- Art Gallery -

 

.

Τὸ Χρονικὸν τοῦ Μορέως
14ος Αιώνας


Ανώνυμο


Πίνακας περιεχομένων

1 ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ
2 ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ
3 ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΙΝ ΚΑΙ Μ. ΑΣΙΑΝ
4 Η ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ
5 ΙΔΡΥΣΙΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ
6 ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
7 ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΗΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΙΑΣ
8 ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
9 Ο ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ ΕΚΛΕΓΕΤΑΙ ΑΡΧΗΓΟΣ
10 ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
11 Ο ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ ΕΚΛΕΓΕΤΑΙ ΑΡΧΗΓΟΣ
12 ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
13 Ο ΓΟΔΟΦΡ. ΒΙΔΔΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΕΙΣ ΒΕΝΕΤΙΑΝ
14 ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
15 ΣΥΜΦΩΝΟΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΒΕΝΕΤΙΑΣ
16 ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
17 ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΒΕΝΕΤΙΑΝ ΚΑΙ ΖΑΡΑΝ
18 Η ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΙΣ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
19 Ο ΑΛΕΞΙΟΣ ΖΗΤΕΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΝ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ
20 Η ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΙΣ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ
21 Ο ΑΛΕΞΙΟΣ ΖΗΤΕΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΝ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ
22 ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ
23 ΚΑΤΑΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ
24 ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ
25 Ο ΙΣΑΑΚΙΟΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΙΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ
26 ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ
27 ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΦΡΑΓΚΩΝ
28 ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ
29 ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΦΡΑΓΚΩΝ
30 ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ
31 ΛΙΒΕΛΛΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
32 ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ
33 ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΩΝ
34 ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ
35 ΘΑΝΑΤΩΣΙΣ ΜΟΥΡΤΖΟΥΦΛΟΥ
36 ΙΔΡΥΣΙΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ
37 ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ
38 ΤΟ ΠΩΣ ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ ΕΚΕΡΔΙΣΑΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ
39 Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ
40 ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ ΦΡΑΓΚΩΝ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΩΝ
41 Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ
42 ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΣΦΕΤΕΡΙΣΘΗ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
43 Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ
44 ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΙ ΤΟΥ ΡΟΒΕΡΤΟΥ
45 Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ
46 ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΚΑΙ ΠΕΡΠΕΤΕΙΑΙ ΡΟΒΕΡΤΟΥ
47 Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ
48 ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΙ ΡΟΒΕΡΤΟΥ
49 Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ
50 Η ΚΟΥΡΤΗ ΣΥΝΕΡΧΕΤΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΙΝ ΡΟΒΕΡΤΟΥ
51 Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ
52 Η ΚΟΥΡΤΗ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ΤΗΝ ΑΠΑΙΤΗΣΙΝ ΤΟΥ ΡΟΒΕΡΤΟΥ
53 Ο ΓΟΔΟΦΡΕΙΔΟΣ Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ
54 ΑΠΟΜΕΝΕΙ ΜΟΝΟΣ ΑΥΘΕΝΤΗΣ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ
55 ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΥ
56 Ο ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
57 ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
58 ΝΥΜΦΕΥΕΤΑΙ ΤΗΝ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑΝ ΑΓΝΗΝ ΚΟΥΡΤΕΝΑΙΗ
59 ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
60 ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΟΣ
61 ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
62 ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΟΣ
63 ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΔΔΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
64 ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟΝ ΤΟΥ ΧΛΟΥΜΟΥΤΣΙΟΥ
65 ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
66 ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΟΔΟΦΡΕΙΔΟΥ Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΥ
67 Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΠΡΙΓΚΙΨ
68 ΕΠΙΖΗΤΕΙ ΤΗΝ ΟΛΟΣΧΕΡΗ ΚΑΤΟΧΗΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ
69 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ
70 ΕΠΙΖΗΤΕΙ ΤΗΝ ΟΛΟΣΧΕΡΗ ΚΑΤΟΧΗΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ
71 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ
72 ΕΠΙΖΗΤΕΙ ΤΗΝ ΟΛΟΣΣΧΕΡΗ ΚΑΤΟΧΗΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ
73 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
74 ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ
75 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
76 ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟΝ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ
77 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
78 ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟΝ ΤΗΣ ΜΑΪΝΗΣ
79 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
80 ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΛΕΥΤΡΟΥ
81 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
82 ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
83 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
84 ΝΥΜΦΕΥΕΤΑΙ ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
85 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
86 ΟΙ ΦΕΟΥΔΑΡΧΑΙ ΚΤΙΖΟΥΝ ΚΑΣΤΡΑ ΑΝΑ ΤΟΝ ΜΟΡΕΑΝ
87 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
88 ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΥΡΗ ΑΘΗΝΩΝ
89 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
90 ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΡΙΓΚΗΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑ ΚΥΡΗ ΑΘΗΝΩΝ
91 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
92 ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΥΡΗ ΑΘΗΝΩΝ ΠΑΡΑ ΤΟ ΚΑΡΥΔΙ
93 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
94 ΥΠΟΤΑΣΣΕΙ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΚΥΡΗΝ ΑΘΗΝΩΝ
95 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
96 ΔΕΧΕΤΑΙ ΩΣ ΥΠΟΤΕΛΗ ΤΟΝ Μ. ΚΥΡΗ ΕΙΣ ΝΙΚΛΗ
97 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
98 ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΚΥΡΗ ΝΑ ΜΕΤΑΒΗ ΕΙΣ ΠΑΡΙΣΙΟΥΣ
99 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
100 ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΚΥΡΗ ΝΑ ΜΕΤΑΒΗ ΕΙΣ ΠΑΡΙΣΙΟΥΣ
101 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
102 ΣΥΜΜΑΧΕΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
103 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
104 ΣΥΜΜΑΧΕΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
105 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
106 ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΙ ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ
107 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
108 ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΕΙ ΩΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ
109 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
110 ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΕΙ ΩΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ
111 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
112 ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑ ΜΑΧΗΣ ΔΙΑΤΡΕΞΑΝΤΑ
113 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
114 ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑι ΜΑΧΗΣ ΔΙΑΤΡΕΞΑΝΤΑ
115 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
116 ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑι ΜΑΧΗΣ ΔΙΑΤΡΕΞΑΝΤΑ
117 Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
118 ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΤΑΙ ΜΟΝΟΣ ΕΙΣ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΝ
119 Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
120 ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΤΑΙ ΜΟΝΟΣ ΕΙΣ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΝ
121 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
122 Η ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑι ΜΑΧΗ
123 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
124 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ
125 ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΦΡΑΓΚΩΝ ΕΙΣ ΜΟΡΕΑΝ
126 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
127 ΜΑΧΗ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ
128 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
129 ΜΑΧΗ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ
130 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
131 ΜΑΧΗΝ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ
132 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
133 ΜΑΧΗ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ
134 Ο ΜΕΓΑΣ ΔΟΜΕΣΤΙΚΟΣ ΥΠΟΧΩΡΕΙ ΕΙΣ ΜΥΣΤΡΑΝ
135 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
136 Ο ΜΕΓΑΣ ΔΟΜΕΣΤΙΚΟΣ ΥΠΟΧΩΡΕΙ ΕΙΣ ΜΥΣΤΡΑΝ
137 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
138 ΕΠΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΩΝ ΕΧΘΡΟΠΡΑΞΙΩΝ
139 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
140 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
141 ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗΝ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΠΛΑΓΙΟΥ
142 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
143 ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗΝ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΠΛΑΓΙΟΥ
144 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
145 ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΩΝ ΣΚΟΡΤΩΝ
146 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
147 Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΥΘΕΝΤΟΥ ΚΑΡΥΤΑΙΝΗΣ
148 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ
149 Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΥΘΕΝΤΗ ΚΑΡΥΤΑΙΝΗΣ
150 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
151 Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΑΝΔΕΓΑΥΪΚΟΣ ΕΙΣ ΙΤΑΛΙΑΝ
152 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
153 Ο ΚΑΡΟΔΟΣ ΑΝΔΕΓΑΥΪΚΟΣ ΣΤΕΦΕΤΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΣ
154 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
155 ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΑΜΦΡΕΔΟΥ ΕΙΣ ΒΕΝΕΒΕΝΤΟΝ
156 Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
157 ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΥΤΟΥ ΠΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑ ΚΑΡΟΛΟΝ
158 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
159 ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΥΤΟΥ ΠΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑ ΚΑΡΟΛΟΝ
160 ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΔΙΝΟΥ
161 Ο ΓΟΥΛΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
162 ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΔΙΝΟΥ
163 Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
164 ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΔΙΝΟΥ
165 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
166 ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΔΙΝΟΥ
167 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
168 ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΔΙΝΟΥ
169 Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
170 ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ ΕΙΣ ΜΟΡΕΑΝ
171 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
172 ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΥΘΕΝΤΟΥ ΤΗΣ ΚΑΡΥΤΑΙΝΗΣ
173 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
174 ΟΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΔΟΥΚΕΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑΛΑΝΟΙ
175 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
176 Η ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΣΑΒΑ
177 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
178 Η ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΣΑΒΑ
179 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
180 Η ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΣΑΒΑ
181 ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ
182 Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΗ
183 ΥΠΑΝΔΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟΝ ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΝ ΑΝΑΓΛΑΥΪΚΟΝ
184 Ο ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ
185 ΕΓΚΑΘΙΣΤΑΝΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΟΡΕΑΝ
186 ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΥ ΕΙΣ ΜΟΡΕΑΝ
187 ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΙΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ
188 ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ
189 ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΝ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ
190 ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ
191 ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ
192 ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ
193 ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ
194 ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ
195 ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΝ
196 ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ
197 ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΝ
198 ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ
199 ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΝ
200 ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ
201 ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΝ
202 ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΝ

ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ

Θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ ἀφήγησιν μεγάλην·
κι ἂν θέλῃς νὰ μὲ ἀκροαστῇς, ὀλπίζω νὰ σ᾿ ἀρέσῃ.
[` 2]. Ὅταν τὸ ἔτος ἤτονε, ἀπὸ κτίσεως κόσμου,
ἑξάκις χιλιάδες δὲ κ᾿ ἑξάκις ἑκατοντάδες
καὶ δώδεκα ἐνιαυτούς, τόσον καὶ οὐχὶ πλέον,
διὰ συνεργίας καὶ προθυμίας, μόχθου πολλοῦ καὶ κόπου
τοῦ μακαρίου ἐκεινοῦ φρὲ Πιέρου ἐρημίτου,
ὅστις ἀπῆλθε στήν Συρίαν, νὰ ἔχῃ προσκυνήσει
ἔσω εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφο.
Κι ὡς ηὗρε τοὺς χριστιανούς, ὁμοίως τὸν πατριάρχην,
οἵτινες ἐδουλεύασιν ἐκεῖ τὸν ἅγιον τάφον,
τὸ πῶς τοὺς ἀτιμώνασιν τὸ ἀβάφτιστον τὸ ἔθνος,
ἐκεῖνοι οἱ Σαρεκηνοὶ ὅπου τὸν ἀφεντεῦαν·
ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

ὅταν ἐλειτούργα κ᾿ ὕψωνεν τὰ ἅγια ὁ πατριάρχης,
μὲ δύναμης τὰ ἅρπαζαν κ᾿ ἐρρίχτασίν τα κάτω,
κι ἂν ἦτον τόσα ἀπότολμος νὰ τοὺς ἀντιμιλήσῃ,
εὐτὺς χάμω τὸν ἔρριπταν, πολλὰ τὸν τιμωροῦσαν.
Ἰδόντας τοῦτο ὁ ἅγιος ἐκεῖνος ὁ ἐρημίτης,
μεγάλως ἐβαρέθηκεν, ἔκλαψεν ἐλυπήθην,
καὶ εἶπεν πρὸς τοὺς χριστιανοὺς καὶ πρὸς τὸν πατριάρχην.
«Ὡς χριστιανὸς ὀρθόδοξος ὀμνύω σας καὶ λέγω·
ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ δόξα του ν᾿ ἀποστραφῶ στὴν Δύση,
στὸν Πάπα τὸν ἁγιώτατον κ᾿ εἰς ὅλους τοὺς ρηγᾶδες
βούλομαι ἐλθεῖν σωματικῶς νὰ τοὺς εἰπῶ τὰ βλέπω,
κι ὀλπίζω εἰς ἔλεος Χριστοῦ νὰ τοὺς παρακινήσω,
νὰ ἔλθουν μὲ τὰ φουσσᾶτα τους ἐδῶ στὸ μέρος τοῦτο,
νὰ ἐβγάλουν τοὺς Σαρεκηνοὺς ἐκ τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον».
Λοιπὸν θρηνῶντας ἐστράφηκεν καὶ εἰς τὴν Ρώμην ἦλθεν.
Τοῦ Πάπα ἀφηγήσετον τὰ ἤκουσεν καὶ εἶδεν.
Κι ὁ Πάπας, ὡς τὸ ἤκουσεν τὸ πῶς τὸν ἀφηγᾶτον,
ἔκλαψεν σφόδρα, λυπηρά, μεγάλως ἐλυπήθην·
εὐτὺς ὁρίζει, γράφουσιν εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα·
γαρδιναλέους ἀπέστειλεν, λεγάτους κ᾿ ἐπισκόπους,
εἰς τὸ ρηγᾶτο Φράντσας τε καὶ τόπους τοὺς ἑτέρους,
ἔνθα ἦσαν οἱ Χριστιανοί, ὅπου καὶ ἀφεντεῦαν·
εὐχὴν καὶ παρακάλεσιν εἰς αὔτους ἀποστείλει·
εἴτις ἀπέλθῃ στὴ Συρίαν εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον,
ὅσα καὶ ἂν ἁμάρτεσεν ἀφότου ἐγεννήθη,
νὰ ἔχῃ τὴν συμπάθειον εὐτὺς τῶνε φταισμάτων.
Ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ ἅπαντες οἱ ἀρχηγοὶ τῆς Δύσης,
εὐτὺς ἐπῆραν τὸν σταυρὸν κ᾿ εἰς τὸν Χριστὸν ὠμόσαν
νὰ ἀπέλθουν νὰ ἐβγάλουσιν τὸ γένος τῶν βαρβάρων.
Τῶν χριστιανῶν ἡ ἕνωσις ἐγίνοτον μεγάλη·
ὀγδοῆντα ὀχτὼ εὑρέθησαν χιλιάδες καβαλλάροι,
κι ὀχτακοσίες δεκοχτὼ χιλιάδες οἱ πεζοί τους.
[` 3]. Ἐκ τὴν Κωνσταντινούπολιν ἐκεῖθεν ἀπεράσαν·
τὸν τόπον τῆς Ἀνατολῆς, Τοῦρκοι τὸν ἐκρατοῦσαν.
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΙΝ ΚΑΙ Μ. ΑΣΙΑΝ

Ὁ βασιλεὺς γὰρ τῶν Ρωμαίων, Ἀλέξης ὁ Βατάτζης,
ἰδὼν τὸ πλῆθος τῶν Φραγκῶν, συμβίβασιν ἐποῖκεν,
ὅρκον, συνθήκας ἔποικεν μετὰ τοὺς κεφαλᾶδες·
τὸν τόπον τῆς Ἀνατολῆς, ὅπου ἦτον γονικόν του,
ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς κ᾿ ἐβγάλουσιν τοὺς Τούρκους ἀπ᾿ ἐκεῖθεν,
ἐὰν τοῦ παραδώσουσιν τὸν τόπον καὶ τὰ κάστρη,
σωματικῶς νὰ ἀπελθῇ μ᾿ αὐτοὺς εἰς τὴν Συρίαν,
νὰ ἔχῃ μετ᾿ αὐτὸν δώδεκα χιλιάδες καβαλλάρους.
Οἱ Φράγκοι γὰρ ὡς ἄνθρωποι ἀληθινοὶ εἰς πάντα,
ἐπίστεψαν τοῦ βασιλέως τοὺς λόγους κι ὤμοσάν του.
Οἱ Φράγκοι, ἀπεὶν ὠμόσασιν, τοὺς ὅρκους ἐβαστάξαν·
περνοῦν εἰς τὴν Ἀνατολήν, τὸν τόπον ἐκερδίσαν,
εὐτὺς τὸν ἐπαράδωκαν Ἀλέξιον τὸν Βατάτζην,
ὅπου ἦτον τότες βασιλεὺς ὅλης τῆς Ρωμανίας.
Ἐπεὶν γὰρ ἐπαράλαβεν τὰ κάστρη καὶ τὲς χῶρες,
βουλὴν ἐπῆρεν δολερή μετὰ τοὺς ἄρχοντές του,
τὸ πῶς νὰ εὕρουν ἀφορμή, καὶ πῶς νὰ ἔχουν μείνει
ἐκ τὸ ταξεῖδι τῆς Συρίας, καὶ νὰ μὴ κιντυνέψουν.
Ἐνταῦτα ἑνώθη ὁ βασιλεὺς μετὰ τοὺς πριγκιπᾶδες,
τοὺς κεφαλᾶδες κι ἀρχηγοὺς τοῦ Φράγκικου φουσσάτου,
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτούς, ταῦτα τοὺς συντυχαίνει·
«Πρῶτο τὸν Θεὸν εὐχαριστῶ, δεύτερο ἐσᾶς ὁμοίως,
ὅπου μὲ ἐβοηθήσετε κ᾿ ἠπῆρα τὸ γονικό μου.
Ἐν τούτῳ σᾶς παρακαλῶ, νὰ ἔναι μὲ βουλή σας,
δότε με μῆναν τέρμενο ὅπως διὰ νὰ μείνω,
τὰ κάστρη, τὰ ἐκερδίσετε, νὰ τὰ ἔχω σιταρχίσει,
νὰ ὀρθώσω τὰ φουσσᾶτα μου, νὰ ἐλθοῦσι μετ᾿ ἐμένα·
εὐτὺς νὰ ὁρμήσω, νὰ ἔρχωμαι ἔνθα καὶ νὰ σᾶς εὕρω».
[` 4]. Οἱ Φράγκοι ὡς χριστιανοὶ δόλον οὐκ ἐσκοπῆσαν,
ἐπίστεψαν τὸν λόγον του καὶ ἀποχαιρετοῦ τον·
τὴν Ἀρμενίαν ἐπέρασαν, εἰς Ἀντιοχείαν ἀπῆλθον·
κι ὁ βασιλεὺς ἀπέμεινεν, ἀπέργωσεν τοὺς Φράγκους,
τὸν ὅρκον ὅπου ὤμοσεν ἔσφαλε, ἐπάτησέ τον,
καὶ οὐκ ἀπῆλθεν μετ᾿ αὐτοὺς καθὼς τοὺς εἶχε ὀμόσει.
Ἔδε σφάλμα, τὸ ἔποικεν, ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος·
Η ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

ὅλοι τοῦ κόσμου οἱ ἄνθρωποι τὸν ἐκατηγορῆσαν.
Οἱ Φράγκοι, ὅταν ἀπήλθασιν εἰς τὴν Ἀντιοχείαν,
πολλὰ ἐκακοπάθησαν ἕως νὰ τὴν ἐπάρουν.
Ἀφότου γὰρ ἠπήρασιν τῆς Ἀντιοχείας τὴν πόλιν,
ἐκεῖ ἐξεχειμάσασιν μέχρι τὸν μάρτιον μῆνα·
κ᾿ ἐκεῖθεν ἐξεβήκασιν τὰ μέρη τῆς Συρίας,
κουρσεύοντα, κερδίζοντα τὰ κάστρη καὶ τὲς χῶρες·
πολλοὺς πολέμους ἔποικα μὲ τὸ ἔθνος τῶν βαρβάρων,
καθὼς ἐγγράφως ηὕραμεν λεπτῶς εἰς τὸ Βιβλίο
τῆς Κουγκέστας, ὅπου ἔγινεν ἐτότες στὴν Συρίαν.
Καὶ ταῦτα γὰρ συνοπτικὰ σὲ γράφω νὰ μανθάνῃς,
διατὶ σπουδάζω νὰ στραφῶ εἰς τὴν ἀφήγησίν μου.
Ἀφότου γὰρ ἐσέβησαν ἀπέσω στὴν Συρίαν,
εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ἐδιέβησαν ὁλόρθα·
τὴν χώραν ἐπολέμησαν, ἐσέβησαν ἀπέσω.
Ἐπεὶν γὰρ ἀπεσώσασιν εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον,
δόξαν καὶ ὕμνον ἔδωκαν τὸν ποιητὴν καὶ πλάστην·
βουλὴν ἐπῆραν οἱ ἀρχηγοὶ ποῖον νὰ ποίσουν ρῆγαν·
πολὺ ἐσυνερίζονταν, δι᾿ οὗ εἶχαν μεγάλην δόξαν.
Οἱ δὲ ὅλοι οἱ φρονιμώτεροι καὶ τὸ κοινὸ μετ᾿ αὔτους
ΙΔΡΥΣΙΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

τὸν Κοτευφρῶνεν ντὲ Μπουλιοῦ ἐγλέξαν διὰ ρῆγαν.
δι᾿ οὗ ἦτον φρονιμώτερος, ἐνάρετος εἰς ὅλους·
ἀφέντην τὸν ἐποίκασιν καὶ ρῆγαν τῆς Συρίας.
Ἐκεῖνος γάρ, ὡς φρόνιμος, τὴν ἀφεντίαν ἐδέχτη·
τὸ στέμμα γὰρ τὸ χρύσινον οὐδὲν τὸ ἐπαραδέχτη
στὴν κεφαλήν του κἂμ ποσῶς νὰ τὸ τοῦ ἔχουν βάλει,
λέγας· Οὐκ ἦτον ἄξιος, οὐδὲ εὔπρεπον ὑπῆρχε,
ἐκεῖ ὅπου ἐστέψαν τὸν Χριστὸν μὲ ἀκάνθινον τὸ στέμμα,
νὰ στέψουσιν ἁμαρτωλὸν ἄνθρωπον μὲ χρυσίον.
Ἀφόνου γὰρ ἐπλάτυνεν τῶν Φραγκῶν ἡ ἀφεντία
εἰς τὸ ρηγᾶτο τῆς Συρίας, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
οὐδὲν ἐδιάβαιναν ποσῶς πέντε ἢ δέκα χρόνοι,
ἐκ τὸ ρηγᾶτο τῆς Φραγκίας, ἀπὸ τὴν Ἀγλητέρραν,
κι ἀπὸ τὰ ἄλλα ἕτερα τῆς Δύσεως τὰ ρηγᾶτα,
ὅσοι ἀγαποῦσαν τὸν Χριστὸν κ᾿ εὐσέβειαν ἐποθοῦσαν,
νὰ μὴ περάσωσιν λαός, πλῆθος φτωχοὶ καὶ πλούσιοι,
εἰς τὴν Συρίαν ἀπέρχονται εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον·
συφάμελοι ὑπαγαίνασιν ἐκεῖ κ᾿ ἐκατοικοῦσαν,
οἱ μὲν διὰ τὸ προσκύνημα, καὶ ἄλλοι διὰ τὴν δόξαν.
[` 5]. Παρελθουσῶν γὰρ τῶν χρονῶν ἑκατὸν πληρωμένων.
ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ

ἀφότου ἐγένετον ἐκεῖνο τὸ πασσάτζο,
τὸ ἔτος ἐτότε ἔτρεχεν τὸ ἀπὸ κτίσεως κόσμου
ἕξι χιλιάδες, λέγω σε, κ᾿ ἑφτὰ ἑκατοντάδες,
καὶ δεκαέξι μοναχοὺς χρόνους εἶχεν τὸ ἔτος,
οἱ κόντοι ἐκεῖνοι ἑνώθησαν, ὅπερ ἐδῶ ὀνομάζω,
κι ἄλλοι μεγάλοι ἄνθρωποι ἐνῷ ἦσαν ἐκ τὴν Δύσιν·
ὅρκον ἐποίησαν ὁμοῦ καὶ τὸν σταυρὸν ἀπῆραν,
ὅπως ὁμοῦ περάσωσιν εἰς τῆς Συρίας τὰ μέρη,
ἐκεῖσε εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, εἰς τοῦ Κυρίου τὸν τάφον.
Ὁ πρῶτος ἦτον ὁ Παντουής, κόντος ἦν τῆς Φιλάντρας·
τὸν δεύτερον ἐλέγασιν τὸν κόντον τῆς Τσαμπάνιας·
τὸν τρίτον γὰρ ὠνόμαζαν τὸν κόντον τῆς Τουλούζας.
Τὸ δὲ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ τῶν φλαμουραρίων,
ὅπου ἤσασιν εἰς τὴν βουλὴν καὶ εἰς τὸ ταξεῖδι ἐκεῖνο,
οὐκ ἠμπορῶ νὰ τοὺς εἰπῶ διὰ τὴν πολυγραφίαν.
Βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ οἱ κεφαλᾶδες ὅλοι
τὸ ποῖον νὰ ποιήσουν κεφαλὴν ἀπάνω εἰς τὰ φουσσᾶτα.
Ἐν τούτῳ ἀποδιαλέξασιν τὸν κόντον τῆς Τσαμπάνιας,
διατὶ ἦτον εὐτροπώτερος κ᾿ εἰς τ᾿ ἄρματα ἐπιδέξιος·
ἐκεῖνος ἦτον νεούτσικος, χρονῶν εἰκοσιπέντε·
καὶ διὰ τὴν παρακάλεσιν ὅλων τῶν κεφαλάδων
τὸ ὀφφίκιον ἐπαράλαβε, μὲ προθυμίαν τὸ ἐπῆρε.
Ἐνταῦτα ἀπήρασιν βουλὴν ὅτι νὰ ἀπελθοῦσιν,
ὁ κατὰ εἷς εἰς τὸν τόπον του διὰ νὰ οἰκονομηθοῦσι·
εἰς τὸν ἐρχόμενον καιρόν, εἰς τὸ ἔμπα τοῦ ἀπριλίου,
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΗΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΙΑΣ

ἀμφότεροι νὰ ἐσμίξουσιν, εἰς τὴν Συρίαν ν᾿ ἀπέλθουν.
[` 6]. Κι ἀφότου ἀπεχωρίστησαν, στοὺς τόπους τους ἀπῆλθαν·
οὐδὲν ἐδιάβησαν ποσῶς κανένας μῆνας, δύο,
ἀπὸ ἁμαρτίας ἐγίνετον κι ἀπέθανεν ὁ κόντος,
ἐκεῖνος ὁ παράξενος, ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας.
Θρῆνος καὶ θλίψη ἐγίνετον ς᾿ ὅλους τοὺς πελεγρίνους·
κι ἀπὸ τὴν θλῖψιν τὴν πολλὴν ἦλθαν νὰ κιντυνέψουν,
νὰ ἀφήκουσιν τὸ πέραμα καὶ τὸ πασσάτζο ἐκεῖνο·
ἔδε ἁμαρτία ὅπου ἐγίνετον, ὁ θάνατος τοῦ κόντου.
[` 7]. Ἐν τούτῳ, ὡς ἠθέλησε Θεὸς νὰ γένῃ τὸ πασσάτζο,
ὅπως νὰ μὴ ἀπορὴσωσι τόσοι μεγάλοι ἀνθρῶποι,
νὰ μείνουν καὶ ἀφήσουσι τέτοιον καλὸν ταξεῖδιν,
εἷς ἀπὸ αὐτοὺς εὑρέθηκεν χρήσιμος καβαλλάρης·
ἄνθρωπος ἦτο εὐγενικός, φρόνιμος ὑπὲρ μέτρου,
μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἔλεγαν, ντὲ Βιλαρντουῆ τὸ ἐπίκλην,
καὶ μέγας πρωτοστράτορας ἦτον γὰρ τῆς Τσαμπάνιας.
Ἐκεῖνος ἦτο ὁ μαΐστορας καὶ ὁ πρωτοσύμβουλός του,
ἐκεινοῦ τοῦ μακαριτοῦ τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας,
ὅπου τὸν ἐσυμβούλευεν νὰ ποιήσουν τὸ ταξεῖδιν·
κι ὡς εἶδεν γὰρ τὸ ἐριζικόν, τὸν θάνατον τοῦ κόντου,
ἀνέλαβεν τὴν ὑπόθεσιν τὸ τοῦ πασσάτζου ἐκείνου.
Ἐλόγισεν, ὡς φρόνιμος, ὅτι ἁμαρτία ἤθελε εἶσται,
διὰ ἑνὸς ἀνθρώπου θάνατον νὰ μείνῃ τὸ πασσάτζο
κ᾿ ἡ σωτηρία τῶν χριστιανῶν, ψέγος ἤθελεν εἶσται.
[` 8]. Ἀπῆρεν δύο καβαλλαρίους ὅπου εἶχε ἐκ τῆς βουλῆς του·
ἐκ τὴν Τσαμπάνια ἐξέβηκεν εἰς τὴν Φιλάντριαν ἦλθεν,
ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ

ηὗρεν τὸν κόντον Παντουὴν μεγάλως λυπημένον.
διὰ τὴν θανὴν ποῦ ἐγίνετον στὸν κόντον τῆς Τσαμπάνιας,
κι ἀφότου συνεθλίβησαν ἀμφότεροι οἱ δύο,
μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος, παρηγορᾷ τον κόντον·
καὶ τόσον ἔξευρε νὰ εἰπῇ, τόσην βουλὴν νὰ δώσῃ,
ὅτι ἐμεταστερέωσεν νὰ γένῃ τὸ πασσάτζο.
Κι ἀφότου ἐστερεώσασιν ὅτι νὰ τὸ πληρώσουν,
ὁ κόντος τῆς Φιλάντριας τοῦ ἔδωκε ἕναν καβαλλάρην
νὰ ὑπάῃ μετ᾿ αὐτὸν σύντροφος στὸν κόντον τῆς Τουλούζας.
Εὐθέως τὸν δρόμον ἔπιασαν κ᾿ εἰς τὴν Προβέντσαν ἦλθαν·
τὸν κόντον ηὗραν λυπηρόν, εἰς σφόδρα ἦτον θλιμμένος,
τὸ μὲν ἦτον διὰ τὴν θανὴν τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας,
τὸ πλειότερον, ὡς ἔλεγε, διὰ τὸ πασσάτζο ἐκεῖνο
ὅπου ἦσαν καταπιάσοντα κι ἀρτίως ἐσκανταλίστη.
Καὶ τότε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
ἄρχισε νὰ τὸν παρηγορᾷ κ᾿ ἐπληροφόρεσέ τον,
τὸ πῶς ὁ κόντος Παντουής, ὁ ἀφέντης τῆς Φιλάντριας,
θέλει καὶ ἐμεταστερέωσεν νὰ γένῃ τὸ πασσάτζο.
«Διὰ τοῦτο ἀπέστειλεν ἐδῶ τὸν καβαλλάρη ἐτοῦτον
κ᾿ ἐμὲν ὡσαύτως μετ᾿ αὐτόν, πληροφορίαν σὲ λέγω,
νὰ σὲ πληροφορέσωμεν, ἂς ἔν᾿ τὸ θέλημά σου,
εἰς τόπον ὅπου ὀρέγεσαι νὰ ἐσμίξετε οἱ δύο,
νὰ γράψωμεν καὶ τῶν ἀλλῶν ὅπου εἰς τὸν ὅρκον εἶναι,
νὰ ἔλθουν κ᾿ ἐκεῖνοι μετὰ ἐσᾶς νὰ ἑνωθῆτε ἀλλήλως,
τὸ πρᾶγμα νὰ στερεώσετε τὸ πῶς θέλετε πράξει».
Ὁ κόντος γάρ, ὡς φρόνιμος, ἐκεῖνος τῆς Τουλούζας,
ἀκούσων τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ τοὺς λόγους καὶ τὴν πρᾶξιν,
εὐθέως ἐσυγκατέβηκεν κ᾿ εἰς τὴν βουλήν του ἐσέβη.
Ἐν τούτῳ ἐδιορθώσασιν τὸ ποῦ νὰ ἑνωθοῦσιν.
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ πολλάκις νὰ βαρειέσαι;
εἰς τὴν Μπουργούνια ἐσμίξασιν ἀμφότερ᾿ οἱ κοντᾶδες·
βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ μετὰ τοὺς πελεγρίνους,
Ο ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ ΕΚΛΕΓΕΤΑΙ ΑΡΧΗΓΟΣ

τὸ ποῖον νὰ ποιήσουν κεφαλὴν εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα.
Ἐν τούτῳ οἱ φρονιμώτεροι ὅλων τῶν πελεγρίνων
εἶπαν κ᾿ ἐσυμβουλέψασιν νὰ ποιήσουν τὸν Μπονιφάτσιον·
μαρκέσης ἦτον ντε Μουφαράντ, ἀφέντης μέγας ὑπῆρχεν,
στρατιώτης γὰρ ἐξάκουστος καὶ πρῶτος τῆς Ἰτάλιας.
Δύναμιν εἶχεν φοβερήν, φουσσᾶτα εἶχε μεγάλα·
ἡ ἀδελφή του εὑρίσκετον ρήγαινα τῆς Φραγκίας.
Ἐνταῦτα ἐπαρακάλεσαν ἐκεῖνοι οἱ δύο κοντᾶδες,
ὁμοίως κ᾿ οἱ ἄλλοι ἕτεροι, οἱ πρῶτοι τῶν πελεγρίνων,
ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ ν᾿ ἀπέλθῃ στὸν μαρκέζην,
νὰ ποιήσῃ τόσον πρὸς αὐτόν, νὰ τὸν παρακαλέσῃ,
ὅπως νὰ καταδέξεται τὴν ἐνοχὴν νὰ πιάσῃ,
ν᾿ ἀπέλθῃ μ᾿ αὐτοὺς στὴν Συρίαν, νὰ ἔνι πρῶτος ᾿ς ὅλους,
διὰ κεφαλὴν καὶ ὁριστὴν εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα.
[` 9]. Οἱ δύο κοντᾶδες τοῦ ἔδωκαν πρὸς ἕναν καβαλλάρην·
ὑπόσχεσιν τοῦ ἐποιήσασιν εἰς ὅσον καταστήσῃ,
νὰ τὸ κρατήσουσιν στερκτὸν καὶ οὐ μὴ τὸ παρατρέψουν.
Ἐν τούτῳ ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἀπεχαιρέτησέ τους,
ἀπῆρεν τοὺς καβαλλαρίους ἐκείνων τῶν δύο κοντάδων,
ὁλόρθα ἀπήλθασιν ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ Μπονοφάτσος.
Στὴν Λάτσαν τὸν ηὑρήκασιν, χώρα μεγάλη ἔνι·
κι ἀφότου ἐπεζέψασιν κ᾿ ἐκατουνέψανέ τους,
εἰς τὸν μαρκέσην ἤλθασιν, γλυκέα τὸν χαιρετοῦσιν
ἐκ μέρους τῶν εὐγενικῶν ἐκείνων τῶν κοντάδων,
εἶθ᾿ οὕτως κι ἀπὸ τῶν λοιπῶν ὁλῶν τῶν πελεγρίνων.
ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ

Τὰ πιττάκια ὅπου ἐβάσταζαν, πρῶτα τοῦ ἐπροσκομίσαν,
κι ἀπέκει τὸν ἐσύντυχεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος·
ἄρχασεν οὕτως λέγει του· πῶς τὸν παρακαλοῦσιν
τὸν κόντον τῆς Φιλάντριας εἶπε ὀμπρός, δεύτερον τῆς Τουλούζας,
κι ἀπέκει τοὺς εὐγενικούς, τοὺς πρώτους τοῦ πασσάτζο
νὰ καταδέξεται γενεῖ εἰς αὔτους καπετᾶνος,
κυβερνητής, διορθωτὴς εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα.
Ὡς φρόνιμον κ᾿ εὐγενικὸν οἱ ὅλοι τὸν ἐκλέξαν,
κ᾿ ἐλπίζουν εἰς τὰ φρόνα του νὰ μὴ τοὺς ἔχῃ λείψει.
[` 10]. Ὁ μαρκέσης, ὡς φρόνιμος, οὕτως τοὺς ἀπεκρίθη·
«Εὐχαριστῶ τοὺς ἄρχοντες, ἅπαντες τοὺς κοντᾶδες,
τὸ πῶς ἐκαταδέχτησαν τὸ ὀφφίκιον νὰ μὲ δώσουν.
Ἐγὼ γὰρ οὐκ ἠμπορῶ ἀπόκρισιν νὰ ποιήσω
ἄνευ βουλῆς καὶ θέλημα τοῦ ἀφέντου μου τοῦ ρῆγα,
ὁποῦ ἔχω ἀφέντην καὶ γαβρόν, τὸν ρῆγαν τῆς Φραγκίας
ὡσαύτως καὶ τῆς ρήγαινας ὅπου ἔνι ἀδελφή μου.
Λοιπὸν διὰ τὴν ἀγάπην του ὁμοίως καὶ διὰ τὴν τιμήν μου,
ἂς μὲ ὑπομένουσιν μικρὸν ἕως οὗ νὰ ἀπέλθω εἰς αὔτους,
νὰ ἒχω βουλὴν κι ἀπολογίαν τὸ τί μὲ θέλουν ὁρίσει,
καὶ μετὰ ταῦτα νὰ στραφῶ κι ἀπόκρισιν νὰ τοὺς ποιήσω».
Ο ΒΟΝΙΦΑΤΙΟΣ ΕΚΛΕΓΕΤΑΙ ΑΡΧΗΓΟΣ

[` 11]. Οἰκονομήθη παρευτὺς ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης
ἀπὸ τὴν Λάτσα ἐξέβηκεν, ἀπέρασεν τὰ ὅρη,
ὅπου χωρίζουν τὴν Φραγκίαν ἀπὸ τὴν Λουμπαρδίαν.
Τοσοῦτον γὰρ ὡδήγεψεν, εἰς τὴν Φραγκίαν ἀπῆλθε·
εὗρεν τὸν ρῆγαν στὸ Παρίς, τὴν ρήγαιναν ὁμοίως·
ὁμοῦ τοὺς ἐχαιρέτισεν καθὼς ἦσαν οἱ δύο.
Χαρὰν μεγάλην ἔποικαν τὸ ἰδεῖ τον τὸν μαρκέσην·
ἡ ρήγαινα τὸν ἐρωτᾷ· «Τί θέλεις ἐδῶ, ἀδελφέ μου;
μεγάλως τὸ θαυμάζομαι τὸ πῶς ἦλθες ἐνταῦτα·
ποτὲ μου μοναξότερα οὐδὲν σὲ εἶδα νὰ ἔλθῃς
εἰς τὸ ρηγᾶτον τῆς Φραγκίας διὰ νὰ μᾶς θέλῃς ἴδει».
Ὁμοῦ τοὺς ἀφηγήσετον, λεπτομερῶς τοὺς εἶπεν
τὸν τρόπον, τὴν ὑπόθεσιν, διατὶ ἦλθεν ἐκεῖ εἰς αὔτους·
τὸ πῶς τὸν ἐξεζήτησαν οἱ εὐγενικοὶ κοντᾶδες,
ὅπου ὠμόσαν στὸν Χριστὸν εἰς τὴν Συρίαν νὰ ἀπέλθουν,
«ὅπως ν᾿ ἀπέλθω μετ᾿ αὐτοὺς εἰς τοῦ Κυρίου τὸν τάφον
καπετάνος καὶ ὁδηγὸς ἀπάνω εἰς τὰ φουσσᾶτα,
Καὶ οὐκ ἠθέλησα ποσῶς ἀπόκρισιν νὰ ποιήσω
ἄνευ βουλῆς, θελήματος ἐσᾶς ὅπου ἔχω ἀφέντες.
Ἐν τούτῳ ἦλθα νὰ ἰδῶ ἐσᾶς, νὰ μάθω τὸν ὁρισμόν σας,
πῶς ὁρίζετε εἰς ἐμὲν ἀπόκρισιν νὰ ποιήσω».
Συντόμως τοῦ ἀποκρίθηκεν ὁ ρῆγας τῆς Φραγκίας
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτόν, ἐτέτοια τὸν ἐλάλει·
«Εὐχαριστῶ σε, ἀδελφέ, τοῦ Μουφαρᾶ μαρκέσης,
εἰς τὴν βουλὴν ὅπου ἔποικες κι᾿ ἦλθες βουλὴν νὰ ἐπάρῃς
ἀπὸ ἐμᾶς τοὺς ἀγαπᾷς κι ἀπὸ τοὺς ἐδικούς σου.
Ἐν τούτῳ γὰρ μὲ φαίνεται τιμή σου ἔνι μεγάλη,
ὅταν σὲ ἀνακράζουσιν κ᾿ ἐξεζητοῦν δι᾿ ἀφέντην,
διὰ κεφαλὴν καὶ κύβερνον τέτοι μεγάλοι ἀνθρῶποι·
τὸν Θεὸν πρέπει νὰ εὐχαριστᾷς ὁμοίως καὶ τὸ ριζικόν σου.
καὶ ποίησέ το ἀπόκοτα, μὲ προθυμίαν μεγάλην
Ἐμὲν ἀρέσει με καλὰ καὶ συμβουλεύω σέ το,
ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ

ἐπεὶ λογίζομαι καλά, ἐξεύρω κ᾿ ἐγνωρίζω,
ὅτι διὰ ἐμοῦ τὴν ἀφορμὴν τὸ πολεμοῦν ἐκεῖνοι,
ὅπως νὰ ἔχῃς ἀπὸ ἐμὲν βοήθειαν καὶ φουσσᾶτα.
Ἐν τούτῳ λέγω, ἀδελφέ, ὁρίζω κι ἀγαπῶ το·
ἄνοιξον τὸ λογάρι μου κ᾿ ἔπαρον ὅσον θέλεις,
ὅσοι ἀγαποῦσιν, πρόθυμα ἀπὸ ὅλον τὸ ρηγᾶτο,
νὰ ἔλθουν μετ᾿ ἔσου εἰς τὴν Συρίαν, θέλω κι ὁρέγομαί το
ἐπεὶ ἔνι δόξα καὶ τιμὴ ὅλων τῶν ἐδικῶν σου».
[` 12]. Ἀκούσων γάρ, ὡς φρόνιμος, ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης,
ἔκλινε τὸ κεφάλιν του, καὶ προσκυνᾷ τὸν ρῆγαν.
Πρῶτα θεὸν εὐχαριστᾷ καὶ δεύτερον ἐκεῖνον,
ἀπῆρεν ὅσα τοῦ ἔδωκεν λογάριν καὶ φουσσᾶτα·
ἀπηλογίαν τοῦ ἐζήτησεν κι ἀποχαιρέτισέ τον,
τὴν ρήγαιναν ἀσπάστηκεν καὶ λέγει πρὸς ἐκείνην·
«Δέσποινά μου εὐχήσου με, ν᾿ ἀπέλθω μὲ τὴν εὐχήν σου».
Ἐνταῦτα ἐπῆρε, ἐστράφηκε ἐκεῖ ὁποῦ ἦτον ἀφέντης,
στὸν τόπον τοῦ ντὲ Μουφαρὰντ ὁποῦ πολλὰ ἐπεθύμα·
Πιττάκια γράφει παρευτύς, μαντατοφόρους στέλνει
στὸν κόντον τῆς Φιλάντριας τὰ ἔστειλε κ᾿ ἐκεινοῦ τῆς
Τουλούζας,
τὸ πῶς ἐστράφη ἐκ τὴν Φραγκίαν ὅπου ἦτον εἰς τὸν ρῆγαν,
κ᾿ ἔχει βουλὴν καὶ προθυμίαν νὰ ποίσῃ τὸ τοῦ ἐζητῆσαν,
στὴν συντροφία τους νὰ ἀπελθῇ ἐκεῖ στὸν ἅγιον τάφον,
ὅπου ἐσταυρώθη ὁ Χριστὸς διὰ τὸ ἀνθρώπινον τὸ γένος.
[` 13]. Ἐν τούτῳ ἐμαντατοφορήστησαν τὸ ποῦ νὰ
ἐσμίξουν ὅλοι
ὅπως νὰ ἐπάρουσιν βουλὴν τὸ πόθεν νὰ ἀπεράσουν·
εἰς τὸ Σαβόη ἑνώθησαν κ᾿ ἐκεῖ βουλὴν ἀπῆραν·
ἀφότου ἐσυμβουλεύτησαν, ἰσιάστησαν ἀλλήλοις
τὸ πέραμα νὰ ποιήσουσιν ἀπὸ τὴν Βενετίαν.
[` 14]. Ἐνταῦθα ἐπαρακάλεσαν ἀμφότερ᾿ οἱ κοντᾶδες,
ὡσαύτως ὅλοι οἱ δὲ λοιποί, οἱ πρῶτοι τοῦ πασσάτζο,
Ο ΓΟΔΟΦΡ. ΒΙΔΔΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΕΙΣ ΒΕΝΕΤΙΑΝ

ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν πρῶτον τῆς βουλῆς τους,
ὡς ἄξιος, φρονιμώτερος ἀπ᾿ ὅλον τὸ φουσσᾶτον,
ν᾿ ἀπελθῇ ἐκεῖ εἰς τὴν Βενετίαν τὸ πέραμα νὰ ὀρθώσῃ·
προστάγματα τοῦ ἐποίκασιν μὲ κρεμαστὲς τὲς βοῦλλες,
τὴν δύναμίν τους τοῦ ἔδωκαν κ᾿ ὑπόσχεσιν τοῦ ἐποῖκαν,
τὸ ὅσον ποιήσῃ νὰ στερχτοῦν, νὰ τὸ ἔχουσιν πληρώνει.
- [` 15]. Οἱ δύο κοντᾶδες τοῦ ἔδωκαν πρὸς ἕναν καβαλλάρην·
ἄλλον ἕναν τοῦ ἔδωκεν ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης·
εἶχεν γὰρ κι ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἄλλους δύο ἐδικούς του
κι ἀπῆρεν τους κ᾿ ἐμίσσεψεν, ἐπέρασεν τὰ ὄρη,
εἰς τὸ Πιεμοὺντ ἐσώσασιν, στοῦ Μουφαρᾶ ἀπεσῶσαν,
ἐπέρασαν τὴν Λουμπαρδίαν, στὴν Βενετίαν ἐσῶσαν,
τὸν δοῦκαν ἐχαιρέτησαν ἐκ μέρους τοῦ μαρκέση,
καὶ τῶν κοντάδων ἄλλα δὴ καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὅλους,
τοὺς πρώτους καὶ καλλιώτερους ὅπου τὴν δόξαν εἶχαν.
Ἀτός του ὁ μισὶρ Ννζεφρὲς τοῦ ἔδωκεν τὰ πιττάκια·
μετὰ ταῦτα τοῦ ἐλάλησεν, ἐκ στόματος τοῦ εἶπεν·
τὸ πῶς τὸν ἀξιώνουσιν, ὡς φίλον κι' ἀδελφόν τους,
νὰ ποιήσῃ νὰ ἔχουν πλευτικά, νὰ θέλουσιν περάσει
στὸν ἅγιον τάφον τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖσε στὴν Συρίαν·
διὰ ὀχτὼ χιλιάδες χρήζουσιν μὲ τὰ ἄλογα περάσουν,
καὶ ἄλλες ὀγδοήκοντα χιλιάδες οἱ πεζοί τους.
[` 16]. Ὁ δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας, μισὶρ Ἀρίγος ἄκω,
ντὲ Ἄντουλο τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν
-ἄνθρωπος ἦτον φρόνιμος, πολλὰ χαριτωμένος-
ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ

τιμητικὰ ἀποδέξετον μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκεῖνον·
χαρὰν μεγάλην ἔλαβε τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο,
ἐπεὶ ἐλογίστη, ἐσκόπησεν ὁτι ἐκ τοῦ πασσάτζου ἐκείνου
τιμὴν καὶ διάφορον πολὺν νὰ λάβῃ ἡ Βενετία.
Ὥρισεν κ᾿ ἐσωρεύτησαν οἱ μεγιστᾶνοι ὅλοι,
εἶθ᾿ οὗτως κι ὅλον τὸ κοινὸ τῆς πόλης Βενετίας·
στὸν Ἅγιον Μάρκο ἐσέβησαν, ἄρχισε νὰ τοὺς λέγῃ·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, συντρόφοι, συγγενεῖς μου,
θεωρεῖτε πῶς μᾶς ἀγαπᾷ ὁ βασιλέας τῆς δόξης·
τιμὴν καὶ δόξαν, διάφορον, μᾶς ἔστειλεν ἐμπρός μας,
ὅταν τὸ ἄνθος τῆς Φραγκίας, οἱ ἀφέντες οἱ μεγάλοι,
ἦλθαν παρακαλῶντα μας στὴν χώρα μας ἀπέσω,
νὰ δώσουν τὸ λογάριν τους κ᾿ ἡμεῖς τὰ πλευτικά μας».
Ἀκούσοντά το οἱ ἄρχοντες, οἱ πρῶτοι τῆς Βενετίας,
εἶθ᾿ οὕτως κι ὅλον τὸ κοινὸν ποῦ ἦσαν ἐκεῖ μετ᾿ αὔτους,
τοὺς λόγους καὶ τὴν διδαχὴν ὁποῦ τοὺς εἶπε ὁ δοῦκας,
μεγάλως τὸ ἀνεχάρησαν, τὸν δοῦκα εὐχαριστῆσαν
εἰς τὴν βουλὴν καὶ διδαχὴν, ὅπερ τοὺς ἐδιατάχτη·
ὁμοῦ τὸν ἐπροσκύνησαν, ἐστέρξαν κι ἀφιερῶσαν,
κ᾿ εἶπαν ὅτι νὰ πληρωθῇ ἄνευ καμμίας προφάσεως.
Κι ἀφότου ἀφιρώσασι κ᾿ ἐστέρξαν τὴν βουλὴν τους,
ἐκράξαν τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ καὶ τοὺς καβαλλαρίους,
ποῦ ἦσαν ἐκεῖσε μετ᾿ αὐτὸν συντρόφοι μετ᾿ ἐκεῖνον·
μισὶρ Ἀρίγο ντὲ Ἄντουλος, δοῦκας τῆς Βενετίας,
ἀπόκρισιν τοὺς ἔδωκεν, οὕτως τοὺς ἀποκρίθη·
τὸ πῶς τὸ πρᾶγμα ὅπου ζητοῦν ἀρέσει τῆς Βενετίας.
[` 17]. Προστάγματα ἐποιὴσασιν, ἔγραψαν, ἐβουλλῶσαν·
οὕτως τοὺς ἀφιρώσασι μὲ συμφωνίες μεγάλες
ὅτι ἐὰν συμβῇ ὑπόθεσις κι οὐδὲν ἐλθοῦν οἱ Φράγκοι
ΣΥΜΦΩΝΟΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ ΚΑΙ ΒΕΝΕΤΙΑΣ

τόσοι ὅπου νὰ γεμίσουσιν τὰ πλευτικὰ καράβια,
τὰ θέλουν ἀρματώσουσι οἱ Βενετίκοι δι᾿ αὔτους,
τὴν ἔξοδον τῶν πλευτικῶν τὰ ἠθέλαν ἐνεμείνει,
ἄνευ προφάσεως κι ἀφορμῆς νὰ τὴν ἔχουν πληρώσει.
[` 18]. Καὶ ἀφότου ἐκπληρώσασιν τὲς συμφωνίες
ἐκεῖνες,
ἀπηλογίαν ἀπήρασιν οἱ φράγκοι καβαλλάροι·
τὸν δοῦκα ἀπεχαιρέτησαν κι ὅλους τοὺς Βενετίκους,
ἐξέβησαν ᾿κ τὴν Βενετίαν, τὴν Λουμπαρδίαν ὡδέψαν,
στὸ Μουφαρὰν ἐσώσασι καὶ τὸν μαρκέσην ηὗραν·
λεπτῶς τὸν ἀφηγήσαντο τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον,
κι ὅσα ἐκατεστὴσασιν μετὰ τοὺς Βενετίκους.
Ἀκούσων ταῦτα τοῦ Μουφαρᾶ ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης,
μεγάλως εὐχαρίστησε τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποιῆσαν.
Ἐν τούτῳ ἀπεχαιρέτησαν οἱ καβαλλάροι ἐκεῖνοι
τὸν Μπονιφάτσον, σὲ λαλῶ, ἐκεῖνον τὸν μαρκέσην·
ἐπέρασαν τῆς Λουμπαρδίας τὰ ὄρη τὰ μεγάλα,
εἰς τὴν Φιλάντρα ἀπέσωσαν ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ κόντος,
ἐκεῖνος ὁ παμφρόνιμος ὁ Μπαντουής, σὲ λέγω.
Λεπτομερῶς τοὺς ἐρωτᾷ τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποιῆσαν
μὲ τὸ κουμοῦ τῆς Βενετίας, ἂν ηὗραν τὴν ὄρεξίν
τους.
κι ὅσον τοῦ ἐπληροφόρεσαν τὰ ἔπραξαν καὶ ἐποῖσαν,
σφόδρα τοῦ ἐφάνηκεν καλόν, χαρὰν μεγάλη ἐποιῆσεν.
[` 19]. Ὁρίζει γράφει παρευτὺς εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα
ἔνθα ἦσαν οἱ ἅπαντες οἱ πελεγρῖνοι ἐκεῖνοι,
ὅπου ἦσαν ἐπάροντα τὸν σταυρὸν εἰς τὴν Συρίαν νὰ
ἀπέλθουν,
τὸ πῶς ἐκαταστήσασιν μετὰ τοὺς Βενετίκους,
νὰ ὁρμώσουσι τὰ πλευτικὰ τοῦ νὰ ἔχουσιν περάσει
εἰς τὸν ἐρχόμενον καιρόν, ἀπὸ τὸν μάρτιον μῆναν.
ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ Δ' ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ

[` 20]. Ἐν τούτῳ ἐξῆλθε ἀπὸ ἁμαρτίας ἔμποδος εἰς τοὺς Φράγκους
κι οὐδὲν ὡρμῆσαν νὰ ἀπελθοῦν ὅλοι ἐκ τὴν Βενετίαν·
οἱ Προβεντσάλοι ἀπήρασιν βουλὴν μετὰ τὸν κόντον
ἐκεῖνον ὅπου σὲ λαλῶ, τὸν κόντον τῆς Τουλούζας,
διὰ τὸ εἶναι ἀπάνω εἰς τὸν αἰγιαλὸν καὶ εἶχαν
πλευτικά τους
νὰ ἔχουν περάσει ἀπ᾿ ἐκεῖ διὰ τὸ εἶχαν ἐπιδέξιο.
[` 21]. Καὶ ἐρχόμενος ὁ νέος καιρός, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
τῆς Φιλάντριας ὁ κόντος καὶ ἅπαντες ἐκ τῆς Φραγκίας
τὰ μέρη,
κι ὁ Μπονιφάνσος τοῦ Μουφαρᾶ, ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης,
στὴν Βενετίαν ἀπήλθασι διὰ νὰ ἔχουσιν περάσει,
Κι ὡς εἶδαν ὅτι ἔλειπεν ὁ κόντος τῆς Τουλούζας
μὲ τὸν λαόν του κ᾿ ἕτερους ἀπὸ τὰ μέρη ἐκεῖνα
κι οὐκ ἦτον τόσος ὁ λαὸς τὰ πλευτικὰ γεμίσουν,
σκάνταλον μέγα ἐγίνετον ἀπὸ τοὺς Βενετίκους,
κι οὐκ ἤθελαν ν᾿ ἀφήσουσιν τοὺς Φράγκους νὰ ἀπεράσουν,
ἕως νὰ ἀποπληρώσουσιν τὲς συμφωνίες ὅπου εἶχαν,
τὴν ἔξοδον τῶν πλευτικῶν ὅπου τοὺς ἐπερσεῦαν.
Ὁ δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΒΕΝΕΤΙΑΝ ΚΑΙ ΖΑΡΑΝ

μεγάλως ἐβλαστήμησε τὸ σκάνταλον ἐκεῖνο·
ἐσκόπησεν κ᾿ ἐβιάστηκεν τὸ πῶς νὰ τὸ ἡμερώσῃ.
[` 22]. Λοιπὸν ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὅπου σὲ ἀφηγοῦμαι,
ἡ πόλις τῆς Τσάρας -εὑρίσκετον ἐκεῖ εἰς τὴν Σκλαβουνίαν-
ροβολεμένη εὑρίσκετον κατὰ τῆς Βενετίας.
Κράζει καὶ λέγει τῶν Φραγκῶν, ὁλῶν τῶν κεφαλάδων,
τὸν Μπονιφάτσιον, πρότερον τὸν Μουφαρᾶ μαρκέση,
ὅπου ἦτον ᾿ς ὅλους κεφαλὴ ἔνοχος τοῦ φουσσάτου·
δεύτερον πάλε ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν Παντουὴν ἐκεῖνον,
τὸν κόντον τῆς Φιλάντριας, σὲ λαλῶ, ὅπου ἦτον πρῶτος
᾿ς ὅλους·
«Ἄρχοντες, λέγω πρὸς ἐσᾶς, ἂν θέλετε νὰ λείψῃ
τὸ σκάνταλον κ᾿ ἡ ταραχὴ ὅπου ἔνι στὸ φουσσᾶτο,
ἂν θέλετε τοῦ νὰ γενῇ καὶ νὰ τὸ ὑποσχεθῆτε,
τὴν Τσάραν, ποῦ εἰς τὴν Σκλαβουνίαν ἑνῷ μᾶς ροβολεύει,
νὰ πολεμήσετε αὐτὴν μετὰ τὴν δύναμίν σας,
καὶ νὰ τὴν παραδώσετε εἰς τοῦ κουμοῦ τὰς χεῖρας,
ἡμεῖς νὰ σᾶς χαρίσωμε τὴν ἔξοδον ἐτούτην
ὅπου ἔνι αὐνῶν τῶν πλευτικῶν ὁποῦ σᾶς τὴν ζητοῦμε».
[` 23]. Ἐνταῦθα ἐσυμβιβάστησαν οἱ Φράγκοι, τὸ
ἐστεργῆσαν·
ἐποίησαν τὲς συνθῆκες τους καὶ τὲς συμβίβασές τους·
ὁ δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας ὁμοῦ μὲ τὸν λαόν του
ἐσέβησαν στὰ πλευτικά, ᾿ς ἐκεῖνα ὅπου ἐπερσεῦαν,
ὡρμώσασι κ᾿ ἐξέβησαν ἀπὸ τὴν Βενετίαν·
ἐκεῖ στὴν Τσάραν ἤλθασιν, ἐπιάσαν τὸν λιμιῶνα,
[`24]. Ἐν τούτῳ οἱ Φράγκοι πρόθυμα, μετὰ σπουδῆς
μεγάλης,
πεζεύουν ἐκ τὰ κάτεργα, τὴν χώραν πολεμοῦσιν·
ἀπὸ σπαθίου τὴν ἔπιασαν, τῆς Βενενίας τὴν δίδουν,
ἐπλήρωσαν τὸν ὅρκον τους καὶ τὴν ὑπόσχεσίν τους.
Η ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΙΣ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ

