ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ρωσομαθής

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική ρωσομαθής ρωσομαθής ρωσομαθές
γενική ρωσομαθούς ρωσομαθούς ρωσομαθούς
αιτιατική ρωσομαθή ρωσομαθή ρωσομαθές
κλητική ρωσομαθή(ής) ρωσομαθής ρωσομαθές
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ρωσομαθείς ρωσομαθείς ρωσομαθή
γενική ρωσομαθών ρωσομαθών ρωσομαθών
αιτιατική ρωσομαθείς ρωσομαθείς ρωσομαθή
κλητική ρωσομαθείς ρωσομαθείς ρωσομαθή

Ετυμολογία

ρωσομαθής < ρώσος + -μαθής (< θέμα μαθ- του ρήματος μαθαίνω)

Η λέξη μαρτυρείται από το 1889

Επίθετο

ρωσομαθής αρσενικό και θηλυκό, ρωσομαθές ουδέτερο

αυτός που γνωρίζει τη ρωσική γλώσσα και γενικότερα έχει γαλουχηθεί με τη ρωσική κουλτούρα


Συγγενικές λέξεις

ρωσομάθεια

Μεταφράσεις
ρωσομαθής

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License