ART

 

.

Ο τονισμός έχει αλλάξει από πολυτονικό σε μονοτονικό σύστημα. Κατά τα άλλα έχει διατηρηθεί η ορθογραφία του βιβλίου. Λέξεις με με πλάγιους χαρακτήρες περιλαμβάνονται σε _, ενώ λέξεις με έντονους σε &.


εξώφυλλο

ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΟΛΕΜΗ

Ε I Ρ Η Ν I Κ Α

ΕΚΔΟΤΗΣ I. Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ-ΑΘΗΝΑΙ

ΕΙΡΗΝΙΚΑ


ΕΡΓΑ I. ΠΟΛΕΜΗ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ
ΧΕΙΜΩΝΑΝΘΟΙ
ΑΛΑΒΑΣΤΡΑ
ΚΕΙΜΗΛΙΑ
ΕΞΩΤΙΚΑ
ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ
ΠΑΛΙΟ ΒΙΟΛΙ
ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΜΑΡΜΑΡΑ
Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΑΝΗΛΙΑΓΟΣ (δράμα)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ (κωμωδία)
ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΕΙΔΥΛΛΙΑ (μετάφρασις)


ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΟΛΕΜΗ

ΕΙΡΗΝΙΚΑ

ΕΚΔΟΤΗΣ Ι. Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ — ΑΘΗΝΑΙ

Τ' ΑΦΙΕΡΩΝΩ ΤΟΥ ΔΡΟΣΙΝΗ


Τη στιγμή που σου στέλνω τυπωμένα τα ΕΙΡΗΝΙΚΑ μου
συλλογίζομαι, ότι δεν θα είχα αυτή την ευχαρίστησιν, αν ο
φιλοπρόοδος εκδότης μου κ. Σιδέρης δεν εφιλοτιμείτο να
συγκεντρώση στο πανελλήνιον βιβλιοπωλείον του ολόκληρη
τη σύγχρονη φιλολογία μας και να συντελέση στον πλουτισμό
της με τας συνεχείς του εκδόσεις. Αφού τον ευχαριστήσω,
σε παρακαλώ να τα δεχθής με την αγάπη που μας ενώνει
τόσα χρόνια.

Ι. Π.

Και συγκόψουσι τας μαχαίρας αυτών εις άροτρα, και τας
ζιβύνας αυτών εις δρέπανα. Και ου λήψεται έθνος επ' έθνος
μάχαιραν, και ου μη μάθωσιν έτι πολεμείν.

ΗΣΑΪΑΣ Κεφ. Β'

1

Ω πρώτο του ήλιου ανάβλεμμα κι' ω νύχτας μαύρης
αυγή γλυκοξημέρωτη, μη σε τρομάξη
που κοιμητήρι ανίσκιωτο τον κόσμο θαύρης.

Αν έχη σκληρό σίδερο τη γη ρημάξει
κι' ο θάνατος το σκιάχτρο του κι' αν τώχη στήσει
στ' άφυλλο δέντρο της ζωής, μη σε τρομάξη·

στο πρώτο του ήλιου ανάβλεμμα θε να βλαστήση.

2

ΤΑ πέδιλά σου, ω Νίκη, τα ματοβαμμένα,
που αφίνουν χνάρια κόκκινα, λύσε και βγάλε
κι' αφρόπλυνε τα χέρια σου κ' έλα σε μένα.

Και συ, Τυρταίε βροντόφωνε, Τυρταίε μεγάλε,
και συ την πολεμόχορδη σύντριψε λύρα
κι' άρπα δαυιτική κρατώντας αίνους ψάλλε.

Διάπλατ' είν' ανοιγμένη του ναού μου η θύρα·
όχι θυσίες και σφάγια στο βωμό μου· κρίνοι
παρθενικοί, λευκές λαμπάδες, άγια μύρα.

Στ' άδυτα του ναού μου Αυτός που δίκαια κρίνει
τα πληγωμένα χέρια στην κορφή μου δένει
διπλή ευλογία· και κράζοντας το χαίρε, Ειρήνη,
σύρε, μου λέει, γοργόφτερη στην οικουμένη,
φωτόλουσέ την με τα μάτια τα μεγάλα
κι' ορθάνοιξε τον κόρφο, δος της να βυζαίνη

της προκοπής το μέλι, της ζωής το γάλα.

