ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


λωποδύτης

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λωποδύτης οι λωποδύτες
      γενική του λωποδύτη των λωποδυτών
    αιτιατική τον λωποδύτη τους λωποδύτες
     κλητική λωποδύτη λωποδύτες
Παράρτημα

Ετυμολογία

λωποδύτης < αρχαία ελληνική λωποδύτης < λῶπος / λώπη (< λέπω) + δύτης (< δύω)

Προφορά

ΔΦΑ : /lɔ.pɔˈði.tis/
συλλαβισμός : λω‐πο‐δύ‐της

Ουσιαστικό

λωποδύτης αρσενικό

ο κλέφτης
ο απατεώνας

※ Σιωπὴ καὶ φρίκη βασιλεύει! / τώρα κλαῖν τοὺς ἄνδρας των ἡ χήραις / κάθε λωποδύτης τώρα κλέβει, / τώρα ρουχαλίζουν κι' οἱ κλητῆρες. (Γεώργιος Σουρής, Νύκτα, 1887)

Συγγενικές λέξεις

λωποδυσία
λωποδυτάκος
λωποδυτικός
λωποδύτισσα
λωποδύτρια

Μεταφράσεις
λωποδύτης

γαλλικά : fourbe (fr)


Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία

λωποδύτης < λώπη ή λῶπος (ένδυμα) + δύω (βυθίζω, βουτώ), "αυτός που κλέβει ρούχα"

Ουσιαστικό

λωποδύτης αρσενικό

ο κλέφτης ρούχων
(γενικότερα) ο παλιάνθρωπος, κλέφτης, ο ληστής ή ο λογοκλόπος

Αναφορές

Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License