ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


ὤψ

Αρχαία ελληνικά
Ετυμολογία

ὤψ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₃okʷ- / *h₃ekʷ- (αυτό όπου βρίσκονται τα μάτια), προς την οποία θεωρούνται συγγενή το γερμανικό Auge, το σουηδικό öga, το λατινικό oculus και το λιθουανικό akìs

Ουσιαστικό

ὤψ θηλυκό(σπάνια αρσενικό), γενική ὠπός

το πρόσωπο, η όψη

εἰς ὦπα : κατά πρόσωπο ή κατά την όψιν
θεῇς εἰς ὦπα ἔοικεν : στο πρόσωπο έμοιαζε στη θεά (Ιλιάδα, 3.158)

πιθανόν (στον πληθυντικό) τα μάτια

ἡ δὲ ἀστραπή, ὅτι τὰ ὦπα ἀναστρέφει, ἀναστρωπὴ ἂν εἴη : η αστραπή θα έπρεπε να λέγεται αναστρωπή αφού μας κάνει να στρέφουμε ψηλά τα μάτια (ή το πρόσωπο) (Πλάτ. Κρατύλος 409)

Ὦψ: γιος του Πεισήνορα και πατέρας της Ευρύκλειας

Συγγενικές λέξεις

ὁράω-ῶ
ὂψομαι
ὂψις

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License