ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο



διακυβεύω

Ελληνικά
Ετυμολογία

διακυβεύω < (λόγιο) ελληνιστική κοινή διακυβεύω < διά (δια-) + κυβεύω < κύβος (ζάρι)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯a.ciˈvɛ.vɔ/
συλλαβισμός : δι‐α‐κυ‐βεύ‐ω

Ρήμα

διακυβεύω, αόρ.: διακύβευσα, παθ.φωνή: διακυβεύομαι, π.αόρ.: διακυβεύτηκε/διακυβεύθηκε, μτχ.π.π.: διακυβευμένος

(λόγιο) αφήνω ένα γεγονός να εξελιχθεί και να διαμορφωθεί από εξωτερικούς παράγοντες χωρίς να συμμετέχω, σαν να το «παίζω στα ζάρια», με αποτέλεσμα να κινδυνεύει η αίσια έκβασή του

Συνώνυμα

διακινδυνεύω
ρισκάρω
παίζω στα ζάρια

Συγγενικές λέξεις

διακύβευμα
διακύβευση
→ και δείτε τη λέξη κύβος

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. διακυβεύω διακύβευα θα διακυβεύω να διακυβεύω διακυβεύοντας
β' ενικ. διακυβεύεις διακύβευες θα διακυβεύεις να διακυβεύεις διακύβευε
γ' ενικ. διακυβεύει διακύβευε θα διακυβεύει να διακυβεύει
α' πληθ. διακυβεύουμε διακυβεύαμε θα διακυβεύουμε να διακυβεύουμε
β' πληθ. διακυβεύετε διακυβεύατε θα διακυβεύετε να διακυβεύετε διακυβεύετε
γ' πληθ. διακυβεύουν(ε) διακύβευαν
διακυβεύαν(ε)
θα διακυβεύουν(ε) να διακυβεύουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. διακύβευσα θα διακυβεύσω να διακυβεύσω διακυβεύσει
β' ενικ. διακύβευσες θα διακυβεύσεις να διακυβεύσεις διακύβευσε
γ' ενικ. διακύβευσε θα διακυβεύσει να διακυβεύσει
α' πληθ. διακυβεύσαμε θα διακυβεύσουμε να διακυβεύσουμε
β' πληθ. διακυβεύσατε θα διακυβεύσετε να διακυβεύσετε διακυβεύστε
γ' πληθ. διακύβευσαν
διακυβεύσαν(ε)
θα διακυβεύσουν(ε) να διακυβεύσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω διακυβεύσει είχα διακυβεύσει θα έχω διακυβεύσει να έχω διακυβεύσει
β' ενικ. έχεις διακυβεύσει είχες διακυβεύσει θα έχεις διακυβεύσει να έχεις διακυβεύσει
γ' ενικ. έχει διακυβεύσει είχε διακυβεύσει θα έχει διακυβεύσει να έχει διακυβεύσει
α' πληθ. έχουμε διακυβεύσει είχαμε διακυβεύσει θα έχουμε διακυβεύσει να έχουμε διακυβεύσει
β' πληθ. έχετε διακυβεύσει είχατε διακυβεύσει θα έχετε διακυβεύσει να έχετε διακυβεύσει
γ' πληθ. έχουν διακυβεύσει είχαν διακυβεύσει θα έχουν διακυβεύσει να έχουν διακυβεύσει



Παθητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. διακυβεύομαι διακυβευόμουν(α) θα διακυβεύομαι να διακυβεύομαι
β' ενικ. διακυβεύεσαι διακυβευόσουν(α) θα διακυβεύεσαι να διακυβεύεσαι
γ' ενικ. διακυβεύεται διακυβευόταν(ε) θα διακυβεύεται να διακυβεύεται
α' πληθ. διακυβευόμαστε διακυβευόμαστε
διακυβευόμασταν
θα διακυβευόμαστε να διακυβευόμαστε
β' πληθ. διακυβεύεστε διακυβευόσαστε
διακυβευόσασταν
θα διακυβεύεστε να διακυβεύεστε (διακυβεύεστε)
γ' πληθ. διακυβεύονται διακυβεύονταν
διακυβευόντουσαν
θα διακυβεύονται να διακυβεύονται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. διακυβεύτηκα θα διακυβευτώ να διακυβευτώ διακυβευτεί
β' ενικ. διακυβεύτηκες θα διακυβευτείς να διακυβευτείς διακυβεύσου
γ' ενικ. διακυβεύτηκε θα διακυβευτεί να διακυβευτεί
α' πληθ. διακυβευτήκαμε θα διακυβευτούμε να διακυβευτούμε
β' πληθ. διακυβευτήκατε θα διακυβευτείτε να διακυβευτείτε διακυβευτείτε
γ' πληθ. διακυβεύτηκαν
διακυβευτήκαν(ε)
θα διακυβευτούν(ε) να διακυβευτούν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. έχω διακυβευτεί είχα διακυβευτεί θα έχω διακυβευτεί να έχω διακυβευτεί διακυβευμένος
β' ενικ. έχεις διακυβευτεί είχες διακυβευτεί θα έχεις διακυβευτεί να έχεις διακυβευτεί
γ' ενικ. έχει διακυβευτεί είχε διακυβευτεί θα έχει διακυβευτεί να έχει διακυβευτεί
α' πληθ. έχουμε διακυβευτεί είχαμε διακυβευτεί θα έχουμε διακυβευτεί να έχουμε διακυβευτεί
β' πληθ. έχετε διακυβευτεί είχατε διακυβευτεί θα έχετε διακυβευτεί να έχετε διακυβευτεί
γ' πληθ. έχουν διακυβευτεί είχαν διακυβευτεί θα έχουν διακυβευτεί να έχουν διακυβευτεί

Μεταφράσεις
διακυβεύω

αγγλικά : risk (en)


Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία

διακυβεύω < δια- + κυβεύω < κύβος (ζάρι)

Ρήμα

διακυβεύω (ελληνιστική κοινή)

παίζω ζάρια με κάποιον
(μεταφορικά) διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω

Κλίση

→ λείπει η κλίση

Πηγές

διακυβεύω στην Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
διακυβεύω στο ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License