνοι αφού πηδήσουν, κι αυτές αφού τους κρατήσουν στα πισινά τους; Κ' εσύ θέλεις να πλαγιάσω χάμου μαζί σου γυμνή; κι όμως εκείνες πόσο πιο μαλλιαρές είναι από μένα, αν κ' είμαι ντυμένη.

Την επίστεψε ο Δάφνης κι αφού πλάγιασε χάμου μαζί της, πολλήν ώρα εκείτονταν κ' επειδή από όσα επιθυμούσε τίποτε δεν ήξερε να κάνη, τήνε σηκώνει κ' ύστερα την εσφιχταγκάλιαζε κάνοντας όπως οι τράγοι. Μα σαν εβρέθηκε σε πολύ δυσκολώτερη θέση, εκάθισε κ' έκλαψε, επειδή ήτανε κι από τα κριάρια πιο ανήξερος στου έρωτα τις δουλιές.

15. Κ' ήτανε κάποιος γείτονας, ζευγολάτης δικού του χωραφιού, που τον ελέγανε Χρώμη και περασμένος στα χρόνια. Αυτός είχε γυναικούλα φερμένη από την πολιτεία νέα κι όμορφη και πιο τρυφερή από χωριάτισσα· την ελέγανε Λυκαίνιο. Τούτη, βλέποντας το Δάφνη κάθε μέρα να περνάη τα γίδια το πρωί για τη βοσκή, τη νύχτα για τη στάνη, επιθύμησε να τον κάνη αγαπητικό της, αφού τον ξεγελάση με χαρίσματα· και κάποτε παραφυλάξαντάς τονε μονάχο και σουραύλι του εχάρισε και κερήθρες και ταγάρι από λαφοτόμαρο· μα δεν ετολμούσε να του ειπή τίποτα, επειδή εμάντευε την αγάπη της Χλόης, γιατί τον έβλεπε πολύ προσκολλημένο στην κόρη. Και προτήτερα από τα γνεψίματα κι από το γέλοιο το κατάλαβε· μα τότες, αφού από το πρωί επροφασίστηκε στο Χρώμη, ότι θα πάη σε μια γειτόνισσά της ετοιμόγεννη, τους παρακολούθησε κι αφού εκρύφτηκε σε κάποια χαμόκλαδα για να μη φαίνεται άκουσεν όλα όσα είπαν, είδεν όλα όσα εκάμανε· μήτε της ξέφυγε ότι έκλαψε ο Δάφνης. Επειδή λοιπόν εσυμπόνεσε τους δύστυχους αυτούς κ' ενόμισε ότι παρουσιαζότανε διπλή ευκαιρία και για τη σωτηρίαν εκείνων και για τη δική της πιθυμιά, σοφίζεται κάτι τέτοιο:

16. Την άλλη μέρα αφού επροφασίστηκε πως θα πάη στην ετοιμόγεννη γυναίκα, φτάνει χωρίς να κρύβεται στη βαλανιδιά όπου εκάθονταν ο Δάφνης κ' η Χλόη, και σαν εκαμώθηκε απαράλλαχτα την ταραγμένη είπε:

— Σώσε με, Δάφνη, την κακομοίρα· επειδή από τις είκοσι χήνες μου μια, την πιο καλή, ένας αετός μου την άρπαξε· μα επειδή εσήκωσε μεγάλο φόρτωμα, δε μπόρεσε πετώντας να πάη σ' εκείνο το συνηθισμένο του αψηλό βράχο παρά έπεσε σ' αυτήν εδώ τη χαμηλή λαγκάδα. Εσύ λοιπόν για τόνομα των Νυμφών κ' εκείνου του Πάνα, αφού μπης στη λαγκάδα, σώσε μου τη χήνα· επειδή φοβάμαι μονάχη μου να μπω. Κ' ίσως να σκοτώσης και τον ίδιο τον αετό και να μη σας αρπάξη κ' εσάς πια πολλά αρνιά και κατσίκια· και το κοπάδι ως τότε θα το φυλάξη η Χλόη· τήνε γνωρίζουνε βέβαια τα γίδια, γιατί πάντα βόσκει μαζί σου.

17. Χωρίς να υποψιαστή τίποτε από τα μελλούμενα ο Δάφνης, αμέσως σηκόνεται κι αφού επήρε την αγκλίτσα του, ακολουθούσε τη Λυκαίνιο· κι αυτή τον έφερνε όσο μπορούσε μακριά από τη Χλόη κι όταν εφτάσανε στο πιο δασό μέρος κι αφού τον παρακάλεσε να καθίσουνε κοντά σε μια πηγή, του είπε:

— Αγαπάς, Δάφνη, τη Χλόη· κι αυτό το έμαθα εγώ τη νύχτα από τις Νύμφες. Στ' όνειρό μου οι Νύμφες μου διηγήθηκαν τα χτεσινά σου δάκρυα και με προστάξανε να σε σώσω, μαθαίνοντάς σε τις δουλιές της αγάπης. Κι αυτές δεν είναι φιλήματα κι αγκαλιάσματα κι όσα κάνουν τα κριάρια κ' οι τράγοι· άλλα πηδήματα είναι αυτά και πιο γλυκά από κείνα, επειδή έχουνε γλύκα για περισσότερο καιρό. Ανίσως λοιπόν και θέλης να γλυτώσης από τα βάσανα και να μάθης τις χάρες, που ζητάς, έλα παραδόσου σ' εμένα σαν χαρούμενος μαθητής κ' εγώ για το χατήρι των Νυμφών εκείνων θα σε μάθω.

18. Δε βάσταξε ο Δάφνης από τη χαρά, παρά σαν άμαθος και γιδάρης, κ' ερωτευμένος και νέος, αφού έπεσε στα πόδια της Λυκαίνιο, την παρακαλούσε να τόνε μάθη όσο μπορούσε γλήγορα τον τρόπο, που να κάνη της Χλόης ό,τι θέλει. Και σαν να έμελλε κάτι μεγάλο κι αληθινά θεοσταλμένο να μάθη και κατσικάκι πως θα της δώση έταζε και τυριά χλωρά από πρωτάρμεχτο γάλα και την κατσίκα την ίδια. Αφού λοιπόν η Λυκαίνιο βρήκε τσοπάνικη αθωότητα όση δεν επερίμενε, άρχισε να γυμνάζη το Δάφνη με τούτο τον τρόπο. Τον πρόσταξε να καθίση κοντά της, όπως ήτανε, και να φιλάη φιλιά όπως κι όσα συνήθιζε κ' ενώ θα την εφιλούσε να την αγκαλιάζη μαζί και να πλαγιάζη χάμου· κι άμα εκάθησε και την εφίλησε κ' επλάγιασε κ' είδε πως ημπορούσε να κάνη κ' ήτανε γαυριασμένος τόνε σηκώνει από το πλάι της κι αφού ξαπλώθηκε από κάτω του, τον έφερε στο δρόμο που εζητούσεν ως τότε· κ' ύστερα δεν έκανε τίποτα ασυνήθιστο, επειδή η φύση η ίδια τον εμάθαινε τ' αποδέλοιπα πούπρεπε να κάνη.

19. Κι αφού ετέλειωσε το ερωτικό μάθημα, ο Δάφνης έχοντας ακόμη ποιμενικό μυαλό, ξεκίνησε τρεχάλα για τη Χλόη να της κάνη αμέσως ίσα είχε μάθει, σαν να φοβότανε μήπως αργώντας τα ξεχάση· μα η Λυκαίνιο αφού τον εσταμάτησε, τέτοια του είπε:

— Ακόμη και τούτα πρέπει να σε μάθω, Δάφνη. Εγώ όντας γυναίκα δεν έπαθα τώρα τίποτε· επειδή από καιρό αυτά άλλος άντρας μου τάμαθε, παίρνοντας την παρθενιά μου για πλερωμή. Μα η Χλόη, άμα παλέψη μαζί σου τον πόλεμο αυτό, θα φωνάξη και θα κλάψη και θα κείτεται με πολύ αίμα σαν σκοτωμένη· εσύ όμως μη φοβηθής το αίμα, μόνε όταν την καταφέρης να σου παραδοθή φέρ' τηνε σε τούτο το μέρος για να μη την ακούση κανένας κι αν φωνάξη· κι αν δακρύση να μη την ιδή κανένας· κι αν ματώση να πλυθή στην πηγή και να θυμάσαι ότι εγώ πριν από τη Χλόη σ' έχω κάνει άντρα.

20. Η Λυκαίνιο λοιπόν αφού τόσα τον ορμήνεψε, σ' άλλο μέρος της λαγκάδας έφυγε, σαν να εζητούσε ακόμη τη χήνα. Κι ο Δάφνης έχοντας στο νου του όσα του είπεν άφισε την πρώτη του ορμή· κ' εδίσταζε να ζητήση από τη Χλόη περισσότερο από φίλημα κι αγκάλιασμα, επειδή δεν ήθελε μήτε να φωνάξη σαν από εχθρό, μήτε να δακρύση σαν να επονούσε, μήτε να ματώση σαν σκοτωμένη. Επειδή όντας αρχάριος φοβότανε το αίμα κ' εθαρρούσε πως αίμα βγαίνει μονάχ' από πληγή. Κι αφού αποφάσισε να διασκεδάζη μαζί της όπως πάντα, εβγήκε από τη λαγκάδα κι άμα επήγεν εκεί όπου καθότανε η Χλόη πλέκοντας στεφανάκι από μενεξέδες, και ψέμα είπε, πως από τα νύχια του αετού άρπαξε τη χήνα, κι αφού την αγκάλιασε την εφίλησε, καθώς τη Λυκαίνιο στην απόλαψη@ τους. Επειδή αυτό σαν ακίνδυνο ήτανε συχωρεμένο. Κ' η Χλόη έβαλε το στεφάνι στο κεφάλι του Δάφνη κ' εφίλησε τα μαλλιά του, που για αυτήν ήτανε καλύτερα από τους μενεξέδες. Κι αφού έβγαλεν από το ταγάρι της ένα κομμάτι πηχτή και λίγα φελιά ψωμί, τούδωκε να φάη· κ' εκεί που έτρωγεν αυτός άρπαζεν από το στόμα του το φαΐ κ' έτσι έτρωγε κ' εκείνη σαν κλωσσοπούλι.

21. Κ' ενώ έτρωγαν κ' εφιλιόντανε περισσότερο από όσο έτρωγαν, εφάνηκε ένα ψαροκάικο που επήγαινε γιαλό-γιαλό. Δεν εφυσούσε καθόλου, παρά ήτανε γαλήνη κι' αναγκαζόντανε να λάμνουν· κ' ελάμνανε δυνατά, επειδή εβιάζονταν να πάνε στην πολιτεία για μερικούς πλούσιους φρέσκα ψάρια. Κι όπως συνηθίζουν οι ναύτες όλοι να κάνουνε για να ξεχνούν την κούραση, το ίδιο έκαναν κ' εκείνοι. Εσήκωναν τα κουπιά μαζί κ' ένας που ήταν αρχηγός τους έλεγε κάποιο τραγούδι· οι άλλοι σαν χορός εφωνάζανε με μια φωνή σύμφωνα με την φωνήν εκείνου. Κι όσο λοιπόν έκαναν αυτά στην ανοιχτή θάλασσα, εχανόταν η βοή, επειδή οι φωνές σκορπιζότανε σε απλωτό ορίζοντα· άμα όμως, προσπερνώντας ένα κάβο, μπήκανε σε κόρφο σαν μισοφέγγαρο και βαθουλό, ακουότανε δυνατώτερη η βοή κ' έφταναν ξάστερα στη στεριά τα τραγούδια, που με το χρόνο τους ετραβούσαν κουπί. Επειδή όντας κάτω από τον κάμπο βαθύ φαράγγι, που εδεχότανε σαν όργανο μέσα του τον αχό, έβγανε φωνή, που εμιμιότανε όλα τα λεγούμενα· χωριστά το χτύπο των χτυπιών, χωριστά τη φωνή των ναύτηδων. Κ' ήτανε ευχάριστο το άκουσμα. Επειδή άμα έφτανε η φωνή από τη θάλασσα, τόσο πιο αργά έπαυε η φωνή από τη στεριά, όσο πιο αργά άρχιζε.

