ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο



ρωμαλέος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική ρωμαλέος ρωμαλέα ρωμαλέο
γενική ρωμαλέου ρωμαλέας ρωμαλέου
αιτιατική ρωμαλέο ρωμαλέα ρωμαλέο
κλητική ρωμαλέε ρωμαλέα ρωμαλέο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική ρωμαλέοι ρωμαλέες ρωμαλέα
γενική ρωμαλέων ρωμαλέων ρωμαλέων
αιτιατική ρωμαλέους ρωμαλέες ρωμαλέα
κλητική ρωμαλέοι ρωμαλέες ρωμαλέα

Ετυμολογία

ρωμαλέος < αρχαία ελληνική ῥωμαλέος

Προφορά

ΔΦΑ : /ɾɔ.ma.ˈlɛ.ɔs/ αρσενικό

ΔΦΑ : /ɾɔ.ma.ˈlɛ.a/ θηλυκό

ΔΦΑ : /ɾɔ.ma.ˈlɛ.ɔ/ ουδέτερο

Επίθετο

ρωμαλέος

που έχει μεγάλη σωματική δύναμη

≈ συνώνυμα: γερός, δυνατός, εύρωστος, στιβαρός, σφριγηλός
≠ αντώνυμα: αδύναμος, ασθενικός, καχεκτικός

(μεταφορικά) που χαρακτηρίζεται από δύναμη και συνοχή

Συγγενικές λέξεις

ρώμη

Μεταφράσεις
ρωμαλέος

γαλλικά : vigoureux (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License