3

ΜΗΔΕ κ' η ροδογέλαστη παρθένα Αυγή
που με το δροσολάγηνο στ' ώμορφο χέρι
χαρούμενη αντικρύζει τη θλιμμένη γη·

κ' ύστερ' από βροχές, πλημμύρες κι' αγριοκέρι,
σκορπίζοντας απόμακρα τη συννεφιά,
προβαίνει αργά, τον ήλιο να μας ξαναφέρη,

μηδέ κ' η Αυγή δεν έχει τόσην ωμορφιά
όση η δική σου, Ειρήνη. Ναι, τη λάμψι εκείνου
που άπλωσε χέρια ματωμέν' απ' τα καρφιά,

και την ασπράδα του κορμιού σου, ασπράδα κρίνου,
ερράντισε με το αίμα του, τη λάμψι αυτή
βάλε χιτώνα ολόλευκο κ' έλα, και γίνου

η Αυγή η καλοδεχούμενη και ποθητή
νύχτας βροντών και κεραυνών και αγέρα·
και, υψώνοντας τον ήλιο τον εκδικητή,

φέρε μας την αβράδυαστη καθάρια ημέρα.

4

Κ' έρχετ' η Αγάπη η ανύποπτη, δική σου κόρη,
με το κλειδί της ευτυχίας και της χαράς
ανοίγοντας τις θύρες που κλειστές εθώρει.

Γονειέ, που τρέμεις, μάννα εσύ, που λαχταράς,
παιδιά, που σας φοβέρισεν η μαύρη ορφάνια,
γυναίκα, που με πόθο μήνες καρτεράς

θωρώντας ρημαγμένα τα λευκά στεφάνια,
κόψετε δάφνης σμαραγδόφυλλο κλαδί
κι' ανοίξτε τις αγκάλες σας με περηφάνεια.

Έρχετ' ο άντρας, ο πατέρας, το παιδί.

5

ΕΡΧΕΤ' ο άντρας, ο πατέρας, το παιδί,
λάμπουν τα σπίτια, φέγγουνε τα παραθύρια,
στρώνονται τα τραπέζια — ποιος δεν τραγουδεί;

Γλυκοξυπνούν τα σύνεργα μέσ' στ' αργαστήρια,
τα δίκαια χέρια απλώνονται στη ζυγαριά
κ' η προκοπή ετοιμάζει βιος και κέρδη μύρια.

Ποιος δεν το ξέρει; σέρνετ' η ζωή βαρειά
σαν σερπετό στο χώμα· μα όταν πεια φτερώση,
της πεταλούδας παίρνει την ελευθεριά,

κι' αμέτρητα είνε τ' άνθη κ' είν' οι κήποι τόσοι
κι' αμέτρητα είνε τ' άνθη και πλημμυριστό
το ανθόμελι που το καθένα θα της δώση.

Φτερά μονάχα θέλει το έρμο σερπετό
και τα φτερά του είν' η αγάπη που υπομένει
κ' η προκοπή που δείχνει μέτωπο σκυφτό.

Ευλογημέν' η Ειρήνη, τρις ευλογημένη !

6

Η προκοπή που δείχνει μέτωπο σκυφτό
μέρα και νύχτα χτίζει το ψηλό παλάτι
που φθάνει ως τ' άστρα απάνω. Στο παλάτι αυτό

θα στήση θρόνο ολόχρυσο, που ανθρώπου μάτι
θαμπώνεται απ' τη λάμψι την περιχυτή.
Χρυσόφωτο του θρόνου κάθε σκαλοπάτι.

Στο θρόνο εκείνο θα καθήση η Αρετή.

7

ΣΤΟ λόγγο μπαίνει ο Έρωτας· σιμά του στέκει
στην προσταγή του πρόθυμος ο ξυλοκόπος
μ' ακονισμένο, δίκοπο, βαρύ πελέκι.

 — Δουλειά! Τι καρτερείς; μην ξαποσταίνης! Όπως
διπλή η λαχτάρα του φιλιού στο γυρισμό τους,
διπλός θε νάνε τώρα κι' ο δικός σου ο κόπος.

Δες πώς τους καμαρώνω τους κρυφούς, τους πρώτους,
τους στερημένους πόθους των, πόθων ζευγάρια,
και πώς γλυκαίνω και δροσίζω τον καϋμό τους.

Μην ξαποσταίνης, σύντροφε· τα παλληκάρια
ξανάρθαν στα κρεββάτια τους. Θέρισε, κόψε
κορμούς ριζοθεμέλιωτους μ' αδρά κλωνάρια.