22. Ο Δάφνης, επειδή ήξερε τι γινότανε, μονάχα στη θάλασσα επρόσεχε· κ' εδιασκέδαζε με το πλεούμενο, που γιαλό-γιαλό περνούσε τον κάμπο γληγολότερα από πουλί, κ' επροσπαθούσε να συγκρατήση στο νου του μερικά από τα τραγούδια για να τα παίζη με το σουραύλι. Μα η Χλόη, επειδή τότε πρώτη φορά άκουσεν αυτό που λεν αντίλαλο, πότε έβλεπε κατά τη θάλασσα, ενώ οι ναύτες ετραγουδούσανε με το πρόσταγμα, πότε εγύριζε κατά το φαράγγι, ζητώντας εκείνους που αποκρίνονταν. Κ' επειδή, άμα προσπεράσανε οι ναύτες, ήτανε και στο φαράγγι σιγαλιά, ερωτούσε το Δάφνη, αν είναι και πίσω από τον κάβο θάλασσα, κι αν περνάη γιαλό-γιαλό κι άλλο πλεούμενο κι αν άλλοι ναύτες ετραγουδούσαν τα ίδια κι αν όλα μαζί εσώπασαν. Ο Δάφνης λοιπόν, αφού εγέλασε γλυκά, την εφίλησε πιο γλυκά και της εφόρεσε το στεφάνι από τους μενεξέδες, άρχισε να της λέη το παραμύθι της Ηχώς, αφού της εζήτησε, άμα της το μάθη, για πλερωμή δέκα φιλιά:

23. — Νύμφες, αγάπη μου, είναι πολλές: Μελικές, Δρυάδες και Έλειες· όλες όμορφες, όλες τραγουδίστρες· και μια απ' αυτές εγέννησε κόρη την Ηχώ· θνητή, επειδή ήταν από πατέρα θνητό· όμορφη, επειδή ήταν από μητέρα όμορφη. Την αναθρέφουνε λοιπόν οι Νύμφες και τη μαθαίνουν οι Μούσες να παίζη το σουραύλι και να λέη με τη λύρα και την κιθάρα κάθε τραγούδι, ως που άμα ήτανε στον ανθό της παρθενιάς της, εχόρευε μαζί με τις Νύμφες, ετραγουδούσε μαζί με τις Μούσες· τους αρσενικούς όμως τους απόφευγε όλους και ανθρώπους και θεούς, επειδή αγαπούσε την παρθενιά. Ο Πάνας θυμόνει με την κόρη, γιατί της εζήλεψε το τραγούδι και δεν απόλαψε την ομορφιά της· και κάνει τρελλούς τους βοσκούς και τους γιδάρηδες. Κ' εκείνοι σαν σκυλιά ή σαν λύκοι την κατακομματιάζουν και σκορπούνε στη γις τα κομμάτια της, που ακόμα τραγουδούσαν. Κ' η γις για χατήρι των Νυμφών έκρυψεν όλα τα κομμάτια κ' εφύλαξε τη μουσική και με τη θέληση των Μουσώνε βγάνει φωνή και τα μιμιέται όλα, καθώς τότες η κόρη, θεούς, ανθρώπους, όργανα, θεριά· μιμιέται και τον ίδιο τον Πάνα, όταν παίζη το σουραύλι· κ' εκείνος, άμα τ' ακούση, πετιέται και τρέχει κατά τα όρη, όχι από πόθο να τήνε συναπαντήση, μόνο για να μάθη ποιος είναι ο κρυμμένος μαθητής.

Αφού είπε το παραμύθι αυτό ο Δάφνης, όχι μονάχα δέκα φορές, παρά πολύ περισσότερες τον εγλυκοφίλησε η Χλόη. Παραλίγο κι αυτά να τα ειπή η Ηχώ, σαν για να βεβαιώση ότι δεν είπε καθόλου ψέματα.

24. Κ' επειδή κάθε μέρα γινόταν ο ήλιος πιο καυτερός, γιατί τελείονε η άνοιξη κι άρχιζε το καλοκαίρι, είχαν πάλι καινούργιες και καλοκαιρινές διασκέδασες· ο Δάφνης κολυμπούσε στα ποτάμια κ' η Χλόη λουζότανε στις πηγές. Εκείνος έπαιζε το σουραύλι παραβγαίνοντας με τα πεύκα κ' εκείνη τραγουδούσε συναγωνιζούμενη τ' αηδόνια. Κυνηγούσαν τριζόνια, έπιαναν τζιτζίκους φωνακλάδες εμάζευαν λουλούδια· εσειούσαν τα δέντρα, έτρωγαν πωρικά. Και κάποτες επλάγιασαν μαζί και γυμνοί κ' εσκεπάστηκαν μ' ένα τομάρι γίδας. Κ' εύκολα θα γινόταν η Χλόη γυναίκα, αν δεν τρόμαζε το Δάφνη το αίμα. Κ' έτσι από φόβο μη δεν κρατήση τη φρονιμάδα του, δεν άφινε τη Χλόη να γυμνύνεται πολύ, ως που απορούσεν η Χλόη, μα ντρεπότανε να ρωτήση την αφορμή.

25. Το καλοκαίρι αυτό πολλοί γαμπροί ετριγύριζαν στη Χλόη και πολλοί από άλλα μέρη πηγαίνανε στο Δρύαντα ζητώντάς τη για γάμο· κι άλλοι χαρίσματα έφερναν κι άλλοι έταζαν μεγάλα. Η Νάπη λοιπόν παρακινούμενη από τις ελπίδες, συμβούλεψε να παντρέψουν τη Χλόη και να μη κρατούνε στο σπίτι περισσότερο καιρό τόσο μεγάλη κόρη, που δίχως άλλο ύστερ' από λίγο, βόσκοντας, θα χάση την παρθενιά της και θα πάρη άντρα κανέν' από τους βοσκούς για μήλα ή για ρόδα, παρά κ' εκείνη να την κάμουνε νοικοκυρά κι αυτοί, αφού πάρουν πολλά δώρα, να τα φυλάνε για το δικό τους και γνήσιο παιδί τους, (Επειδή είχανε κάμει αρσενικό παιδί λίγο προτήτερα). Κι ο Δρύαντας πότε χαιρόντανε με τα λεγούμενα, επειδή καθένας έταζε δώρα μεγαλύτερα από όσα άξιζε μια βοσκοπούλα, και πότε, κάνοντας τη σκέψη, ότι η κορασιά είναι καλύτερη από τους χωριάτες γαμπρούς, κι αν καμιά φορά βρη τους αληθινούς γονιούς της θα τους κάμη τρισευτυχισμένους, άφινε γι' άλλο καιρό την απάντηση και την ετραβούσε σε μάκρος· και στο αναμεταξύ εκέρδιζε όχι λίγα χαρίσματα. Κ' η Χλόη άμα τάμαθε, βρισκότανε σε μεγάλη λύπη και τόκρυβε από το Δάφνη για πολύν καιρό, επειδή δεν ήθελε να τόνε λυπήση. Μα όταν πια εκείνος την παρακαλούσε κ' επίμενε@ να μάθη και λυπότανε περισσότερο που δεν εμάθαινε παρά αν έμελλε να τα μάθη, του τα διηγιέται όλα· τους γαμπρούς, που ήτανε πολλοί και πλούσιοι· τους λόγους, που η Νάπη, σπουδάζοντας για το γάμο, έλεγε· πως δεν αρνήθηκε ο Δρύαντας, παρά ίσαμε τον τρύγο το είχε αφίσει.

26. Άμα τάκουσεν ο Δάφνης γίνεται έξωφρενών κ' έκλαψε, αφού κάθησε χάμου, λέγοντας ότι θα πεθάνη, αν δε μένη πια μαζί του η Χλόη· κι όχι μονάχα αυτός παρά και τα γίδια ύστερ' από τέτοιονε βοσκό. Κατόπι, αφού συνήρθε, πήρε θάρρος και στοχαζόταν, ότι θα καταπείση τον πατέρα της κ' ελογάριαζε έναν από τους γαμπρούς και τον ατό του και παράλπιζε πως θα φανή καλύτερος από τους άλλους. Ένα μονάχα τον ετρόμαζε: ότι ο Λάμωνας δεν ήταν πλούσιος. Αυτό μόνο του ξαδυνάτιζε την ελπίδα. Μολοντούτο έβρισκε καλό να τη ζητήση για γυναίκα κ' εσυμφωνούσε κ' η Χλόη. Στο Λάμωνα δεν τόλμησε να ειπή τίποτε, παρά στη Μυρτάλη και τον έρωτά του θαρρετά εφανέρωσε και για το γάμο της έκανε λόγο. Κι αυτή τα είπε τη νύχτα στο Λάμωνα. Κ' επειδή εκείνος άκουσε με κακό την ομιλία και την έβριζε, πως κορίτσι βοσκών προξενεύει του παιδιού, που με τα σημάδια δείχνει πως θάχη τύχη μεγάλη και που άμα βρη τους εδικούς του θα τους κάμη κι αυτούς λεύτερους κι αφέντηδες σε μεγαλύτερα χτήματα, η Μυρτάλη φοβούμενη μήπως, άμα απελπιστή ολότελα ο Δάφνης για το γάμο, αποκοτήση εξ αιτίας του έρωτά του τίποτε που να του φέρη το θάνατο, τούλεγε άλλες αφορμές της άρνησης:

— Είμαστε, παιδί μου, φτωχοί κ' έχουμε ανάγκη από νύφη, που να φέρη κάτι περισσότερο, ενώ εκείνοι είναι πλούσιοι και χρειάζονται γαμπρούς πλούσιους. Μα πήγαινε, κατάπεισε τη Χλόη κ' εκείνη τον πατέρα της να μη ζητούνε μεγάλα πράγματα παρά να σου τη δώσουνε γυναίκα. Κ' η Χλόη δίχως άλλο σ' αγαπάει και προτιμάει να κοιμάται μαζί με φτωχό κι όμορφο παρά με πλούσιον άσκημο σαν μαϊμού.

27. Η Μυρτάλη, επειδή δεν έλπιζε ποτέ, ότι ο Δρύαντας θα τα παραδεχτή αυτά, αφού είχε για γαμπρούς πλουσιώτερους, επίστευε πως με τρόπο θ' αρνηθή το γάμο. Κι ο Δάφνης δε μπορούσε νάχη παράπονο για τα λεγούμενα. Επειδή όμως έμενε πολύ πίσω από όσους εζητούσαν τη Χλόη, έκανε το συνηθισμένο στους φτωχούς αγαπητικούς: Έκλαψε και παρακαλούσε πάλι τις Νύμφες να τόνε βοηθήσουν. Κι αυτές εκεί που εκοιμόταν ο Δάφνης τη νύχτα, του παρουσιάζονται με τα ίδια σχήματα καθώς προτήτερα· κ' η πιο ψηλή έλεγε πάλι:

— Για το γάμο της Χλόης θα νοιαστή άλλος θεός· μα εμείς θα σου δώσουμε δώρα, που θα μαγέψουν το Δρύαντα. Το πλοίο των Μεθυμνιωτών νέων, που τη λιγαριά του κάποτε την έφαγαν τα γίδια σου, ο άνεμος το τράβηξεν εκείνη την ημέρα μακριά από τη στεριά· μα τη νύχτα, άμα σηκώθηκε στη θάλασσα πελαγήσιος άνεμος, έπεσ' έξω στη στεριά απάνω στους ακριανούς βράχους· κι αυτό χάθηκε μαζί με πολλά πράματα που ήτανε μέσα· ένα πουγγί όμως με τρεις χιλιάδες δραχμές τόβγαλε το κύμα στην αμμουδιά και κείτεται σκεπασμένο με φύκια κοντά σ' ένα ψόφιο δελφίνι, που εξ αιτίας ποτέ δεν πήγε κοντά κανένας διαβάτης, φεύγοντας τη βρώμα του ψοφιμιού. Μα εσύ πήγαινε κοντά· κι όταν σιμώσης σήκωσε το πουγγί· κι αφού το πάρης δόσε το. Θα σου είναι αρκετό να μη φανής τώρα φτωχός· κι αργότερα θα γίνης και πλούσιος.

28. Αυτά αφού είπαν εκείνες, εφύγανε μαζί με τη νύχτα· κι όταν ξημέρωσε σηκώθηκε ο Δάφνης πασίχαρος κ' έφερνε με δυνατά σφυρίγματα τα γίδια στη βοσκή· κι αφού εφίλησε τη Χλόη κ' επροσκύνησε τις Νύμφες, κατέβηκε στη θάλασσα, σαν νάθελε να πλυθή με θαλασσινό νερό· κι απάνω στον άμμο, κοντά στην ακρογιαλιά, περπατούσε ζητώντας τις τρεις χιλιάδες δραχμές. Και δεν είχε να κουραστή πολύ, επειδή το δελφίνι μυρίζοντας άσκημα του χτυπούσε στη μύτη ριγμένο εκεί και σάπιο κ' έχοντας τη βρώμα του για οδηγό στο δρόμο, γλήγορα εσίμωσεν εκεί· κι άμα παραμέρισε τα φύκια, βρίσκει το πουγγί γεμάτο μ' άσπρα. Κι αφού το σήκωσε και τόβαλε στο ταγάρι του, δεν έφυγε προτού να δοξάση τις Νύμφες κι αυτή τη θάλασσα. Επειδή, αν κ' ήτανε γιδάρης, τώρα θαρρούσε και τη θάλασσα πιο γλυκιά από τη γις, γιατί τον εβοηθούσε να παντρευτή τη Χλόη.

