ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


εφήμερος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική εφήμερος εφήμερη εφήμερο
γενική εφήμερου εφήμερης εφήμερου
αιτιατική εφήμερο εφήμερη εφήμερο
κλητική εφήμερε εφήμερη εφήμερο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική εφήμεροι εφήμερες εφήμερα
γενική εφήμερων εφήμερων εφήμερων
αιτιατική εφήμερους εφήμερες εφήμερα
κλητική εφήμεροι εφήμερες εφήμερα
Ετυμολογία

εφήμερος < αρχαία ελληνική ἐφήμερος < ἐπί + ἡμέρα[1]

Επίθετο

εφήμερος, -η, -ο(ν)

που διαρκεί πολύ μικρό χρονικό διάστημα

Σκοπός της εφήμερης ζωής είναι η αθανασία. (Νίκος Καζαντζάκης, Ασκητική)

που διαρκεί ή ζει μόνο μια μέρα
(συνεκδοχικά) πρόσκαιρος, παροδικός, προσωρινός

Συγγενικές λέξεις

εφήμερα
εφημερεύων
εφημερία
εφημεριακός
εφημερίδα
εφημεριδογραφία
εφημεριδογράφος
εφημεριδοπώλης
εφημεριδοπώλισσα
εφημεριδοφάγος
εφημέριος
τηλεφημερίδα
→ δείτε τις λέξεις επί και ημέρα

Μεταφράσεις
εφήμερος

αγγλικά : ephemeral (en), deciduous (en)
γαλλικά : éphémère (fr)
γερμανικά : kurzlebig (de), eintägig (de), vergänglich (de)
ιταλικά : effimero (it)
ρουμανικά : efemer (ro)

με μετατροπή του χειλικού χαρακτήρα σε φ, λόγω της δασυνόμενης λέξης του δεύτερου συνθετικού.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License