Διπλές θα γίνουν κούνιες για τα βρέφη απόψε.

8

ΑΦΡΟΣΑΡΚΗ νεράιδα και χρυσομαλλού,
καιρούς και χρόνους σ' είχαν η βουή κ' η αντάρα
κρυμμένη μέσ' στα μαύρα βύθη του γιαλού.

Χρόνια σε καρτερούσε με κρυφή λαχτάρα
στο κεντητό ακρογιάλι, στην υγρή αμουδιά
του πόθου της αγάπης η βουβή κιθάρα.

Ψυχομαχώ στη δύσι νοτερή η βραδειά
κι' αγάλια η νύχτα απλώνοντας τ' άπλαστα χέρια
σκορπίζει των αχτίδων τη χρυσή σοδειά.

Στο κύμα καθρεφτίζονται τα μύρια αστέρια,
σ' αθώρητες βαρκούλες μ' άφαντο πανί
προς τ' άγνωστο αρμενίζουν τα κρυφά τα ταίρια.

Πρόβαλε πεια, νεράιδα. Ακούς; κάθε φωνή,
κάθε ήχος, απ' το φλοίσβο κι' ως τ' αχνό τ' αγέρι,
ρωτάει: πότ' η νεράιδα θα ξαναφανή;

Πότε το μαγεμένο θ' ανατείλη αστέρι
που φέρνει στην ελπίδα, στην παρηγοριά;
Νά, την κιθάρα αγγίζει το χλωμό το χέρι.

Τραγούδι, που μερώνει τ' άγρια τα θεριά
και κάνει να δακρύζουν τα σκληρά λιθάρια,
γοργοπετώντας φθάνει πέρ' απ' τη στερειά,

κ' είν' η φωνή ασημένια κ' η φωνή καθάρια·
τα λόγια τη στολίζουν σαν αραδιαστά
διαμάντια και ζαφείρια και μαργαριτάρια.

Τα ονείρατα που βλέπουν βλέφαρα κλειστά
και βλέφαρα ανοιγμένα: στοχασμοί και πόθοι,
κι' όσα λαλούν στους κλώνους κι' όσα ευωδιαστά

τους κάμπους χρωματίζουν, κι' όσα η Μοίρα κλώθει,
κάθε χαρά του ανθρώπου, κάθε του καϋμός
κι' όλη η ζωή του, εσένα κυβερνήτρα νοιώθει.

Πρόβαλε κ' έλα, αφρόσαρκη· ποτέ ερχομός
τόσο καλοδεχούμενος· νειάτα ανθισμένα,
περίσσια χάρι κ' ευωδιά κι' ανασασμός.

Όλοι σε λένε Αγάπη· Τέχνη είσαι για μένα.

9

ΟΛΟΙ σε λένε Αγάπη, Τέχνη εγώ σε κράζω·
στον πόθο και στον πόνο πάντα σε ζητώ,
στον πόνο και στον πόθο πάντα σε μοιράζω.

Πάντα ποθεί η ψυχή μου, κ' είνε τέχνη αυτό·
πάντα πονεί η ψυχή μου, κ' είνε αγάπη εκείνο.
Πόθος και πόνος το δικό μου το γραφτό.

Μέσ' απ' την τέχνη η αγάπη· μέσ' από τον κρίνο
της ευωδιάς το ανάσασμα. Χρυσά κλειδιά
που ανοίγουν την καρδιά μου κι' ό,τι μέσα κλείνω.

Τι θα φελούσε ο κρίνος δίχως ευωδιά;

10

ΜΕΣΑ στο σπίτι του χωριού, που απ' τη σκεπή
κρέμονται ρόδια γέρικα, στεγνά κυδώνια,
μαζεύονται οι γειτόνοι γύρω χαρωποί,

(ποιος λογαριάζει σήμερα σπαρτά κι' αλώνια!)
κι' ακούνε το λεβέντη που τους λέει πολλά,
πολλά . . . σαν νάχουν να ιδωθούν χρόνια και χρόνια.

Κι' ο γέρος ο πατέρας του κρυφογελά
και καμαρώνει η μάννα του και κρυφοκλαίει
κ' η σαστικιά του τον θωρεί δειλά, δειλά·

και σταματά κ' η χήνα που στ' αυλάκι πλέει,
κι' ο σκύλλος, που κοντά του την ουρά κουνεί,
τα δυο του αυτιά τεντώνει σαν ν' ακούη τι λέει.

