ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελασματουργείο τα ελασματουργεία
      γενική του ελασματουργείου των ελασματουργείων
    αιτιατική το ελασματουργείο τα ελασματουργεία
     κλητική ελασματουργείο ελασματουργεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελασματουργείο < ελασματουργός + -είο

Ουσιαστικό

ελασματουργείο ουδέτερο

το εργοστάσιο ή εργαστήριο όπου παρασκευάζονται ελάσματα

Μεταφράσεις
ελασματουργείο

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License