ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο



γιορτάζω


Ελληνικά

Ετυμολογία

γιορτάζω < εορτάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝɔɾ.ˈta.zɔ/

Ρήμα

γιορτάζω (παθητική φωνή: γιορτάζομαι)

έχω την γιορτή μου (ονομαστική, γενέθλια)
έχω λόγους να γιορτάζω για κάτι ευχάριστο σε σχέση με εμένα ή τις προτιμήσεις μου

Συγγενικές λέξεις

γιορτάσι
γιόρτασμα
γιορτασμός
γιορταστής
γιορταστικός
γιορτερός
γιορτή
γιορτιάτικος
γιορτινός
εορτασμός
εορταστικός
εορτή
εορτάζω
μεθεόρτια

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. γιορτάζω γιόρταζα θα γιορτάζω να γιορτάζω γιορτάζοντας
β' ενικ. γιορτάζεις γιόρταζες θα γιορτάζεις να γιορτάζεις γιόρταζε
γ' ενικ. γιορτάζει γιόρταζε θα γιορτάζει να γιορτάζει
α' πληθ. γιορτάζουμε γιορτάζαμε θα γιορτάζουμε να γιορτάζουμε
β' πληθ. γιορτάζετε γιορτάζατε θα γιορτάζετε να γιορτάζετε γιορτάζετε
γ' πληθ. γιορτάζουν(ε) γιόρταζαν
γιορτάζαν(ε)
θα γιορτάζουν(ε) να γιορτάζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. γιόρτασα θα γιορτάσω να γιορτάσω γιορτάσει
β' ενικ. γιόρτασες θα γιορτάσεις να γιορτάσεις γιόρτασε
γ' ενικ. γιόρτασε θα γιορτάσει να γιορτάσει
α' πληθ. γιορτάσαμε θα γιορτάσουμε να γιορτάσουμε
β' πληθ. γιορτάσατε θα γιορτάσετε να γιορτάσετε γιορτάστε
γ' πληθ. γιόρτασαν
γιορτάσαν(ε)
θα γιορτάσουν(ε) να γιορτάσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω γιορτάσει είχα γιορτάσει θα έχω γιορτάσει να έχω γιορτάσει
β' ενικ. έχεις γιορτάσει είχες γιορτάσει θα έχεις γιορτάσει να έχεις γιορτάσει
γ' ενικ. έχει γιορτάσει είχε γιορτάσει θα έχει γιορτάσει να έχει γιορτάσει
α' πληθ. έχουμε γιορτάσει είχαμε γιορτάσει θα έχουμε γιορτάσει να έχουμε γιορτάσει
β' πληθ. έχετε γιορτάσει είχατε γιορτάσει θα έχετε γιορτάσει να έχετε γιορτάσει
γ' πληθ. έχουν γιορτάσει είχαν γιορτάσει θα έχουν γιορτάσει να έχουν γιορτάσει



Παθητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. γιορτάζομαι γιορταζόμουν(α) θα γιορτάζομαι να γιορτάζομαι
β' ενικ. γιορτάζεσαι γιορταζόσουν(α) θα γιορτάζεσαι να γιορτάζεσαι (γιορτάζου)
γ' ενικ. γιορτάζεται γιορταζόταν(ε) θα γιορτάζεται να γιορτάζεται
α' πληθ. γιορταζόμαστε γιορταζόμαστε
γιορταζόμασταν
θα γιορταζόμαστε να γιορταζόμαστε
β' πληθ. γιορτάζεστε γιορταζόσαστε
γιορταζόσασταν
θα γιορτάζεστε να γιορτάζεστε (γιορτάζεστε)
γ' πληθ. γιορτάζονται γιορτάζονταν
γιορταζόντουσαν
θα γιορτάζονται να γιορτάζονται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. γιορτάστηκα θα γιορταστώ να γιορταστώ γιορταστεί
β' ενικ. γιορτάστηκες θα γιορταστείς να γιορταστείς γιορτάσου
γ' ενικ. γιορτάστηκε θα γιορταστεί να γιορταστεί
α' πληθ. γιορταστήκαμε θα γιορταστούμε να γιορταστούμε
β' πληθ. γιορταστήκατε θα γιορταστείτε να γιορταστείτε γιορταστείτε
γ' πληθ. γιορτάστηκαν
γιορταστήκαν(ε)
θα γιορταστούν(ε) να γιορταστούν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. έχω γιορταστεί είχα γιορταστεί θα έχω γιορταστεί να έχω γιορταστεί γιορτασμένος
β' ενικ. έχεις γιορταστεί είχες γιορταστεί θα έχεις γιορταστεί να έχεις γιορταστεί
γ' ενικ. έχει γιορταστεί είχε γιορταστεί θα έχει γιορταστεί να έχει γιορταστεί
α' πληθ. έχουμε γιορταστεί είχαμε γιορταστεί θα έχουμε γιορταστεί να έχουμε γιορταστεί
β' πληθ. έχετε γιορταστεί είχατε γιορταστεί θα έχετε γιορταστεί να έχετε γιορταστεί
γ' πληθ. έχουν γιορταστεί είχαν γιορταστεί θα έχουν γιορταστεί να έχουν γιορταστεί

Μεταφράσεις
γιορτάζω

αγγλικά : celebrate (en)
γαλλικά : fêter (fr), célébrer (fr)
εσπεράντο : festi (eo), soleni (eo)
ρουμανικά : sărbători (ro)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License