29. Και μόλις επήρε τις τρεις χιλιάδες δεν αργοπορούσε, μόνε σαν να ήταν ο πιο πλούσιος όχι μονάχα από τους ζευγολάτες του τόπου του παρά κι από όλους τους ανθρώπους, πηγαίνει αμέσως στη Χλόη και της διηγιέται τ' όνειρο, της δείχνει το πουγγί και την παρακαλάει να προσέχη τα κοπάδια, ως που να γυρίση· ύστερα τρέχει γλήγορα στο Δρύαντα και βρίσκοντάς τονε ν' αλωνίζη λίγο σιτάρι με τη Νάπη, του μιλάει με πολύ θάρρος για το γάμο:

— Δος μου τη Χλόη γυναίκα. Εγώ και το σουραύλι ξέρω να παίζω καλά και να κλαδεύω τ' αμπέλια και να παραχόνω τα δένδρα· ξέρω και το χωράφι να οργόνω και να λιχνίζω στον αέρα· και πώς βόσκω το κοπάδι μάρτυρας είναι η Χλόη· πενήντα γίδια, που παράλαβα, τάκαμα διπλά· έθρεψα και τράγους μεγάλους κι όμορφους, ενώ προτήτερα εβάναμε τις γίδες να πηδιούνται με ξένους· μα και νέος είμαι και γείτονάς σας δίχως ψεγάδι. Και μ' έθρεψε γίδα, όπως τη Χλόη προβατίνα. Αν κ' είμαι τόσο καλύτερος από τους άλλους, όμως μήτε στα χαρίσματα θα μείνω πίσω· εκείνοι θα δώσουνε γίδια και πρόβατα κ' ένα ζευγάρι ψωριάρικα βόιδια και στάρι, που δε φτάνει να ταΐσετε μήτε τις όρνιθες· εγώ όμως δίνω αυτές τις τρεις χιλιάδες δραχμές· μονάχα να μην το μάθη κανένας αυτό, μήτε ο ίδιος ο Λάμωνας ο πατέρας μου. Και συνάμα τις έδινε, κι αφού τους αγκάλιασε, τους γλυκοφιλούσε.

30. Εκείνοι σαν είδαν ανέλπιστα τόσα λεφτά, αμέσως έδιναν το λόγο τους, ότι θα του δώσουν τη Χλόη για γυναίκα κ' υπόσχονταν πως θα πείσουν και το Λάμωνα. Η Νάπη λοιπόν μένοντας εκεί με το Δάφνη εγύριζε τα βόιδια και με τα δικάβαλα έβγανε το στάρι από τα στάχια, ενώ ο Δρύαντας, αφού έκρυψε το πουγγί εκεί που είχε φυλάξει τα γνωρίσματα, πήγαινε τρεχάλα στο Λάμωνα και στη Μυρτάλη, έχοντας σκοπό να τους ζητήση το γαμπρό πράγμα που δεν είχε ξαναγίνει. Κι αφού τους ηύρε να μετράνε το κριθάρι, που τώχανε λιχνίσει προλίγο, και νάναι λυπημένοι επειδή λίγο έλειψε να είναι λιγώτερο από όσο είχανε σπείρει, για κείνα τους επαρηγόρησε, λέγοντας ότι τα ίδια είχανε γίνει παντού, κ' ύστερα τους εζητούσε το Δάφνη για τη Χλόη. Κ' έλεγεν, ότι ενώ άλλοι του δίνουν πολλά, απ' αυτούς δε θα πάρη τίποτα, παρά κι από τα δικά του ακόμη θα τους δώση· επειδή είχαν αναθραφή μαζί τα παιδιά κι όταν έβοσκαν είχανε δεθή μ' αγάπη, ώστε να μη μπορή εύκολα να τους χωρίσουνε· μα τώρα έχουνε κι ηλικία για να κοιμούνται μαζί. Αυτά κι ακόμη περισσότερα έλεγεν ο Δρύαντας, σαν να είχε γι' ανταμοιβή, άμα τους πείση, τις τρεις χιλιάδες. Κι ο Λάμωνας μην ημπορώντας πια μήτε τη φτώχια να προφασιστή, επειδή αυτοί δεν υπερηφανεύονταν, μήτε την ηλικία του Δάφνη, επειδή ήταν πια παλληκάρι, δεν εξεστόμισε καθόλου την αλήθεια ότι δεν ταίριαζε στο Δάφνη τέτοιος γάμος. Μα ύστερ' από λίγη σιωπή έτσι αποκρίθηκε:

— Καλά κάνετε να προτιμάτε τους γειτόνους από τους ξένους κι από την τίμια φτώχια να μη θαρρήτε καλύτερα τα πλούτια. Ο Πάνας κ' οι Νύμφες να σας το πληρώσουν. Κ' εγώ ο ίδιος θέλω να γίνη ο γάμος, επειδή θάμουνα τρελλός, αφού είμαι πια μεσόκοπος, κ' έχω ανάγκη από περισσότερα χέρια για τις δουλιές, να μη πάρω βοήθεια και το δικό σας σπίτι που θάναι μεγάλη ευτυχία· περιζήτητη είναι κ' η Χλόη και καλή κι όμορφη κοπέλλα και σ' όλα άξια· μα επειδή είμαι δούλος, δεν ορίζω τίποτα από τα δικά μου, παρά πρέπει αφού τα μάθη κι ο αφέντης να δώση την άδεια· γι' αυτό λοιπόν ας αφίσουμε το γάμο ίσαμε το χυνόπωρο. Θάρθη τότες αυτός λένε όσοι έρχονται σ' εμάς από την πολιτεία. Τότε θα γίνουν αντρόγυνο· τώρα ας αγαπιούνται σαν αδέρφια. Μάθε μονάχα τούτο, Δρύαντα· βιάζεσαι για παλληκάρι, που είναι καλύτερο από μας.

Αφού τόσα είπε, τον εφίλησε και τούβαλε να πιή, επειδή ήταν πια μεσημέρι και τον ξεπροβόδισε ίσαμε παραπέρα, κάνοντάς του κάθε περιποίηση.

32. Μα ο Δρύαντας επειδή δεν άκουσε αψήφιστα τα τελευταία λόγια του Δάμωνα, ενώ πήγαινε, στοχαζότανε μόνος του:

— Ποιος τάχα νάναι ο Δάφνης; Αναθράφηκε από γίδα, σαν να νοιαζόντανε γι' αυτόν οι θεοί· είναι όμορφος και δεν μοιάζει καθόλου με τον πατσουρομύτη το γέρο και με τη μαδημένη τη γυναίκα του. Βρήκε και τρεις χιλιάδες, ενώ φυσικό είναι να μην έχη ένας γιδάρης μήτε τόσα αχλάδια. Άραγε να τον πέταξε κι αυτόν κανένας σαν τη Χλόη; Άραγε να τόνε βρήκε κι αυτόν ο Λάμωνας, όπως εγώ τη Χλόη; Άραγε να ήτανε κοντά του και σημάδια όμοια μ' εκείνα που βρήκα κ' εγώ; Αν είναι έτσι, ω αφέντη Πάνα κι αγαπημένες Νύμφες, χωρίς άλλο αυτός άμα βρη τους εδικούς του, θα βρη και κάτι από το μυστικό της Χλόης.

Τέτοια στοχαζότανε μονάχος του κι ονειρευόταν ίσαμε τ' αλώνι του. Κι άμα έφτασεν εκεί και βρήκε το Δάφνη, προσμένοντας με καρδιοχτύπι τα νέα, τόνε δυναμόνει κράζοντάς τονε γαμπρό και του δίνει το λόγο του πως το χυνόπωρο θα κάμουν τους γάμους· και τόνε βεβαίωνε ότι κανένας άλλος δεν θα πάρη τη Χλόη εξόν απ' αυτόν.

33. Γρηγορότερα λοιπόν κι από το νου ο Δάφνης και χωρίς να πιη μήτε να φάη τρέχει στη Χλόη. Κ' ευρόντας τη ν' αρμέγη και να τυροκομάη και για το γάμο τα καλά μαντάτα της έλεγε κι από κείνη τη στιγμή φανερά σαν γυναίκα του τήνε γλυκοφιλούσε και της βοηθούσε στη δουλειά· άρμεγε στις καρδάρες το γάλα· εστράγγιζε στις καλαμωτές τα τυριά· έβανε κοντά στις μαννάδες τους τ' αρνιά και τα κατσίκια. Κι όταν πια ετέλειωσαν αυτά με το καλό, ελούστηκαν, εφάγανε μ' όρεξη, τριγυρνούσανε ζητώντας πωρικά γουρμασμένα· κ' ήταν πλήθος απ' αυτά εξ αιτίας της εποχής· πολλά γκόρτσα, πολλά αχλάδια, πολλά μήλα, άλλα πεσμένα πια κάτω κι άλλα ακόμη επάνω στα δέντρα. Τα πεσμένα στη γις ήταν πιο μυρουδάτα· κι όσα ήτανε στα κλαδιά πιο ομορφόχρωμα· εκείνα μοσκοβολούσανε σαν κρασί και τούτα ελάμπανε σαν χρυσάφι. Μια μηλιά ήτανε τρυγημένη και μήτε καρπούς είχε, μήτε φύλλα· όλα τα κλαριά της ήτανε γυμνά· και μονάχα ένα μήλο έμενε στην κορφή του πιο ψηλού κλαριού· μεγάλο κι όμορφο και μονάχο του εμοσκοβολούσε περισσότερο από όλα τ' άλλα. Φοβήθηκε εκείνος που ετρύγησε τη μηλιά ν' ανέβη εκεί επάνω ή παραμέλησε να το κόψη· ίσως και ν' άφισε το όμορφο μήλο για ερωτευμένο βοσκό.

34. Τούτο το μήλο καθώς το είδεν ο Δάφνης έτρεξε να το κόψη, ανεβαίνοντας εκεί επάνω, και δεν άκουσε τη Χλόη που τον εμπόδιζε. Κ' εκείνη, σαν δεν την άκουσε, έφυγε τρέχοντας προς τα κοπάδια. Ο Δάφνης όμως, αφού ανέβηκε, κατώρθωσε να το κόψη και να το πάη δώρο στη Χλόη· και τέτοια λόγια είπε σ' αυτή, που ήτανε θυμωμένη.

— Το μήλο τούτο, αγάπη μου, το γέννησε τ' όμορφο καλοκαίρι και το ανάθρεψε δέντρο όμορφο· το γούρμασε ο ήλιος και το φύλαξε η τύχη. Και δε μπορούσα έχοντας μάτια να τ' αφίσω να πέση χάμω και ή κοπάδι βόσκοντας να το πατήση ή φίδι σερνούμενο να το φαρμακώση ή ο καιρός να το σαπίση μένοντας εκεί επάνω, βλεπούμενο, παινευούμενο. Το μήλο πήρε η Αφροδίτη βραβείο της ομορφιάς της· τούτο κ' εγώ για βραβείο σου δίνω· έχετε κ' οι δυο τούς ίδιους κριτάδες σας· εκείνος ήτανε βοσκός· εγώ γιδάρης.

Αφού είπεν αυτά το βάνει στο κόρφο της· κ' εκείνη, όταν εσίμωσε, τον εγλυκοφίλησε. Κ' έτσι ο Δάφνης δε μετάνοιωσε που αποκότησε ν' ανέβη τόσο ψηλά, επειδή επήρε φιλί καλύτερο κι από το χρυσό μήλο.

ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ

1. Κ' ερχάμενος από τη Μιτυλήνη κάποιος, που ήτανε δούλος στον ίδιο αφέντη με το Λάμωνα, έφερνε είδηση, πως λίγο πριν τον τρύγο θάρθη ταφεντικό τους για να μάθη μήπως τα χτήματά του τάβλεψε@ καθόλου το έμπασμα των Μεθυμνιωτώνε. Κ' επειδή έφευγε πια το καλοκαίρι κ' έφτανε το χυνόπωρο, του ετοίμαζε την εξοχή ο Λάμωνας, ώστε να του αρέση σ' όλα άμα την έβλεπε· πάστρευε τις πηγές για νάχουν νερό καθαρό· έβγανε την κοπριά από την αυλή για να μη τον πειράξη βρωμώντας· σιγύριζε το περιβόλι για να φανή όμορφο.