[` 25]. Ἐνταῦθα ἄρξομαι ἀπ᾿ ἐδῶ, θέλω τοῦ νὰ σκολάσω
ἐτοῦτο ὅπου ἀφηγὴσομαι, ἄλλο νὰ καταπιάσω,
τὸ πῶς ἐγίνη ἡ ἔμποδος ἐκεινῶν τῶν πελεγρίνων,
κι ἀφῆκαν τὸ ταξεῖδι τους ἐκεῖνο τῆς Συρίας,
κι ἀπῆλθαν κ᾿ ἐκερδίσασιν τὴν Κωνσταντίνου πόλιν.
[` 26]. Ἐτότε ἐκεῖνον τὸν καιρόν, ὅπου σᾶς ἀφηγοῦμαι,
ἦτον βασιλέας τῆς πολέου, ἐκεινῆς τῆς Κωνσταντίνου,
ὁ βασιλεὺς τῶν Ρωμαίων, κὺρ Σάκης ὁ Βατάτσης·
εἶχε αὐτάδελφον κακόν, Ἀλέξιον τὸν ἐλέγαν·
τὸν βασιλέαν ἐτύφλωσε, τὴν βασιλείαν ἀπῆρεν.
[` 27]. Ἐκεῖνος γὰρ ὁ βασιλεὺς κὺρ Σάκης ὁ Βατάτσης
μὲ τοῦ ρηγός, τὴν ἀδελφὴν, ἐκεινοῦ τῆς Ἀλαμάνιας,
εἶχεν υἱὸν παράξενον, Ἀλέξιον τὸν ἐλέγαν·
τὸ ἰδεῖ ὅτι ἐτύφλωσεν ἐκεῖνος τὸν πατήρ του,
εὐθέως ἐμίσσεψε ἀπ᾿ ἐκεῖ στὴν Ἀλαμάνια ἑδιάβη,
ἐκεῖ στὸν θεῖον του ἀπέσωσεν στὸν ρῆγαν τῆς
Ἀλαμάνιας·
λεπτῶς τοῦ ἀφηγήσατο τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον,
τὸ πῶς ὁ θεῖος του ὁ ἀσεβὴς τὴν βασιλείαν ἀπῆρεν.
[` 28]. Ὁ ρῆγας γάρ, ὡς τὸ ἤκουσεν, μεγάλως τὸ
ἐλυπήθην·
ἐσκόπησεν, ὡς φρόνιμος, τὸ πῶς νὰ τοῦ βοηθήσῃ.
Ο ΑΛΕΞΙΟΣ ΖΗΤΕΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΝ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ

[` 29]. Ἐν τούτῳ λέγει πρὸς αὐτόν· «Υἱέ μου καὶ
ἀνεψιέ μου,
τὸ τί σὲ ποιήσει οὐδὲν ἔχω εἰς τοῦτο, τὸ μὲ λέγεις·
ὅμως μαντᾶτα ἤκουσα -συντόμως μὲ τὰ ἠφέραν-
τὸ πῶς τὸ πλῆθος τῶν Φραγκῶν ποῦ στὴν Συρία
ὑπαγαίνουν,
ἐκεῖ στὸν τάφον τοῦ Χριστοῦ, στὴν Βενετίαν ἐσῶσαν.
«Λοιπὸν ἐμένα φαίνεται, ἂν θέλῃς ὅτι νὰ τὸ ποιήσῃς,
καὶ δυνηθῇς νὰ ὑποσχεθῇς τοῦ Πάπα τῆς Ρώμης ἐτοῦτο,
ὅ,τι ἂν ὁρίσῃ τοῦ λαοῦ, ἑκείνων τῶν πελεγρίνων,
ν᾿ ἀφὴσουν τὸ ταξεῖδιν τους, ἐκεῖνον τῆς Συρίας,
καὶ ἀπέλθουν στὴν Κωνσταντινούπολιν νὰ σοῦ τὴν
παραδώσουν,
νὰ πιάσουν τὸ βασίλειον σου νὰ ἔχῃς τὴν ἀφεντία σου,
νᾶ ποιήσουν πάντας τοὺς Ρωμαίους νὰ σέβωνται τὸν
Πάπαν,
τῆς Ρώμης γὰρ τὴν ἐκκλησίαν νὰ ἔχουν προσκυνήσει,
νὰ εἶναι ἕνα μετὰ μᾶς εἰς τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν,
οὕτως ἐλπίζω καὶ θαρρῶ στὴν βασιλείαν σου νὰ ἔλθῃς».
[` 30]. Ἀκούσων ταῦτα ὅπου λαλῶ Ἀλέξιος ὁ νέος
Βατάτσης,
ὅλα τὰ ὑποσχήθηκεν, ἔταξεν νὰ τὰ ποιήσῃ.
[` 31]. Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν, πρόθυμα νὰ
ὑποσχιέται,
ὥρισε γράφουσι γραφάς, πιττάκια εἰς τὸν Πάπα·
μανταταφόρους ὤρθωσε καὶ εἰς αὖτον ἀποστέλνει,
λεπτομερῶς τοῦ ἐμὴνυσεν ὅσον λέγω ἐνταῦτα.
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ ἂ λάχῃ νὰ βαρειέσαι;
Η ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΙΣ ΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ

Ὁ Πάπας, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐχάρηκε μεγάλως·
ὥρισε, ἔγραψαν παρευτὺς ἐκεῖ εἰς τοὺς πελεγρίνους,
γαρδενάριν ἀπέστειλε, λεγᾶτον τὸν ἐποιῆσεν.
Εὐχὴν καὶ παρακάλεσιν ἀπέστειλεν εἰς ὅλους,
ὅτι, ἐὰν ἀφήσουν τῆς Συρίας ἐκεῖνο τὸ ταξεῖδιν,
νὰ ἀπέλθουν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν νὰ βάλουν τὸν Ἀλέξην,
τοῦ βασιλέως γὰρ τὸν υἱόν, ἐκεινοῦ τοῦ κὺρ Σάκη,
εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς βασιλείας νὰ τὸν ἔχουν θρονιάσει,-
ὅσοι ἀποθάνουν εἰς αὐτὸ ἐκεῖνο τὸ ταξεῖδιν,
νὰ ἔχουν συμπάθειον κι ἄφεσιν ἀπὸ τὲς ἁμαρτίες τους,
ὥσπερ νὰ ἀποθάνασιν εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον.
[` 32]. Ὁ γαρδενάρης ποὺ λαλῶ, ἐκεῖνος ὁ λεγᾶτος,
ἐπῆρεν τὰ προστάγματα τοῦ ἁγιωτάτου Πάπα·
ὥδεψε ἀπὸ τὴν Λουμπαρδίαν, στὴν Βενετίαν ἐσῶσεν,
ἐσέβην εἰς τὸ κάτεργον, ἀπῆλθεν εἰς τὴν Τσάραν.
Ἐκ τὸ ἄλλο μέρος ἔσωσεν Ἀλέξης ὁ Βατάτσης·
ὁ ρῆγας τὸν ἀπέστειλεν ἀπὸ τὴν Ἀλαμάνιαν.
Ἀφότου ἀποσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν Τσάραν,
ἐγένετον διαλαλημὸς ᾿ς ὅλους τοὺς πελεγρίνους,
Ο ΑΛΕΞΙΟΣ ΖΗΤΕΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΝ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΩΝ

νὰ σωρευτοῦν κι ἀκούσωσι τὸν ὁρισμὸν τοῦ Πάπα.
Ἐν τούτῳ τοὺς ἐσύντυχεν ἐκεῖνος ὁ λεγᾶτος,
τοῦ Πάπα τὰ προστάγματα ὥρισεν κι ἀναγνῶσαν.
[` 33]. Λεπτομερῶς τοὺς ἔδειξεν τὴν στράταν τῆς Πολέου,
Τὸ πῶς ἔνι διαφορικὴ πλέον παρὰ τῆς Συρίας·
ἐπεὶ ἔνι διὰ καλλιώτερον τοὺς χριστιανοὺς νὰ βάλουν
εἰς ἰσιασμὸν καὶ ὁμοιότητα, τοὺς Φράγκους μὲ τοὺς
Ρωμαίους,
παρὰ νὰ ὑπάγουν στὴν Συρία ἄνευ καμμίας ἐλπίδος.
[` 34]. Πολλὰ ἐταραχεύτησαν τινὲς εἰς τὰ φουσσᾶτα,
ὅπου ἀγαποῦσαν ν᾿ ἀπελθοῦν ἐκεῖ στὸν ἅγιον τάφον·
καὶ διὰ τὸ ἰσιάστησαν οἱ καλλιώτεροί τους
νὰ ἀφὴκουν τὴν στράταν τῆς Συρίας, ν᾿ ἀπέλθουν εἰς
τὴν Πόλιν,
ἐστράφησαν εἰς τὴν Φραγκίαν τινὲς πλεῖστοι κλερᾶδες·
διὰ τοῦ λεγάτου τὴν διδαχήν, διὰ τὴν εὐχὴν τοῦ Πάπα,
ἐπέσαν οἱ ἄλλοι εἰς ὄρεξιν νὰ ἀπέλθουν εἰς τὴν Πόλιν.
[` 35]. Ὁ δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας ἰδὼν τὴν προθυμίαν,
ὡσαύτως ὅλον τὸ κοινὸν τῆς Βενετίας μετ᾿ αὖτον,
εἶπαν κ᾿ ἑσυμβουλεύτησαν νὰ ὑπάουν κι αὐτοὶ στὴν Πόλιν
ἀφεὶν εἶχαν τὰ πλευτικὰ ἐκεῖνα τὰ περσά τους·
ἐπεὶ ἂν ἠθέλαν νὰ στραφοῦν στὴν Βενετίαν ὀπίσω,
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ

ὡς ἐντροπή, κατηγορία, ἦτον τῆς Βενετίας.
Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστησαν, εἰς τοῦτο ἀφιρῶσαν,
ὅτι διὰ τὴν συμπάθειαν τοῦ ἁγιωτάτου Πάπα,
καὶ δεύτερον διὰ τὴν τιμὴν ὅλης τῆς Βενετίας,
νὰ ὑπάουν κι αὐτοὶ στὴν συντροφίαν ἐκεῖ τῶν πελεγρίνων·
[` 36]. Καὶ ἀφότου ἐσυμβιβάστησαν οἱ ἅπαντες τοῦ
φουσσάτου,
ἀπὸ τὴν Τσάρα ἑξέβησαν ὠρθῶσαν καὶ ὑπαγαῖναν·
ὁλόρθα ὑπάουν τῆς Ρωμανίας, ἐσῶσαν εἰς τὴν Πόλιν·
οἱ Φράγκοι ἐπεζέψασιν εὐθέως εἰς τὴν στερέαν,
κ᾿ οἱ Βενετίκοι ἐστήκασιν ἀπάνω εἰς τὰ καράβια.
Τῆς Πόλεως γὰρ νὰ σὲ ἔχω εἰπεῖ τὸ πῶς κεῖται ἡ χώρα·
ὡς ἄρμενον τὴν προσομοιῶ, τρίγωνος γὰρ ὑπάρχει,
τὰ δύο μέρη στὴν θάλασσαν, τὸ τρίτον στὴν στερέαν.
[` 38]. Διατὶ τὸ βάθος τοῦ γιαλοῦ ἔνι βαθὺ καὶ μέγα,
τόσον αὐτῆς τῆς θάλασσας ὁμοίως καὶ τοῦ λιμιῶνος,
ὅπου ἔνι γῦρον τῆς Πολέου, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
ὄχι τὰ κάτεργα ἀλλά δή οἱ κόκες, τὰ καράβια,
ἐρχόντησαν μέχρι εἰς τὴν γῆν ὡσὰν νὰ ἦσαν βάρκες.
Οἱ Βενετίκοι, ὡς φρόνιμοι τεχνῖτες τῆς θαλάσσου,
μὲ πονηρίαν καὶ φρόνεσιν, μετὰ μεγάλης τέχνης,
γεοφύρια ἐποιήσασιν ἀπάνω εἰς τὰ καράβια·
ΚΑΤΑΛΗΨΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ

μὲ τέχνην καὶ μὲ φρόνεσιν τὰ ἐρρίπταν εἰς τοὺς τοίχους,
μὲ τὰ σκουτάρια καὶ σπαθία ἐσέβησαν ὁλόρθα,
ἀπάνω εἰς τοὺς τοίχους τῆς Πολέου ἐσέβησαν ἀπέσω.
Οἱ Φράγκοι γὰρ ἐκ τὴν στερεὰν ἦτον ὁ πόλεμός τους·
ἀλλὰ οὐ καὶ ἰσχύσασι ποσῶς νὰ βλάψουσι τὴν Πόλιν.
[` 39]. Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ ἂ λάχῃ νὰ βαρειέσαι;
οἱ Βενετίκοι ἐσέβησαν πρῶτα στὴν Πόλι ἀπέσω·
ἡ Πόλις ἐπιάστη ἀπὸ σπαθίου, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι.
Ἐκεῖνος ὁ Αλέξιος ὁ κακός, ὁ ἄπιστος βασιλέας
ἔφυγεν, ὡς ἡμπόρεσεν, ἀπέρασεν εἰς τὸ Σκουτάρι,
ἐδιάβη στὴν Ἀνατολήν, ἐξέβη ἀπὸ τὴν Πόλιν.
Ἐν τούτῳ τὰ ἀρχοντόπουλα ὅπου ἦσαν τῆς Πολέου,
τὸ ἰδεῖ τὸ πλῆθος τῶν Φραγκῶν ποῦ ἐσέβησαν ἀπέσω,
σπουδαίως γοργὸν ἐδράμασιν στὴν φύλαξιν ὅπου ἦτον
ἐκεῖνος γὰρ ὁ βασιλέας κὺρ Σάκιος ὁ Βατάτσης·
τὰ σίδερα τοῦ ἐξέβαλαν, εἰς τὸ παλάτι ἀπῆλθαν·
στὸν θρόνον τὸν ἐκάθησαν, οὕτως τυφλὸς ὡς ἦτον.
[` 40]. Οἱ Φράγκοι γὰρ ὡς ἔμαθαν περὶ τοῦ βασιλέως
ἐκράξαν τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν πρωτοσύμβουλὸν τους,
μετὰ ταῦτα ἄλλους ἄρχοντας, εὐγενικοὺς ἀνθρώπους·
λεπτῶς τοὺς ἐπαρήγγειλαν στὸν βασιλέαν ν᾿ ἀπέλθουν,
νὰ ἐπάρουν γὰρ καὶ μετ᾿ αὐτοὺς Ἀλέξιον τὸν υἱόν του·
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ

νὰ τοῦ συντύχουν φρόνιμα τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον,
τὲς συμφωνίες ὅπου ἔποικεν ὁ ὑιός του μὲ τὸν Πὰπαν,
ἂν ἔνι ὅτι ἀρέσουν του καὶ θέλει νὰ τὲς στέρξῃ.
Σπουδαίως ἀπῆλθαν εἰς αὐτὸν ἐκεῖνοι οἱ ἀποκρισάροι·
ηὗραν ἐκεῖ τὸν βασιλέα, στὸν θρόνον ἐκαθέτον·
τιμητικὰ τὸν χαιρετοῦν ἀπὸ τοὺς κεφαλᾶδες·
λεπτῶς τοῦ ἀφηγήθησαν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες,
ὅπου ἔποικεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ μετὰ τὸν Πάπα Ρώμης·
ἂν ἀγαπᾷ κι ὁρέγεται νὰ τὲς ἔχει στερεώσει.
[` 42] Ἐνταῦθα γὰρ ὁ βασιλεὺς κὺρ Σάκης ὁ Βατάτσης
φρόνιμα ἀπεκρίθηκεν, ὡς βασιλεὺς ὅπου ἦτον·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, ὅσον ἐποίησε ὁ υἱός μου,
κι ὁ ἀδελφός μου μετ᾿ αὐτοῦ, ὁ ρῆγας τῆς Ἀλαμάνιας,
ἐγὼ τὸ θέλω κι ἀγαπῶ, στέργω το μετ᾿ ἐκείνους·
ποιὴσατε προστάγματα, κ᾿ ἐγὼ νὰ τὰ βουλλώσω».
Ἀφότου γὰρ ἐγίνησαν οἱ συμφωνίες ἐκεῖνες,
περιέστησαν οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ φράγκικου φουσσάτου,
διὰ τὸ ἦτον ἔμπα τοῦ καιροῦ, καὶ ἐσέβαινε ὁ χειμῶνας,
νὰ ἐξεχειμάσουσιν ἐκεῖ εἰς τῆς Πόλεως τὴν χώραν·
κ᾿ εἰς τὸν ἐρχόμενον καιρόν, εἰς τὸ ἔμπα τοῦ μαρτίου,
νὰ ἔχουν κινήσει ἑνομοῦ μετὰ τὸν βασιλέα,
κ᾿ εἰς τὴν Συρίαν νὰ ἀπελθοῦν κατὰ τὲς συμφωνίες τους.
Ο ΙΣΑΑΚΙΟΣ ΚΑΙ ΑΛΕΞΙΟΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΕΣ

[` 44 ]. Μετὰ βουλῆς καὶ ὁρισμοῦ κὺρ Σάκη τοῦ Βατάτση
ἐστέψασιν διὰ βασιλέαν Ἀλέξιον τὸν υἱὸν του.
Ἐν τούτῳ ἐσυμβουλεύτησαν μετὰ τὸν βασιλέα.
[` 45] Ἀφότου γὰρ ἐστέψασιν Ἀλέξιον τὸν υἱόν του
διὰ ἀφέντην καὶ βασιλέα ὅλης τῆς Ρωμανίας,
οὐδὲν ἐπέρασε ποσῶς ἕνας μῆνας σωζᾶτος
- καθὼς εὑρίσκεται ἀπὸ ἀρχῆς τὸ γένος τῶν Ρωμαίων
εἰς δολιότητα πολλὴν κ᾿ εἰς ἀπιστίες μεγάλες -
τινὲς ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες, τοὺς πρώτους τῆς Πολέου,
ἀπῆλθαν εἰς τὸν βασιλέα Ἀλέξιον τὸν Βατάτσην,
καὶ λέγουσι οὕτως πρὸς αὐτόν· «Δέσποτα, βασιλέα,
ἀφῶν ἐπρόσταξεν ὁ Θεὸς κ᾿ ἔχεις τὴν βασιλείαν σου,
τί σὲ ἤφερεν, ἀφέντη μας, εἰς τὴν Συρίαν νὰ ἀπέλθῃς;
τὸ διάστημα ἔνι πολὺ ἐδῶθεν στὴν Συρίαν,
οἱ ἔξοδες, τὰ πλευτικὰ πολὺ θέλουν κουστίσει·
καὶ ἄλλο μεγαλιώτερον, πολλάκις καὶ χαθοῦμεν
στὰ πέλαγα τῆς θάλασσας, θέλεις εἰς τὴν στερέαν.
Ἐτοῦτοι οἱ Φράγκοι, ὅπου θεωρεῖς, πολλὰ εἶν᾿ θεληματάροι.
ὁμοίως κ᾿ ἐλαφροκέφαλοι, ὅτι τοὺς δόξῃ, κάμνουν·
ἂς τοὺς ἀφήκωμε νὰ ὑπᾶν εἰς Θεοῦ τὴν κατάραν,
καὶ ἡμεῖς ἂς ἀπομείνωμεν ἐδῶ στὰ ἰγονικά μας».
Ὁ βασιλεύς, ὡς νεούτσικος καὶ ἀπαίδευτος τοῦ κόσμου,
γοργὸν ἐσυγκατέβηκεν εἰς τὴν βουλὴν ἐκείνην.
Εἶπαν· «Καὶ πῶς νὰ ἔχῃ γενεῖ, νὰ τοὺς ἀποφληθοῦμε;» -
«Ἂς τοὺς ἀφήκωμε ἀκομὴ κανέναν μῆναν πλέον·
τὲς διοίκησες ὅπου βαστοῦν νὰ τὲς ἔχουν ἐξοδιάσει,
κι οὕτως νὰ ποιήσωμε ἐναρχίαν νὰ τοὺς ἔχωμε ἐξαλείψει».
Καθὼς τὸ ἐσυμβουλεύτησαν, οὕτως καὶ τὸ ἐπληρῶσαν.
[` 47] Ἀφῶν ἐπλήρωσε ὁ καιρός, κανένας μῆνας, δύο,
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ

- εἶχον χωρικὸν τὸν λογισμὸν θαρρῶντα νὰ προκόψουν -
τὲς πόρτες τῆς Πολέου ἐσφάλισαν καὶ φύλαξες ἐβάλαν·
τοὺς Φράγκους ὅπου εὑρέθησαν ἐντὸς τότε τῆς Πόλης,
εἰς τὸ σπαθὶ τοὺς ἔβαλαν, ὅλους τοὺς ἀπεκτεῖναν.
Ἔδε ἀσέβειαν ποῦ ἔποικαν οἱ ἀσεβεῖς Ρωμαῖοι
εἰς χριστιανοὺς ὀρθόδοξους κι ἀληθινοὺς ἀνθρώπους,
ὅπου ἐκοπίασαν κ᾿ ἔβαλαν τὸν βασιλέαν ἐκεῖνον
εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς βασιλείας ὅπου τὸ εἶχεν χάσει.
Ὁ Θεὸς γὰρ ὁ εὔσπλαχνος, ὁ δίκαιος εἰς τὰ πάντα,
εὐδόκησεν ἡ χάρη του ἐτότε εἰς τὸν φόνον ἐκεῖνον,
ὅτι κανεὶς εὐγενικὸς ἀπὸ τοὺς πλούσιους Φράγκους,
οὐδὲν ηὑρέθηκεν τινὰς ἐκεῖ εἰς τὴν Πόλι ἀπέσω
μόνον καὶ ἄνθρωποι φτωχοί, τεχνῖτες ὑποχέροι.
Τὰ γὰρ φουσσᾶτα τῶν Φραγκῶν ὅπου ἔστηκαν ἀπέξω
τῆς χώρας Πόλεως, σέ λαλῶ, ὡσαν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
τὸ ἀκούσει, ἰδεῖ τὴν ταραχήν, τὸν σουγλισμὸν τοῦ φόνου,
τὸν θόρυβον καὶ τὰς φωνὰς ἐκεινῶν ποῦ ἐσκοτῶναν,
εὐθέως γοργὸ ἀρματώνονται πεζοὶ καὶ καβαλλάροι·
ἐπιάσαν γὰρ ἐκ τοὺς Ρωμαίους, ἠρώτησαν τὸ πρᾶγμα,
τὸ πῶς ἐγίνη ἡ ἐναρχία, τὴν ἐποιῆσαν οἱ Ρωμαῖοι,
τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔποικαν ἀρτίως εἰς τὸν λαόν μας.
Κ᾿ ἐκεῖνοι ὅπου τὸ ἐξεύρασιν ἐπληροφόρησάν τους
τὸν τρόπον καὶ τὴν ἀφορμήν, τὸ εἰς τί σκοπὸν τὸ ἐποῖκαν.
[` 48] Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ φράγκικου φουσσάτου,
τοὺς Βενετίκους ἄφησαν τὴν θάλασσαν φυλάττουν,
καὶ πλεῖστον ἕτερον λαὸν πάλε ἀπὸ τὴν στερέαν·
κι ὁ ἄλλος ἕτερος λαὸς τοῦ πλήθους τοῦ φουσσάτου
ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια τους, τὰ φλάμουρα ἐξαπλῶσαν,
τὰ ἀλάγια ἐχωρίσασιν, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι.
ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΦΡΑΓΚΩΝ

Ἀπὸ τὴν Πόλι ἐξέβησαν, ἄρχισαν νὰ κουρσεύουν
τοὺς τόπους κι ὅλα τὰ χωρία, τὰ μέρη Ρωμανίας,
μέχρι στὴν Ἀνδριανόπολιν ἐσῶσαν κ᾿ ἐκουρσέψαν·
πέντε ἡμερῶν τὸ κάμνουσιν στράταν ἀπὸ τὴν Πόλιν.
Κι ἀφότου ἐχορτάσασιν κοῦρσος καὶ πλῆθος κέρδου,
ἐγνώμιασαν καὶ ηὕρασιν ὅτι εἶχαν πλέον κερδίσει
παρὰ ὅπου εἶχαν στὰ κάτεργα καὶ εἰς ὅλα τὰ πλευτικά τους·
ἐνταῦθα ὀπίσω ἐστράφησαν, ἤλθασιν εἰς τὴν Πόλιν.
[` 49] Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλεύς, κὺρ Σάκης ὁ Βατάτσης,
μεγάλως τὸ ἐβλαστήμησεν, σφόδρα τὸ ἐλυπήθην·
οὐδὲν ἔξευρεν ποσῶς ἐκ τὴν βουλὴν ἐκείνην
ὅπου ἔδωκαν τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἀλέξη τοῦ Βατάτση
ἐκεῖνοι οἱ θεοκατάρατοι, οἱ ἄνομοι δημηγέρτες.
Ὥρισεν καὶ ἐκράξασιν Ἀλέξιον τὸν υἱόν του·
μεγάλως τὸν ἀτίμωσεν, ἐχόλιασέν τον σφόδρα,
καὶ λέγει οὕτως πρὸς αὐτὸν μετὰ δακρύων τοὺς λόγους·
«Εἰπές μου, θεοκατάρατε, οὐκ εἶσαι ἐσὺ υἱός μου;
πῶς τὸ ἐθυμήθης, ἄπιστε τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων,
τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔποικες καὶ τὴν δημηγερσίαν
᾿ς ἐκεινοὺς ὅπου σ᾿ ἔποικαν νὰ εἶσαι βασιλέας;
Οὕτως σὲ ἁρμόζει ἀπὸ τὸν νῦν νὰ σὲ κρατοῦν οἱ πάντες,
ὡσὰν ἐκεῖνον τὸν ἄπιστον Ἰούδαν τὸν Σκαριώτην,
ὅπου ἔποικεν τὴν προδοσίαν τοῦ Κυρίου τῆς Δόξης.
Γοργὸν σὲ ὁρίζω νὰ μὲ εἰπῇς τὸ ποῖ σ᾿ ἐσυμβουλέψαν
νὰ ποίσῃς τοῦτο τὸ ἔποικες, τὴν τόσην ἀπιστίαν;
ἀτίμωσες τὴν βασιλείαν, τὸ γένος τῶν Ρωμαίων·
ποῖος νὰ πιστέψῃ ἀπὸ τοῦ νῦν Ρωμαίου τινὸς ἀνθρώπου;»
Ἐκεῖνος ἀπὸ τοῦ φόβου του κι ἀπὸ στενοχωρίας του,
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ

οὐκ εἶχεν πῶς τὸ ἀρνηθῇ· εἶπεν καὶ μαρτυρᾷ τους
ἐκείνους τοὺς πανάπιστους ποῦ τὸν ἐσυμβουλέψαν.
Ὥρισε εὐθέως ὁ βασιλεὺς κ᾿ ἠφέραν τους ὀμπρός του·
τοὺς ὀφθαλμούς τους ἐξέβαλεν, στὴν φυλακὴν τοὺς βάνει·
κι ἀπέκει κράζει δύο ἄρχοντες, πρώτους τοῦ παλατίου.
[` 50]. Ὁρίζει γράφει γράμματα ᾿ς ἐκεῖνον τὸν μαρκέσην
ὡσαύτως καὶ εἰς τοὺς ἕτερους κοντᾶδες, κεφαλᾶδες.
Ἐξαφορμίστη πρὸς αὐτούς, μεθ᾿ ὅρκου τοὺς τὸ ἐμήνα,
ὅτι ποτὲ οὐκ ἤξευρεν τὴν ἀπιστίαν ἐκείνην,
ὅπου ἔποικεν ὁ υἱὸς αὐτοῦ μετὰ τοὺς δημηγέρτες.
«Παρακαλῶ σας, ἄρχοντες, τὸ πρᾶγμα νὰ πραΰνῃ·
ἂς λείψουσιν τὰ σκάνταλα, μηδὲν γενῇ τὸ πλεῖον.
Ἐδῶ κρατῶ τοὺς ἄπιστους στὴν φυλακὴν ἀπέσω·
τυφλοὺς τοὺς ἔχω, ἐπάρετε, ὁρίσετε ἂς τοὺς κρίνουν,
ὡς δημηγέρτες ἄπιστους τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων.
Ἐγὼ γὰρ τὰ προστάγματα ὅπου ἔχομε ἀμφοτέρως,
τὲς συμφωνίες κι ὁμόλογα, κρατῶ τὰ ἀφιρωμένα·
στέργω νὰ τὰ πληρώσωμεν ἄνευ κανενὸς δόλου.
Τὸ κοῦρσον ὅπου ἐποίκετε καὶ ἡ αἰχμαλωσία,
ἂς ἔνι εἰς ἀνταμοιβὴν τοῦ φόνου τοῦ λαοῦ σας·
ὁ υἱός μου γὰρ νεούτσικος κι ἀπαίδευτος τοῦ κόσμου,
παρακαλῶ σας, ἄρχοντες, ὡς ἀδελφοὺς καὶ φίλους,
ἂς ἔχῃ τὴν συμπάθειον σας, μετ᾿ ἔσας νὰ ἀποθάνῃ·
ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἔμπροστεν ὡς ἀδελφός σας νὰ ἔνι·
ἂς ἔνι εἰρήνη εἰς ἐμᾶς, ἀγάπη κι ὁμοτόνια.
Ἐξεχειμάστε ἑνομοῦ ἐδῶ στὴν Πόλιν μέσα,
καὶ εἰς τοῦ καιροῦ τὴν ἄνοιξιν νὰ ὑπᾶτε τῆς Συρίας·
ὁ υἱός μου νὰ ἔλθῃ μετ᾿ ἐσᾶς κατὰ τὲς συμφωνίες μας».
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες τοῦ φράγκικου φουσσάτου,
βουλὴν ἐπῆραν ἑνομοῦ, ἰσιάστηκαν εἰς τοῦτο·
ἐγίνη ἀγάπη εἰς αὐτοὺς καθὼς ἦτον καὶ πρῶτον.
Ἐν τούτῳ ἐξεχειμάσασιν, ἦλθεν ὁ μάρτης μῆνας·
οἱ Φράγκοι ᾠκονομήθησαν νὰ θέλουν ὑπαγαίνει
ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΦΡΑΓΚΩΝ

ἐκεῖσε εἰς τὸ ταξεῖδιν τους, εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον.
[` 51]. Ἐνταῦτα ἀπῆλθεν εἰς αὐτοὺς ὁ βασιλεὺς Ἀλέξιος
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτούς, ἐπαρακάλεσέ τους·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, συντρόφοι ἠγαπημένοι,
ἐσεῖς ἐξεύρετε καλὰ τὸν φτόνον τοῦ διαβόλου,
τὸ πῶς μᾶς ἐσκαντάλισε εἰς τὴν νεότητά μας.
Λοιπὸν ἐγὼ εὑρίσκομαι εἰς ὅλα μου ἀρχικάρης,
κι οὐδὲν ἔχω τὰ πράγματα ὅπου μοῦ κάμνουν χρεία,
οὕτως ὡς πρέπει εἰς θέλημα διὰ τὸ ταξεῖδιν ἐτοῦτο.
Καὶ ἄλλο πάλε σᾶς λαλῶ, πληροφορέθητέ το·
ἀπὸ ἀφορμῆς τοῦ σκάνταλου ἐτούτου ὅπου ἐγινέτον
οὐ προθυμοῦσιν οἱ Ρωμαῖοι νὰ ἐσμίξουν μὲ τοὺς Φράγκους·
διὰ τοῦτο λέγω, πρὸς ἐσᾶς, ἀξιοπαρακαλῶ σας,
νὰ ἔχω συμπάθειον ἀπὸ ἐσᾶς ἡμέρες δεκαπέντε
νὰ ὀρθώσω τὰ φουσσᾶτα μου καὶ νὰ σᾶς καταφτάσω».
[` 52]. Οἱ Φράγκοι γὰρ τὸ ἐστέρξασιν, κινοῦσιν κ᾿ ὑπαγαίνουν·
τὴν Ἡράκλειαν ἐπέρασαν· πάντα κοντὰ ἀναμένουν
ἐκεῖνον γὰρ τὸν βασιλέαν Ἀλέξιον τὸν Βατάτσην.
Ἀκούσατε οἱ ἅπαντες, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι,
ὅσοι πιστεύετε εἰς Χριστόν, τὸ βάφτισμα φορεῖτε,
ἐλᾶτε ἐδῶ νὰ ἀκούσετε ὑπόθεσιν μεγάλην,
τὴν κακοσύνην τῶν Ρωμαίων, τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔχουν.
Ποῖος νὰ θαρρέσῃ εἰς αὐτούς, ὅρκον νὰ τοὺς πιστέψῃ,
ἀφῶν τὸν Θεὸν οὐ σέβονται, ἀφέντη οὐκ ἀγαποῦσιν;
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ

ὁ εἷς τὸν ἄλλον οὐκ ἀγαπᾷ μόνον μὲ πονηρίαν.
[` 53]. Ἀφῶν οἱ Φράγκοι ἐξέβησαν ἐκεῖθεν ἐκ τὴν Πόλιν,
ὁκάποιος πλούσιος ἄνθρωπος, ἄρχων ἀπὸ τὴν Πόλιν,
Μούρτζουφλον τὸν ἐλέγασιν, οὕτως εἶχεν τὸ ἐπίκλην,
ἰδὼν τὸν γέρο βασιλέα τὸ πῶς τὸν ἐτυφλῶσαν,
κι Ἀλέξιον τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸ πῶς ὑπῆρχε νέος,
ἐλόγιασεν τὴν βασιλείαν μὲ πονηρίαν νὰ ἐπάρῃ.
Κράζει τινές του συγγενεῖς, φίλους τε καὶ γειτόνους,
τσαγδάρους καὶ λιμαρικούς, βουλὴν μὲ αὐτοὺς ἀπῆρεν
Ἀλέξιον γὰρ τὸν βασιλέα ἐπιάσαν κ᾿ ἐφονέψαν·
εἰς μοναξίαν τὸν ηὕρασιν κ᾿ ἐθανατώσανέ τον,
ἐστέψασιν τὸν Μούρτζουφλον, τὸ στέμμα τοῦ ἐφορέσαν,
ὠνομάσαν τον βασιλέα, οὕτως τὸν εὐφημῆσαν.
[` 54]. Ἐνταῦτα γὰρ ὡς τὸ εἴδασι τινὲς ἀπὸ τὴν Πόλιν,
ἀκούσων τοῦ παράξενου τοῦ βασιλέως τὸν φόνον,
βαρκέτταν ἀρματώσασιν πενῆντα δύο κουπίων·
ἐπλέψασιν κι ἀπήλθασιν, ἐσώσασιν τοὺς Φράγκους,
ἐκεῖσε ὅπου ὑπαγαίνασιν στὰ μέρη τῆς Συρίας·
λεπτομερῶς τοὺς εἴπασιν κ᾿ ἐπληροφόρησάν τους,
τοῦ βασιλέως τὸν θάνατον τὸ πῶς τὸν ἐσκοτῶσαν,
ὁ Μούρτζουφλος ὁ ἄπιστος τὴν βασιλείαν ἀπῆρεν.
[` 55]. Οἱ Φράγκοι γάρ, ὡς τὸ ἤκουσαν, ἐθλίβησαν μεγάλως·
ἀπαύτου ἀπήρασιν βουλὴν τὸ πῶς νὰ ἔχουν πράξει.
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ καὶ νὰ σὲ τὰ ἐμορφίζω;
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες τοῦ φράγκικου φουσσάτου,
ΛΙΒΕΛΛΟΣ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

μεγάλως τὸ ἐθαυμάστησαν, εἰς σφόδρα τὸ λυποῦνται,
καὶ ἄρχισαν νὰ λέγουσιν οἱ φρονιμώτεροί τους,
νὰ καταργίζουν τοὺς Ρωμαίους μὲ τὴν ὑπόληψίν τους·
«Τίς νὰ πιστέψῃ εἰς Ρωμαῖον εἰς λόγον εἴτε εἰς ὅρκον;
λέγουσιν ὅτι εἶναι Χριστιανοὶ καὶ στὸν Θεὸν πιστεύουν·
ἐμᾶς τοὺς Φράγκους μέμφονται, λέγουν, κατηγοροῦν μας,
σκύλους μᾶς ὀνομάζουσι, ἀτοί τους ἐπαινοῦνται·
λέγουν ὅτι εἶναι Χριστιανοὶ καὶ βάφτισμα φοροῦσιν·
αὐτοὶ καὶ μόνοι λέγουσιν ὅτι εἰς Χριστὸν πιστεύουν.
Μετὰ τοὺς Τούρκους κάθονται, πίνουν καὶ ἑστιάζουν
καὶ τίποτε οὐκ ἐλέγουσιν οὐδὲ κατηγοροῦν τους·
καὶ μετὰ μᾶς ἂν φάγουσι στὰ καύχη καναντίζουν·
στὴν ἐκκλησία τους ἐὰν συμβῇ Φράγκος νὰ λειτουργὴσῃ,
σαράντα ἡμέρες λείπεται ἄψαλτη ἡ ἐκκλησιά τους.
Ἀκούσατε τὲς αἵρεσες, τὲς ἔχουν οἱ Ρωμαῖοι·
ἀτοί τους γὰρ καὶ μοναχοὶ ἀλλήλως ἐπαινοῦνται
κ᾿ ἐμᾶς τοὺς Φράγκους μέμφονται, ἐμᾶς κατηγοροῦσιν,
ὅπου κρατοῦμε τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν καὶ τὸν νόμον,
καθὼς μᾶς τὸ ἐδιδάξασιν, ἐκεῖνοι οἱ ἅγιοι ἀποστόλοι.
Ὁ πρῶτος γὰρ ἀπόστολος ἦτον ὁ ἅγιος Πέτρος,
ὁποῦ τὸν ἐθρόνιασε ὁ Χριστὸς πρῶτον τῆς οἰκουμένης·
τοῦ παραδείσου τὰ κλειδία τοῦ ἔδωκεν ἀτός του·
τὴν ἐξουσίαν τοῦ ἔδωκε νὰ δέσῃ καὶ νὰ λύσῃ·
ὅσον ποιήσῃ εἰς τὴν γῆν, εἰς οὐρανοὺς νὰ στέργῃ.
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ ἀπόστολος ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
καὶ εἶχεν τὴν χάριν τοῦ Χριστοῦ τὸν ὁρισμόν του
ὡσαύτως,
διότι τοὺς χρόνους ἐκεινοὺς ἡ πόλις γὰρ τῆς Ρώμης
τὸν κόσμον ὅλον ἀφέντευεν, ὅλην τὴν οἰκουμένην,
διὰ νὰ πατάξῃ τὰ εἴδωλα, τὴν ἀπιστίαν τῶν ἔθνων,
καὶ τοῦ Χριστοῦ τὴν ἐκκλησίαν νὰ αὐξήσῃ καὶ στερεώσῃ.
Ἐκεῖ ἀπῆλθεν καὶ ᾠκοδόμησεν τῆς ἐκκλησίας τὸν
θρόνον·
ἐκεῖ τὸν ἐσταυρώσασι διὰ τοῦ Χριστοῦ τὴν πίστιν.
Ἀπαύτου γὰρ ἐξήλθασιν τινὲς πλεῖστοι Παπᾶδες,
ὅπου ἐκρατοῦσαν τὸ σκαμνὶ τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης.
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ

Οἱ Φράγκοι γὰρ καὶ οἱ Ρωμαῖοι πίστιν μίαν ἐκρατοῦσαν·
τῆς οἰκουμένης οἱ ἀρχιερεῖς, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι,
οἱ πατριάρχαι κ᾿ οἱ ἀρχιερεῖς οἱ πρῶτοι τῆς οἰκουμένης,
ἐπαῖρναν τὴν χειροτονίαν ἕκαστος ἀπὸ ἐκεῖνον,
ὅπου ἦτον Πάπας κι ἀρχιερεὺς εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς Ρώμης.
Διαβόντα γὰρ χρόνοι πολλοὶ αὐτεῖνοι οἱ Ρωμαῖοι,
Ἕλληνες εἶχαν τὸ ὄνομα, οὕτως τοὺς ὠνομάζαν,
- πολλὰ ἦσαν ἀλαζονικοί, ἀκομὴ τὸ κρατοῦσιν -
ἀπὸ τὴν Ρώμη ἀπήρασιν τὸ ὄνομα τῶν Ρωμαίων.
Ἀπ᾿ αὔτης τῆς ἀλαζονείας, τὴν ἔπαρσιν ὅπου εἶχαν
ἀφήκασιν τὸν ὄρδιναν τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης,
καὶ στήκουν ὡς σχισματικοί, μόνι τὸ καῦχος ἔχουν.
Τηρήσετε, ἄρχοντες καλοί, τὴν ἀπιστίαν ὅπου ἔχουν·
λέγουν ὅτι εἶναι Χριστιανοί, καὶ ἀλήθειαν οὐ κρατοῦσιν·
τὸν ὅρκον τους οὐδὲν κρατοῦν, οὐδὲ Θεὸν φοβοῦνται·
μόνον τὸ βάφτισμα ἔχουσι τὸ τῆς χριστιανωσύνης.
Ἰδὲ τὸ ὁρίζουν οἱ γραφὲς καὶ τὰ βιβλία ὅπου ἔχουν·
τὴν διδαχὴν ὅπου ἔποικαν οἱ δώδεκα ἀποστόλοι,
οἱ τέσσαροι εὐαγγελισταὶ ὅπου μᾶς ἐφωτίσαν,
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικαν ἐτότε εἰς τὸν κόσμον,
ὅταν ἦταν ὁ Χριστὸς καὶ εἰς γῆν περιεπάτει·
κι ἀπαύτου πάλε ἡ διδαχὴ ὅπου μᾶς ἐδιδάχτη,
τῆς ἐκκλησίας τὸν ὄρδιναν τὸ πῶς νὰ τὸν κρατῶμεν·
ὅλα τὰ ἐλαττώσασιν ἀφότου ἐχωρίσαν
ἀπὸ τῆς Ρώμης Ἐκκλησίας, ποῦ ἔνι καθολική μας,
κι ἀφῆκαν τὴν χειροτονίαν τοῦ ἁγιωτάτου Πάπα,
κι ἀλλήλως γὰρ χειροτονοῦν τὸν Πατριάρχην ποῦ ἔχουν.
Λοιπὸν ἀφότου οὐ σέβονται τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ρώμης,
διατὶ νὰ ὑπᾶμε εἰς τὴν Συρίαν κι οὐ μὴ νὰ στραφοῦμε
ὀπίσω;
νὰ ἐπάρωμεν τῶν ἄπιστων τὴν ἀφεντίαν ὅπου ἔχουν·
ἀφότου τὸν ἀφέντην τους τὸν βασιλέαν ἐπνίξαν;
Κι ἀπ᾿ αὐτοῦ γὰρ τηρήσετε τὴν ἀσέβειαν ὅπου ἔχουν
τὸν βασιλέαν ὅπου εἴχασιν διὰ φυσικὸν ἀφέντην,
μὲ φτόνον καὶ δημηγερσίαν, ἐσφάξαν κι ἀπεκτεῖναν.
Τίς νὰ πιστέψῃ εἰς αὐτούς, εἰς ὅρκον εἴτε εἰς λόγον,
νὰ τοὺς κρατήσῃ Χριστιανούς, ὡς τὸ λαλοῦν καὶ λέγουν;
μὲ λόγια εἶναι Χριστιανοί, τὸ ἔργον γὰρ τοὺς λείπει·
ἀνάθεμα τὸν Χριστιανὸν ὅπου νὰ τοὺς πιστέψῃ.»
Ἀφότου γὰρ ἐθλίβησαν τὸν βασιλέαν οἱ Φράγκοι
κ᾿ εἶπαν τὲς παραπόνεσες καὶ τῶν Ρωμαίων τὲς πρᾶξες,
ἄρξαν νὰ συμβουλεύωνται τὸ πῶς θέλουσιν πράξει.
ΑΛΩΣΙΣ ΤΗΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΦΡΑΓΚΩΝ

Τινὲς ἀπ᾿ αὔτους αλεγαν εἰς τὴν Συρίαν νὰ ἀπέλθουν,
κι ἄλλοι, οἱ φρονιμώτεροι, εἶπαν κ᾿ ἐσυμβουλέψαν,
τέτοιαν βουλὴν ἐδώκασιν, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι·
»Ἀφότου οἱ ἄπιστοι Ρωμαῖοι, ἐκεῖνοι οἱ δημηγέρτες,
τὸν βασιλέαν ἐσκότωσαν, τὸν φυσικόν τους ἀφέντην,
ὅπου ἔπρεπε νὰ τὸν κρατοῦν δεύτερον τοῦ Κυρίου,
καὶ οὐκ ἔχουν ἄλλον φυσικὸν νὰ τοὺς ἔχῃ ἀφεντεύει·
περὶ νὰ ὑπᾶμε εἰς τὴν Συρίαν τὰ οὐκ ἔχομεν γυρεύει,
ἐνταῦτα στρέμμα ἂς ποιήσωμεν ἀπέσω εἰς τὴν Πόλιν,
καὶ πόλεμον ἂς δώσωμεν ὅλοι μὲ τ᾿ ἄρματά μας.
Κι ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ πάρωμεν τὴν Κωνσταντίνου
πόλιν,
τὴν βασιλεία ἂς κρατήσωμεν ὅλης τῆς Ρωμανίας».
Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστησαν οἱ κεφαλᾶδες ὅλοι·
ὡσαύτως ὅλον τὸ κοινὸν τοῦ φράγκικου φουσσάτου·
τὰ πλευτικά τους ὥρισαν, τὰ ἄρμενα ἐγυρίσαν.
[` 56] Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλά; κ᾿ ἐγὼ πολλὰ βαρειόμαι·
ἐστράφησαν οἱ Φράγκοι μας ἐκεῖσε εἰς τὴν Πόλιν,
κι ἀφότου ἀπεσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὸν λιμιῶνα,
τὴν χώραν ἐτριγύρισαν τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης.
Οἱ Φράγκοι ἐμηχανεύτησαν ὡσὰν κ᾿ οἱ Βενετίκοι·
μετ᾿ αὔτους ἦσαν ἑνομοῦ ὁμοίως καὶ οἱ Προβεντσάλοι
ὡσαύτως κ᾿ ἐκ τοῦ Μουφαρᾶ ἐκεῖνοι οἱ Λουμπάρδοι.
Τὰ τριπουτσέτα ἑστήσασιν ὅλα ἀπὸ τὴν στερέαν,
τὲς σύνταξες ἐχώρισαν, τὸν πόλεμον ἀρχίσαν.
Ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν τσαγρῶν ἄνθρωπον οὐκ ἀφῆναν
νὰ στέκῃ ἀπάνω εἰς τὰ τειχέα τῆς χώρας τῆς Πολέου.
Εἶχαν καὶ σκάλες ξύλινες, καλὰ σιδερωμένες·
εἰς τὰ τειχέα τὲς ἔστησαν διὰ νὰ σέβουν ἀπέσω.
Οἱ καβαλλάροι ἐπέζεψαν ἀπάνω ἐκ τὰ φαρία·
τὸ ἰδεῖ τὲς σκάλες, ἔδραμαν, ἐσέβησαν ἀπάνω.
Οὕτως, ὡσὰν σὲ τὸ λαλῶ, ἐπιάστη ἐτότε ἡ Πόλις,
ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΕΙΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΙΝ

οἱ Φράγκοι ἐσέβησαν ἐμπρὸς ἀπέκει ἐκ τὴν στερέαν,
κ᾿ οἱ Βενετίκοι πάλε ἐσέβησαν ἀπάνω ἐκ τὰ καράβια,
ἐκεῖθεν ὅπου ἐστήκασιν τὸν γῦρον τῆς θαλάσσου.
Ἰστέον γὰρ νὰ ἐξεύρετε ὅτι ἐπιάστη ἡ Πόλις,
ὡσὰν ἐπιάστη πρότερον ἀπὸ τοὺς Βενετίκους,
εἰς τοῦ νοεμβρίου τὲς τέσσαρες ἡμέρες ἦτον τότε·
τὸ δὲ ὑστερνὸν καὶ δεύτερον τὸ πιάσμα τῆς Πολέου,
εἰς τοῦ ἀπριλίου τὲς τέσσαρες ἐγίνη πάλε ἐκεῖνο.
Ἀπὸ τοῦ πλήθους τοῦ λαοῦ, τοῦ δυνατοῦ πολέμου,
τινὰς οὐκ ἴσχυσεν ποσῶς νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν Πόλιν.
[`57] Ἐπιάσαν γὰρ τὸν Μούρτζουφλον τὸν ἄπιστον
ἐκεῖνον,
τῶν ἀρχηγῶν τὸν ἤφεραν διὰ νὰ τὸν ἔχουν κρίνει.
Μεγάλως τὸ ἐχάρησαν οἱ εὐγενικοὶ κοντᾶδες·
ὄχληση ἠγίνη, ταραχή, τὸ τί κρίσιν νὰ πάθῃ.
[` 58] Ὁκάποιος γέρων ἄνθρωπος εὑρέθη ἐκεῖ εἰς τὴν
Πόλιν·
ἄνθρωπος ἦτον φρόνιμος, γραμματικὸς εἰς σφόδρα·
τὸ ἀκούσει πῶς ἠθέλασιν οἱ Φράγκοι νὰ τὸν ἔχουν
κρίνει,
ἐκεῖνον τὸν πανάπιστον τὸν Μούρτζουφλον σὲ λέγω,
ἔδραμε ἐκεῖσε εἰς ἐκεινοὺς ὅπου ἦσαν κεφαλᾶδες,
ὅπου εἶχαν γὰρ τὴν ἐξουσίαν εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα·
ἄρχισε λέγει πρὸς αὐτούς, ἐπληροφόρησέ τους,
ΘΑΝΑΤΩΣΙΣ ΜΟΥΡΤΖΟΥΦΛΟΥ

τὸ πῶς ὁκάποιος βασιλέας - κὺρ Λέον τὸν ὠνομάζαν,
φιλόσοφος ἦτον φοβερὸς καὶ προφητεῖες ἐποῖκεν -
πολλὰ πράγματα ἔποικε ἐκεῖσε εἰς τὴν Πόλιν·
ἄλλα ἐπληρῶσαν τὸν καιρὸν ὅπου ἔμελλε νὰ ἔλθουν,
κ᾿ ἄλλα πάλε ἀναμένασιν νὰ ἔλθῃ ὁ καιρός τους.
Λοιπὸν ἐκεῖ πλησίον ὀμπρὸς εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν
ἔστηκεν κιόνιν φοβερόν, μέγα, ψηλὸν ὑπάρχει·
γράμματα ἔποικεν γλυπτά, γράφουσιν ὡς σὲ λέγω·
«Ἀπέδω ἐτοῦτο τὸ κιόνι ὀφείλουν ἐγκρεμνίσαι
τὸν βασιλέα τὸν ἄπιστον τῆς Κωνσταντίνου Πόλης».
Λοιπόν, ὡς φαίνει, ἄρχοντες, ἡ προφητεία ἐπληρώθη·
ἀφῶν τὸ κιόνι ἔχετε κι αὐτὸν τὸν δημηγέρτην,
πληρώσετε τὴν προφητείαν τοῦ φιλοσόφου ἐκείνου»·
[`59] Τὸ ἀκούσει το οἱ ἄρχοντες μεγάλως τὸ ἐθαυμάσαν.
ἀπὴρασι τὸν γέροντα τὸ κιόνι νὰ τοὺς δείξῃ·
κι ἀφῶν ἀπῆλθαν εἰς αὐτὸ κ᾿ ἐπληροφόρεσάν το
μεγάλως τὸ ἐθαυμάστησαν καὶ πάλε ἐχάρησάν το,
διατὶ ηὗραν τὸ ἐπιδέξιόν τους τὸν ἄπιστον νὰ κρίνουν,
ὡρίσαν γὰρ καὶ ἠφέραν τον κ᾿ ἐκεῖ τὸν ἀνεβάσαν,
ἀπὸ τοῦ ὕψους τοῦ κιονίου κάτω τὸν ἐγκρεμνίσαν·
οἱ δαίμονες ἐφάνησαν ποῦ ἀπῆραν τὴν ψυχήν του.
[`60] Ἀφότου γὰρ ἐγίνετον τοῦ δημηγέρτη ἡ κρίσις
ὅλοι οἱ μεγάλοι ἄρχοντες, οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου,
εἰς τὸ παλάτι ἀπήλθασιν τοῦ βασιλέως ἐκείνου·
βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ μικροί τε καὶ μεγάλοι
τὸ πῶς νὰ πράξουν αἰσθητὰ περὶ τῆς βασιλείας.
ΙΔΡΥΣΙΣ ΛΑΤΙΝΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ ΚΩΝ/ΠΟΛΕΩΣ

[` 61] Τὰ λόγια ἤσασιν πολλὰ ἕως οὗ νὰ τὰ διακρίνουν.
τὸ γὰρ εἰς τέλος, εἴπασιν, οὕτως τὸ ἐσφαλίσαν·
ὅτι ἀφῶν ὑπαγαίνασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν Συρίαν,
κι ὁ Πάπας ὁ ἁγιώτατος μετὰ ἐντολῆς μεγάλης
τοὺς ὥρισε νὰ ἀφήκουσι ἐκεῖνο τὸ ταξεῖδιν,
ν᾿ ἀπέλθουν καὶ νὰ βάλουσιν Ἀλέξιον τὸν Βατάτσην
εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς βασιλείας, κ᾿ ἐκεῖνοι τὸν ἐβάλαν·
κι ἀπαῦτα ἀπὸ τοὺς ἴδιους του κ᾿ ἐκ τῶν Ρωμαίων τὸ γένος,
ἐσφάξαν καὶ ἀπέκτειναν κ᾿ ἐθανατώσανέ τον,
κι οὐκ ἔνι ἄλλος ἀπ᾿ αὐτοῦ ἄξιος τῆς βασιλείας·
«ἂς τὸ κρατήσωμεν διὰ ἐμᾶς κι ἂς μείνωμεν ἐνταῦτα,
μὲ δίκαιον τὴν ἀπήραμεν, μὲ τοῦ σπαθίου τὸ ξίφος».
[`62] Κι ἀφότου τὸ ἀφιρώσασιν οὕτως, ὡσὰν τὸ λέγω,
βουλὴν ἀπῆραν ἀπ᾿ αὐτοῦ νὰ ποιήσουν βασιλέα.
Ἐκλέξαν δώδεκα ἄρχοντες, ἄξιους, φρονιμωτάτους·
οἱ ἕξι ἦσαν ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἕξι φλαμουριάροι·
συνθῆκες ὅρκον ἔποικαν, νὰ ἐκλέξουν βασιλέα
μὲ πιστοσύνην τοῦ Θεοῦ, ἄνευ τρόπου καὶ δόλου.
Ἐσέβησαν ᾿ς ἕνα κελλίν· ἐκεῖ τοὺς ἀπεκλεῖσαν,
ΤΑ ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΟΣ

