ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο


Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική άβατος άβατη άβατο
γενική άβατου άβατης άβατου
αιτιατική άβατο άβατη άβατο
κλητική άβατε άβατη άβατο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική άβατοι άβατες άβατα
γενική άβατων άβατων άβατων
αιτιατική άβατους άβατες άβατα
κλητική άβατοι άβατες άβατα

Ετυμολογία

άβατος < αρχαία ελληνική ἄβατος

Επίθετο

άβατος

που δεν είναι προσβάσιμος από όλους, απρόσιτος, απάτητος
που δεν πρέπει να βεβηλωθεί,ο ιερός

Συνώνυμα

απάτητος
απλησίαστος
απρόσβατος
απρόσιτος
δύσβατος
δυσκολοπέραστος
δυσπρόσιτος

Εκφράσεις

«άβατος, δύσβατος, διαβατέος εστί ο ποταμός»
Μεταφράσεις

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License