ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


λανθάνω

Ελληνικά
Ετυμολογία

λανθάνω < αρχαία ελληνική λανθάνω

Ρήμα

λανθάνω, παθητική μετοχή λανθασμένος

παραμένω κρυμμένος και δεν γίνομαι αντιληπτός

Άλλες μορφές

λαθεύω

Συγγενικές λέξεις

λάθος
λανθάνων
λανθάνουσα μνήμη
αλάνθαστος
αλάθητος
αλάθητο
αλάθευτος

Μεταφράσεις
λανθάνω

Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία

λανθάνω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *lh₂-n-dʰ- < *leh₂-dʰ- < *leh₂- ‎(κρύβομαι)

Ρήμα

λανθάνω, μέσο λανθάνομαι

(με αιτιατική) παραμένω κρυμμένος, διαφεύγω την προσοχή κάποιου
(με κατηγορηματική μετοχή η οποία μεταφράζεται ως ρήμα) κρυφά, απαρατήρητος, χωρίς να το καταλάβω

φονέα ἐλάνθανε βόσκων

Κλίση

Ενεργητικός Ενεστώτας
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγώ
λανθάνω
λανθάνω
λανθάνοιμι
-
σύ
λανθάνεις
λανθάνῃς
λανθάνοις
λάνθανε
οὖτος
λανθάνει
λανθάνῃ
λανθάνοι
λανθανέτω
ἡμεῖς
λανθάνομεν
λανθάνωμεν
λανθάνοιμεν
-
ὑμεῖς
λανθάνετε
λανθάνητε
λανθάνοιτε
λανθάνετε
οὗτοι
λανθάνουσι(ν)
λανθάνωσι(ν)
λανθάνοιεν
λανθανόντων / λανθανέτωσαν
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχή
λανθάνειν
λανθάνων
λανθάνουσα
λανθάνον
Ενεργητικός Παρατατικός
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγώ
ἐλάνθανον
-
-
-
σύ
ἐλάνθανες
-
-
-
οὖτος
ἐλάνθανε
-
-
-
ἡμεῖς
ἐλανθάνομεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐλανθάνετε
-
-
-
οὗτοι
ἐλάνθανον
-
-
-
Ενεργητικός Μέλλοντας
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγώ
λήσω
-
λήσοιμι
-
σύ
λήσεις
-
λήσοις
-
οὗτος
λήσει
-
λήσοι
-
ἡμεῖς
λήσομεν
-
λήσοιμεν
-
ὑμεῖς
λήσετε
-
λήσοιτε
-
οὗτοι
λήσουσι(ν)
-
λήσοιεν
-
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχή
λήσειν
λήσων
λήσουσα
λῆσον
Ενεργητικός Αόριστος β'
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγώ
ἔλαθον
λάθω
λάθοιμι
-
σύ
ἔλαθες
λάθῃς
λάθοις
λάθε
οὖτος
ἔλαθε
λάθῃ
λάθοι
λαθέτω
ἡμεῖς
ἐλάθομεν
λάθωμεν
λάθοιμεν
-
ὑμεῖς
ἐλάθετε
λάθητε
λάθοιτε
λάθετε
οὗτοι
ἔλαθον
λάθωσι(ν)
λάθοιεν
λαθόντων / λαθέτωσαν
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχή
λαθεῖν
λαθών
λαθοῦσα
λαθόν
Ενεργητικός Παρακείμενος
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγώ
λέληθα
λελήθω / λεληθώς, λεληθυῖα, λεληθός ὦ
λελήθοιμι / λεληθώς, λεληθυῖα, λεληθός εἴην
-
σύ
λέληθας
λελήθῃς / λεληθώς, λεληθυῖα, λεληθός ᾖς
λελήθοις / λεληθώς, λεληθυῖα, λεληθός εἴης
λεληθώς, λεληθυῖα, λεληθός ἴσθι
οὗτος
λέληθε
λελήθῃ / λεληθώς, λεληθυῖα, λεληθός ᾖ
λελήθοι / λεληθώς, λεληθυῖα, λεληθός εἴη
λεληθώς, λεληθυῖα, λεληθός ἔστω
ἡμεῖς
λελήθαμεν
λελήθωμεν / λεληθότες, λεληθυῖαι, λεληθότα ὦμεν
λελήθοιμεν / λεληθότες, λεληθυῖαι, λεληθότα εἴημεν/εἶμεν
-
ὑμεῖς
λελήθατε
λελήθητε / λεληθότες, λεληθυῖαι, λεληθότα ἦτε
λελήθοιτε / λεληθότες, λεληθυῖαι, λεληθότα εἴητε/εἶτε
λεληθότες, λεληθυῖαι, λεληθότα ἔστε
οὗτοι
λελήθασι(ν)
λελήθωσι(ν) / λεληθότες, λεληθυῖαι, λεληθότα ὦσι(ν)
λελήθοιεν / λεληθότες, λεληθυῖαι, λεληθότα εἴησαν/εἶεν
λεληθότες, λεληθυῖαι, λεληθότα ἔστων
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχή
λεληθέναι
λεληθώς
λεληθυῖα
λεληθός
Ενεργητικός Υπερσυντέλικος
προσωπικές
εγκλίσεις
οριστική υποτακτική ευκτική προστακτική
ἐγώ
ἐλελήθειν
-
-
-
σύ
ἐλελήθεις
-
-
-
οὖτος
ἐλελήθει
-
-
-
ἡμεῖς
ἐλελήθεμεν
-
-
-
ὑμεῖς
ἐλελήθετε
-
-
-
οὗτοι
ἐλελήθεσαν

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License