ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο



αλαφιάζω

Ελληνικά


Ετυμολογία

αλαφιάζω < → λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

αλαφιάζω

τρομάζω, πανικοβάλλομαι

Κλίση
Ενεργητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. αλαφιάζω αλάφιαζα θα αλαφιάζω να αλαφιάζω αλαφιάζοντας
β' ενικ. αλαφιάζεις αλάφιαζες θα αλαφιάζεις να αλαφιάζεις αλάφιαζε
γ' ενικ. αλαφιάζει αλάφιαζε θα αλαφιάζει να αλαφιάζει
α' πληθ. αλαφιάζουμε αλαφιάζαμε θα αλαφιάζουμε να αλαφιάζουμε
β' πληθ. αλαφιάζετε αλαφιάζατε θα αλαφιάζετε να αλαφιάζετε αλαφιάζετε
γ' πληθ. αλαφιάζουν(ε) αλάφιαζαν
αλαφιάζαν(ε)
θα αλαφιάζουν(ε) να αλαφιάζουν(ε)
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. αλάφιασα θα αλαφιάσω να αλαφιάσω αλαφιάσει
β' ενικ. αλάφιασες θα αλαφιάσεις να αλαφιάσεις αλάφιασε
γ' ενικ. αλάφιασε θα αλαφιάσει να αλαφιάσει
α' πληθ. αλαφιάσαμε θα αλαφιάσουμε να αλαφιάσουμε
β' πληθ. αλαφιάσατε θα αλαφιάσετε να αλαφιάσετε αλαφιάστε
γ' πληθ. αλάφιασαν
αλαφιάσαν(ε)
θα αλαφιάσουν(ε) να αλαφιάσουν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική
α' ενικ. έχω αλαφιάσει είχα αλαφιάσει θα έχω αλαφιάσει να έχω αλαφιάσει
β' ενικ. έχεις αλαφιάσει είχες αλαφιάσει θα έχεις αλαφιάσει να έχεις αλαφιάσει
γ' ενικ. έχει αλαφιάσει είχε αλαφιάσει θα έχει αλαφιάσει να έχει αλαφιάσει
α' πληθ. έχουμε αλαφιάσει είχαμε αλαφιάσει θα έχουμε αλαφιάσει να έχουμε αλαφιάσει
β' πληθ. έχετε αλαφιάσει είχατε αλαφιάσει θα έχετε αλαφιάσει να έχετε αλαφιάσει
γ' πληθ. έχουν αλαφιάσει είχαν αλαφιάσει θα έχουν αλαφιάσει να έχουν αλαφιάσει



Παθητική φωνή

Εξακολουθητικοί χρόνοι
πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. αλαφιάζομαι αλαφιαζόμουν(α) θα αλαφιάζομαι να αλαφιάζομαι
β' ενικ. αλαφιάζεσαι αλαφιαζόσουν(α) θα αλαφιάζεσαι να αλαφιάζεσαι (αλαφιάζου)
γ' ενικ. αλαφιάζεται αλαφιαζόταν(ε) θα αλαφιάζεται να αλαφιάζεται
α' πληθ. αλαφιαζόμαστε αλαφιαζόμαστε
αλαφιαζόμασταν
θα αλαφιαζόμαστε να αλαφιαζόμαστε
β' πληθ. αλαφιάζεστε αλαφιαζόσαστε
αλαφιαζόσασταν
θα αλαφιάζεστε να αλαφιάζεστε (αλαφιάζεστε)
γ' πληθ. αλαφιάζονται αλαφιάζονταν
αλαφιαζόντουσαν
θα αλαφιάζονται να αλαφιάζονται
Συνοπτικοί χρόνοι
πρόσωπα Αόριστος Συνοπτ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Απαρέμφατο
α' ενικ. αλαφιάστηκα θα αλαφιαστώ να αλαφιαστώ αλαφιαστεί
β' ενικ. αλαφιάστηκες θα αλαφιαστείς να αλαφιαστείς αλαφιάσου
γ' ενικ. αλαφιάστηκε θα αλαφιαστεί να αλαφιαστεί
α' πληθ. αλαφιαστήκαμε θα αλαφιαστούμε να αλαφιαστούμε
β' πληθ. αλαφιαστήκατε θα αλαφιαστείτε να αλαφιαστείτε αλαφιαστείτε
γ' πληθ. αλαφιάστηκαν
αλαφιαστήκαν(ε)
θα αλαφιαστούν(ε) να αλαφιαστούν(ε)
Συντελεσμένοι χρόνοι
πρόσωπα Παρακείμενος Υπερσυντέλικος Συντελ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. έχω αλαφιαστεί είχα αλαφιαστεί θα έχω αλαφιαστεί να έχω αλαφιαστεί αλαφιασμένος
β' ενικ. έχεις αλαφιαστεί είχες αλαφιαστεί θα έχεις αλαφιαστεί να έχεις αλαφιαστεί
γ' ενικ. έχει αλαφιαστεί είχε αλαφιαστεί θα έχει αλαφιαστεί να έχει αλαφιαστεί
α' πληθ. έχουμε αλαφιαστεί είχαμε αλαφιαστεί θα έχουμε αλαφιαστεί να έχουμε αλαφιαστεί
β' πληθ. έχετε αλαφιαστεί είχατε αλαφιαστεί θα έχετε αλαφιαστεί να έχετε αλαφιαστεί
γ' πληθ. έχουν αλαφιαστεί είχαν αλαφιαστεί θα έχουν αλαφιαστεί να έχουν αλαφιαστεί
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι)
Παρακείμενος είμαι, είσαι, είναι αλαφιασμένος - είμαστε, είστε, είναι αλαφιασμένοι
Υπερσυντέλικος ήμουν, ήσουν, ήταν αλαφιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αλαφιασμένοι
Συντελ. Μέλλ. θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αλαφιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αλαφιασμένοι
Υποτακτική να είμαι, να είσαι, να είναι αλαφιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αλαφιασμένοι

Μεταφράσεις
αλαφιάζω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org και el.wiktionary.org/. Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License