ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κρύος η κρύα το κρύο
      γενική του κρύου της κρύας του κρύου
    αιτιατική τον κρύο την κρύα το κρύο
     κλητική κρύε κρύα κρύο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κρύοι οι κρύες τα κρύα
      γενική των κρύων των κρύων των κρύων
    αιτιατική τους κρύους τις κρύες τα κρύα
     κλητική κρύοι κρύες κρύα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κρύος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κρύος < αρχαία ελληνική κρύος (ουδέτερο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός : κρύ‐ος

Επίθετο

κρύος, -α, -ο

που έχει χαμηλή, σε σχέση με το ανθρώπινο σώμα, θερμοκρασία
(μεταφορικά) που δεν έχει εξυπνάδα, χιούμορ ή είναι ανόητος
που δεν έχει κάνει ή δεν του έχει γίνει προθέρμανση

Εκφράσεις

αφήνω στα κρύα του λουτρού
κρύο πιάτο
με κρύα καρδιά
με λούζει κρύος ιδρώτας
σαν τα κρύα τα νερά

Συνώνυμα

ψυχρός

Συγγενικές λέξεις

κρυώνω

Παράγωγες λέξεις

κρύο
κρυο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κρυο- στο Βικιλεξικό
κρυούτσικος

Μεταφράσεις
κρύος

αγγλικά : cold (en)
γαλλικά : froid (fr)
ισπανικά : frío (es)
πολωνικά : zimny (pl)
ρωσικά : холодный (ru) (xolódnyj)
τουρκικά : soğuk (tr)

Πηγές

κρύος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία 1

κρύος < αρχαία ελληνική κρύος (ουδέτερο)

Επίθετο

κρύος

κρύος, παγωμένος, ψυχρός
δροσερός και μεταφορικά: δροσάτος, όμορφος
(μεταφορικά) άχαρος, άτονος
(μεταφορικά) εξαντλημένος

Άλλες μορφές

κρυγιός
κρυός

Εκφράσεις

μένω κρύος (παγώνω από το φόβο μου)

Σύνθετα

κατάκρυος
ὁλόκρυος

Ουσιαστικό

κρύος ουδέτερο

το κρύο, η παγωνιά

Παράγωγες λέξεις

κρύο (ουδέτερο) κρύγιο
κρυότης, κρυότη, κρυότητα

Ετυμολογία 2

κρύος < αρχαία ελληνική κρύος (αρσενικό) στη σημασία: κρύσταλλο

Επίθετο

κρύος

φτιαγμένος από κρύσταλλο

Ουσιαστικό

κρύος αρσενικό

(ορυκτολογία) ορεία κρύσταλλος, άχρωμο σκληρό ορυκτό

Πηγές

κρύος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].


Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία

κρύος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kreus-[1] (ρίγος) ή *kruh₂-[1] (αίμα)

Ουσιαστικό

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ κρύος τὰ κρύη - κρύεᾰ
      γενική τοῦ κρύους - κρύεος τῶν κρυῶν - κρυέων
      δοτική τῷ κρύει - κρύεῐ̈ τοῖς κρύεσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κρύος τὰ κρύη - κρύεα
     κλητική ὦ! κρύος κρύη - κρύεα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρύει - κρύεε
γεν-δοτ τοῖν  κρυοῖν - κρυέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κρύος ουδέτερο

η παγωνιά, το πολύ δυνατό κρύο

Ουσιαστικό
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις ενικός πληθυντικός
ονομαστική ὁ κρύος οἱ κρύοι
γενική τοῦ κρύου τῶν κρύων
δοτική τῷ κρύῳ τοῖς κρύοις
αιτιατική τὸν κρύον τοὺς κρύους
κλητική ὦ! κρύε κρύοι
δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ κρύω
γεν-δοτ τοῖν κρύοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

κρύος αρσενικό

(ελληνιστική σημασία) κρύσταλλος

Αναφορές

Beekes, Robert (Μπέκες, Ρόμπερτ) (2010). Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill., λήμμα: κρύος

Πηγές

κρύος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
κρύος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License