Μα ξάφνω του χωριού ο παπάς απ' το σκαμνί
αναπηδώντας μ' όλα τα γεράματά του,
γεια σου, λεβέντη! κράζει με βαρειά φωνή.

Σηκώνουν τα ποτήρια, πίνουν στην υγειά του.

11

Το αλέτρι· νά το αλέτρι το θαυματουργό! . . .
Ασάλευτη θωρώντας δίπλα τη βουκέντρα,
ολοχρονίς εφέτος εμείνεν αργό.

Του κάκου, όταν εγύμνωνε ο βοριάς τα δέντρα,
του κάκου το ζητούσε με λαχτάρα η Γη
δουλεύτρα της ζωής και της ζωής αφέντρα·

και σαν την κόρη, που του γάμου η ώρα αργεί,
έννοιωθε μέσ' στα σπλάχνα της στενά φραγμένη
να τήνε πνίγη των χυμών της η πηγή.

Ευλογημένη η Ειρήνη, τρις ευλογημένη! —
Της χαμωκέλλας σιγοτρίζει η κλειδαριά
και μουδιασμένο, νά, το αλέτρι ξαναβγαίνει.

Τα μέλη του απ' τον ύπνο σέρνονται βαρειά.
Πούνε το λάδι; εδώ· κι' αλείψατέ το, ωσότου
λάμψη το υνί του στομωμένο απ' τη σκουριά.

Διπλά το αλέτρι θα δουλέψη στον καιρό του.

12

Τους δρόμους τους γαλάζιους, τους υγρούς, που ως τώρα
της έχθρας το ατσαλόχερο τους είχε φράξει,
    τους άνοιξες για πάντα, ω λευκοφόρα.

Το βλέπεις το καράβι πούρχεται ν' αράξη;
μόνο δελφίνια απάντησε στο αρμένισμά του,
    μόνο ασημένια χνάρια έχει χαράξει.

Ο ναύκληρός του με όψι ξάγρυπνου καμάτου
ψηλά απ' την κουπαστή του σκύβει και κυττάζει
    τις βάρκες που στριμώνονται σιμά του.

Και, προς στην πλώρη στρέφοντας με μιας, προστάζει
στη θάλασσα να ρίξουν οι γέροι λοστρόμοι
την άγκυρα που απ' το ταξείδι στάζει.

Μουγκρίζει η αλυσίδα της. Σε λίγο ακόμη
φιλιά, καλοδεξίματα, λόγια που πνίγει
    διπλή χαρά. Ω υγροί, γαλάζιοι δρόμοι!

Σε λίγο ακόμη το κλεισμένο αμπάρι ανοίγει
κι' απλόχερη ανεβαίνει νέα, καλή Πανδώρα
    και πίσω της οι θερισμοί κ' οι τρύγοι.

    Δοξάζομέ σε, Ειρήνη λευκοφόρα.

13

ΠΡΙΝ φύγη (το θυμάσαι; μια βραδειά χλωμή
του φθινοπώρου· εμίσευε το χελιδόνι,
ξεφύλλιζε τα δέντρα του βοριά η ορμή)

όλοι τον είδαν οι ζηλόφθονοι γειτόνοι
σιγοπατώντας μόνος να συχνοπερνά
μπρος στο παράθυρό σου που ακουμπούσες μόνη.

Ξεθώριαζαν τα σύννεφα τα δειλινά
και ξεψυχούσε η ημέρα τόσο αποσταμένη
πούλεγες πως θα σβύση για παντοτινά·

κι' ό,τι απ' τη λάμψι του ήλιου στα βουνά απομένει
είχε την πίκρα τη γλυκειά του χωρισμού,
του χωρισμού τη γλύκα τη φαρμακεμένη.

Θυμάσαι; αδερφωμένα δάκρυα του καϋμού
θόλωναν τις ματιές σου κ' έσταζαν ανάρια
στα δαχτυλίδια του χεριού σου του χλωμού.

Πέρα, μια σάλιγγα έκραζε τα παλληκάρια.

14

ΜΕ γλάστρες ανθοφόρες και βασιλικούς
στόλισε απόψε τ' ανοιχτό σου παραθύρι . . .
Τα χελιδόνια έχουν γυρίσει — δεν τ' ακούς;

Ροδοστεφάνωτος ο ήλιος πάει να γείρη,
διώχνει τους ίσκιους αχνοθώρητη η βραδειά,
μεθάει τ' αγέρι μέσ' στου κρίνου το ποτήρι,

και, ζαλισμένο απ' την κατάλευκη ευωδιά,
χαϊδεύεται στη λεύκα πούχει ξανανειώσει,
και ψιθυρίζει λόγια που τ' ακούει η καρδιά

και που ποτέ του ο λογισμός δε θα τα νοιώση.

