ξυλοκοπώ
Ελληνικά
Ετυμολογία
ξυλοκοπώ < αρχαία ελληνική ξυλοκοπέω-ῶ < ξυλοκόπος
Ρήμα
ξυλοκοπώ
χτυπώ κάποιον ασταμάτητα
Συνώνυμα
ξυλοφορτώνω
Συγγενικές λέξεις
ξυλοκόπημα
Μεταφράσεις
ξυλοκοπώ
γαλλικά : bastonner (fr), rouer (fr) de coups (fr)
Hellenica World - Scientific Library
Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License