ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο



δωρεάν

Ελληνικά
Ετυμολογία

δωρεάν < αρχαία ελληνική δωρεάν

Επίρρημα

δωρεάν

(για κάτι που παρέχεται) χωρίς να απαιτείται η καταβολή χρημάτων ή οποιουδήποτε τιμήματος

το ξενοδοχείο προσφέρει στους πελάτες του για κάθε τρεις διανυκτερεύσεις άλλη μία δωρεάν

(και ως επίθετο)

απόψε στο μπαρ έχει δωρεάν μπίρα για όλους

Συνώνυμα

τσάμπα και τζάμπα και ατελώς

Μεταφράσεις
δωρεάν

αγγλικά : free (en)
γαλλικά : gratuitement (fr), gratis (fr)
γερμανικά : kostenlos (de)
εσπεράντο : senpage (eo)
ισπανικά : gratis (es)

πολωνικά : darmo (pl), bezpłatnie (pl)
ρουμανικά : gratuit (ro)


Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία

δωρεάν < επιρρηματική χρήση της αιτιατικής του ενικού της λέξης δωρεά (ήδη από τον Ηροδότο)
Επίρρημα

δωρεάν

δωρεάν, τζάμπα

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License