2. Κ' ήτανε το περιβόλι κάτι αριστούργημα που και βασιλιάς θα το ζήλευε· είχε μάκρος ίσαμ' ένα στάδιο κ' ήτανε σε ψήλωμα έχοντας πλάτος τέσσερα πλέθρα. Θα το παρομοίαζε κανένας με κάμπο μακρύ· κ' είχεν όλα τα δέντρα: μηλιές, σμερτιές, αχλαδιές και ροϊδιές και συκιές· από τ' άλλο μέρος αμπέλι αψηλό, που απλωνότανε αποπάνω από τις μηλιές και τις αχλαδιές παρδαλίζοντας, σαν να συνοριζότανε μ' αυτές για το κάρπισμα. Τόσα ήτανε τα ήμερα· μα ήτανε και κυπαρίσσια και δάφνες και πλατάνια και κουκουναριές· και σ' όλα αυτά αποπάνω αντί γι' αμπέλι απλωνότανε κισσός, που τα τσαμπιά του, όντας μεγάλα και μαυριδερά, εφαίνονταν σαν σταφύλια· από μέσα ήτανε τα καρπερά δέντρα σαν να φυλάγονταν απ' έξω στέκανε γύρω-γύρω τ' άγρια σαν φραγή χεροφτιαστή· κι αυτά όμως τα περιτριγύριζε φράχτης από ψιλά αγκάθια. Ήταν όλα με τάξη και χωρισμένα κ' η μια ρίζα μακριά από την άλλη · μα τα κλαριά τους έσμιγαν ψηλά το ένα με τ' άλλο και μπλέκανε τα φύλλα τους· κ' έτσι φαίνονταν πως κι αυτά ήτανε φτιαστά. Ήτανε και λουλουδιώνε βραγιές, που άλλα τάβγαζε η γις κι άλλα τα φύτευαν τριανταφυλλιές και λαλέδες και κρίνα τα είχανε φυτέψει ανθρώπινα χέρια· γιούλια και μανούσια και γαλατσίδες τάβγαζε η γις. Το καλοκαίρι ήτανε ίσκιος και την άνοιξη λουλούδια και το χυνόπωρο και σε κάθ' εποχή πωρικά.

3. Απ' εδώ φαινότανε καλά ο κάμπος και μπορούσανε να βλέπουν αυτούς που έβοσκαν· φαινότανε καλά κ' η θάλασσα κ' έβλεπαν όσους ταξιδεύανε γιαλό-γιαλό. Κ' έτσι αυτά προσθέτανε στην ομορφιά του περιβολιού. Και καταμεσίς του περιβολιού στο μάκρος και πλάτος ήτανε ναός του Διόνυσου και βωμός. Περιτριγύριζαν το βωμό κισσός και το ναό κλήματα· κ' είχε μέσα ο ναός διονυσιακές ζωγραφιές· τη Σεμέλη που γεννούσε, την Αριάδνη που κοιμότανε, το Λυκούργο δεμένο, τον Πενθέα που κατακοματιαζότανε· ήτανε και Ιντοί που νικόντουσαν και Τυρρηνοί που αλλάζανε μορφή· παντού Σάτυροι παντού Βάκχες που χορεύανε· μήτε ο Πάνας είχε λησμονηθή, παρά καθότανε κι αυτός παίζοντας το σουραύλι επάνω σε βράχο, παρόμοιος με παιγνιδιάτορα, που έπαιζε τον ίδιο σκοπό και για κείνους που πατούσανε και για κείνες που εχόρευαν.

4. Αν κ' ήτανε τέτοιο το περιβόλι, ο Λάμωνας το εσιγύριζε, κόβοντας τα ξερά, στηλόνοντας τα κλήματα· εστεφάνωσε το Διόνυσο· άνοιξε αυλάκι να τρέχη το νερό στ' άνθια από μια πηγή, που τη βρήκεν ο Δάφνης ανάμεσα στα λουλούδια· η πηγή ήτανε κοντά στ' άνθια, την έλεγαν όμως πηγή του Δάφνη. Παρακινούσε ο Δάμωνας και το Δάφνη να παχαίνη τα γίδια όσο μπορούσε περισσότερο, λέγοντας, ότι δίχως άλλο κ' εκείνα θα ζητήση να τα ιδή ο αφέντης, ερχάμενος ύστερ' από καιρό. Κ' εκείνος δε φοβότανε ότι δε θα παινευτή γι' αυτά, επειδή και διπλά από όσα είχε πάρει τάκαμε και κανένα δεν του είχε αρπάξει λύκος και ήτανε πιο παχιά από τα πρόβατα. Και θέλοντας να είναι ο αφέντης του πιο πρόθυμος για το γάμο του, εφρόντιζε γι' αυτά με κάθε τρόπο, φέρνοντάς τα στη βοσκή απ' του θεού το χάραμα και γυρίζοντας στη στάνη το δείλι· τα πότιζε δυο φορές την ημέρα κ' εζητούσε τα πιο καλά βοσκοτόπια· ενοιάστηκε και για σκαφίδια καινούργια και για τάλαρους πολλούς και για καλαμωτές μεγαλύτερες. Και τόσο εφρόντιζε ως που και τα κέρατα άλειφε και το μαλλί τους εχτένιζε. Θα νόμιζε κανένας πως βλέπει κοπάδι αφιερωμένο στον Πάνα. Κ' εκοπίαζε σ' όλα αυτά μαζί του κ' η Χλόη· και λησμονώντας το κοπάδι της τον περισσότερο καιρό έμενε κοντά σ' εκείνα, ως που ενόμιζε ο Δάφνης, ότι εξ αιτίας της του εφαίνονταν όμορφα τα γίδια.

5. Κ' ενώ τούτοι έκαναν αυτά, ήλθεν από την πολιτεία δεύτερος μαντατοφόρος κ' επρόσταξε να τρυγάνε τ' αμπέλια το γληγορότερο· κι αυτός είπε, θα μείνη εκεί όσο που να κάμουνε τα σταφύλια μούστο, κ' ύστερα γυρίζοντας στην πολιτεία θα φέρη τον αφέντη, όταν πια θα είναι ο χυνοπωριάτικος τρύγος. Αυτόν λοιπόν τον Εύδρομο (έτσι τον έλεγαν, επειδή δουλιά του ήτανε το να τρέχη) τον επεριποιόντανε με κάθε τρόπο, και συνάμα αποτρυγούσανε τ' αμπέλια, έφερναν τα σταφύλια στα πατητήρια, έρριχναν το μούστο στα βαγένια, αφίνοντας επάνω στα κλήματα τα μισογινωμένα σταφύλια, για να μπορέσουν όσοι θα ερχόντανε από την πολιτεία να πάρουν ιδέα του τρύγου και να ευχαριστηθούν.

6. Κι όταν πια ετοιμαζότανε να γυρίση στην πολιτεία ο Εύδρομος, κι άλλα όχι λίγα τούδωσε ο Δάφνης, μα κι ακόμη όσα δώρα μπορούσε να του δώση ένας γιδάρης· τυριά καλοπηγμένα· κατσικάκι όψιμο, γιδοτόμαρο λευκό και μαλλιαρό για να το φορή το χειμώνα, όταν τρέχη· κ' εκείνος χαιρότανε κ' εφιλούσε το Δάφνη και τούδινε το λόγο του πως κάτι καλό στον αφέντη θα ειπή γι' αυτόν. Κ' έφυγεν ο Εύδρομος φίλος του πια. Ο Δάφνης όμως γεμάτος ανησυχία έμενε μαζί με τη Χλόη· μα και τούτη εφοβότανε πολύ γι' αυτόν, επειδή παιδί συνηθισμένο να βλέπη τα γίδια και το βουνό και τους ζευγολάτες και τη Χλόη πρώτη φορά έμελλε να ιδή τον αφέντη, που πρώτα μονάχα τ' όνομά του άκουε. Ανησυχούσε λοιπόν για το Δάφνη πώς θα μιλήση του αφέντη κ' έτρεμε η ψυχή της για το γάμο τους, μήπως τον ονειρεύονταν του κάκου. Και για τούτο αδιάκοπα ήτανε τα φιλιά και τ' αγκαλιάσματα σφιχτά σαν να ήτανε κολλημένοι· κ' ήτανε τα φιλιά φοβισμένα και τ' αγκαλιάσματα λυπημένα, σαν να είχεν έλθει τώρα ο αφέντης ή μπορούσε να τους ιδή.

7. Μα κοντά στ' άλλα τους βρήκε και μια τέτοια σύχυση. Ήτανε κάποιος Λάμπης, βοϊδολάτης κακός άνθρωπος, που κι αυτός εζητούσε τη Χλόη για γυναίκα από το Δρύαντα κι ως τα τώρα χαρίσματα πολλά του είχε δώσει για να πιτύχη το γάμο· άμα λοιπόν ένοιωσε, ότι, αν δώση την άδεια το αφεντικό, θα την πάρη ο Δάφνης, ζητούσε τρόπο που να θυμώση μ' αυτούς ο αφέντης· και ξέροντας, ότι αυτός αγαπούσε πολύ το περιβόλι, εστοχάστηκε να το χαλάση όσο μπορούσε περισσότερο και να το ρημάξη. Μα αν έκοβε τα δέντρα, θα πιανόταν από το χτύπο· για τούτο έβαλε στο νου του να χαλάση τα λουλούδια. Αφού λοιπόν εφύλαξε τη νύχτα κ' επήδησε το φράχτη, άλλα εξερρίζωσε, άλλα έκοψε κι άλλα τα ετσαλαπάτησε σαν αγριογούρουνο· κ' ύστερα έφυγε χωρίς να τόνε νοιώση κανένας. Κι ο Λάμωνας μπαίνοντας την άλλη μέρα στο περιβόλι, ελογάριαζε να τα ποτίση από την πηγή. Μα άμα είδε όλο το μέρος ρημαγμένο σαν να τα είχε κάμει αυτά εχτρός κουρσάρος, εξέσκιζε αμέσως τα ρούχα του και με φωνή δυνατή έκραζε τους θεούς· ως που κ' η Μυρτάλη, αφίνοντας ό,τι κρατούσε στα χέρια της, έτρεχεν έξω, κι ο Δάφνης βάνοντας μπροστά τα γίδια, εγύρισε πίσω· κι όταν τα είδαν εφώναζαν και φωνάζοντας έκλαιαν.

8. Κ' ελυπόντανε όλοι για τα λουλούδια· μα αυτοί έκλαιαν από το φόβο του αφέντη· θάκλαιγε κι όποιος ξένος ετύχαινε να βρεθή εκεί. Επειδή είχε ρημαχτή όλος ο τόπος κι όλη η άλλη γις ήτανε σαν λάσπη. Κι αν κανένα από τα λουλούδια ξέφυγε το χαλασμό, άνθιζε κ' έλαμπε κ' ήτανε ακόμη όμορφο και χάμω πεσμένο. Πετούσαν από πάνω τους και μέλισσες η μια κοντά στην άλλη, αδιάκοπα βουΐζοντας σαν νάκλαιγαν κι αυτές. Κι ο Λάμωνας από τη σαστιμάρα του και τούτα έλεγε:

— Ωϊμέ, η τριανταφυλλιά πώς είναι τσακισμένη! πω, πω! τα γιούλια πώς είναι πατημένα! ω! οι λαλέδες και τα μανούσια που τα ξερρίζωσε κάποιος κακός άνθρωπος! θάρθη η άνοιξη κι αυτά δε θ' ανθίσουν· θα ξαναγυρίση το καλοκαίρι κι αυτά δε θα λουλουδίσουν· το χυνόπωρο, με αυτά κανένανε δε θα στεφανώσουνε· μήτ' εσύ, αφέντη Διόνυσε, δε λυπήθηκες τα κακόμοιρ' αυτά λουλούδια, που καθόσουνε σιμά τους και τάβλεπες, και που μ' αυτά σ' εστεφάνωσα πολλές φορές· πώς θα δείξω τώρα το περιβόλι στ' αφεντικό; και ποιος θα γίνη εκείνος άμα τα ιδή; θα κρεμάση γέρο άνθρωπο από καμιά φτελιά, σαν το Μαρσύα· μα ίσως και το Δάφνη, σάματις να τάχουν κάμει αυτά τα γίδια του.