ἕως ὅτου νὰ κληρώσουσιν τὸν βασιλέα τῆς Πόλης.
[` 63] Πολλὰ ἐταραχεύτησαν ἀλλήλως μὲ τὰ λόγια,
διατὶ οὐκ ἰσιάζονταν ἑνομοῦ νὰ ποιήσουν βασιλέαν·
ἐπεὶ τινὲς ἐλέγασιν κ᾿ εἰς σφόδρα ἐπαινοῦσαν
τὸν δοῦκαν γὰρ τῆς Βενετίας, φρόνιμον κ᾿ ἐπιδέξιον,
κ᾿ ἐλέγαν ὅτι ἄξιος ἦτον διὰ βασιλέας.
[` 64] Κι ἀπὸ τῆς τόσης ταραχῆς ὅπου εἴχασιν ἀλλήλως,
ὁκάποιος ἦλθεν κ᾿ εἶπε το τὸν δοῦκα τῆς Βενετίας.
Κ᾿ ἐκεῖνος, ὡς πανφρόνιμος κ᾿ εἰς ὅλα ἐπιδέξιος,
σπουδαίως ἀπῆλθε εἰς ἐκεινοὺς τοὺς δώδεκα φρονίμους,
τὴν θύραν ἀκριοχτύπησεν διὰ νὰ τὸν ἀφραστοῦσιν,
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτούς· «Ἄρχοντες, ἀφκραστῆτε·
ὁκάποιος λόγους μὲ ἤφερεν, ἦλθεν κι ἀπέσωσέ τους,
τὸ πῶς ὁκάποιοι ἀπὸ ἐσᾶς, ἀπὸ τῆς ἀρετῆς τους,
ὡς εὐγενεῖς καὶ φρόνιμοι, τὸ θέλημάν τους λέγουν·
λέγουσιν λόγους περὶ ἐμοῦ ὡς διὰ τὴν βασιλείαν,
ὅτι εἶμαι ἄξιος νὰ γενῶ τῆς Πόλης βασιλέας.
Λοιπὸν ἐγώ, ὡς φρόνιμους φίλους καὶ ἀδελφούς μου,
μεγάλως τοὺς εὐχαριστῶ· ὁ Θεὸς νὰ τοὺς τὸ στρέψῃ,
τὸ εἴπασιν καὶ λέγουσιν διὰ ἐμὲν τὸν ἀδελφόν τους.
Ὅμως ἐγὼ ἀπὸ τοῦ Θεοῦ τὴν χάριν καὶ τὴν δόξαν
οὐδὲν εὑρίσκω εἰς ἐμέν, λέγω στὸν ἐνιαυτόν μου,
τοσούτην ἀδιάκρισιν, νὰ μὴ τὸ ἐγνωρίζω,
ὅτι εἰς τοῦ κουμοῦ τῆς Βενετίας ἐξέβησαν ἀνθρῶποι
γνώσεως μεγάλης καὶ στρατειᾶς, ὡσὰν καὶ εἰς ἄλλους
τόπους.
ἀλλὰ τινὰς οὐκ ἔφτασεν ποτέ του εἰς τόσην δόξαν,
τὸ στέμμα τὸ βασιλικὸν νὰ τοῦ τὸ ἔχουν φορέσει.
Ἐν τούτῳ σᾶς παρακαλῶ, ὡς φίλους κι ἀδελφούς μου,
νὰ πάψουσιν τὰ σκάνταλα, ἡ ταραχή, τὰ λόγια.
κι ὅσοι ἐλαλήσετε διὰ ἐμὲν νὰ γενῶ βασιλέας,
ἐπαίρνω ἐγὼ τοὺς λόγους τους καὶ τὲς φωνὲς ὅπου
εἶπαν,
καὶ θέτω ἀπάνω εἰς αὐτὰς κ᾿ ἐγὼ τὸν ἐδικόν μου·
καὶ ἂς μίξωμεν καὶ τῶν ἀλλῶν, νὰ ποιήσωμεν ὁμάδα
τῶν δώδεκα τὴν ἐκλογήν, νὰ πληρωθῇ τὸ πρᾶγμα,
κι ἂς ποιήσωμεν διὰ βασιλέαν τὸν κόντον Βαλδουβῖνον
ὅπου ἔνι ἀφέντης φυσικός, ἀφέντης τῆς Φιλάντριας·
διατὸ ἔνι ἄξιος κι εὐγενής, χρήσιμος εἰς τοὺς πάντας
κ᾿ ἔντιμος νὰ ἔνι βασιλέας ἀπὸ ὅλους τοῦ φουσσάτου».
[` 65] Ἀκούσων ταῦτα οἱ δώδεκα ὅπου σᾶς ἀφηγοῦμαι,
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεχτοὶ νὰ ποιήσουν βασιλέα,
ἐνταῦτα ἐσυγκατέβησαν κι ὅλοι τὸ ἐστεργῆσαν·
ἀπέκει ἐσηκώθησαν ὅπου ἦσαν μαζωμένοι,
εἰς τὸ παλάτι ἀπήλθασιν αὐτοῦ τοῦ βασιλέως·
ἐλάλησαν νὰ σωρευτοῦν οἱ πάντες τοῦ φουσσάτου,
νὰ ἀκούσουν τὴν ἀπόκρισιν, τὴν εἶπαν κ᾿ ἐδιορθῶσαν,
τοῦ βασιλέως τὴν ἐκλογήν, τὸ ποῖος χρεωστεῖ νὰ ἔνι.
[` 66] Κι ἀφότου ἐσωρεύτηκαν οἱ πάντες τοῦ φουσσάτου
εἰς τὰ παλάτια τὰ λαμπρὰ τοῦ βασιλέως ἐκεῖνα,
ἕνας ἀπὸ τοὺς δώδεκα, ὁ φρονιμώτερός τους,
τὸν λόγον τους ἐβάσταξεν, ἐμφάνισεν τὸ πρᾶγμα,
τὸ πῶς μὲ φόβον τοῦ Θεοῦ, μὲ προσοχὴν μεγάλην,
τὸν κόντον τῆς Φιλάντριας ἐκλέξασιν διὰ βασιλέαν καὶ ρῆγαν
τῆς Πόλεως καὶ τῆς βασιλείας ὅλης τῆς Ρωμανίας.
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἅπαντες, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
οἱ πλούσιοι γὰρ κ᾿ οἱ εὐγενικοί, τὸ κοινόν, τὸ φουσσᾶτο,
εἰς σφόδρα τὸ ἀγαπήσασιν, ἐστέρξαν κι ἀφιρῶσαν,
ὁ κόντος γὰρ ὁ Παντουὴς νὰ ἔνι βασιλέας.
Ἠφέρασιν τοῦ βασιλέως τὸ στέμμα καὶ τὸν σάκκον,
ἐστέψασιν κ᾿ ἐντύσαν τον ὡς βασιλέαν, σὲ λέγω,
κ᾿ εὐφήμησαν κ᾿ ἐδόξασαν, ὡς πρέπει κι ὡς λαχάνει.
[` 67] Κι ἀφότου τὸν ἐστέψασιν κ᾿ ἐγίνη βασιλέας,
σκάνταλον μέσα ἐγίνετον καὶ ταραχὴ μεγάλη
εἰς τοὺς Λουμπάρδους, σὲ λαλῶ, ὁμοίως καὶ εἰς τοὺς
Φραγκίσκους,
ὅπου ἀγαποῦσαν καὶ ἤθελαν νὰ γένῃ ὁ μαρκέσης
ἐκεῖνος γὰρ τοῦ Μουφαρᾶ, ὅπου ἦτον καπετάνος
εἰς τὰ φουσσᾶτα καὶ λαόν, καθὼς σὲ τὸ ἐπροεῖπα.
Ἐνταῦτα ὁ πανφρόνιμος Δοῦκας τῆς Βενετίας,
ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Ἀρίς, ντὲ Ἄντουλο τὸ ἐπίκλην,
ἐβάλθη μετὰ ἕτερους τὰ σκάνταλα νὰ ἐσβύσῃ.
Ἀπῆρεν γὰρ καὶ μετ᾿ αὐτοῦ τὸν κόντον τῆς Τουλούζας·
τοσαῦτα ἔξευρεν νὰ εἰπῇ, τόσον νὰ τοὺς πραΰνῃ,
εἶπεν, ἐκαθοδήγησεν, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, ἀφότου ἐγενέτον
ἡ ἔκλεξις τοῦ βασιλέως, κ᾿ ἐστέφτη κ᾿ ἐπληρώθη
- ἄσκημον πρᾶγμα κι ἄπρεπον, κατηγορία μεγάλη -
ὅσοι τὸ εἰποῦν κι ἀκούσωσιν ᾿ς ὅλην τὴν οἰκουμένην,
ὅτι μὲ λόγου κ᾿ ἐκλογῆς τέτοιων μεγάλων ἀνθρώπων
ἐγένετο ἡ ἐκλογὴ κ᾿ ἐστέφτη ὁ βασιλέας,
κι ἀπαύτου ἐμενανοήσετε, ὡς φαίνεται, διὰ φτόνον.
Ἐν τούτῳ λέγω πρὸς ἐσᾶς, ἀξιοπαρακαλῶ σας,
νὰ λείψουσιν τὰ σκάνταλα, οὐδὲν ἔνι τιμή σας·
ἀφότου ἐγίνη βασιλέας τῆς Φιλάντριας γὰρ ὁ κόντος,
ἂς γένῃ καὶ τοῦ Μουφαρᾶ αὐτοῦνος ὁ μαρκέσης
ρῆγας κι ἀφέντης γονικὸς τῆς Σαλονίκης πόλης
μὲ ὅσα διαφέρνει ἐπ᾿ αὐτῆς καὶ ὀφείλει νὰ ἀφεντεύῃ».
Τὸ ἀκούσει ταῦτα ὁ λαός, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
οἱ πλούσιοι γὰρ καὶ τὸ κοινὸ τοῦ φράγκικου φουσσάτου,
στριγγὴν φωνὴν ἐλάλησαν, ὅλοι τὸ ἐπροσκυνῆσαν.
Κι ἀφότου τὸ ἐστεργήθησαν κ᾿ ἐστέψασι διὰ ρῆγα
τὸν Μπονιφάτσον, σὲ λαλῶ, ἐκεῖνον τὸν μαρκέσην,
ἐπάψασιν τὰ σκάνταλα κ᾿ ἐγένετον εἰρήνη.
[` 68] Μετὰ ταῦτα ἐδιορθώσασιν τοὺς δώδεκα ἐκείνους,
ὅπου ἔκλεξαν τὸν βασιλέαν, τὴν μερισίαν νὰ ποιήσουν
τοῦ τόπου τῆς Ἀνατολῆς κι ὅλης τῆς Ρωμανίας,
ὅσον διαφέρνει τῆς Πολέου τῆς βασιλείας σὲ λέγω,
πρὸς τὴν οὐσίαν καὶ τὴν ἀξίαν τοῦ καθενὸς καὶ ἑκάστου,
καὶ τὸν λαὸν ὅπου εἴχασιν εἰς τὴν κουγκέστα ἐκείνην.
Μὲ κλήρους καὶ μὲ προσοχὴν ἡ μερισία ἐγενέτον·
ἔτυχεν γὰρ τῆς Βενετίας τὸ τέταρτον ἱμερίδι,
καὶ τὸ ἥμισον τοῦ τέταρτου, ὄγδον τὸ λέγουν ἄλλοι,
ἀπὸ τὴν χώραν τῆς Πολέου κι ὅλης τῆς Ρωμανίας,
καθὼς τὸ γράφεται ἀκομὴ ὁ Δοῦκας τῆς Βενετίας
εἰς τὰς γραφὰς κ᾿ εἰς τὴν τιμὴν τῆς ἀφεντίας ὅπου ἔχει.
[` 69] Λοιπὸν ἐτότε ὅπου λαλῶ, εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον
ἦτον ἀφέντης τῆς Βλαχίας καὶ ὅλης τῆς Ἑλλάδος,
τῆς Ἄρτας καὶ τῶν Γιαννινῶν κι ὅλου τοῦ Δεσποτάτου,
κὺρ Ἰωάννην τὸν ὠνόμαζαν, Βατάτσης εἶχεν τὸ
ἐπίκλη.
Κι ὡς ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν καὶ ἐπληροφορέθη
τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἀπήρασιν τὴν ἀφεντίαν τῆς Πόλης,
κ᾿ ἐστέψασιν καὶ βασιλέαν, ἀπήρασιν τὰ κάστρη,
τὲς χῶρες ἐμερίσασιν ὅλης τῆς Ρωμανίας·
εὐθέως, σπουδαίως ἀπέστειλεν ἐκεῖ εἰς τὴν Κουμανίαν·
δέκα χιλιάδες ἤλθασιν, ὅλοι ἐκλεχτοὶ Κουμᾶνοι
μὲ Τουρκουμάνους ἐκλεχτούς, ὅλοι ἐκαβαλλικεῦαν.
Ἄρματα εἴχασιν καλά, διαρίχια ἐφοροῦσαν·
οἱ μὲν κοντάρια ἐβάσταιναν κ᾿ οἱ ἕτεροι βεργίτες.
Ἐσώρεψεν καὶ τὸν λαὸν ὅλης τῆς ἀφεντίας του,
φουσσᾶτα ἐπεριεσώρεψεν μεγάλα κι ἀντρειωμένα
κι ἄρχισε μάχην δυνατὴν νὰ πολεμῇ τοὺς Φράγκους·
οὐχὶ γὰρ εἰς πρόσωπον, νὰ πολεμήσῃ εἰς κάμπον,
ἀλλὰ μὲ τρόπον μηχανίας ὡσὰν τὸ κάμνουν οἱ Τοῦρκοι.
Διαβόντα γὰρ ἕνας καιρός, ἐγύρισεν ὁ ἄλλος·
μὲ πονηρίαν ἀπόστελνεν τοὺς καταπατητᾶδες
τοῦ νὰ μαθαίνῃ ἀδιάλειπτα τὲς τῶν Φραγκῶν γὰρ πρᾶξες.
[` 70] Κι ὡς ἔμαθεν πληροφορίαν τὸ ποῦ ἦτο ὁ Μπονοφάτσιος,
ὁ ρῆγας τοῦ Σαλονικίου, οὕτως τὸν ὠνομάζαν,
τὲς νύχτες ἐπερπάτησεν ἕως οὗ νὰ ἐφτάσῃ ἐκεῖθεν.
Τὰ ἐγκρύμματά του ἔβαλεν εἰς ἐπιδέξιους τόπους·
καὶ ὅσον ἐξημέρωσεν κ᾿ ἐπλάτυνεν ἡ ἡμέρα,
διακόσιους γὰρ ἐδιόρθωσεν ὅπου ἦσαν τὰ λαφρά τους
κ᾿ ἐδράμασιν κ᾿ ἐκούρσεψαν γῦρον τοῦ κάστρου ἐκείνου·
τὸ κοῦρσο ἐπεριμάζωξαν, ἀπήρασι, ὑπαγαίνουν.
Τὸ ἰδεῖ οἱ Λουμπάρδοι ὅπου ἤσασι ἐκεῖσε μὲ τὸν ρῆγαν,
σπουδαίως ἀπῆραν τ᾿ ἄρματα, πηδοῦν, καβαλλικεύουν·
ἀτός του ὁ ρῆγας μετ᾿ αὐτοὺς ἐξέβηκεν ὁμοίως
ὡς ἄνθρωποι ἀπαίδευτοι τῆς μάχης τῶν Ρωμαίων.
Ὀμπρὸς ὀπίσω ἐξέβαιναν πρὸς εἴκοσι καὶ τριάντα·
κ᾿ ἐκεῖνοι ὅπου ἐκουρσέψασιν κ᾿ ἐφεῦγαν μὲ τὸ κοῦρσο
ἕως οὗ νὰ τοὺς προσφέρουσιν ἀπέσω εἰς τὰς χωσίας.
Ἐνταῦτα ἀπεχωσιάσασιν γύρωθεν οἱ χωσίες
καὶ τοὺς Λουμπάρδους ἄρχασαν νὰ τοὺς θέλουν τοξεύει·
ἐδεῖχναν ὅτι φεύγουσιν ἐκεῖνοι οἱ Κουμᾶνοι
κ᾿ ἐγύριζαν ὀπίσω τους καὶ τὰ φαρία ἐδοξεῦαν.
Οἱ δὲ Λουμπάρδοι ὡς εἴδασιν μετὰ τὸν Μπονοφάνσιον,
ἐκεῖνον τὸν ἀφέντην τους, τοῦ Σαλονικίου τὸν ρῆγα,
τὸ πῶς τοὺς ἐτριγύρισαν κ᾿ ἐκατεδόξευάν τους,
ὅλοι ἑνομοῦ ἐσωρεύτησαν, νὰ ζήσουν κι ἀποθάνουν.
Τὸ δὲ οἱ Κουμᾶνοι κ᾿ οἱ Ρωμαῖοι οὐκ ἐζυγώνανέ τους·
μὲ τὰς σαγίττας ἀπὸ μακρὰ τοὺς ἐκατεδοξεῦαν
κι οὕτως τοὺς ἀποκτείνασιν κ᾿ ἐθανατώσανέ τους.
Ἀπαύτου δὲ καὶ ἔμπροστεν, καθὼς σε τὸ ἀφηγοῦμαι,
μὲ πονηρίον καὶ μηχανίαν, ὡς τὸ ἔχουν οἱ Ρωμαῖοι,
τοὺς Φράγκους ἐμαχόντησαν, ἐπαῖρναν τους καὶ ἐδίδαν,
καθὼς τὸ ἔχουν πανταχοῦ οἱ μάχες καὶ οἱ στρατεῖες,
ἕως ὅτου ἐπεράσασιν τῶν τριῶν χρονῶν τὸ τέλος.
[` 71] Κι ἀφότου ἐπληρώθησαν οἱ τρεῖς χρόνοι κι ἀπάνω,
ὁ Βαλτουβὴς ὁ βασιλεὺς ὠρέχτηκεν νὰ ἀπέλθῃ
ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδριανόπολιν, χώρα μεγάλη ὑπάρχει.
Κι ὡσὰν ἐδιέβηκεν ἐκεῖ, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
ὁκάποιος τοῦ τὸ ἐμηνύτεψεν ἐκεινοῦ τοῦ δεσπότη
τοῦ Καλοϊωάννη, σὲ λαλῶ, τοῦ ἀφέντου τῆς Βλαχίας·
κ᾿ ἐκεῖνος, ὡς τὸ ἤκουσεν κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη,
γοργόν, σπουδαίως, καὶ σύντομα, μὲ προθυμίαν μεγάλην,
καταπαντόθε ἐσώρεψεν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα·
ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδριανόπολιν σπουδαίως ἐκατεφτάσεν.
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ πολλάκις νὰ βαρειέσαι;
ἐπεὶ κ᾿ ἐγὼ ὡσὰν κ᾿ ἐσὲν βαρειῶμαι νὰ τὰ γράφω·
ἀλλὰ διὰ συντομώτερον καὶ διὰ κοντοὺς τοὺς λόγους,
σὲ λέγω καὶ πληροφορῶ, μὲ ἀλήθειαν σὲ τὸ γράφω,
ὅτι, ὡσὰν τὸ ἔποικεν ἐκείνου τοῦ μαρκέση,
τοῦ ρῆγα τοῦ Σαλονικίου, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγήθην,
τὸ ἐποίησαν καὶ Μπαλτουῆ, τοῦ βασιλέως τῆς Πόλης·
μετὰ χωσίες καὶ μηχανίες οὕτω τοὺς ἐπλανέσαν,
ἐξέβησαν εἰς τὴν φωνὴν καὶ ταραχὴν ἐκείνην
ποῦ ἐλάλησαν καὶ εἴπασιν ὅτι ἦλθαν τὰ φουσσᾶτα
τοῦ Καλοϊωάννη, σὲ λαλῶ, ἐκεινοῦ τοῦ δεσπότη.
Πεντακοσίους ἀπέστειλεν ἐκεῖνος ὁ δεσπότης,
ὅπου ἔδραμαν κ᾿ ἐκούρσεψαν τοὺς κάμπους καὶ τοὺς
τὸπους
ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδριανόπολιν ποῦ ἦτον ὁ βασιλέας.
Ὥρισεν γὰρ ὁ βασιλέας τὸν πρωτοστράτοράν του
καὶ τὰ σαλπίγγια ἐλάλησαν, πηδοῦν καβαλλικεύουν·
Φλαμέγκους εἶχε ἑξακοσίους καὶ τριακοσίους Φράγκους
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεχτοί, φαρία ἐκαβαλλικεῦαν,
ἄρματα εἴχασιν λαμπρὰ ὡς τὰ ἔχουσιν οἱ Φράγκοι.
Ἀϊλλοὶ ζημία ὅπου ἐγένετον ἐκείνην τὴν ἡμέραν
᾿ς τέτοιους ἀνθρώπους βγενικοὺς ἀπ᾿ τὸ ἄνθος τῆς
Φραγκίας,
τὸ πῶς ἐκαταλύθησαν κι ἀδίκως ἀποθάναν,
διατὶ οὐκ ἔξευραν κἂμ ποσῶς τὴν μάχην τῶν Ρωμαίων.
Ἤλθασιν γὰρ οἱ ἄρχοντες οἱ Ἀνδριανοπολῖτες
καὶ λέγουσιν τοῦ βασιλέως· «- Ἀφέντη μας, δεσπότη,
κράτησον τὰ φουσσᾶτα σου μηδὲν ἔβγουσιν ἔξω·
ἐπεὶ αὐτοί, ὅπου θεωρεῖς, ὅτι ἦλθαν καὶ κουρσεύουν,
ὡς πλάνοι ἤλθασι κλεφτῶς νὰ μᾶς ἐξεμαυλίσουν·
τὰ δὲ φουσσᾶτα ὅπου ἔχουσιν, ὅλοι εἶναι χωσιασμένοι
καὶ ἀναμένουν ὡς διὰ ἐμᾶς νὰ μᾶς ὑπάουσι ἐκεῖσε.
Αὐτοῦνοι γὰρ οὐ πολεμοῦν ὡσὰν ἐσεῖς οἱ Φράγκοι,
εἰς κάμπον ν᾿ ἀναμείνουσιν νὰ δώσουν κονταρέας,
ἀλλὰ μὲ τὰ δοξάρια τους φεύγοντα πολεμοῦσιν.
Καὶ πρόσεχε, ἀφέντη μας καλέ, μηδὲν ἐβγῇς εἰς αὔτους·
ἂν μᾶς ἀπῆραν πρόβατα, ἄλογά τε καὶ βοΐδια,
ὡς δανεικὰ ἂς τὰ ἐπάρουσιν, ἂν τύχῃ νὰ τὰ στρέψουν».
Ἀκούσων τοῦτο ὁ βασιλεὺς ἐκατηγόρησέ το,
χολιαστικὰ τοὺς ὥρισε πλέον νὰ μὴ τὸ εἰποῦσιν,
διότι πρᾶγμα λέγουσιν, κατηγορίαν μεγάλην.
«Νὰ ἐβλέπω μὲ τὰ ὀμμάτια μου ἐμπρός μου τοὺς ἐχτρούς
μου
ὅπου ζημιώνουν, καταλοῦν, τοὺς τόπους μου κουρσεύουν,
κ᾿ ἐγὼ νὰ στήκω ὡσὰν νεκρὸς καὶ νὰ τοὺς ὑπομένω;
κάλλιον τὸ ἔχω, θάνατον σήμερον ν᾿ ἀποθάνω
περὶ νὰ εἰποῦσιν ἀλλαχοῦ νὰ μὲ κατηγορήσουν».
Ὥρισεν ἐλαλήσασιν, καὶ εἶπαν τὰ σαλπίγγια·
εἰς τρία ἀλλάγια ἐχώρισε τοὺς Φράγκους ὅπου εἶχεν,
καὶ τοὺς Ρωμαίους εἰς ἄλλα τρία κ᾿ ἐξέβησαν στὸν κάμπον.
Τὸ ἰδεῖ τους γὰρ οἱ Κούμανοι, ἐκεῖνοι ὅπου ἐκουρσεῦαν,
τὸ πῶς ἐξέβησαν ᾿ς αὐτοὺς, ἐχάρησαν μεγάλως,
ἔδοξαν ὅτι φεύγουσιν μὲ τὸ κοῦρσο ὅπου εἶχαν·
κ᾿ οἱ Φράγκοι, ὡς ἀπαίδευτοι τῆς μάχης γὰρ ἐκείνης,
ἀρχίσαν νὰ τοὺς διώκουσιν διὰ νὰ τοὺς ἔχουν σώσει·
κ᾿ ἐκεῖνοι πάλε φεύγοντα τοὺς ἐκατεδοξεῦαν
τὰ ἄλογα καὶ τὰ φαρία ὅπου ἐκαβαλλικεῦαν.
Τόσον τοὺς ἐπαράσυραν κ᾿ ἐξεμαυλίσανέ τους,
ὅτι τοὺς ἀπεσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν χωσίαν·
εὐθέως ἐξεχωσιάσασιν οἱ Τοῦρκοι κ᾿ οἱ Κουμᾶνοι,
ἄρχισαν νὰ δοξεύουσιν τῶν Φραγκῶν τὰ φαρία.
Οἱ Φράγκοι γὰρ ἐλόγιασαν πόλεμον νὰ τοὺς ποιήσουν
μὲ τὰ κοντάρια καὶ σπαθία, ὡς ἦσαν μαθημένοι.
Οἱ δὲ Κουμᾶνοι ἐφεύγασιν κι οὐδὲν τοὺς ἐπλησίαζαν,
μόνι μὲ τὰ δοξάρια τους τοὺς ἐκατεδοξεῦαν
καὶ τόσα ἐκατεδόξεψαν ὅτι ἀπεκτείνανέ τους·
ἐψόφησαν γὰρ τὰ φαρία, οἱ καβαλλάροι ἐπέσαν.
Σαλίβες εἶχαν τούρκικες ὁμοίως καὶ ἀπελατίκια·
μὲ ἐκεῖνα τοὺς ἐσύχνασαν ἀπάνω εἰς τὰ κασσίδια,
κι ἀπέκτειναν τὸν βασιλέαν κι ὅλα του τὰ φουσσᾶτα.
Ἔδε ζημία ὅπου ἐγίνετον ἐκείνην τὴν ἡμέραν·
πᾶσα στρατιώτης εὐγενὴς πρέπει νὰ τοὺς λυπᾶται
διατὸ ἀπέθαναν ἄδικα δίχως νὰ πολεμήσουν.
Οἱ δὲ Ρωμαῖοι ὅπου ἤσασιν μετὰ τὸν βασιλέα
ἐκεῖ ἐκ τὴν Ἀνδριανόπολιν, ὀλίγους γὰρ ἐλάβαν,
ἐπεὶν τὸ ἰδεῖ τὸν βασιλέα τὸ πῶς τὸν ἀπεκτεῖναν,
ἔφυγαν, ὀπίσω ἐστράφησαν, ἐσέβησαν στὴν χώραν·
μαντᾶτα ἐσυνεβγάλασιν στὴν Κωνσταντίνου πόλιν,
τὸ πῶς ἐκαταλύσασιν τὸν βασιλέαν οἱ Τοῦρκοι.
[` 72] Ὁ Δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας εὑρέθηκεν ἐκεῖσε·
εὐθέως φουσσᾶτα ἐσώρεψεν, στὴν Ἀνδριανόπολη ἦλθεν
νὰ συμμαχήσῃ τὸν λαόν, τὴν χώραν νὰ φυλάξῃ.
[` 73] Ὡσαύτως ἐσυνέβγαλεν σπουδαίως ἀποκρισάρην
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνατολὴν εἰς τὸν μισὶρ Ρομπέρτον,
αὐτάδελφον τοῦ βασιλέως, τοῦ Βαλδουβίνου ἐκείνου.
Χῶρες καὶ κάστρη ἀφέντευεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Νύμφον·
εἶχε φουσσᾶτα δυνατά, φλαμουριαρίους μετ᾿ αὖτον.
Κι ὡς τὸ ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη
τὸ πῶς ἐκαταλύσασιν τὸν βασιλέα οἱ Τοῦρκοι,
τὰ κάστρη του ἐσωτάρχισεν κι ἀπῆλθεν εἰς τὴν Πόλιν.
[` 74] Ὁ Δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας ἐστράφηκεν ἐκεῖσε·
καταπαντοῦθεν ἐμήνυσε διὰ τοὺς φλαμουραρίους
τοὺς πρώτους ὅπου ἀφέντευαν τότε εἰς τὴν Ρωμανίαν.
Κι ἀφότου ἐσωρεύτησαν κ᾿ ἑνώθησαν ἀλλήλως,
ἐθρόνιασαν διὰ βασιλέαν ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον,
τοῦ βασιλέως τὸν ἀδελφὸν τοῦ Βαλδουβίνου ἐκείνου.
[` 75] Ἐκεῖνος γὰρ ὁ βασιλεὺς ὁ μισίρε Ρομπέρτος
εἶχεν υἱόν, τὸν ἔλεγαν κ᾿ ἐκεῖνον Βαλδουβῖνον,
ὅστις ἐγίνη βασιλέας κ᾿ ἔχασε τὴν βασιλείαν·
τὴν θυγάτηρ του ἀπόστελνεν διαβὼν ὀλίγοι χρόνοι,
τοῦ ρόϊ Ραγκοῦ τὴν ἔστελνεν νὰ ἐπάρῃ διὰ γυναῖκαν·
στὸν Ποντικὸν ἐπιάσασιν τὰ κάτεργα λιμιῶνα,
ὅπου ἔνι γὰρ εἰς τὸν Μορέαν, κάστρον λαμπρὸν ὑπάρχει.
Ἐκεῖ εὑρέθη ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἀφέντης τοῦ Μορέως,
ὅπου ἦτον πρῶτος ἀδελφὸς τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου·
μὲ μηχανίαν καὶ φρόνεσιν ἔπιασεν κ᾿ εὐλογήθην
τὴν θυγάτηρ τοῦ βασιλέως ἐκείνου τοῦ Ρομπέρτου.
Καὶ ὁ βασιλεύς, τὸ ἀκούσει το μεγάλως τὸ ἐβαρύνθη.
ὕστερον γὰρ ἰσιάστησαν, καθὼς τὸ θέλεις μάθει
ἐδῶ εἰς ἐτοῦτο τὸ βιβλίον ἔμπροστεν ᾿ς ἄλλην λέξιν.
[` 76] Ἐν τούτῳ παύω ἀπ᾿ ἐδῶ, θέλω τοῦ νὰ
σκολάσω
ἐτοῦτο ὅπου ἀφηγήσομαι, ἄλλο νὰ καταπιάσω,
νὰ σᾶς εἰπῶ ἀφήγησιν, καταλογὴν μεγάλην,
τὸ πῶς ἐπρᾶξαν οἱ Ρωμαῖοι, ἀφότου ἐξεπέσαν
κ᾿ ἐχάσασιν τὴν βασιλείαν τῆς Κωνσταντίνου πόλης.
Ἐν τούτῳ ἄρξομαι ἀπ᾿ ἐδῶ, ἀφκράζου νὰ μανθάνῃς.
[` 77] Τὸν χρόνον γὰρ καὶ τὸν καιρὸν ὅπου ἔπιασαν οἱ Φράγκοι
τὸ τὴν Κωνσταννινούπολιν, ὡσὰν τὸ ἀφηγοῦμαι,
ἰδὼν οἱ ἄρχοντες Ρωμαῖοι, οἱ πρῶτοι τῆς Ρωμανίας
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνατολήν, ποῦ εἶχαν τὴν παρρησίαν,
ἐκλέξασιν δι᾿ ἀφέντην τους καὶ βασιλέα ἐθρονιάσαν
ἐκεῖνον τὸν κὺρ Θεόδωρον, Λάσκαριν τὸν ἐλέγαν·
γαβρὸς ἦτον τοῦ βασιλέως κὺρ Σάκη τοῦ Βατάτση
κ᾿ εἶχεν τὴν θυγατέρα του ὁμόζυγον γυναῖκα.
[` 78] Κι ἀφότου τὸν ἐστέψασιν κ᾿ ἐποίησαν βασιλέαν,
τὰ κάστρη του ἐσωτάρχισε κ᾿ ἐρρόγεψεν φουσσᾶτα,
Τούρκους, Κουμάνους, Ἀλαϊνούς, Ζύχους γὰρ καὶ Βουλγάρους.
Ἄρχισε τοῦ νὰ μάχεται μὲ προθυμίαν μεγάλην
τοὺς Φράγκους ὅπου ηὑρέσκονταν εἰς τῆς Νικαίας τὰ μέρη,
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνατολὴν ὅπου ἔνι ἡ Φιλαδέλφεια,
ὅπου ἦτον γὰρ καὶ ἀφέντευεν ὁ μισὶρ Ρομπέρτος ντὲ Φιλάντριας.
[` 79] Κ᾿ ἐδιήρκησεν ἡ μάχη τους χρόνους κἄν τρεῖς καὶ πλέον,
ἕως οὗ ἐσκοτώθη ὁ βασιλεὺς αὐτὸς ὁ Βαλδουβῖνος,
κ᾿ ἐστέψασιν διὰ βασιλέαν ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον.
[` 80] Ἔζησεν γὰρ ὁ βασιλεὺς ὁ Λάσκαρις ἐκεῖνος
χρόνους κ᾿ ἔτη ὅσα ἠθέλησεν ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης·
κι ὡσὰν τοῦ ἦλθεν τὸ κοινὸ τοῦ κόσμου ν᾿ ἀποθάνῃ, -
κ᾿ εἶχεν υἱὸν μειράκιον, ἀνήλικος ὑπῆρχεν, -
ὥρισεν καὶ ἐκράξασιν κὺρ Μιχαὴλ ἐκεῖνον,
τὸν Παλαιολόγον, σὲ λαλῶ, τὸν πρῶτον τῆς Ρωμανίας,
ὡς τίμιον, φρονιμώτερον εἰς ὅλους τοὺς Ρωμαίους·
πρῶτα τοῦ ἐπαράδωκεν ἐκεῖνον τὸν υἱόν του,
καὶ δεύτερον τὴν ἀφεντίαν ὅλης τῆς βασιλείας.
Μεθ᾿ ὅρκου τὰ ἐπαράλαβεν ὅσα τοῦ ἐπαρεδῶκεν·
πατέρα γὰρ τοῦ βασιλέως ὥρισε νὰ τὸν κράζουν.
[` 81] Κι ὅσον ἐμεταστάθηκεν ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος,
ὁ Παλαιολόγος ὥρισεν, τὰ κάστρη ἐσωταρχίσαν·
ἔθεκεν φύλαξες καλές, εἰς τ᾿ ὄνομάν του ὠμόσαν·
τὸν ὅρκον ἐπαράλαβεν ὅλων τῶν κεφαλάδων,
ὡσαύτως γὰρ καὶ τοῦ κοινοῦ ὅλης τῆς βασιλείας.
Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν ὅλην τὴν ἀφεντίαν,
τοὺς ἄρχοντας ἐτίμησεν ὅλης τῆς βασιλείας·
τοὺς μὲν γὰρ εὐεργέτησεν, ἀλλῶν χώρας ἐδῶκεν·
κι ὅσον ἀπεκατέστησεν τὲς ὄρεξές τους ὅλες,
ἔπνιξεν κ᾿ ἐθανάτωσεν τὸν ἀφεντόπουλόν του,
τοῦ Λάσκαρη γὰρ τὸν υἱόν, τοῦ βασιλέως ἐκείνου.
Ἔδε ἀνομία καὶ ἁμαρτία, ὅπου ἔποικεν ὁ ἄθλιος,
νὰ πνίξῃ τὸν ἀφέντην του, τὴν ἀφεντίαν νὰ ἐπάρῃ·
ποῖος νὰ τὸ ἀκούσῃ καὶ νὰ εἰπῇ ὅτι εἰς Θεὸν πιστεύουν
ἄνθρωποι ὅπου οὐδὲν κρατοῦν ἀλήθειαν οὔτε ὅρκον;
τὰ ἔθνη γὰρ τὰ ἀβάφτιστα ὅρκον ἂν σὲ ποιήσουν
πρὸς τὰ συνήθεια ὅπου ἔχουσιν, τὸν νόμον ποῦ κρατοῦσιν,
πρῶτα νὰ λάβῃ θάνατον παρὰ νὰ σὲ ἀφιορκήσῃ.
Οἱ δὲ Ρωμαῖοι, ὅπου λέγουσιν ὅτι εἰς Χριστὸν πιστεύουν,
ὅσον σὲ ὀμνύει πλειότερον κι ὅρκους σὲ ἀφιερώνει,
τόσον σὲ μηχανεύεται διὰ νὰ σὲ ἀπεργώσῃ,
νὰ ἐπάρῃ ἀπὸ τὰ ροῦχα σου ἢ νὰ σὲ θανανώσῃ.
Ἀϊλλοὶ καὶ τί κερδίζουσιν νὰ σφάλλουν πρὸς τὸν Θέον;
καὶ πῶς τοὺς ἀπετύφλωσεν ἡ ἁμαρτία ὅπου πράττουν,
ὅτι τοὺς ἐξωλόθρεψεν ἀπὸ τὰ ἰγονικά τους,
κ᾿ ἐγένονταν ἀμάλωτα ὅλης τῆς οἰκουμένης.
Ποῖον ἄλλο γένος σήμερον εὑρίσκεται εἰς τὸν κόσμον
νὰ τοὺς πουλοῦν ὡς ἀμάλωτα μόνον καὶ τοὺς Ρωμαίους;
ὅμως ὡς πράττει ὁ κάτε εἷς οὕτως θέλει ἀπολάβει.
Τὴν λέξιν γὰρ ὅπου ἄρχισα νὰ λέγω καὶ νὰ γράφω,
θέλω νὰ σοῦ ἀφηγήσωμαι ἕως οὗ νὰ τὴν πληρώσω.
[` 82] Ἀφότου ἐθανάτωσεν κὺρ Μιχαὴλ ἐκεῖνος,
ὁ Παλαιολόγος, σὲ λαλῶ, τὸν ἀφεντόπουλόν μου,
τοῦ βασιλέως γὰρ τὸν υἱόν, τοῦ Λάσκαρη ἐκείνου,
καὶ ἔλαβε τὴν ἀφεντίαν ὅλης τῆς βασιλείας,
φουσσᾶτα ἐπερισώρεψεν, Τούρκους καὶ ἄλλες γλῶσσες,
τὴν μάχην ἐπεχείρησε νὰ μάχεται τοὺς Φράγκους
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνατολὴν ὅπου εἶχε τὸ ἐπιδέξιον.
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ βασιλεὺς ὁ μισίρε Ρομπέρτος
οὐδὲν ἦτον εἰς τὸν καιρὸν ἐτότε ὅπου σὲ λέγω,
διατὸ ἦτον ἀποθάνοντα ὀμπρὸς ὀλίγους χρόνους·
κι ἀφέντευεν ὁ Βαλτουὴς ἐκεῖνος ὁ υἱός του,
ὅπου ἔχασεν τὴν βασιλείαν μὲ τὴν κακήν του πρᾶξιν.
Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστηκεν αὐτὸς ὁ Παλαιολόγος
μὲ τὸ κουμοῦ τῆς Γένοβας, τὸν Γαλατᾶν τοὺς δίδει,
ὅπου ἔνι ἐκεῖθεν τῆς Πολέου ἀπέκει τοῦ λιμιῶνος·
χώραν ἐποίκασιν ἐκεῖ κι ἀππλίκιν τους μεγάλο·
ὅρκον, συνθήκας ἔποικαν μετὰ τὸν βασιλέα,
νὰ εἶναι ἀκουμέρκευτοι ᾿ς ὅλην τὴν Ρωμανίαν,
νὰ τοῦ βοηθοῦν μὲ κάτεργα εἰς ὅλες του τὲς μάχης,
νὰ ἔχουσι τὴν ρόγαν τους καὶ τὴν φιλοτιμίαν τους.
[` 83] Κάτεργα ἑξῆντα ἀρμάτωσε αὐτὸς ὁ Παλαιολόγος·
ἔβαλεν καὶ ἀρχάσασιν μάχην μετὰ τοὺς Βενετίκους,
διανὸ ἦσαν εἰς βοήθειαν ἐκεινοῦ τοῦ Βαλδουΐνου·
ἐκράτησαν τὰ ἔμπατα, τὲς στράτες τοῦ πελάγου
τοῦ νὰ μὴ φέρουσιν ποθὲν σωτάρχιον εἰς τὴν Πόλιν.
Κ᾿ ἐκεῖνος πάλε ἐπέρασεν εἰς τῆς Πολέου τὰ μέρη
μ᾿ ὅσα φουσσᾶτα ἠμπόρεσεν νὰ ἔχῃ περισωρέψει·
τὴν Πόλιν ἐκατάκλεισε τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης.
[` 84] Κ᾿ ἰδὼν ἐτοῦτο οἱ Ρωμαῖοι, ὅπου ἦσαν εἰς τὴν
Πόλιν,
σύντομα ἐσυμβιβάστησαν μετὰ τὸν Παλαιολόγον·
ὅρκον, συνθῆκες, ἔποικαν κ᾿ ἐμπάσαν τον ἀπέσω.
Κι ὡς εἶδε ἐτοῦτο ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὁ Βαλδουῖνος,
τὸ πῶς τὸν ἀπιστήσασιν τὸ γένος τῶν Ρωμαίων,
ἐκεῖσε ἐκατέφυγεν μετὰ τοὺς Φράγκους ὅλους
ὅπου ἤσασιν γὰρ μετ᾿ αὐτὸν εἰς τὰ παλαιὰ παλάτια·
ἐκεῖ ἐπολεμοῦσαν τὸν οἱ Τοῦρκοι κ᾿ οἱ Ρωμαῖοι.
[` 85] Ὡς εἶδεν γὰρ ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὁ Βαλδουῖνος
τὸ πῶς τὸν ἐκατάκλεισαν εἰς τὰ παλαιὰ παλάτια,
- καράβιν εἶχε ἐξαίρετον, μέγα, λαμπρὸν ὑπῆρχε,
εἰς αὖτο ἐδιέβηκεν ἐκεῖ μὲ τρεῖς χιλιάδες ἄλλους·
ἀπὸ τὴν Πόλη ἐξέβησαν, τὴν θάλασσαν ἐπλέψαν,
ἔσωσαν στὴν Μονοβασίαν, ἐκεῖσε ἁππλικέψαν·
ἐξέβησαν ἔξω εἰς τὴν γῆν κ᾿ εἰς τὸν Μορέαν ἐσῶσαν.
Ἐκεῖ ἦτον τότε ὁ πρίγκιπας ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος·
τὸ μάθει ὅτι ἦλθε ὁ βασιλεὺς ἦλθεν εἰς ἀπαντήν του,
πολλὰ γὰρ τὸν ἐτίμησεν ὡς βασιλεὺς ὅπου ἦτον.
Ὁ βασιλεὺς ἐσπούδαζε ν᾿ ἀπέλθῃ εἰς τὴν Δύσιν,
ἐλπίζοντα λογίζοντα νὰ τοῦ ἔχουν βοηθήσει
ὁ Πάπας μὲ τὴν Ἐκκλησίαν κι ὁ Ρήγας τῆς Φραγκίας,
φουσσᾶτα νὰ τοῦ δώσουσιν καὶ συμμαχίαν μεγάλην,
ὀπίσω πάλε νὰ στραφῇ ἐκεῖσε εἰς τὴν Πόλιν.
[` 87] Ἐν τούτῳ ἐνεμείνασιν πολλοὶ ἀπὸ τὸν λαόν του
ἐκεῖ γὰρ μὲ τὸν πρίγκιπα ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον,
εἰς λογισμὸν νὰ τοὺς εὑρῇ ἐκεῖσε ὁ βασιλέας
στὸ στρέμμα ὅπου ἤλπιζεν τοῦ νὰ στραφῇ ἀπ᾿ ἐκεῖθεν.
Ἐκεῖνοι γὰρ ἐνέμειναν ὅπου τοὺς ὀνομάζω.
Ὁ πρῶτος ὁ μισὶρ Ἀσελής, ντὲ Ντοὺθ εἶχεν τὸ ἐπίκλην,
αὐτάδελφος ἦτον τοῦ Καίσσαρη ἐτότε τῆς Πολέου,
τὴν μήτηρ τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκείνου ντὲ Ντουρνάη
ἐπῆρεν εἰς γυναῖκαν του κ᾿ ἐνέμεινε εἰς τὸν τόπον.
Ἀπαύτου ἦτο ὁ μισὶρ Βηλές, ντὲ Ἀνόε εἶχεν τὸ ἐπίκλην,
ὅπου ἦτον πρωτοστράτορας τῆς Ρωμανίας ἐτότε·
ὁ πρίγκιπας εὐεργεσίαν τὴν Ἀρκαδίαν τοῦ ἐδῶκεν.
Ἐνέμειναν οἱ ντὲ Μπλαθοὶ κ᾿ ἐκεῖνοι οἱ ντὲ Βερήθοι.
Ντὲ Ἀμπὴ ἦσαν τέσσαροι ἀδελφοί, ντὲ Ἀνὴ ἦσαν ἄλλοι
δύο.
Ἄλλος ἦτον ντὲ Λεσπηγγὰς καὶ πλεῖστοι ἄλλοι σιργέντες·
ὁμοίως καὶ ἄρχοντες Ρωμαῖοι· ἐνέμειναν κ᾿ ἐκεῖνοι,
τοὺς ὁποίους οὐκ ὀνομάζω σε διὰ τὴν πολυγραφίαν.
[` 88] Ἐνταῦτα θέλω ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ πάψω τὰ σὲ λέγω,
τὲς πρᾶξες ὅπου ἐπράξασιν οἱ βασιλεῖς ἐκεῖνοι,
ὁ Παλαιολόγος ἀλλὰ δὴ κι ὁ Βαλδουβὴς ἐκεῖνος,
διατὶ σπουδάζω νὰ στραφῶ εἰς τὸ προκείμενόν μου,
καθὼς τὸ ἐπεχείρησα εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ λόγου,
διὰ νὰ πληρώσω τῆς ἀρχῆς τοῦ πρόλογου τὸ τέλος.
ΤΟ ΠΩΣ ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΙ ΕΚΕΡΔΙΣΑΝ ΤΟΝ ΤΟΠΟΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ

Ἐπεὶ ἂν εἶσαι γνωστικὸς κ᾿ ἐξεύρεις τὰ σὲ γράφω,
καὶ ἔγροικος εἰς τὴν γραφήν, τὰ λέγω νὰ ἀπεικάζῃς,
πρέπει νὰ ἐκατάλαβες τὸν πρόλογον ὅπου εἶπα
εἰς τοῦ βιβλίου μου τὴν ἀρχὴν τὸ πῶς τὸ ἐκαταλέξα
ὅτι δι᾿ ἀρχὴν θεμελίου εἶπα τὸ τῆς Συρίας,
ὡσαύτως τῆς Ἀνατολῆς, ἔπειτα τῆς Πολέου,
τὸ πῶς τοὺς τόπους ἐκεινοὺς ἐκέρδισαν οἱ Φράγκοι -
ὅπως νὰ ἔλθω καὶ φέρω σε καὶ νὰ σὲ καταλέξω,
τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἐκέρδισαν ὁμοίως καὶ τὸν Μορέαν.
Κι ἂν ἔχῃς ὄρεξιν νὰ ἀκούῃς πρᾶξες καλῶν στρατιώτων,
νὰ μάθῃς καὶ παιδεύεσαι, ἂ λάχῃ νὰ προκόψης.
Εἰ μὲν ἐξεύρεις γράμματα, πιάσε ν᾿ ἀναγινώσκῃς·
εἴ τε εἶσαι πάλι ἀγράμματος, κάθου σιμά μου, ἀφκράζου·
κ᾿ ἐλπίζω, ἂν εἶσαι φρόνιμος, ὅτι νὰ διαφορήσῃς,
ἐπεὶ πολλοὶ ἀπὸ ἀφήγησες ἐκείνων τῶν παλαίων,
ὅπου ἤλθασιν μετὰ ἐκεινῶν, ἐπρόκοψαν μεγάλως.
Ἐν τούτῳ ἄρξομαι ἀπ᾿ ἐδῶ κι ἀφκράζου τὰ σὲ λέγω.
[` 89] Ὁ κόντος ὁ παράξενος ἐκεῖνος τῆς Τσαμπάνιας
ὅπου σὲ εἶπα εἰς τὴν ἀρχὴν ἐτούτου τοῦ βιβλίου,
ὅπου ἄρχισεν τὸ πέραμα καὶ τὸ πασσάτζο ἐκεῖνο
μετὰ τοὺς ἄλλους ἕτερους εὐγενικοὺς ἀνθρώπους
ν᾿ ἀπέλθῃ ἐκεῖσε εἰς τὴν Συρίαν, εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν
τάφον -
ἐκλέξαν τον διὰ κεφαλὴν καὶ μέγαν καπετᾶνον
εἰς τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἴχασιν ἐτότε οἱ πελεγρῖνοι,
καὶ ἔπεσεν κι ἀπέθανεν, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγήθην.
Εἶχεν κι ἄλλους δύο ἀδελφοὺς δευτέρους ἀπὸ αὖτον.
[` 90] Κι ὡσὰν ἀκούσουν κ᾿ ἔμαθαν τὸ πῶς οἱ Φράγκοι
ἐκεῖνοι,
ὅπου ὑπαγαῖναν στὴν Συρίαν μὲ θέλημα τοῦ Πάπα,
ἀφῆκαν τὸ ταξεῖδιν τους κι ἀπῆλθαν εἰς τὴν Πόλιν
κ᾿ ἐκέρδισαν τὴν Ρωμανίαν κ᾿ ἐγίνησαν ἀφέντες,
βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ ἐκεῖνοι οἱ δύο αὐταδέλφοι·
νὰ μείνῃ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἐκεῖ εἰς τὸ ἰγονικόν τους,
κι ὁ ἄλλος νὰ ἀπέλθῃ εἰς Ρωμανίαν διὰ νὰ κερδίσῃ
τόπον.
Λοιπὸν ὡς τὸ ἔχει ἐριζικὸν ἡ χάρις τῶν ἀνθρώπων,
κι οὐδὲν ὁμοιάζουν οἱ ἀδελφοὶ εἰς πρόσοψιν καὶ χάριν,
ἦτον ὁ ὑστερνότερος ἀπὸ τοὺς δύο αὐταδέλφους,
ὁκάτι ἐπιδεξιώτερος καὶ φρονιμώτερός τους.
Κ᾿ ἰσιάστησαν οἱ δύο ἀδελφοί, ὁ πρῶτος ν᾿ ἐνεμείνῃ
ἐκεῖσε εἰς τὸ κοντᾶτο του ἐκεῖνο τῆς Τσαμπάνιας,
κι ὁ δεύτερος ἀπὸ τοὺς δύο μισὶρ Γουλιάμος ἄκω,
εἶχεν καὶ ἐπίκλην ὁ λόγου του, τὸν ἐλέγαν ντὲ Σαλοῦθε
νὰ εὕρῃ φουσσᾶτα ὅσα ἠμπορεῖ νὰ ἐπάρῃ μετὰ ἐκεῖνον,
κ᾿ ἐκεῖνος νὰ ἔλθῃ εἰς Ρωμανίαν τοῦ νὰ ἔχῃ κουγκεστήσει
κάστρη καὶ χώρας τίποτε νὰ τὰ ἔχῃ ἰγονικά του.
Ὁ κόντος γὰρ τοῦ ἐξέδωκεν ὅσον λογάριν εἶχε,
καὶ εἶπεν του· «Ἀδελφούτσικε, ἀφῶν ἐγὼ ἐνεμένω
ἀφέντης εἰς τὰ κάστρη μας κ᾿ εἰς τὸ ἰγονικόν μας,
ἔπαρε τὸ λογάριν μας καὶ τὰ κοινά μας ὅλα
κι ἄμε μὲ τὴν εὐχίτσα μου ὁμοίως καὶ τοῦ πατρός μας,
κ᾿ ἐλπίζω εἰς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ ὅτι νὰ εὐτυχήσῃς».
Ἐν τούτῳ ἐπεριεσώρεψεν κ᾿ ἐρρόγεψεν φουσσᾶτα·
εἰς τὴν Μπουργούνιαν ἔστειλεν, ἦλθαν πολλοὶ μετ᾿ αὖτον,
οἱ μὲν τὴν ρόγαν ἔπαιρναν κ᾿ ἐρχόντησαν μετ᾿ αὖτον,
ἄλλοι τινές, ὅπου ἤσασι κ᾿ ἐκεῖνοι φλαμουριάροι,
ὅπου ἦσαν πλούσιοι ἄνθρωποι, ἤλθασιν μετ᾿ ἐκεῖνον,
ὁ κατὰ εἷς διὰ λόγου του τοῦ νὰ ἔχῃ κουγκεστήσει.
Στὴν Βενετίαν ἀπόστειλεν τὰ πλευτικὰ νὰ ὁρμώσουν,
κ᾿ εὐθέως τὰ οἰκονόμησαν ὅσα ἠθέλαν κ᾿ ἐχρῆζαν.
[` 91] Τὸν μάρτιον μῆναν ἤλθασιν κι ἀπέρασαν ἀπέκει,
κ᾿ εἰς τὸν Μορέαν ἐφτάσασιν εἰς τοῦ μαΐου τὴν πρώτην·
ἐκεῖσε ἀποσκάλωσαν στὴν Ἀχαΐαν τὸ λέγουν,
ὅπου ἔνι ἐδῶθεν τῆς Πατροῦ κἄν δεκαπέντε μίλια·
εὐθέως καστέλλιν ἔχτισαν ὅλον μὲ τὰ πλιθάρια.
Ἐτότε γὰρ ὅπου λαλῶ κ᾿ εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον
ὁ τόπος ὅλος τοῦ Μορέως, ὅσος καὶ περιέχει
τὸ λέγουν Πελοπόννεσον, οὕτως τὸν ὀνομάζουν,
οὐδὲν εἶχεν καταπαντοῦ, μόνον δώδεκα κάστρη.
Λοιπὸν ἀφότου ἐπέζεψαν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀχαΐαν,
ἐξέβησαν τὰ ἄλογα ἀπ᾿ ἔσω ἐκ τὰ καράβια,
κἄν δύο ἡμέρες ἐνέμειναν ἕως οὗ νὰ τὰ ἀναπάψουν.
Κ᾿ ἐνταῦτα ἐκαβαλλίκεψαν, ἀπῆλθαν εἰς τὴν Πάτραν·
τὸ κάστρον ἐτριγύρισαν, ὡσαύτως καὶ τὴν χώραν,
τὰ τριπουτσέτα ἐστήσασιν γύρω καταπαντόθεν,
τοὺς τζαγρατόρους ἔβαλαν, τὸν πόλεμον ἀρχάσαν·
κι ἀπὸ τοῦ πλήθους τοῦ λαοῦ καὶ τοῦ θαρσέου πολέμου,
ἀπὸ τοῦ πρώτου ἐσέβησαν στὴν χώραν τὴν ἀπ᾿ ἔξω.
Κι᾿ ἀφῶν τὴν χώραν ἀπήρασιν, ἐκεῖνοι γὰρ τοῦ κάστρου
καὶ εὐθέως ἐσυμβιβάστησαν, τὸ κάστρον ἐπαρεδῶκαν
μετὰ συνθήκας κι ἀφορμὴν νὰ ἔχουσιν τὰ ἐδικά τους,
ὁ κατὰ εἷς τὸ ὁσπίτι του ὁμοίως καὶ τὸ ἐδικόν του.
Κι ἀφῶν τὴν Πάτραν ἀπήρασι, τὲς φύλαξες ἐβάλαν,
τὸ κάστρον ἐσωτάρχισαν, εἶθ᾿ οὕτως καὶ τὴν χώραν
ἀπὸ λαὸν καὶ ἄρματα, ὡς ἔπρεπεν κι ἁρμόζει·
κι ἀπαύτου ὀπίσω ἐστράφησαν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀχαΐαν.
[` 92] Βουλὴν ἀπῆραν μ᾿ ἐκεινοὺς τοὺς τοπικοὺς
Ρωμαίους,
ὅπου τοὺς τόπους ἔξευραν, τοῦ καθενὸς τὴν πρᾶξιν,
κ᾿ εἶπαν κ᾿ ἐσυμβουλέψαν τους τὸ πῶς ἔνι ἡ Ἀνδραβίδα,
ἡ χώρα ἡ λαμπρότερη στὸν κάμπον τοῦ Μορέως·
ὡς χώρα γὰρ ἀπολυτὴ κοίτεται εἰς τὸν κάμπον,
οὔτε πύργους, οὔτε τειχέα ἔχει κἀνόλως ᾿ς αὔτην.
[` 93] Ἐν τούτῳ ὡρμήσασιν ἐκεῖ, ὁλόρθα ὑπαγαίνουν,
ἐξάπλωσαν τὰ φλάμπουρα τοῦ καθενὸς φουσσάτου·
κι ἀφότου ἐπλησιάσασιν ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα,
κ᾿ ἐμάθασιν οἱ Ἀνδραβισαῖοι ὅτι ἔρχονται οἱ Φράγκοι,
ἐξέβησαν μὲ τοὺς σταυροὺς ὁμοίως μὲ τὰς εἰκόνας
οἱ ἄρχοντες καὶ τὸ κοινὸ τῆς χώρας Ἀνβραβίδου,
καὶ ἦλθαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸν Καμπανέση ἐκεῖνον.
Κ᾿ ἐκεῖνος, ὡς παμφρόνιμος, καλὰ τοὺς ἀποδέχτη,
ὤμοσεν κ᾿ ὑπισκήθη τους νὰ μὴ τοὺς ἀδικήσῃ,
οὔτε ζημία νὰ λάβουσιν ἀπὸ τὰ ἰγονικά τους,
τιμήν, δωρεὰς νὰ ἔχουσιν κ᾿ εὐεργεσίας μεγάλας·
ὅλοι τοῦ ὑπωμόσασιν δοῦλοι του ν᾿ ἀποθάνουν.
[` 94] Κι ὅσον ἀπεκατέστησεν τὴν χώραν Ἀνδραβίδας,
βουλὴν ἐπῆρεν μετ᾿ αὐτοὺς τὸ ποῦ νὰ φουσσατέψῃ.
Ἐν τούτῳ ἐδόθη ἡ βουλὴ στὴν Κόρινθον νὰ ἀπέλθουν,
διατὸ ἔνι κάστρον φοβερόν, τὸ κάλλιον τῆς Ρωμανίας,
καὶ ἔνι τὸ κεφάλαιον ὅπερ γὰρ ἀφεντεύει
ὅλην τὴν Πελοπόννεσον ὅσον κρατεῖ ὁ Μορέας.
Ἐπεί, ἂν προστάξῃ ὁ Θεὸς καὶ προσκυνήσῃ ἡ Κόρινθος,
ὅλα τὰ κάστρη τὰ ἕτερα τοῦ τόπου τοῦ Μορέως
ἄνευ σπαθίου καὶ πόλεμου θέλουσιν προσκυνήσει.
[` 95] Κι ἀφότου ἐδόθη ἡ βουλὴ ἐκείνη ὅπου σὲ λέγω,
ὤρθωσεν κι ἄφηκε λαὸν ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα,
καὶ ἄλλον εἰς τὴν Ἀχαΐαν, καὶ τρίτον εἰς τὴν Πάτραν,
καὶ ὥρισεν τὰ πλευτικὰ νὰ ὑπάγουν τῆς θαλάσσου,
κ᾿ ἐκεῖνος μὲ τὸν ἕτερον λαὸν γὰρ τοῦ φουσσάτου
ἐκ τὴν Βοστίτσαν ἔδραμεν κ᾿ ἐδιάβη εἰς τὴν Κόρινθον.
Κι ἀφότου ἀπεσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν χώραν,
τὸν γῦρον τέντας ἔστησαν, ἐπιάσαν τὲς κατοῦνες.
Τὸ κάστρον γὰρ τῆς Κόρινθος κεῖται ἀπάνω εἰς ὄρος·
βουνὶν ὑπάρχει θεόχτιστον καὶ ποῖος νὰ τὸ ἐγκωμιάσῃ;
ἡ χώρα γὰρ εὑρίσκετον κάτωθεν εἰς τὸν κάμπον,
μὲ πύργους γὰρ καὶ μὲ τειχέα καλὰ περικλεισμένη.
[` 96] Λοιπὸν εὑρίσκετον ἐκεῖ ἐτότε ὅπου σὲ γράφω
ὁκάποιος μέγας ἄνθρωπος καὶ φοβερὸς στρατιώτης,
κ᾿ εἶχεν τὴν Κόρινθο ἀλλὰ δὴ τὸ Ἄργος καὶ Ἀνάπλι·
ὡς κεφαλὴ καὶ φυσικὸς ἀφέντης τὰ ὑποκράτει
ἐκ μέρους γὰρ τοῦ βασιλέως ἐκείνου τῶν Ρωμαίων,
Σγουρὸν τὸν ὠνομάζασιν, οὕτως εἶχεν τὸ ἐπίκλην·
κι ὡς ἐπληροφορέθηκεν ὅτι ἔρχονται οἱ Φράγκοι,
ἀπὸ τὴν χώρα ἐξήβαλεν γυναῖκες καὶ παιδία,
ὡσαύτως καὶ τὸν λίον λαὸν ὅπου ἄρματα ἐβαστοῦσαν,
κι ἀπάνω τοὺς ἀνέβασεν στὸ κάστρον τῆς Κορίνθου·
κ᾿ ἐκεῖνος γὰρ ἐνέμεινεν ἐκεῖσε εἰς τὴν χώραν
μὲ ὅσοι ἐβαστοῦσαν ἄρματα διὰ νὰ τὴν διαφεντέψῃ.
[` 97] Ἀφότου γὰρ ἀπέσωσεν ἐκεῖσε ὁ Καμπανέσης,
ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγήσομαι, στῆς Κόρινθος τὴν χώραν,
κ᾿ ἔβαλεν τὰ φουσσᾶτα του καὶ περιεγύρισέ την.
Ἀφῆκεν κι ἀναπαύτησαν ἐκείνην τὴν ἡμέραν·
ἐπὶ τῆς αὐρίου γὰρ τὸ πρωΐ, ὡσὰν ἐξημερῶσεν,
ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια τους, τὸν πόλεμον ἀρχάσαν.
Τὰ τριπουτσέτα ἐσύρνασιν γύρωθεν εἰς τοὺς πύργους,
κ᾿ οἱ τζάγρες οὐκ ἀφήνασιν ἄνθρωπον νὰ προσκύψῃ
ἔξω ἐκ τὰ δόντια τοῦ τειχίου νὰ ἰδοῦν τὸ ποῖος τοξεύει.
Τὲς σκάλες ὅπου εἴχασιν ἐστῆσαν εἰς τοὺς τοίχους,
κ᾿ εὐθέως ἀπέσω ἐσέβησαν, ἐπιάσασιν τὴν χώραν.
Ὅσοι ἐπαρεδόθησαν ἐλεημοσύνην ηὗραν·
οἱ δὲ ποῦ εἰς πόλεμο ἔστηκαν ἀπὸ σπαθίου ἀποθάναν.
Ὁ Σγουρὸς γὰρ ὡς φρόνιμος καὶ βέβηλος ὅπου ἦτον,
ἔφυγεν καὶ ἀνέβηκεν ἐκεῖ ἀπάνω εἰς τὸ κάστρον.
[` 98] Κι ἀφότου οἱ Φράγκοι ἐπιάσασιν τὴν χώραν τῆς
Κορίνθου
ὁ Καμπανέσης ὥρισεν, διαλαλημὸν ἐποιῆσαν,
ὅτι ὅσοι ἐκ τὰ περίγυρα τῶν χώρων τῆς Κορίνθου
θέλουν νὰ προσκυνήσουσιν, νὰ τὸν δεχτοῦν δι᾿ ἀφέντην,
νὰ ἔχουν τιμὴν καὶ εὐεργεσίαν, ἀναδοχὴν μεγάλην·
οἱ δὲ πιαστοῦν εἰς πόλεμον ἐλεημοσύνη οὐ μὴ εὕρουν.
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες καὶ τὸ κοινὸν ὁμοίως,
ἀρχίσασιν νὰ ἔρχωνται, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
ἀπὸ τὸ μέρος Δαμαλᾶ καὶ μέχρι εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος·
ὅσοι τὸ ἀκοῦσαν ἤλθασιν μὲ προθυμίαν μεγάλην,
τοῦ Καμπανέση ὠμόσασιν δοῦλοι του ν᾿ ἀποθάνουν·
κ᾿ ἐκεῖνος τοὺς ἐδέχετον μετὰ περιχαρίας.
Καταπαντόθε ἐπλάτυνεν ἐτότε τὸ μαντᾶτο
τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἀπήρασιν τὸ κάστρον τῆς Κορίνθου
κ᾿ ἔχουν ἀφέντη ἐξάκουστον, τὸν λέγουν Καμπανέσην.
[` 99] Τὸν χρόνον ἐκεῖνον καὶ καιρὸν ὅπου ἦλθε ὁ Καμπανέσης
κ᾿ ἐπέζεψεν στὴν Ἀχαΐαν, καθὼς σὲ τὸ ἐπροεῖπα,
εἰς τοῦ βιβλίου τὸν πρόλογον, φαίνει με, σὲ τὸ γράφω,
τὸ πῶς γὰρ μὲ τοῦ πιασμοῦ τῆς Κωνσταντίνου πόλης
χρόνον ἕναν καὶ μοναχὸν ἦλθεν ὁ Καμπανέσης
νὰ κουγκεστήσῃ τὸν Μορέαν, ὡσὰν τὸ ἀφηγοῦμαι
λοιπόν, καθὼς ἐπλάτυνεν κι ἀκούστη τὸ μαντᾶτο,
εὑρέθηκεν εἰς τὴν Βλαχίαν αὐτὸς ὁ Μπονιφάτσος,
ὁ ρῆγας τοῦ Σαλονικίου, μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν·
ὁμοίως εὑρέθη μετ᾿ αὐτὸν ὁ ἐπαινετὸς ἐκεῖνος,
τὸν ἔλεγαν μισὶρ Ντζεφρέ, Βιλαρτουὴ τὸ ἐπίκλη.
Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστησαν τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτον
ν᾿ ἀπελθοῦν εἰς τὴν Κόρινθον, νὰ ἰδοῦν τὸν Καμπανέσην·
καθὼς τὸ ἀπήρασιν βουλὴν, οὕτως καὶ τὸ ἐπληρῶσαν,
καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Κόρινθον κ᾿ ηὗραν τὸν Καμπανέσην.
[` 100] Χαρὰν μεγάλην ἔποικαν, ὅταν ἐκεῖσε ἐσμίξαν,
διατὶ ἐπεθυμοῦσαν πολλὰ τοῦ νὰ ἑνωθοῦν ἀλλήλως.
[` 101] Ἐνταῦτα ἀπήρασιν βουλὴν ν᾿ ἀπέλθουν εἰς τὸ Ἄργος
ἀπῆραν τὰ φουσσᾶτα τους κ᾿ ἐδιάβησαν ἐκεῖσε.
Τὸ κάστρον κοίτεται εἰς βουνί, πολλὰ ἔνι ἀφιρωμένον,
ἡ δὲ τοῦ Ἄργου τῆς πόλεως ἡ χώρα ἡ μεγάλη
μέσα εἰς τὸν κάμπον κοίτεται ὡς τέντα ἁπλωμένη·
τὸ σώσει ἐδῶκαν πόλεμον κ᾿ ἐσέβησαν ἀπ᾿ ἔσω.
Ὁ Σγοῦρος γὰρ ὁ ἐπαινετὸς ἐκεῖνος ὁ στρατιώτης,
ὅπου εἰς τὸ κάστρο εὑρίσκετον ἐκεῖνον τῆς Κορίνθου,
τὸ ἰδεῖ τὸ πῶς ἐμίσσεψαν τὰ φράγκικα φουσσᾶτα,
τὴν νύχταν ἐκατέβηκεν κ᾿ ἐσέβην εἰς τὴν χώραν
μ᾿ ὅσον λαὸν ἠμπόρεσεν νὰ ἐπάρῃ μετ᾿ ἐκεῖνον.
Ζημίαν μεγάλην ἔποικεν, φονοκοπεῖο στοὺς Φράγκους,
ὅπου εἰς τὴν χώρα εὑρέθησαν πολλ᾿ ἀποθαρρεμένοι·
ὅσοι γὰρ εὑρέθησαν ὑγιεῖς εἰς τὰ κορμιά τους
καὶ ἔφτασαν κι ἀρματώθησαν, πόλεμον τοὺς ἐδῶκαν,
οἱ δὲ ὅπου ἦσαν ἀστενεῖς κ᾿ ἐκοίτονταν εἰς ζάλην,
ὅλους ἐσφάξασιν εὐτύς, οὐδ᾿ ἕναν ἐλεῆσαν.
[` 102] Τὴ νύχτα ἐκείνη παρευτὺς ἔσωσεν τὸ μαντᾶτο
στὸν Καμπανέσην, σὲ λαλῶ, ἐκεῖ ὅπου ἦτον στὸ Ἄργος·
πολλὰ τὸ ἐθλίβη λυπηρὰ διὰ τοὺς ἀρρωστημένους
ὅπου τοὺς ἐκατέσφαξαν ἀπ᾿ ἔσω εἰς τὰ κρεββάτια·
τὴν χώραν τοῦ Ἄργου ἄφηκεν καλὰ σωταρχισμένην·
καλοὶ στρατιῶτες ἔμειναν διὰ νὰ τὴν φυλάττουν,
κ᾿ ἐκεῖνος στρέμμαν ἔποικεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κόρινθον.
Κι ἀφότου ἐστράφηκεν ἐκεῖ, ἄργησε μὲ τὸν ρῆγαν,
ἐκεῖνον τοῦ Σαλονικίου, τὸν μισὶρ Μπονιφάτσον.
[` 103] Ἡμέρας γὰρ κἄν ἕξι, ὀχτὼ ἐνέμεινεν ἐκεῖσε.
Ὁ ρῆγας τότε ἐζήτησεν ἀπηλογία νὰ ἐπάρῃ.
Ἐνταῦτα τοῦ ἐζήτησεν ὁ Καμπανέσης χάριν,
βοήθειαν γὰρ καὶ πρόβλεψιν νὰ ποιήσῃ εἰς ἐκεῖνον,
νὰ τοῦ βοηθήσῃ τίποτε ἀπὸ τὴν βασιλείαν του.
Κι ἐκεῖνος γὰρ ὡς εὐγενὴς καὶ ρῆγας ὅπου ἦτον,
τοῦ ἔδωκεν κ᾿ ἐχάρισεν τῆς Ἀθηνοῦ τὸ ὁμάντζο·
Μέγαν Κύρην τὸν ἔλεγαν, οὕτως τὸν ὠνομάζαν
ἐκεῖνον ὅπου ἀφέντευεν ἐτότε τὴν Ἀθήναν·
ἐκ τῶν Ἑλλήνων τὸ εἴχασιν τὸ ὄνομα γὰρ ἐκεῖνο·
ὡσαύτως γὰρ τοῦ ἔδωκε τὰ τρία ὁμάτζια τοῦ Εὐρίπου,
τῆς Ποντενίτσας ἀλλὰ δὴ τὸ ἐκράτει ὁ μαρκέσης,
νὰ τὰ κρατοῦσιν ἀπὸ αὐτὸν κι᾿ ἀφέντη νὰ τὸν ἔχουν.
Ὁ ἀφέντης γὰρ τῆς Ἀθηνοῦ ἐκ τὴν Μπουργούνιαν ἦτον·
οἱ δὲ τοῦ Εὐρίπου, ὅπου λαλῶ, ἐκεῖνοι οἱ τρεῖς ἀφέντες
ἐκ τὴν Βερούναν ἤσασιν, ἀπὸ τὴν Λουμπαρδίαν.
Ὥρισε ὁ ρῆγας κ᾿ ἔγραψαν νὰ ἐλθοῦσιν πρὸς ἐκεῖνον·
κι ἀφότου ἤλθασιν ἐκεῖ ὅπου ἦτο ὁ Καμπανέσης,
ἀτὸς του τοὺς ἐπαράδωκεν νὰ τὸν ἔχουν ἀφέντη·
κι ἀπαύτου ἀπεχαιρέτησεν κ᾿ ἐδιάβη τὴν ὁδόν του.
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὅπου ἦλθεν μετ᾿ ἐκεῖνον
τὸν ρῆγαν τοῦ Σαλονικίου, ὡς ἦλθε νὰ μισσέψῃ,
εἶπε οὕτως πρὸς αὐτὸν κ᾿ ἐπαρακάλεσέ τον
νὰ ἔχῃ συμπάθειον ἀπὸ αὐτόν, κ᾿ ἐκεῖσε νὰ ἐνεμείνῃ
μ᾿ ἐκεῖνον τὸν ἀφέντην του, τὸν εἶχε φυσικόν του,
τὸν Καμπανέσην, σὲ λαλῶ, ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα
νὰ τὸν ἰδῇ καὶ ἑνωθῇ καὶ μείνῃ μετ᾿ ἐκεῖνον.
[` 104] Κι ἀφότου γὰρ ἐμίσσεψεν τοῦ Σαλονίκη ὁ ρῆγας
κ᾿ ἐνέμεινε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
τοὺς ἄρχοντες ἐρώτησεν, τοὺς τοπικοὺς Ρωμαίους,
ὅπου τοὺς τόπους ἔξευραν τὰ κάστρη καὶ τὰς χώρας
ὅλης τῆς Πελοπόννησος ὅσον κρατεῖ ὁ Μορέας,
τοῦ νὰ τοῦ διερμηνέψωσιν τοῦ καθενὸς τὴν πρᾶξιν·
κι ὅσον ἐρώτησεν καλὰ κ᾿ ἐπληροφόρεσάν τον,
τὸν Καμπανέσην ἔκραξεν καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον·
«Ἀφέντη, ἐγὼ ὡς ξενοτικὸς ἄνθρωπος γὰρ τοῦ τόπου,
ἐρώτησα τοὺς ἄρχοντες, ὅπου εἶναι μετὰ σένα·
κι ὡς ἐπληροφορέθηκα ἀπὸ αὔτους τὴν ἀλήθειαν,
εἶδα μὲ τὰ ὀμμάτια μου τὸ κάστρον τῆς Κορίνθου,
τοῦ Ἄργου καὶ τοῦ Ἀναπλίου, τὴν δύναμιν ὅπου ἔχουν.
Ἂν θέλῃς νὰ καθέζεσαι νὰ τὰ παρακαθίσῃς,
ἐχάσες τὸ ἐπεχείρησες, ἀπεργωμένος εἶσαι·
διατὸ εἶν᾿ τὰ κάστρη δυνατά, καλὰ σωταρχισμένα,
κι οὐδὲν τὰ δύνεσαι ποσῶς μὲ πόλεμον ἐπάρει·
ἀλλὰ ὡς ἐπληροφορέθηκα ἀπὸ καλοὺς ἀνθρώπους,
ἀπὸ τὴν Πάτραν κ᾿ ἔμπροστεν μέχρι εἰς τὴν Κορώνην
οἱ χῶρες εἶναι ἁπλώτερες, κάμποι γὰρ καὶ δρυμῶνες,
ν᾿ ἀπέρχεσαι ἐλεύτερα μὲ ὅλα σου τὰ φουσσᾶτα.
Κι ἀφῶν κερδίσῃς τὰ χωρία καὶ νὰ σὲ προσκυνήσουν,
τὰ κάστρη ἂν ἐνεμείνουσιν, ἕως πότε νὰ βαστάζουν;
Ὅρισε γὰρ τὰ πλευτικὰ νὰ ὑπάγουν τῆς θαλάσσου,
κ᾿ ἡμεῖς ἂς ὑπαγαίνωμεν ὅλοι ἀπὸ τῆς στερέας·
κι ἀφότου σώσωμεν ἐκεῖ ὅπου ἔχεις τὸν λαόν σου,
τὸν τόπον ὅπου ἐκέρδισες, στὸν ἐριζικόν σου ἐλπίζω
κ᾿ εἰς τοῦ Θεοῦ τὸ ἔλεος τοῦ νὰ ἔχῃς διαφορήσει».
[` 105] Ἀκούσων ταῦτα ὁ εὐγενικὸς ἐκεῖνος ὁ Καμπανέσης,
μεγάλως εὐχαρίστησεν τὸν πρωτοστράτοράν του·
ὥρισεν κ᾿ ἐσωτάρχισαν τὴν χώραν τῆς Κορίνθου·
φουσσᾶτα ἄφηκε καλὰ τὸν τόπον νὰ φυλάττουν·
κι ὡς τὸν εἶπε ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς κ᾿ ἐκαθοδήγησέ τον,
οὕτως καὶ ἐπληρώθηκεν κ᾿ εἰς τὸν Μορέαν ἀπῆλθαν.
Ἀπὸ τὴν Πάτραν ἤλθασιν, στὴν Ἀνδραβίδα ἐσῶσαν,
ἐκεῖ ὅπου ἦσαν οἱ ἄρχοντες, τοῦ κάμπου τοῦ Μορέως.
Καὶ τότε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
ἐσώρεψεν τοὺς ἄρχοντες καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, ἀπάρτε καὶ συντρόφοι,
ἐσεῖς θεωρεῖτε, ἐβλέπετε τὸν ἀφέντην ἐτοῦτον,
ὅπου ἦλθε ἐδῶ εἰς τοὺς τόπους σας ὅπως νὰ τοὺς κερδίσῃ·
μηδὲν σκοπήσετε, ἄρχοντες, ὅτι διὰ κοῦρσον ἦλθεν,
νὰ ἐπάρῃ ροῦχα καὶ ζῶα καὶ νὰ μισέψῃ ἀπέδω·
ὡς φρόνιμους ποῦ σᾶς θεωρῶ πληροφορίαν σᾶς λέγω·
θεωρεῖτε τὰ φουσσᾶτα του, τὴν παρρησίαν ὅπου ἔχει.
ἀφέντης ἔνι, βασιλέας, καὶ ἦλθε νὰ κερδίσῃ.
Ἐσεῖς ἀφέντη οὐκ ἔχετε τοῦ νὰ σᾶς συμμαχήσῃ·
κι ἂν δράμουν τὰ φουσσᾶτα μας, τὸν τόπον σας
κουρσέψειν,
νὰ αἰχμαλωτίσουν τὰ χωρία καὶ νὰ σφαγοῦν οἱ ἀνθρῶποι
ὕστερον τί νὰ ποιήσετε, ὅταν σᾶς μετανοήσῃ;
λοιπὸν ἐμέναν φαίνεται διὰ καλλιώτερόν σας
νὰ ποιήσωμεν συμβίβασιν, νὰ λείψουν καὶ οἱ φόνοι,
τὰ κούρση κ᾿ ἡ αἰχμαλωσία ἀπὸ τὰ ἰγονικά σας,
κ᾿ ἐσεῖς ὅπου εἶστε φρόνιμοι κ᾿ ἐξεύρετε τοὺς ἄλλους,
ὅπου εἶναι, λέγω, συγγενεῖς, φίλοι σας καὶ συντρόφοι,
πρᾶξιν νὰ ποιήσετε εἰς αὐτοὺς τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσειν».
[` 106] Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες, ὅλοι τὸ ἐπροσκυνῆσαν
ἀπόστειλαν καναπαντοῦ τοὺς ἀποκρισαρίους τους,
ἔνθα ἔξευραν ὅτι ἤσασιν φίλοι καὶ συγγενεῖς τους·
τὸ πρᾶγμα τους ἐδήλωσαν κ᾿ ἐπληροφόρησάν τους·
ἀφροντισίαν τοὺς ἔστειλαν ἀπὸ τὸν Καμπανέσην·
ὅσοι βούλονται ἀπελθεῖν τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσει,
τὰ ἰγονικά τους νὰ ἔχουσιν κι ἄλλα πλεῖον νὰ τοὺς δώσῃ·
ὅσοι τὸ ἀξιάζουν κι ὠφελοῦν τιμὴν μεγάλην νὰ ἔχουν.
Κι ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ ἄρχοντες καὶ τὸ κοινὸν ὁμοίως,
ἀρχίσαν καὶ ἐρχόντησαν κ᾿ ἐπροσκυνοῦσαν ὅλοι·
κι ἀφότου ἐσωρεύτησαν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδραβίδα,
τὸ ἀρχοντολόγι τοῦ Μορέως, ὅλης τῆς Μεσαρέας,
ἐποίκασιν συμβίβασιν μετὰ τὸν Καμπανέσην,
ὅτι ὅλα τὰ ἀρχοντόπουλα, ὅπου εἴχασιν προνοῖες,
νὰ ἔχουσιν ὁ κατὰ εἷς, πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχεν,
τὴν ἀνθρωπέαν καὶ τὴν στρατείαν, τόσον νὰ τοῦ ἐνεμείνῃ,
καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ περσότερον νὰ μερίζουν οἱ Φράγκοι·
καὶ οἱ χωριάτες τῶν χωριῶν νὰ στέκουν ὡσὰν τοὺς ηὗραν.
[` 107] Ἄρχοντες ἕξι ἐβάλασιν καὶ ἄλλους ἕξι Φράγκους,
ὅπερ ἐμοιράσασιν τοὺς τόπους καὶ προνοῖες.
[` 108] Κι ὅσον ἀπεκατέστησεν ἐτοῦτο ὅπου σὲ λέγω,
ἦλθεν ὁ πρωτοστράτορας μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
εἰς τὴν βουλὴν ὅπου ἤσασιν, λέγει τοῦ Καμπανέση·
«Ἀφέντη, πρέπει νὰ σκοπᾷς καὶ νὰ ἔχῃς καταλάβει,
τὸ πῶς εὑρίσκεσαι μακρέα ἀπὸ τὰ ἰγονικά σου·
φουσσᾶτα ἔχεις ἐδῶ πολλὰ ὅπου εἶναι εἰς ἔξοδόν σου·
τὰ πλευτικὰ κουστίζουσιν πλειότερον τῶν φουσσάτων·
διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσὲν καὶ συμβουλεύω σέ το·
τοῦ νὰ μὴ χάνῃς τὸν καιρὸν καὶ τὸν λαὸν ὅπου ἔχεις.
Ἐγὼ ἐπληροφορέθηκα ἀπὸ τοὺς ἄρχοντές σου·
ἐδῶ σιμά μας εὑρίσκεται τοῦ Πονδικοῦ τὸ κάστρον,
ποῦ ἔνι ἀπάνω στὸν αἰγιαλόν, ἐκεῖ ἂς ἀπελθοῦμεν,
ἀπαύτου ἔνι ἡ Ἀρκαδία καὶ ἀπέκει ἡ Κορώνη,
κι ὀκάτι ὀλίγον πρὸς ἐκεῖ ἔνι ἡ Καλαμάτα.
Αὐτὰ τὰ κάστρη τέσσαρα, ὅπου εἶπα κι ὀνομάζω,
ποῦ εἶναι ἀπάνω στὸν αἰγιαλὸν καὶ λέγω ἐτοῦτο,
ἀφέντη·
ἕως οὗ ἔχομεν τὰ πλευτικά, ἂς ἀπελθοῦμε ἐκεῖσε,
τὰ κάστρη αὐτὰ νὰ ἐπάρωμε, ὅπου ἔχουν τοὺς λιμιῶνες,
εἰς τὸ μέρος ποῦ μᾶς βολεῖ καὶ μᾶς ἔνι ἐπιδέξιον».
[` 109] Ἀκούσων ταῦτα ὁ εὐγενικὸς ἐκεῖνος ὁ Καμπανέσης
καὶ ὅλ᾿ οἱ ἄλλοι οἱ ἕτεροι οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του,
ἐπαίνεσαν τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν λόγον του ἐστέρξαν·
ὤρθωσαν τὰ φουσσᾶτα τους, ὁμοίως τὰ πλευτικά τους·
στὸν Πονδικὸν ἐσώσασιν κ᾿ ἐπολεμήσανέ τον.
Τὸ κάστρον ἦτον ἀχαμνόν, ἀπὸ σπαθίου, τὸ ἀπῆραν
καὶ φύλαξιν ἐβάλασιν καλὸν λαὸν ἀπέσω.
[` 110] Κι ἀφότου ἐσωτάρχισαν τοῦ Πονδικοῦ τὸ κάστρον,
τὰ πλευτικά του ἐκίνησαν καὶ τῆς θαλάσσου ὑπάουν·
κ᾿ ἐκεῖνος γὰρ ἐκ τὴν στερέαν στὴν Ἀρκαδίαν ἐσῶσεν·
ηὗραν τὸ πέλαγος κακόν, οὐδὲν εἶχεν λιμιῶναν
νὰ πιάσουσιν τὰ πλευτικὰ κι ἀνάπαψιν νὰ ἔχουν.
Ἐνταῦθα ἀπήρασιν βουλὴν τὸ κάστρο μὴ πολεμήσουν
ἐτότε, ἐκείνην τὴν φορὰν ὅπου ἤλθασιν ἐκεῖσε,
ἀλλ᾿ ἕως οὗ ἔχουν τὰ πλευτικά, νὰ ἀπέλθουν εἰς τὰ κάστρη,
ποὺ εἶναι ἀπάνω στὸν αἰγιαλόν, νὰ ἔχουσι λιμιῶνες.
Ὅμως τινὲς ἐκ τὸν λαὸν ἀπὸ τὰ πεζικά τους
ἐδράξασιν, μὲ πόλεμον ἐσέβησαν στὸν μποῦρκον·
κι ὅσους ἔφτασαν μὲ τὸ σπαθὶ ἀπέθαναν εὐθέως·
κι ὅσοι ἠμπόρεσαν καὶ ἔφυγαν ἐσέβησαν στὸ κάστρον.
Ἐνταῦτα ὡρμώσασιν κ᾿ ὑπάουν ὁλόρθα εἰς τὴν Μεθώνην·
τὸ κάστρον ηὗραν ἔρημον, ὅλο ἦτον χαλασμένο·
τὸ εἴχασιν χαλάσασειν ὀμπρὸς οἱ Βενετίκοι,
διατὸ ἐκρατοῦσαν οἱ Ρωμαῖοι ἐκεῖ τὰ πλευτικά τους,
κ᾿ ἐμπόδιζαν κ᾿ ἐκούρσευαν τὰ ξύλα τῶν Βενετίκων.
[` 111] Καὶ ἀπαύτου ἐκίνησαν κ᾿ ὑπάουν στὸ κάστρο τῆς
Κορώνης,
κ᾿ ηὗραν τὸ κάστρον ἀχαμνὸν ἀπὸ τειχέα καὶ πύργους·
εἰς βράχον σπηλαίου ἐκείτετον, ἀφιρωμένο ἦτον·
τὸ σώσει δὲ τὰ πλευτικὰ τὸν γῦρον τὸ ἐγυρίσαν.
Οἱ καβαλλάροι καὶ πεζοὶ τὸν πόλεμον ἀρχάσαν·
τὰ τριπουτσέτα ἐστήσασιν κ᾿ ἐκεῖ τοὺς ἐσυχνάσαν·
ἀπάδεια οὐκ εἴχασιν ποσῶς εἰς τὰ τειχέα νὰ στήκουν
ἐκεῖνοι γὰρ οἱ Κορωναῖοι ὅπου ἦσαν εἰς τὸ κάστρον·
τὸ ἰδεῖ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ, τοῦ πολέμου τὸ θάρσος,
ἐλάλησαν κ᾿ ἐζήτησαν συμπάθειον νὰ τοὺς ποιήσουν,
τὸ κάστρον νὰ τοὺς δώσουσιν, μόνον νὰ τοὺς ὀμόσουν
νὰ ἔχουσιν τὰ ὁσπίτια τους ὁμοίως τὰ ἰγονικά τους.
Ὁ πρωτοστράτωρ τὸ ἤκουσεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος·
εὐθέως τοὺς ὑπωμόσατο, ὁ πόλεμος ἐπάψεν·
οἱ Φράγκοι ἀπέσω ἐσέβησαν, τὸ κάστρο ἐπαραλάβαν·
σωτάρχισιν ἐβάλασιν ἀπ᾿ ἔσω καὶ λαόν τους.
[` 112] Ἐπὶ τῆς αὐρίου ἐμίσσεψαν, στὴν Καλομάταν ἦλθαν.
Τὸ κάστρον ηὗραν ἀχαμνόν, ὡς μοναστήριν τὸ εἶχαν·
τὸ σώσει τὸ ἐπολέμησαν, ἀπὸ σπαθίου τὸ ἀπῆραν.
[` 113] Μὲ συμφωνίες τὸ ἔδωκαν κ᾿ ἐκεῖνοι ὡσὰν κ᾿ οἱ ἄλλοι.
Ὡς τὸ ἔμαθαν γὰρ οἱ Ρωμαῖοι ἀπ᾿ ἔσω ἀπὸ τὸ Νίκλι,
ἐκεῖνοι τῆς Βελίγοστης, τῆς Λακοδαιμονίας,
ὅλοι ὁμοῦ ἐσωρεύτησαν, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι·
ἐκ τῶν ζυγῶν τῶν Μελιγῶν ἦλθαν τὰ πεζικά τους·
ἦλθαν τοῦ Λάκκου τὰ χωρία, στὸν Χρυσορέαν ἐσῶσαν,
ἀκούσασιν κ᾿ ἐμάθασιν τὸ πῶς ἦλθαν οἱ Φράγκοι,
καὶ περπατοῦν ἐκ τὰ χωρία κ᾿ ἐπαίρνουσιν τὰ κούρση,
καὶ εἶπαν κ᾿ ἐλογίσαντο νὰ τοὺς ἔχουν ζημιώσει.
Ἐκεῖσε ἐπαρεσύρθησαν, τὸ λέγουν Κηπησκιάνους,
ὅπου τὸ κράζουν ὄνομα στὸν Κούντουραν ἐλαιῶνα.
Ἦσαν χιλιάδες τέσσαρες, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι.
Οἱ Φράγκοι γὰρ ὡς τὸ ἐμάθασιν πάλε ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους,
ὅπου ἤσασιν γὰρ μετ᾿ αὐτοὺς κ᾿ ἐξεύρασιν τοὺς τόπους,
ἐκεῖ τοὺς ἐπαρέσυραν, ἦλθαν καὶ ηὕρανέ τους
καὶ πόλεμον ἐδώκασιν οἱ Φράγκοι κ᾿ οἱ Ρωμαῖοι.
Κ᾿ οἱ Φράγκοι γὰρ οὐκ ἤσασιν, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι,
μόνοι ἑφτακόσιοι μοναχοί, τόσους τοὺς ἐγνωμιάσαν.
Μὲ προθυμίαν ἀρχάσασιν τὸν πόλεμο οἱ Ρωμαῖοι,
διατὶ ὀλίγους τοὺς ἔβλεπαν, ὕστερα ἐμετενοῆσαν.
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ καὶ τί τὸ διάφορόν μου;
τὸν πόλεμον ἐκέρδισαν ἐτότε ἐκεῖν᾿ οἱ Φράγκοι·
ὅλους ἐκατασφάξασιν, ὀλίγοι τοὺς ἐφύγαν.
Αὐτὸν καὶ μόνον τὸν πόλεμον ἐποῖκαν οἱ Ρωμαῖοι
εἰς τὸν καιρὸν ποῦ ἐκέρδισαν οἱ Φράγκοι τὸν Μορέαν.
[` 114] Κι ἀφότου ἐκερδίσασιν τὴν Καλομμάτα οἱ
Φράγκοι
κ᾿ εἶδαν τὸν τόπον ἔμνοστον, ἁπλήν, χαριτωμένον,
τοὺς κάμπους γὰρ καὶ τὰ νερά, τὸ πλῆθος τῶν λιβαδίων.
Ὁ Καμπανέσης ὥρισεν ὁλῶν τῶν πλευτικῶν του
ὁ κατὰ εἷς νὰ ἀπέρχεται ἐκεῖθεν, ὅπου ἦτον·
διὸ τὸν ἐπληροφόρεσαν οἱ ἄρχοντες οἱ Ρωμαῖοι,
ὅτι οὐδὲν τοῦ ἐκάμασιν τίποτε χρεία ἀπάρτι.
Ὥρισεν γὰρ κ᾿ ἐβγάλασιν ἀπ᾿ ἔσω ἐκ τὰ καράβια
σωτάρχιον, ἄρματα πολλά, ὁμοίως καὶ τζαγρατόρους.
Κι᾿ ὅσον ἐπαραδιάβασεν τὰ μέρη Καλλομάτας
κι ἀνάπαψεν τὰ ἄλογα, ὁμοίως καὶ τὸν λαόν του,
βουλὴν ἀπῆρεν ποῦ νὰ ὑπάῃ, ποῦ νὰ καβαλλικέψῃ.
Εἰς τοῦτο εἶπαν οἱ Ρωμαῖοι, οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του,
νὰ ἀπέλθουν στὴν Βελίγοστην κι ἀπέκει εἰς τὸ Νίκλι,
διατὸ εἶναι χῶρες προεστὲς εἰς ὅλον τὸν Μορέαν·
στὸν κάμπον κοίτονται κ᾿ οἱ δύο, εὐθέως τὲς θέλουν πάρει·
κι ἀπαύτου πάλε ν᾿ ἀπελθοῦν στὴν Λακκοδαιμονίαν.
Καὶ τότε ὁ πρωτοστράτορας, μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος,
εἶπεν καὶ ἐσυμβούλεψεν στὴν Ἀρκαδία νὰ ἀπέλθουν,
τὸ κάστρον γὰρ νὰ ἐπάρουσιν, ὁ τόπος νὰ πλαταίνῃ,
νὰ στείλουν κ᾿ εἰς τὸ Ἀράκλοβον ὅπου κρατεῖ τὸν δρόγγον,
ὅπου τὰ λέγουν τὰ Σκορτά, μικρὸν καστέλιν ἔνι,
ἀλλὰ εἰς τραχῶνιν κάθεται, πολλὰ ἔνι ἀφιρωμένον·
λέγουν ὁκάποιος τὸ κρατεῖ ἀπὸ τοὺς Βουτζαρᾶδες,
Δοξαπατρὴν τὸν λέγουσιν, μέγας στρατιώτης ἔνι·
«κι ἀφῶν ἐπάρωμεν κι αὐτὸ καὶ νὰ πλατύνῃ ὁ τόπος,
ἐνταῦτα ἂς ἀπερχώμεθα ἐκεῖ εἰς τοὺς ἄλλους τόπους».
Οὕτως ὡς τὸ ἐσυμβούλεψεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος,
τὸ ἔστερξεν τοῦ νὰ γενῇ ἀτός του ὁ Καμπανέσης.
Ὥρισεν κ᾿ ἐλάλησασιν ὅλα τους τὰ σαλπίγγια,
κ᾿ εὐθέως ἐκαβαλλίκεψαν, ἐκίνησαν κ᾿ ὑπάγουν.
[` 115] Στὴν Ἀρκαδίαν ἐσώσασιν ὥραν μεσημερίου·
ἐπιάσαν τὲς κατοῦνες τους στὸν κάμπον ἐτεντῶσαν,
τὸ κάστρον ἐζητήσασιν, κ᾿ ἐκεῖνοι οὐδὲν τὸ δίδουν,
διατὶ τὸ κάστρον κοίτεται ἀπάνω γὰρ στὸ σπήλαιον
κ᾿ εἶχαν καὶ πύργον δυνατὸν ἀπὸ γὰρ τῶν Ἑλλήνων·
σωτάρχειον εἶχαν δυνατήν, ἤλπιζαν νὰ βαστάξουν
τὴν μάχην καὶ τὸν πόλεμον, νὰ μὴ παραδοθοῦσιν.
Ἡ μέρα ἐκείνη ἐπέρασεν, ἡ ἄλλη ἐξημερώνει.
[` 116] Ὁ Καμπανέσης ὥρισεν, τὰ τριπουτσέτα ἐστῆσαν
καὶ ἄρχισαν νὰ πολεμοῦν ἐκεῖ ἀπάνω εἰς τὸ κάστρον.
Ἐκ τὸ ἕνα μέρος ἔδερναν μετὰ τῶν τριπουτσέτων,
κι ἀπὸ τὴν ράχην κ᾿ ἔμπροστεν ἦσαν οἱ τζαγρατόροι.
Κι ὡς εἴδασιν οἱ Ἀρκαδινοὶ ὅπου ἦσαν εἰς τὸ κάστρον,
τὸν πόλεμον τὸν δυνατὸν ὅτι οὐκ ἠμποροῦν βαστάζει,
στριγγὴν φωνὴν ἐλάλησαν, ὁ πόλεμος νὰ πάψῃ·
συμβίβασιν ἐποιήσασιν τὸ κάστρον νὰ παραδώσουν·
κ᾿ εὐθέως ὁ πρωτοστράτορας μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
ὥρισεν τῶν ἀρχηγῶν τὸν πόλεμον νὰ πάψουν.
Οἱ Ἀρκαδινοὶ ἐζητήσασιν συμπάθειον νὰ τοὺς ποιήσῃ,
ἀφροντισίαν νὰ ἔχουσιν μὲ τὰ ὑποστατικά τους·
ὅρκον ἐδώκασιν εὐτὺς κ᾿ ἐδώκασιν τὸ κάστρον.
[` 117] Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν τὸ κάστρο ὁ Καμπανέσης,
οὐδὲν ἀργήσασιν ἐκεῖ μόνι καὶ δύο ἡμέρας·
κι᾿ οὕτως ἐσώσασιν ἐκεῖ ὁκάποι ἀποκρισάροι·
πιττάκια ἐβασταίνασιν, ἐκ τὴν Φραγκίαν τὰ ἠφέρναν,
τοῦ Καμπανέση τὰ ἔδωκαν κ᾿ ἐπροσκυνήσανέ τον·
ἐκ στόματος τοὺς ἐρωτᾷ· «λέγετε τὰ μαντᾶτα».
Κ᾿ ἐκεῖνοι ὡς ἦσαν λυπηροὶ μετὰ δακρύων τοῦ λέγουν·
«Ἀφέντη μας, ἐγνώριζε, ἀπέθανε ὁ ἀδελφός σου,
ὅπου ἦτον πρῶτος ἀδελφός, ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας.
Οἱ ἄρχοντες τοῦ τόπου σου, ὅλοι οἱ φλαμουριάροι,
ὡσαύτως ὅλον τὸ κοινὸν ὅπου ἔνι ἰγονικόν σου,
παρακαλοῦν καὶ προσκυνοῦν σύντομα ἐκεῖ νὰ ἀπέλθῃς·
οὐκ ἔχουσι γὰρ φυσικὸν ἀφέντη, μόνον ἐσέναν.
«Αὐτὸς ὁ ρῆγας τῆς Φραγκίας, ὅπου κρατεῖς ἀπ᾿ αὖτον,
πολλὰ ἀγαπᾷ καὶ βιάζεται γοργὸν νὰ καταλάβῃς·
οἱ συγγενεῖς σου κ᾿ οἱ ἅπαντες εὐγενικοὶ τῆς Δύσεως,
ὅλοι σὲ γράφουν καὶ ζητοῦν σύντομα ἐκεῖ νὰ ἀπέλθῃς».
[` 118] Ἀκούσων ταῦτα ὁ εὐγενικὸς ἐκεῖνος ὁ Καμπανέσης,
ὡς φρόνιμος νεούτσικος μεγάλως ἐλυπήθη,
ἔκλαψε εἰς σφόδρα, σὲ λαλῶ, εἰς θλίψιν μεγάλην ἐμπῆκεν,
ὥρισεν γὰρ κ᾿ ἐκράξασιν τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου,
ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν πρωτοσύμβουλόν του,
κ᾿ ἐλάλησεν ὡς φρόνιμος καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους.
[` 119] «Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, συντρόφοι, στρατιῶται,
τὸν Θεὸν ἐβγάνω μάρτυρα στὴν θλίψιν ὅπου ἔχω
διὰ τὴν θανὴν γὰρ ἐκεινοῦ τοῦ ἀφέντη κι ἀδερφοῦ μου.
Δεύτερον πάλιν θλίβομαι, ἔχω μεγάλην ἔννοιαν
ἐτοῦτο ὅπου ἐκατάπιασα κ᾿ ἦλθα στὴν Ρωμανίαν,
νὰ λάβω δόξαν καὶ τιμὴν καὶ τόπον νὰ κερδίσω·
κι ὅσον τὸ ἐκατάπιασα κ᾿ ἔτρεχα εἰς τὸ τέλος,
ἐχάσα τὴν ἐλπίδα μου κ᾿ ἐγκρεμνοβόλισά την
καὶ ἦλθε μὲ τὸ ἐνάντιον ἐν γὰρ δισσοῖς τοῖς τρόποις.
Ὅμως ὡς ἤκουσα ἀπὸ ἀρχῆς ἐκ τοὺς παλαιοὺς
ἀνθρώπους,
καὶ λέγουν καὶ διατάσσουν μας - ὅσοι γὰρ δυστυχοῦμε -
ὑπομονὴν νὰ ἔχωμεν κι οὕτως νὰ διαφοροῦμεν·
διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσᾶς, ὅλους παρακαλῶ σας
τοῦ νὰ μὲ συμβουλέψετε ὡς πρέπει καὶ τυχαίνει,
νὰ ποιήσω πρᾶγμαν εὔπρεπον νὰ πρέπῃ τῆς τιμῆς σας,
κ᾿ ἐσᾶς ὅπου εἶστε μετ᾿ ἐμὲν νὰ μὴν κατηγορήσουν».
[` 110] Ἐνταῦτα ἐδόθη ἡ βουλὴ κ᾿ ἐγίνετον ἐτοῦτο·
νὰ ἔνι ὁ πρωτοστράτορας μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος,
νὰ ἔχῃ μετ᾿ αὖτον δύο ἀρχιερεῖς καὶ δύο φλαμουριαρίους
καὶ ἄλλους πέντε ἄρχοντες, τοὺς τόπους νὰ ἰμερίσουν,
νὰ δώσουσιν τοῦ καθενὸς πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου ἔχει,
πρὸς τὸν λαὸν καὶ τὰ ἄρματα ὅπου εἶχεν στὸ φουσσᾶτο.
[` 121] Ἐν τούτῳ ἐκάτσαν ἑνομοῦ ἐκεῖνοι οἱ δέκα μόνοι
κ᾿ ἐκατέγραψαν τὸν λαόν, τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου.
Λοιπὸν ἀφότου ἐγράψασιν τοὺς τόπους κ᾿ ἠμερίσαν,
ἐκεῖνοι οἱ δέκα ὅπου λαλῶ, ἠφέρασιν τὰ ἐγράφου,
τοῦ Καμπανέση τὰ ἔδωκαν κ᾿ ἐπροσκομίσανέ τα.
[` 122] Κι ἀφότου τὰ ἀναγνώσασιν κ᾿ ἐφανερώσανέ τα,
ὅλοι τοὺς ἐπαινέσασι καὶ ἀτός του ὁ Καμπανέσης·
διότι γὰρ οὐκ ἔγραφεν στὴν μερισίαν ἐκείνην
τίποτε διὰ τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν πρωτοστράτοράν του,
μεγάλως τὸ ἐθαυμάστηκεν, εἶπεν κ ἐπαίνεσέ τον,
τὲς τάξες καὶ τὴν φρόνεσιν, τὲς χάριτες ὅπου εἶχεν.
[` 123] Ἐν τούτῳ τὸν ἐλάλησεν· «μισὶρ Ντζεφρέ», τὸν
λέγει,
- εἰς τὸν ἐμφανὲς τὸν ἔκραξεν καὶ φανερὰ τὸν εἶπεν -
«ἐγὼ ἐξεύρω εἰς πληροφορίαν, μὲ ἀλήθειον σὲ τὸ λέγω,
«ἐσὺ ἐπεχείρησες ἀρχὴν καὶ τὴν βουλὴν ἐδῶκες
ἐτότε ἐκεῖνον τὸν καιρὸν τοῦ ἀφέντη κι ἀδελφοῦ μου
διὰ τὸ πασσάτζο τῆς Συρίας κ᾿ ἐτέθη καπετάνος.
Κι ὡς ἦλθεν ἀπὸ ἁμαρτίας κι ἀπέθανε ὁ ἀδελφός μου
οὐδὲν ὑπόμεινες ποσῶς νὰ μείνῃ τὸ πασσάτζο,
κι ἀπήλθετε εἰς τὴν Ρωμανίαν κι ἀπήρατε τὴν Πόλη·
ὅλα γὰρ τὰ καμώματα κ᾿ οἱ πρᾶξες οἱ μεγάλες,
ἐσὺ τὲς ἐσυμβούλεψες κι ἀποκατέστησές τες,
κι ὡς ἔμαθες ὅτι ἦλθα ἐγὼ ἐδῶ εἰς τὸν Μορέαν,
τὴν μοῖραν ὅπου σὲ ἔρχετον νὰ ἐπάρῃς τῆς κουγκέστας,
τὸν βασιλέα τὸν Βαλδουβὴ καὶ τοὺς συντρόφους ὅλους,
ὅλους τοὺς ἐλευτέρωσες καὶ ἦλθες εἰς ἐμέναν.
[` 124] Κ᾿ ἤθελεν εἶσταιν ἁμαρτία, κατηγορία μεγάλη
ἐὰν οὐ σὲ εὐεργέτησα ὡς πρέπει καὶ λαχαίνει.
Ἐν τούτῳ θέλω, δίδω σε νὰ ἔχῃς διὰ ἰγονικόν σου
τὴν Καλομμάτα κι Ἀρκαδίαν μετὰ τὴν περιοχὴν τους».
[` 125] Μὲ δαχτυλίδιον γὰρ χρυσὸν εὐθέως τὸν ρεβεστίζει·
κι ἀφότου ἐρεβεστήθηκεν κ᾿ ἔποικέν του τὸ ὁμάντζιο,
τότε τὸν ἐμετάκραξε καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον.
«Μισὶρ Ντζεφρέ, ἀπὸ τοῦ νῦν ἄνθρωπος μου εἶσαι λίζιος,
ἀφῶν κρατεῖς τὸν τόπον σου ἀπὸ τὴν ἀφεντία μου
κι ἁρμόζει νὰ εἶσαι πρὸς ἐμὲν ἀληθινὸς εἰς πάντα,
κ᾿ ἐγὼ πάλε νὰ ἀποθαρρῶ τὰ πάντα μου εἰς ἐσένα.
Λοιπὸν ἀφότου ὀφείλω ὑπάει ἐκεῖσε εἰς τὴν Φραγκίαν,
παρακαλῶ κι ὁρίζω σε διὰ τὴν ἐμὴν ἀγάπην,
τὸν τόπον, ὅπου ἐκέρδισα ἐδῶ εἰς τὸν Μορέαν,
νὰ παραλάβῃς καὶ κρατῇς διὰ ἐμὲν νὰ τὸν φυλάττῃς·
εἰς τέτοιον τρόπον κι ἀφορμὴν δίκαιός μου νὰ εἶσαι μπάϊλος,
τοῦ νὰ κρατῇς τὴν ἀφεντίαν, ὥσπερ ἐγὼ ἀτός μου.
Κ᾿ εἰ μὲν μὲ ἀρέσει καὶ φανῇ νὰ στείλω ἄλλον δίκαιόν
μου
ἐκ τοὺς ἐμοὺς τοὺς συγγενεῖς ἀπ᾿ ἔσω εἰς χρόνον ἕνα,
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν νὰ τοῦ τὴν παραδώσῃς,
κ᾿ ἐσὺ τότες γὰρ νὰ κρατῇς τὸν τόπον σου ἀπ᾿ ἐκεῖνον.
Εἰ δὲ περάσῃ ὁ καιρός, τὸ τέρμενο τοῦ χρόνου,
κι οὐδὲν ἀπέλθῃ ἐδῶ κανεὶς τὴν ἀφεντίαν νὰ ἐπάρῃ,
θέλω γὰρ καὶ ὀρέγομαι κ᾿ ἐδῶ σὲ τὸ στερεώνω,
νὰ μείνῃς κύριος ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἀφέντης κληρονόμος».
[` 126] Ἐνταῦτα γὰρ καὶ ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
τὸν Καμπανέση προσκυνᾷ, εἶπεν κ᾿ εὐχαριστᾷ τον
διὰ τὴν τιμὴν καὶ ἔπαινος, ἅπερ τοῦ ἐμαρτύρα,
καὶ δεύτερον διὰ τὴν δωρεὰν ὅπου ἔποικεν εἰς αὖτον·
τὸ γὰρ παλιάτζο τοῦ Μορέως, τὴν ἀφεντίαν τοῦ τόπου,
αὐτὸς τὰ ἐπαράλαβεν, ὡς τὸ εἶπε ὁ Καμπανέσης·
ὥρισε, ἔγραψαν τὰ χαρτία, τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες·
μεθ᾿ ὅρκου γὰρ τὰ ἔποικαν κ᾿ ἐνταῦτα τὰ ἐβουλλῶσαν
οἱ φλαμουριάροι κ᾿ οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου.
[` 127] Κι ὅσον τὲς ἐκατέστησαν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες,
ὁ Καμπανέσης ὤρθωσε κ᾿ ἐμίσσεψε κ᾿ ἐδιάβη·
οὐδὲν ἠθέλησε ποσῶς νὰ ἐπάρῃ μετ᾿ ἐκεῖνον
μόνον καὶ δύο καβαλλαρίους καὶ δώδεκα σιργέντες·
μὲ κάτεργον ἀπέρασεν, τῆς Βενετίας ἀπῆλθεν
κι ἐδιάβη ὁλόρθα εἰς τὴν Φραγκίαν ἐκεῖσε εἰς τὴν Τσαμπάνιαν,
κ᾿ ἐνέμεινε ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἀφέντης εἰς τὸν τόπον.
[` 128] Ἀφότου γὰρ ἐνέμεινεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
μπάϊλος κι ἀφέντης τοῦ Μορέως, καθὼς σὲ ἀφηγοῦμαι,
στὴν Ἀνδραβίδα ὥρισε νὰ σωρευτῇ ὁ λαός του,
ὅπου ἦτο ἐτότε εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς ἀφεντίας ὅπου ἦτον·
καὶ ὅσον ἐγίνη ἡ ἕνωσις μικρῶν γὰρ καὶ μεγάλων,
εἶπεν κ᾿ ἠφέραν τὸ βιβλίον, ὅπου ἦτο ἡ μερισία
ἐγράφως γὰρ τοῦ καθενὸς, τὸ τί τοῦ ἐπαρεδόθη
νὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται παρὰ τοῦ Καμπανέση.
Ἐν τούτῳ ηὑρέθησαν ἐκεῖ ὅπου ἦσαν προνοιασμένοι.
Ὁ πρῶτος ὅπου ἔγραφεν ἦτο ὁ μισὶρ Γαρτιέρης,
ντὲ Ροζήερες ἦτον τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν·
εἶχεν εἰκοσιτέσσαρα καβαλλαρίων τὰ φίε,
στὴν Μεσαρέαν τοῦ ἐδόθησαν· κάστρον ἐποῖκε ἐκεῖσε,
κι ὠνόμασε τὴν Ἄκοβαν· οὕτως τὴν ὀνομάζουν.
Ἀπαύτου ἐδόθησαν ὁμοίως τοῦ μισὶρ Οὕγκου ἐκείνου
ντὲ Μπρίερες ἦτον τὸ ἐπίκλην του εἰς τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον·
εἰκοσιδύο καβαλλαρίων τὰ φίε τὸν ἐδῶκαν.
Τὸ παραλάβει τὲς προνοῖες ἔχτισε κάστρο ἐκεῖσε,
Καρύταιναν τ᾿ ὠνόμασαν, οὕτως τὸ λέγουν πάλε.
Ἐκεῖνος υἱὸν ἐγέννησε, μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκεῖνον
ἀφέντην τῆς Καρύταινας, οὕτως τὸν ὠνομάζαν,
ὅπου ἦτον εἰς τὴν Ρωμανίαν ἐξάκουστος στρατιώτης.
Ἀπαύτου πάλε ἔγραφεν τρίτος μπαροῦς ἐκεῖνος
μισὶρ Γυλιάμο τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλη εἶχε Ἀλλαμάνος·
ἡ Πάτρα γὰρ τοῦ ἔγραφεν νὰ ἔχῃ καὶ ἀφεντεύῃ
μὲ ὅλην της τὴν διακράτησιν τοῦ ἐδόθη νὰ τὴν ἔχῃ.
Ἀπαύτου ἐδόθη ἡ μπαρουνία μισὶρ Μαΐου ἐκείνου·
ντὲ Μοῦς εἶχεν τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν·
τὸ κάστρον τῆς Βελίγοστης καβαλλαρίων τεσσάρων
τὰ φίε νὰ τὰ ὑποκρατοῦν καὶ φλάμουρον βαστάζῃ.
Ἀπαύτου πάλε ἔγραφεν ἄλλος μισὶρ Γουλιάμος
νὰ ἔχῃ τὸ κάστρον τοῦ Νικλίου κι αὐτὸ μὲ ἕξι φίε.
Ἄλλος πάλε ἀπὸ αὐτοῦ ἔγραφεν στὸ βιβλίον·
μισὶρ Γγιοῦν τὸν ἔλεγαν ντὲ Νιβηλὲ τὸ ἐπίκλην·
ἕξι φίε τοῦ ἐδόθησαν νὰ ἔχῃ εἰς τὴν Τσακωνίαν·
κάστρον ἔχτισεν ἐκεῖ, τὸ ὠνόμασεν Γεράκι.
Τὸν μισὲρ Ὄτον ντὲ Ντουρνᾶ ἐπρόνοιασεν ὡσαύτως
νὰ ἔχῃ τὰ Καλάβρυτα καὶ φίε δέκα καὶ δύο.
Ἀπαύτου ἔγραφεν ὁμοίως ὁ μισὶρ Οὗγκος ντὲ Λέλε
νὰ ἔχῃ ὀχτὼ καβαλλαρίων φίε εἰς τὴν Βοστίτσαν·
ἀφῆκεν τὸ ἐπίκλην του, ντὲ Τσερπηνὴ ὠνομάστη.
Τοῦ μισὶρ Λούκα ἐδόθησαν τέσσαρα φίε καὶ μόνον,
τῶν Λάκκων τὴν περιοχὴν νὰ ἔχῃ τῶν Γριτσένων.
Τοῦ μισὶρ Ντζᾶ γὰρ ντὲ Νουηλὴ ὁ Πασαβὰς τοῦ ἐδόθη
καὶ τέσσαρα φίε νὰ κρατῇ, φλάμουρον νὰ βασταίνῃ,
νὰ ἔνι πρωτοστράτορας, νὰ τὸ ἔχῃ ἰγονικόν του.
Τοῦ μισὶρ Ρουμπέρτου ντὲ Τρεμουλᾶ τέσσαρα φίε τοῦ ἐδῶκαν·
τὴν Χαλανδρίτσαν ἔχτισεν κ᾿ ἐλέγαν τον ἀφέντην.
Τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ὁσπιταλίου τέσσαρα φίε τοῦ ἐδῶκαν·
τοῦ Τέμπλου ἄλλα τέσσαρα φλάμουρον νὰ σηκώνῃ·
εἴθ᾿ οὕτως γὰρ ἐδόθησαν κι αὐτῶν τῶν Ἀλλαμάνων
τέσσαρα φίε τοῦ νὰ κρατοῦν στὰ μέρη Καλομμάτας.
Τοῦ μητροπολίτη τῆς Πατροῦ μετὰ τοὺς κανονίκους
ὀχτὼ φίε καβαλλαρίων τοῦ ἔδωκαν νὰ ἔχῃ·
ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ὤλενας τέσσαρα φίε τοῦ ἐδῶκαν,
καὶ τῆς Μεθώνης ἀλλὰ δὴ κ᾿ ἐκείνου τῆς Κορώνης
πρὸς τέσσαρα τοὺς ἔδωκαν μετὰ τοὺς κανονίκους·
εἶθ᾿ οὕτως τῆς Βελίγοστης κ᾿ ἐκεῖνος τοῦ Ἀμυκλίου
ὅλοι πρὸς τέσσαρα εἴχασιν σὺν τῆς Λακοδαιμονίας.
Ἐτοῦτοι ὅλοι, ὅπου μὲ ἀκούεις καὶ λέγω κι ὀνομάζω,
εὑρέθησαν εἰς τὸν καιρὸν τοῦ Καμπανέση ἐκείνου
ἐγράφου εἰς τὸ ρουντζέστρο του, ὅπου ἦσαν προνοιασμένοι.
Οἱ καβαλλάριοι, ὅπου εἴχασιν πρὸς ἕνα φίε ὁ καθένας,
καὶ οἱ σιργέντες ἀλλὰ δή, ὅπου ἦσαν προνοιασμένοι,
οὐδὲν τοὺς ὀνομάζομεν διὰ τὴν πολυγραφίαν.
[` 129] Κι ἀφότου ἀναγνώσασιν ἐκεῖνο τὸ ροντζένστρο,
ἐζήτησε ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς βουλὴν τῶν κεφαλάδων,
ὡσαύτως καὶ τῶν ἀρχιερέων, ἐκείνων τῶν ἐπισκόπων,
τὸ πῶς νὰ καταστήσουσιν καὶ πῶς νὰ κατορθώσουν
τὴν πρᾶξιν καὶ τὴν ἀφορμήν, τὸ πῶς θέλουν δουλεύει
ἐκεῖνοι, ὅπου εἶχαν τὲς προνοῖες, ὅπερ τοὺς ἐπρονοιάσαν,
διὰ νὰ βασταίνουν ἄρματα, τὸν τόπον νὰ φυλάττουν·
ἐπεὶ ἂν οὐδὲν φυλάγεται ὁ τόπος, ποῦ ἐκερδίσαν
μὲ τὰ ἄρματα καὶ τὴν στρατείαν, πάλιν τὸν θέλουν
ἀχάσει.
Ἐν τούτῳ μὲ κοινῆς βουλῆς καὶ διάκρισης μεγάλης
εἴπασιν κ᾿ ἐδιόρθωσαν καὶ περιεστήσανέ το·
ὅτι ὅσοι γὰρ καὶ εἴχασιν πρὸς τέσσαρα τὰ φίε,
φλάμουρα νὰ βασταίνουσιν καὶ φλαμουριάροι νὰ εἶναι,
νὰ ὀφείλῃ ἔχει ὁ κατὰ εἷς μετὰ τὸ φλάμουρόν του
καβαλλάρη ἕνα μετ᾿ αὐτὸν καὶ δώδεκα σιργέντες,
κι ὅσοι κρατοῦσιν κ᾿ ἔχουσιν ἀπάνω τῶν φίε τεσσάρων,
νὰ δίδουν κ᾿ ἐκπληρώσουσιν διὰ τὸ καθένα φίε
σιργέντες δύο εἰς ἄλογα ἢ ἕναν καβαλλάρην.
Κ᾿ οἱ καβαλλάροι ὅπου κρατοῦν πρὸς ἕνα φίε ὁ καθένας,
ἀτός του ὀφείλει καὶ χρεωστεῖ δουλεύει διὰ τὸ χρέο του·
ὡσαύτως καὶ τοὺς λέγουσιν σιργέντες τῆς κουγκέστας,
ὁ κατὰ εἷς νὰ ἐκπληρῇ δουλείαν μὲ τὸ κορμί του.
[` 130] Εἴπασιν δὲ κ᾿ ἐδιώρθωσαν διὰ τὸ ἦσαν εἰς τὴν
μάχην,
τὸ μὲν διὰ νὰ φυλάττουσιν ἐκεῖνα ὅπου ἐκερδίσαν,
καὶ τὸ ἄλλο νὰ κερδέζουσιν ἐκεῖνα γὰρ τὰ οὐκ ἔχουν,
ὅτι νὰ στήκεται ἡ δουλεία τὸν χρόνον ὅλον λέγω,
εἰς τέτοιον τρόπον κι ἀφορμὴν ὡσὰν τὸ καταλέγω.
Ὅτι ἐκ τοὺς μῆνας δώδεκα, ὅπου ἔχει ὁ χρόνος ὅλος,
νὰ ἐκπληρώνῃ ὁ κατὰ εἷς τοὺς τέσσαρους γὰρ μῆνας
εἰς γαρνιζοῦν καθολικήν, ἔνθα ἀρέσει τοῦ ἀφέντη·
τοὺς δὲ τοὺς ἄλλους τέσσαρους νὰ ἀπέρχεται εἰς φουσσᾶτο,
ἔνθα χρήζει καὶ βούλεται τοῦ προνοιατόρου ὁ ἀφέντης·
τὸ δὲ τὸ τρίτον τοῦ χρονοῦ, τοὺς τέσσαρους γὰρ μῆνας,
ὀφείλει ὁ προνοιάτορας νὰ ἔνι ὅπου θέλει.
Διὰ τοῦτο γὰρ ὅπου εἴπασιν, νὰ δουλεύῃ ὅλον τὸν
χρόνον,
ἔνι διὰ τὴν προτίμησιν τοῦ ἀφέντη, ὅπερ ἔνι,
ἀπὸ τοὺς μῆνας δώδεκα νὰ ἐπαίρνῃ ὅποιους θέλει.
[` 131] Οἱ δὲ ἐπίσκοποι κ᾿ ἡ Ἐκκλησία, τὸ Τέμπλο κι Ὁσπιτάλια,
οὐδὲν ὀφείλουσιν ἐκπληρεῖν εἰς γαρνιζοῦν δουλείας·
τὸ δὲ εἰς ἀρμάτων συμμαχίας κ᾿ εἰς κούρση κ᾿ εἰς πολέμους,
ἔνθα ὁ ἀφέντης τοῦ χρειαστῇ καὶ χρείαν τοῦ τόπου, κάμνει,
ὀφείλουν εἶσται πανταχοῦ ὡσὰν κ᾿ οἱ προνοιατόροι.
Ὡσαύτως ἐπερίστησαν κ᾿ ἐτοῦτο τὸ κεφάλαιον·
ὅτι οἱ προεστοὶ κ᾿ οἱ ἐπίσκοποι ὅλων τῶν ἐκκλησίων
φλάμουρα νὰ βαστάζουσιν εἰς ἀφορμὴν τῆς μάχης·
τὸ δὲ εἰς βουλὴν τῆς ἀφεντίας κ᾿ εἰς κρίσεις γὰρ τοῦ τόπου
ὀφείλουν εἶσται γὰρ αὐτοὶ ὡσὰν κ᾿ οἱ φλαμουριάροι,
ἄνευ γὰρ τῶν φονικῶν κρίσεών τε κ᾿ ὑποθέσεων,
ὅπου οὐκ ἔπρεπεν κἄν ποσῶς νὰ κρένουν οἱ ἐπισκόποι.
[` 132] Κι ἀφότου ἀπεκατέστησαν τὰ ὅσα σὲ ἀφηγοῦμαι,
ὥρισεν ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς μικρούς τε καὶ μεγάλους,
ὅλοι νὰ οἰκονομηθοῦν τοῦ νὰ ἔχουν φουσσατέψει,
τοὺς τόπους ὅπου ἐπρονοιάστησαν νὰ τοὺς ἔχουν κερδίσει,
κ᾿ ἐκείνους ὅπου οὐκ εἴχασιν νὰ θέλουν κουγκεστήσει.
Καὶ ὅσον ἐφουσσάτεψαν, ὠρθῶσαν καὶ ὑπαγαίναν
μὲ τὴν βουλὴν γὰρ τῶν Ρωμαίων, ὅπου ἐξεύραν τοὺς τόπους,
ὁλόρθα εἰς τὴν Βελίγοστην ἐκεῖ τοὺς ἀπεσῶσαν·
εἰς χαμοβοῦνι ἐκοίτετον τὸ κάστρο ἐκεῖνο ἐτότε·
μὲ πόλεμον τὸ ἐπήρασιν, ὀλίγοι ἐπροσκυνῆσαν.
Ἀπαύτου ὁλόρθα ἐδιάβησαν ἐκεῖσε εἰς τὸ Νίκλι·
ἐκεῖνο εἰς κάμπο ἐκοίτετον· τὸ ἰδεῖ γὰρ τὰ φουσσᾶτα,
τὰ φράγκικα καὶ τῶν Ρωμαίων, ὅπου ἦσαν μετ᾿ ἐκείνους,
οἱ ἄρχοντες γὰρ τοῦ Ἀμυκλίου τοὺς πύργους ἀφιρῶσαν
μὲ τὸν λαὸν καὶ ἄρματα ὅπου εἴχασιν μετ᾿ αὔτους.
Οἱ τοῖχοι ἦσαν ὑψηλοί, ὅλοι μὲ τὸ χορῆγι·
ἐστάθησαν εἰς πόλεμον μὲ προθυμίαν μεγάλην,
ἡμέρας τρεῖς ἐκράτησαν τὸν πόλεμον τοῦ κάστρου
κι οὐδὲν ἠθέλησαν ποσῶς τοῦ νὰ παραδοθοῦσι.
Ἰδὼν τοῦτο ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὥρισε καὶ ἠφέραν ξύλα,
νὰ ποιήσουν σκρόφες ἀλλὰ δὴ ὁμοίως καὶ τριπουτσέτα·
ὤμοσεν γὰρ στὸν ὅρκον του ἀπέκει οὐ μὴ μισσέψῃ
ἕως οὗ νὰ ἐπάρῃ ἀπὸ σπαθίου τὸ κάστρον τοῦ Νικλίου,
κ᾿ εἰ μὲν τὸ ἐπάρῃ ἀπὸ σπαθίου, ψυχὴν μὴ ἐλεημονήσῃ.
Ἀκούσων ταῦτα οἱ Ρωμαῖοι ὅπου ἦσαν μὲ τοὺς Φράγκους,
ὅπου εἴχασιν γὰρ συγγενοὺς ἐκεῖ ἀπέσω εἰς τὸ κάστρον,
σύντομα τοὺς ἐμήνυσαν κ᾿ ἐπληροφόρεσάν τους,
ὅτι ἐὰν τὸ κάστρο οὐ δώσουσιν καὶ νὰ παραδοθοῦσιν,
καὶ πιάσουν το ἀπὸ σπαθίου, ὅλοι εἶναι ἀποθαμένοι.
Κι ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ ἅπαντες ἐκεῖνοι οἱ Νικλιῶτες,
βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ, τὸ κάστρο ἐπαραδῶκαν,
μὲ συμφωνίες τὸ ἔδωκαν νὰ ἔχουν τὰ ἰγονικά τους.
Καὶ ὅσον ἐπαράλαβεν ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς τὸ Νίκλι,
ὥρισεν κ᾿ ἐσωταρχίσαν το, ὡς ἔπρεπεν κι ἁρμόζει·
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ

κ᾿ ἐν τούτῳ ἐμίσσεψε ἀπ᾿ ἐκεῖ κ᾿ ἐδιάβηκεν ὁλόρθα
ἐκεῖσε εἰς τὴν Λακοδαιμονία, χώρα ἦτον μεγάλη,
μὲ πύργους καὶ καλὰ τειχέα, ὅλα μὲ τὸ χορῆγι·
πολλὰ γὰρ ἀφιρώσασιν νὰ μὴ παραδοθοῦσι.
Ἡμέρες πέντε ἐποιήσασιν οἱ Φράγκοι ἐκεῖ τὸν γῦρον
μὲ πόλεμον ἀδιάλειπτον, ἡμέραν γὰρ καὶ νύχταν,
τὰ τριπουτσέτα ἐστήσασιν, τὰ ἤφεραν ἐκ τὸ Νίκλι·
κι ὡσὰν τοὺς ἀπεκτείνασιν κ᾿ ἐχάλασαν τοὺς πύργους,
μὲ βίαν ἐπαραδόθησαν, μὲ συμφωνίες καὶ ὅρκον,
νὰ ἔχουσιν τὰ ὁσπίτια τους καὶ τὲς προνοῖες ὅπου εἶχαν.
Κι ἀφότου ἐπαρεδόθησαν οἱ Λακοδαιμονῖτες,
ἐκεῖσε ἀπέσω ἀππλίκεψεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἀτός του·
ὥρισεν τὰ φουσσᾶτα του κι ἀρχάσαν νὰ κουρσεύουν
τὸ μέρος γὰρ τῆς Τσακωνίας καὶ μέχρι εἰς τὸ Ἕλεος,
κ᾿ ἐκεῖσε εἰς τὰ Βάτικα κ᾿ εἰς τὴν Μονοβασίαν.
Ἐνταῦτα ἦλθαν οἱ ἄρχοντες τῆς Λακοδαιμονίας,
ὡσαύτως γὰρ τοῦ Ἀμυκλίου, ὅπου εἶχαν τὲς προνοιές τους,
ἐκεῖσε εἰς τὴν Τσακωνίαν κ᾿ εἰς τοὺς ἑτέρους τόπους,
ὅπου τοὺς ἐκούρσευαν ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα.
Καὶ λέγουν τοῦ μισὶρ Ντζεφρέ, εἶπαν, παρακαλοῦν τον,
νὰ ὁρίσῃ τὰ φουσσᾶτα του, νὰ πάψουσιν τὰ κούρση,
νὰ προσκυνήσουν τὰ χωρία, ἀφέντην νὰ τὸν ἔχουν.
Κ᾿ ἐκεῖνος, ὡς παμφρόνιμος, ἄκουσε τῶν ἀρχόντων,
καὶ ὥρισεν κ᾿ ἐστράφησαν ὀπίσω τὰ φουσσᾶτα.
Ἐν τούτῳ ὁρίζει, κ᾿ ἤλθασιν οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του,
ἐκεῖνοι ὅπου ἐπρονοιάζασιν τὲς χῶρες τῶν στρατιώτων·
ἐγράφως γὰρ τὰ ἐβάλασιν ἀπέσω εἰς τὸ ριτζένστρο
τὰ ὅσα ἐκερδίσασιν κι ὅσα ἐκουγκεστῆσαν,
ἀφότου γὰρ ἐμίσσεψεν ἐκεῖνος ὁ Καμπανέσης.
Ἔκραξεν γὰρ τοὺς ἄρχοντας, τοὺς πρώτους τοῦ Μορέως,
κ᾿ ἐρώτησέ τους ἀκριβῶς νὰ τὸν πληροφορέσουν
ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ ΦΡΑΓΚΩΝ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΩΝ

τὸ τί κάστρη ἐνεμένουσιν ὅπου οὐκ ἐπροσκυνῆσαν.
Κ᾿ ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν κ᾿ ἐπληροφόρεσάν τον·
«Τέσσαρα κάστρη ἀφέντη μας, σὲ λείπουσιν ἀκόμη·
τὸ πρῶτον ἔνι ἡ Κόρινθος, τὸ δεύτερον τὸ Ἀνάπλι,
τὸ τρίτο ἔνι ἡ Μονοβασία, τὸ τέταρτον τὸ Ἄργος·
πολλὰ εἶν᾿ τὰ κάστρη δυνατά, καλὰ σωναρχισμένα·
μὲ πόλεμον οὐκ ἠμπορεῖς ποτέ σου νὰ τὰ ἐπάρῃς.
Λοιπὸν ἂν θέλῃ ὁ ἀφέντης μας, τὰ κάστρη νὰ τὰ ἐπάρῃ,
κ᾿ ἡμεῖς, τὸ γένος τῶν Ρωμαίων, δοῦλοι σου νὰ ἀποθάνουν,
τοῦτο ζητοῦμεν, λέγομεν, μεθ᾿ ὅρκου νὰ μᾶς τὸ ποιήσῃς
ἐγγράφως, νὰ νὸ ἔχωμεν ἡμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας·
ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἔμπροστεν, Φράγκος νὰ μὴ μᾶς βιάσῃ
ν᾿ ἀλλάξωμεν τὴν πίστιν μας διὰ τῶν Φραγκῶν τὴν πίστιν,
μήτε ἀπὸ τὰ συνήθειά μας, τὸν νόμον τῶν Ρωμαίων».
[`133] Ἀκούσων ταῦτα ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς καλῶς τὸ ἀποδέχτη,
μεθ᾿ ὅρκου τοὺς τὸ ἐστερέωσεν, ἐγράφως τοὺς τὸ ἐποῖκεν.
[`134] Κι ἀφότου ἀπεκατέστησεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
τὰ πάντα ὅλα πράγματα Φραγκῶν τε καὶ Ρωμαίων,
τοῦ καθενὸς τὴν ὄρεξιν καὶ τὰ προνοιάσματά τους,
τόσα τὸν ἀγαπήσασιν μικροί τε καὶ μεγάλοι
διατὸ ἦτον καλοϋπόληπτος, εἰς ὅλους δικαιοκρίτης,
[`135] Ὅτι βουλὴν ἀπήρασιν οἱ φρονιμώτεροί τους,
τὸ πῶς νὰ τοῦ ἔμεινε ἡ ἀφεντία τοῦ τόπου τοῦ Μορέως,
διατὸ ἦτον ἄνθρωπος καλός, φρόνιμος εἰς τοὺς πάντας -
«περὶ νὰ ἔλθῃ ἐκ τὴν Φραγκίαν ὁκάποιος ρουχολόγος
ἀπαίδευτος κι ἀδιάκριτος καὶ νὰ μᾶς σκανταλίζῃ».
Ἐν τούτῳ ἦλθαν εἰς αὐτόν, τοὺς λόγους του ἀπεσῶσαν·
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ

ἐκεῖνος γὰρ ἐδειλίασε πολλὰ τὴν ἁμαρτίαν
κι οὐκ ἤθελεν οὐδὲ ποσῶς αὐτὸ νὰ τὸ ποιήσῃ·
ὅμως τόσα τὸν εἴπασιν, τόσα τὸν ἐβιάσαν,
ὅτι τὸν ἐξηλώσασιν ἀπὸ τὴν διάκρισίν του·
ἐσυγκατέβη νὰ γενῇ, τὸ πρᾶγμα νὰ πληρώσῃ.
[`136] Ἐν τούτῳ ἐσκοπήσασιν τὸ πῶς νὰ διορθώσουν,
μὲ ποταπὴν ὑπόθεσιν νὰ ἔχουν ἐμποδίσει
ἐκεῖνον, ὅπου ἐτύχαινεν νὰ ἔλθῃ ἐκ τὴν Φραγκίαν,
νὰ ἐμποδιστῇ μὲ τίποτε τρόπον νὰ μὴ ἀποσώσῃ
ἐντὸς τοῦ τέρμενου ἐκεινοῦ ποῦ ἔστησε ὁ Καμπανέσης.
Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς γνωστικὸς ὅπου ἦτον,
καβαλλάριν ἀπέστειλεν ὅπου εἶχε ἰσόψυχόν του,
κ᾿ ἐδιάβηκεν στὴν Βενετίαν ὁλόρθα εἰς τὸν Δοῦκαν.
Φιλίαν κι ἀγάπην εἴχασιν κ᾿ ἐγνωριμίαν μεγάλην,
δωρήματα τοῦ ἀπέστειλεν, ἀξιοπαρακαλεῖ τον
νὰ ποιήσῃ πρᾶξιν τίποτε καὶ ἔμποδος νὰ γένῃ
ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΣΦΕΤΕΡΙΣΘΗ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

᾿ς ἐκεῖνον ὅπου ἐτύχαινεν νὰ στείλῃ ὁ Καμπανέσης.
Ὡσαύτως γὰρ ἀπέστειλεν κι ἄλλον εἰς τὴν Φραγκίαν
εἰς φίλους γὰρ καὶ συγγενεῖς ὅπου εἶχεν στὴν Τσαμπάνιαν.
[`137] Ἐνταῦτα γὰρ ἀφήνω ἐδῶ νὰ γράφω καὶ νὰ λέγω
διὰ ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ διὰ νὰ σὲ καταλἑξω
περὶ ἐκείνου τοῦ εὐγενικοῦ τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας,
τὸ πῶς ἐκατευόδωσεν, ἀφότου ἀπῆλθε ἐκεῖθεν,
ὅταν ἐδιάβη εἰς τὴν Φραγκίαν ἐκεῖ εἰς τὸ ἰγονικόν του.
[`138] Ἀφότου γὰρ ἐμίσσεψεν ἐκεῖνος ὁ Καμπανέσης
ἀπὸ τὸν τόπον τοῦ Μορέως κ᾿ ἐδιάβη εἰς τὴν Φραγκίαν,
᾿ς τὴν Τσαμπάνιαν ἀπέσωσε, ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα.
Καλὰ τὸν ἀποδέχτησαν ἐκεῖνοι οἱ ἐδικοί του
κι ἀφότου ἀναπαύτηκεν κἄν δεκαπέντε ἡμέρες,
ἐμίσσεψεν κ᾿ ἐδιάβηκεν στὸν ρῆγαν τῆς Φραγκίας.
Εἰς τὸ Παρὶς τὸν ηὕρηκεν μετὰ τοὺς ἄρχοντές του·
ἑωρτίαζαν τὴν Πεντηκοστήν, καθὼς τὸ ἔχουν οἱ Φράγκοι·
χαρὰν μεγάλην ἔποικεν ὁ ρῆγας γὰρ τοῦ κόντου,
διατὶ τὸν εἶδε κ᾿ ἔποικεν στρέμμα ἐκ τὴν Ρωμανίαν,
ὡσαύτως κι ὅλοι οἱ εὐγενικοὶ δουκᾶδες καὶ κοντᾶδες,
ὅπου ἤσασιν συντρόφοι του ὁμοίως καὶ συγγενεῖς του.
[`139] Κι ὅσον ἐκαταχάρησαν ἐκεῖσε γὰρ ἀλλήλως,
τὸ ὁμάντζιο ἐποίησεν τοῦ ρηγὸς ὡς διὰ τὸ ἰγονικόν του,
κι᾿ ἀπηλογίαν ἐζήτησεν, εἰς τὴν Τσαμπάνια ἐστράφη.
Κι ὅσον ἦλθεν στὸν τόπον του κ᾿ ἐσέβηκεν ἀφέντης,
διορθώνοντα τὸν τόπον του καὶ τὲς ὑπόθεσές του,
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ

μῆνες ὀχτὼ ἐπεράσασιν, τόσους τοὺς ἐγνωμιάσαν.
Κ᾿ ἐνταῦτα ἐθυμήθηκεν τὲς συμφωνίες ὅπου εἶχεν
μὲ ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ διὰ τοῦ Μορέως τὸν τόπον·
ἐλπίδαν εἶχεν δυνατὴν καὶ θάρρος μέγα εἰς αὖτον,
ὅτι τοῦ στείλει του κανεῖν ἀπὸ τοὺς ἐδικούς του
νὰ τὸν δεχτῇ ὡς ἀφέντη του τὸν τόπον νὰ τοῦ παραδώσῃ.
[`140] Ἐν τούτῳ ἀπῆρε τὴν βουλὴν μετὰ τοὺς ἐδικούς του
τὸ ποῖον νὰ στείλῃ εἰς τὸν Μορέαν διὰ ἀφέντη καὶ δίκαιόν του.
Ὁκάποιον εἶχε ἐξάδελφον, τὸν ἔλεγαν Ρομπέρτον·
ἄνθρωπος ἦτον νεούτσικος, ἐξαίρετος εἰς πάντα.
Κράζει καὶ ρεβεστίζει τον ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας·
ἀπὸ τὸν τόπον τοῦ Μορέως τὴν ἀφεντίαν τοῦ ἐδῶκεν.
[`141] Ὥρισεν καὶ ἐγράψασιν ὅλα τὰ προβελέγκια,
ὡσαύτως τὰ παραδοτικά, τὰ ἐτύχαινεν νὰ ἐπάρῃ·
λογάριν τοῦ ἔδωκεν πολὺ καὶ φαμελίαν μετ᾿ αὖτον,
καβαλλαρίους γὰρ τέσσαρους κ᾿ εἴκοσι δύο σιργέντες.
Ἐκ τὴν Τσαμπάνια ἐξέβηκε εἰς τὸ ἔβγα τοῦ νοεβρίου.
[`142] Κι ὅταν ἦλθε εἰς τοῦ Σαβώε τὰ ὄρη νὰ ἀπεράσῃ,
τὰ χιόνια ηὗρεν δυνατά, πολλὰ πηχτὰ εἰς τὰ ὄρη
ὅπου χωρίζουν τὴν Φραγκίαν ἀπὸ τὴν Λουμπαρδίαν,
κι οὐδὲν ἠμπόρεσεν ποσῶς τοῦ νὰ ἔχῃ ἀπεράσει.
Ἐν τούτῳ ἄργησεν ἐκεῖ ἕναν μῆναν καὶ πλέον,
κι ὅταν ἠμπόρεσε νὰ ἐλθῇ τὰ ὄρη νὰ ἀπεράσῃ,
ἐξῆλθεν ἐκ τὴν Λουμπαρδίαν, ὡδήγεψεν καὶ ἦλθεν,
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΙ ΤΟΥ ΡΟΒΕΡΤΟΥ

στὴν Βενετίαν ἀπέσωσεν εἰς τὸ ἔβγα τοῦ ἰανουαρίου,
ἐλπίζοντα τοῦ νὰ εὕρῃ κάτεργον νὰ ἀπεράσῃ.
[`145] Ὁ δοῦκας γὰρ τῆς Βενετίας ὡς τὸ ἐπληροφορέθη
ὅτι ὁ Ρουμπέρτος ἦλθε ἐκεῖ, ὁ ἐξάδελφος τοῦ κόντου -
ἐκ τὴν Τσαμπάνιαν ἔρχεται νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὸν Μορέαν -
κράζει τὸν ἀμιράλην του καὶ μυστικῶς τοῦ εἶπεν
τὸ πρᾶγμα, τὴν ὑπόθεσιν νὰ τὸν ἔχῃ ἐμποδίσει,
νὰ μὴ τοῦ δώσῃ πλευτικὸν εἰς τὸν Μορέαν ν᾿ ἀπέλθῃ.
Ὁ δοῦκας γὰρ τὸν ἔκραξε ἐκεῖνον τὸν Ρουμπέρτον,
τιμὴν μεγάλην τοῦ ἔποικεν καὶ φιλοπροσωπίαν
νὰ ἀποθαρρέσῃ εἰς αὐτόν, νὰ τὸν ἔχῃ ἀπεργώσει,
καὶ τόσα τὸν ἐκράτησε μὲ τὰ καλά του λόγια,
μὲ τρόπους γὰρ καὶ ἀφορμὲς καὶ πρόφασες ὁμοίως,
ὅτι ἄργησε εἰς τὴν Βενετίαν κἄν δύο μῆνες καὶ πλέον.
Ἀπαύτου δὲ τοῦ ἔδωκεν κάτεργο ἀρματωμένον,
τὸ ἐτύχαινεν νὰ ἀπελθῇ ἐκεῖσε εἰς τὴν Κρήτην.
[`ι44] Καὶ ὥρισε τὸν κόμιτα, τοῦ κατέργου τὸν κύρην,
εἰς τοὺς Κορφοὺς διαβαίνοντα ἐκεῖ νὰ τὸν ἀφήκουν.
Λοιπὸν ὡσὰν σὲ τὸ λαλῶ ἐγένετον τὸ πρᾶγμα.
[`145] Κι ὡς τὸ ἤφερεν τὸ κάτεργον εἰς τοῦ Κορφοῦ τὸ κάστρον,
ὁ κόμιτας τὸν ἔκραξεν ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον
καὶ λέγει του· «τὸ κάτεργον ἔσπασεν ἀπὲ κάτω,
καὶ χρήζομαι νὰ εὐτειαστῇ νὰ τὸ καλαφατίσω·
λοιπόν, καλέ μου ἀδελφέ, τὰ ροῦχα σου ἂς ἐβγάλουν
νὰ ἐλαφρωθῇ τὸ κάτεργον, νὰ τὸ καλαφατίσω».
Καὶ ἐκεῖνος λογιζόμενος ᾿ς ἀλήθειαν τοῦ τὸ λέγει,
ὥρισεν καὶ ἐξέβαλαν τὰ ροῦχα του εἰς τὸ κάστρον,
κ᾿ ἐκεῖνος γὰρ ἀππλίκεψεν εἰς τὸ ξενοδοχεῖον.
[`146] Κι ὅταν ἐπέρασε ὁ καιρὸς τῆς νύχτας γὰρ τὸ πλεῖον,
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ

κ᾿ ἐλάλησεν ὁ πετεινός, ἐκεῖνοι τοῦ κατέργου
ἐδῶκαν τὴν συρίστρα τους κ᾿ εὐθέως πάντα ὑπαγαίνουν.
[`148] Καὶ ὅταν ἐξημέρωσεν κ᾿ ἐννόησεν ὁ Ρομπέρτος,
ἐξύπνησεν καὶ εἶπαν του τὸ κάτεργον ἐδιάβη.
Κι ὡς τὸ ἔμαθε εἰς πληροφορία ἄρχισε νὰ λυπᾶται·
ἐνταῦτα ἐγνώρισεν καλὰ δημηγερσίαν τοῦ ἐποῖκαν,
κι ὅσο τὸ ἐπληροφορέθηκεν κι ἀπείκασε τὸν δόλον,
ἐγύρεψεν καὶ ηὕρηκεν βάρκαν τοῦ νὰ ναυλώσῃ·
κι ὁ καπενάνιος τῶν Κορφῶν, διατὸ ἦτον ξενιασμένος
ἀπ᾿ τὸν ἀφέντη τοῦ Μορέως τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκεῖνον,
ὥρισε καὶ ἐκράξασιν τῆς βάρκας τὸν ἀφέντην.
Ὁρίζει, ἐπροφωνέθη τον ἀπάνω εἰς τὸ κορμί του
νὰ μὴν περάσῃ κάμποσως ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον.
Ἐκεῖνο γὰρ τὸ κάτεργο, ὅπου εἰς τὴν Κρήτη ἐδιάβη,
ἔρριξεν ἕναν ἄνθρωπον στὸν ἅγιον Ζαχαρίαν
ἐκεῖ ὅπου ἔνι σήμερον ἡ χώρα τῆς Κλαρέντζας·
ἀπὸ τὸν δοῦκα ἐβάσταζεν ἐκεῖνον τῆς Βενετίας
πιττάκια εἰς τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἀφέντην τοῦ Μορέως,
δηλοποιοῦντα, γράφοντα δι᾿ ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον,
τὸ πότε ἐκατέλαβεν ἐκεῖ εἰς τὴν Βενετίαν
καὶ πῶς τὸν ἐμποδίσασιν μῆνας δύο καὶ πλεῖον,
καὶ πῶς πάλε τὸν ἔρριξεν εἰς τῶν Κορφῶν τὴν νῆσον
τὸ κάτεργο τῆς Βενετίας, ὅπου εἰς τὴν Κρήτη ἐδιάβη.
[`147] Στὴν Ἀνδραβίδα εὑρέθηκεν ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐτότε·
κι ὡς τοῦ ἤφερε ὁ Βενέτικος ἐκεῖνα τὰ πιττάκια,
τιμὴν μεγάλην τοῦ ἔδωκεν κ᾿ ἐφιλοδώρησέ τον,
κράζει τὸν κιβιτᾶνον του ἐκεῖνον τῆς Ἀνδραβίδας·
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΚΑΙ ΠΕΡΠΕΤΕΙΑΙ ΡΟΒΕΡΤΟΥ

λεπτῶς τοῦ ἐπαρήγγειλεν τὸ πῶς ὀφείλει ποιήσει
ὅταν περάσῃ γὰρ καὶ ἐλθῇ ἐκεῖσε ὁ Ρομπέρτος.
Κ᾿ ἐκεῖνος γὰρ ἐξέβηκεν ἀπὸ τὴν Ἀνδραβίδα·
εἰς τὸ Βλιζίρι ἐδιέβηκεν διὰ νὰ περιαναμένῃ
ἕως οὗ νὰ μάθῃ τίποτε περὶ γὰρ τοῦ Ρουμπέρτου.
[`149] Ἀφότου γὰρ ἐγνώρισεν ἐκεῖνος ὁ Ρουμπέρτος
τὸν τρόπον τῆς δημηγερσίας, ὁποὺ τὸν ἀπεργῶσαν
οἱ Βενετίκοι, σὲ λαλῶ, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
ἐβιάστηκεν πολλὰ νὰ εὐρῇ βάρκαν τοῦ νὰ ἀπεράσῃ,
νὰ καταλάβῃ εἰς τὸν Μορέαν στὸ τέρμενον ὅπου εἶχεν,
ποῦ κατὰ τύχη ἀπέρχετον βάρκα ἀπὸ τὴν Πούλιαν.
Ἐπραγματεύτη, ἐσέβηκεν ἐκεῖ ἀπέσω στὴν βάρκαν,
καὶ ἤφερέν τον ἕως ἐκεῖ στὸν ἅγιον Ζαχαρίαν.
[`150] Ἐρώτησε νὰ τοῦ εἰποῦν ποῦ εὑρίσκεται ὁ μπάϊλος,
κι ὁκάποιος τοῦ ἀποκρίθηκεν, στὴν Ἀνδραβίδα ἔνι.
Σιργέντην ἕνα ἀπέστειλε ἄλογα νὰ τοῦ φέρῃ·
τὸ πεζοδρόμι ἐδιάβηκεν ἕως οὗ νὰ σώσῃ ἐκεῖσε·
οὐκ ηὗρεν τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, ἀλλοῦ ἦτον διαβασμένος.
[`151] Τὸν κιβιτάνιον ηὕρηκεν τῆς χώρας Ἀνδραβίδας.
Ἐνταῦτα τὸν ἐλάλησεν κ᾿ εἶπεν του τὰ μαντᾶτα,
τὸ πῶς στὸν ἅγιον Ζαχαρίαν εὑρίσκεται ὁ Ρομπέρτος,
ὁ ἐξάδελφος καὶ συγγενὴς τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας,
«ὅπου ἦλθε νὰ ἔνι ἀφέντης σας, ἐσᾶς τῶν Μοραΐτων·
ἄλογα νὰ τοῦ στείλετε, νὰ ἀποσώσῃ ἐνταῦτα».
[`152] Κι ὁ κιβιτᾶνος παρευτύς, τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο,
ἀπῆρεν ὅλον τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν μετ᾿ ἐκεῖνον,
τοὺς ἄρχοντας καὶ βουργησέους ὅλης τῆς Ἀνδραβίδας·
ἄλογα ἀπῆρεν μετ᾿ αὐτὸν ὅσα τοῦ ἔκαμναν χρεία
κ᾿ ἐκεῖσε ὁλόρθα ἐδιάβηκεν στὸν ἅγιον Ζαχαρίαν·
χαρὰν μεγάλη ἐποίκασιν ὡς εἶδαν τὸν Ρομπέρτον
καὶ πρόβλεψιν τοῦ ἐδείξασιν ὅτι πολλὰ ἀγαποῦσαν
νὰ ἔλθῃ, νὰ ἔνι ἀφέντης τους, νὰ ζήσουν μετ᾿ ἐκεῖνον.
Ἐν τούτῳ τὸν ἐπήρασιν μετὰ χαρᾶς μεγάλης·
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ

στὴν Ἀνδραβίδα ἤλθασιν, ἐκεῖ τὸν ἀππλικέψαν.
[`153] Ἐκεῖνος γὰρ περιχαρίαν, σπλάχνος ἔδειξε μέγα,
καὶ ὅλους ἀπεδέχετον κ᾿ ἐκαλολόγιζέ τους,
σκοπῶντα καὶ λογίζοντα, τοῦ νὰ τοὺς ἔχῃ δούλους,
κ᾿ ἐκεῖνοι πάλε ἀφέντην τους νὰ ἔχουσιν ἐκεῖνον.
[`154] Ἐνταῦτα εὑρέθη ὁκάποιος κ᾿ ἐπληροφόρεσέ τον
τὸν τρόπον καὶ τὲς συμφωνίες, ὅπου εἶχε ὁ Καμπανέσης
μ᾿ ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν μπάϊλον τοῦ Μορέως·
ἐπεὶ ἂν περάσῃ ὁ καιρὸς τὸ τέρμενον τοῦ χρόνου,
νὰ ἐσμίξῃ τὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὴν ἀφεντίαν νὰ ἐπάρῃ,
ἐχάσε γὰρ τὸν κόπον του καὶ τὰ ἦλθεν νὰ γυρεύη.
Ἀκούσων ταῦτα ὁ εὐγενικὸς ἐκεῖνος ὁ Ρομπέρτος,
τοῦ κιβιτάνου ἐζήτησεν ἄλογα νὰ τοῦ δώσῃ,
ὅπως ν᾿ ἀπέλθῃ σύντομα ἐκεῖσε εἰς τὸν μπάϊλον,
ὡσαύτως νὰ ἔχῃ κι ὁδηγὸν διὰ νὰ τὸν ὁδηγέψῃ.
[`155] Κι ὁ κιβιτᾶνος ἦτον χρεία νὰ κάμῃ τὸ θέλημάν του.
Ἄλογα τοῦ ηὗρε ὅσα ἤθελεν καὶ συντροφίαν ὁμοίως·
ἀτός του ἐδιέβη μετ᾿ αὐτὸν ἕως εἰς τὸ Βλιζίρι,
λέγοντα καὶ λογίζοντα νὰ εὕρουν ἐκεῖ τὸν μπάϊλον.
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ μισὶρ Ντζεφρές, τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο,
ὅτι ὁ Ρουμπέρτος ἔσωσεν στὸν ἅγιον Ζαχαρίαν,
εὐθέως ἐξέβη ἀπ᾿ ἐκεῖ, στὴν Καλομμάτα ἐδιάβη·
καὶ πάλε ἀπέκει, ὡς ἔμαθεν ὅτι ἔρχεται ὁ Ρομπέρτος,
ἐμίσσεψεν κ᾿ ἐδιάβηκεν μετὰ τὴν φαμελίαν του
ὁλόρθα στὴν Βελίγοστην, τὸ μεσημέρι ἐσῶσαν.
ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΙ ΡΟΒΕΡΤΟΥ

[`156] Ἐκεῖνοι γὰρ ὅπου ἤσασιν μ᾿ ἐκεῖνον τὸν Ρουμπέρτον,
ὁλόρθα τὸν ἐδιάβασαν ἐκεῖ στὴν Καλομάτα,
κι ἀπέκει ἀπῆραν τὰ ἄλογα κ᾿ ἐστράφησαν ὀπίσω.
[`157] Ὁ δὲ Ρουμπέρτος ἔμεινεν ἐκεῖσε μοναχός του·
τὸν κιβιτᾶνον ἔκραξεν τοῦ κάστρου τῆς Καλομάτας,
παρακαλεῖ καὶ λέγει του ἄλογα νὰ τοῦ δώσῃ,
νὰ ἀπέλθῃ στὸν μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν μπάϊλον τοῦ Μορέως.
Κ᾿ ἐκεῖνος, ὡς ἠμπόρεσεν, ἄλογα τοῦ ἐδῶκεν,
ὁμοίως τοῦ ἔδωκεν ὁδηγοὺς ὅπου τὸν ὡδηγέψαν.
[`158] Κ᾿ ἐδιέβη εἰς τὴν Βελίγοστην, οὐκ ηὗρε ἐκεῖ τὸν μπάϊλον·
στὸ Νίκλι γὰρ τοῦ εἴπασιν ὅτι ἔνι διαβασμένος.
Οἱ δὲ οἱ Καλαματιανοὶ ἐστράφησαν ὀπίσω,
ἐγύρισαν στὰ σπίτια τους ἐκεῖ στὴν Καλομάταν.
Ὁ δὲ Ρουμπέρτος ἔμεινεν ὡσὰν ἀπορημένος,
διατὶ ἄλογα οὐκ ηὕρεσκεν νὰ ἐπάρῃ μέτ᾿ ἐκεῖνον.
[`159] Ὅμως, ὡς ἠμπόρεσεν, ἐκεῖνος ὁ κιβιτᾶνος
ηὗρεν κ᾿ ἔδωκέν του ἄλογα, κ᾿ ἐδιάβη εἰς τὸ Νίκλιν.
Κι ἀφότου γὰρ ἀπέσωσεν στὸ Νίκλιν ὁ Ρουμπέρτος,
μαντατοφόροι ἀπήλθασιν στὴν Λακκοδαιμονίαν,
ὅπου ἦτον ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς κ᾿ ἐπληροφόρεσάν τον,
τὸ πῶς στὸ Νίκλι ἀπέσωσεν τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας
ὁ ἐξάδελφος, τὸν λέγουσιν Ρομπέρτον τὸν ὀνομάζουν.
[`160] Καὶ ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὡς φρόνιμος, τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο,
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ

εὐθέως ἀπῆρε μετ᾿ αὐτὸν μικρούς τε καὶ μεγάλους,
ὅσοι γὰρ εὑρέθησαν ἐκεῖ εἰς τὴν συντροφίαν του,
καὶ ἦλθεν εἰς συναπαντὴν ἐκείνου τοῦ Ρουμπέρτου·
μετὰ τιμῆς καὶ πρόβλεψης ἐσυναπάντησέ τον,
χαρὰν μεγάλην τοῦ ἔδειξεν εἰς τὸ ἐμφανὲς τῶν πάντων.
Κι ἀφότου ἀπεσώσασιν στὴν Λακκοδαιμονίαν,
ὥρισεν κι ἀππλικέψαν τον στῆς ἀφεντίας τὰ ὁσπίτια.
[`161] Ἐκεῖνος γὰρ ὁ ἐξάδελφος τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας,
ὡς ἔχοντα τὸν λογισμὸν τὴν ἀφεντίαν νὰ ἔχῃ,
ἐπὶ τῆς αὐρίου τὸ πρωΐ, ὡς ἔλαμψεν ἡ ἡμέρα,
ὥρισε καὶ ἐκράξασιν μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν μπάϊλον,
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτόν· νὰ ποιήσῃ καὶ ἔλθουν ἐκεῖνοι,
οἱ πρῶτοι καὶ καλλιώτεροι, ὅπου ἦσαν μετ᾿ ἐκεῖνον,
νὰ ἰδοῦσιν τὰ προστάγματα τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας
τοὺς ὁρισμούς, ὅπου ἤφερεν μετ᾿ αὖτον ἀπ᾿ ἐκεῖνον.
[`162] Ἐντούτῳ ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς τὸν ὁρισμὸν τοῦ ἐποῖκεν·
καὶ ὅσον ἐσωρεύτησαν ἐκεῖσε πάντες, ὅλοι,
κ᾿ ἐκάθισαν διὰ ν᾿ ἀφκραστοῦν, τὰ ἔγραφεν ὁ κόντος.
[`163] Ἕναν κλέρην ἐσήκωσεν, ὅπου ἤφερεν μετ᾿ αὗτον
τὰ προβελέγγια, ὅπου ἤφερεν, ὥρισε ν᾿ ἀναγνώσῃ.
Κι ἀφότου γὰρ τὰ ἀνάγνωσε κ᾿ ἐνεφάνισε τοὺς λόγους,
τὸ πῶς ὁ κόντος τοῦ ἔδωκεν τὴν ἀφεντίαν τοῦ τόπου,
ὅλης τῆς Πολυπόνεσσος, ὅσον κρατεῖ ὁ Μορέας.
[`164] Κι ἀπαύτου πάλιν ἔδειξεν κι ἀνάγνωσέν τα ὁμοίως,
προστάγματα καὶ ὁρισμοὺς ᾿ς ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες,
τοῦ νὰ δεχτοῦν δι᾿ ἀφέντην τους ἐκεῖνον τὸν Ρομπέρτον.
Η ΚΟΥΡΤΗ ΣΥΝΕΡΧΕΤΑΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΙΝ ΡΟΒΕΡΤΟΥ

[`165] Κι ὅσον ἐπαναγνώστησαν τὰ ἔγγραφα ἐκεῖνα,
σηκώνεται ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς εἰς τὸ ἐμφανὲς τῶν πάντων,
καὶ χαμηλὰ ἐπροσκύνησεν τοὺς ὁρισμοὺς τοῦ κόντου·
κ᾿ εὐθέως ὁρίζει κ᾿ ἤφεραν τὰ προβελέγγια ὅπου εἶχαν,
τὲς συμφωνίες καὶ ἔγγραφα, ὅπου εἶχε ἀπὸ τὸν κόντον,
τὸ πῶς τὸν ἐπαράδιδεν τὸν τόπον τοῦ Μορέως,
νὰ τὸν φυλάττῃ καὶ κρατῇ, δίκαιός του νὰ ἔνι μπάϊλος·
κι ἀπέσω εἰς τὸ τέρμενον χρόνου καὶ μίας ἡμέρας,
ἂν ἔλθῃ ὁ κόντος ἢ ἄλλος τις ἀπὸ τοὺς συγγενούς του,
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν νὰ τοῦ τὴν παραδώσῃ.
Εἴ τε περάσῃ ό καιρός, τὸ τέρμενον τοῦ χρόνου,
κι οὐδὲν ἀπέλθῃ ἀπὸ ἐκεινούς, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
νὰ μείνῃ ὁ τόπος κ᾿ ἡ ἀφεντία, νὰ ἔνι κληρονόμος
ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ἄνευ καμμίας προφάσης.
[`166] Κι ἀφότου ἀναγνώστησαν τὰ ἔγγραφα ἐκεῖνα,
οἱ συμφωνίες ὅπου ἔποικεν ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας,
ἐνταῦτα ἐσηκώθηκεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
καὶ λέγει πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς φλαμουραρίους·
«Ἄρχοντες, ἐσεῖς ἀκούσετε τοῦ ἀφέντου μου τοῦ κόντου
τὲς συμφωνίες καὶ ὁρισμούς, ὅπου μ᾿ ἐπαρεδῶκεν.
Ἐν τούτῳ λέγω πρὸς ἐσᾶς, παρακαλῶ κι ὁρκίζω
στὸν ὅρκον, ὅπου ἐποίκετε στὸν κόντον κ᾿ εἰς ἐμέναν,
ὡς χριστιανοὶ φοβούμενοι τὸν Θεὸν καὶ τὴν ἀλήθειαν,
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΒΑΪΛΟΣ ΜΟΡΕΩΣ

νὰ εἰπῆτε καὶ νὰ κρίνετε ἔσω στὸ δίκαιο ἀπάνω.
Ὡσαύτως γὰρ παρακαλῶ κ᾿ ἐτοῦτον τὸν Ρουμπέρτον,
ὡς εὐγενῆν κι ἀφέντην μου, στὸ δίκαιον νὰ σταθοῦμε.
νὰ κρίνετε τὸ δίκαιον, ὡς πρέπει καὶ ἁρμόζει.
Μηδὲν θελήσῃ ὁ ἀφέντης μου, ἄδικον νὰ ποιήσῃ,
ἀλλὰ μὲ φόβον τοῦ Θεοῦ μᾶς κρίνετε τοὺς δύο».
Ἀκούσων ταῦτα ὁ εὐγενὴς ἐκεῖνος ὁ Ρουμπέρτος,
εὐθέως ἐσυγκατέβηκεν κ᾿ εἶπε νὰ τὸ τηρήσουν·
κι ὡς τὸ διακρίνουν καὶ εἰποῦν μὲ τοῦ Θεοῦ τὸν φόβον,
ἐκεῖνος γὰρ νὰ νὸ δεχτῇ καὶ νὰ τὸ προσκυνήσῃ.
[`167] Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἀρχιερεῖς κι ὅλοι οἱ καβαλλάροι,
ἐπιάσαν κι ἀναγνώσασιν τὰ ἔγγραφα ἐκεῖνα,
ἐξ ἀρχῆς γὰρ λεπτομερῶς, μὲ προσοχῆς μεγάλης.
Ἐν τούτῳ ἐλογαρίασαν τὸ τέρμενον τοῦ χρόνου
καὶ ηὗραν, ὅτι ἐπέρασεν ἡμέρας δεκαπέντε
τὸ τέρμενον, ποῦ ἐτύχαινεν νὰ σώσῃ ὁ Ρουμπέρτος,
νὰ παραδώσῃ τὸ ἔγραφα τοῦ κόντου τῆς Τσαμπάνιας,
τοῦ μπάϊλου του, μισὶρ Ντζεφρέ, τὸν τόπον νὰ τοῦ δώσῃ.
Ἐνταῦτα ἐκράξασιν τοὺς δύο καὶ λέγουν πρὸς ἐκείνους·
«Ἄρχοντες, ἡμεῖς εὑρίσκομεν στὰ ἔγραφα τοῦ κόντου,
ὅπου ἔποικε τὲς συμφωνίες, ὅπου εἴδαμεν ἐνταῦτα·
στὲς ὅποιες ἔνι ἡ βοῦλλα του καὶ ἐμᾶς ὁλῶν μετ᾿ αὔτου·
τὸ πῶς μὲ τρόπον κι ἀφορμὴν καὶ συμφωνίες μεγάλες
Η ΚΟΥΡΤΗ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ΤΗΝ ΑΠΑΙΤΗΣΙΝ ΤΟΥ ΡΟΒΕΡΤΟΥ

ἄφηκεν τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ δίκαιόν του ἐδῶ εἰς τὸν τόπον,
Λοιπόν, ἀφῶν μὲ συμφωνίες τοῦ ἄφηκεν τὴν τόπον,
κ᾿ ἐπέρασε τὸ τέρμενον, ἐσὺ δίκαιον οὐκ ἔχεις·
ἐπεὶ ἔνθα εἶναι οἱ χριστιανοὶ ᾿ς ὅλην τὴν οἰκουμένην,
τὸν νόμον καὶ τὲς ἀγωγές, οἱ συμφωνίες τὲς κλειοῦσιν».
(1060)[` 168] Ἐνταῦτα γάρ, ὡς τὸ ἤκουσεν ἐκεῖνος ὁ Ρουμπέρτος,
ἀπὸ τῆς θλίψεως καὶ πικρίας, ὅπου εἶχεν ἡ καρδία του,
οὐδὲν ἠμπόρεσε ποσῶς ἀπόκρισιν νὰ στρέψῃ.
Ἐκεῖνος δὲ ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ὀλόρθα ἐσηκώθη·
μὲ πρσοχήν, πραότητα ὅλους εὐχαριστᾷ τους,
ὡς τὸ ἔχουν γὰρ τὸ σύνηθος τῶν ἀφεντῶν οἱ κοῦρτες,
κ᾿ εὐχαριστοῦσιν ἐκεινοὺς ὅπου τὸ δίκαιον κρένουν.
Ἀφῶν κρίσις ἐδόθηκεν κ᾿ ἀπόφασις ὁμοίως,
νὰ μείνῃ τοῦ μισὶρ Ντζεφρε ἡ ἀφεντία τοῦ τόπου
ὅλης τῆς Πολυπόνεσος, τὸν λέγουσιν Μορέαν,
τιμὴν μεγάλην ἔποικεν ἐκείνου τοῦ Ρουμπέρτου,
καὶ εἶπεν οὕτως πρὸς αὐτὸν· «Ἀφέντη κι ἀδελφέ μου,
πρόσεχε, μὴ τὸ βαρυνθῇς, τὸ ἔδωκεν ἡ κρίσις·
ὅτι τὸ δίκαιον τὸ ἀπαιτεῖ, οὕτως τὸ ἔχει ὁ κόσμος.
Ἄν θέλῃς γὰρ καὶ προθυμᾷς μετ᾿ ἔμου νὰ ἐνεμείνῃς
ἐδῶ εἰς τὸν τόπον τοῦ Μορέως, νὰ σ᾿ ἔχω ὡς ἀδελφόν μου,
κι ὅσον κερδίσωμε ἑνομοῦ, νὰ ἐπαίρνῃς τὸ σὲ πρέπει».
Κ᾿ ἐκεῖνος ἀπὸ θλίψεως του οὐδὲν τὸ ἐκαταδέχτη.
[` 169] Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς κάλεσμα μέγα ἐποῖκεν,
κ᾿ ἐκάλεσεν τοὺς ἅπαντας, μικρούς τε καὶ μεγάλους,
(1080)καὶ χαμοτσοῦκιν ἔποικεν, τὸ λέγουν οἱ Ρωμαῖοι·
Ο ΓΟΔΟΦΡΕΙΔΟΣ Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ

κ᾿ ἐφάγασιν κ᾿ ἐχάρησαν, κ᾿ ἐξυλοκονταρίσαν·
χορούς, παιγνίδια ἔποικαν, ἀριφνισμὸν οὐκ εἶχαν.
[` 170] Ἐκεῖνος γὰρ ὅπου λαλῶ Ρομπέρτο ντὲ Τσαμπάνια,
ἔκραξε τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον·
«Ἀφότου ἐγὼ ἀποεῖδα το τὴν ἀφεντίαν οὐκ ἔχω,
δός μου ἄλογα καὶ συντροφίαν τοῦ νὰ ἔχω ὑπαγαίνει».
Ὡσαύτως γὰρ ἐζήτησεν ὁλῶν τῶν κεφαλάδων,
τῶν ἀρχιερέων καὶ χρήσιμων ἀνθρώπων ὅπου ἦσαν
εἰς τὴν βουλὴν, κι ἀπόφασιν καὶ κρίσιν ὅπου ἐποῖκαν,
χαρτὶ νὰ τοῦ ποιήσουσιν, νὰ τὸ ἔχουσιν βουλλώσει,
τὸ πῶς ἐκρίναν κ᾿ εἴπασιν τὴν κρίσιν ὅπου ἐδῶκάν,
εἶθ᾿ οὕτως καὶ τὸ ἀντίγραμμα τῆς συμφωνίας ἐκείνης,
ὅπου ἦτον ποιήσοντα ἑνομοῦ ὁ κόντος τῆς Τσαμπάνιας
μετὰ τὸν εὐγενέστατον μισὶρ Ντζεφρὲν ἐκεῖνον,
νὰ τὰ βασταίνῃ μετ᾿ αὐτὸν ἐκεῖσε εἰς τὴν Φραγκίαν,
διὰ νὰ τὸ δείξῃ τοῦ ρηγὸς κι ὁλῶν τῶν κεφαλάδων,
ὅπου ἦσαν τότε εἰς τὴν Φραγκίαν, τοῦ κόντου τῆς
Τσαμπάνιας,
διὰ νὰ μηδὲν τὸν δέξωνται χωρικὸν τῆς ὑποθέσεως.
(1100) Μετὰ χαρᾶς τὰ ἐποίκασιν κι ὅλοι τὰ ἐβουλλῶσαν.
[` 171] Ἀπαύτου γὰρ τοῦ ἔδωκεν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
δωρήματα, χαρίσματα, διαφορικὰ καὶ πλεῖστα·
δουλωτικὰ καὶ φρόνιμα ὑπόσχεσες τοῦ ἐποῖκεν,
νὰ τὸν ὁρίζῃ πάντοτε νὰ ἔνι ἐδικός του.
Κ᾿ ἐκ τούτου τὸν ὡδήγεψεν καὶ συντροφίαν τοῦ ἐποῖκεν·
ἀτός του ἐδιάβη μετ᾿ αὐτὸν μέχρι εἰς τὴν Ἀνδραβίδα.
[` 172] Κι ἀπέκει ἐβάλθη εἰς κάτεργον κ᾿ ἐδιάβη εἰς τὴν Φραγκίαν.
Κι ἀφότου γὰρ ἐμίσσεψεν ἐκεῖνος ὁ Ρουμπέρτος
ΑΠΟΜΕΝΕΙ ΜΟΝΟΣ ΑΥΘΕΝΤΗΣ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ

ἐκ τὸν Μορέαν, κ᾿ ἐνέμεινε ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἀφέντης,
ὥρισε νὰ τὸν κράζουσιν ἀφέντην τοῦ Μορέως.
Τοὺς τόπους του κ᾿ ὑπόθεσες, ὅπου εἶχεν νὰ διορθώνῃ,
ἀλλέως τὲς ἐκατάσταινεν ὡς φυσικὸς ἀφέντης·
ἐκόπιαζεν κ᾿ ἐβιάζετον πάντοτε νὰ τὲς αὐξαίνῃ.
[` 173] Λοιπόν, ὡς ἔνι φυσικὸν οἱ πάντες ν᾿ ἀποθνήσκουν,
ἦλθεν κ᾿ ἐκείνου ὁ καιρὸς ν᾿ ἀπέλθῃ ἐκ τὸν κόσμον.
Κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του, τοὺς ἐπισκόπους ὅλους,
ἐποίησε διάταν φοβερὴν ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον·
τὰ πάντα του ὅλα ἐδιόρθωσεν, ἔγραψεν καὶ ἐβούλλωσέ τα.
Καὶ εἶχεν γὰρ δύο υἱούς· τὸν πρῶτον ὠνομάζαν,
μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἔλεγαν, τ᾿ ὄνομα τοῦ πατρός του·
τὸν δεύτερον ἐκράζασιν, Γυλιάμον τὸν ἐλέγαν,
ἐλέγασιν τὸ ἐπίκλη του Γυλιάμο ντὲ Καλομάτα·
ἀφέντην γὰρ τὸν ἄφηκεν κάστρου τῆς Καλομάτας
μετὰ τῆς ἄλλης περιοχῆς τοῦ καστελλανικίου,
διατὶ ἦτο ἐκεῖνο τὸ ἴδιον του τῆς γονικῆς κουγκέστας.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΟΔΟΦΡ. Α' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΥ

[` 174] Ὥρισε μὲ προφώνεσιν γλυκέα τοὺς παραγγέλλει
τοὺς κεφαλᾶδες κι ἀρχιερεῖς κι ὅλους τοὺς καβαλλαρίους,
νὰ ἔχουσιν τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ ἀφέντην κληρονόμον,
καὶ νὰ θυμοῦνται πάντοτε τὴν πολιτείαν ὅπου εἶχεν,
τὸν κόπον ὅπου ἐκόπιασεν νὰ κερδεθῇ ὁ Μορέας,
τὸ σπλάχνος κι ἀνθρωποφιλίαν ὅπου εἶχεν εἰς τοὺς πάντας.
Κι ὅσον ἀπεκατέστησεν ἐτοῦτα κι ἄλλα πλεῖστα,
ἐμεταστάθη, ὡς χριστιανός· ὁ Θεὸς νὰ τὸν συγχωρήσῃ.
[` 175] Κι ὡσὰν ἐμεταστάθηκεν, καθὼς σᾶς τὸ ἀφηγοῦμαι,
θρῆνος ἑγένετον πολὺς εἰς ὅλον τὸν Μορέαν,
διατὶ τὸν εἶχαν ἀκριβόν, πολλὰ τὸν ἀγαποῦσαν
διά τὴν καλήν του ἀφεντίαν, τὴν φρόνεσιν ὅπου εἶχεν.
[` 176] Κι ἀφότου τὸν ἐκήδεψαν κ᾿ ἐπράϋνεν ἡ θλῖψις,
ὅλοι βουλὴν ἀπήρασιν, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
κ᾿ ἐστέψασιν δι᾿ ἀφέντην τους μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν νέον,
Καὶ ὅσον ἐπαράλαβεν τῆς ἀφεντίας τὴν δόξαν,
ἄρξετον νὰ πορεύεται ὡς φρόνιμος στρατιώτης·
πολλὰ ἦτον προθυμότατος, φιλάνθρωπος εἰς ὅλους,
εἰς σφόδρα γὰρ ἐσπούδαζεν ν᾿ αὐξαίνῃ τὴν τιμήν του.
[` 177] Ἐν τούτῳ ἦλθε ὑπόθεσις, ἀφκράζου νὰ σὲ λέγω,
ὅτι ὁ Ρομπέρτος βασιλεὺς τῆς Κωνσταντίνου πόλης,
ποῦ ἦτον τότε εἰς τὴν Ρωμανίαν ἀφέντης βασιλέας,
Ο ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

συνθῆκες καὶ συμβίβασες, τρόπον συμπεθερίας,
ἔποικε μὲ νὸν ρόϊ Ραγκοῦ, ρῆγαν τῆς Κατελώνιας,
νὰ ἐπάρῃ εἰς γυναῖκαν του τοῦ βασιλέως θυγάτηρ·
εἰς κάτεργα δύο τὴν ἔθεκεν μετὰ τιμῆς μεγάλης,
καβαλλαροὶ κι ἀρχόντισσες μετ᾿ αὔτην ὑπαγαίναν.
[` 178] Ἐκεῖ ἦλθαν κι ἀποσκάλωσαν στοῦ Ποντικοῦ τὸ
κάστρον,
ὅπου ἔνι γὰρ εἰς τὸν Μορέαν, σιμὰ στὴν Ἀνδραβίδα.
Κι ὡσὰν ἦτον τὸ ἐριζικὸν κ᾿ ἐμέλλετον τὸ πρᾶγμα,
εὑρέθη ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὁ ἀφέντης τοῦ Μορέως,
ἐκεῖ πλησίον τὸ λέγουσιν χώρα τοῦ Βλιζιρίου.
Σπουδαίως μαντᾶτα τοῦ ἤφεραν ἐκεῖσε εἰς τὸ κάστρον,
τοῦ Ποντικοῦ τὸ λέγουσιν, οὕτω γὰρ τὸ ὀνομάζουν,
τὸ πῶς ἀποσκαλώσασιν κάτεργα δύο ἐκεῖσε
εἰς τὸν λιμένα Ποντικοῦ, καθὼς τὸ ἀφηγοῦμαι,
ὅπου βαστοῦν τοῦ βασιλέως ἐκείνου τοῦ Ρουμπέρτου
τὴν θυγάτηρ, κ᾿ ὑπάγαιναν στὸν ρῆγαν Κατελώνιας.
τὸ ἀκούσει το ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς σπουδαίως ἐκεῖσε ἀπῆλθε·
πεζεύγει ἀπὸ τὸ ἄλογον, στὸ κάτεργον ἐσέβην,
καὶ χαιρετᾶ τοῦ βασιλέως ἐκείνου τὴν θυγάτηρ,
ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

παρακαλεῖ κι ἀξιώνει την στὴν γῆν νὰ ἔχῃ πεζέψει,
καὶ νὰ σεβῇ εἰς τὸ κάστρον του τοῦ νὰ παραδιαβάσῃ,
νὰ ἀναπαυτῇ ἠμέρες δύο, κι ἀπέκει νὰ ὑπαγαίνῃ.
Κ᾿ ἐκείνη, ὡς εὐγενική, μὲ τὴν βουλὴν ὅπου εἶχεν
ἐπέζεψεν μετὰ χαρᾶς, ἐσέβην εἰς τὸ κάστρον.
[` 179] Ἐκείνη ἡ μέρα ἀπέρασεν κι ἄλλη ἐξημερώνει·
τινὲς ἀπὸ τοὺς ἴδιους του καὶ συμβουλάτορές του
λέγουσιν τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ καὶ συμβουλεύουνέ τον·
« Ἀφέντη, ἐσὺ εὑρίσκεσαι ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν
κ᾿ ἔχεις τὸν τόπον τοῦ Μορέως ὁπου τὸν ἀφεντεύεις·
"κι ἂν οὐ ποιὴσῃς τέκνον σου νὰ τὸν κληρονομὴσῃ,
τὶ σὲ ὠφελοῦν τὰ πράγματα καὶ τί τὰ ἀγωνιέσαι;
ἐδῶ πούπετε οὐ βρίσκεται γυναῖκα ὡς διὰ ἐσένα·
κι ἀφότου ἑπρόσταξε ὁ Θεὸς κι ἀπέστειλέν την ὧδε,
ἐτούτη ὅπου ηὑρέσκεται τοῦ βασιλἑως θυγάτηρ,
ἔπαρε κ᾿ εὐλογήσου την, καὶ ποίησε την κυρά μας.
Κι ὁ βασιλεὺς ὁ κύρης της πολλάκις κι ἂν χολιάσῃ
καὶ βαρεθῇ το τίποτε, πάλε νὰ τὸ ἀγαπήσῃ».
Τόσα τὸν ἀναγκάσασιν καὶ τόσα τὸν ἐβίασαν·
κράζει τοὺς φρονιμώτερους ὅπου εἶχεν μετ᾿ ἐκεῖνον,
βουλὴν ἐζήτησε ὁλονῶν νὰ τοῦ τὴν ἔχουν δώσει,
κι ὅλοι ἀμφοτέρως εἴπασιν κ᾿ ἐσυμβουλέψανέ τον·
«Ἀφέντη, ἐμᾶς ἀρέσει μας, καὶ ποῖσε το ἀκωλύτως».
[` 180] Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ὤλενας ἐβάσταξε τὸν λόγον,
κ᾿ ἐσύντυχεν τοῦ βασιλέως ἐκείνου τὴν θυγάτηρ,
νὰ ἐπάρῃ τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ ἀνὴρ καὶ σύμβιόν της·
πολλοὺς τρόπους τῆς ἔδειξεν φρόνιμους, ἐπιδέξιους,
τὸ πῶς ἐβόλει νὰ γενῇ ἡ συμθερία ἐκείνη
καλλίον εἰς τὸν ἀφέντην τους παρὰ στὸν ρῆγα εκεῖνον
ὅπου τὴν ὑπαγαίνασιν ἐκεῖ στὴν Κανελώνιαν.
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ ἂ λάχῃ νὰ βαρειέσαι;
ΝΥΜΦΕΥΕΤΑΙ ΤΗΝ ΠΡΙΓΚΙΠΙΣΣΑΝ ΑΓΝΗΝ ΚΟΥΡΤΕΝΑΙΗ

