ART

 

.

Αριστοφάνης, Λυσιστράτη
Τίτλος: Λυσιστράτη
Συγγραφέας: Αριστοφάνης
Μεταφραστής: Πολύβιος Δημητρακόπουλος (Pol Arcas)
Εκδόσεις Φέξη, 1910
Ηλεκτρονική μεταγραφή: Χρίστος Αλεξανδρίδης
Σημείωση: Στην παρούσα ηλεκτρονική μεταγραφή διατηρήθηκαν, σε γενικές
γραμμές, η γλώσσα και η ορθογραφία του πρωτοτύπου. Επεμβάσεις έγιναν
μόνο εκεί που το απαιτούσαν οι διορθώσεις των τυπο κεφάλι σου να δένης,
να σιωπαίνης.
Να καλάθι, βαλ’ το μπρος σου,
πάρε και την ρόκα ζώσου,
και κάθησε να τρως κουκκιά[33] και ξαίνε τα μαλλιά.
Α, τώρα είν’ ο πόλεμος των γυναικών δουλειά!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Έλα, γυναίκες, κάθε μιά
αφήστε κάτω τα σταμνιά,
στις φίλες μας να ρθούμε
μαζύ τους να ενωθούμε.
Με δίχως κούρασι μπορώ
να μπαίνω πάντα στο χορό--
[χωρίς να πέφτω χάμου,]
κι ο κόπος δεν εκούρασε ποτέ τα γόνατά μου.
Θέλω να κάνω κάθε τι
που το προστάζ’ η αρετή,
[και να περάσω από κει]
μαζύ μ’ αυτές να ενωθώ, που ’χουνε χάρι, λογική,
που έχει τόλμη κάθε μιά, κ’ είνε σοφία όλη,
και αγαπάνε μ’ αρετή και φρόνησι την πόλι.
Συ, που ’σαι μια γρηά γερή,
και σαν τσουκνίδα τσουχτερή,
να μη δειλιάσης, τράβα ’μπρός,
γιατ’ είνε πρίμος ο καιρός.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Κι αν ο γλυκός ο έρως επιμένη--
κ’ η Αφροδίτ’ η Κυπρογεννημένη
πόθο μέσα στους κόρφους μας ν’ ανάψη,
και τα μεριά μας με φωτιές να κάψη,
και αν τους άνδρες απ’ την καύλα λειώση,
και σαν το ρόπαλο τούς την τεντώση,--
στους Έλληνας, θα μας ειπούν μιά μέρα
πολεμοταλύτρες πέρα ως πέρα!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Πώς θα το καταφέρνατε και τούτο;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
[Μιά χαρά!]
Να παύσουνε στην αγορά
να βγαίνουν λυσσασμένοι
και πάντοτ’ ωπλισμένοι.
ΓΥΝΗ Α΄
Ναι, μα της Πάφου τη θεά!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Κι άλλη δουλειά δεν έχουνε,
παρά σαν τους Κορύβαντας[34] στην αγορά να τρέχουνε,
κ’ εκεί ν’ ανακατώνουνε τα όπλα τα πολεμικά,
με χύτρες και λαχανικά!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Κ’ έτσι πρέπει, μα τον Δία!
Να, αυτό θα πη ανδρεία°
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Κι όμως είν’ αστείο πράμα, να κρατή κανείς ασπίδες
με Γοργόνες, και να τρέχη ν’ αγοράζη, τι;--μαρίδες!
ΓΥΝΗ Α΄
Μα το θεό, είδα κ’ εγώ
καβάλλ’ απάνω στ’ άλογο σπουδαίον αρχηγό,
να βγάν’ υπερηφάνως
το χάλκινό του κράνος
με τα μαλλιά τα μακρυά,--
να βάλη μέσα έν’ αυγό, π’ αγόρασε από μιά γρηά!
Κ’ ένα άλλο παλληκάρι,
που ήτανε σαν τον Τηρέα[35], με ασπίδα και κοντάρι,
κ’ είχε ’ρθή από τη Θράκη, μιά γυναίκα απειλούσε,
οπού σύκα επουλούσε,
και της έχαφτ’ ένα-ένα
όσα ήσαν γινωμένα.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Και πώς θα ήσθε δυνατές,
τις ταραχές όλες αυτές
όπου στις χώρες γίνονται, εσείς να καταπνίξετε;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Α, είναι τόσο εύκολο.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Μα πώς; να τ’ αποδείξετε.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Σαν κλωστές, που όταν πέφτουν σε μιά μπερδεψιά κακή,
τις τραβούμε με τ’ αδράχτια, μιά από ’δώ και μιά από ’κεί,
έτσι και τον πόλεμό σας θα διαλύσω τον μεγάλο,
στέλνοντας αμέσως πρέσβεις στο ’να μέρος και στο άλλο.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Τι μας λέτε, βρε κουτές,
με μαλλιά και με κλωστές
και μ’ αδράχτια σεις θαρρείτε
τέτοια πράγματα μεγάλα πώς να παύσετε μπορείτε;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Αλλ’ αν είχατε σεις γνώσι, κι από τούτα τα μαλλιά