15

ΣΤΟΛΙΣΕ απόψε τ' ανοιχτό σου παραθύρι
και πρόβαλε μέσ' στ' άνθη του τα ευωδιαστά
το απόβραδο που ο ήλιος θάχη αγάλια γείρει.

Την ευτυχία του πόθου που η ζωή χρωστά
στην ωμορφιά σου (κ' είνε τόση, ω είνε τόση,
που μόλις η καρδούλα σου θα τη βαστά)

απλόχερα, αλογάριαστα θα σου τη δώση
με δαχτυλίδι ατίμητο, τ' ονειρευτό
το δαχτυλίδι, που σφιχτά θα ζευγαρώση

την ωμορφιά σου — ήταν της Μοίρας σου γραφτό —
με την παλληκαριά του που ήρθε τιμημένη:
ζευγάρι διπλοστέφανο και ζηλευτό.

Ευλογημέν' η Ειρήνη, τρις ευλογημένη!

16

ΗΡΘ' ο πατέρας. Ω! καιρό πούχε να βάλη
στα γόνατά του το τριπλόχρονο παιδί,
τ' ωραίο παιδί με το χρυσόμαλλο κεφάλι!

Είνε πουλάκι καθισμένο στο κλαδί;
σπαρταριστές φτερούγες ή χεράκια απλώνει;
μιλεί λογάκια της χαράς ή κελαϊδεί;

Καλότυχος πατέρας! Σαν σφυρί στ' αμώνι
χτυπά η καρδιά του από λαχτάρα και χαρά·
και για τ' αθώο παιδί του τόσο καμαρώνει,

όσο δεν εκαμάρωνε στα βροντερά
μηνύματα της Νίκης που λαχανιασμένη
τη μάχη ακολουθούσε με γοργά φτερά.

Ευλογημέν' η Ειρήνη, τρις ευλογημένη!

17

Κ' ενώ στα γόνατά του το παιδί βαστά,
θωρεί στο πλάι ολόρθο τ' ακριβό του ταίρι,
που με κλαμένα μάτια, χείλη γελαστά,

απλώνει αγάλια το κρινόλευκο το χέρι
απάνω στου παιδιού της τη χρυσή κορφή
με χάδια, βελουδένια χάδια· γιατί ξέρει,

(ω τέχνη μυριοφάνταστη, τέχνη σοφή!)
πως το παιδί χαϊδεύοντας αυτόν χαϊδεύει.
Κ' ενώ, με περηφάνεια, με χαρά κρυφή,
τα δάχτυλά της στα μαλλάκια του αναδεύει,
προσμένει τη στιγμούλα που δειλά, δειλά
μονάχο του απ' τα γόνατα θε να κατέβη

κι' απ' τα φιλιά κι' από τα χάδια τα πολλά
θ' αρχίση του ύπνου το παιδιάτικο το κλάμα.
Τότε κι' αυτός θα τη ρωτήση σιγαλά:

 — Δε νύσταξες, γυναίκα; . . . Και θα πάνε αντάμα.

18

ΤΑΚ! τακ! — Ποιος κρούει τη θύρα τόσο θαρρετός
 — Κάποιος που για τον πόλεμο γοργά είχε φύγει.
Τακ! τακ! Άνοιξε μάννα κ' είν' ο γυός σου αυτός.

Η μάννα τρεμογόνατη, για ιδές, ανοίγει
διάπλατη και τη θύρα και την αγκαλιά·
και μέσ' απ' τη λαχτάρα που γλυκά την πνίγει,

κι' αναμέσ' από γέλια, δάκρυα και φιλιά
κατρακυλούν τα λόγια της μισά, κομμένα,
με βιαστική και με τρεμάμενη λαλιά.

Τόσο έχει κλάψει η δύστυχη, τόσο για σένα,
λεβέντη στρατοκόπε, που την ώρα αυτή
τα γέλια της τής φαίνονται σαν γέλια ξένα.