9. Και με τα λόγια τούτα έχυναν πιο καυτερά δάκρυα κ' έκλαιγαν όχι πια τα λουλούδια παρά τα κορμιά τους· έκλαιγε κ' η Χλόη το Δάφνη πως θα κρεμαστή και παρακαλούσε να μην έλθη πια τ' αφεντικό τους· και περνούσε μέρες πικραμένες σαν νάβλεπε από τώρα το Δάφνη να τόνε χτυπούνε με το καμτσίκι. Κι όταν πια άρχιζε να νυχτώνη, ο Εύδρομος τους έφερνε είδηση, ότι ο γέρος αφέντης τους θα φτάση ύστερ' από τρεις μέρες· το παιδί του όμως θάρθη αύριο. @Εστοχάζονταν λοιπόν τα όσα είχανε γίνει και τάλεγαν και στον Εύδρομο. Κι αυτός συμπαθώντας το Δάφνη ορμήνευε να φανερώσουν τα όσα είχανε γίνει πρώτα στο νέον αφέντη, και τους έδινε το λόγο του πως θα τους βοηθήση κι αυτός, επειδή τον εστιμάριζε, γιατί είχαν φάει ένα γάλα. Κι όταν εξημέρωσε έτσι έκαμαν.

10. Ήλθεν ο Άστυλος καβάλα· κι ο παράσιτός του· καβάλα κι αυτός. Εκείνος μόλις έβγαινε γένεια· κι ο Γνάθωνας (επειδή έτσι έλεγαν τον παράσιτο) εξουριζόταν από πολύν καιρό. Και τότε ο Λάμωνας μαζί με τη Μυρτάλη και το Δάφνη, πέφτοντας εμπρός στα πόδια του, παρακαλούσανε να λυπηθή γέρο κακομοίρη και να τόνε γλυτώση από το θυμό του πατέρα του, επειδή δεν έφταιγε καθόλου. Και συνάμα του τα λέει όλα ένα προς ένα. Τον εσπλαχνίστηκε από τα παρακάλια του ο Άστυλος κι αφού μπήκε στο περιβόλι κ' είδε τον αφανισμό των λουλουδιών, είπεν ότι θα παρακαλέση τον πατέρα του και θα ρίξη το βάρος στ' άλογα, που σαν τάδεσαν εκεί, έκαμαν τη συφορά κι άλλα ετσάκισαν, άλλα τα ετσαλαπάτησαν κι άλλα τα ξερρίζωσαν, αφού λύθηκαν. Ύστερ' απ' αυτά του ευχόντανε όλα τα καλά ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη κι ο Δάφνης τούφερνε χαρίσματα κατσικάκια, τυριά, όρνιθες με τα μικρά τους, σταφύλια επάνω στις κληματόβεργες, μήλα με τα κλαριά τους. Ήτανε μέσα στα δώρα και κρασί μοσκάτο της Λέσβος, καλώτατο για πιόσιμο.

11. Ο Άστυλος τα δεχότανε αυτά· κ' ύστερα τόρριξε στο κυνήγι των λαγώνε, σαν πλουσιόπαιδο, που πάντα διασκέδαζε και που ήλθε στην εξοχή για να δοκιμάση καινούργιες χαρές. Μα ο Γνάθωνας, σαν άνθρωπος που έμαθε μόνο να τρώη και να πίνη ως που να μεθύση, και μη όντας τίποτε άλλο παρά στόμα και κοιλιά κι όσα ήτανε κάτω από την κοιλιά, δεν είδεν αδιάφορα το Δάφνη, όταν έφερε τα χαρίσματα. Επειδή όμως και φυσικά κυνηγούσε τα παιδιά, άμα βρήκεν ομορφιά, που μήτε στην πολιτεία δεν την είχεν ιδή, έβαλε με το νου του να ριχτή του Δάφνη κ' ενόμιζε πως εύκολα θα τον καταφέρη, σαν γιδάρης που ήτανε. Κι αφού αποφάσισεν αυτά δεν πήγαινε στο κυνήγι μαζί με τον Άστυλο, παρά κατέβαινε εκεί που έβοσκεν ο Δάφνης, παίρνοντας πρόφαση τα γίδια· η αλήθεια όμως ήτανε πως ήθελε να ιδή το Δάφνη. Και κολακεύοντάς τον, του παίνευε τα γίδια και τον παρακάλεσε να παίξη με το σουραύλι του ένα τσοπάνικο· και τούλεγε πως γλήγορα θα τον κάνη ελεύθερο, γιατί όλα τα μπορεί.

12. Και σαν τον είδε ήμερο, κάνοντας του καρτέρι τη νύχτα, που γύριζε τα γίδια απ' τη βοσκή, πρώτα τον εφίλησε βγαίνοντας μπροστά του· ύστερα τον παρακαλούσε να του γυρίση τα πισινά του, έτσι όπως κάνουν οι γίδες στους τράγους. Κι όταν πια αργά ο Δάφνης ένοιωσε τι ήθελεν ο Γνάθωνας, τούλεγεν ότι φυσικό είναι να καβαλικεύουν οι τράγοι τις γίδες· μα κανένας ποτέ δεν είδε τράγο να καβαλικεύη τράγο, μήτε κριάρι αντί προβατίνες κριάρι, μήτε κόκκορα αντί για όρνιθες κόκκορα. Ο Γνάθωνας όμως ήταν ικανός να τον αναγκάση με τη βία, βάνοντας χέρι επάνω του· μα ο Δάφνης άνθρωπο μεθυσμένο και μόλις στεκάμενο στα πόδια του, αφού τον έσπρωξε, τον έρριξε χάμω στη γις, και φεύγοντας γλήγορα σαν σκυλάκι, τον άφισε πεσμένο κάτω κ' έχοντας ανάγκη άντρα, όχι παιδιού για να τον τραβήξη από το χέρι. Και δεν τον εζύγονε πια καθόλου, παρά πότ' εδώ και πότ' εκεί έβοσκε τα γίδια, αποφεύγοντας εκείνον και γυρεύοντας τη Χλόη. Μα μήτε ο Γνάθωνας τον κυνηγούσε πια, σαν έμαθε καλά, ότι δεν είναι μονάχα όμορφος, παρά και δυνατός· και ζητούσεν ευκαιρία να μιλήση γι' αυτόν στον Άστυλο κ' έλπιζε να του τόνε χαρίση ο νέος, επειδή ήθελε να του κάνη πολλές και μεγάλες χάρες.

13. Μα τότε δε μπόρεσε· επειδή έφτασεν ο Διονυσιοφάνης με την Κλεαρίστη· κ' ήτανε ταραχή μεγάλη από ζώα, δούλους, άντρες, γυναίκες. Μα ύστερα έφτιανε λόγο ερωτικό και μακρύ. Κ' ήτανε ο Διονυσιοφάνης μεσόκοπος πια, ψηλός όμως κι όμορφος και που μπορούσε και με παλληκάρια να παραβγή· μα και πλούσιος όσο λίγοι και καλός σαν κανένας άλλος. Την πρώτη μέρα που ήλθε έκαμε θυσία στους θεούς, που διαφέντευαν την εξοχή· στη Δήμητρα και στο Διόνυσο και στον Πάνα και στις Νύμφες· έκαμε και τραπέζι σ' όλους, που ήταν εκεί. Τις άλλες ημέρες εξέταζε του Λάμωνα τα έργα· και βλέποντας τα χωράφια αυλακωμένα, τ' αμπέλια με φύλλα, το περιβόλι όμορφο (επειδή για τα λουλούδια το βάρος το πήρε επάνω του ο Άστυλος) ευχαριστιόταν περίσσα κ' επαίνευε το Λάμωνα και του έταζε πως θα τον αφίση ελεύθερο. Κατέβηκε ύστερα και στο κοπάδι για να ιδή και τα γίδια και το βοσκό.

14. Η Χλόη έφυγε στο δάσος, επειδή ντράπηκε κ' εφοβήθηκε τόσον κόσμο. Μα ο Δάφνης έμειν' εκεί ζωσμένος γιδοτόμαρο μαλλιαρό, έχοντας κρεμάσμένο, από τους ώμους ταγάρι, που μόλις τώχαν απορράψει, κρατώντας με τόνα χέρι τυριά χλωρά και με τ' άλλο κατσικάκια βυζανιάρικα· αν καμιά φορά ο Απόλλωνας, όταν εδούλευε στο Λαομέδοντα, εβόσκησε γίδια, τέτοιος θα ήτανε, όπως εφάνηκε τότες ο Δάφνης. Αυτός λοιπόν δεν είπε τίποτε, παρά αφού κατακοκκίνησε, έρριξε τα μάτια του χάμω, δίνοντας τα χαρίσματα. Μα ο Δάμωνας είπε:

— Αυτός, αφέντη, είναι των γιδιώνε σου ο βοσκός. Εσύ μούδωκες να βόσκω πενήντα και δυο τραγιά· τούτος σου τάχει κάμει εκατό και δέκα τράγους· βλέπεις πόσο παχιά είναι και μαλλιαρά και με κέρατα γερά· τα έμαθε να καταλαβαίνουν και τη μουσική· ακούγοντας λοιπόν το σουραύλι όλα τα κάνουν.

15. Όντας εκεί η Κλεαρίστη, θέλησε να ιδή αυτό που είπεν ο Λάμωνας και διατάζει το Δάφνη να παίξη το σουραύλι στα γίδια, όπως συνήθιζε, και του τάζει άμα παίξη να του χαρίση ένα πουκάμισο και ποδίνες. Κ' εκείνος αφού τους εκάθισε γύρω σαν σε θέατρο, στάθηκε κάτω από τη βαλανιδιά και βγάνοντας από το ταγάρι το σουραύλι, πρώτα εφύσηξε λίγο. Και τα γίδια εσταμάτησαν σηκώνοντας το κεφάλι· ύστερα έπαιξε το σκοπό του βοσκημάτου και τα γίδια έβοσκαν σκύβοντας το κεφάλι· πάλι έπαιξε γλυκά κι όλα μαζί ξαπλωθήκανε χάμω· κ' έβγαλε στριγγό λάλημα· κ' εκείνα σαν να ερχότανε λύκος ετρέξανε στο δάσος να κρυφτούν· ύστερ' από λίγο έπαιξε το ξαναφωναχτικό και τα γίδια βγαίνοντας από το δάσος μαζεύτηκαν όλα κοντά στα πόδια του. Μήτε άνθρωπου δούλους δε θα μπορούσε να ιδή κανένας ν' ακούν έτσι στην προσταγή του αφέντη. Κι όλοι οι άλλοι λοιπόν εθαύμαζαν και περισσότερο η Κλεαρίστη· κι ωρκίστηκε πως τα δώρα που έταξε θα του τα δώση, επειδή ήτανε καλός γιδάρης κ' ήξερε και μουσική. Κι αφού γυρίσανε στο εξοχικό εγιωμάτιζαν κ' έστειλαν και στο Δάφνη από όσα έτρωγαν.

16. Κι αυτός έτρωγε μαζί με τη Χλόη κ' ευχαριστιόνταν δοκιμάζοντας μαγέρεμμα της πολιτείας· κ' έλπιζε πως θα πιτύχουν το γάμο, πείθοντας τ' αφεντικά. Μα ο Γνάθωνας ξαναμμένος από όσα είχανε γίνει στο κοπάδι και νομίζοντας ανυπόφερτη τη ζωή του, αν δεν απολάψη το Δάφνη, αφού παραφύλαξε τον Άστυλο, εκεί που περιδιάβαζε στο περιβόλι, και τον έφερε στο ναό του Διόνυσου, του φιλούσε τα χέρια και τα πόδια. Κ' επειδή εκείνος ερωτούσε γιατί τα κάνει αυτά και τον επρόσταζε να του ειπή και του ορκιζόταν πως θα του κάνη τη χάρη, ο Γνάθωνας είπε:

— Πάει, αφέντη, ο Γνάθωνάς σου· αυτός, που ίσαμε τώρα αγαπούσε μονάχα τα τραπέζια, που προτήτερα ορκιζότανε ότι τίποτε δεν είναι ομορφότερο από το παλιό κρασί, που από τα παιδιά της Μιτυλήνης θαρρούσε καλλίτερους τους μαγέρους σου· τώρα μονάχα ο Δάφνης μου φαίνεται πως είναι όμορφος· και μη δοκιμάζοντας πια τα πλούσια φαγιά σου, αν και κάθε μέρα ετοιμάζονται τόσα κρέατα, ψάρια, γλυκά, με χαρά μου θα γινόμουνα γίδα για να τρώω χορτάρι και φύλλα, ν' ακούω το σουραύλι του Δάφνη και να με βόσκη εκείνος· μα εσύ γλύτωσε τον Γνάθωνά σου και τον ανίκητο έρωτα καταπόνεσέ τον. Ειδεμή σ' ορκίζουμαι στο θεό μου, αφού πάρω μαχαίρι κι αφού γεμίσω την κοιλιά μου φαγιά, θα σκοτωθώ εμπρός στου Δάφνη τη θύρα. Κ' εσύ δεν θα με ειπής πια Γναθωνάκι, όπως συνηθίζεις πάντα χωρατεύοντας.