μάθημα θα ’χατε πάρη για την κάθε σας δουλειά.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Πώς λοιπόν; για να το ιδούμε.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Όπως βάζουμε στην πλύσι
πρώτα-πρώτ’ από τη βρώμα το μαλλί να καθαρίση,
έτσι έπρεπ’ οι πολίται τα ραβδιά να πάρετ’ όλοι,
μοχθηρούς και ραδιούργους να πετάξετ’ απ’ την πόλι°
και αυτούς, που κάνουν πάντα μεταξύ τους μιά φατρία
και κολλούν στην εξουσία,
να τους ξύνετε, μαδώντας το [κακό τους] το κεφάλι°
έπειτα μεσ’ στο καλάθι να τους ξάνετ’ όλους πάλι--
προς ωφέλεια της χώρας° να ’χετ’ ανακατωμένους
εκεί μέσα τους μετοίκους και τους φίλους σας τους ξένους°
αλλ’ αν τύχη και κανένας στο δημόσιο χρωστά,
βάλτε τον κ’ εκείνον μέσα [να μη μένη χωριστά].
Και οι πόλεις, μα το Δία, όπου είνε μέχρις ώρας
άποικοι αυτής της χώρας,
να το ξέρετε πως είνε σαν κομμάτια χωρισμένα:
πάρετε κάθε κομμάτι, να τα κάμετ’ όλα ένα.
Φτιάστε μιά τρανή τουλούπα μ’ όλ’ αυτά τα μαζωμένα,
κ’ έπειτα μ’ αυτή του Δήμου να υφαίνετε τη χλαίνα.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Δεν είνε ανυπόφορο τέτοια μαλλιά να ξαίνουν
αυτές, οπού στον πόλεμο και μέρος δεν λαβαίνουν;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Και όμως, τρισκατάρατε! [στον πόλεμο δεν πάμε]
μα δίνουμε περισσότερο κι απ’ το διπλό: - γεννάμε
τα τέκνα ημείς πρώτες
που πάνε στρατιώτες.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Μη μου θυμίζεις το κακό!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Δεν πρέπει να χαρούμε
λοιπόν κ’ εμείς τα νηάτα μας; να ευχαριστηθούμε,
που σήμερα κοιμώμεθα μονάχες, εξ αιτίας
αυτής της εκστρατείας;
Κι όσο για μας αφήστε το, [δεν μας πολυπειράζει]°
μα κείνο, όπου το ’χουμε μεσ’ στην καρδιά μαράζι,
είνε που τα κορίτσια μας ανύπανδρα γερνάνε.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Μήπως κ’ οι άνδρες δεν γερνούν;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Μπα! λες το ίδιο να ’νε;
Ο άνδρας, επιστρέφοντας και γέρος απ’ τη μάχη,
μπορεί λαμπρά να πανδρευθή και νηά γυναίκα να ’χει.
Μα της γυναίκας φεύγουνε τα νηάτα και η χάρι,
κι αν δεν προφθάση γρήγορα, κανείς δεν θα την πάρη,
και κάθεται [στο ράφι]
για να ρωτάη από κει τη μοίρα, τι της γράφει!
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Αλλά γιατί, αφού μπορεί και γέρος να την πάρη,
οπού να του σηκώνεται ακόμα σαν στηλιάρι;
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Συ, για πες μου τώρα: τάχα τι να μάθης περιμένεις
που ακόμα δεν πεθαίνεις;
Να σε θάψουν έχεις τόπο°
[λοιπόν κάμε και τον κόπο]
και αγόρασε μιά κάσσα, και για χάρι σου ως τόσο
τα μελομακάρουνά36 σου μοναχή θα σου ζυμώσω.
Να κι αυτό για στέφανό σου°
πάρε το και στεφανώσου.
(Του ρίπτει άνωθεν στέφανον)
ΓΥΝΗ Α΄ (ρίπτουσα ταινίας)
Να κι αυτά, δικό μου δώρο.
ΓΥΝΗ Β΄ (ρίπτουσα στέφανον)
Και στεφάνι θα σου βάλλω.
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Πες μου, τι σου λείπει άλλο;
Και τι θέλεις [να σου πάρω;]
Τράβα γρήγορα στη βάρκα... [δεν ακούς, καλέ], το Χάρο;...
σε φωνάζει... σε προσμένει...
Δεν μπορεί να ξεκινήση, [κ’ είν’ η βάρκα του δεμένη!]
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Δεν είνε πράμα φοβερό; [δεν είναι αηδία]
αυτά που σήμερα εδώ παθαίνω; Μα τον Δία,
θα πάω κ’ οι επίτροποι για να μ’ ιδούν οι άλλοι,
και να με καμαρώσουνε σ’ αυτό το μαύρο χάλι!
(Φεύγει)
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ (κραυγάζουσα όπισθέν του)
Μη τύχη κ’ εναντίον μας θα φτιάσης κατηγόρια,
που τάχα σου το κρύψαμε το λείψανό σου χώρια;37
Έννοια σου, σαν περάσουνε τρεις μέρες από σήμερα,
θα ρθούμε να σου κάνουμε πρωί-πρωί τα τρήμερα!
(Εισέρχεται)

