ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


οξυδερκής

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική οξυδερκής οξυδερκής οξυδερκές
γενική οξυδερκούς οξυδερκούς οξυδερκούς
αιτιατική οξυδερκή οξυδερκή οξυδερκές
κλητική οξυδερκή(ής) οξυδερκής οξυδερκές
πτώση πληθυντικός
ονομαστική οξυδερκείς οξυδερκείς οξυδερκή
γενική οξυδερκών οξυδερκών οξυδερκών
αιτιατική οξυδερκείς οξυδερκείς οξυδερκή
κλητική οξυδερκείς οξυδερκείς οξυδερκή

Ετυμολογία

οξυδερκής < αρχαία ελληνική ὀξυδερκής < ὀξύς + δέρκομαι ("βλέπω")

Προφορά

ΔΦΑ : /ɔ.ksi.ðɛɾ.ˈcis/

Επίθετο

οξυδερκής, -ής, -ές

που έχει ή χαρακτηρίζεται από οξυδέρκεια, οξεία αντίληψη, ευστροφία, έξυπνος

οξυδερκής νους, οξυδερκής παρατήρηση


Μεταφράσεις
οξυδερκής

αγγλικά : discerning (en), perceptive (en), perspicacious (en), incisive (en), astute (en)
γαλλικά : perspicace (fr)
γερμανικά : scharfsinnig (de), scharfsichtig (de)
εσπεράντο : sagaca (eo)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License