ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο



γιατρειά

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γιατρειά οι γιατρειές
      γενική της γιατρειάς των γιατρειών
    αιτιατική τη γιατρειά τις γιατρειές
     κλητική γιατρειά γιατρειές
Παράρτημα

Ετυμολογία

γιατρειά < αρχαία ελληνική ἰατρεία

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝa.tɾi.ˈa/

Ουσιαστικό

γιατρειά θηλυκό

η θεραπεία, η απαλλαγή από μια αρρώστια
(μεταφορικά) η απαλλαγή από ένα κακό

≈ συνώνυμα: σωτηρία

Συγγενικές λέξεις

γιατρός
γιατρικό
γιάτρεμα

Μεταφράσεις
γιατρειά

αγγλικά : cure (en)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License