ΣΚΗΝΗ Ε΄38
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ - ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Ο ελεύθερος ο άνδρας να κοιμάται δεν του πρέπει.
Ας ξετάσουμε το πράμα° εις αυτό καθένας βλέπει
πως υπάρχει κάτι άλλο
πειό πολύ και πειό μεγάλο,
και μυρίζει τυραννία
σαν κ’ εκείνη του Ιππία.[39]
Είνε φόβος μήπως ήλθαν Σπαρτιάτες στου Κλεισθένη[40]
κ’ εκατάφεραν με δόλο κάθε μιά καταραμένη,
να κρατήσουνε το χρήμα, πού ’χουμε [και πολεμούμε]
και τη σύνταξι που ζούμε.
Είνε τρομερό να βγαίνουν συμβουλές να μας πουλάνε,
και για χάλκινες ασπίδες οι γυναίκες να μιλάνε,
και να μας συμφιλιώσουν με τους Λάκωνας ακόμα,
οπού έχουν τόση πίστι, όση κ’ ένα λύκου στόμα.
[Δεν είν’ αμφιβολία
πως] όλ’ αυτά σκαρώσανε να φτιάσουν τυραννία.
Αλλά να γίνουν τύραννοι καιρό δεν θα τους δώσω,
και μέσα σε μυρτιάς κλαδιά το ξίφος μου θα χώσω,[41]
και θα σταθώ στην αγορά, και θα παραφυλάττω
εκεί στου Αριστογείτονος το άγαλμ’ από κάτω.
Ε, τώρα τούτη τη γρηά μού ’ρχεται να την πιάσω,
και την παληομασέλλα της [με μιά γροθιά] να σπάσω.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Όταν καθένας από σας στο σπθε πανηγύρι.]
ΜΥΡΡΙΝΗ επανέρχεται φέρουσα προσκεφάλαιον
Σήκω απάνω! πήδησε!
(Τοποθετεί το προσκεφάλαιον)
Έ, όλα τα ’χεις τώρα.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Όλα, χρυσό μου! έλα πειά, [μη χάνουμε την ώρα.]
ΜΥΡΡΙΝΗ
Να ξεκουμπώσω μια στιγμή την πόρπη° μη ξεχάσης
και για τη συμφιλίωσι, που είπες, με γελάσης.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Αν το ξεχάσω, να χαθώ!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Κουβέρτα που δεν έχεις;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Ουφ! τώρα πού να τρέχης
[και πάλι σούρτα φέρτα
να πας να βρης κουβέρτα;]
Κουβέρτες δεν χρειάζομαι,-- μα θέλω να γαμήσω.
ΜΥΡΡΙΝΗ
Κι αυτό θα γίνη° μια στιγμή και πάλι θα γυρίσω.
(Φεύγει)
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Μωρέ αυτό το θηλυκό
μου φτιάνει με τα στρώματα περσσότερο κακό!
ΜΥΡΡΙΝΗ (φέρουσα σκέπασμα)
Ε, σήκω τώρα μια στιγμή [ν’ αναπαυθής καλύτερα]
ΚΙΝΗΣΙΑΣ68
Δεν βλέπεις που σηκώθηκε ετούτο μου προτήτερα!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Θέλεις και λίγες μυρουδιές [να σού ρθουνε στη μύτη;]
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Όχι, μα τον Απόλλωνα!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Α, μα την Αφροδίτη,
[θα μου μοσχομυρίσης]
θελήσης, δεν θελήσης.
 (Εξάγει φιαλίδιον)

ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Αφέντη Δία! δώσε μιά και χύσε το ευθύς!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Άπλωσ’ το χέρι σου λοιπόν και πάρε ν’ αλειφθής.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ (αλειφόμενος δια του μύρου)
Μα τον Απόλλωνα! κι αυτό
όταν μας τρώει τον καιρό, είν’ άνοστο και περιττό,
κι όταν δεν έρχεται μαζύ [με τη δική του ευωδιά,]
του γαμησιού η μυρουδιά!
ΜΥΡΡΙΝΗ
Πω, πω! η κακομοίρα!
τι έπαθα! σου έφερα, καλέ της Ρόδου μύρα.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Είνε κι’ αυτό καλό πολύ°
άφησε τ’ άλλα, βρε τρελλή.
ΜΥΡΡΙΝΗ
Για πες μου! αστειεύεσαι;
(Φεύγει ταχέως)
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Κακή και μαύρη μοίρα,
σ’ αυτόν που του κατέβηκε να πρωτοφτιάση μύρα!
ΜΥΡΡΙΝΗ (επανερχομένη με φιαλίδιον)
Πάρε το μπουκαλάκι αυτό.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Μα έχω μια μπουκάλα![69]
έλα μου δω να ξαπλωθής και μη μου φέρνης άλλα.
ΜΥΡΡΙΝΗ
Βέβαια, μα την Άτεμι° αυτό κ’ εγώ θα κάνω°
να, τα παπούτσια βγάνω.
Αλλ’ όμως, φιλαράκο μου, το είπες και θα γίνη°
θα δώσης ψήφο γρήγορα και συ για την ειρήνη.
(Φεύγει ταχέως)
ΚΙΝΗΣΙΑΣ (πίπτων επί της κλίνης)
Καλά αυτό θα το σκεφθώ.
(Βλέπων την Μυρρίνην φεύγουσαν)
Τρανή μου συμφορά!
πάει η γυναίκα! κι όλ’ αυτά μου τ’ άφησε ξερά!
Πω, πω κακό που το ’παθα! ποιάν θα γαμήσω τώρα,
που η πειό καλή μ’ εγέλασε απ’ όσες έχ’ η χώρα;
Μια παραμάννα πώς θα βρω τώρα γι’ αυτή,70[και πού;...]
Πού είσαι, μωρή σκυλλαλεπού!.....[71]
στείλ’ της τουλάχιστον κοντά
μιά παραμάνα και νταντά!......
(Εισέρχονται εκατέρωθεν οι Χοροί)
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Σε βασανίζει, δυδτυχή!
κακό μεγάλο στην ψυχή,
όπου κ’ εμέ ταράττει,
για τούτη την απάτη.
Ποια νεφρά μπορούν ν’ ανθέξουν, [στο σκληρό αυτό παιγνίδι;]
και ποια μέση [θα κρατήση], ποια ψυχή και ποιο αρχίδι;
ποιο θ’ ανθέξει κωλονούρι, που με δύναμι τεντώνει,
το πρωί να μη πλακώνη;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ (επί της κλίνης)
Ζευ πατέρα! δεν αντέχω!
τι τινάγματα που έχω!
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Να, τι σου ’φτιασεν ακόμα
η αχρεία και η βρώμα!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Ναι, μα είνε φιλαινάδα όλο χάρι κι όλο γλύκα.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ (εγειρόμενος της κλίνης)
Βρε ποια γλύκα! σιχαμένη και σαχλή πάντα τη βρήκα!
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Ω Ζευ! ανεμοστρόβιλο γερό
κ’ ένα τυφώνα στείλε καυτερό,
κι ανέβασ’ τες με δύναμι τρανή
ψηλά, σαν του αχύρου το κλωνί,
και στριφογύρισέ τες με οργή,
και δωσ’ τους μιά να πέσουνε στη γη,
και να ’ρθουν με δύναμη πολλή
να καρφωθούν επάνω στην ψωλή!
ΑΥΛΑΙΑ

