ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κνισάρι τα κνισάρια
      γενική του κνισαριού των κνισαριών
    αιτιατική το κνισάρι τα κνισάρια
     κλητική κνισάρι κνισάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κνισάρι < (ελληνιστική κοινή) κνισάριον, υποκοριστικό του κνῖσα

Ουσιαστικό

κνισάρι ουδέτερο

λιπώδης υμένας ζώου, με τον οποίο ενίοτε τυλίγεται το σφαχτό κατά το ψήσιμο

Τότε αφού κάμαν τες ευχές κι ερίξαν το κριθάρι, / των σφακτών στρέψαν τους λαιμούς, τα έσφαξαν, τα γδάραν, / τα μεριά κόψαν, με διπλό κνισάρι τα σκεπάσαν / κι επάνω τους ωμά 'βαλαν κομμάτια και στες σχίζες / λαμπρό κρασί τα εράντιζε και τα 'καιεν ο γέρος / και τα πεντόσουβλα σιμά τ' αγόρια τού κρατούσαν (Όμηρος, Ιλιάδα, Α459-464, μετάφραση Ιάκωβος Πολυλάς)

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη κνίσα

Μεταφράσεις
κνισάρι

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License