17. Δε βάσταξε να τόνε βλέπη να κλαίη και πάλι τα πόδια να του γλυκοφιλή, επειδή ήτανε παλληκάρι μεγαλόκαρδο κ' ήξερεν από αγάπης πόνο, παρά τούδινε το λόγο του πως θα τόνε ζητήση, από τον πατέρα του και πως θα τόνε φέρη στην πολιτεία δικόνε του σκλάβο κ' εκείνου αγαπητικό. Και θέλοντας να του ανοίξη και κεινού την καρδιά τον ερωτούσε χαμογελώντας, αν δεν ντρέπεται ν' αγαπάη το γιό του Λάμωνα παρά και γυρεύει με τα σωστά του να πλαγιάση μαζί με παλληκαράκι, που βόσκει γίδια· και συνάμα καμονότανε πως συχαίνεται την τραγίσια βρώμα. Μα εκείνος καθώς είχε μάθει κάθε του έρωτα παραμύθι στα τραπέζια των παραλυμένων, όχι αστόχαστα, και για τον εαυτό του και για το Δάφνη, έλεγε:

— Κανένας αγαπητικός, αφέντη, δεν τα ψιλολογάει αυτά, μόνε σ' όποιας λογής πράμα κι αν βρη την ομορφιά σκλαβώνεται. Γι' αυτό και φυτό κάποιος αγάπησε και ποτάμι και θεριό. Κι όμως ποιος δε θα λυπότανε αγαπητικό, που θάπρεπε να φοβάται εκείνον που αγαπάει; Μα εγώ αγαπάω στο κορμί του σκλάβου την ομορφιά την ελεύθερη. Βλέπεις πως μοιάζουν τα μαλιά του με λαλέ; πως λάμπουν τα μάτια κάτω από τα φρύδια σαν δαχτυλιδόπετρα μέσα σε χρυσή δέση; πως το πρόσωπό του είναι γεμάτο κοκκινάδι και το στόμα του απ' άσπρα δόντια σαν του ελέφαντα; Ποιος αγαπητικός δε θα παρακαλούσε να πάρη από εκεί νόστιμα φιλιά; Κι αν αγάπησα βοσκό, μιμήθηκα τους θεούς. Βοϊδολάτης ήτανε ο Αγχίσης και τον πήρεν η Αφροδίτη· γίδια έβοσκε ο Βράχιος και τον αγάπησεν ο Απόλλωνας· βοσκός ήτανε ο Γανυμήδης και τον άρπαξε ο Δίας· ας μην περιφρονούμε παιδί, που είδαμε να το ακούν και τα γίδια σαν αγαπητικιές· μα αν αφίνουνε να μένη ακόμη κάτω στη γις τέτοια ομορφιά, ας χρωστάμε χάρη στου Δία τους αετούς.

18. Κι αφού γλυκογέλασεν ο Άστυλος γι' αυτά μάλιστα τα λόγια του και είπε πόσο μεγάλους σοφιστές κάνει ο έρωτας, εζητούσεν ευκαιρία που να μιλήση στον πατέρα του για το Δάφνη. Μα σαν τάκουσε κρυφά όλα όσα ειπώθηκαν ο Εύδρομος κ' επειδή από τη μια μεριά αγαπούσε το Δάφνη γιατί ήτανε τίμιο παλληκάρι κι από την άλλη του ερχότανε κακό να γίνη ξεντρόπιασμα του Γνάθωνα τέτοια ομορφιά, αμέσως τα λέει όλα ένα προς ένα σ' εκείνον και στο Λάμωνα. Ο Δάφνης λοιπόν, αφού σάστισε στην αρχή, αποφάσιζε ν' αποκοτήση να φύγη αντάμα με τη Χλόη ή να πεθάνη μαζί μ' εκείνη· Μα ο Λάμωνας αφού εφώναξε έξω απ' την αυλή τη Μυρτάλη, της είπε:

— Χαθήκαμε, γυναίκα· ήλθεν η ώρα να φανερώσουμε τα κρυφά· ας μείνουν έρμα τα γίδια κι όλα τ' άλλα· όμως μα τον Πάνα και μα τις Νύμφες, κι αν πρέπη, καθώς λένε, ν' αφίσω τα βώδια στο σταύλο, δε θα κρύψω ποια είναι η μοίρα του Δάφνη, παρά θα ειπώ και ό,τι βρήκα παραπεταμένο και θα φανερώσω πώς τον είδα να θρέφεται και θα δείξω όσα βρήκα μαζί του. Ας μάθη ο Γνάθωνας ο βρωμερός ποιος όντας ποια πιθυμάει. Ετοίμαζέ μου μονάχα καλά τα σημάδια.

19. Κι αφού εσυμφώνησαν αυτά, μπήκανε πάλι μέσα. Ο Άστυλος όμως προσπέφτοντας του πατέρα του, όταν τον πέτυχεν ήσυχο, ζητάει το Δάφνη να τον πάη στην πολιτεία επειδή ήταν όμορφος και δεν του άξιζε να ζη στην εξοχή κ' επειδή μπορούσε να μάθη από το Γνάθωνα και της πολιτείας τα πράγματα· με χαρά του@ παραδέχεται ο πατέρας· κι αφού έστειλε κ' εφώναξε το Λάμωνα και τη Μυρτάλη τους έλεγε την καλήν είδηση, ότι απ' εδώ και πέρα θα περιποιέται ο Δάφνης τον Άστυλο αντί τα γίδια και τους τράγους· και τους έταζε ότι αντί για το Δάφνη θα τους δώση δυο γιδάρηδες. Τότε ο Λάμωνας, ενώ είχαν όλοι πια μαζευτή και χαίρονταν ότι θάχουνε μαζί τους δούλο όμορφο, αφού ζήτησε την άδεια να μιλήση, άρχισε να λέη:

— Άκουσε, αφέντη, από άνθρωπο γέρο λόγο αληθινό. Και πιάνω όρκο στον Πάνα και στις Νύμφες, πως δε θα ειπώ καθόλου ψέματα. Δεν είμαι ο πατέρας του Δάφνη, μήτε η Μυρτάλη είχε την τύχη να γίνη μητέρα· άλλοι γονιοί το παραπέταξαν το παιδί αυτό, ίσως επειδή είχανε παιδιά μεγαλύτερα αρκετά· κ' εγώ το βρήκα παραπεταμένο και το ανάθρεφε γίδα δική μου, που και την έθαψα, άμα πέθανε, στο περιβόλι, αγαπώντας τη επειδή εφέρθηκε σαν μητέρα. Βρήκα και σημάδια παραρριγμένα μαζί του. Το βεβαιόνω, αφέντη, και τα φυλάω, επειδή είναι σημάδια πως έχει τύχη καλύτερη απ' τη δική μας. Να είναι λοιπόν σκλάβος του Άστυλου δε μου κακοφαίνεται· όμορφος δούλος όμορφου και καλού αφέντη· μα δε μπορώ να υποφέρω να γίνη ξεντρόπιασμα του Γνάθωνα, που βιάζεται να τον πάη στη Μιτυλήνη για να τον έχη σαν γυναίκα.

20. Ο Λάμωνας, αφού είπεν αυτά, εσώπασε κ' έχυσε πολλά δάκρυα, Κ' επειδή ο Γνάθωνας αναγριώνονταν κ' εφοβέριζε πως θα τόνε δείρη, ο Διονυσιοφάνης σαστισμένος από όσα άκουσε, επρόσταξε το Γνάθωνα να σωπαίνη αγριοκοιτάζοντάς τονε με ζαρωμένα φρύδια, και ερωτούσε πάλι το Λάμωνα και τον εδιάταζε να λέη την αλήθεια χωρίς να φτιάνη παραμύθια για να τον κρατάη σαν γιο του. Μα σαν επίμενε εκείνος κι ορκιζότανε σ' όλους τους θεούς και παραδινότανε να τον τυραγνούν ανίσως και βγη ψεύτης, άμα εκάθισε κ' η Κλεαρίστη εξέταζαν τα όσα ειπώθηκαν.

— Και γιατί θάλεγε ψέματα ο Λάμωνας, αφού μπορούσε να πάρη δυο γιδάρηδες αντί για ένα; και πώς μπορούσε να τα φτιάση αυτά ένας χωριάτης; Και δεν ήταν απίστευτο από τέτοιο γέρο κι από μητέρα πρόστυχη να γεννηθή γιος όμορφος;

21. Αποφάσισαν λοιπόν να μη σκοτίζουνται περισσότερο, παρά να εξετάζουν τα σημάδια, αν έδειχναν τρανή και καλύτερη τύχη. Πήγε η Μυρτάλη να τα φέρη όλα, που ήτανε φυλαγμένα σ' ένα παλιό ταγάρι· κι άμα τάφερε πρώτος ο Διονυσιοφάνης τάβλεπε· κι όταν είδε πανωφοράκι κόκκινο, θηλυκωτήρι ολόχρυσο, σπαθάκι με χέρι φιλντισένιο, αφού εφώναξε δυνατά «ω αφέντη Δία!», κράζει τη γυναίκα του για να τα ιδή· κ' εκείνη άμα τα είδε φωνάζει κι αυτή:

— Αγαπημένες μοίρες! δεν τα βάλαμ' εμείς αυτά κοντά στο ίδιο το παιδί μας και δε στείλαμε τη Σωφροσύνη να τα φέρη σε τούτα τα χωράφια; βέβαια, δεν είναι άλλα, παρά τα ίδια, αγαπημένε μου άντρα· δικό μας είναι το παιδί· γιός σου είναι ο Δάφνης κ' έβοσκε τα πατρικά του γίδια.

22. Κ' ενώ ακόμη αυτή έλεγε κι ο Διονυσιαφάνης εφιλούσε τα σημάδια κ' έκλαιγε από περίσσα χαρά, ο Άστυλος ακούγοντας ότι είναι αδελφός του, αφού επέταξε το πανωφόρι του, έτρεχε κατά το περιβόλι θέλοντας να φιλήση πρώτος το Δάφνη· Και σαν τον είδε ο Δάφνης να τρέχη με πολλούς και να φωνάζη, νομίζοντας ότι έτρεχε επειδή ήθελε να τον πιάση, αφού επέταξε χάμω το ταγάρι και το σουραύλι έφευγε κατά τη θάλασσα για να γκρεμιστή από το μεγάλο βράχο. Και ίσως — το πιο παράξενο — θα χανότανε ο Δάφνης μόλις εβρέθηκε, αν δεν εστοχαζόταν ο Άστυλος να ξαναφωνάξη:

— Στάσου, Δάφνη, και μη φοβηθής καθόλου· είμαι αδερφός σου και γονιοί σου οι ως τα τώρα αφέντες σου· τώρα δα ο Λάμωνας μας είπε για τη γίδα και μας έδειξε τα σημάδια· και γυρίζοντας πίσω κοίταξε πώς τρέχουνε χαρούμενοι και με γέλοια· μα φίλησε πρώτα εμένα· σ' ορκίζομαι στις Νύμφες πως δε σου λέω ψέματα.