				
ΜΕΡΟΣ Ε΄
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ - ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ - ΚΗΡΥΞ - ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
ΚΗΡΥΞ
Σε ποια μεριά των Αθηνών θα βρω τη γερουσία
και πού τα πρυτανεία;
Θέλω ένα νέο να τους πω.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Και συ τι είσαι τάχα;
άνθρωπος ή δαιμόνιο της σκόνης είσαι;
ΚΗΡΥΞ
Χάχα!
Που ’χεις λαχάνου κεφαλή, - κήρυκας έχω γίνη,
κι από τη Σπάρτη έφθασα εδώ για την ειρήνη.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
[Καλό και τούτο πάλι,]
μα βλέπω δόρυ να κρατής κατ’ από τη μασχάλη.[72]
ΚΗΡΥΞ
Μα το θεό, καθόλου... μπα!.....
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Κι απ’ τη μεριά την άλλη
γιατί γυρίζεις πάλι;
Και κάτ’ απ’ τη χλαμύδα σου τ’ είν’ κείνο που φουσκώνε;
από το δρόμο τον πολύ μην έβγαλες βουβώνι;
ΚΗΡΥΞ
Συ θα ’σαι, μα τον Κάστορα, γεροξεκουτιασμένος.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Βρε σιχαμένε άνθρωπε! φτου! είσαι καυλωμένος!
ΚΗΡΥΞ
Όχι μα το θεό! αυτό
μήτε να πης για χωρατό.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Τότε λοιπόν, τι είν’ αυτό, που βλέπω σαν το στύλο;
ΚΗΡΥΞ
[Ποιό; τούτο; είνε ξύλο]--
σκυτάλη σπαρτιατική.
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ (χειρονομών καταλλήλως)
Όσο σκυτάλη είν’ αυτό, τόσο και τούτη που ’ν’ εκεί!
Μα πες μου την αλήθεια συ, ωσάν γνωστή μου να ’νε:
Εκεί στη Λακεδαίμονα τα πράγματα πώς πάνε;
ΚΗΡΥΞ
Όλα ορθά στην πόλι
κ’ οι σύμμαχοί μας όλοι
καυλώσανε κ’ εκείνοι°
γυρεύουν την Πελλήνη![73]
ΠΡΟΒΟΥΛΟΣ
Πώς έτυχε η συμφορά να πέση σ’ όλους γενικώς;
Μην τύχη κ’ είνε πανικός;
ΚΗΡΥΞ
Καθόλου, πα! δεν είν’ αυτό°
Νομίζω πως η Λαμπιτώ
άρχισε πρώτη, τερούγες κάνω και πετώ1
(Απέρχονται)

