ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ταβανώνω
Ελληνικά
Ετυμολογία

ταβανώνω < ταβάνι

Ρήμα

ταβανώνω

καλύπτω εσωτερικά την επιφάνεια της οροφής ενός δωματίου με κονίαμα ή ξύλινο ταβάνι

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. ταβανώνω ταβάνωνα θα ταβανώνω να ταβανώνω ταβανώνοντας
β' ενικ. ταβανώνεις ταβάνωνες θα ταβανώνεις να ταβανώνεις ταβάνωνε
γ' ενικ. ταβανώνει ταβάνωνε θα ταβανώνει να ταβανώνει
α' πληθ. ταβανώνουμε ταβανώναμε θα ταβανώνουμε να ταβανώνουμε
β' πληθ. ταβανώνετε ταβανώνατε θα ταβανώνετε να ταβανώνετε ταβανώνετε
γ' πληθ. ταβανώνουν(ε) ταβάνωναν
ταβανώναν(ε)
θα ταβανώνουν(ε) να ταβανώνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. ταβάνωσα θα ταβανώσω να ταβανώσω ταβανώσει
β' ενικ. ταβάνωσες θα ταβανώσεις να ταβανώσεις ταβάνωσε
γ' ενικ. ταβάνωσε θα ταβανώσει να ταβανώσει
α' πληθ. ταβανώσαμε θα ταβανώσουμε να ταβανώσουμε
β' πληθ. ταβανώσατε θα ταβανώσετε να ταβανώσετε ταβανώστε
γ' πληθ. ταβάνωσαν
ταβανώσαν(ε)
θα ταβανώσουν(ε) να ταβανώσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω ταβανώσει είχα ταβανώσει θα έχω ταβανώσει να έχω ταβανώσει
β' ενικ. έχεις ταβανώσει είχες ταβανώσει θα έχεις ταβανώσει να έχεις ταβανώσει
γ' ενικ. έχει ταβανώσει είχε ταβανώσει θα έχει ταβανώσει να έχει ταβανώσει
α' πληθ. έχουμε ταβανώσει είχαμε ταβανώσει θα έχουμε ταβανώσει να έχουμε ταβανώσει
β' πληθ. έχετε ταβανώσει είχατε ταβανώσει θα έχετε ταβανώσει να έχετε ταβανώσει
γ' πληθ. έχουν ταβανώσει είχαν ταβανώσει θα έχουν ταβανώσει να έχουν ταβανώσει



Μεταφράσεις
ταβανώνω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License