Μόλις ύστερ' από τον όρκο εστάθηκε και πρόσμεινε τον Άστυλο, που έτρεχε· κι όταν εσίμωσε τον εγλυκοφίλησε. Κ' εκεί που φιλούσε εκείνονε, φτάνει τρεχάλα ο άλλος κόσμος, δούλοι, δούλες, ο ίδιος ο πατέρας, η μητέρα μαζί του. Όλοι αυτοί τον αγκάλιαζαν, τον εγλυκοφιλούσανε χαρούμενοι, κλαίγοντας. Κ' εκείνος τον πατέρα και την μητέρα πρώτ' από τους άλλους αγκάλιαζε και σαν να τους εγνώριζε από καιρό τους έσφιγγε στα στήθεια του και δεν ήθελε να βγη από την αγκαλιά τους. Έτσι γλήγορα η φύση γεννάει την εμπιστοσύνη. Παρολίγο να λησμονήση και τη Χλόη. Κι αφού πήγε στο εξοχικό, εφόρεσε πλούσια φορέματα κι όταν εκάθισε κοντά στον πατέρα του, τον άκουγε που έλεγε τέτοια:

24. — Παντρεύτηκα, παιδιά μου, πολύ νέος κι όταν επέρασε λίγος καιρός είχα γίνει πατέρας ευτυχισμένος, καθώς ενόμιζα. Επειδή είχα κάμει πρώτον ένα γιο, δεύτερη μια θυγατέρα και τρίτο τον Άστυλο, εθαρρούσα πως ήτανε αρκετή η γεννιά· κι άμα γεννήθηκε ύστερ' απ' αυτά το παιδί τούτο, το πέταξα, βάζοντας μαζί του τα πράγματα αυτά, όχι για σημάδια παρά για νεκρικά. Μα άλλα της τύχης τα γραμμένα. Επειδή το μεγαλύτερο παιδί κ' η θυγατέρα επέθαναν από την ίδια αρρώστια την ίδια ημέρα. Μα εσύ μου εγλύτωσες με την έγνοια των θεών για νάχουμε περισσότερους γεροκόμους. Μήτε λοιπόν εσύ να μου φυλάξης ποτέ πάθος για το πέταμα, επειδή δεν το αποφάσισα θέλοντας, μήτε κ' εσύ Άστυλε να λυπηθής, ότι θα πάρης ένα μερίδιο αντί για όλη την περιουσία. Μα ν' αγαπάτε ο ένας τον άλλο κι όσο για πλούτη και με βασιλιάδες παραβγαίνετε. Θα σας αφίσω πολλά χτήματα και πολλούς άξιους δούλους· χρυσάφι· ασήμι· κι όσα άλλα πράματα έχουν οι πλούσιοι. Μόνο δίνω ξέχωρα στο Δάφνη το μέρος τούτο και το Δάμωνα και τη Μυρτάλη και τα γίδια που τάβοσκε ο ίδιος.

25. Ενώ αυτός μιλούσε ακόμη, ο Δάφνης, αφού επετάχθηκε επάνω, είπε:

— Καλά που μου τα θύμισες, πατέρα· πάω να ποτίσω τα γίδια, που βέβαια διψασμένα τώρα προσμένουν το σουραύλι μου κ' εγώ κάθουμαι εδώ χάμω.

Όλοι εγλυκογέλασαν, επειδή, αν κ' είχε γίνει αφέντης, ήθελε να είναι ακόμη γιδάρης· κ' έστειλαν κάποιον άλλονε να φροντίση για κείνα. Κι αφού εκάμανε θυσία στο σωτήρα Δία, ετοίμαζαν το τραπέζι. Στο τραπέζι αυτό μονάχα ο Γνάθωνας δεν ήλθε, παρά με φόβο έμεινε στο ναό του Διόνυσου και τη μέρα και τη νύχτα σαν παρακαλεστής. Κι όταν όλοι έμαθαν γλήγορα, ότι ο Διονυσιοφάνης βρήκε γιο κι ο Δάφνης ο γιδάρης βρέθηκε αφέντης των γιδιών, έτρεχαν όλοι με τα χαράματα από κάθε μεριά για να χαρούνε μαζί με το παλληκαράκι και φέρνοντας στον πατέρα του χαρίσματα· και πρώτος απ' όλους ο Δρύαντας που ανάθρεφε τη Χλόη.

26. Ο Διονυσιοφάνης τους κρατούσεν όλους να καθίσουν ύστερ' από τη χαρά και στη γιορτή· κ' είχεν ετοιμαστή πολύ κρασί, πολλά ψωμιά, πουλιά του βάλτου, γουρουνάκια γαλατερά, γλυκίσματα λογιών-λογιών· κ' εθυσιάζονταν πολλά σφαχτά στους θεούς τους προστάτες του τόπου. Τότε ο Δάφνης αφού μάζεψε όλα τα τσοπάνικα πράματά του, τα εμοίραζε σαν τάματα στους θεούς· στο Διόνυσο αφιέρωσε το ταγάρι και το τομάρι· στον Πάνα το σουραύλι και το παγιαύλι· στις Νύμφες την αγκλίτσα και τα καρδάρια, που τάχε φτιάσει ο ίδιος. Μα τα γνώριμα ήτανε τόσο πιο γλυκά από την ασυνήθιστη ευτυχία, που έκλαιγε, όταν εχωριζότανε καθέν' απ' αυτά· και μήτε τα καρδάρια τα εκρέμασε προτού ν' αρμέξη, μήτε το τομάρι προτού να το φορέση, μήτε το σουραύλι προτού να το παίξη, μα τα εφίλησε όλα αυτά κ' εχαιρέτισε τα γίδια κ' εφώναξε τους τράγους με τ' όνομά τους. Κι απ' την πηγή ακόμη έπιε, επειδή πολλές φορές είχε πιεί και με τη Χλόη. Δε φανέρωνεν όμως ακόμη τον έρωτά του, ζητώντας ευκαιρία γι' αυτό.

27. Κ' ενώ ο Δάφνης έκανε θυσίες, συνέβηκαν τούτα στη Χλόη: καθότανε κλαίγοντας, βόσκοντας τα πρόβατα και καθώς ήτανε φυσικό λέγοντας:

— Μ' ελησμόνησε ο Δάφνης· ονειρεύεται γάμους πλούσιους· γιατί τον έβανα να ορκιστή στα γίδια αντί στις Νύμφες; Τάφησε κι αυτά σαν τη Χλόη· μήτε ενώ θυσιάζει στον Πάνα και στις Νύμφες επιθύμησε να ιδή τη Χλόη· βρήκεν ίσως κοντά στη μάννα του δούλες καλύτερες από μένα· ας είναι καλά· μα εγώ δε θα ζήσω.

28. Κ' εκεί που έλεγε τέτοια, κ' εστοχαζότανε τέτοια, ο Λάμπης ο γελαδάρης, αφού ήλθε άξαφνα μ' άλλους ζευγολάτες, την άρπαξε για να μη την παντρευτή πια ο Δάφνης και να προτιμήση εκείνον ο Δρύαντας. Αυτή λοιπόν την έπαιρναν φωνάζοντας λυπητερά· μα κάποιος που τα είδε τα εμήνυσε στη Νάπη κ' εκείνη στο Δρύαντα κι ο Δρύαντας στο Δάφνη. Κι αυτός αφού γίνηκε έξωφρενών, δεν κοτούσε να το ειπή στον πατέρα· κ' επειδή δε μπορούσε να το υποφέρη, σαν μπήκε στον κήπο, εθρηνολογούσε, λέγοντας:

— Ω σκληρό βρέσιμο! πόσο καλύτερο μου ήτανε να βόσκω! πόσο πιο καλότυχος ήμουνα όντας δούλος! τότε έβλεπα τη Χλόη· μα τώρα ο Λάμπης, αφού μου την άρπαξε, φεύγει· κι άμα νυχτώση θα κοιμηθή μαζί της· κ' εγώ πίνω και διασκεδάζω και του κάκου ορκίστηκα στον Πάνα και στα γίδια και στις Νύμφες.

29. Ενώ έλεγεν αυτά ο Δάφνης, τάκουσε ο Γνάθωνας που ήτανε κρυμμένος στον κήπο· και θαρρώντας πως ήλθεν η ευκαιρία να τα φτιάξη με το Δάφνη, αφού πήρε μερικά από τα κοπέλια του Άστυλου, τρέχει και προφτάνει το Δρύαντα· και σαν τον επρόσταξε να τους δείχνη το δρόμο για το εξοχικό του Λάμπη, έτρεχε γλήγορα. Κι όταν τον επρόφτασε που μόλις έμπαζε τη Χλόη, κι αυτή την παίρνει και τους άλλους χωριάτες τους ετσάκισε στο ξύλο· ύστερα ήθελε να τόνε σέρνη δεμένο καθώς σκλάβο από κανένα πόλεμο· και θα τον έσερνε, αν δεν επρόφταινε να λακίση. Αφού κατώρθωσε τόσο μεγάλη δουλειά, εγύρισε ό,τι άρχιζε να νυχτώνη, και βρίσκει το Διονυσιοφάνη να κοιμάται, μα το Δάφνη ναγρυπνάη και να κλαίη ακόμη στον κήπο· του φέρνει λοιπόν εμπρός του τη Χλόη και δίνοντάς του τη όλα του τα διηγιέται· και τον παρακαλάει να μη του κρατάη πια κάκια και να τον έχη όχι αδιαφόρετο δούλο μήτε να τόνε βγάζη από το τραπέζι, επειδή θα πεθάνη από την πείνα. Κι ο Δάφνης άμα είδε τη Χλόη και την εκρατούσε στα χέρια του, και με το Γνάθωνα, καθώς μ' ευεργέτη του, εφιλιονότανε και σ' εκείνη εδικιολογότανε για την αδιαφορία του.

30. Κ' ύστερ' από σκέψη εβρίσκανε σωστό να μη λένε τίποτε για το γάμο τους παρά νάχη κρυφά τη Χλόη και μονάχα στη μητέρα του να εξομολογηθή τον έρωτά τους· μα δεν το παραδεχότανε ο Δρύαντας παρά ήθελε να το ειπή του πατέρα του και τους εβεβαίονε πως αυτός θα τον καταφέρη. Κι άμα εξημέρωσε, έχοντας τα σημάδια στο ταγάρι, επήγε στο Διονυσιοφάνη και στην Κλεαρίστη, που εκαθόντανε στον κήπο· κ' ήταν εκεί κι ο Άστυλος κι ο ίδιος ο Δάφνης. Κι όταν εσώπασαν, άρχισε να λέη:

— Η ίδια αιτία με τα Λάμωνα με αναγκάζει να φανερώσω ό,τι ήτανε μυστικό ως τα τώρα. Τη Χλόη τούτη μήτε την έκαμα, μήτε την ανάθρεψα, παρά την εγέννησαν άλλοι· κι αφισμένη μέσα σε σπηλιά Νυμφών την ανάθρεψε μια προβατίνα. Το είδα ο ίδιος· κι όταν το είδα εθαύμασα· κι αφού εθαύμασα την ανάθρεψα· το μολογάει κ' η ομορφιά της, επειδή δε μας μοιάζει καθόλου· το μολογάνε και τα σημάδια, επειδή είναι τόσο πλούσια, που δε μπορεί να τάχη ένας βοσκός. Ιδέτε τα και ζητήστε τους συγγενήδες της κόρης, ανίσως και δειχτή ποτέ πως ταιριάζει για γυναίκα του Δάφνη.

31. Αυτό μήτε ο Δρύαντας το είπε στο βρόντο, μήτε ο Διονυσιοφάνης τάκουσε μ' αδιαφορία, παρά αφού εκοίταξε το Δάφνη και τον είδε να χάνη το χρώμα του και να κρυφαναδακρυώνη, γλήγορα εκατάλαβε τον έρωτά του. Κ' επειδή εφοβήθηκε περισσότερο για το δικό του το παιδί παρά για κόρη ξένη, εξέταζε με μεγάλη προσοχή τα λόγια του Δρύαντα· κι όταν είδε και τα σημάδια, που του παρουσίασε, τα ολόχρυσα ποδήματα, τα βρακάκια, τη φασκιά, αφού εφώναξε τη Χλόη της έλεγε να κάνη καρδιά, επειδή έχει πια άντρα και γλήγορα θα βρη και τον πατέρα της και τη μητέρα της. Κι η Κλεαρίστη αφού πήρε μαζί της τη Χλόη, την εστόλιζε σαν γυναίκα πια του γιου της. Μα το Δάφνη παίρνοντάς τον κατά μέρος ο Διονυσιοφάνης μονάχο, τον ερωτούσε αν είναι παρθένα. Κι άμα εκείνος ορκιζότανε ότι δεν είχε γίνει τίποτε περισσότερο από το φιλί και τους όρκους, αφού χάρηκε για τον όρκο, τους εκάθιζε στο τραπέζι.

32. Τότε λοιπόν μπορέσανε να ιδούν ποια είναι η ομορφιά, όταν στολιστή. Επειδή αφού ντύθηκε η Χλόη κ' έδεσε τα μαλλιά της επάνω κ' έπλυνε το πρόσωπό της, τόσο ομορφότερη εφάνηκε σ' όλους, που κι ο Δάφνης μόλις την εγνώρισε. Μπορούσε να ορκιστή κανένας και χωρίς τα σημάδια, ότι τέτοιας κόρης δεν ήτανε πατέρας ο Δρύαντας. Μα κι αυτός ήταν εκεί κ' έτρωγε μαζί με τη Νάπη, έχοντας παρέα σε ξεχωριστό τραπέζι το Λάμωνα και τη Μυρτάλη. Πάλι λοιπόν τις ακόλουθες ημέρες θυσιαζόντανε σφαχτά κ' έδιναν τραπέζια, κ' εκρεμούσε κ' η Χλόη τάματα τα δικά της: το σουραύλι, το ταγάρι, το τομάρι, τα καρδάρια· έχυσε και κρασί στην πηγή, που ήτανε στη σπηλιά, επειδή κι αναθράφηκε κοντά της και πολλές φορές ελούστηκε μέσα σ' αυτή· έβαλε στεφάνια και στον τάφο της προβατίνας, που της τον έδειξε ο Δρύαντας· κ' έπαιξε κι αυτή κάτι με το σουραύλι στο κοπάδι και παρακάλεσε τις θεές, αφού και για τιμή τους έπαιζε το σουραύλι, να βρη εκείνους που την παραπέταξαν άξιους για το γάμο της με το Δάφνη.