τόσα τῆς εἴπασιν πολλά, τόσα τὴν ἀναγκάσαν,
ὅτι ἐσυγκατέβηκεν κ᾿ ἐγένετον ὁ γάμος·
κι ἀφότου εὐλογήθησαν κ᾿ ἐποίησαν τὴν χαράν τους,
τὰ κάτεργα τοῦ βασιλέως ἐστράφησαν στὴν Πόλιν.
Λεπτομερῶς τοῦ εἴπασιν οἱ καβαλλάροι ἐκεῖνοι,
ὅπου ἦσαν μέσα εἰς αὐτὸ τὸ πράγμα ὄπου ἐγίνη.
[` 181] Κι ὁ βασιλεὺς τὸ ἀκούσει το μεγάλως τὸ ἐβαρύνθη·
ἂν εἶχεν γὰρ τὴν δύναμιν, νὰ τοῦ ἔπεφτε ἐπιδέξιον,
δείξει τὸ ἤθελεν καλὰ τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκείνου,
τὸ πῶς τὸ ἔποικε ἄσκημον καὶ χωριατίαν μεγάλην
τὴν θυγατέρα του νὰ εὐλογηθῇ ἄνευ θελήματός του·
ἐπεὶ γὰρ τὸν ἐμπόδισεν ᾿ς ἐκεῖνο ὅπου ἐσκόπα,
νὰ ποιήσῃ τὴν συμπεθερίαν καὶ τὲς συμβίβασές του
μετὰ τὸν ρόϊ ντὲ Ραγοῦ διὰ νὰ ἔχῃ πάλε ἀπ᾿ αὖτον
λαόν, φουσσᾶτα, συμμαχίαν στὴν μάχην τῶν Ρωμαίων,
κ᾿ ἐδάρτε τὸν ἐμπόδισε κ᾿ ηὑρέθη ἀπεργωμένος.
[` 182] Ἐκεῖνος γὰρ ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ὁ ἀφέντης τοῦ Μορέως,
ὡς φρόνιμος, διακριτικός, παιδευτικὸς ὅπου ἦτον,
οὐδὲν ἐποῖκεν ἄργητα διὰ νὰ πολυμερήσῃ·
σπουδαίως πιττάκια ἔγραψεν, μαντατοφόρους στέλνει
ἐκεῖσε εἰς τὸν βασιλέαν ὅπου ἦτον εἰς τὴν Πόλιν,
παρακαλεῖ κι ἀξιώνει τον νὰ τοῦ ἔχῃ συμπαθήσει
εἰς ἐκεῖνο ὅπου ἔποικεν κ᾿ ἐγίνετον παιδί του·
οὐδὲν τὸ ἔποικε εἰς κακόν, οὔτε εἰς ἀλαζονείαν,
ἀλλὰ ἔποικέ το εἰς ὄρεξιν καὶ καλλονὴν μεγάλην,
ὡς ἄνθρωπος ποῦ εὑρίσκεται ἐντὸς τῆς Ρωμανίας
μακρέα ἐκ τὸ γενολόγιν του κ᾿ ἐκ τὸ ἰγονικόν του,
κι οὐκ ηὕρεσκεν οὐδὲ ποσῶς γυναῖκαν νὰ ἔχῃ ἐπάρει,
ὡς τοῦ ἔπρεπεν κ᾿ ἐτύχαινεν πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχεν·
θεωρῶντα γὰρ κ᾿ ἐβλέποντα τὸ πῶς κ᾿ ἐκεῖνος ἦτον
ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

ἀπέσω εἰς τὴν Ρωμανίαν κ᾿ εἶχε μεγάλες μάχες
μετὰ τὸ γένος τῶν Ρωμαίων ὡσὰν κι ὁ βασιλέας·
κι οὐκ εἶχε ἀφέντην προεστὸν ἀπάνω του νὰ ὁρίζῃ·
μὲ τὸ σπαθί του ἐκέρδισε τὸν τόπον ὅπου ἐκράτει.
Λοιπὸν ἂν θέλῃ ὁ βασιλέας τοῦτο νὰ τοῦ ἔχῃ ποιήσει
εἰς τρόπον τῆς ἀνταμοιβῆς, τὸ πρᾶγμα ὅπου ἐποῖκεν
κι ἀπῆρεν τὴν θυγάτηρ του ὁμόζυγον γυναῖκα·
λίζιος του γὰρ νὰ δουλωθῇ καὶ νὰ κρατῇ ἀπὸ ἐκεῖνον
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅπου εἶχεν τοῦ Μορέως,
κι ἂν χρήζῃ τὰ φουσσᾶτα του ὁμοίως καὶ τὸ κορμί του,
ὅταν ὁρίζῃ καὶ χρειαστῇ, νὰ ἔνι εἰς ὁρισμόν του,
νὰ ἔνι μετ᾿ αὖτον ἑνομοῦ καὶ νὰ κρατοῦν τὴν μάχην,
νὰ κουγκεστίζουν τοὺς Ρωμαίους μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔχουν.
[` 183] Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὁ Ρομπέρτος,
οὐδὲν ἠθέλησε ποσῶς ἀπόκρισιν νὰ στρέψῃ
ἕως οὗ νὰ ἐπάρῃ γὰρ βουλὴν μετὰ τοὺς ἐδικούς του.
Κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του τοὺς πρώτους τῆς βουλῆς του.
λεπτῶς τοὺς ἀφηγήσατο καὶ τὰς γραφὰς τοὺς δείχνει,
τὸ ὅτι τοῦ ἐμήνα ὀ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος τοῦ Μορέως.
Πολλὰ γὰρ ἐσυντύχασι, τὴν πρᾶξιν ἐσιδῆραν
οἱ κεφαλᾶδες ἑνομοῦ μετὰ τὸν βασιλέα.
Ἐνταῦτα οἱ φρονιμώτεροι εἶπαν κ᾿ ἐσυμβουλέψαν,
ὅτι, ἀφότου λέγει ὑπόσχεται ὁ ἀφέντης τοῦ Μορέως
νὰ γένῃ λίζιος ἄνθρωπος τοῦ βασιλέως τῆς Πόλης,
τὸν τόπον του νὰ ὑποκρατῇ ἀπὸ τὸν βασιλέα,
νὰ ἐσμίξουν μὲ τὸν βασιλέα, ὁμοῦ νὰ πολεμήσουν
ὅλους τοὺς ἀντιδίκους τους ἔνθα κι ἂν τοὺς εὑροῦσιν,
ἀρκεῖ καὶ σώζει νὰ γενῇ εἰρήνη καὶ φιλία
ἀνάμεσα γὰρ εἰς τοὺς δύο ἀφέντες τῆς Ρωμανίας·
ἐπεὶ ἦτο ἐπιδεξιώτερον αὐτὴ ἡ συμπεθερία,
ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΟΣ

παρὰ εἰς τὸν ρῆγαν ντὲ Ραγγιοῦν ὅπου ἔνι οὕτως μακρέα·
ἀφότου γὰρ δουλώνεται καὶ πρὸς τὸν βασιλέα,
τὸν τόπον, ὅπου ἐκέρδισεν, νὰ τὸν κρατῇ ἀπ᾿ αὖτον.
[` 184] Ἐνταῦτα ἐγίνη ἀπόκρισις πρὸς τὸν μισίρ Ντζεφρόε
ὅτι νὰ ἐσμίξουν στὴν Βλαχίαν, ἕνωσιν νὰ ποιήσουν,
κ᾿ ἐκεῖ νὰ κατορθώσουσιν νὰ ἔχουν νὰ διορθώσουν.
Ἐνταῦτα ἦλθεν ὁ βασιλεὺς στὸ κάστρον τῆς Λαρίσσου,
κ᾿ ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ὁ ἀφέντης τοῦ Μορέως,
ἀπὸ τὴν Θήβα ἐδιάβηκεν κ᾿ ἐπῆρε καὶ μετ᾿ αὖτον
ἐκεῖνον, ὅπου ἀφέντευεν ἐτότε τὴν Ἀθήναν,
μέγαν κύρην τὸν ἔλεγαν, ἀπ᾿ αὖτον γὰρ ἐκράτει
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν ποῦ εἶχε στὴν Ρωμανίαν,
κὶ ὅλους τοὺς φλαμουραρίους, ὅπου ἦσαν στὸν Μορέαν.
Ὅλοι μὲ αὐτὸν ἐδιάβησαν ἐκεῖσε στὴν Βλαχίαν,
στὴν Λάρισσον ἑνώθησαν μετὰ τὸν βασιλέα.
[` 185] Χαρὲς μεγάλες ἔποικαν ἀφότου γὰρ ἐσμίξαν,
καὶ μετ᾿ ἐκεῖνες τὲς χαρὲς ἀμφότεροι ἐσυντύχαν
καὶ εἶπαν κ᾿ ἐδιόρθωσαν ἐτοῦτα ὅπου σὲ γράφω.
ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

Πρῶτα τοῦ ἔδωκε ὁ βασιλεὺς διὰ δωρεὰν καὶ προίκιον
ὅλην τὴν Δωδεκάνησον, νὰ τὴν κρατῇ ἀπ᾿ αὖτον·
δεύτερον τὸν ἐτίμησε πρίγκιπα νὰ τὸν λέγουν·
τρίτον μέγαν δεμέστικον ὅλης τῆς Ρωμανίας·
καὶ τέταρτον νὰ πολεμῇ στὸν τόπον, ὅπου ἐκράτει,
τὸ χαραγεῖο τῶν τορνεσίων, ὁμοίως τῶν δηνερίων.
Ἄνθρωπος λίζιος ἐγίνετον τοῦ βασιλέως ἐνταῦτα,
τὸν τόπον ὅπου ἀφέντευεν νὰ τὸν κρατῇ ἀπὸ ἐκεῖνον.
Κι ἀπαύτου γὰρ τοῦ ἔδωκεν ἐγράφου τὰ συνήθεια,
τὰ ἐκράτει ἐτότε ὁ βασιλέας ᾿ς ὅλον του τὸ βασίλειον,
ἐνῷ τὰ ἦτον ἐπάροντα ἐκεῖνος ὁ ἀδελφός του,
ὁ Βαλδουῖνος ὁ βασιλεὺς τὰ τῶν Ἱεροσολύμων.
[` 186] Κι ἀφότου ἀπεκατέστησεν ἐτοῦτα ὅπου σὲ λέγω,
ἀπηλογίαν ἀπήρασιν ὁ εἷς ἀπὸ τὸν ἄλλον·
ὁ βασιλεὺς ἐδιάβηκεν ὁλόρθα εἰς τὴν Πόλιν,
ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΙΓΚΙΠΟΣ

κι ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐστράφηκεν ὀπίσω εἰς τὸν Μορέαν
μὲ δόξαν καὶ περιχαρίαν διὰ τὸ ἔποικεν ἀγάπην,
τὴν ἤθελεν κι ὠρέγετον καὶ τὴν πολλὰ ἐπεθύμα.
[` 187] Κι ἀφότου ἦλθε εἰς τὸν Μορέαν ὁ πρίγκιπα Ντζεφρόες
κ᾿ ἔμαθεν ἡ ἐξαίρετος ἐκείνη ἡ γυνή του
ἡ πριγκίπισσα τῆς Ἀχαϊας, τοῦ βασιλέως θυγάτηρ,
- τὸ πῶς ἰσιάστη ὁ πρίγκιπας μετὰ τὸν βασιλέα,
πρῶτα Θεὸν ἐδόξασε χαρὰν μεγάλη ἐποῖκεν.
Ἐνταῦτα γὰρ ὁ πρίγκιπας μισίρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος
κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του βουλὴν νὰ τοῦ ἔχουν δώσει
τὸ πῶς νὰ διάξῃ καὶ γενῇ ἀπὸ τὰ κάστρη ἐκεῖνα
ὅπου ἐκρατοῦσαν οἱ Ρωμαῖοι στὸ πριγκιπᾶτο ἀκόμη,
τὴν Κόρινθον, Μονοβασίαν, τὸ Ἄργος καὶ τ᾿ Ἀνάπλι.
Ἐν τούτῳ τοῦ ἀπεκρίθησαν οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του·
« Ἐσὺ ἐξεύρεις, ἀφέντη μου, ὅτ᾿ οἱ ἐκκλησίες κρατοῦσιν
σιμὰ τὸ τρίτον τοῦ Μορέως, ὅλου τοῦ πριγκιπάτου·
κάθονται κι ἀναπεύονται, τίποτε οὐ ψηφοῦσιν
τὴν μάχην, ὅπου ἔχομεν ἡμεῖς μὲ τοὺς Ρωμαίους.
Λοιπόν, ἀφέντη, λέγομεν καὶ συμβουλεύομέ σε,
νὰ τοὺς καλέσῃς, μὲ ἄρματα νὰ ἔλθουν νὰ μᾶς βοηθήσουν,
Τὰ κάστρη ὅπου μᾶς μάχονται νὰ θέλωμεν τὰ πάρει·
εἴ τε κι οὐδὲν τὸ ποιήσουσιν, κράτησον τὲς προνοῖες τους».
Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς τὸ ἤκουσεν, μεγάλως τὸ ἀποδέχτη·
ὥρισε κ᾿ ἐκαλέσαν τους κι ἀπήλθασιν ἐνταῦτα.
Ἐζήτησέν τους συμμαχίαν, ὅλοι νὰ τοῦ βοηθὴσουν,
ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΔΔΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

λαόν, φουσσᾶτα μὲ ἄρματα, τὸν τόπον νὰ φυλάξῃ,
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας νὰ τὸ ἔχῃ πολεμήσει.
Κ᾿ ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν ὅτι οὐδὲν τοῦ ἐχρεωστοῦσαν,
μόνον τιμήν, προσκύνησιν, ὡς πρίγκιπας ὅπου ἦτον,
ἐπεῖν τὰ εἶχαν καὶ κρατοῦν ἀπὸ τὸν Πάπαν τὰ εἶχαν.
Ὁ πρίγκιπας ἐχόλιασεν, ὥρισε κ᾿ ἐκρατῆσαν
ὅλους τοὺς τόπους καὶ προνοῖες ἔνθα τὲς ἐκρατοῦσαν.
Κι οὐδὲν ἠθέλησεν ποσῶς τίποτε γὰρ νὰ ἐπάρῃ
ἀπὸ τὰ δίκαια τῶν προνοίων ὁλῶν τῶν ἐκκλησίων,
ἄλλὰ ὥρισε κι ἀρχάσασι νὰ χτίζουν τὸ Χλουμοῦτσι·
κ᾿ οἱ ἐπισκόποι ἀφώριζαν τὸν πρίγκιπα ἀεννάως.
Τρεῖς χρόνους γὰρ ἐκράτησεν ὁ πρίγκιπας τοὺς τόπους
τοῦ πριγκιπάτου, σὲ λαλῶ, ὁλῶν τῶν ἐκκλησίων,
ἕως οὗ καὶ ἀποπλήρωσε τὸ κάστρον Χλουμουτσίου·
κι ἀεννάως τὸν ἀφωρίζασιν καὶ πάντας τοὺς πριγκιπάτους.
Κι ἀφότου τὸ ἀποπλήρωσεν, ὡς ἤθελεν κι ἀγάπα,
φρεμενουρίους ἀπέστειλεν καὶ δύο καβαλλαρίους
στὸν Πὰπαν τὸν ἁγιώτατον, ἐκεῖσε εἰς τὴν Ρώμην,
παραδηλῶντα, λέγοντα, τὸ πῶς ἔνι εἰς τὴν μάχην,
καὶ μάχεται μὲ τοὺς Ρωμαίους ἐκεῖ εἰς τὴν Ρωμάνιαν.
Εἰς τοῦτο ἐπαρακάλεσε τὲς ἐκκλησίες ὅπου εἶναι
μητροπολῖτες κι ἀρχιερεῖς, τὸ Τέμπλο κι Ὁσπιτάλιν
νὰ τοῦ βοηθήσουν κἄν ποσῶς στὴν μάχην ὅπου εἶχεν
ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟΝ ΤΟΥ ΧΛΟΥΜΟΥΤΣΙΟΥ

Κ᾿ ἐκεῖνοι οὐκ ἠθελήσασιν ποσῶς νὰ τοῦ βοηθήσουν·
ἔβαλεν καὶ ἐκράτησαν τοὺς τὸπους καὶ προνοῖες,
ὅπου εἶχαν κ᾿ ἐκρατούσασιν ᾿ς ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο,
κι οὐδὲν ἠθέλησε τριχὸς τίποτε νὰ ἔχῃ ἐπάρει
ἀπὸ τὰ τέλη καὶ δουλεῖες ὁλῶν τῶν ἐκκλησίων,
ἀλλὰ ἔβαλεν κ᾿ ἐχτίσασιν κάστρον ἀφιρωμένον,
ὅπου φυλάττει τὸν γιαλὸν καὶ τοῦ Μορέως λιμιῶνα.
Πολλάκις, ἂν ἐχάσασιν οἱ Φράγκοι τὸν Μορέαν,
μετὰ τοῦ κάστρου ἐκεινοῦ τὸν ἤθελαν κερδίσει.
Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλεῖ, ὡς ἀγιώτατον Πάπαν,
τοῦ νὰ ἔχῃ τὴν ἀγάπην σου καὶ νὰ τοῦ συμπαθήσῃς,
ἐπεὶ ἂν ἐπῆραν οἱ Ρωμαῖοι τὸν τόπον τοῦ Μορέως,
οὐδὲν ἀφῆναν κἂν ποσῶς τὲς ἐκκλησίες τῶν Φράγκων».
Κι ὁ Πάπας ὁ ἁγιώτατος, ὡς τὸ ἐπληροφορέθη,
συμπάθειον ἔστειλεν εὐθέως τὸν πρίγκιπα Ντζεφρόε.
Ἀφότου εἶδε ὁ πρίγκιπας τοῦ Πάπα τὴν συμπάθειον,
χαρὰς μεγάλας ἔποικεν καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει.
Ἀπαύτου γὰρ ἐμήνυσε νὰ ἔλθῃ ὁ μητροπολίτης,
ἐκεῖνος ὅπου λέγουσι ὁ τῆς Παλαίας Πάτρας,
ὡσαύτως καὶ οἱ ἐπίσκοποι ὅπου εἶναι τοῦ σκαμνίου του,
ὁ κομεντούρης τοῦ Τεμπλίου, αὐτὸς τοῦ Ὁσπιταλίου.
Τὸν ὁρισμὸν τοὺς ἔδειξεν, τοῦ Πάπα τὴν συμπάθειον·
κ᾿ ἐνταῦθα ὥρισε κ᾿ ἔστρεψαν τοὺς τόπους ὅπου ἐκράτει,
καὶ μετὰ τοῦτο τοὺς καλεῖ φρόνιμα, μετ᾿ εἰρήνης·
«Πατέρες, ἐτοῦτο ὅπου ἔποικα κι ἀπῆρα τὲς προνοῖες σας,
οὐδὲν σᾶς φταίω, μὰ τὸν Χριστόν, ἐσεῖς τὸ φταῖτε πλέον,
ἐπεὶ ἔπρεπε νὰ τὸ ἐξεύρετε καὶ νὰ τὸ ἐγροικᾶτε,
ὅτι ἂν ἐπῆραν οἱ Ρωμαῖοι -ὁ Θεὸς νὰ μὴ τὸ δώσῃ,-
τοὺς τόπους ὅπου ἔχομεν ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν,
οὐδὲν ἀφῆναν γὰρ ἐσᾶς διατὶ εἶστε τῆς ἐκκλησίας
τοῦ νὰ κρατῆτε ἐδῶ προνοῖες καὶ νὰ ἔχετε προβέντες·
ἀλλ᾿ οὕτως σᾶς ἠθέλασιν φονέψει κι ἀκληρήσει,
ΓΟΔΟΦΡ. Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

ὡσὰν κ᾿ ἐμᾶς τοὺς κοσμικοὺς ὅπου εἴμεθα στρατιῶτες.
Λοιπὸν ἐγὼ οὐδὲν ζητῶ, οὐδὲ μὲ δίκαιον πρέπει
νὰ πολεμῆτε γαρνιζοῦν ὡσὰν οἱ προνοιατόροι
εἰ δὲ εἰς ἄλλες ἀφορμές, διὰ φύλαξιν τοῦ τόπου,
διὰ συμμαχίαν κάστρου τινὸς ὅπου ἔνι ἀσεντζισμένο,
ἀπὸ τοὺς ἀντιδίκους μας, πρέπει νὰ μᾶς βοηθᾶτε,
ὡσαύτως εἰς φουσσάτεμα ν᾿ ἀπέλθωμεν διὰ κοῦρσο.
Κ᾿ εἰς ἄλλες γὰρ ὑπόθεσες διὰ συμμαχίαν τοῦ τὸπου,
πρέπει νὰ εἴμεθε ἑνομοῦ τὸν τόπον μας φυλάττειν,
ἐπεὶν ἐσεῖς δίχως ἐμᾶς τίποτε οὐ χρηματεῖτε.
Ἐγὼ γὰρ ἂν ἐκράτησα τῆς ἐκκλησίας τοὺς τόπους,
οὐδὲν ἐπῆρα τίποτε νὰ λάβω εἰς διάφορὸν μου·
κάστρον, θεωρεῖτε, ἔποικα διὰ σωτηρίαν τοῦ τόπου,
διὰ ἐσᾶς κ᾿ ἐμᾶς τὸ ἔποικα νὰ ἔνι κλειδὶν τοῦ τὸπου.
Πολλάκις ἂν ἐχάσαμεν τὸν τόπον τοῦ Μορέως,
ἀπὸ τὸ κάστρον Χλουμουτσίου τὸν θέλομεν κερδίσει.
Ἐν τούτῳ σᾶς παρακαλῶ ὡς ἐκκλησίας πατέρες,
ἂς ἔχω τὴν συμπάθειον σας ὡσὰν κι ἀπὸ τὸν Πάπαν,
κι ἀπὸ τοῦ νῦν καὶ ἔμπροσθεν ἂς ἔχωμεν ὁμοτόνιον·
συντρέχετέ με εἰς ἄρματα, ὡς πρέπει καὶ ἁρμόζει,
κ᾿ ἐγὼ πάλε νὰ σᾶς βοηθῶ ἀπ᾿ ὅσον κάμνει χρείαν».
Ἐνταῦτα ἐσυμπαθήστησαν κ᾿ ἐποίησαν ἀγάπην,
κ᾿ ἐτάξασιν ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ εἶναι εἰς θέλημά του,
[` 188] Ἀφότου γὰρ ἐγένετον ἐτοῦτο ὅπου σᾶς εἶπα,
αὐτὸς ὁ πρίγκιπας Ντζεφρὲς οὐδὲν εἶχεν τὴν χάριν,
νὰ ποιήσῃ τέκνον τίποτε ν᾿ ἀφήκῃ κληρονόμον.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΓΟΔΟΦΡΕΙΔΟΥ Β' ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΥ

Ὡσὰν ἔνι τὸ φυσικὸν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων,
κι ὅσοι γεννοῦνται ὀφείλουσιν θάνατον ν᾿ ἀποθάνουν,
ἔπεσεν γὰρ ὁ πρίγκιπας εἰς ζάλην τοῦ θανάτου.
Κι ὡς τὸ εἶδε γὰρ κ᾿ ἐννοῆσε το ὅτι ἀποθάνει θέλει,
τὸν ἀδελφόν του ἔκραξε, ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμο,
καὶ λέγει οὕτως πρὸς αὐτόν, φιλοπαρακαλεῖ τον·
«Ἀδέλφι μου γλυκύτατον, ἀδέλφι μου ἠγαπημένο,
ἐγὼ ἀποδάρτε ἐπλήρωσα τὰ ἔτη τῆς ζωῆς μου
κ᾿ ἐσὺ ἀπομένεις ἀπ᾿ ἐμοῦ ἀφέντης κληρονόμος
εἰς ὅσα γὰρ ἐκέρδισε ὁ ἀφέντης καὶ πατὴρ μας,
μὲ βίαν καὶ μόχθον δυνατόν, τὸ ξεύρουσιν οἱ πάντες.
Λοιπὸν, ἀδελφέ μου ἀγαπητέ, ἐγὼ εἶχα εἰς τὸν νοῦν μου
νὰ οἰκοδομὴσω ἐκκλησίαν, νὰ ποιήσω μοναστῆρι,
νὰ βάλω τὸ ἅγιον λείψανον τοῦ ἀφέντου τοῦ πατρός μας,
κι οὐδὲν τὸ ἐκατευόδωσα ἀπὸ τὲς ἁμαρτίες μου.
Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλῶ, ἀξιώνω καὶ φορτώνω,
ἀφῶν οὐδὲν ἠμπόρεσα νὰ τὸ κατευοδώσω,
ποίησέ το, ἀδελφούτσικε, νὰ ἔχῃς τὴν εὐχήν του,
ἐκείνου τοῦ πολυπαθῆ τοῦ ἀφέντη καὶ πατρός μας·
κι ἂς βάλουσιν τὸ λείψανον ἐκεῖσε εἰς τὸ κιβοῦριν
κι ἀπαύτου πάλε ἂς βάλουσιν πλησίον τὸ ἐδικόν μου.
Καὶ διόρθωσε, καλὲ ἀδελφέ, νὰ ἔχῃ τὸ μοναστῆρι,
ψάλτες γὰρ καὶ λειτουργούς, νὰ ἔχουν τὴν ζωὴν τους,
διὰ νὰ μᾶς μνημονεύουσιν εἰς αἰῶνας αἰώνων.
Καὶ μετὰ τοῦτο ἀδελφέ, λέγω καὶ συμβουλεύω,
νὰ ἐπάρῃς γὰρ γυναῖκα σου νὰ ἔνι ὁμόζυγὴ σου,
ὅπως νὰ ποίσῃς μετ᾿ αὐτὴν τέκνα καὶ κληρονόμους
διὰ νὰ κληρονομήσουσιν τὸν κόπον τοῦ πατρός μας».
Ἀφότου γὰρ ἐδιόρθωσεν ὁ πρίγκιπας Ντζεφρόης
τὰ πάντα ὅλα ὅπου ἔπρεπεν ὡς φρόνιμος διορθώσει,
Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΑΝΑΚΗΡΥΣΣΕΤΑΙ ΠΡΙΓΚΙΨ

τὸ πνεῦμα του ἐπαρέδωκεν, κι ἀπῆραν το οἱ ἀγγέλοι·
κι ὅσοι τὸ ἀκούετε, λέγετε· Θεὸς τοῦ συμπαθήσῃ.
[` 189] Ἐνταῦτα γὰρ οἱ ἀρχιερεῖς κ᾿ οἱ φλαμουριάροι ὅλοι
ἐστέψασιν διὰ πρίγκιπα ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμο,
τὸν ἀδελφὸν τοῦ πρίγκιπος ἐκείνου τοῦ Ντζεφρόη.
ὅστις καὶ γὰρ ἐξέβηκεν ἄνθρωπος ἐπιδέξιος,
φρόνιμος καὶ κοπιαστὴς εἰς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους,
ὅπου νὰ ἐγεννήθησαν εἰς μέρη Ρωμανίας·
καὶ ἦτον καὶ φιλάνθρωπος, οἱ πάντες τὸν ἀγαποῦσαν.
Κι ἀφότου ἐπαράλαβε τὴν ἀφεντίαν τοῦ τόπου,
ηὗρεν ὅτι ἐκρατούσασιν ἀκόμη οἱ Ρωμαῖοι
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας κ᾿ ἐκεῖνο τῆς Κορίνθου,
ὡσαύτως γὰρ τοῦ Ἀναπλίου ποῦ ἔνι πλησίον τοῦ Ἄργου,
τὰ ὅποια κάστρη εἴχασιν τοὺς πρώτους γὰρ λιμιῶνες,
ὅπου ἔρχονταν τὰ πλευτικὰ τοῦ βασιλέως Ρωμαίων,
κ᾿ ἠφέρνασιν σωτάρχισιν κι ἀνθρώπους τῶν ἀρμάτων.
[` 190] Ἰδὼν ἐτοῦτο ὁ πρίγκιπας μεγάλως τὸ ἐβαρύνθη,
λέγας γὰρ ὅτι ἐὰν οὐδὲν ἔχῃ τὰ κάστρη ἐκεῖνα,
οὐδὲν πρέπει νὰ τὸν λαλοῦν πρίγκιπα τοῦ Μορέως.
Ἐν τούτῳ ἀτός του ἐσκόπησεν ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
κ᾿ ἐζήτησεν κι ἀλλῶν βουλὴν κ᾿ ἰσιάστησαν μετ᾿ αὖτον·
ὅτι ἂν οὐκ ἔχῃ πλευτικὰ τὴν θάλασσαν κρατήσει,
νὰ μὴ ἔρχεται σωτάρχισις εἰς τὰ εἰρημένα κάστρη,
ΕΠΙΖΗΤΕΙ ΤΗΝ ΟΛΟΣΧΕΡΗ ΚΑΤΟΧΗΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ

ποτὲ οὐ κυριεύσει τα οὐδὲ κερδίσει τὰ ἔχει.
Μαντατοφόρους ἔστειλεν στὸν δοῦκαν Βενετίας
κ᾿ ἰσιάστησαν μὲ τὸ Κουμοῦ εἰς τέτοιες συμφωνίες·
τοῦ νὰ τοῦ δώσῃ τὸ Κουμοῦ ἕως ὅτου νὰ κερδίσῃ
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας κ᾿ ἐκεῖνο τὸ Ἀνάπλι,
τέσσαρα κάτεργα καλὰ μὲ τὴν ἁρμάτωσίν τους·
κ᾿ ἐκεῖνος νὰ δώσῃ τοῦ Κουμοῦ τὸ κάστρον τῆς Κορώνης
μὲ τὰ χωρία, περιοχὴν ὁμοῦ μὲ τὴν Μεθώνην,
νὰ τὰ ἔχῃ εἰς κληρονομίαν τὸ Κουμοῦ τῆς Βενετίας·
κι ἀπαύτου γὰρ καὶ ἔμπροστεν κερδίζοντα τὰ κάστρη,
νὰ δίδῃ πάντα ἡ Βενετία διὰ φύλαξιν τοῦ τόπου
κάτεργα δύο καὶ μοναχά, νὰ ἔχουσι τὸν λαόν τους·
κι ὁ πρίγκιπας νὰ ἐκπληρῇ τὴν ἔξοδόν τους ὅλην,
τὸ λέγουσιν πανάτικα, ἄνευ τῆς ρόγας μόνης.
[` 191] Καὶ οὕτως ὡσὰν ἐδιόρθωσεν ὁ πρίγκιπας ἐτοῦτο,
ἐδιόρθωσε τοῦ νὰ γενῇ τὸ σέντζιον τῆς Κορίνθου.
Ἐνταῦτα ὁρίζει, γράφουσιν τῶν Ἀθηνῶν τοῦ ἀφέντου,
Μέγαν Κύρην τὸν ἔλεγαν ἐκεῖνον τὸν ἀφέντην,
ν᾿ ἀπέρχεται εἰς βοήθειαν στὸ σέντζο τῆς Κορίνθου.
Ἀπαύτου γὰρ ἀπέστειλεν στὸν δοῦκα τῆς Νηξίας,
στοὺς τρεῖς ἀφέντες τοῦ Εὔριπου κ᾿ εἰς ὅλους τῶν νησίων,
νὰ ἔλθουν μετὰ δύναμης ἀρμάτων καὶ φουσσάτων·
κι ἀφότου ἀπεσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὰ φουσσᾶτα,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ

ἐδιόρθωσεν, ὁ πρίγκιπας τὸν παρακαθισμόν τους.
[` 192] Λοιπόν, διατὶ ἔνι τὸ βουνὶ τοῦ κάστρου τῆς Κορίνθου
πλατὺ καὶ μέγα, φοβερόν, κι ἀπάνω ἔνι τὸ κάστρον,
εὑρίσκεται πρὸς μεσημβρίαν τοῦ ἐκεινοῦ τοῦ κάστρου
ὁκάτι ἕνα βουνόπουλον, τραχῶνι γὰρ μὲ σπήλαιον.
Κι ὁρίζει ἐνταῦτα ὁ πρίγκιπας κι ἀπάνω ἔχτισε κάστρον,
Μοῦντ᾿ Ἐσκουβὲ τὸ ὠνόμασαν, οὕτως τὸ κράζουν πάλε·
κι ἀπὸ τὴν ἄλλην γὰρ μερέαν, τὸ λέγουσιν πρὸς ἄρκτον,
ὁ Μέγας Κύρης ἔποικεν κάστρο ἐδικό του ἐκεῖσε.
Ἐβάλασιν σωτάρχισιν, σκουταροτζαγρατόρους.
[` 193] Καὶ τόσα τοὺς ἐστένεψαν τοὺς Κορινθαίους
ἐνταῦτα,
ὅτι ποσῶς οὐκ εἶχαν ἀπάδειαν ξύλο κανὲν νὰ ἐμπάσουν,
οὐδὲ σωτάρχιση καμμία νὰ τοὺς ἐμπῇ ποθόθεν·
μόνι τὸ ὕδωρ τὸ πολὺ τῶν βρύσων καὶ πηγάδων,
ὅπου εἶναι ἀπάνω στὸ βουνὶ ἀπέσω εἰς τὸ κάστρον,
αὐτόνο εἴχασι πολύ, καὶ ποῖος νὰ τοὺς τὸ ἐπάρῃ.
[` 194] Λοιπόν, ἂν ἤθελα λεπτῶς νὰ σὲ τὰ ἔγραψα ὅλα
ΕΠΙΖΗΤΕΙ ΤΗΝ ΟΛΟΣΧΕΡΗ ΚΑΤΟΧΗΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ

ὅσα καὶ γὰρ ἐγίνησαν στὸ σέντζο τῆς Κορίνθου,
πολλὰ ἠθέλαν βαρεθῆ ἐκεῖνοι ὅπου τὸ ἀκοῦσιν.
Ἀλλὰ ἐκ τὴν στένεψιν τὴν πολλὴν ποῦ εἶδαν ἐκεῖνοι οἱ
ἀπέσω,
ὅτι ποθὲν οὐκ ἠμποροῦν νὰ ἔχουσι βοήθειαν,
ἔπεσαν εἰς συμβίβασιν κ᾿ ἐδώκασιν τὸ κάστρον,
μεθ᾿ ὅρκου γὰρ καὶ συμφωνίες, νὰ ἔχουν τὲς προνοῖες τους,
καθὼς κ᾿ οἱ ἕτεροι Ρωμαῖοι τοῦ πριγκιπάτου ὅλου.
[` 195] Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
τὸ κάστρον τὸ βασιλικόν, ἐκεῖνο τῆς Κορίνθου,
ὥρισε καὶ ἐβάλασιν σωτάρχισιν μεγάλην
ἀπὸ λαοῦ καὶ ἄρματα, ὡς ἔπρεπεν κι ἁρμόζει.
Κ᾿ ἐνταῦτα κράζει πρότερον ἀρχὴ τοῦ Μέγαν Κύρην,
καὶ μετὰ ταῦτα ἅπαντας, ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες,
καὶ οὕτως εἶπε πρὸς αὐτοὺς μετὰ μεγάλης γνώμης.
«Συντρόφοι, φίλοι κι ἀδελφοί, πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμεν
πρῶτα τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ, δεύτερον τῆς Θεοτόκου,
τὴν χάριν, τὴν μᾶς ἔδωκε κ᾿ ἔχομεν κερδεμένον
τὸ κάλλιον μέρος τοῦ Μορέως, ὀλίγον γὰρ μᾶς λείπει·
τὸ κάστρον γὰρ τοῦ Ἀναπλίου καὶ τῆς Μονοβασίας,
αὐτὰ τὰ δύο μᾶς λείπουσιν καὶ λέγω, ὅτι, ἂν σᾶς φαίνῃ,
ἐδῶ ποῦ εὑρίσκεστε ἑνομοῦ, ἂς ἔχωμεν συντύχει,
βουλὴ ἂς ἔχωμε ἀμφότεροι μὲ τί τρόπον καὶ στράταν
νὰ πολεμήσωμεν καὶ αὐτὰ νὰ τὰ ἔχωμεν κερδίσει».
[` 196] Ἐν τούτῳ οἱ φρονιμώτεροι εἶπαν καὶ ἀφιρῶσαν·
»Ὅτι ἀφότου εὑρίσκονται ἀμφότερα τὰ κάστρη
εἰς ἀκρωτῆριν τοῦ γιαλοῦ καὶ ἔχουσιν λιμιῶνα,
πρέπει νὰ τὰ σεντζίσωμεν τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης».
[` 197] Ἐνταῦτα καθεζόμενοι εἰς τὴν βουλὴν ἐκείνην,
μαντᾶτα ἠφέρασιν ἐκεῖ τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου,
οἱ ἀποκρισάροι ἐστράφησαν ἀπὸ τὴν Βενετίαν
κ᾿ ἠφέρασιν τὲς συμφωνίες, οὕτως ὡσὰν ἐζήτει
ὁ πρίγκιπας ὁλοστινῶς, ὡς ἤθελεν κι ἀγάπα·
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ

τὰ κάτεργα τὰ τέσσαρα ἦλθαν εἰς τὴν Κορώνην.
Τὸ ἀκούσει το ὁ πρίγκιπας, μεγάλως γὰρ τὸ ἐχάρη,
ὡσαύτως τὸ ἀποδέχτησαν κ᾿ οἱ κεφαλᾶδες ὅλοι.
Μὲ τὴν βουλὴν ὁ πρίγκιπας κράζει τοὺς Βενετίκους
ἐκείνους ὅπου ἠφέρασιν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες.
Καβαλλάριν ἀπέστειλεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κορώνην·
τὸ κάστρον ἐπαράδωκεν νὰ τὸ ἔχουν οἱ Βενετίκοι
μὲ ὅλην τὴν διακράτησιν μέχρι κρατεῖ ἡ Μεθώνη·
ὅσα χωρία κι ἂν ἤσασιν τὰ ἐκράτει ἐτότε ἡ κούρτη,
νὰ τὰ ἔχῃ καὶ νομεύεται τῆς Βενετίας ὁ δοῦκας,
ἄνευ τῶν τόπων καὶ προνοιῶν, τὰ ἔχουν οἱ προνοιατόροι.
[` 198] Κι ἀφότου ἐπαράλαβαν ἐτότε οἱ Βενετίκοι
τὸ κάστρον, τὴν περιοχήν, τὰ μέρη τῆς Κορώνης,
ἀπήλθασιν τὰ κάτεργα ὁλόρθα εἰς τὸ Ἀνάπλι·
τὸ κάστρον ἐσεντζίσασιν ἐκ μέρους τῆς θαλάσσης,
κι ὁ πρίγκιπας ἐκ τὴν στερεὰν μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅλα.
Τὸ καλοκαῖρι ἐπέρασεν, ὁ χειμῶνας εἰσῆλθεν,
κἀκεῖσε ἐξεχειμάσασιν τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης.
Κι ὡς ἦλθε ὁ δεύτερος καιρός, ἦλθε τὸ καλοκαῖριν,
κ᾿ εἶδαν τὸ κάστρον τοῦ Ἀναπλίου τὸ πῶς ἔνι κλεισμένον
κι οὐκ εἶχαν τίποτε ποσῶς καμμίαν βοήθειαν νὰ ἔλθῃ,
ἐποίησαν συμβίβασιν κ᾿ ἐδώκασιν τὸ κάστρον.
Τὸ Ἀνάπλι γὰρ εὑρίσκετον κάστρον εἰς δύο τραχώνια·
ΕΠΙΖΗΤΕΙ ΤΗΝ ΟΛΟΣΣΧΕΡΗ ΚΑΤΟΧΗΝ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ

[` 199] Ἐν τούτῳ ἐσυμβιβάστησαν νὰ δώσουσιν τὸ πρῶτον.
καὶ τὸ ἄλλο τὸ ἀχαμνότερον νὰ τὸ κρατοῦν οἱ Ρωμαῖοι·
μεθ᾿ ὅρκου καὶ προστάγματα τὲς συμφωνίες ἐποῖκαν.
[` 200] Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν ὁ πρίγκιπας τὸ Ἀνάπλι,
μὲ προθυμίαν τὸ ἐχάρισεν τότε τὸν Μέγαν Κύρην,
νὰ τὸ ἔχῃ εἰς κληρονομίαν ἐκεῖνο καὶ τὸ Ἄργος.
Τὴν χάριν, ὅπου ἐχάρισεν ὁ πρίγκιπας, τὸ Ἀνάπλι
κ᾿ εἶθ᾿ οὕτως τὸ Ἄργος ἑνομοῦ τότε τὸν Μέγαν Κύρην,
ἦτον διὰ τὴν συνδρομὴν ὅπου ἔποικεν ἐτότε
ὁ Μέγας Κύρης, σὲ λαλῶ, στὸ πιάσμα τῆς Κορίνθου,
ὡσαύτως διατὸ ἀπάντεχεν ὁ πρίγκιπας μετ᾿ αὖτον
νὰ τοῦ βοηθήσῃ εἰς τὸν πιασμὸν κάστρου Μονοβασίας.
[` 201] Λοιπόν, ἀφότου ἐπιάσασιν τὸ κάστρον τοῦ
Ἀναπλίου,
ὁ πρίγκιπας ἐδιάβηκεν μετὰ τὸν Μέγαν Κύρην·
κι ἀπέκει ἀπεχωρίστησαν, κ᾿ ἐδιάβη ὁ Μέγας Κύρης
ὁλόρθα ἐκεῖ στὴν χώραν του, τὴν λέγουσιν γὰρ Θήβαν,
κι ὁ πρίγκιπας ἐδιάβηκεν στὰ μέρη τοῦ Μορέως.
[` 202] Κι ἀφότου ἐπέρασε ὁ καιρός, τὸν λέγουσιν
χειμῶνα,
μαντατοφόρους ἔστειλεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος·
καὶ γράφει καὶ παρακαλεῖ πρῶτα τὸν Μέγαν Κύρην,
τοὺς τρεῖς ἀφέντες τοῦ Εὔριπου, τὸν δοῦκαν τῆς Νηξίας,
καὶ ὅλους γὰρ τοὺς ἕτερους ἀφέντες τῶν νησίων,
τὸν κόντον τῆς Κεφαλλονίας κι ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες
τοῦ πριγκιπάτου τοῦ Μορέως, μικρούς τε καὶ μεγάλους,
νὰ ἔρχωνται μὲ ἄρματα, μὲ σωταρχία μεγάλην·
στὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας βούλεται νὰ ἀπέλθῃ·
διατὸ ἔνι ἀπολέμητον, παρακαθίσει τὸ ἔχει
τῆς γῆς γὰρ καὶ τῆς θάλασσας, βούλεται νὰ ἔχῃ βάλλει
φύλαξιν, παρακαθισμὸν ἕως οὗ νὰ τὸ ἔχῃ ἐπάρει.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

Κι ἀφότου ἄνοιξε ὁ καιρὸς ἀπὸ τὸν μάρτιον μῆναν,
καταπαντόθεν ἤλθασιν ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα·
εἰς τὰ λιβάδια τοῦ Νικλίου, ἐκεῖσε εἰς τοὺς κάμπους
ἐγίνετον ἡ σώρεψις ἐκείνων τῶν φουσσάτων,
κι ἀπέκει ὁλόρθα ἐδιάβησαν εἰς τὴν Μονοβασίαν.
[` 203] Τὰ κάτεργα τὰ τέσσαρα ἦλθαν τῶν Βενετίκων
κ᾿ ἐστῆκαν ἀπὸ τὸν αἰγιαλόν, τὴν θάλασσαν ἐπιάσαν·
ἐδιόρθωσεν ὁ πρίγκιπας τὸν παρακαθισμόν του·
μὲ τέτοιον τρόπον κι ἀφορμὴν τὴν ἐπαρακαθίσαν
ἐτότε τὴν Μονοβασίαν, ὡς τὸ κλουβὶ τὸ ἀηδόνι.
Ἐκεῖνοι τῆς Μονοβασίας ὅπου ἔξευραν τὸ κάστρον,
ὅτι ἔρχετον ὁ πρίγκιπας νὰ τοὺς παρακαθίσῃ,
ἐποῖκαν τὴν σωτάρχειον τους πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχαν,
καὶ εἰς ψῆφον οὐκ εἴχασιν τὰ φράγκικα φουσσᾶτα,
ἔχοντα γὰρ τὸν λογισμὸν μικρόν, νὰ ἔχουσιν ἀργήσει
ἐκεῖ εἰς τὸν παρακαθισμὸν ὅπου τοὺς ἐποιῆσαν.
[` 204] Ὁ πρίγκιπας γὰρ ἐβλέποντας τὴν τόση
ἀλαζονείαν,
ἀπὸ χολῆς του καὶ θυμοῦ ὤμοσε εἰς τὸ σπαθί του,
ποτέ του ἀπέκει μὴ διαβῇ ἕως οὗ τὸ κάστρο ἐπάρῃ.
Τὰ τριπουτσέτα ὥρισεν κ᾿ ἐστήσασιν κἄν τρία.
κ᾿ ἐρρίχτασιν ἀδιάλειπα, ἡμέραν γὰρ καὶ νύχτα·
τὰ ὁσπίτια ἐχαλάσασιν κι ἀνθρώπους ἐφονέψαν.
Τί νὰ σὲ λέγω τὰ πολλὰ καὶ πότε νὰ τὰ γράφω,
τὰ ὅσα ἐποίησε ὁ πρίγκιπας εἰς τὴν Μονοβασίαν,
ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΜΟΝΕΜΒΑΣΙΑΣ

καὶ πάλε πῶς ἐδιάγασιν οἱ Μονοβασιῶτες;
ἀλλὰ διὰ συντομώτερον καὶ νὰ σᾶς τὸ κοντέψω,
καθὼς τὸν ὅρκον ἔποικεν ὁ πρίγκιπας ἐτότε,
ὅτι ποτέ του οὐ μὴ ἀπελθοῦν ἐκ τὴν Μονοβασίαν
ἕως οὗ νὰ ἐπάρῃ τὸ βουνί, ὡσαύτως καὶ τὸ κάστρον.
[` 205] Ἐν τούτῳ ἀργήσασιν ἐκεῖ τρεῖς χρόνους γὰρ καὶ πλέον·
ἐκεῖνοι τῆς Μονοβασίας, οὐκ εἶχαν τί νὰ φάγουν,
ἐφάγασιν τοὺς ποντικοὺς ὁμοίως καὶ τὰ κατσία·
οὐκ εἶχαν πλέον τὸ τί νὰ φάουν, μόνον καὶ τὰ κορμιά τους.
Κι ὡς εἶδαν τὴν στενοχωρίαν, τὸν θάνατον ἐμπρός τους,
βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσει.
Συμβίβασιν ἐζήτησαν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου·
νὰ εἶναι πάντοτες αὐτοῦ μὲ τὴν κληρονομίαν τους
Φράγκοι ἐγκουσάτοι ἑνομοῦ μετὰ τὰ πράγματά τους,
νὰ μὴ χρεωστοῦσιν δούλεψιν ἄνευ τὰ πλευτικά τους,
ἔχοντα γὰρ τὴν ρόγαν τους καὶ τὴν φιλοτιμίαν τους.
Ὁ πρίγκιπας τοὺς ἔποικεν ἐγράφως βουλλωμένες
τὲς συμφωνίες κ᾿ ὑπόθεσες ὅπου τοῦ ἐζητῆσαν·
καὶ ὅσον ἐπαράλαβαν τὰ ὁρκωμοτικά τους,
τρεῖς ἄρχοντες ἀπ᾿ ἐκεινοὺς ἀπῆραν τὰ κλειδία
τοῦ κάστρου τῆς Μονοβασίας, τοῦ πρίγκιπος τὰ ἠφέραν·
ὁ ἕνας ἦτον Μαμωνᾶς, ὁ ἄλλος Δαιμονογιάννης,
ὁ τρίτος ἦτον Σοφιανός, οὕτως τὸν ὠνομάζαν.
Αὐτὲς ἦσαν οἱ τρεῖς γενεὲς κ᾿ οἱ εὐγενικώτεροί τους
ὅπου ἦσαν στὴν Μονοβασίαν κ᾿ εἶναι ἀκόμη ἐκεῖσε·
τὸν πρίγκιπαν ἐπροσκύνησαν, καλὰ τοὺς ἀποδέχτη
ὡς φρόνιμος, διακριτικὸς ὅπου ἦτον εἰς τοὺς πάντας·
γλυκία τοὺς ἀναδέχτηκεν, μετὰ τιμῆς μεγάλης,
εὐεργεσίαν τοὺς ἔποικεν ἄλογα καὶ φαρία,
καὶ ροῦχα γὰρ ὁλόχρυσα, σκαρελέτα μετὰ ἐκεῖνα,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

ἐπρόνοιασέ τους ἀλλὰ δὴ στὰ μέρη τῶν Βατίκων.
Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας, τὸ ἐξάκουστον ἐκεῖνο,
σωτάρχειον ἔβαλεν πολλήν, ἀνθρώπους τῶν ἀρμάτων,
καὶ ἄρματα καὶ διοίκησες, ὡς ἔπρεπε νὰ ἔχῃ.
Ἀκούσων γὰρ τὰ ἐξέχωρα, τὰ μέρη τῶν Βατίκων,
κ᾿ ἐκεῖνοι ἀπὸ τὴν Τσακωνίαν ποῦ ἦσαν ροβολεμένοι,
ὅτι αὐτὴ ἐπροσκύνησε τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
ὁλοδρομαίως ἐρχόντησαν κ᾿ ἐπροσκυνούσανέ τον·
κι ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, ὅλους τοὺς ἐχαιρέτα,
γλυκία τοὺς ἀναδέχετον πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχαν.
Καὶ ὅσον ἐκατέστησεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας καὶ τὰ τῶν περιχώρων,
ὥρισεν κι ἀπηλόγιασαν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα,
ὡσαύτως καὶ τὰ κάτεργα ποῦ ἦσαν τῆς Βενετίας,
καὶ μετὰ ταῦτα ἐστράφηκεν στὴν Λακοδαιμονίαν.
Τοὺς κεφαλᾶδες ἔκραξε βουλὴν νὰ τοῦ ἔχουν δώσει,
κ᾿ ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν κ᾿ ἐσυμβουλέψανέ τον,
διατὶ ἐκοπίασαν πολλὰ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης,
- χρόνους τρεῖς ὅπου ἐστάθησαν εἰς τὴν Μονοβασίαν -
νὰ ἔχουσιν ἀπηλογίαν μικροί τε καὶ μεγάλοι,
νὰ ἀπέρχωνται εἰς τὰ ὁσπίτια τους διὰ νὰ καλοπαθήσουν·
κι ὁ πρίγκιπας μετ᾿ ἐκεινοὺς ὅπου ἦσαν φαμελία του,
νὰ εἶναι στὴν Λακοδαιμονίαν, νὰ ἔχῃ ἐξεχειμάσει.
Ἐνταῦτα ἐμισσέψασιν μικροί τε καὶ μεγάλοι
κ᾿ ἐνέμεινεν ὁ πρίγκηπας, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
κι οὕτως ἐκαβαλλίκευεν μετὰ τὴν φαμελίαν του,
καὶ ἐπερπάτει ἐκ τὰ χωρία τοῦ μέρου τῆς Μονοβασίας,
στὸ Ἕλεος κ᾿ εἰς τὸν Πασσαβᾶν κ᾿ εἰς τοὺς ἐκεῖσε τόπους·
μετὰ χαρᾶς ἀπέρχετον κι ἀπέρνα τὸν καιρόν του.
ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟΝ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ

Κι ὅσον ἐγύρεψεν καλὰ τὰ μέρη ἐκεῖνα ὅλα,
ηὗρεν βουνὶ παράξενον, ἀπόκομμα εἰς ὅρος,
ἀπάνω τῆς Λακοδαιμονίας κανένα μίλιν πλέον.
Διατὶ τοῦ ἄρεσεν πολλὰ νὰ ποιήσῃ δυναμάριν,
ὥρισε ἀπέξω στὸ βουνὶ κ᾿ ἐχτίσαν ἕνα κάστρον,
καὶ Μυζηθρὰν τ᾿ ὠνόμασεν, διατὶ τὸ ἐκράζαν οὕτως·
λαμπρὸν κάστρον τὸ ἔποικεν καὶ μέγα δυναμάριν.
Λοιπόν, διατὶ τὸν εἴπασιν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου,
ὅτι ὁ ζυγὸς τῶν Μελιγῶν ἔνι γὰρ δρόγγος μέγας
κ᾿ ἔχει κλεισοῦρες δυνατὲς καὶ χῶρες γὰρ μεγάλες,
ἀνθρώπους ἀλαζονικοὺς κι οὐ σέβονται ἀφέντην·
ἐκατασκόπησεν πολλὰ τὸ πῶς νὰ τοὺς κυριέψῃ.
Ἐν τούτῳ εἶπεν πρὸς αὐτὸν καὶ ἡ βουλὴ ὅπου εἶχεν,
ὅτι, ἀφότου ἐγένετον τοῦ Μυζηθρᾶ τὸ κάστρον,
καὶ ἔνι ἀπάνω εἰς τὸν ζυγόν, τοῦ Μελιγοῦ τὸν δρόγγον,
νὰ ποιήσῃ κι ἄλλον γύρωθεν ἐκείνων τῶν βουνίων,
ὅπως νὰ κυριέψουσιν ἐκείνους γὰρ τοὺς τόπους.
Ἐν τούτῳ ἐκαβαλλίκεψεν ὁ πρίγκιπας ἀτός του,
καθὼς τὸν ἐσυμβούλεψαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

κ᾿ ἐπέρασε τὸν Πασσαβᾶν κ᾿ ἐδιάβη εἰς τὴν Μάϊνην·
ἐκεῖ ηὗρεν σπήλαιον φοβερὸν εἰς ἀκριοτῆρι ἀπάνω.
Διατὶ τοῦ ἄρεσεν πολλά, ἐποίησεν ἕνα κάστρον
καὶ Μάϊνην τὸ ὠνόμασε, οὕτως τὸ λέγουν πάλιν.
Κι ὡσὰν εἶδαν οἱ ἄρχοντες κ᾿ οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ δρόγγου
τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἐποιήσασιν ἐκεῖνα τὰ δύο κάστρη,
ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟΝ ΤΗΣ ΜΑΪΝΗΣ

βουλὴν ἐπῆραν ἑνομοῦ τὸ πῶς νὰ θέλουν διάξει.
Ἐν τούτῳ ἐλέγαν οἱ ἀρχηγοὶ ὅπου εἶχαν καὶ τὸ
πλοῦτος,
ὅτι νὰ στήκουν ἀφιρὰ παρὰ νὰ δουλωθοῦσιν.
Οἱ δέ, τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ τὸ κοινὸν τὸ ὅλον,
εἶπαν κι ἐδώκασιν βουλὴν τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσει,
μόνι νὰ ἔχουσιν τιμήν, δεσποτικὰ μὴ κάμουν,
ὡσὰν νὰ κάμνουν τὰ χωρία ὅπου εἶναι εἰς τοὺς κάμπους·
«ἐπεὶν ἀφῶν ἐγίνησαν αὐτὰ τὰ δύο κάστρη,
κι οὐδέν ἀπάδειαν ἔχομεν, ὡσὰν μᾶς ἀποκλείσουν,
εἰς κάμπους κατεβαίνωμεν, νὰ κάμνωμεν νὰ ζοῦμεν,
οὐδὲν ἔχομε δύναμιν νὰ ζοῦμε εἰς τὰ ὄρη».
Ἰδόντα γὰρ οἱ ἄρχοντες κι᾿ οἱ ἀρχηγοὶ τοῦ δρόγγου
πῶς τὸ κοινὸν ἠθέλασιν τοῦ νὰ ἔχουν προσκυνήσει,
οὐκ εἴχασι τὸ ποιήσει ἀλλέως, κ᾿ ἐπέσασιν εἰς δρόμον.
[` 205] Μαντατοφόρους ἔστειλαν στὸν πρίγκιπα
Γυλιάμον,
συμβίβασιν ἐζήτησαν τοῦ νὰ ἔχουσιν ἐγκούσιον,
τέλος οὔτε δεσποτικὸν νὰ ποιήσουσι ποτέ τους,
καθὼς οὐδὲν τὸ ἔποικαν ποτέ τους οἱ γονεῖς τους·
προσκύνημα νὰ δίδουσιν, δουλείαν τῶν ἀρμάτων,
ὥσπερ τὸ ἐπολεμούσασιν ὁμοίως τοῦ βασιλέως.
Τὲς συμφωνίες ἐστερέωσεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος,
ἐγράφως τοὺς τὲς ἔποικεν μὲ κρεμαστὲς τὲς βοῦλες.
[` 207] Κι ἀφότου ἐπροσκύνησεν τοῦ Μελιγοῦ ὁ δρόγγος,
τινὲς ἀπ᾿ αὔτους εἴπασιν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

ὅτι ἂν θέλῃ νὰ ἔχῃ τὸν ζυγὸν ὅλον στὸ θέλημάν του,
νὰ ποιήσῃ κάστρο εἰς τὸν αἰγιαλὸν πλησίον τῆς Γιστέρνας.
Κι ὁ πρίγκιπας τοῦ ἐπίστεψεν ἐκεινοῦ ὅπου τὸ εἶπεν·
ὥρισε γὰρ κ᾿ ἐχτίσαν το καὶ Λεῦτρο τὸ ὠνομάσαν.
Κι ἀφότου γὰρ ἐχτίστησαν τὰ κάστρη ὅπου σὲ εἶπα,
ΚΤΙΖΕΙ ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΛΕΥΤΡΟΥ

τὸ Λεῦτρον γὰρ κι ὁ Μυζηθρᾶς καὶ τῆς παλαίας
Μαΐνης,
ἐδούλωσε τὰ Σκλάβικα κ᾿ εἶχεν τα εἰς θέλημάν του,
καὶ περιεπάτει, ἐχαίρετον ἀπὸ ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο,
ὡσὰν τὸ ἐκατακύριεψεν καὶ ἀφεντέψε το ὅλον.
[` 208] Ἐν τούτῳ θέλω ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ πάψω καὶ νὰ λέγω
περὶ τοῦ πρίγκιπα Ἀχαΐας ἐκείνου τοῦ Γυλιάμου,
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ περὶ τοῦ βασιλέως
κὺρ Θεοδώρου τοῦ Λάσκαρη, τοῦ βασιλέως Ρωμαίων,
ὅπου ἦτον στὴν Ἀνατολὴν τοὺς χρόνους γὰρ ἐκείνους,
διατὶ στὴν Πόλην εὑρίσκετον φράγκος γὰρ βασιλέας
καὶ Παντουῆν τὸν ἔλεγαν, οὕτως τὸν ὠνομάζαν.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

[` 209] Καθὼς ἀκούσετε ἐδῶ ὀπίσω εἰς τὸ βιβλίον,
τὸ πῶς ἐκείνους τοὺς καιροὺς ὅπου ἦτον βασιλέας
κὺρ Θεόδωρος ὁ Λάσκαρης εἰς τοὺς Ρωμαίους ἀπάνω·
καὶ ἦλθε τον ὁ θάνατος κι ἀφῆκεν τὸν υἱόν του,
ὅπου ἦτο ἀνήλικον παιδί, νὰ τὸ ἀναθρέφῃ ἐκεῖνος,
κὺρ Μιχαὴλ τὸν ἔλεγαν, ὁ μέγας Παλαιολόγος,
διατὶ ἦτον ὁ πρωτότερος ἄρχων τῆς Ρωμανίας.
Κ᾿ ἐκεῖνος, ὡς ἠθέλησεν νὰ ποιήσῃ ἁμαρτίαν,
ἔπνιξεν κ᾿ ἐθανάτωσε τὸν ἀφεντόπουλόν του
κ᾿ ἐκράτησεν τὴν βασιλείαν ὅλης τῆς Ρωμανίας.
[` 210] Ἀκούσων τοῦτο ὁ Ἄγγελος ἐκεῖνος Καλοϊωάννης,
Κουτρούλης εἶχεν τὸ ἐπίκλην του, δεσπότης τῆς Ἑλλάδος,
τὸ πῶς ἐποίησεν κ᾿ ἔπραξεν ἐκεῖνος ὁ Παλαιολόγος,
κ᾿ ἐφόνεψε τὸν βασιλέαν, τὴν βασιλείαν του ἀπῆρεν,
ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ

ἐθλίβη γὰρ καὶ ἐχόλιασε, μεγάλως τὸ ἐβαρύνθη·
ὅρκον ἐποίησεν ἀφιρόν, ποτὲ τὸν Παλαιολόγον
νὰ μὴ τὸν τάξῃ βασιλέα, ἀφέντη μὴ τὸν ἔχῃ·
ἀφότου μὲ τυραννικὴν ὑπόθεσιν ἀπῆρεν
τὴν βασιλείαν γὰρ τῶν Ρωμαίων, οὐ πρέπει νὰ τὸν ἔχῃ
ἀφέντην οὐδὲ φίλον του, ἀλλὰ οὐδὲ συγγενῆν του.
[` 211] Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλέας ἐκεῖνος ὁ
Παλαιολόγος,
μεγάλως τὸ ἐβαρύνθηκε, ἐθλίβην κ᾿ ἐχολιάσεν,
κ᾿ εἶπεν ὅτι, ἂν εἶχεν ὁδὸν νὰ ἀπέρασεν στὴν Δύσιν,
γουργὸν πολλὰ τὸν ἤθελεν χολιάσει γὰρ καὶ θλίψει·
ἀλλὰ διατὸ εὑρίσκετον ἐτότε εἰς τὴν Πόλιν
ὁ Βαλδουβῖνος ὁ βασιλέας κ᾿ εἶχεν τὴν ἀφεντίαν,
οὐδὲν εἶχε τὴν δύναμιν στὴν Δύσιν νὰ ἀπεράσῃ.
Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν τὴν Κωνσταντίνου Πόλιν
κ᾿ ἐπέρασε στὸν Γαλατᾶν κ᾿ εἶχεν τὴν βασιλείαν,
ἐποίησεν κ᾿ ἐφουσσάτεψε τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης
κι ἄρχισε μάχην φοβερὴν εἰς τὸν δεσπότην Ἄρτας.
Κ᾿ ἐκεῖνος, ὡς ἦτον φρόνιμος, καλὰ ἐμετεχερίστη·
τοὺς Φράγκους γὰρ ἐρρόγεψε, τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον
καὶ τὸν ἀφέντην Ἀθηνῶν, ὁμοίως τοὺς Εὐριπιῶτες·
μὲ ἐκείνους ἐβοήθηκεν κι ἀπέρασε τὴν μάχην.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

[`212] Ἐνταῦτα ἦλθε ὁ θάνατος κὺρ Ἰωάννου τοῦ
δεσπότου
κι ἀφῆκεν κληρονόμον του κὺρ Νικηφόρον τὸν υἱόν του·
ἐκείνου ἐπαράδωκεν τὸ δεσποτᾶτον ὅλον.
Εἶχεν καὶ ἕτερον υἱὸν ὅπου γὰρ ἦτον νόθος,
τοῦ ὅποιου ἄφηκεν στὴν Βλαχίαν ἕνα καλὸ ἰμερίδι,
χῶρες καὶ κάστρη δυνατὰ διὰ νὰ τὰ ἀφεντεύῃ·
Θεόδωρον τὸν ἔλεγαν, Δοῦκαν τὸ παρανόμι.
Ἐκεῖνος γὰρ ἐξέβηκεν στ᾿ ἄρματα ἀντρειωμένος·
στρατιώτης ἦτον φοβερός, φρόνιμος κ᾿ ἐπιδέξιος.
[` 213 - 214] Κι ὡς εἶδεν ὅτι ἀπέθανεν ὁ πατήρ του ὁ
Καλοϊωάννης,
κ᾿ ἐνέμεινε ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ ἐκεῖνος ὁ Νικηφόρος,
ὅστις οὐκ ἦτον φρόνιμος ὡς ἦτον ὁ πατήρ του,
ἠθέλησεν κι ὠρέχτηκε νὰ ἐπάρῃ τὴν Βλαχίαν,
νὰ ἐπάρῃ γὰρ καὶ τὸ ἥμισον ὅλου τοῦ Δεσποτάτου.
Ἐποίησε κάστρον ἀφιρόν, τὸ λέγουν ἡ Νέα Πάτρα,
κι ἄρχισε μάχην δυνατὴν μετὰ τὸν ἀδελφόν του,
τὸν κὺρ Νικηφόρον, σὲ λαλῶ, ἐκεῖνον τὸν Δεσπότην.
[` 215] Καὶ διὰ τὸ ἐβοηθούσασιν οἱ Φράγκοι τοῦ
Δεσπότου,
ἐδιάβη ὁ κὺρ Θεόδωρος ἐκεῖ εἰς τὸν βασιλέαν,
στὸν κὺρ Μιχάλην, σὲ λαλῶ, τὸν μέγαν Παλαιολόγον.
Πολλὰ τὸν ὑποσχήθηκεν κ᾿ ἔταξεν νὰ ποιήσῃ,
τὸν ἀδελφόν του ἔταξεν νὰ δώσῃ, τὸν Δεσπότην,
δεμένον ὡς πανάπιστον, καὶ νὰ τὸν προσκυνήσῃ.
Σεβαστοκράτορα τὸν ἔποικε ὅλης τῆς Ρωμανίας
καὶ τὰ φουσσᾶτα του τοῦ ἔδωκεν νὰ τὰ ἔχῃ εἰς
ἐξουσίαν του,
νὰ μάχεται, δικάζεται Δεσπότην τὸν ἀδελφόν του·
μεγάλως τὸν ἐτίμησεν κ᾿ εὐεργεσίες τοῦ ἐδῶκεν.
ΝΥΜΦΕΥΕΤΑΙ ΘΥΓΑΤΕΡΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ

[` 216] Κι ὡς εἶδεν τὴν πληροφορίαν ἐτότε ὁ Δεσπότης
τὸ πῶς τὸν ἐρροβόλεψεν κὺρ Θεόδωρος ὁ ἀδελφός του,
κ᾿ ἐδιάβη εἰς τὸν βασιλέα ὅπου ἦτον γὰρ ἐχτρός του,
μεγάλως τὸ ἐλυπήθηκεν κ᾿ εἰς σφόδρα τὸ ἐδειλιάσεν.
Τοὺς ἄρχοντές του ἔκραξε βουλὴν νὰ τοῦ ἔχουν δώσει·
κι ὅλοι τὸν ἐσυμβούλεψαν τὴν ἀδελφὴν νὰ δώσῃ
γυναῖκαν γὰρ ὁμόζυγον τοῦ πρίγκιπος Γυλιάμου·
ἐπεὶ ἄν ἔχῃ τὸν πρίγκιπα βοήθειαν κι ἀδελφόν του,
οὐδὲν ψηφᾷ τοῦ βασιλέως, τὴν μάχην, οἵα κι ἂν ἔνι.
Κι ἀφῶν ἐπῆρε τὴν βουλὴν μετὰ τοὺς ἄρχοντές του,
μαντατοφόρους ἔστειλεν στὸν πρίγκιπα Γουλιάμον.
Ἄνθρωποι ἦσαν φρόνιμοι, γοργὸν τὸν ἐσυμβιβάσαν·
τὲς συμφωνίες ἐποίκασιν τῆς προίκας καὶ τοῦ γάμου.
Γοργὸν στρέμμαν ἐποίκασιν ἐκεῖσε εἰς τὸν Δεσπότην·
ὅλα τοῦ ν᾿ ἀφηγήθησαν, ἐκ στόματος τὸν εἶπαν,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

τὸ πῶς ἐκαταστήσασιν τὴν ὑπαντρείαν ἐκείνην.
Χιλιάδες ἑξῆντα ὑπέρπυρα ἦτον γὰρ τὸ προικίον,
ὅπου ἔδωκεν τοῦ πρίγκιπος ἐτότε ὁ Δεσπότης
δι᾿ ἐκείνην τὴν παράξενον τὴν ἀδελφήν του, λέγω,
ἄνευ γὰρ τὰ στολίσματα καὶ τὰ χαρίσματά της.
Οὐδὲν γὰρ ἄργησαν οὐδὲ ποσῶς τὸν γάμον νὰ ποιήσουν·
ἐκεῖ εἰς τὴν Πάτραν τὴν παλαιὰν ἐγίνετον ὁ γάμος.
Κι ἀφῶν ἐσυμπεθέρεψεν ὁ πρίγκιπας κι ὁ Δεσπότης,
πολλὰ γὰρ ἠγαπήθησαν καὶ ἤσασιν τὸ ἕνα,
καὶ ὅταν ἤθελεν συμβῇ νὰ ἔχῃ ὁ Δεσπότης χρείαν,
φουσσᾶτα ἐκ τὸν πρίγκιπα κι ἀνθρώπους τῶν ἀρμάτων,
ὅσα ἔχρηζεν καὶ ἤθελεν εἶχεν τὰ εἰς θέλημά του.
[` 217] Ἐν τούτῳ θέλω ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ πάψω ἐδῶ
ὀλίγον,
νὰ συντυχαίνω καὶ λαλῶ ἐκ τὸν Δεσπότην Ἄρτας,
καὶ θέλω νὰ σᾶς ἔχω εἰπεῖ καὶ νὰ σᾶς ἀφηγήσω
περὶ τοῦ πρίγκιπος Μορέως, ἐκείνου τοῦ Γυλιάμου.
[` 218] Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας, ἐπλάτυνε ἡ ἀφεντία του·
οὐκ εἶχεν γὰρ νὰ μάχεται μὲ ἄνθρωπον τοῦ κόσμου.
Οἱ φλαμουριάροι τοῦ Μορέως ὁμοίως κ᾿ οἱ καβαλλάροι
ἀρχίσασιν νὰ πολεμοῦν κάστρη καὶ δυναμάρια,
ὁ κατὰ εἷς στὸν τόπον του νὰ κάμνῃ τὸ ἐδικόν του·
κι ὡσὰν τὰ ἐκατασταίνασι τὰ δυναμάρια ἐκεῖνα,
ἀφῆναν τὰ ὑπονόμια τους, τὰ εἶχαν ἐκ τὴν Φραγκίαν,
κ᾿ ἐπαίρνασιν τοῦ τόπου τους τ᾿ ὄνομα ὄπου ἐβάναν.
ΟΙ ΦΕΟΥΔΑΡΧΑΙ ΚΤΙΖΟΥΝ ΚΑΣΤΡΑ ΑΝΑ ΤΟΝ ΜΟΡΕΑΝ

[` 219] Ἐν τούτῳ ἄρχισεν ἐμπρὸς ὁκάποιος μέγας ἀφέντης,
μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλην του ντὲ Μπριέρες,
ὅπου ἦτο ἀφέντης τῶν Σκορτῶν, τοῦ δρόγγου καὶ τοῦ τόπου.
κάστρον ἐποίησε ἀφιρόν, ὄμορφον δυναμάριν,
Καρύταινα τὸ ὠνόμασεν κ᾿ ἐκεῖνος ὠνομάστην
ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ ἐξάκουστος στρατιώτης.
Ἀπαύτου γὰρ ὁ δεύτερος, μισὶρ Γαρτιέρης ἄκουε,
ντὲ Ροζιέρες τὸν ἔλεγαν, οὕτως εἶχεν τὸ ἐπίκλην·
κάστρον ἐποίησε φοβερὸν ἐκεῖ εἰς τὴν Μεσαρέαν
καὶ Ἄκωβαν τὸ ὠνόμασεν, κι ἐκεῖνος ἦτο ἀφέντης.
Ὁκάποιον ἄλλον ἔλεγαν τὸ ὄνομα μισὶρ Ἰωάννης,
ντὲ Νουιλὴ τὸ ἐπίκλη του, ὅπου ἦτον καὶ πρωτοστράτωρ
τοῦ πριγκιπάτου τοῦ Μορέως κ᾿ εἶχεν το εἰς γονικὸν του·
κάστρον ἐποίησε ὁ λόγου του καὶ Πασσαβᾶν τὸ ἐκράξε.
Ἄλλος ἦτον ντὲ Νιβηλὲτ καὶ ἄκουε μισὶρ Ἰωάννης·
ἔποικεν κάστρο ὁ λόγου του κ᾿ ἔκραξέ το Γεράκιν,
ὅπου ἔνι εἰς τὴν Τσακωνίαν ἐδῶθεν γὰρ τοῦ Ἑλέου.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

Ὡσαύτως καὶ οἱ ἕτεροι ὅπου εἶχαν ἀφεντίες,
οἱ καβαλλάροι κι ἀρχιερεῖς κι ὅλοι οἱ φλαμουριάροι,
ὁ κατὰ εἷς στὸν τόπον του ἐποίησεν δυναμάριν·
τοῦ κόσμου γὰρ τὴν ἡδονὴν ἠθέλαν κι ἀγαποῦσαν,
κ᾿ ἐχαίρονταν ἀμφότεροι πρὸς τὸν καιρὸν ὅπου εἶχαν.
[` 220] Ἐν τούτῳ θέλω πάψει ἐδῶ νὰ λέγω ἀπ᾿
ἐκείνους
καὶ στρέφομαι νὰ σᾶς εἰπῶ τὸ πῶς ἄρχασε ἡ μάχη
ἀπὸ τὸν πρίγκιπα Μορέως, ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον,
μὲ τὸν ἀφέντην Ἀθηνῶν, μισὶρ Γυλιάμον ἄκω,
ντὲ λὰ Ρότζε τὸ ἐπίκλην του, οὕτως τὸν ὠνομάζαν.
[` 221] Τὸν χρόνον γὰρ καὶ τὸν καιρόν, ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες
ὅπου ἄκουσες καὶ εἶπα σε ὀπίσω εἰς τὸ βιβλίον μου,
ΠΡΟΣΤΡΙΒΑΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΥΡΗ ΑΘΗΝΩΝ

τὸ πῶς ἦλθεν στὴν Κόρινθον ἐκεῖνος ὁ Μπονιφάτσος,
ὁ μαρκέσης ντὲ Μουφαρᾶ, ὁ ρῆγας τοῦ Σαλονικίου
εἰς τὸν ἀφέντην τοῦ Μορέως, τὸν Καμπανέση ἐκεῖνον·
κ᾿ ἐκ τὴν ἀγάπην τὴν πολλὴν ὅπου εἴχασιν ἀλλήλως,
ὁ Καμπανέσης ἐζήτησεν βοήθειαν τοῦ μαρκέση.
Κ᾿ ἐκεῖνος γὰρ τοῦ ἐχάρισεν τὸ ὁμάτζιο καὶ λιζίαν·
πρῶτα τοῦ ἀφέντου τῶν Ἀθηνῶν, τὰ τρία τερτσέρια
τοῦ Εὐρίπου,
κι ἀπαύτου δὲ τὸ τέταρτον τοῦ μαρκέση τῆς Μποντενίτσας.
Καὶ διὰ τὴν μάχην ὅπου εἶχεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
ὡσαύτως κι ὁ πατέρας του μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος,
εἶθ᾿ οὕτως κι ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ἐκεῖνος ὁ ἀδελφός του,
κουρτέσικα ἐδιαβάζασιν ὅλοι γὰρ τὸν καιρόν τους.
[` 222] Λοιπόν, ὡσὰν ἀφέντεψεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
τὸ πριγκιπᾶτον Ἀχαΐας κ᾿ εἶχεν το εἰς ἐξουσίαν του,
τὸν Μέγα Κύρη ἐζήτησεν τὸ ὁμάντζιο νὰ τοῦ ποιήσῃ,
ὡσαύτως καὶ τῶν ἀφεντῶν τῆς νήσου γὰρ καὶ τοῦ
Εὐρίπου
καὶ τοῦ μαρκέση ἀλλὰ δή, τοῦ ἀφέντου Μπουτενίτσας.
[` 223] Κ᾿ ἐκεῖνοι γὰρ ἑνώθησαν κι οἱ πέντε ἀμφοτέρως·
βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ κι ἀπόκρισιν τοῦ ἐποιῆσαν,
ὅτι οὐδὲν τὸν γνωρίζουσιν μόνι καὶ σύντροφόν τους·
ὡς δὲ ὁμάντζιο ὅπου λαλεῖ, τίποτε οὐ χρεωστοῦν του,
ἀλλὰ οὐδὲ καταδέχονται ὁμάντζιο νὰ τοῦ ποιήσουν,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

[` 224] Ἀκούσων ταῦτα ὁ πρίγκιπας μεγάλως τὸ
ἐχολιάσεν,
ἐφάνη τον ἀνόρεχτον· ἐπῆρε τὴν βουλὴν του,
καὶ ἡ βουλή του τοῦ ἔδωκεν τοῦ νὰ ἔχῃ φουσσατέψει,
ἀπάνω εἰς αὔτους νὰ ἀπελθῇ διὰ νὰ τοὺς πολεμήσῃ
ὡς ἀντιστάτες, κι ἄπιστους ὅπου ἦσαν πρὸς ἐκεῖνον.
[` 225] Εἰς τοῦτο ὁρίζει, ἐγράψασιν τοῦ πριγκιπάτου
ἁπάντων,
φλαμουραρίων, καβαλλαρίων, ὁλῶν τῶν ἐπισκόπων,
τοῦ Τέμπλου καὶ Ὁσπιταλίου κι ὁλῶν τῶν βουργεσίων,
στὸ Νίκλι τοὺς ἐμήνυσε νὰ εἶναι σωρεμένοι
στὲς εἴκοσι γὰρ τοῦ Μαΐου, ἄνευ καμμίας προφάσης.
[` 226] Κι ὡς τὸ ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν ἐτοῦτο ὁ Μέγας
Κύρης,
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως οἰκονομᾶται νὰ ἔλθῃ
ἀπάνω του διὰ πόλεμον μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅλα,
καταπαντοῦθε ἐμήνυσεν, ἔνθα κι ἂν εἶχε φίλον,
παρακαλῶντα, ἀξιώνοντα νὰ ἔλθουν νὰ τοῦ βοηθήσουν
στὸν πρίγκιπαν ὅπου ἔρχετον τοῦ νὰ τὸν πολεμήσῃ.
Ὁ κάλλιος φίλος ὅπου εἶχεν καὶ συγγενὴς ἐτότε
ἦτον ὁ ἀντρικώτατος, ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
ὅπου γὰρ τὸν ἐτρέμασιν ᾿ς ὅλην τὴν Ρωμανίαν·
τὴν ἀδελφὴν του εἶχεν γὰρ ὁμόζυγον γυναῖκαν.
[` 227] Ὁ Μέγας Κύρης τοῦ ἔγραφεν, μηνᾷ,
παρακαλῶντα
ὡς ἀδελφὸν καὶ γνήσιον του, ὅπως νὰ μὴ τοῦ λείψῃ
εἰς ταύτην γὰρ τὴν ἀφορμὴν κ᾿ εἰς τούτην του τὴν
χρείαν
ἐπεὶ εἰς ἐκεῖνον ἤλπιζεν κ᾿ εἶχεν τὸ θάρρος του ὅλον.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΠΡΙΓΚΗΠΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑ ΚΥΡΗ ΑΘΗΝΩΝ

Ἀκούσων ταῦτα ὁ ἀντρικώτατος, ὁ ἐξάκουστος
ἐκεῖνος,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας τὸ τί τοῦ μηνᾷ ὁ ἀδελφός
του,
ἐκάτσε, ἐσκόπισεν καλὰ τὸ πῶς νὰ ἔχῃ διάξει,
τὸ τίνος πρῶτα ν᾿ ἀπελθῇ διὰ νὰ τοῦ ἔχῃ βοηθήσει,
τοῦ πρίγκιπος, ποῦ εὑρίσκετον ἀφέντης του γὰρ λίζιος
καὶ συγγενὴς του σαρκικὸς - θεῖος του γὰρ ὑπῆρχε -
κἄν τοῦ Μεγάλου τοῦ Κυροῦ, τοῦ γυναικαδελφοῦ του.
[` 228] Κι ὅσον ἐκατεσκόπισεν, εἰς ἐκλογὴν ἀπῆρεν
ἐκεῖνο τὸ χειρότερον, τὸ οὐκ ἦτον τῆς τιμῆς του.
Εἶπεν ὅτι καλλίον ἔχει νὰ ἀχάσῃ τὴν τιμήν του,
παρὰ νὰ λείψῃ ἐκεινοῦ τοῦ γυναικαδελφοῦ του.
Ἐτοῦτο δὲ ἐσκόπισεν στὸν λογισμόν του ἐτότε·
ὅτι, ἂν λείψῃ τοῦ πρίγκιπος - διατὸ ἦτον τάχα θεῖος του -
νὰ ἔχῃ τὴν συμπάθειον του, λαφρὰ νὰ τὸ ἀπεράσῃ.
Ἐν τούτῳ ἐβιάστη δυνατὰ φουσσᾶτα νὰ σωρέψῃ,
κι ἀκούστηκεν καταπαντοῦ καὶ ὅλοι τὸ ἐθαυμάζαν.
[` 229] Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς τὸ ἤκουσεν μεγάλως γὰρ τὸ
ἐχάρη
θαρρῶντα καὶ ἐλπίζοντα νὰ ἔλθῃ ἐκεῖ μετ᾿ αὗτον.
Ἐκεῖνος γὰρ ἐβιάστηκε νὰ ὑπάγῃ στὸν Μέγαν Κύρην
κι ἀπῆρεν τὸ φουσσᾶτο του κ᾿ ἐδιέβη εἰς τὴν Θήβαν·
τὸν Μέγαν Κύρην ηὕρηκε φουσσᾶτα νὰ σωρεύῃ.
Κι ὡσὰν τὸν εἶδε ὅτι ἦλθε ἐκεῖ ἐκεῖνος ὁ γαβρός του,
ἐφάνη τοῦ ὅτι ἐκέρδισε τὸ ἥμισον τοῦ κόσμου·
χαρὰν μεγάλη ἐποίκασιν· ὕστερο ἐμετανόησαν.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

[` 230] Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς ἤκουσεν τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον
τοῦ ἀνεψίου του τοῦ κακοῦ, τοῦ ἀφέντου τῆς Καρυταίνου,
πολλὰ τοῦ ἐφάνη βαρετόν, ἐθλίβη το μεγάλως·
τὸ πρῶτον διὰ τὴν ἀκοὴν ὅπου εἶχεν εἰς τὸν κόσμον,
ὅτι ἦτον καλλιώτερος εἰς ὅλους τοὺς στρατιῶτες,
ὅπου ἦσαν εἰς τὴν Ρωμανίαν τοὺς χρόνους γὰρ ἐκείνους,
καὶ πάλε, διατὸ ἐμέτεχεν καὶ ἦτον ἀνεψίος του
κι ἀπίστησεν τὸν ἀφέντη του κ᾿ ἐδιάβη στὸν ἐχτρόν του.
[` 231] Ὅμως, ὡς ἦτον φρόνιμος, ἐπαρηγορήθη μόνος
κι ὤρθωσεν τὰ φουσσᾶτα του, στὴν Κόρινθον ἀπῆλθεν·
μὲ δύναμιν ἀπέρασε τὴν σκάλαν τῶν Μεγάρων,
μὲ πόλεμον ἐκέρδισεν ἐκείνην τὴν κλεισοῦραν.
[` 232] Ὁ Μέγας Κύρης τὸ ἔμαθεν κ᾿ ἐθλίβη το μεγάλως,
διατὶ ἔμαθε ὅτι ἐπέρασεν ὁ πρίγκιπας τὴν σκάλαν
κ᾿ ἐσέβην εἰς τὸν τόπον του κ᾿ ὑπάει γυρεύοντά τον.
Ἀπῆρεν τὰ φουσσᾶτα του κ᾿ ἦλθεν εἰς ἀπαντὴν του,
ἐκεῖ ἐσυναπαντήθησαν εἰς τοῦ Καρύδη τὸ ὄρος.
[` 233] Μὲ πόλεμον ἀρχάσασιν εἰς τὸ βουνὶν ἀπάνω·
ὡς ἔνι γὰρ ὁ Θεὸς κριτὴς καὶ κρένει εἰς τὸ δίκαιον,
ΗΤΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓ. ΚΥΡΗ ΑΘΗΝΩΝ ΠΑΡΑ ΤΟ ΚΑΡΥΔΙ

ἔδωκεν τοῦ πρίγκιπος, τὸν πόλεμο ἐκερδίσεν.
Ἐκεῖ ἐσκοτώθη εἰς πόλεμον ὁ ἕνας φλαμουριάρης
μισὶρ Γγιπὲρ τὸν ἔλεγαν, ντὲ Κὸρ εἶχεν τὸ ἐπίκλην,
ὅστις εἶχεν τοῦ μισὶρ Ντζιὰν ντὲ Πασσαβᾶ θυγάτηρ
γυναῖκαν του εὐλογητικήν· καὶ μετὰ ἐκεῖνον ἀπῆρεν
εἰς ἄντρα εὐλογητικὸν τὸν μισὶρ Ντζὰ ἐκεῖνον
ντὲ Σαῖντ-Ὀμὲρ τὸν ἔλεγαν, οὕτως εἶχεν τὸ ἐπίκλην·
κ᾿ ἐποίκασιν ἀμφότεροι τὸ ἀντρόγυνον ἐκεῖνο
ἕναν υἱὸν ἐξαίρετον, τὸν θαυμαστὸν ἐκεῖνον
τὸν μισὶρ Νικόλαον ντὲ Σαῖντ-Ὀμὲρ ἀφέντη γὰρ τῆς Θήβας,
καὶ μέγαν πρωτοστράτορα τοῦ πριγκιπάτου Ἀχαΐας.
Ὡσαύτως ἐσκοτώθησαν στὸν πόλεμον ἐκεῖνον
σιργέντες καὶ καβαλλαροί, ἀριφνισμὸς οὐκ ἦτον.
[` 234] Ὁ Μέγας Κύρης ἔφυγεν ἐδιάβη εἰς τὴν Θήβαν
μὲ ὅσους τοῦ ἀκολούθησαν κ᾿ ἐδιάβησαν μ᾿ ἐκεῖνον·
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἐκεῖ μὲ αὐτὸν ἐδιάβη.
Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος
τὸν Μέγαν Κύρη εἰς πόλεμον ποῦ ἐγίνη στοῦ Καρύδη,
ὁ Μέγας Κύρης ἔφυγεν ἐσέβην εἰς τὴν Θήβαν·
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἦτον ἐκεῖ μετ᾿ αὖτον,
ὁ μισὶρ Νικόλας ντὲ Σαῖντ-Ὀμὲρ μετὰ τοὺς ἀδελφούς του,
τὸν μισὶρ Ντζία ντὲ Σαῖντ-Ὀμὲρ καὶ μὲ τὸν μισὲρ Ὄτον,
ὡσαύτως και οἱ τρεῖς ἀδελφοὶ ὅπου εἶχε ὁ Μέγας Κύρης
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐπαινετοὶ στρατιῶτες, καβαλλάροι,
ὁ κατὰ εἷς ἐβάσταινεν φλάμουρον ἐδικόν του·
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

ὁ ἀφέντης γὰρ τοῦ Σάλωνος μισὶρ Τομᾶς ἐκεῖνος,
οἱ τρεῖς ἀφέντες τοῦ Εὔριπου κ᾿ ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης,
αὐτοὶ ἐβαστοῦσαν φλάμουρα, οἱ δ᾿ ἄλλοι οἱ καβαλλάροι,
ὅπου ἦσαν εἰς τὸν πόλεμον μετὰ τὸν Μέγαν Κύρην,
οὐδὲν τοὺς γράφω, γὰρ ἐδῶ διὰ τὴν πολυγραφίαν.
[` 235] Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος μὲ τὰ φουσσᾶτα
ὅπου εἶχεν,
τὸ ἰδεῖ τὸ πῶς ἐκέρδισε τὸν πόλεμον ἐκεῖνον
ἐδιώχνοντα καὶ σφάζοντα ἐτότε τοὺς ἐχτρούς του,
στὴν Θήβαν τοὺς ἀπέσωσεν καὶ κατησφάλισέν τους.
ΥΠΟΤΑΣΣΕΙ ΤΟΝ ΜΕΓΑΝ ΚΥΡΗΝ ΑΘΗΝΩΝ

Ὥρισεν κ᾿ ἐνεντώσασιν τὸ γῦρον τὰ φουσσᾶτα·
τὲς χῶρες ἐκουρσεύασιν κ᾿ αἰχμαλωτίζανέ τες.
[` 236] Ἰδόντας γὰρ οἱ προεστοὶ ἐτότε τοῦ φουσσάτου,
ὅπου ἀγαποῦσαν κ᾿ εἴχασιν ἐκεῖ τοὺς συγγενούς τους,
τὸν Μέγαν Κύρην ἀλλὰ δὴ ὡσαύτως καὶ τοὺς ἄλλους,
ποῦ ἦσαν ἐκεῖσε μετ᾿ αὐτὸν κ᾿ ἐχάναν τὰ χωριά τους,
ὁ μητροπολίτης τῆς Θηβοῦ κι ἄλλοι τινὲς ἀπέκει
ἐβάλθηκαν εἰς μεσιτείαν ὅπως νὰ συμβιβάσουν
τὸν Μέγαν Κύρην ἀλλὰ δὴ κι ὅπου ἤσασιν μετ᾿ αὖτον,
καὶ τόσα ἐβιάστησαν πολλά, ἐσυμβιβάσανέ τους.
Ὁ Μέγας Κύρης ὤμοσεν τοῦ πρίγκιπος ἐτότε
νὰ πάψουσιν τὰ κούρση του κι ὁ ἐξαλειμὸς ἐκεῖνος·
κ᾿ ἐκεῖνος εἰς τὸν ὅρκον του στὴν Κόρινθον ν᾿ ἀπέλθῃ,
θέλει στὴν χώραν τοῦ Νικλίου νὰ τοῦ ἔχῃ ποιήσει
ὁμάντζιον,
κ᾿ εἰς ὅσον γὰρ τοῦ ἔφταισεν καὶ ἔσφαλεν πρὸς αὖτον,
διὰ τὰ ἄρματα ποῦ ἐβάσταξεν στὸν πρίγκιπα ἀπάνω,
νὰ ποιήσῃ τὴν ἀνταμοιβὴν ὡς ἀπαιτεῖ τὸ δίκαιον.
Οἱ φλαμουριάροι ἐσέβησαν ἐτότε ἐγγυητᾶδες,
ὥσπερ γὰρ τὸν ἐγγυώθησαν τότε τὸν Μέγαν Κύρην,
νὰ ἔλθῃ στὸ Νίκλι εἰς τέρμενον ποῦ ἐστήσασιν ἐτότε.
[` 237] Κι ὅσον ἐκαταστήσασιν ἐτοῦτο ὅπου σὲ λέγω,
ἐμίσσεψεν ὁ πρίγκιπας καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Κόρινθον
κι ἀπέκει γὰρ ἐδιέβηκεν ὁλόρθα εἰς τὸ Νίκλι.
[` 238] Κι ὁ Μέγας Κύρης παρευτὺς ἐδιόρθωσεν κι ἀπῆρεν
μεν᾿ αὖτον τοὺς εὐγενικοὺς φλαμουριαρίους ὅπου εἶχε,
καὶ ὅλους τοὺς καβαλλαρίους ὅπου εἶχεν μετ᾿ ἐκεῖνον·
τιμητικὰ κ᾿ εὐγενικὰ ἀπῆλθεν γὰρ ἐτότε,
ὁλόρθα ἐδιάβηκεν ἐκεῖ στὴν χώραν τοῦ Ἀμυκλίου,
ὅπου τὸν ἀνάμενε ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

[` 239] Κι ὅσον ἀπέσωσεν ἐκεῖ στὸ Νίκλι ὁ Μέγας Κύρης
κι ἑνώθη μὲ τοὺς ἄρχοντες ὅλους τοῦ πριγκιπάτου,
ὁμοῦ μὲ αὐτὸν ἐδιάβησαν στὸν πρίγκιπαν ἐνταῦτα.
Στὰ γόνατά του ἔπεσαν, ὅλοι παρακαλοῦν τον
νὰ συμπαθήσῃ τὸ ἔποικεν ἐτότε ὁ Μέγας Κύρης,
διατὶ ἐβάσταξε ἄρματα εἰς πόλεμον μετ᾿ αὗτον.
Κ᾿ ἐκεῖνος, ὡς εὐγενικὸς καὶ φρόνιμος ὅπου ἦτον,
κουρτέσικα ἐσυμπάθησεν τότε τὸν Μέγαν Κύρην·
κ᾿ ἐνταῦτα γὰρ τοῦ ἔποικεν τὸ ὁμάντζιον ποῦ ἐχρεώστει,
στὸ στόμα τὸν ἐφίλησεν κ᾿ ἐποιήσασιν ἀγάπην.
Μετὰ ταῦτα γὰρ τὸν ὥρισεν ἐνώπιον τῶν κεφαλάδων
ὅτι διὰ τὴν ἀνταμοιβὴν τοῦ φταίσματος ποῦ ἐποῖκεν
ἐβάσταξεν τὰ ἄρματα εἰς πόλεμον κατ᾿ αὖτου,
νὰ ἀπέλθῃ στὸν ρῆγαν τῆς Φραγκίας κ᾿ ἐκεῖνος νὰ τὸν κρίνῃ.
Κι ὁ Μέγας Κύρης παρευτὺς ὑπόσχεσιν τοῦ ἐποῖκεν
ὡς τὸ ὥρισεν ὁ πρίγκιπας, νὰ τὸ ἐκπληρώσῃ ἐκεῖνος.
[` 240] Κι᾿ ἀφότου ἐκαταστήσασιν ἐτοῦτα ὅπου σὲ λέγω,
οἱ ἀρχιερεῖς κ᾿ οἱ ἅπαντες ὁμοίως, κι ὁ Μέγας Κύρης,
ἐπῆραν τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἀφέντην τῆς Καρυταίνου
μὲ τὸ καπίστρι εἰς τὸν λαιμόν, στὸν πρίγκιπα ἀπῆλθαν.
Γονατιστὰ δεόμενοι ὅλοι παρακαλοῦν τον
ἐλεημοσύνη νὰ γενῇ νὰ τοῦ ἔχῃ συμπαθήσει.
[` 241] Κι ὁ πρίγκιπας οὐκ ἤθελεν, πολλὰ τοὺς ἀντιστάθη,
διατὶ τοὺς ἔδειχνε ἀφορμήν, ὡς ἦτον γὰρ καὶ ἡ ἀλήθεια,
τὸ σφάλμα ὅπου ἔποικεν κ᾿ ἐμίσσεψεν κ᾿ ἐδιάβη
εἰς τὸν ἐχτρόν του, σὲ λαλῶ, ἐκεῖνον τὸν Μέγαν Κύρην,
κ᾿ ἐκεῖνον ἐλευτέρωσεν, τὸν φυσικὸν του ἀφέντην.
Ὅμως τόσον ἐβιάστησαν κ᾿ ἐπαρακάλεσάν τον
ΔΕΧΕΤΑΙ ΩΣ ΥΠΟΤΕΛΗ ΤΟΝ Μ. ΚΥΡΗ ΕΙΣ ΝΙΚΛΗ

οἱ ἀρχιερεῖς κ᾿ οἱ ἄρχοντες, ὅλοι οἱ κεφαλᾶδες,
ὅτι ἤφεραν τὸν πρίγκιπα κ᾿ ἦλθεν ᾿ς ἐλεημοσύνην
τοῦ ἀφέντη τῆς Καρύταινας ἐκείνου τοῦ ἀνεψίου του.
Ἐνταῦτα τὸν ἐσυμπάθησεν μ᾿ ἐτοῦτον γὰρ τὸν τρόπον·
τὸν τόπον του τοῦ ἔστρεψεν νὰ τὸν κρατῇ ἀπὸ τότε
εἰς τοῦ κορμίου του μοναχά, κληρονομίαν ἂν ποιήσῃ,
εἰς νέον δόμα τοῦ τὸν ἔδωκεν νὰ τὸν κρατῇ ἀπὸ τότε.
[` 242] Ἀφότου γὰρ ἐγίνησαν συμβίβασες ἐκεῖνες,
χαρὰν μεγάλην ἔποικαν οἱ νέοι καβαλλάροι·
ντζοῦστρες, κοντάρια ἐτσάκισαν, χαρὲς μεγάλες εἶχαν·
[` 243] Κι ὅσον ἐχάρησαν καλά, ἐμίσσεψαν ἀπέκει·
ὁ Μέγας Κύρης ἐζήτησεν κ᾿ οἱ ἀφέντες τοῦ Εὐρίπου
ἀπολογίαν τοῦ πρίγκιπος κ᾿ ἐδιάβησαν ἐκεῖθεν.
Καὶ διατὸ ἔρχετο ὁ καιρὸς ἐτότε τοῦ χειμῶνος,
ὁ Μέγας Κύρης ἔμεινεν τοῦ νὰ ἔχῃ ἐξεχειμάσει,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

[` 244] Κι ὡς ἦλθεν γὰρ ὁ νέος καιρὸς ἀπὸ τὸν μάρτιον μῆναν,
κάτεργα δύο ἀρμάτωσεν κ᾿ ἐσέβηκεν εἰς αὖτα
εἰς τὸ Βροντῆσι ἐδιάβηκεν κ᾿ ἐπέζεψεν ἐκεῖσε.
Ἄλογα ἀγόρασεν τοῦ δάου κ᾿ ἐβάλθη εἰς τὴν στράταν
καὶ τόσα ὡδήγεψεν καλὰ εἰς τὸ Παρὶς ἐσῶσεν·
τὸν ρῆγαν ηὕρηκεν ἐκεῖ, ἑορτὴν μεγάλην εἶχε,
τὴν λέγουσιν Πεντηκοστὴν ὁ ρῆγας ἑωρτιάζεν.
[` 245] Δουλωτικὰ τὸν προσκυνᾷ τὸν ρῆγα ὁ Μέγας Κύρης,
κ᾿ ἐκεῖνος τὸν ἐδέξατο μετὰ τιμῆς μεγάλης,
διατὶ ἔμαθεν ὅτι ἔρχετον ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν.
Ὁ πρίγκιπας ἀπόστελνε μ᾿ ἕναν του καβαλλάρην
ἐγράφως τὴν ὑπόθεσιν, τὴν ἔποικε ὁ Μέγας Κύρης.
Τὸν ρῆγαν ἐπροσκύνησεν κεῖνος ὁ καβαλλάρης
καὶ τὸ πιττάκιν τοῦ ἔδωκεν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμο.
Κι ὁ ρῆγας γὰρ τὸ ἐδέξετον, ὥρισε κι ἀναγνώστην·
κι ἀφότου ἐγνώρισεν καλὰ ὁ ρῆγας γὰρ τὴν πρᾶξιν,
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΚΥΡΗ ΝΑ ΜΕΤΑΒΗ ΕΙΣ ΠΑΡΙΣΙΟΥΣ

ὅπου ἔποικεν τοῦ πρίγκιπος ἐτότε ὁ Μέγας Κύρης.
[` 246] Ὁ ρῆγας γάρ, ὡς φρόνιμος, ἐγνώρισεν ἐνταῦτα
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως διὰ τὴν τιμὴν τοῦ κόσμου,
τὸν Μέγαν Κύρη ἀπέστειλεν ἐκεῖσε γὰρ εἰς αὖτον.
Διὰ τοῦτο ἐνταῦτα ὥρισεν κ᾿ ἦλθαν οἱ κεφαλᾶδες,
ὅπου ἦσαν τότε στὸ Παρὶς στὴν ἑορτὴν ἐκείνην.
[` 247] Ὁλῶν βουλὴν ἐζήτησεν νὰ τὸν ἔχουν συμβουλέψει.
Πολλὰ ἐσυντύχασιν λεπτῶς τὸ φταίσιμον ποῦ ἐποῖκε
ὁ Μέγας Κύρης, σὲ λαλῶ, τοῦ πρίγκιπος Γυλιάμου.
[` 248] Κι ὅσον ἐλάλησαν πολλὰ κ᾿ ηὕρασιν τὴν ἀλήθειαν,
τὸν Μέγαν Κύρην ἔκραξεν, ὁμοίως τὸν καβαλλάρην,
ἀπόκρισιν τοὺς ἔδωκεν ἀμφοτέρων τῶν δύο.
Ἐκ στόματος τοὺς τὸ εἴπασιν κ᾿ ἐγράφως τοὺς τὰ ἐδῶκαν,
κι ὁ Μέγας Κύρης ἔστεκεν κι ἀφκράζετον τὰ λόγια.
Ἕνας μπαροῦς ἐβάσταξε τοὺς λόγους γὰρ τῆς κούρτης,
τὸν καβαλλάρην ἔκραξε καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον·
«Ἄκουσον, φίλε μου κι ἀδελφέ, κατάλαβε τοὺς λόγους
τὸ τί σὲ ἀποκρένεται ἡ κούρτη τῆς Φραγκίας.
Εἰ μὲν ἦτον ποιήσοντα ἐδῶ ὁ Μέγας Κύρης
τὸ ὁμάντζιον τοῦ ἀφέντη του, τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμο,
καὶ μετὰ τοῦτο ἐβάσταξεν ἄρματα πρὸς ἐκεῖνον
κ᾿ εἰς κάμπον ἐπολέμησεν εἰς πρόσωπον μετ᾿ αὖτον,
ὁ νόμος γὰρ ὁρίζει το κ᾿ ἡ κρίσις ἀπαιτεῖ το
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

νὰ ἦτον ἀκληρονόμητος ἐκεῖνος κ᾿ ἡ γενεά του
ἀπὸ ὅσον τόπον κι ἀφεντίαν ἐκράτει ἀπὸ ἐκεῖνον.
Ὡς δὲ τὸ λέγει τὸ ἔγραφον, ὅπου ἤφερες ἐνταῦτα
καὶ εἶπες μας κ᾿ ἐκ στόματος εἰς τὸ ἐμφανὲς τῆς κούρτης,
ὅτι ποτὲ οὐκ ἔποικεν ὁμάντζιο ὁ Μέγας Κύρης
τοῦ ἀφέντη σου τοῦ πρίγκιπος ἐκείνου τοῦ Μορέως,
οὐδὲν φέρνει τὸ φταίσιμον εἰς ἀκληρίαν τὸ πρᾶγμα.
[` 249] Ὅμως διατὸ ἔξευρεν κ᾿ ἐγνώριζεν ἀτός του ὁ Μέγας Κύρης,
καθὼς εἶχε τὸν ὁρισμὸν κ᾿ τὸν πρώην αὐτοῦ ἀφέντην,
τὸν ρῆγαν τοῦ Σαλονικίου, νὰ τοῦ ποιήσῃ ὁμάντζιο,
οὐδὲν ἐτύχαινεν ποσῶς ἄρματα νὰ βαστάξῃ,
ἀλλὰ οὔτε μάχην νὰ μαχιστῇ μὲ τὸν ἀφέντη ἐκεῖνον.
Λοιπὸν ἀφότου ἀπέστειλεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος
τὸν Μέγαν Κύρην κ᾿ ἦλθε ἐδῶ στοῦ ἀφέντη μας τὴν κούρτην,
ἦλθεν ἀτός του πρόθυμα ἀνταμοιβὴν νὰ ποιήσῃ,
κ᾿ ἦλθεν μὲ ἔξοδον πολλήν, μὲ κόπον καὶ μὲ μόχθον,
καὶ τὸ ταξεῖδι του, μακρέα, ὡς ἔνι γὰρ κ᾿ ἡ ἀλήθεια,
τοῦ νὰ ἔλθῃ ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν ἐδῶ εἰς τὴν Φραγκίαν·
καὶ πάλε γὰρ διὰ τιμὴν τέτοιου μεγάλου ἀφέντη,
ὡς ἔνι ὁ ἀφέντης μας ἐδῶ ὁ ρῆγας τῆς Φραγκίας,
ἁρμόζει ἡ ἀνταμοιβὴ κι ἂς ἔν᾿ συμπαθημένος».
[` 251] Κι ὅσον ἐπλήρωσε ὁ μπαροῦς ἐτοῦτο ὅπου
σᾶς γράφω,
ὁ Μέγας Κύρης στήκοντα ἐνώπιον γὰρ τῆς κούρτης,
τὸ καπεροῦνι του ἔβγαλεν καὶ φρόνιμα ἀπεκρίθη,
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ ΤΟΝ ΜΕΓΑ ΚΥΡΗ ΝΑ ΜΕΤΑΒΗ ΕΙΣ ΠΑΡΙΣΙΟΥΣ

τὸν ρῆγαν εὐχαρίστησεν καὶ μετ᾿ αὐτοῦ τὴν κούρτην.
Καὶ μετὰ ταῦτα δεόμενος τὸν ρῆγαν ἐπαρεκάλει
νὰ γράψῃ πρὸς τὸν πρίγκιπα τὴν τήρησιν τῆς κούρτης,
τὴν κρίσιν ὅπου ἔποικαν καὶ τὴν ἀπόφασίν της.
Κι ὁ ρῆγας ὡς εὐγενικός, ὥρισεν κ᾿ ἔποικάν το.
[` 252] Κι ἀφότου ἐποῖκαν τὰ χαρτία κ᾿ ἐγένετον τὸ τέλος,
ἀτός του ὁ ρῆγας ἔκραξε τότε τὸν Μέγαν Κύρην
καὶ λέγει οὕτως πρὸς αὐτὸν μετὰ γλυκείας τῆς γνώμης·
«Ἐσὺ ἦλθες ἐκ τὸν τόπον σου ἐδῶ ἐκ τὴν Ρωμανίαν
μὲ κόπον γὰρ καὶ μὲ ἔξοδον ἐδῶ εἰς τὴν βασιλείαν μου,
κι οὐκ ἤθελε εἶσται εὔπρεπον νὰ ἐστράφης ἐξοπίσω
χωρὶς νὰ λάβῃς ἀπ᾿ ἐμὲ ἀνταμοιβὴν καὶ χάριν.
Διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσέν, ἀπόκοτα μὲ ζήτα·
εἴ τι σὲ φαίνεται ἀπ᾿ ἐμοῦ νὰ σὲ τὸ εὐεργετήσω».
[` 255] Ἀκούσων ταῦτα ὁ φρόνιμος ἐκεῖνος ὁ Μέγας Κύρης,
τὸν ρῆγαν ἐπροσκύνησεν καὶ μυριοευχαριστᾷ τον·
ἐσκόπησε μικρούτσικον κ᾿ ἐνταῦτα ἀπεκρίθη·
«Εὐχαριστῶ τὸ στέμμα σου, τὴν βασιλειάν σου, ἀφέντη,
ὅταν ἔχεις τὴν ὄρεξιν τοῦ νὰ μ᾿ εὐεργετήσῃς.
Ἐν τούτῳ λέγω, ἀφέντη μου, τοῦ κράτου σου τοῦ ἁγίου,
ὅτι ἡ ἀφεντία τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου ἔχω καὶ κρατῶ την,
εἴ τις τὴν εἶχεν ἔκπαλαι, Δοῦκαν τὸν ὠνομάζαν·
κι ἂν ἔνι ἀπὸ τοῦ λόγου σου κι ἀπὸ τοῦ ὁρισμοῦ σου,
ἀπάρτι γὰρ καὶ ἔμπροστεν Δοῦκαν νὰ μὲ ὀνομάζουν».
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν, μεγάλως τὸ ἀποδέχτη·
ὥρισεν κ᾿ ἐθρονιάσαν τον εἰς τὸ παλάτι ἀπέσω.
[` 254] Ἐν τούτῳ θέλω ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ πάψω καὶ νὰ λέγω
περὶ τοῦ ρήγα τῆς Φραγκίας, τῆς Ἀθηνοῦ τοῦ Δούκα,
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ καὶ νὰ σὲ καταλέξω
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος,
ἐπιάστη στὴν Πελαγονίαν ἐκεῖνος κι ὁ λαός του.
[` 255] Καθὼς ἀκούσετε ἐδῶ ὀπίσω στὸ βιβλίον μου
τὸ πῶς ἐσυμβιβάστηκεν Δεσπότης ὁ Κουτρούλης
μετὰ τὸν πρίγκιπα Μορέως ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον,
τὴν ἀδελφήν του ἔδωκεν ὁμόζυγον γυναῖκαν.
Ἀπ᾿ αὔτην τὴν συμπεθερίαν ἐπλήθυνε ἡ ἀγάπη
ἀνάμεσον τοῦ πρίγκιπος κ᾿ ἐκεινοῦ τοῦ Δεσπότου·
οὕτως γὰρ ἠγαπούντησαν ἐκεῖνοι κι ὁ λαός τους,
ὥσπερ νὰ ἦσαν ἑνομοῦ ὅλοι ἀπὸ μίαν μητέρα.
[` 256] Λοιπὸν ὡσὰν ἐπλήθυνεν τοῦ βασιλέως ἡ μάχη
ὅπου ἀγωνειέτον πάντοτε κὺρ Θεόδωρος ὁ Δοῦκας,
ἐκεῖνος ὁ Σεβαστοκράτορας τότε πρὸς τὸν Δεσπότην,
ὁ Δεσπότης γὰρ ἐσκόπησε τὸν βασιλέα νὰ βλάψῃ.
Ὁρίζει, γράφουν γράμματα, μαντατοφόρους στέλνει
ἐκεῖσε γὰρ εἰς τὸν Μορέαν στὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
ὅπως νὰ γένῃ ἕνωσις, νὰ ἐσμίξουσιν οἱ δύο,
βουλὴν νὰ ἐπάρουν ἑνομοῦ διὰ ὑπόθεσιν μεγάλην
νὰ βλάψουσιν τὸν βασιλέα καὶ νὰ τὸν ἔχουν ζημιώσει.
ΣΥΜΜΑΧΕΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ

[` 257] Κι ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας κι ὡς τὸ
ἐπληροφορέθη,
ἐπῆρεν τοὺς καβαλλαρίους καὶ τοὺς φλαμουραρίους του.
[` 258] Ὁλόρθα ἐκεῖσε ἐδιάβηκεν εἰς τὴν παλαίαν τὴν
Πάτραν·
στὸν Ἔπακτον ἀπέσωσεν ἐτότε ὁ Δεσπότης,
ἀπὸ τὸ Δράπανο περνᾷ καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Πάτραν,
ἐνώθη μὲ τὸν πρίγκιπα ἐκεῖνον τὸν γαβρόν του.
Χαρὰν μεγάλην ἔποικαν ἐκεῖνοι κι ὁ λαός τους·
κι ὅσον ἐπεριχάρησαν καλὰ στὴν ὄρεξίν τους,
ἐκάθισαν ἀμφότεροι μετὰ τοὺς κεφαλᾶδες
κι᾿ ὅλους τοὺς φρονιμώτερους ὅπου εἴχασι μετ᾿ αὔτους.
[` 259] Ἐνταῦτα ἄρχασεν λαλεῖ ἐκεῖνος ὁ Δεσπότης,
νὰ λέγῃ παραπόνεσες ἐκ τὲς ζημίες ὅπου εἶχεν
ἐκ τὸν Σεβαστοκράτορα, τὸν ἀδελφόν του ἐκεῖνον.
Καὶ ὅσον ἀποπλήρωσεν τὲς παραπόνεσές του,
ὅλοι οἱ φρονιμώτατοι ἀπὸ τὸ Δεσποτᾶτο
βουλὴν ἐδῶκαν δολερὴν, ὕστερα ἐμετενοῆσαν,
ὅπως νὰ φουσσατέψουσιν οἱ δύο αὐταδέλφοι ἐκεῖνοι,
ὁ Δεσπότης μὲ τὸν Πρίγκιπαν μὲ ὅσα φουσσᾶτα ἔχουν,
καὶ ν᾿ ἀπεράσουν τὴν Βλαχίαν στὴν Ρωμανίαν νὰ σέβουν,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

νὰ δράμουν καὶ κουρσέψουσιν ὅλην τὴν Ρωμανίαν·
κι ἂν εὕρουν εἰς συναπαντὴν τοῦ βασιλέως φουσσᾶτα,
ἀτός του ὁ Σεβαστοκράτορας νὰ τοῦ συναπαντήσῃ,
᾿ς κάμπον νὰ πολεμήσουσιν, τοὺς θέλουν γὰρ νικήσει.
[` 260] Κι ἀφότου ἀπῆραν τὴν βουλήν, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
ὁ Δεσπότης ὀπίσω ἐστράφηκεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἄρταν·
καταπαντοῦθε ἀπέστειλεν φουσσᾶτα νὰ σωρέψῃ.
[` 261] Κι ὁ πρίγκιπας ἐστράφηκεν στὴν χώραν Ἀνδραβίδας·
καταπαντοῦθε ἀπέστειλε νὰ οἰκονομοῦνται πάντες,
μικροί, μεγάλοι μὲ ἄρματα, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι·
εἰς ἄνοιξιν γὰρ τοῦ καιροῦ διαβόντα τοῦ χειμῶνος
ἀφῶν πασχάσουσιν ὁμοῦ εἰς τὸν ἀπρίλιον μῆναν,
ὅλοι ν᾿ ἀπέρχωνται ὀρθὰ ἐκεῖ στῆν Ἀνδραβίδα
διὰ ν᾿ ἀπεράσουν, ν᾿ ἀπελθοῦν στὰ μέρη Ρωμανίας.
Ὁ Δεσπότης γὰρ καὶ ὁ Πρίγκιπας ἐρρίξασι τὴν ρόγαν·
φουσσᾶτα ἐρρογέψασι ὅσα ἠμποροῦσαν νὰ ἔχουν.
[` 263] Ἐν τούτῳ ἀφήνω, τὰ λαλῶ κι ἄλλα νὰ καταπιάσω,
νὰ σᾶς εἰπῶ κι ἀφηγηθῶ περὶ τοῦ βασιλέως.
Καθὼς ἐγίνη ἡ ἕνωσις, ὅπου σᾶς ἀφηγήθην,
ὅπου ἔποικεν ὁ πρίγκιπας κ᾿ ἐκεῖνος ὁ Δεσπότης
ἐκεῖ στὴν Πάτραν ποῦ ἔσμιξαν κι ἀπῆραν τὴν βουλήν τους
διὰ ν᾿ ἀπεράσωσιν ὁμοῦ στοῦ βασιλέως τὸν τόπον,
νὰ μαχιστοῦν τὸν βασιλέα, τὸν τόπον του κουρσέψουν,
ΣΥΜΜΑΧΕΙ ΜΕΤΑ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ

νὰ ἐπάρουσιν καὶ τὴν Βλαχίαν τοῦ Σεβαστοκρατόρου·
[` 264] Ἀκούσων ὁ Σεβαστοκράτορας ἐτοῦτα τὰ
μαντᾶτα,
τὰ κάστρη του ἐσωτάρχισε κι ἀφίρωσέν τα σφόδρα
ἀπὸ λαὸν κι ἀπὸ τροφῆς, νὰ ζοῦν νὰ τὰ φυλάττουν·
καὶ τὸ κοινὸν γὰρ τοῦ λαοῦ ὅπου ἦτον στὰ χωρία
ὥρισεν κ᾿ ἐδιόρθωσε νὰ σέβουν εἰς τὰ κάστρη,
ὅσοι χωροῦνται νὰ σεβοῦν κι ἄρματα νὰ βασταίνουν,
κ᾿ οἱ ἕτεροι ν᾿ ἀπέρχωνται ἀπάνω εἰς τὰ βουνία
μὲ τὰ ζῶα ὅπου εἴχασιν νὰ φυλαχτοῦν ἐκεῖσε.
[` 265] Εἶχεν γὰρ ὁ κὺρ Θεόδωρος, ἐκεῖνος ποῦ σὲ λέγω,
υἱοὺς τρεῖς καὶ ἐξαίρετους ὅπου ἄρματα ἐβαστοῦσαν·
ὁ πρῶτος ἄκω Κομνηνὸς κι᾿ ὁ δεύτερος ὁ Δοῦκας
κι ὁ τρίτος ἄκω Ἄγγελος, οὕτως τὸν ὠνομάζαν.
Τὸν πρῶτον γὰρ τὸν Κομνηνὸν ἐδιόρθωσε νὰ ἔνι
ἀφέντης γὰρ καὶ κύβερνος στὸν τόπον τῆς Βλαχίας,
καὶ ὥρισεν κι ὠμόσαν του, μικροί τε καὶ μεγάλοι.
[` 265] Καὶ ὅσον ἐκατόρθωσεν, τὰ εἶχεν νὰ διορθώσῃ,
ἀπῆρεν ὅσους ἤθελεν νὰ ἀπέλθουσι μετ᾿ αὖτον
κ᾿ ἐδιέβη εἰς τὸν βασιλέα ὅπου ἦτον εἰς τὴν Πόλιν·
λεπτῶς τοῦ ἀφηγήθηκεν τὴν πρᾶξιν καὶ τὸν βίον
τὸ πῶς οἰκονομούντησαν μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχαν.
Ὁ πρίγκιπας γὰρ τοῦ Μορέως μὲ τὸν Δεσπότην Ἄρτας
πάντα ρογεύγουν, βιάζονται φουσσᾶτα νὰ μαζώξουν
τοῦ νὰ ἔλθουν εἰς τὸν νέον καιρὸν στὴν Ρωμανίαν νὰ σέβουν
«Βούλονται γάρ, ὡς λέγουσιν, τὴν βασιλείαν σου ἐπάρει,
κ᾿ ἐσέναν νὰ ἀκληρήσουσιν κ᾿ ἐμᾶς τοὺς ἐδικούς σου».
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