ΣΚΗΝΗ ΣΤ΄
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ - ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Να ’νε χειρότερο θεριό απ’ τη γυναίκα, δεν μπορεί°
ούτε τη φθάν’ η πάρδαλις, ούτ’ η φωτιά η φοβερή!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Αφού μας ξέρεις συ εμάς
γιατί μαζύ μας πολεμάς,
που θα ’σουν πάντα φίλος μου καλός κι αγαπημένος;
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Α δεν θα παύσω να μισώ των γυναικών το γένος.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Να κάμης όπως αγαπάς° μα εγώ δεν θα θελήσω
να σε παραμελήσω°
γιατί αν αποφάσισες στους δρόμους να φανής,
--που ’σαι για να γελάη κανείς,--
θα ρθω να ρίξω απάνω σου το ρούχο το δικό μου.
(Ρίπτουν επί των γερόντων τα μικρά επανωφόριά των)
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Δεν είν’ κακό° είχα γδυθή απ’ τον πολύ θυμό μου.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Και πρώτον έτσι φαίνεσαι σαν άνδρας στην εντέλεια°
δεύτερον, σαν εντύθηκες, δεν είσαι πειά για γέλια,
και αν ίσως συ δεν μ’ έκανες να σκάσω από γινάτι,
ένα κουνούπι θα ’βγαζα που σου ’χει μπει στο μάτι.
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Για τούτο τώρα μ’ έτριβε το μάτι τόσην ώρα.
Πάρε το δακτυλίδι μου και σκάλισέ το τώρα
και το κουνούπι βγάλε μου [εις την οργή να πάη],
γιατί έχει ώρα κάμποση που με κατατσιμπάει.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Ε, θα το κατορθώσω,
μ’ όλο που είσαι άνθρωπος διεστραμένος τόσο.
(Η κορυφαία του Χορού των Γυναικών λαμβάνει το δακτύλιον
του Κορυφαίου του Χορού των Γερόντων και καθαρίζει
δια του δακτυλου-λίθου τον οφθαλμόν αυτού)
Ω Ζευ! κουνούπι τρομερό σου ’χει χωθή στο μάτι°
δεν είν’ απ’ την Τρικόρυθο;[74]
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Ησύχασα κομμάτι.
Πηγάδι μέσα μ’ άνοιγε--καλό που μου ’χεις κάμη!--
και τώρα ιδέ τα δάκρυα που τρέχουν σαν ποτάμι.
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Εγώ θα το σκουπίσω
και, μ’ όλο που ’σαι και κακός, θα ρθω να σε φιλήσω.
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Όχι να με φιλήσης!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Μωρέ θα σε φιλήσω εγώ, θελήσης, δεν θελήσης!
(Αι Γυναίκες ορμούν και φιλούν τους Γέροντας δια της βίας)
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Ε, να σας πάρη η ευκή!
για να χαϊδεύετε καλά, το ’χετε τέχνη φυσική!
και δεν ειπώθηκε κακά
αυτό που ακούμε τακτικά:
«ούτε να ζη κανείς μπορεί με την πανούκλ’ αυτή μαζύ,
ούτε χωρίς αυτή να ζη»!
ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Μα τώρα πειά που κάναμε συνθήκη και ειρήνη,
από τον ένα μας κακό στον άλλο δεν θα γίνη.
Και τώρα ας αρχίσουμε
μαζύ να τραγουδίσουμε.
(Αντιστροφή)
Κακό δεν είχα εγώ σκοπό
για τους πολίτας μας να ειπώ°
το εναντίο μάλιστα [και κάτι παραπάνω]
μόνο καλό εγώ θα ειπώ κι όλο καλό θα κάνω,
γιατί αρκετά είνε τα κακά
κι όλα τ’ αποτελέσματα που φέρνουν τακτικά.
Και αν θελήση χρήματα κανείς καμμιά φορά,
γυναίκα ή άνδρας, μια-δυό μναίς, ας το δηλώση καθαρά,
γιατί έχουμε περσσότερα στις τσέπες° κι όταν γίνη
με το καλό ειρήνη,
εκείνος, όπου σήμερα εγώ θα του δανείσω,
ας μη το δώση πίσω.
Έχουμ’ από την Κάρυστο κάτι ανθρώπους ξένους
πολύ καλούς και παστρικούς[75] στο σπίτι μας φερμένους,
τραπέζι σαν τους κάνουμε° έχ’ όσπρια φτιασμένα
και γουρουνάκι[76] ένα,
και κρεατάκι απαλό
θα φάνε, και πολύ καλό.
Λοιπόν να ρθήτε σπίτι μου, [τραπέζι σας προσμένει]°
μα πρέπει να ’ρθετε πρωί και να ’σθε και λουσμένοι
και σεις, και τα παιδάκια σας να ’νε καλολουσμένα°
μα δίχως και κανένα
στην πόρτα να ρωτήσης,
σαν να ’σαι μαεσ’ στο σπίτι σου, γραμμή να προχωρήσης,
[κι αν το τραπέζι δεν το βρής, όπως θαρρείς, στρωμένο,]
θα βρής το μύλο σφαλιστό και το νερό κομμένο![77]
ΑΥΛΑΙΑ

