ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο



δωσίλογος

Ελληνικά

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δωσίλογος οι δωσίλογοι
      γενική του δωσιλόγου
& δωσίλογου
των δωσιλόγων
& δωσίλογων
    αιτιατική τον δωσίλογο τους δωσιλόγους
& δωσίλογους
     κλητική δωσίλογε δωσίλογοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

δωσίλογος < δωσι- (< δίδωμι) + -λογος

Ουσιαστικό

δωσίλογος αρσενικό

(ιστορία) ο συνεργάτης του εχθρού που κατέχει τη χώρα του, ιδίως ο συνεργάτης των γερμανικών δυνάμεων κατοχής κατά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο

Συγγενικές λέξεις

δωσιλογισμός
→ δείτε τις λέξεις δίνω και λόγος

Μεταφράσεις
δωσίλογος

αγγλικά : collaborationist (en)
γαλλικά : collaborateur (fr), collabo (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License