ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


σπουδαρχίδης

Ελληνικά
Ετυμολογία

σπουδαρχίδης < αρχαία ελληνική σπουδαρχίδης

Ουσιαστικό

σπουδαρχίδης αρσενικό

εκείνος που επιδιώκει με κάθε τρόπο την απόκτηση κάποιας θέσεως ή κάποιου αξιώματος

Συνώνυμα

αρχοθήρας
αρχολίπαρος
αρχομανής
θεσιθήρας
φίλαρχος

Μεταφράσεις
σπουδαρχίδης

αγγλικά : power thirsty (en), grasping for authority (en)
γερμανικά : herrschsόchtig (de)
ιταλικά : cortigianesco (it)


Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Δυικός Πληθυντικός
Ονομαστική σπουδαρχίδης τώ σπουδαρχίδα οἱ σπουδαρχίδαι
Γενική τοῦ σπουδαρχίδου τοῖν σπουδαρχίδαιν τῶν σπουδαρχιδῶν
Δοτική τῷ σπουδαρχίδῃ τοῖν σπουδαρχίδαιν τοῖς σπουδαρχίδαις
Αιτιατική τόν σπουδαρχίδην τώ σπουδαρχίδα τούς σπουδαρχίδας
Κλητική (ὦ) σπουδαρχίδη (ὦ) σπουδαρχίδα (ὦ) σπουδαρχίδαι

Ετυμολογία

σπουδαρχίδης < αρχαία ελληνική σπουδάρχης < σπουδή (=βιασύνη) + ἀρχή (=αξίωμα) + -ίδης

Ουσιαστικό

σπουδαρχίδης αρσενικό

(κωμικό πατρωνυμικό του σπουδαρχία) ο υιός αυτού που επιζητεί αξιώματα και θέσεις, νεαρός θεσιθήρας

ὅστις; πολίτης χρηστός, οὐ σπουδαρχίδης, / ἀλλ᾽ ἐξ ὅτου περ ὁ πόλεμος, στρατωνίδης, / σὺ δ᾽ ἐξ ὅτου περ ὁ πόλεμος, μισθαρχίδης (Ἀριστοφάνης, Ἀχαρνῆς, 595-597)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License