				
ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΝ

ΣΚΗΝΗ Α΄
{Η σκηνή η αυτή ως εις την Β΄και Γ΄πράξιν}.
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ, ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ και μετ’ ολίγον Α΄
ΑΘΗΝΑΙΟΣ και ΧΟΡΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Πρέσβεις έρχονται απ’ τη Σπάρτη, που μεγάλα γένεια σέρνουν,
και μπροστά παλούκια φέρνουν
στα μεριά τους τεντωμένα,
σαν αυτά όπου κρατούνε τα γουρούνια μας δεμένα.
(Εισέρχεται αριστερόθεν χορός Λακεδαιμονίων)
- Άνδρες Λακεδαιμόνιοι! πρώτα σας χαιρετούμε,
και δεύτερα, τι πάθατε που έρχεσθε; ρωτούμε.
ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
Τι χρεία να το μάθετε με λόγια μας πολλά;
Τι μας συμβαίνει κ’ ήρθαμε, το βλέπετε καλά.
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Πάθατε μιά συφορά
νευρωμένη τρομερά,
κι από του Ερμή εκείνη
πειό τρανή σας έχει γίνη.[78]
ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
Δεν λέγονται, μην τα ρωτάς.
Τι κι αν τα λέμε; δεν κυττάς;
Κάντε γρήγορα ειρήνη,
κι όπως θέλετε να γίνη.
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Δεν κυττάς και τους δικούς μας [με τα χάλια τα δικά τους,]
όπου τα φορέματά τους
σαν τους παλαιστάς σηκώνουν από πάνω απ’ την κοιλιά;
είνε φαίνετ’ η αρρώστια της γυμναστικής δουλειά!
Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ (εισερχόμενος)[79]
Ποιος θα μου πη πού βρίσκεται εκείν’ η Λυσιστράτη;
Είμαστε άνδρες πειά εμείς, [ή σάτυροι βαρβάτοι;]
ΧΟΡΟΣ ΓΕΡΟΝΤΩΝ
Κι αρρώστια τούτη πάλι
είνε όμοια με την άλλη°
το πρωί, που ξημερώνει,
σας τινάζει; σας τεντώνει;
Α΄ΑΘΗΝΑΙΟΣ
Μης Κύπρου τη θεά.
Τραλαλαλά! εμπρός! παιάν!
νίκη! ευοί! ευαί! ευάν!
ΛΥΣΙΣΤΡΑΤΗ
Έλα τώρα, Σπαρτιάτη,
να μας ξαναψάλης κάτι.
ΧΟΡΟΣ ΛΑΚΕΔΑΙΜΟΝΙΩΝ
Ω μούσα εσύ Λακωνική!
άφ’ τον Ταΰγετον εκεί,
που είνε τόσο ευχάριστος, κ’ έλα να ψάλης πρώτα
Απόλλωνα και Αθηνά,
και του Τυνδάρου[93] τα παιδιά, που παίζουνε παντοτινά
στις όχθες του Ευρώτα.
Έλα και πήδα ελαφρά μ’ εμάς να τραγουδήσουμε,
τη Σπάρτη να υμνήσουμε,
που τόσο ευφραίνουνε οι θεϊκοί χοροί,
και τα ποδοκτυπήματα, όταν η κόρ’ η τρυφερή
κοντά κοντά τα πόδια της κτυπά, σαν το πουλάρι,
πηδώντας στου Ευρώτα μας το πράσινο χορτάρι,
και τα μαλλιά της αρχινά
ο άνεμος να τα κινά,
όπως όταν χοροπηδούν κισσοστεφανωμένες
οι Βάκχες μεθυσμένες.
Και πρώτη πρώτη στο [χορό από τις άλλες χώρια]
η κόρη μπαίν’ η πάναγνη της Λύδας[94] κ’ η πανώρηα.
Εμπρός! περόνη πέρασε και κάρφωσ’ την πλεξίδα,
και κτύπησε τα χέρια σου, και σαν το λάφι πήδα!
Εμπρός! και τώρα του χορού ας ακουσθούν οι κρότοι,
και ψάλε [απ’ όλες πρώτη]
την Αθηνά που’νε θεά
ανίκητη και κραταιά!.....

ΤΕΛΟΣ

				

				

				

				