Κ' ενώ σε βλέπει αχόρταγα, σαν να ζητή
το σκορπισμένο νου της να περιμαζέψη,
κ' ενώ στην αγκαλιά της σε σφιχτοκρατεί,

τον ερχομό σου δεν μπορεί να τον πιστέψη.

19

ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗ μάννα! με τα χείλη αχνά
φίλησε, διπλοφίλησε, φίλησ' ακόμα,
και διώξε από το νου σου το βαρύ βραχνά,

που ερχόταν κάθε νύχτα στ' άχαρό σου στρώμα.
Μην ψάχνης λόγια ναύρης, πνίξε τη λαλιά,
φίλησε μάτια, μέτωπο, μάγουλα, στόμα.

Ταχειά, μόλις ξυπνήση, θα τα μάθη πλειά
τα δάκρυα, τις τρομάρες και τα τάμματά σου
στους άγιους· τώρ' αγκάλιασμα, τώρα φιλιά.

Η μακρυνή λαχτάρα σου νά την, κοντά σου.
Τα μάτια πώς καρφώνεις, ω! πώς τη θωρείς
τη λιοκαμμένην όψι του! Τα γόνατά σου

τρέμουν; κάθησε, μάννα· μάννα, δεν μπορείς
να τη σηκώσης τη χαρά σου· είνε μεγάλη
και θέλεις όλη μονομιάς να τη χαρής.

Σαν να τον ξαναγέννησες απόψε πάλι.

20

ΚΑΙ του πολέμου θα ξεχάσωμε τη φρίκη,
τις κακοπάθειες, τ' ανιστόρητα δεινά
και θα περάσουν όλα και θα μείνη η Νίκη.

Και θα περάσουν. Έτσι ο χείμαρρος περνά
τα δέντρα ξερριζώνοντας και τα λιθάρια,
κ' η γη διπλοποτίζεται, διπλογεννά

τα νέα λουλούδια αμέτρητα, τα νέα χορτάρια,
από βουνά και κάμπους ως τις ρεματιές . . .
Χαρά σε σας, ω τιμημένα παλληκάρια,
που, δείχνοντας σημάδια από λαβωματιές
ή καταμασχαλίζοντας το δεκανίκι,
θα μας κυττάτε με περήφανες ματιές,

θυμίζοντάς μας την αξέχαστη τη Νίκη.

21

Κ' η χλόη, δροσολουσμένη κι' ανθοκεντητή
τους τάφους των πεσόντων θ' αλαφροσκεπάζη·
το βήμα του ο διαβάτης θα συχνοκρατή

και την ψυχή του απόβαθα θα συναρπάζη
όχι του χάρου ο πόνος που μοιρολογά
και χύνεται σε μαύρα δάκρυα και ξεσπάζη,

μα ευγνωμοσύνη που τα γόνατα λιγά. —
Στους τάφους των πεσόντων μέρα, νύχτα εκείνη
θα ψιθυρίζη αδάκρυτη σιγά, σιγά:

 — Αθάνατοι νεκροί, στον ύπνο σας Ειρήνη !

22

Και σεις, παιάνων ρίμες, μέσ' απ' τον καπνό
του κανονιού βγαλμένες (ο καπνός θαμπώνει
και τ' άστρο της αγάπης και τον ουρανό)·

και σεις, ρυθμοί παιάνων, του πολέμου οι μόνοι
βραχνοί ξεφωνητάδες, μη λαλείτε, μη!
σωπάτε, όπως εσώπασε και το κανόνι.

Τώρα ζωής τραγούδια και ζωής ρυθμοί·
τώρ' απ' τον άγριο πόλεμο δεν απομένει
παρά μονάχα η δόξα, δόξα και τιμή.

Ευλογημέν' η Ειρήνη, τρις ευλογημένη!
Ανοίγει μύρια μονοπάτια ο λογισμός
στο πλάι του δρόμου που η Ζωή γοργά διαβαίνει.

Ω! πόσα μονοπάτια! κ' είνε ανασασμός,
άρωμα, φως, κελάιδημα. Όνειρα, πόθοι,
με σας, με σας της τέχνης ο γλυκός καϋμός

τ' αθώρητο το νήμα μέρα-νύχτα κλώθει,
το νήμα αυτό που δένει τον τραγουδιστή
με την καρδιά του κόσμου που βαθειά τον νοιώθει.

Νά, ξεκρεμάστηκεν η λύρα η κρεμαστή.

