ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο



άψαλτος

Ελληνικά

πτώση ενικός
ονομαστική άψαλτος άψαλτη άψαλτο
γενική άψαλτου άψαλτης άψαλτου
αιτιατική άψαλτο άψαλτη άψαλτο
κλητική άψαλτε άψαλτη άψαλτο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική άψαλτοι άψαλτες άψαλτα
γενική άψαλτων άψαλτων άψαλτων
αιτιατική άψαλτους άψαλτες άψαλτα
κλητική άψαλτοι άψαλτες άψαλτα

Ετυμολογία

άψαλτος < μεσαιωνική ελληνική ἄψαλτος < α στερητικό και + ψάλλω

Επίθετο

άψαλτος,η,ο

που δεν έχει ψαλθεί, συνήθως για νεκρό που τάφηκε χωρίς να τελεστεί κανονική κηδεία (π.χ. αν αυτοκτόνησε, αν δεν κηδεύτηκε, αν δεν βρέθηκε το πτώμα του κ.λπ.)
τροπάριο που δεν έχει ψαλθεί ή κάτι άλλο που κανονικά σύμφωνα με το τυπικό πρέπει να ευλογείται με ψαλμούς ή να το "διαβάζει" ο παπάς (π.χ. κόλλυβα)
(αργκό) αυτός που έχασε πολλά χρήματα ή έπαθε απρόσμενα μεγάλη ζημία

Μεταφράσεις
άψαλτος

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License