ART

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ξύλινος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική ξύλινος ξύλινη ξύλινο
γενική ξύλινου ξύλινης ξύλινου
αιτιατική ξύλινο ξύλινη ξύλινο
κλητική ξύλινε ξύλινη ξύλινο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ξύλινοι ξύλινες ξύλινα
γενική ξύλινων ξύλινων ξύλινων
αιτιατική ξύλινους ξύλινες ξύλινα
κλητική ξύλινοι ξύλινες ξύλινα

Ετυμολογία

ξύλινος < αρχαία ελληνική ξύλινος

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈksi.li.nɔs/ αρσενικό

ΔΦΑ : /ˈksi.li.ni/ θηλυκό

ΔΦΑ : /ˈksi.li.nɔ/ ουδέτερο

Επίθετο

ξύλινος

που είναι φτιαγμένος από ξύλο

≈ συνώνυμα: ξυλένιος
θα κόψουμε δέντρα και θα φτιάξουμε ένα ξύλινο σπιτάκι

(μεταφορικά) άκαμπτος

το ξύλινο ύψος του με απωθεί

Εκφράσεις

ξύλινη γλώσσα : ο τυποποιημένος, στερεότυπος και προβλέψιμος τρόπος ομιλίας

το κόμμα δεν βλέπει προκοπή γιατί μιλά σε ξύλινη γλώσσα

Συγγενικές λέξεις

ξύλο

Μεταφράσεις
ξύλινος

αγγλικά : wooden (en), wood (en)
γαλλικά : en bois (fr)
γερμανικά : hölzern (de)
ισπανικά : de madera (es)
πολωνικά : drewniany (pl)
ρωσικά : деревянный (ru) (derevjánnyj)

ξύλινη γλώσσα

αγγλικά : wooden language (en)
γαλλικά : langue de bois (fr)
γερμανικά : Betonsprache (de)
ισπανικά : langue de bois (es)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License