23

ΚΟΡΦΟΒΟΥΝΙΣΙΟ μάρμαρο της Πάρου, γείρε
μέσ' στ' αργαστήρι· ο απαλόχερος τεχνίτης
για της Ειρήνης το άγαλμα τη σμίλη επήρε.

Στην όψι, το χαμόγελο της Αφροδίτης,
της Αθηνάς το ανάβλεμμα· την άγρια χάρι
της λιγερής Αρτέμιδος στ' ωραίο κορμί της.

Στώνα της χέρι το αχνοδάχτυλο, θα πάρη
της Ήβης το λαγήνι· τ' άλλο της θα υψώνη
και θα κρατάη ακοίμητο, διπλό λυχνάρι.

Κάτω απ' τον κόρφο, εκεί που ολόδροση ριζώνει
ροδοκρινιά με τ' άνθη τα ζευγαρωμένα,
της Ήρας θα φορή τη μαγεμένη ζώνη.

Για να τη βρίσκη ο Χρόνος πάντοτε παρθένα.

***

Σελίς
Ω πρώτο του ήλιου ανάβλεμμα 13
Τα πέδιλα σου, ω Νίκη 14
Μηδέ κ' η ροδογέλαστη 16
Κ' έρχετ' η Αγάπη η ανύποπτη 18
Έρχετ' ο άντρας, ο πατέρας 19
Η προκοπή που δείχνει 21
Στο λόγγο μπαίνει ο Έρωτας 22
Αφρόσαρκη νεράιδα 24
Όλοι σε λένε Αγάπη 28
Μέσα στο σπίτι του χωριού 29
Το αλέτρι, νά το αλέτρι 31
Τους δρόμους τους γαλάζιους 33
Πριν φύγη (το θυμάσαι;) 35
Με γλάστρες ανθοφόρες 37
Στόλισε απόψε 38
Ήρθ' ο πατέρας 40
Κ' ενώ στα γόνατά του 42
Τακ! τακ! — Ποιος κρούει 44
Ευτυχισμένη μάννα! 46
Και του πολέμου θα ξεχάσωμε 48
Κ' η χλόη, δροσολουσμένη 50
Και σεις, παιάνων ρίμες, 51
Κορφοβουνίσιο μάρμαρο 53

***


ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ, ΤΥΠΟΓΡΑΦΕΙΟΝ "ΕΣΤΙΑ „ 11819

ΙΩΑΝΝΗΣ Ν. ΣΙΔΕΡΗΣ — ΕΚΔΟΤΗΣ — ΑΘΗΝΑΙ

ΕΚΛΕΚΤΑ ΕΡΓΑ
ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΞΕΝΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

ΕΚΔΟΘΕΝΤΑ

ΑΝΝΙΝΟΥ ΜΠ. Ζητείται υπηρέτης (κωμωδία μονόπρακτος).
ΒΛΑΧΟΥ ΑΓΓ. Ανάλεκτα (κρίσεις και εντυπώσεις 2 τόμ.).
ΔΕΛΗΚΑΤΕΡΙΝΗ Ι. Ο Λυχνοστάτης (κωμωδία) μονόπρακτος.
ΔΡΟΣΙΝΗ Γ. Φωτερά Σκοτάδια (ποιήματα).
 — Κλειστά Βλέφαρα (ποιήματα).
 — Αμαρυλλίς (διήγημα).
 — Αγροτικαί επιστολαί.
ΘΕΡΟΥ ΑΓ. Δημοτικά τραγούδια (εκλογή).
ΛΙΔΩΡΙΚΗ Μ. Κοντά ατή φωτιά (δράμα μονόπρακτον).
ΜΑΛΑΚΑΣΗ Μ. Ασφόδελοι (ποιήματα).
 — Πεπρωμένα (ποιήματα).
ΜΑΡΗ Μ. Το θάρρος της αγνοίας (κωμωδία μονόπρακτος).
ΠΑΛΑΜΑ Κ. Τα παράκαιρα (ποιήματα).
ΠΟΛΕΜΗ Ι. Σπασμένα Μάρμαρα (ποιήματα).
 — Λύρα (Ανθολογία της νεωτέρας ελλην. ποιήσεως).
 — Η Γυναίκα (κωμωδία μονόπρακτος).
 — Ειρηνικά (ποιήματα).
ΣΤΡΑΤΉΓΗ Γ. Τραγούδια τον νησιού.
ΤΑΝΑΓΡΑ ΑΓΓ. Οι σπογγαλιείς του Αιγαίου (διηγήματα).
 — Μακεδονικαί Ραψωδίαι (διηγήματα).
 — Η Μεγαλόχαρη (διήγημα).
 — Άγγελος εξολοθρευτής (πολεμικά διηγήμ. 1912-13).
ΤΣΟΚΟΠΟΥΛΟΥ Γ. Ο Βασιλεύς της Ρέγκας (μονόπρ. παιγνίδι).
ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΥ Κ. Φάουστ τον Γκαίτε (εμμ. μετάφρασις).
 — Ιφιγένεια εν Ταύροις (εμμ. μετάφρασις).
 — Ηλέκτρα του Οφμαννστάλ (τραγωδία).
 — Φθινόπωρο (μυθιστόρημα).
 — Τάσω, Στο Σκοτάδι και Άλλα διηγήματα.
 — Τραγούδια της Ερημιάς.
 — Τα Ελεγεία και τα Ειδύλλια (ποιήματα).
 — Αγάπη στα χωριό (διήγημα).
AUGIER A. Οι Χαλκοπρόσωποι (κωμωδ.) μετάφρ. Αγγ. Βλάχου.
BARRIÈRE Θ. Οι Κουτοπόνηροι (κωμωδία) μετάφρ. Αγγ. Βλάχου.

