ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αψιδωτός
Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική αψιδωτός αψιδωτή αψιδωτό
γενική αψιδωτού αψιδωτής αψιδωτού
αιτιατική αψιδωτό αψιδωτή αψιδωτό
κλητική αψιδωτέ αψιδωτή αψιδωτό
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αψιδωτοί αψιδωτές αψιδωτά
γενική αψιδωτών αψιδωτών αψιδωτών
αιτιατική αψιδωτούς αψιδωτές αψιδωτά
κλητική αψιδωτοί αψιδωτές αψιδωτά

Ετυμολογία

αψιδωτός < ελληνιστική κοινή ἁψιδωτός

Επίθετο

αψιδωτός, -ή, -ό

που έχει αψίδα ή αψίδες

≈ συνώνυμα: καμαρωτός, τοξωτός

που το σχήμα του μοιάζει με αψίδα

≈ συνώνυμα: αψιδοειδής, τοξοειδής

Συγγενικές λέξεις

→ δείτε τη λέξη αψίδα

Μεταφράσεις
αψιδωτός

αγγλικά : arched (en)(1,2), archlike (en)(2)
γαλλικά : arqué (fr)

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License