33. Όταν εγίνηκαν αρκετές οι γιορτές στην εξοχή, αποφασίσανε να γυρίζουνε στην πολιτεία, και για ν' αναζητήσουν της Χλόης τους γονιούς και για να μην αργοπορούν πια για τους γάμους τους. Αφού λοιπόν ετοίμαζαν με το γλυκοχάραμα τα πράματά τους, εδώκανε στο Δρύαντα άλλες τρεις χιλιάδες και στο Λάμωνα τα μισά χτήματα να τα θερίζη και να τα τρυγάη για λογαριασμό του και τα γίδια με τους γιδάρηδες και τέσσερα ζευγάρια βόιδια και ρούχα χειμωνιάτικα και τη γυναίκα του ελεύθερη. Κ' ύστερ' απ' αυτό επήγαιναν για τη Μιτυλήνη μ' άλογα και αμάξια και με χαρά μεγάλη. Τότες λοιπόν δεν τους ένοιωσαν οι χωραΐτες, επειδή εφτάσανε νύχτα· μα την άλλη μέρα εμαζεύτηκε στο σπίτι του, κόσμος από άντρες και γυναίκες. Οι άντρες εχαιρόντανε μαζί με το Διονυσιοφάνη που βρήκε το παιδί του και περισσότερο σαν έβλεπαν την ομορφιά του Δάφνη· οι γυναίκες εχαιρόντανε μαζί με την Κλεαρίστη που έφερνε μονομιάς και γιο και νύφη· επειδή τις εθάμπωσε κ' εκείνες της Χλόης η ομορφιά, που δε μπορούσε να βρεθή σ' άλλη. Με λίγα λόγια όλ' η πολιτεία επήγαινε να ιδή το παλληκάρι και την κοπέλα κ' εκαλοτύχιζαν από τα τώρα το γάμο. Κ' ευχόντανε να βρεθή κ' η γενιά της κόρης όμοια με την ομορφιά της· και γυναίκες πολλές από τις πολύ πλούσιες παρακαλούσανε τους θεούς ν' αποδειχτούν αυτές μητέρες τόσο όμορφης θυγατέρας.

34. Μα ο Διονυσιοφάνης, αφού ύστερ' από μεγάλη σκέψη βυθίστηκε σ' ύπνο βαθύ, τέτοιο όνειρο, είδε. Του φάνηκε πως οι Νύμφες παρακαλούσανε τον έρωτα να στρέξη πια το γάμο τους· και πως εκείνος, αφού ελασκάρισε το δοξάρι του και το απίθωσε κοντά στη σαϊτοθήκη, επρόσταξε το Διονυσιοφάνη να κάνη τραπέζι σ' όλους τους πρώτους της Μιτυλήνης κι όταν γεμίση το τελευταίο ποτήρι, τότε να δείχνη σε πάσαν ένα τα σημάδια. Κ' ύστερα να τραγουδούν το τραγούδι του γάμου. Αφού είδε κι άκουσε αυτά, σηκώνεται χάραμα· κι άμα επρόσταξε να ετοιμαστή πλούσιο τραπέζι από ό,τι βγάνει η γις, η θάλασσα κ' οι λίμνες και τα ποτάμια, εκαλούσε όλους τους Μιτυληνιούς αρχόντους. Κι όταν πια ήτανε νύχτα κ' είχε γεμιστή το κροντήρι, που κάνουνε με δαύτο σπονδές στον Ερμή, ένας δούλος φέρνει μέσα σε δίσκο ασημένιο τα σημάδια· κι αρχίζοντας από δεξιά τάδειχνε σ' όλους.

35. Από τους άλλους λοιπόν κανένας δεν τα εγνώρισε· μα κάποιος Μεγακλής, που για τα γερατιά του ήτανε στην άκρη του τραπεζιού, καθώς τα είδε, τα γνώρισε και παραπολύ δυνατά εφώναξε:

— Τι είν' αυτά, που βλέπω; τι μου γίνηκες κοριτσάκι μου; τάχατες κ' εσύ ζης; ή τα πήρε αυτά κανένας βοσκός που τα βρήκε κατά τύχη; Παρακαλώ σε, Διονυσιοφάνη, πες μου: από πού έχεις τα σημάδια; Μη ζηλέψης να βρω κ' εγώ την κόρη μου ύστερ' από το Δάφνη.

Κι αφού εζήτησε ο Διονυσιοφάνης να ειπή εκείνος πρώτα πώς το παραπέταξε το παιδί του, ο Μεγακλής χωρίς να κατεβάση καθόλου τη φωνή του, είπε:

— Είχα λίγο βιος προτήτερα, επειδή όσα είχα τα εξόδεψα φτιάνοντας θέατρα κι αρματόνοντας κάτεργα. Όταν εγίνονταν αυτά, έκαμα ένα κορίτσι· μη θέλοντας να το αναθρέψω φτωχικά, αφού το στόλισα μ' αυτά τα σημάδια, το πέταξα, ξέροντας, ότι πολλοί πεθυμούνε να γίνουν και με τέτοιο τρόπο πατέρες. Και κοίτονταν στη σπηλιά των Νυμφών εμπιστευμένο στις θεές· μα εμένα με πλημμύριζαν κάθε μέρα τα πλούτη, χωρίς νάχω κληρονόμο· επειδή δεν είχα πια την τύχη μήτε κοριτσιού να γίνω πατέρας, μόνο σαν να με περιγελούσαν οι θεοί, μου στέλνανε τη νύχτα όνειρα, που μου φανέρωναν ότι πατέρα θα με κάμη ένα κοπάδι.

36. Φώναξε ο Διονυσιοφάνης δυνατώτερα από το Μεγακλή· κι αφού πετάχτηκε επάνω, φέρνει μέσα τη Χλόη, πολύ όμορφα στολισμένη, και λέει:

— Τούτο το παιδί το ποραπέταξες· αυτή την παρθένα μια προβατίνα με την ένοια των θεών σου την ανάθρεψε, όπως μια γίδα το Δάφνη μου. Πάρε τα σημάδια και τη θυγατέρα σου· μα παίρνοντάς τηνε δόσε τη στο Δάφνη γυναίκα· και τους δυο τους πετάξαμε· και τους δυο τους εβρήκαμε· για τους δυο ενοιάστηκαν ο Πάνας κ' οι Νύμφες κι ο Έρωτας.

Παραδεχότανε τα λόγια αυτά ο Μεγακλής κ' έστειλε κ' εφώναξε τη γυναίκα του τη Ρόδη κ' εκρατούσε τη Χλόη στην αγκαλιά του· κ' εκοιμηθήκανε μένοντας αυτού. Επειδή ο Δάφνης ορκιζόταν, ότι δε θ' αφίση σε κανένα τη Χλόη, μήτε στον ίδιο τον πατέρα της.

37. Κι όταν εξημέρωσε εσυμφώνησαν κ' εγύριρισαν πάλι στην εξοχή. Επειδή το εζήτησαν αυτό ο Δάφνης κ' η Χλόη, μην υποφέρνοντας να ζούνε στην πολιτεία. Μα αποφάσιζαν κ' εκείνοι να κάμουνε ποιμενικούς τους γάμους τους. Αφού λοιπόν επήγανε στου Λάμωνα κ' έφερναν το Δρύαντα εμπρός στο Μεγακλή και τη Νάπη στη Ρόδη την εσύστησαν κ' ετοιμάζανε μεγαλόπρεπα όσα χρειαζόντανε για τη γιορτή. Έταξε λοιπόν ο πατέρας της τη Χλόη στις Νύμφες και μαζί με άλλα πολλά έκαμεν αφιερώματα τα σημάδια κ' έδωκε στο Δρύαντα όσα λεφτά έλειπαν για να γίνουνε δέκα χιλιάδες.

38. Κι ο Διονυσιοφάνης όντας καλοκαιριά, έστρωσε εκεί εμπρός στη σπηλιά χλωρά φύλλα κι αφού εκάθισε χάμω όλους τους χωριάτες τους έβανε πλούσιο τραπέζι. Ήτανε εκεί ο Λάμωνας κ' η Μυρτάλη, ο Δρύαντας κ' η Νάπη, του Δόρκωνα το συγγενολόι, του Φιλητά τα παιδιά, ο Χρώμης κ' η Λυκαίνιο· δεν έλειπε μήτε κι ο Λάμπης που τόνε συχώρεσαν. Ήτανε λοιπόν σε τέτοιους ξεφαντωτάδες όλα απλά και χωριάτικα· ο ένας τραγουδούσε, όπως τραγουδούνε στο θέρο· ο άλλος έλεγε μέτωρα, όπως λένε στους ληνούς· ο Φιλητάς έπαιξε το σουραύλι, ο Λάμπης τη φλογέρα. Ο Δρύαντας κι ο Λάμωνας εχόρεψαν. Η Χλόη κι ο Δάφνης εγλυκοφιλιόντανε. Μα και τα γίδια εβόσκανε κοντά, σαν να είχανε κι αυτά μέρος στη γιορτή. Αυτό δεν ήτανε και πολύ διασκεδαστικό για τους χωραΐτες· μα ο Δάφνης εφώναξε και μερικά με τόνομά τους και τους έδωκε φύλλα χλωρά, και κρατώντάς τα από τα κέρατα τα εγλυκοφίλησε.

39. Κι όχι τότε μονάχα, παρά κι όσο εζούσανε, τον περισσότερο καιρό τον επερνούσανε σαν βοσκοί, λατρεύοντας τους θεούς, τις Νύμφες και τον Πάνα και τον Έρωτα, αποχτώντας παραπολλά κοπάδια πρόβατα και γίδια και νομίζοντας γλυκύτατη θροφή τα πωρικά και το γάλα. Μα και σε γίδα έβαλαν αρσενικό παιδί τους να βυζάξη και κοριτσάκι, που δευτερογεννήθηκε, τόκαμαν να πιή από μαστάρι προβατίνας. Κ' έβγαλαν ταρσενικό Φιλοποίμη και το κορίτσι Αγέλη· κ' έτσι κι αυτά εγέρασαν μαζί τους. Εστόλισαν και τη σπηλιά κ' εκρέμασαν ζωγραφιές κ' εχτίσανε βωμό του βοσκού Έρωτα· μα και στον Πάνα έφτιασαν ναό για να κάθεται αντί στην κουκουναριά, βγάνοντάς τονε Πάνα στρατιώτη.

40. Μα αυτά ύστερα τα ονομάτισαν και τα έκαμαν· τότε όμως, άμα ενύχτωσε, τους εσυντρόφευαν όλοι ίσαμε την κάμαρά τους, άλλοι παίζοντας το σουραύλι, άλλοι τη φλογέρα κι άλλοι κρατώντας αψηλά μεγάλες λαμπάδες. Κι όταν έφτασαν κοντά στη θύρα, ετραγουδούσανε με σκληρή κι άγρια φωνή, σαν να ξέσκιζαν τη γις με τσουγγράνα κι όχι σαν να τραγουδούσαν του γάμου το τραγούδι. Κι ο Δάφνης κ' η Χλόη αφού επλάγιασαν γυμνοί, αγκαλιάζονταν κ' εγλυκοφιλιόντανε, κ' έμειναν άγρυπνοι όλη τη νύχτα πιο πολύ κι από τις κουκουβάγιες. Και έκαμε ο Δάφνης της Χλόης κάτι από όσα τον είχε δασκαλέψει η Λυκαίνιο· και τότε η Χλόη πρωτόμαθε ότι όσα εγίνονταν στο δάσος ήτανε βοσκών παιγνίδια.

ΤΕΛΟΣ

1) Κοίταξε: Paul-Louis Courier «Lettres Écrites de France et d' Italie».

2) Η πριγκηπέσσα αυτή έχει γράψει δράματα, επιγράμματα κλπ.

3) Boileau «Art poétique» II, 170.

4) Γυναίκα του ελληνιστή Etienne Clavier, που έγινε και πεθερός του Courier.

5) Ο Amyot, επίσκοπος του Auxerre, που μετάφρασε και τους «Παράλληλους Βίους» του Πλούταρχου.

Κείμενα

Hellenica World - Scientific Library