Ο Βασιλεύς Όθων. Ιστορικόν εράνισμα επί 50ετηρίδι του θανάτου του.

Κωνσταντινούπολις και Αγία Σοφία. Θρύλοι και παραδόσεις.

ΒΟΓΑΣΛΗ Δ. Εκλεκτά χριστουγεννιάτικα και πρωτοχρονιάτικα
    Διηγήματα (εκ του Γαλλικ., Γερμαν. και Ρωσ.).
ΔΟΥΜΑ (ΥΙΟΥ) Η Κυρία με τας Καμελίας (μυθιστόρημα).
LABICHE E. Εγώ και Ξυδάκης και Θανασούλης (κωμωδίαι
μετάφρασις Αγγέλου Βλάχου.
SARDOU B. Οι Καλοί μας Φίλοι (κωμωδία) μετάφρ. Αγγ. Βλάχου.
ΣΙΕΓΚΕΒΙΤΣ Quo Vadis (μυθιστόρημα).

ΥΠΟ ΤΥΠΩΣΙΝ

ΑΝΝΙΝΟΥ Χ. Αττικαί ημέραι (διηγήματα και ευθυμογραφήματα).
ΔΡΟΣΙΝΗ Γ. Το βοτάνι της αγάπης (διήγημα).
 — Διηγήματα των αγρών και της πόλεως.
 — Αναμνήσεις και εντυπώσεις.
 — Σταλακτίται (ποιήματα).
 — Ειδύλλια (ποιήματα).
 — Αμάραντα (ποιήματα).
 — Γαλήνη (ποιήματα).
ΠΟΛΕΜΗ I. Χειμώνανθοι (ποιήματα).
Κειμήλια. — Εξωτικά (ποιήματα).
 — Το Παλιό Βιολί (ποιήματα).
 — Στη Χώρα των παραμυθιών: Το Στοίχημα. — Το
Μαγεμένο ποτήρι (έμμετρα δράματα).
 — Προσωπίδες: Το Εικόνισμα. — Γελίμερ. — Η Γυναίκα.
 — Φρύνη. — Μια νύχτα με φεγγάρι (έμμετρα δραμάτια).

AUGIER ΑΙΜ. Η τυχοδιώκτρια (δράμα) μετάφρασις Αγγ. Βλάχου.
ΛΕΓΚΟΥΒΕ Μήδεια (δράμα) μετάφρασις Αγγ. Βλάχου.
ΛΕΣΣΙΓΓ Νάθαν ο σοφός (δράμα) μετάφρασ. Αγγ. Βλάχου.
ΜΟΛΙΕΡΟΥ Ερωτικοί θυμοί (κωμωδ.) μετάφρασ. Αγγ. Βλάχου.
 — Μισάνθρωπος μετάφρασ. Αγγ. Βλάχου.
ΡΑΚΙΝΑ Βρεττανικός (δράμα) μετάφρασ. Αγγ. Βλάχου.
ΣΧΙΛΛΕΡ Δον Κάρολος μετάφρασ. Αγγ. Βλάχου.
ΧΑΪΝΕ Ε. Τραγούδια, έμμετρ. μετάφρασις Αγγ. Βλάχου.

Κείμενα

Hellenica World - Scientific Library