[1] H παρούσα μετάφρασις εδιδάχθη το πρώτον από σκηνής, υπό θιάσου
καταρτισθέντος επί τούτω, εν τω Δημοτικώ Θεάτρω Αθηνών κατά
Ιανουάριον 1905. Απαγορεύεται δε η εν τω μέλλοντι παράστασις αυτής
υπό θιάσων άνευ της αδείας του μεταφραστού, συμφώνως με τον
Νόμον 3483 του έτους 1909.
[2[ Αι γυναίκες είχον και ιδιαιτέρας εορτάς εκτός των δημοτελών.
Εις τον ναόν του Πανός ωργίαζον μετά κραυγών.
[3] Νύμφη εκ της συνοδείας της Αφροδίτης° εκδηλωτικόν ασελγείας.
(Νεφέλαι 52).
[4] Υπήρχεν εις την Αττικήν ναός της Κωλιάδος Αφροδίτης, εις μέρος
καλούμενον «Κωλιάς», λαβόν το όνομα εκ της ομοιότητος προς το
ομώνυμον μέλος του ανθρώπου.
[5] Φορέματα χωρίς ζώνην και μη συρόμενα, καλούμενα ως εκ τούτου
«ορθοστάδια» και αναλογούντα προς τα παρ’ ημίν «μπεμπέ».
[6] Στρατηγός Αθηναίος, κωμωδούμενος ως δωροδοκούμενος και προδότης.
[7] Εσθής εκ της νήσου Αμοργού λεπτή και διανθής.
[8] [Σημείωση του μεταγραφέα. Στο σημείο αυτό από τη μετάφραση λείπουν
μερικοί στίχοι τους οποίους μεταφέρουμε εδώ στο πρωτότυπο:
ΛΥΣ. Το του Φερεκράτους, κύνα δέρειν δεδαρμένην.
ΚΑΛ. Φλυαρία ταύτ’ εστί τα μεμιμημένα.
Εάν λαβόντες δ’ ες το δωμάτιο βια
έλκωσιν ημάς;
ΛΥΣ. Αντέχου συ των θυρών.
ΚΑΛ. Εάν δε τύπτωσιν;
ΛΥΣ. Παρέχειν χρη κακά κακώς.
Ου γαρ ένι τούτοις ηδονή τοις προς βίαν.
Κ’άλλως οδυνάν χρη: καμέλει ταχέως πάνυ
απερούσιν....]
[9] «Μηλοσφαγούσας»: εννοεί την θυσίαν των προβάτων (μήλων), παρωδών
τον εν «επτά επί Θήβας» στίχον του Αισχύλου:
«άνδρες γαρ επτά θούριοι λοχαγέται
ταυροσφαγούντες εις μελάνδετον σάκος..»
[10] «Λευκόν ίππον» (σ. 191): Φαίνεται ότι ο Αριστοφάνης παίζει ενταύθα
με την λέξιν, υπονοών δι’ αυτής το αιδοίον° άλλως: εννοεί τας Αμαζόνας
θυσιαζούσας λευκούς ίππους.
[11] Όπου ευκαιρία, ο Αριστοφάνης κωμωδεί τας γυναίκας ως επιρρεπείς
εις την μέθην.
[12] «Προσλαβού μοι του κάρπου» (σ. 202): εννοεί το αιδοίον.
[13] Δια το κωμικώτερον η Καλονίκη εφεξής πρέπει να επαναλαμβάνη
τον όρκον κλαυθμηρώς.
[14] «Τα Περσικά» (σ. 230): είδος εμβάδων γυναικείων° εννοεί τον τρόπον
της συνουσίας.
[15] «Ου στήσομαι λέαιν’ επί τυροκνήστιδος» (σ. 231): Είδος συνουσιάσεως
πορνικής οκλαδόν, όπως αι λέαιναι αι έγγλυφοι επί των μαχαιρών του
μαγειρείου, ως είδος λαβής αυτών.
[16] Εκ του ονόματος τούτου ολόκληρον το ανωτέρω χορικόν ονομάζεται
και «Στρυμόδωρος».
[17] Ονομάζει ενταύθα γνωστήν εταίραν εν Αθήναις, Ροδίαν ονομαζομένην,
μητέρα του Αυτολύκου και σύζυγον του Λύκωνος° «ώσπερ επί την Λύκωνος
έρρει πας ανήρ» (Εύπολις).
[18] Στρατηγός Λακεδαιμόνιος, εκστρατεύσας κατά της Αττικής κατέλαβε
την Ακρόπολιν° πολιορκηθείς δε υπό των Αθηναίων ηναγκάσθη να εξέλθη
υπό συνθήκην.
[19] Ως γνωστόν ο Ευρυπίδης ήτο μισογύνης, ο δε Σοφοκλής σκώπτων
αυτόν έλεγεν: «εν γε ταις τραγωδίαις μισογύνης εστίν, εν δε τη κλίνη
φιλογύνης».
[20] «Λήμνιον πυρ» (σ.299): παίζει με την φράσιν, εννοών την παροιμίαν
«λήμνιον κακόν», προκύψασαν εκ του γνωστού εγκλήματος των γυναικών
της Λήμνου, αι οποίαι κατά τον Ευριπίδην «Λήμνον άρδην αρσένων
εξώκισαν», δηλαδή εφόνευσαν τους άνδρας των, διότι είχον επιδοθεί
εις την παιδεραστίαν.
[21] Εννοεί τους εν Σάμω στρατηγούς, δυστυχήσαντας εις τον πόλεμον, λέγει δε:
ποίος απ’ αυτούς θα συλλάβη το αναμμένον ξύλον, δια να (καή) γίνη
περισσότερον δυστυχής;
[22] «Στιγματίαι»: αι δούλαι έστιζον τα πρόσωπα προς διάκρισιν από
των ελευθέρων.
[23] Τίτλος της Αθηνάς
[24] Ωσαύτως από της Τριτωνίδος λίμνης της Λιβύας, περί την οποίαν
η Αθηνά εγεννήθη εκ της κεφαλής του Διός, είτε εκ της λέξεως τ ρ ι τ ώ,
ήτις αιολιστί σημαίνει κεφαλήν.
[25] Αγαλματοποιός διακωμωδούμενος.
[26] «Σαβάζιος»

Κείμενα

Hellenica World - Scientific Library