ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σπρώχνω
Ελληνικά
Ετυμολογία

σπρώχνω < μεσαιωνική ελληνική σπρώχνω < αρχαία ελληνική προωθῶ

Ρήμα

σπρώχνω (παθητική φωνή: σπρώχνομαι)

ωθώ κάτι προσπαθώντας να το μετακινήσω
(μεταφορικά) παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι
(μεταφορικά) προωθώ
(μεταφορικά) (χυδαίο) για άντρα που κάνει σεξ σε γυναίκα - Ο Χ σπρώχνει καμιά γκόμενα.

Συγγενικές λέξεις

άσπρωχτος
ξανασπρώξιμο
ξανασπρώχνομαι
σπρωξιά
σπρωξίδι
σπρωξιματάκι
σπρώξιμο
σπρωξούλα
→ δείτε τη λέξη ωθώ

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. σπρώχνω έσπρωχνα θα σπρώχνω να σπρώχνω σπρώχνοντας
β' ενικ. σπρώχνεις έσπρωχνες θα σπρώχνεις να σπρώχνεις σπρώχνε
γ' ενικ. σπρώχνει έσπρωχνε θα σπρώχνει να σπρώχνει
α' πληθ. σπρώχνουμε σπρώχναμε θα σπρώχνουμε να σπρώχνουμε
β' πληθ. σπρώχνετε σπρώχνατε θα σπρώχνετε να σπρώχνετε σπρώχνετε
γ' πληθ. σπρώχνουν(ε) έσπρωχναν
σπρώχναν(ε)
θα σπρώχνουν(ε) να σπρώχνουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. έσπρωξα θα σπρώξω να σπρώξω σπρώξει
β' ενικ. έσπρωξες θα σπρώξεις να σπρώξεις σπρώξε
γ' ενικ. έσπρωξε θα σπρώξει να σπρώξει
α' πληθ. σπρώξαμε θα σπρώξουμε να σπρώξουμε
β' πληθ. σπρώξατε θα σπρώξετε να σπρώξετε σπρώξτε
γ' πληθ. έσπρωξαν
σπρώξαν(ε)
θα σπρώξουν(ε) να σπρώξουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω σπρώξει είχα σπρώξει θα έχω σπρώξει να έχω σπρώξει
β' ενικ. έχεις σπρώξει είχες σπρώξει θα έχεις σπρώξει να έχεις σπρώξει έχε σπρωγμένο
γ' ενικ. έχει σπρώξει είχε σπρώξει θα έχει σπρώξει να έχει σπρώξει
α' πληθ. έχουμε σπρώξει είχαμε σπρώξει θα έχουμε σπρώξει να έχουμε σπρώξει
β' πληθ. έχετε σπρώξει είχατε σπρώξει θα έχετε σπρώξει να έχετε σπρώξει έχετε σπρωγμένο
γ' πληθ. έχουν σπρώξει είχαν σπρώξει θα έχουν σπρώξει να έχουν σπρώξει
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί)
Παρακείμενος έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) σπρωγμένο
Υπερσυντέλικος είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) σπρωγμένο
Συντελ. Μέλλ. θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) σπρωγμένο
Υποτακτική να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) σπρωγμένο

Παθητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. σπρώχνομαι σπρωχνόμουν(α) θα σπρώχνομαι να σπρώχνομαι
β' ενικ. σπρώχνεσαι σπρωχνόσουν(α) θα σπρώχνεσαι να σπρώχνεσαι (σπρώχνου)
γ' ενικ. σπρώχνεται σπρωχνόταν(ε) θα σπρώχνεται να σπρώχνεται
α' πληθ. σπρωχνόμαστε σπρωχνόμαστε
σπρωχνόμασταν
θα σπρωχνόμαστε να σπρωχνόμαστε
β' πληθ. σπρώχνεστε σπρωχνόσαστε
σπρωχνόσασταν
θα σπρώχνεστε να σπρώχνεστε (σπρώχνεστε)
γ' πληθ. σπρώχνονται σπρώχνονταν
σπρωχνόντουσαν
θα σπρώχνονται να σπρώχνονται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. σπρώχτηκα θα σπρωχτώ να σπρωχτώ σπρωχτεί
β' ενικ. σπρώχτηκες θα σπρωχτείς να σπρωχτείς σπρώξου
γ' ενικ. σπρώχτηκε θα σπρωχτεί να σπρωχτεί
α' πληθ. σπρωχτήκαμε θα σπρωχτούμε να σπρωχτούμε
β' πληθ. σπρωχτήκατε θα σπρωχτείτε να σπρωχτείτε σπρωχτείτε
γ' πληθ. σπρώχτηκαν
σπρωχτήκαν(ε)
θα σπρωχτούν(ε) να σπρωχτούν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. έχω σπρωχτεί είχα σπρωχτεί θα έχω σπρωχτεί να έχω σπρωχτεί σπρωγμένος
β' ενικ. έχεις σπρωχτεί είχες σπρωχτεί θα έχεις σπρωχτεί να έχεις σπρωχτεί
γ' ενικ. έχει σπρωχτεί είχε σπρωχτεί θα έχει σπρωχτεί να έχει σπρωχτεί
α' πληθ. έχουμε σπρωχτεί είχαμε σπρωχτεί θα έχουμε σπρωχτεί να έχουμε σπρωχτεί
β' πληθ. έχετε σπρωχτεί είχατε σπρωχτεί θα έχετε σπρωχτεί να έχετε σπρωχτεί
γ' πληθ. έχουν σπρωχτεί είχαν σπρωχτεί θα έχουν σπρωχτεί να έχουν σπρωχτεί
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι)
Παρακείμενος είμαι, είσαι, είναι σπρωγμένος - είμαστε, είστε, είναι σπρωγμένοι
Υπερσυντέλικος ήμουν, ήσουν, ήταν σπρωγμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν σπρωγμένοι
Συντελ. Μέλλ. θα είμαι, θα είσαι, θα είναι σπρωγμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι σπρωγμένοι
Υποτακτική να είμαι, να είσαι, να είναι σπρωγμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι σπρωγμένοι

Μεταφράσεις
σπρώχνω

αγγλικά : push (en), lug (en)
γαλλικά : pousser (fr)
τουρκικά : itmek (tr)
φινλανδικά : työntää (fi)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License