[` 267] Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλεὺς ὁ γέρων κὺρ Μιχάλης,
ὡς ἦτον γὰρ εἰς φρόνεσιν κ᾿ εἰς τὴν ἀνδρείαν μεγάλος,
πάλι ἐφοβήθη, τὸ ἄκουσε, ἐδειλίασε εἰς σφόδρα·
τὸν πρίγκιπα ἐδειλίασεν δια τὸ εἶχεν γὰρ τοὺς Φράγκους.
Ὥρισεν γὰρ κ᾿ ἐκράξασι τοὺς κεφαλᾶδες ὅλους
τοὺς φρόνιμους κ᾿ εὐγενικοὺς ποῦ ἦσαν τῆς βασιλείας του.
Ἄρχισε νὰ λέῃ πρὸς αὐτοὺς καὶ νὰ τοὺς ἀφηγᾶται,
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως μὲ τὸν Δεσπότη Ἑλλάδος
ἐφουσσατέψαν κ᾿ ἔρχονταν ὁλόρθα εἰς τὴν Ρωμανίαν.
«Ἐν τούτῳ θέλω καὶ ζητῶ ὅλοι βουλὴν νὰ δῶτε
ἐνταῦτα τί νὰ ποιήσωμεν καὶ πῶς νὰ ἔχωμεν πράξει».
Πολλὰ ἦσαν γὰρ τὰ λόγια τους ὅπου εἶπαν κ᾿ ἐλαλῆσαν,
στὸ τέλος γὰρ ἰσιάστησαν καὶ μίαν βουλὴν ἐδῶκαν.
[` 268] Ὁ πρῶτος ὅπου ἐλάλησεν κ᾿ εἶπεν τοῦ βασιλέως
ἦτον ὁ Σεβαστοκράτορας, κὺρ Θεόδωρος ἐκεῖνος·
καὶ εἶπεν πρὸς τὸν βασιλέα καὶ πρὸς τοὺς κεφαλᾶδες·
«Δέσποτα, ἅγιε βασιλέα, τοῦ κράτου σου τὸ ἔλεος,
ὅτι ἂν παντέχῃς μοναχὰ μὲ τὸν λαὸν ὅπου ἔχεις,
τὸν τόπον γὰρ τῆς Ρωμανίας νὰ τὸν ἔχῃς φυλάξει,
πληροφορῶ τὸ κράτος σου, ἀπεργωμένος εἶσαι,
τὴν βασιλείαν σου ἀχάνεις την κ᾿ ἐμᾶς ἀκλήρησές μας.
Ὅρισον γὰρ νὰ ἀνοίξουσιν τὸν θησαυρὸν ὅπου ἔχεις
καὶ ρίξε τὸ λογάρι σου καὶ ρόγεψε Ἀλαμάννους·
στεῖλε εἰς τὸν ρῆγαν τῆς Οὐγγρίας λαὸν νὰ σὲ βοηθήσῃ,
ὁμοίως στὸν ρῆγαν τῆς Σερβίας, ὅπου ἔνι γείτονάς σου,
νὰ ἔλθῃ ἀτός του ἂν ἠμπορῇ, ἢ τὸν λαόν του στείλῃ·
ἀπόστειλον ᾿ς Ἀνατολὴν νὰ ἐλθοῦσιν τὰ φουσσᾶτα
ὅπου εἶναι γὰρ παιδευτικοὶ εἰς μάχην μὲ τοὺς Τούρκους.
Κι ἀφῶν ἔλθουσιν γὰρ αὐτοὶ ὅπου εἶπα κι ὀνομάζω,
ἐλπίζω πρῶτα εἰς τὸν Θεὸν κι ἀπαύτου στὴν εὐχήν σου,
τὸν τόπον σου φυλάξωμεν ἀπὸ τοὺς ἀντιδίκους
κ᾿ ἐκείνους γὰρ νὰ βλάψωμεν ὅπου μᾶς φοβερίζουν».
[` 269] Ἀκούσων γὰρ ὁ βασιλεὺς ὁ γέρων κὺρ Μιχάλης
τὸν λόγον γὰρ καὶ τὴν βουλὴν τοῦ Σεβαστοκρατόρου,
πολλὰ τὸν εὐχαρίστησεν κ᾿ ἐπαίνεσεν εἰς σφόδρα,
ἐπεὶν τοῦ ἐφάνηκεν καλὸν εἰς τὸν ἐτέτοιον τρόπον
ὁ τόπος του νὰ φυλαχτῇ καὶ τοὺς ἐχτρούς του βλάψῃ.
Ἐν τούτῳ ὁρίζει γράφουσιν εἰς ὅλους γὰρ τοὺς τόπους,
ὅπου εἶπεν κ᾿ ἐσυμβούλεψεν κὺρ Θεόδωρος ὁ Δοῦκας.
[` 270] Μαντατοφόροι ἀπήλθασιν ἐκεῖ εἰς τὴν
Ἀλαμάννιαν·
τριακόσιους γὰρ ἐρρόγεψαν ὅλους καβαλλαρίους
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑΙ ΜΙΧΑΗΛ ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΥ

ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεχτοί, ὅλοι ἀποδιαλεμένοι.
Ἐκ τὴν Οὐγγαρίαν ἤλθασιν χίλιοι πεντακόσιοι,
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεχτοὶ δοξιῶτες στὰ ἄλογά τους.
Ὁ Κράλης γὰρ τοῦ ἀπέστειλεν, ὁ ρῆγας τῆς Σερβίας,
ἑξακοσίους εἰς τὰ ἄλογα, ὅλους καλοὺς δοξιῶτες.
Ἐκεῖνοι τῆς Ἀνατολῆς ἀρίφνητοι τοῦ ἦλθαν
κ᾿ ἠφέρασιν καὶ μετ᾿ αὐτοὺς Τούρκους πεντακοσίους.
Κι ὅταν ἦλθεν ὁ νέος καιρὸς αὐτὸς ὁ μάρτιος μῆνας,
στὰ μέρη Ἀνδριανόπολης εἰς τοὺς πλατέους τοὺς κάμπους
ἐκεῖ ἐπερισωρέψασιν ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα.
Κι ὁ βασιλεὺς, ὡς φρόνιμος, καὶ εἶχεν γὰρ τὴν ἔννοιαν,
ἀπόστειλεν καὶ ἤλθασιν Κουμάνοι δύο χιλιάδες,
δοξιῶτες εἰς τὰ ἄλογα πολλὰ ἐλαφροὶ τῆς μάχης.
[` 271] Κι ἀφότου ἐσυνάχτησαν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα,
κράζει τὸν κὺρ Θεόδωρον τὸν σεβαστοκράτοράν του
καὶ κεφαλὴν τὸν ἔποικεν εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα·
ὅλα του τὰ ἐπαρέδωκεν, τοὺς πάντας ἐπροφωνέθη
νὰ τὸν ἔχουν διὰ κεφαλήν, δίκαιον τοῦ βασιλέως,
τὸν ὁρισμόν του νὰ ἐκπληροῦν ὡσὰν γὰρ τοὺς ὁρίσῃ.
[` 272] Ἐν τούτῳ ἀφίνω γὰρ ἐδῶ, τὰ λέγω κι ἀφηγοῦμαι
καὶ στρέφομαι νὰ σᾶς εἰπῶ διὰ ἐκεῖνον τὸν Δεσπότην
καὶ διὰ τὸν πρίγκιπα Μορέως, ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον,
τὸ πῶς ἐποῖκαν κ᾿ ἔπραξαν στὴν μάχην ὅπου ἀρχάσαν.
[` 273] Ὅταν ἑπέρασε ὁ καιρὸς ἐκεῖνος ὁ χειμῶνας
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

καὶ ἄρχασεν ὁ νέος καιρὸς ἀπὸ τὸν μάρτιον μῆναν,
ὅπου ἀρχινοῦν καὶ κηλαδοῦν, τὰ λέγουσιν ἀηδόνια,
καὶ χαίρονται, εὐτρεπίζονται τὰ πάντα γὰρ τοῦ κόσμου,
ὁ πρίγκιπας γὰρ τοῦ Μορέως, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος,
ὅστις ἦτον μακρύτερα παρὰ γὰρ τὸν Δεσπότην,
ἀπέστειλεν στὸν Εὔριπον κ᾿ εἰς ὅλα τὰ νησία,
καταπαντοῦθε ἐσώρεψεν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα.
Ἐπέρασε τὴν θάλασσαν τοῦ Πάκτου εἰς τὸν Πύργον.
[` 274] Ὁλόρθα ἐδιάβηκεν ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ Δεσπότης·
ἐκεῖ στὴν Ἄρτα ἑνώθησαν κ᾿ ἐσμίξαν τὰ φουσσᾶτα,
οὐδὲν ἀργήσασιν ποσῶς μόνον καὶ μίαν ἡμέραν·
τὴν δεύτερην ἐκίνησαν ᾿κ τὰ Γιάννινα ὑπαγαίνουν,
εἰς τὴν Βλαχίαν ἐσέβησαν κ᾿ ἐκεῖ ἐκοντοαναμεῖναν
ἕως οὗ νὰ ἔλθῃ ὁ λαὸς τοῦ Εὑρίπου, τῶν νησίων,
τῆς Θήβας καὶ τῶν Ἀθηνῶν κι ὁ ἀφέντης τῆς Σαλώνου,
Ἀπὸ τὴν Σιδερόπορταν ἐδιάβησαν ὁλόρθα
καὶ ηὕρασιν τὸν πρίγκιπα ἀπέσω εἰς τὴν Βλαχίαν·
στὸν κάμπον τοῦ Θαλασσινοῦ ἑνώθησαν ἀλλήλως.
[` 275] Κι ἀφότου ἑνώθησαν ὁμοῦ ὅλα γὰρ τὰ φουσσᾶτα,
βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ ὅλοι οἱ μεγάλοι ἀφέντες
τὸ πῶς νὰ πράξουν νὰ ὑπάουν καὶ πόθεν νὰ ἀρχινήσουν.
Τινὲς ἀπ᾿ αὔτους εἴπασιν τὴν Πάτραν, τὸ Ζητοῦνι,
νὰ βάλουν τὰ φουσσᾶτα τους νὰ τὰ παρακαθίσουν,
τὰ κάστρη τὰ ἀχαμνότερα νὰ τὰ ἔχουν πολεμήσει.
ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΕΙ ΩΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ

Οἱ δὲ οἱ φρονιμώτεροι, παιδευτικοὶ τῆς μάχης
οὐδὲν ἐσυγκατέβησαν εἰς τὴν βουλὴν ἐκείνην·
ἐπεὶ ἂν ἐβάλθη ὁ λαὸς νὰ πολεμοῦν τὰ κάστρη,
οὐδὲν κατευοδώνονται τίποτε διαφορήσει.
«Τὸ κάλλιον καὶ διαφορικὸν, ὅπου ἔχομεν ποιήσει,
ἔνι γὰρ νὰ ἀπέλθωμεν ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν
κουρσεύοντα, ζημιώνοντα τοῦ βασιλέως τοὺς τόπους,
κι ἂν εὕρωμεν τὸν βασιλέα εἰς κάμπον ν᾿ ἀναμένῃ,
μὲ τοῦ θεοῦ τὴν δύναμιν τὸν θέλομεν πολεμήσει.
Κ᾿ εἰ μὲν εὐδοκήσῃ ὁ Θεὸς νὰ μᾶς δώσῃ τὸ νῖκος,
πολλὰ ἐλαφρὰ νὰ ἐπάρωμεν τὰ μέρη Σαλονίκης,
στὸ στρέμμα μας νὰ ἐπάρωμεν ὅλην γὰρ τὴν Βλαχίαν·
νά ἐξεχειμάσωμεν ἐδῶ· καὶ πάλε ὡσὰν ἱδοῦμεν
ὅτι τὸ ἀκούσει ὁ λαὸς τῶν κάστρων τῆς Βλαχίας
τὸ πῶς ἐπολεμήσαμεν κ᾿ ἐπήραμε τὸ νῖκος,
ὅλα τὰ κάστρη παρευτὺς μᾶς θέλουν προσκυνήσει».
[` 276] Κ᾿ εἰς τοῦτο ἐσυμβιβάστησαν οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου.
Ἐνταῦτα ἐχωρίσασιν χιλίους ἀλογάτους,
καὶ τρεῖς χιλιάδες γὰρ πεζοὺς νὰ ὑπάουν ἐκεῖ μετ᾿ αὔτους
διὰ νὰ ὑπαγαίνουν ἔμπροστεν κουρσεύοντα τοὺς τόπους.
Τρεῖς σύνταξες τοὺς ἔποικαν κ᾿ ἐπροφωνεθήσανέ τους·
ὅλη μέραν νὰ περπατοῦν τοὺς τόπους νὰ κουρσεύουν,
κι ἀφῶν ἔλθῃ γὰρ τὸ σπερνό, νὰ καταλάβῃ ἡ νύχτα,
τοῦ νὰ περισωρεύωνται εἰς ἕναν τόπον ὅλοι.
[` 277] Ἀπαύτου γὰρ ἐχώρισαν τὲς σύνταξές τους ὅλες
κ᾿ ἐβάλθησαν εἰς τὴν ὁδὸν κι ἀρχάσαν νὰ ὑπαγαίνουν
κουρσεύοντα, ζημιώνοντα τὸν τόπον τῆς Βλαχίας,
καὶ πάντα οἱ κουρσατόροι τους ὀμπρὸς γὰρ ὑπαγαίναν
μιᾶς ἡμεροῦ τὸ διάστημα, ἐτόσον τοὺς ἀπεῖχαν.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

Καὶ ὅσον ἐκουρσέψασιν τὰ μέρη τῆς Βλαχίας,
ἐπέρασαν τὸ σύνορον ὅπου χωρίζει ὁ τόπος
τοῦ βασιλέως ἐκ τὴν Βλαχίαν, Κατακαλοῦ τὸν λέγουν,
κ᾿ ἐσέβησαν στοῦ βασιλέως τοὺς τόπους νὰ κουρσεύουν.
[` 278] Ἐκεῖ ἕναν κάστρον ηὕρασιν, τὸ λέγουσιν τὰ Σέρβια·
ἀνθρώπους γὰρ ἐπιάσασιν ἐκ τὸ καστέλλι ἐκεῖνο.
Ἐρώτησαν νὰ τοὺς εἰποῦν τὸ τί μαντᾶτα ἐξεύρουν
κ᾿ ἐκεῖνοι ἀπεκρίθησαν κ᾿ ἐπληροφόρησάν τους·
«Τὸ πῶς ὁ Σεβαστοκράτορας μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅλα
κὺρ Μιχαὴλ τοῦ βασιλέως, ὅπου σᾶς ἀναμένουν
σιμὰ εἰς τὴν Ἀνδριανόπολιν εἰς τοὺς μεγάλους κάμπους·
κ᾿ ἐτύχαινε νὰ ἔρχωνται ἐδῶ γυρεύοντάς σας·
ἐλπίζομεν νὰ ἐπέρασαν σιμὰ στὸ Σαλονίκι».
Ἀκούσων ταῦτα ὁ Πρίγκιπας ὁμοίως καὶ ὁ Δεσπότης,
χαρὰν μεγάλην ἔδειξαν ἐτότε τοῦ λαοῦ τους·
ὅτι ἀγαποῦν κι ὀρέγονται τοῦ νὰ ἔχουν πολεμήσει.
Βουλὴν ἐπῆραν παρευτὺς τὸ τί νὰ ἔχουν ποιήσει,
καὶ ἡ βουλὴ τους ἔδωκε πάντα νὰ ὑπαγαίνουν
ὁλόρθα ἐκεῖ ποῦ εὑρέσκονται ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα,
νὰ πολεμήσουν μετ᾿ αὐτούς, ἐλπίζουν νὰ νικήσουν·
κ᾿ εἰ μὲν τοὺς ἔλθῃ τὸ ριζικὸν τὸν πόλεμον κερδίσουν,
ἐλπίζουν νὰ ἐνεμείνουσιν τῆς Ρωμανίας ἀφέντες.
ΕΚΣΤΡΑΤΕΥΕΙ ΩΣ ΣΥΜΜΑΧΟΣ ΤΟΥ ΔΕΣΠΟΤΟΥ

Καὶ τόσα ἐκαβαλλίκεψαν ὅτι ἔσωσαν ἐκεῖσε
στὰ μέρη τῆς Πελαγονίας τὰ λέγουν κι ὀνομάζουν.
[` 279] Ἐκεῖνος ὁ κὺρ Θεόδωρος ὁ Δοῦκας τῆς Βλαχίας,
ὅστις ἦτον Σεβαστοκράτορας ὅλης τῆς Ρωμανίας,
ὁ ἐξάκουστος εἰς τὴν στρατείαν καὶ δόκιμος εἰς ὅλα,
ὡς ἄκουσε ὅτι ἔρχετον ὁ Πρίγκιπας κι ὁ Δεσπότης,
ὤρθωσεν τὰ φουσσᾶτα του κ᾿ ἐχώρισεν τ᾿ ἀλλάγια
κ᾿ ἑρμήνεψεν τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς κεφαλᾶδες
τὴν πρᾶξιν γὰρ καὶ τὴν στρατείαν ὅπου ἔμελλεν ποιήσουν·
Κουμάνους εἶχεν μετ᾿ αὐτοῦ ὅπου ἦσαν δύο χιλιάδες·
διατὸ ἦσαν ἐλαφρότεροι ἀπ᾿ ὅλα τὰ φουσσᾶτα,
ὀμπρὸς ἐκαβαλλίκευαν τὸν τόπον νὰ ἀποσκεπάζουν.
Ἀπαύτους γὰρ ἀπέρχονται οἱ τριακόσιοι Ἀλλαμάνοι·
τοὺς Οὔγγρους γὰρ ἐδιόρθωσεν καὶ ἦσαν τὸ ἄλλο ἀλλάγι
κι ἀπ᾿ ἐκεινοὺς ἐρχόντησαν οἱ Σέρβοι κ᾿ οἱ Βουλγάροι·
κι ἀπέκει ἐκεῖνος ἔρχετον μὲ τοὺς Ρωμαίους καὶ Τούρκους.
Καὶ ὅσον διεχώρισεν ὅλα του τὰ ἀλλάγια,
εἴκοσι ἑφτὰ εὑρέθησαν ἀλλάγια καβαλλάροι.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

[` 280] Ὡς φρόνιμος καὶ πονηρὸς ὅπου ἦτον εἰς τὰ πάντα,
ὥρισε εἰς ὅλα τὰ χωρία καὶ ἦλθαν οἱ χωριάτες
κ᾿ ἐφέραν τὰ φοράδια τους, βοΐδια κι ἀγελάδια
κι ὅσα ὀνικὰ κι ἂν εἴχασιν ἐκεῖ τὰ ἠφέραν ὅλα·
ὅλα τὰ ἐκαβαλλίκευαν ἀπάνω ἐκ τὰ βουνία,
κ᾿ ἐφαίνονταν ἀπὸ μακρὰ ὅτ᾿ ἦσαν καβαλλάροι.
Καὶ πᾶσα ἑσπέρα ἀνάβγασιν ὁ κατὰ εἰς ἡστιάν του,
καὶ φαίνονταί σου τὰ βουνία κ᾿ οἱ κάμποι ὅτι ὅλοι καιόνται.
Κι ἀπαύτου πάλε ὥρισεν μικρούς τε καὶ μεγάλους,
οὕτως καὶ τὰ φουσσᾶτα του ὡσὰν καὶ τῶν χωριάτων,
ὁμοφώνως καὶ μιὰν φωνὴν στριγγίτσαν κι ἐφωνάζαν·
καὶ φαίνεταί σου ὅτι βροντὲς τὸν κόσμον ἐταράττων.
[` 281] Ἀπαύτου πάλε ἐδιόρθωσεν ἀνθρώπους ἐδικούς
του
κ᾿ ἐπαῖρναν ροῦχα κι ἄλογα κ᾿ ἔφευγαν κ᾿ ὑπαγαῖναν
ἐκεῖ εἰς τὸν Πρίγκιπα Μορέως,ὁμοίως κ᾿ εἰς τὸν Δεσπότην,
κ᾿ ἐλέγαν τους τὰ ψέματα, τὰ οὐκ εἶδαν οὔτε ἀκοῦσαν.
Τοῦ βασιλέως γὰρ τὸν λαὸν σφόδρα τὸν ἐπαινοῦσαν
κι αὐξαίνουσι κ᾿ ἐλέγασι διὰ τὸ ἕνα πεντακόσια,
καὶ τόσα τοὺς ἀπόσωσαν ψεματικὰ μαντᾶτα,
ὁτι πολλὰ ἐδειλίασαν οἱ δεσποτάτοι ὅλοι
[` 282] Ἀπαύτου πάλε ἔκραξεν ἄνθρωπον τῆς βουλῆς του,
ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑ ΜΑΧΗΣ ΔΙΑΤΡΕΞΑΝΤΑ

προνοῖες καὶ χρὴματα πολλὰ τοῦ ἐτάχθη κ᾿ ὑπησχήθη
νὰ φανιστῇ ὅτι ἔφυγεν κ᾿ ἐδιάβη στὸν Δεσπότην.
Γραφὴν τοῦ ἔδωκε ἀπόκρυφα νὰ δώσῃ τοῦ Δεσπότη,
ὅ,τι τοῦ εἰπῇ ἐκ στόματος, ὅλα νὰ τὰ πιστέψῃ.
Ἐπῆρεν τὰ πιττάκια του κ᾿ ἐβάλθη εἰς τὸν δρὸμον·
σπουδαχτικὰ ἐπερπάτησεν, ἦλθεν εἰς τὸν Δεσπότην,
κρυφῶς ἀπῆλθεν εἰς αὐτὸν καὶ μοναξὰ τὸν κράζει.
[` 282] Ὁ κλέφτης ἦτον πονηρὸς καὶ μηχανὸς εἰς σφόδρα·
ὡσὰν κλαίοντα ἄρχισεν νὰ λέγῃ τὸν Δεσπότην·
«Ἀφέντη, ἐδῶ μὲ ἀπέστειλεν ὁ κύρης μου ὁ ἀδελφός σου
νὰ σὲ εἰπῶ τὸ μυστὴριον του, τὸ τί σὲ συμβουλεύει.
Ἀλήθεια ἔνι, ἀφέντη μου, κ᾿ ἐκεῖνος μαρτυρεῖ το
ὅτι ἀπὸ τοῦ φτόνου καὶ ζηλείας κι ἀναγκασίες ἀνθρώπων
ἐβάλθητε εἰς σκάνταλα κ᾿ εἰς τὴν συνερισίαν·
ἐσὺ ἐζήτας τὴν Βλαχίαν, κ᾿ ἐκεῖνος τὸ Δεσποτᾶτο.
Κι ἀπὸ ἐτούτης τῆς ἀφορμῆς ἐπλήθυνεν ἡ μάχη
μέσα εἰς ἐσᾶς τοὺς ἀδελφοὺς ὅπου ἦτον ψέγος μέγα,
νὰ μάχεστε ἀμφότεροι ἐσεῖς οἱ δύο αὐταδέλφοι.
[` 283] Λοιπόν, ἀφέντη μου, καλέ, ὁ κύρης μου ὁ ἀδελφὸς
σου,
ὡς ἔδραμες ἀπάνω του νὰ ἐπάρῃς τὴν Βλαχίαν,
οὐκ εἶχεν γὰρ ποῦ νὰ γενῇ οὐδὲ τὸ ποῦ νὰ δώσῃ
κ᾿ ἐπρόσφυγεν στὸν βασιλέαν ὅπου ἔνι ἀντίδικός σου.
Κι ὡς ἔμαθεν ὁ βασιλέας ὅτι φουσσᾶτα κάμνεις,
τὸν πρίγκιπα γὰρ τοῦ Μορέως ἔποικες ἀδελφόν σου,
τὴν ἀδελφὴν σας τοῦ ἐδωκες διὰ ὁμόζυγον γυναῖκαν
κ᾿ ἐπῆρες εἰς βοήθειαν σου μὲ ὅσα φουσσᾶτα ἔχει.
Κακὴν βουλὴν ἀπήρετε· καὶ ποῖος σᾶς τὴν ἐδῶκεν,
νὰ ἀφῆστε γὰρ τοὺς τόπους σας καὶ τὴν ἀνάπαψίν σας,
νὰ ἔλθητε στὴν Ρωμανίαν στοῦ βασιλέως τοὺς τόπους;
νὰ μάχεσαι τὸν βασιλέα, τίς εἶσαι, Δέσποτά μου;
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

πόσους τέτοιους ὡσὰν ἐσὲν ἔχει στὴν ἐξουσίαν του;
Λοιπόν, ἀφέντη μου καλέ, ἄκου, καὶ πίστευέ μου,
πολλὰ φουσσᾶτα ἔρχονται ἐδῶ νὰ σὲ θέλουν ἀπαντήσει·
ἔχει Ἀλλαμάνους ἐκλεχτοὺς καλὰ πεντακοσίους,
Οὔγγρους χιλιάδες δὲκα τρεῖς ὅλους μὲ τὰ δοξάρια,
Βουργάρους, Σέρβους ἔχει ἐδῶ κἄν τέσσαρες χιλιάδες,
Ρωμαίους ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν ὅλους ἐδῶ τοὺς ἔχει,
ἐκ τὴν Τουρκίαν κι Ἀνατολὴν ἀριφνισμὸν οὐκ ἔχουν·
διὰ τὸν ἕναν ὅπου ἔχετε ὁ πρίγκιπας μετά σε,
εἶναι γὰρ τοῦ βασιλέως ᾿ς τὸν ἕναν σας διακόσιοι.
Διὰ τοῦτο λέγει, Δέσποτα, ὁ ἀφέντης μου ὁ ἀδελφός σου
ὅτι ἂν ἐμαχίστητε ἀπὸ φτορὰν δαιμόνου,
οὐδὲν ἔχει καλλιώτερον φίλον του εἰς τὸν κόσμον,
κι ὡς ἀγαπῶντα σε πολλά, μεγάλως σὲ λυπᾶται,
Κ᾿ ἐξεύρεις κι ἄλλο, ἀφέντη μου, τὸ πόσα σὲ κακεύει
ὁ βασιλὲας τῆς Ρωμανίας αὐτὸς ὁ Παλαιολόγος
κι ἂν ἔλθῃς γὰρ εἰς πόλεμον εἰς τοσοῦτα φουσσᾶτα,
πρῶτο ἠμπορεῖ ἀπ᾿ ἁμαρτίας νὰ χάσῃς τὸ κορμί σου,
καὶ δεύτερον, χειρότερον, ἂν πέσῃς εἰς τὰς χεῖρας
τοῦ Παλαιολόγου βασιλέως ἐκεῖ ὅπου σὲ κακεύει,
ποτὲ τὴν Ἄρτα οὐδὲν θεωρεῖς οὐδὲ τὸ Δεσποτᾶτο,
[` 284] Ἐν τούτῳ λέγει, ἀφέντη μου, ὁ κύρης μου ὁ ἀδελφός σου·
σκόπησον μὲ ὅλην σου τὴν βουλὴν νὰ φύγῃς νὰ γλυτώσῃς
ἐσὺ μὲ τὰ ἀρχοντόπουλα ποῦ εἶναι τοῦ Δεσποτάτου,
κι ἄγωμε εἰς τὸν τόπον σου, τὰ κάστρη σου νὰ φυλάξῃς.
Καὶ πάλε ἂν χάσῃς τίποτε ἀπὸ τὰ πεζικά σου,
ἀφῶν ἔχεις τὴν ἀφεντίαν κ᾿ εἶσαι στὸ Δεσποτᾶτο,
πάλε φουσσᾶτα οὐ λείπουν σε, νὰ ἔχῃς ὅσα κι ἂν θέλῃς».
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ ἀσεβὴς ὅπου ἔλεγεν ἐτοῦτα,
ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑι ΜΑΧΗΣ ΔΙΑΤΡΕΞΑΝΤΑ

ὅλως κλαίοντα τὰ ἔλεγεν καὶ κλαίοντα τὰ ἀφηγᾶτον,
[` 285] Καὶ ὅσον ἀποπλήρωσεν ἐτοῦτα κι ἄλλα πλέον,
εἶδεν καλὰ κ᾿ ἐγνώρισεν, ἐδειλίασε ὁ Δεσπότης·
ἀπολογίαν ἐζήτησεν ἤθελε νὰ ὑπαγαίνῃ.
ὡς δὲ ὁ Δεσπότης τὸν κρατεῖ ἕως ὅτου νὰ συντύχῃ
ἀλλήλως μὲ τὸν πρίγκιπα νὰ μάθῃ τὰ μαντᾶτα.
Κράζει παιδόπουλά του δύο καὶ μοναξὰ τοὺς λέγει·
« Ἀμέτε εἰς τὸν πρίγκιπα κ᾿ εἰπέτε του ἀπὸ ἐμὲναν
νὰ ἔλθῃ συντόμως ἐδῶ, βιαστικὰ τὸν χρήζω».
Κ᾿ ἐκεῖνοι ἐσπούδαξαν, γοργὸν στὸν πρίγκιπα ἀπῆλθαν
τὸ εἰπεῖ του ἐκ τὸν ἀφέντην τους ἐκεῖνον τὸν Δεσπότην,
τὸ εἶχαν κι ἀναγγεῖλαν του· εὐθέως σπουδαίως ἐδιάβη
ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ ἀσεβὴς στὴν τένταν τοῦ Δεσπότου.
Ἐξάναρχα λεπτομερῶς τὸν πρίγκιπα τὰ εἶπεν,
ὅλα τὰ ἀφηγήσετον, ὡσὰν καὶ τοῦ Δεσπότου·
κι ἀφότου τὰ ἀφηγήσετον τοῦ πρίγκιπος τὰ λέγει,
ἀπολογίαν τοῦ ἐδώκασιν, ἐδιάβη ὁπόθεν ἦλθεν.
Λεπτῶς τὰ ἀφηγήσετον τοῦ Σεβαστοκρατόρου
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικεν ἐκεῖσε εἰς τὸν Δεσπότην
καὶ πῶς τοῦ ὑποσχέθηκεν νὰ φύγῃ τὴν νύχτα ἐκείνην.
Τὸ ἀκούσει το ὁ κὺρ Θεόδωρος μεγάλως γὰρ ἐχάρη,
κράζει τοὺς φρονιμώτατους ὅπου εἶχε εἰς τὰ φουσσᾶτα·
ὅλα τοὺς ἀφηγήσετον, χαρὰν μεγάλη ἐποῖκαν.
Ὡς δὲ ὁ Δεσπότης σὲ λαλῶ, ἐκεῖνος τῆς Ἑλλάδας
οὐκ ἦτον γὰρ χαιράμενος, μεγάλην θλῖψιν εἶχεν.
Ἔκραξε τὸν πρίγκιπα· οἱ δύο βουλὴν ᾿πῆραν
τὸ πῶς νὰ ποιήσουσιν ὁμοῦ καὶ πῶς νὰ ἔχουν διάξει,
[` 286] Κράζουν τοὺς κεφαλᾶδες τους, τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

ἐβάλαν τους κι ὠμόσασιν νὰ κρύψουν τὴν βουλή τους.
Ἀφότου γὰρ ἐγένετον ὁ ὄρκος τῶν κεφαλάδων
κι ὠμόσασιν ἀμφότεροι νὰ κρύψουσιν τὸ πρᾶγμα,
ὅπου ἤθελεν νὰ τοὺς εἰπῇ τῆς Ἄρτας ὁ Δεσπότης,
εἰς τοῦτο ἄρξετον νὰ λαλῇ καὶ νὰ τοὺς ἀφηγᾶται,
ὁ Δεσπότης λεπτομερῶς ἐκεῖνα τὰ μαντᾶτα,
τὰ εἶπεν καὶ άφηγήσετον ἐκεῖνος ὁ δημηγέρτης
τὸν ἦτον ἀποστείλοντα κὺρ Θεόδωρος ὁ Δοῦκας
τοῦ Δεσπότου, τοῦ ἀδελφοῦ, ὅλον μὲ πονηρίαν.
Ἀκούσων ταῦτα οἱ ἄρχοντες οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου,
οἱ μὲν ἐπίστεψαν εὐθέως ἀλήθεια ὡσὰν τὸ ἐλέγαν·
κ᾿ οἱ ἄλλοι ἐλέγαν, ψέματα εἶπεν ὁ δημηγέρτης.
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὁ ἐξάκουστος ἐκεῖνος
ἐντράπη, τὸ ἀκούσει τὸ φυγεῖον, μεγάλως ἐταραχεύτη
καὶ εἶπεν, ὅτι ψέματα εἶπεν ὁ χωριάτης
ὅπου ἦλθεν κι ἀφηγήσετον ἐκεῖνα τοῦ Δεσπότου·
ὅλα ὅσα ἦσαν λόγια εὔκαιρα, καύχημα τῶν Ρωμαίων
ὅπου ἐπαινοῦνται ὁλοστινοὶ καὶ ψέγουν τοὺς ἐχτροὺς τους.
«Ἀλλὰ ἂς σταματήσωμεν ἐδῶ εἰς τοὺς κάμπους τούτους
κι ἂν ἔλθουν, νὰ πολεμήσωμεν ἠμεῖς ἂς τοὺς δεχτοῦμε,
ΤΑ ΠΡΟ ΤΗΣ ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑι ΜΑΧΗΣ ΔΙΑΤΡΕΞΑΝΤΑ

Μηδὲν σκιαστῆτε τίποτε ἂν εἶναι πλειότεροί μας·
ὅτι λαὸς πολύπλοκος κι ἀπὸ διαφόρες γλῶσσες
ποτὲ καλὴν συμβίβασιν οὐκ ἔχουσιν ἀλλήλως,
Ἡμεῖς γὰρ καὶ ἄν εἴμεθεν ὀλίγοι πρὸς ἐκείνους,
ὅλοι εἴμεθεν ὡς ἀδελφοὶ καὶ γλῶσσαν μίαν λαλοῦμε,
κ᾿ ἐδάρτε θέλομεν φανῇ ἂν εἴμεθεν σγρατιῶτες».
Ἐκεῖνοι οἱ περισσότεροι ἐκ τὸν φόβον ὅπου εἶχαν
τίποτε οὐδὲν ἀφκράστησαν τοῦ ἀφέντου τῆς Καρυταίνου,
ἀλλὰ εἰς τὸ τέλος εἴπασιν κι οὕτως τὸ ἀφιρῶσαν·
ὅτι τὸ ἐλθεῖ τὸ βραδύ, νὰ λάμψῃ τὸ φεγγάρι,
νὰ κοιμηθῇ ὁ λίος λαὸς νὰ μὴ τοὺς ἔχουν νοὴσει,
τὸ πλεῖον κρυφῶς καὶ σιγαλὰ ὅπου νὰ ἠμπορέσουν
νὰ ὁρμηθοῦν τοῦ φεγγαρίου καὶ νὰ ἔχουν μισσέψει,
νὰ φύγουν ὡσὰν ἠμποροῦν διὰ νὰ μὴ κιντυνέψουν.
Κι ὅσον ἐπλήρωσε ἡ βουλὴ ὄτι νὰ ἔχουν φύγει,
ὁ κατὰ εἷς ἐδιάβηκεν εἰς τὴν κατοῦνα ὅπου εἶχεν.
[` 287] Ἐν τούτῳ ὁ ἀντρικώτατος ὁ ἀφέντης τῆς
Καρυταίνου,
ἐκεῖνος ὁ παράξενος ὁ ἐπαινετὸς στρατιώτης,
ἐπόνεσε ἡ καρδία του κ᾿ εἰς σφόδρα ἐλυπήθη.
Ὁ μὲν ἐντράπη τὸ φυγεῖον, ἐθλίβη τὸν λαόν του,
Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

ἐσκόπησεν, ὡς φρόνιμος, τὸ πῶς νὰ τοὺς βοηθὴσῃ
νὰ μὴ χαθοῦσιν ἄδικα κ᾿ ἔχει ἁμαρτίαν μεγάλην.
[` 288] Στὴν τέντα του ἐστάθηκεν, ραβδὶ κρατεῖ στὸ χέριν,
τὸν στῦλον κρούει μὲ τὸ ραβδὶ καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον·
«Στῦλε μου, κράτει δυνατὰ τὴν τέντα ὅπου μὲ σκέπει
κ᾿ εἰπὲς τῆς ἐκ τὸ μέρος μου, μηδὲν τὸ ἀπιστήσῃ
ὅτι πολλὰ τὴν ἀγαπῶ, οὐ χρὴζω νὰ κιντυνέψῃ.
Ἡμεῖς βουλὴν ἀπήραμεν, ὁ πρίγκιπας κι ὁ Δεσπότης,
νὰ φύγωμεν ἀπὸ σπεροῦ οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου
ν᾿ ἀφήσωμεν τὸν λίον λαὸν νὰ ἔχουσιν κιντυνέψει.
Διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσέν, τέντα μου ἠγαπημένη,
μὴ πιάσῃ κι ἀπιστήσῃς το ὅτι ἔνι ἀλλέως τὸ πρᾶγμα·
σκόπησον νὰ σωτερευτῇς ὅπως μὴ κιντυνέψῃς».
[` 289 ]Ἀκούσων ταῦτα ὁ λαὸς ποῦ ἦσαν ἐκεῖ μετ᾿ αὖτον
τὸ πρᾶγμα τὸ ἐξενοχάραγον, τὸ οὐκ εἴδασιν ποτὲ τους,
ὅλοι εἰς φόβον ἐπέσασιν, ἐταράχτησαν μεγάλως·
ἀπὸ ἄνθρωπον εἰς ἄνθρωπον ἐπλάτυνεν τὸ πρᾶγμα,
Ὁ πρίγκιπας τὸ ἄκουσεν, ἐχόλιασεν μεγάλως·
ὥρισε εὐθέως κ᾿ ἐκράξασιν τὸν ἀφέντην τῆς Καρυταίνου
καὶ λέγει τον χολιαστικά· «Ἦτον καλὸν τὸ ἐποῖκες;
τὸν ὄρκον ὅπου ἐποίκαμεν καὶ τὴν βουλὴν ὁμοίως,
νὰ τὸ φαυλίσῃς φανερά, νὰ μᾶς ἀποσκεπάσῃς;
οὐδὲν τὸ ἔποικες φρόνιμα, σφάλμα γὰρ μέγαν ἦτον».
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας τὸν πρίγκηπα ἀπεκρίθη·
«Ἐγὼ σφάλμα οὐκ ἔποικα καὶ τίς νὰ μὲ ἔχῃ μέψει,
ἕτοιμος νὰ διαφεντευτῶ καὶ νὰ τὸν πολεμήσω
ὅποιος νὰ εἰπῇ ὅτι ἔσφαλα, ἄνευ τῆς ἀφεντίας σου,
ὅπου εἶσαι ἀφέντης μου λίζιος κι οὐδὲν σὲ ἀντιτείνω.
Ὅσοι εἴπασιν νὰ φύγωμεν νὰ ἀφήσωμεν τὸν λαόν μας,
λουλοὺς τοὺς ἔχω κι ἄτυχους, οὐ πρέπει νὰ εἶναι ἀφέντες
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΤΑΙ ΜΟΝΟΣ ΕΙΣ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΝ

ἢ νὰ βαστάνουν ἄρματα, στρατιῶτες νὰ τοὺς κράζουν».
Ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας ἐννόησε, ἐντράπηκε το,
ἐμετανόησεν σφοδρὰ εἰς ὅσον γὰρ ἐγίνη·
κράζει τὸν πρωτοστράτοραν, ὁρίζει τον καὶ λέγει,
νὰ βάλῃ τὸν διαλαλητὴν τοῦ νὰ ἔχῃ διαλαλήσει·
κανεὶς μὴ ἀκούσῃ τίποτε καὶ φοβηθῇ κἄν ὅλως
τὰ λόγια ὅπου εἰπήθησαν ἐνταῦτα εἰς τὰ φουσσᾶτα,
μὴ τὰ πιστέψῃ γὰρ κανείς, ψέματα εἶναι μεγάλα.
Ἀλλὰ ἂς τὸ κρατοῦσι ἀλήθειαν, κανεὶς μὴ τὸ ἀπιστήσῃ,
ὅτι αὔριον, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, θέλουσι πολεμήσει.
Ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ ἅπαντες ἐτότε οἱ Μοραΐτες
τὸ πῶς ἐδιαλαλήσασιν κι ἀφίρωσαν τοὺς λόγους,
ὅτι τὰ λόγια τὰ εἴπασιν ψέματα ἐλαλῆσαν,
ὡς δὲ τὴν αὔριον τὸ πρωΐ θέλουσιν πολεμήσει,
ὅλοι τὸ ἀνεχάρησαν, πολλὰ τὸ ἐπεθυμοῦσαν.
[` 290] Κ᾿ οἱ Δεσποτᾶτοι, ὡς τὸ ἤκουσαν, ἐθλίβησαν
εἰς σφόδρα·
εἰς τὸν Δεσπότη ἐδιάβησαν ὅλοι του οἱ μεγιστᾶνοι,
κρυφῶς τοῦ εἶπαν μοναξά· «Ἀφέντη, τί ἔν᾿ τὸ κάμνεις;
βούλεσαι ν᾿ ἀποθάνωμεν ἐδῶ ἀδίκως μετ᾿ ἔσου;
οὐδὲν ἀκούῃς τοὺς ἄτυχους τοὺς Φράγκους τοῦ Μορέως,
τὸ πῶς οὐδὲν ἐδείλιασαν τὰ πλήθη τῶν φουσσάτων
ὅπου ἔρχονται ἀπάνω τους, αὐτοῦ τοῦ βασιλέως,
ἀλλὰ καλοαφιρώνωνται νὰ τοὺς ἔχουν πολεμήσει».
Ὁ Δεσπότης τοὺς ἀποκρίθηκεν καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους·
«Ἐγὼ κρατῶ τὰ εἴπαμεν καὶ τὴν βουλὴν ποῦ ἐδόθη·
κ᾿ οἱ Μοραΐτες ἂς λαλοῦν κι ἂς ποιήσουν ὡς κελεύουν.
Βάλετε ἕναν ἀπὸ ἐσᾶς νὰ διάβῃ ἐκ τὸ φουσσᾶτο
τοῦ Δεσποτάτου, σᾶς λαλῶ, προφώνεσιν νὰ ποιήσῃ,
τὸ συσπερώσει, μοναχὰ νὰ ἐξέβη τὸ φεγγάρι,
ὅλοι ἂς κινήσουν παρευτὺς μετὰ ἡσυχίας μεγάλης,
Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

ὁλόρθα ἂς ὑπαγαίνωμεν ἐκεῖ εἰς τὸ ἰγονικόν μας·
κι ὅπου ἔχει θέλημα καλὸν κι ὄρεξιν τοῦ πολέμου
ἂς ἐνεμείνῃ ἐδῶ καὶ νὰ εὕρῃ τὰ γυρεύει».
Οὕτως τὸ ἐποῖκαν οἱ Ρωμαῖοι τοῦ Δεσποτάτου ἐκεῖνοι·
τὸ συσπερώσει ἐδιάβησαν ἐκ τὸ φουσσᾶτο ἐκεῖθεν.
Ἔδε ἁμαρτίαν ὅπου ἔποικεν ἐτότε ὁ Δεσπότης
νὰ ἔλθῃ νὰ ἐβγάλῃ ἐκ τὸν Μορέαν τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον
μὲ τὸ ἄνθος τῶν εὐγενικῶν ἀνθρώπων τοῦ Μορέως,
ὅπου εἴχασιν ἀνάπαψιν καὶ μονοκρατορίαν,
κι ἀπῆγαν εἰς βοήθειαν του στὴν μάχην ὅπου εἶχεν·
τότε τοὺς ἐλευτέρωσεν στὰς χεῖρας τῶν ἐχτρῶν του
κ᾿ ἔφυγεν καὶ ἐδιάβηκεν εἰς τὴν Θεοῦ κατάραν.
Ποῖος ν᾿ ἀκούσῃ πώποτε Ρωμαίου νὰ ἔχῃ πιστέψει
δι᾿ ἀγάπην γὰρ ἢ διὰ φιλίαν ἢ διὰ καμμίαν συγγένειον;
ποτὲ Ρωμαίου μὴ ἐμπιστευτῇς διὰ ὅσα καὶ σοῦ ὀμνύει·
ὅταν θέλῃ καὶ βούλεται τοῦ νὰ σὲ ἀπεργώσῃ,
τότε σὲ κάμνει σύντεκνον ἢ ἀδελφοποιτόν του,
ἢ κάμνει σε συμπέθερον διὰ νὰ σὲ
ἐξολοθρέψῃ.
Ὡς ἔνι γὰρ τὸ φυσικὸν τοῦ κόσμου τὸ συνήθειον,
κακὸν μαντᾶτο οὐκ ἠμπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἔχῃ κρύψει.
[` 291 ] Ἐκεῖνος ὁ πανάπιστος ὁ μέγας δημηγέρτης,
ὅπου τὰ ἐμαγέρεψεν ἐτοῦτα ὅπου σᾶς λέγω,
τὸ ἰδεῖ ὅτι ἔφυγεν εὐθέως ἐκεῖνος ὁ Δεσπότης,
σπουδαίως ἐδιάβηκεν γοργὸν στοῦ βασιλέως τὸν στόλον
κ᾿ εἶπεν τὸν Σεβαστοκράτορα· ἔφυγεν ὁ Δεσπότης
μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἤφερεν ἀπὸ τὸ Δεσποτᾶτον,
κ᾿ ἐνέμεινεν ὁ πρίγκιπας μόνι μὲ τὰ ἐδικά του.
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΕΤΑΙ ΜΟΝΟΣ ΕΙΣ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑΝ

[` 292] Τὸ ἀκούσει το ὁ Σεβαστοκράτορας, ἐχάρηκεν μεγάλως.
εὐθέως τ᾿ ἀλλάγια του ὤρθωσεν, ἐκίνησαν ἐνταῦτα,
ὁλόρθα στὴν Πελαγονίαν ὡρμῆσαν νὰ ὑπαγαίνουν.
[` 293] Σάββατο ἡμέραν ἐκίνησαν, τὸν πρίγκιπα ἐπλη-
σιάσαν.
Τὴν κυριακὴν γὰρ τὸ πρωῒ ὡρμῆσαν νὰ πολεμὴσουν.
[` 294] Κι ἀφῶν εἶδεν ὁ πρίγκιπας ὅτι ἔφυγε ὁ Δεσπότης
κ᾿ ἐγνώρισε εἰς πληροφορίαν τὸ ἔργον τὸ τοῦ ἐποῖκεν,
κ᾿ ἔμεινεν στὴν Πελαγονίαν οὕτως ἀπεργωμένος,
μόνον μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅπου εἶχε ἐκ τὸν Μορέαν,
κ᾿ ἔξευρεν ὅτι ἔρχετον τοῦ βασιλέως ὁ στόλος
μὲ τὸν Σεβαστοκράτοραν διὰ νὰ τὸν πολεμήσουν·
ὡς φρόνιμος κ᾿ εὐγενικὸς ὅπου ἦτον καὶ στρατιώτης,
κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του, τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου
καὶ ὅλους τοὺς καβαλλαρίους, Φράγκους τε καὶ Ρωμαίους,
καὶ ἄρξετον νὰ τοὺς λαλῇ καὶ νὰ τοὺς συντυχαίνῃ,
γλυκία τοὺς ἐνουθέτευεν κ᾿ ἐπαρηγόρησέ τους·
«Συντρόφοι, φίλοι κι ἀδελφοί, ὡς τέκνα καὶ παιδία μου,
γινώσκει ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ δόξα του τὸ πῶς εἶμαι θλιμμένος
εἰς τοῦτο ὅπου μᾶς ἔποικεν Δεσπότης ὁ ἀδελφός μου
κι ἀπέργωσέ με ὡσὰν παιδὶ καὶ ἤφερέν με ἐνταῦτα.
Ἐγὼ διὰ τὴν ἀγάπην του καὶ πάλε διὰ τὴν τιμήν μου,
ἐβλέποντας τὸν θάνατον, τὴν ἀκληρίαν ὅπου εἶχεν
ἀπ᾿ τὸν Σεβαστοκράτορα αὐτὸν τὸν ἀδελφόν του,
ὅπου τοῦ ἀπῆρε τὴν Βλαχίαν, τὸ Δεσποτᾶτο ἐζήτα,
ἐπῆρα τὰ φουσσᾶτα μου, ἐσᾶς τοὺς ἐδικούς μου
κ᾿ ἦλθα εἰς συμμάχειον ἐκεινοῦ διὰ νὰ τοῦ ἔχω βοηθήσει.
Καὶ ὅσον μ᾿ ἐπροσήφερεν ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν,
οὕτως μᾶς ἐπαράδωκεν αὐτὸς τοῦ ἀδελφοῦ του
ὡσὰν ὁ Ἰούδας τὸν Χριστὸν ἐκεινῶν τῶν Ἰουδαίων.
Διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσᾶς, ὅλους παοακαλῶ σας·
ἀφῶν μᾶς ἤφερε ἡ ἁμαρτία ἐδῶ εἰς τοὺς ἐχτρούς μας
_3Ο῍7. Σ῾βαστοκράτωο ὡ, ἡκ8σ;ν ἐχάρη.ε μ,γάλω,· 48. τ ἀλλἀγια,
ἀδ.οοθωστν, ἐ,ίνησαν εὺθαως, · 9. Πελαγονίαν ὤρισεν, ὑπαγα
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

ἐξεύρετε ὅτι μακρέα ἀπέχομεν τοῦ Μορέως.
κι ἂν θέλομεν νὰ φύγωμε οὐδὲν κατευοδοῦμε
κ᾿ ἤθελεν εἶσται ἄσκημον νὰ εἰπὴθῃ εἰς τὸν κόσμον,
ἀφῶν στρατιῶτες εἴμεθεν νὰ φύγωμεν ὡς γυναῖκες.
Ἀλλὰ ἂς σταθοῦμε ὡς ἄνθρωποι, στρατιῶτες παιδεμένοι·
τὸ πρῶτον ἂς φυλάξωμεν ὡς πρέπει τὴν ζωὴν μας,
καὶ δεύτερον πάλε ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἔπαινος τοῦ κόσμου,
τὸ ἀγαποῦσιν οἱ ἅπαντες ὅπου ἄρματα βαστοῦσιν.
Ἐκεῖνοι ὅποὺ ἔρχονται ἐδῶ τοῦ νὰ μᾶς πολεμήσουν
ὅλοι εἶναι πολυσώρευτοι ἀπὸ διαφόρες γλῶσσες·
καὶ θέλω νὰ τὸ ἐξεύρετε, τινὰς μὴ τὸ ἀπιστήσῃ,
ὅτι ὁ λαὸς πολύπλοκος καὶ πολυσωρεμένος,
ποτὲ καλὴν συμβίβασιν οὐκ ἔχουσιν ἀλλήλως.
Ἡμεῖς γὰρ καὶ ἂν εἴμεθα ὀλίγοι πρὸς ἐκείνους,
ὅλοι εἴμεθεν γνώριμοι καὶ μίας οὐσίας ἀνθρῶποι,
καὶ πρέπει ὅλοι ὡς ἀδελφοὶ ἀλλὴλως ν᾿ ἀγαπᾶστε.
Ἐπεὶ ἂν ἔχωμεν ὁμοῦ ἀγάπην ὡς ἁρμόζει,
ὁ κατὰ εἷς γὰρ ἀπὸ ἐμᾶς ν᾿ ἀξιάζῃ διακόσιους
ἀπὸ ὅσοι ἔρχονται ἐδῶ διὰ νὰ μᾶς πολεμήσουν.
Οὐδὲν φροντίζω ἄλλους τινὲς μόνον τοὺς Ἀλλαμάνους·
τριακόσιοι εἶναι μοναχοὶ κ᾿ ἔχουν ἕναν ἀφέντην
Δοῦκαν ντὲ Καρεντάνε τὸν λαλοῦν, οὕτως τὸν ὀνομάζουν,
Καὶ ἔχω εἰς πληροφορίαν τὸ πρῶτον τους ἀλλάγι
τοὺς Ἀλλαμάνους ἔχουσιν νὰ ἔλθουν νὰ πολεμὴσουν,
Λοιπὸν ἂν ποιήσωμεν ὁρμὴν ὡς φρόνιμοι στρατιῶτες
τῶν Ἀλλαμάνων τὴν φορὰν τοῦ πολέμου ἀπαντῆσαι,
Η ΕΝ ΠΕΛΑΓΟΝΙΑι ΜΑΧΗ

νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ μοῖρα μας κ᾿ ἡ εὐχὴ γὰρ τῶν γονέων μας,
νὰ τοὺς σπαράξωμεν ποσῶς νὰ ἐπάρωμεν τὸ νῖκος,
τοὺς ἄλλους ὅλους ἔχομεν ὡς φάλκονας περδίκιν.
[` 296] Διὰ τοῦτο λέγω πρὸς ἐσᾶς τὸ πρῶτο μας ἀλλάγι
νὰ ποιήσωμεν καλλιώτερον, ὅλο ἐκλεχτοὺς ἀνθρώπους,
νὰ ἐξεύρουσιν νὰ πολεμοῦν, νὰ ἐντρέπωνται τὸν κόσμον·
καὶ νὰ ἔνι ἀπάνω εἰς αὐτοὺς ὡς κεφαλὴ κι ἀφέντης
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας αὐτὸς ὁ ἀνεψιὸς μου,
Κ᾿ ἐλπίζω πρῶτα στὸν Θεὸν κι ἀπέκει στὴν στρατιάν του
ὅτι νὰ πράξῃ ὡς φρόνιμος, ὡσὰν καλὸς στρατιώτης».
Ὡς τὸ εἶπεν γὰρ ὁ πρίγκιπας οὕτως καὶ τὸ ἐποιῆσαν·
ἐχώρισαν τὰ ἀλλάγια τους τὲς σύνταξες ὅπου εἶχαν.
Στὴν χώρισιν τῶν ἀλλαγιῶν, στὲς σύνταξες ποῦ ἐποῖκεν
ὁ Γουλιάμος πρίγκιπας εἰς τὴν ΙΙελαγονίαν
αὐτοῦ καὶ ὅλοι οἱ Ρωμαῖοι ἔσωσαν εἰς τὸν κάμπον.
[` 297] Τὸ πρῶτο ἀλλάγι ὅπου εἴχασιν ἦτον τῶν Ἀλλαμάνων·
τὸ ἰδεῖ τους γὰρ ὁ ἐξάκουστος ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
ὁλόρθα εἰς αὔτους ὥρμησεν, ἔσκυψαν τὰ κοντάρια.
Τὸν πρῶτον ὅπου ἀπάντησεν κ᾿ ἐδῶκεν κονταρέαν
ἦτον ἐκεῖνος ποῦ ἔλεγαν Δοῦκα ντὲ Καρεντάνα·
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

στὸ στῆθος τὸν ἐβάρεσεν ἀπάνω εἰς τὸ σκουτάριν,
μὲ τὸ φαρὶν τὸν ἔρριξεν εἰς γῆν ἀποθαμένον·
ἀπαύτου ἔδειρε ἄλλους δύο ὅπου ἦσαν συγγενεῖς του.
Τὸ κοντάρι ὅπου ἐβάσταζεν ἐκόπη εἰς τρία κομμάτια·
κ᾿ εὐθέως ἐγρήγορα ἔβαλεν τὸ χέριν στὸ σπαθί του
καὶ ἄρξετον νὰ πολεμῇ ἐκείνους τοὺς Ἀλλαμάνους·
ὅσοι τοῦ ἐρχόντησαν ὀμπρὸς διὰ νὰ τὸν πολεμήσουν,
ὅλους τοὺς ἐκατέκοφτεν ὡς χόρτον εἰς λιβάδι.
[` 298] Κι ὡς ἔβλεπαν οἱ ἕτεροι ὅπου ἦσαν μετ᾿ ἐκεῖνον,
ὅλοι ἀντρειομένα ἐβάλθησαν καὶ συντροφίαν τοῦ κάμνουν,
τοὺς Ἀλλαμάνους ἔσφαξαν κ᾿ ἐθανατώνανέ τους.
[` 299] Κι ὡς εἶδε ὁ Σεβαστοκράτορας ἀπέκει ὅπου ἐθεώρει
ὅτι οἱ Ἀλλαμάνοι ἐσπάραξαν κι ἀπήρασι τὸ κρότος,
γοργὸν σπουδαίως ἐκεῖ ἔδραμεν ὅπου ἤσασιν οἱ Οὖγγροι,
ὁρίζει τοὺς νὰ σύρνουσιν ὅλοι μὲ τὰς σαγίτας
στὸ ἀλλάγι κεῖνο ποῦ ἔσμιξε μετὰ τοὺς Ἀλλαμάνους,
καὶ εἶπεν τους ἀπόκοτα· «Μὴ παρατηρηθῆτε
τοὺς Ἀλλαμάνους τίποτε διατὶ εἶναι ἐδικοί μας·
ἐπεί, ὡς ἐβλέπω καὶ θεωρῶ, ὁ δράκοντας ἐκεῖνος
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας κακὰ τοὺς ὑπαγαίνει.
Κι ἂν θέλετε νὰ σύρνετε μόνο ἀπάνω στοὺς Φράγκους,
οὐδὲν κατευοδώνετε νὰ τοὺς ἔχετε δραλήσει·
ἀλλὰ ἀμφότεροι σύρνετε μέσα εἰς τὸν πόλεμόν τους,
νὰ σφάξετε τοὺς ἵππους τους ὅπου καβαλλικεύουν,
νὰ πέσουν οἱ καβαλλαροὶ ἀπάνω εἰς τὰ φαριά τους
ὅπως νὰ τοὺς πατάξωμε μὴ προῦ μᾶς θανατώσουν.
Κι ἂν ἀποθάνουν ἑνομοῦ μ᾿ αὐτοὺς οἱ Ἀλλαμάνοι,
κάλλιο ἂς χαθοῦσι μοναχοὶ παρ᾿ ὅλα τὰ φουσσᾶτα·
καὶ ἂς ἔχω τὴν ἁμαρτίαν, καὶ ποιήσετε ὡς τὸ ὁρίζω».
[` 302] Κ᾿ οἱ Οὖγγροι, ὡς ὡρίστησαν, οὕτως καὶ τὸ ἐποιῆσαν.
ἀρχάσαν κ᾿ ἐδοξεύασιν τοὺς Φράγκους κι Ἀλλαμάνους·
κι ἀπὸ τὴν ἄλλην γὰρ μερέαν ἤλθασι κ᾿ οἱ Κουμάνοι
κ᾿ ἐδόξευαν ἀμφότεροι τὸ γένος γὰρ τῶν Φράγκων.
Τί νὰ σᾶς λέγω τὰ πολλὰ καὶ πῶς νὰ τὰ διαλύσω;
ὅλους τοὺς ἵππους καὶ φαρία τῶν Φράγκων κι Ἀλλαμάνων
ὅλα τὰ ἐκατασφάξασιν κ᾿ οἱ καβαλλάροι ἐπέσαν.
Ἔπεσε γὰρ κι ὁ θαυμαστός, τὸ φοῦμος τῶν στρατιώτων,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὁμοῦ μὲ τὸ φαρίν του.
Κ᾿ ἐτότε ὁ Σεβαστοκράτορας, ὡς εἶδεν κ᾿ ἐγνώρισέν τον,
στριγγὴν φωνίτσαν ἔσυρεν, ἔδραμε ἐκεῖσε εἰς αὖτον,
μὴ σύρῃ εἰς αὖτον πλεῖον κανείς, ἀπάνω εἰς τὸ κορμί του.
Καὶ λέγει τοῦ· «Μισὶρ Ντζεφρέ, ἀφέντη τῆς Καρυταίνου,
μὴ προῦ σὲ σφάξουν, ἀδελφέ, ᾿ς ἐμέναν παραδόσου·
ἀπάνω εἰς τὴν ψυχίτσα μου δόλον οὐ μὴ νὰ ἔχῃς».
Εἰς τὸ σπαθὶ του ὤμοσε κ᾿ ἐνταῦτα ἐπαρεδόθη.
[` 304] Ἀφότου ἐπαρεδόθηκεν ὁ θαυμαστὸς ἐκεῖνος,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ ἐξάκουστος στρατιώτης,
τὸ φλάμουρόν του ἔπεσεν ἐκεῖ ὅπου τὸν ἐπιάσαν·
ἀτός του ὁ Σεβαστοκράτορας τὸ ἐσήκωσεν κι ἀπῆρεν,
ὁκάποιον τὸ ἐπαράδωκεν ἀπὸ τὴν φαμελίαν του
νὰ τὸ βαστᾷ προσεχτικὰ καὶ νὰ τοῦ τὸ φυλάττῃ.
[` 303] Ὡς εἶδεν γὰρ ὁ πρίγκιπας τὴν πονηρίαν ποῦ
ἐποῖκεν,
ἐτότε ὁ Σεβαστοκράτορας εἰς τὴν ἀρχὴν τῆς μάχης,
ὅταν ἐσμίξασιν ὁμοῦ ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου
κ᾿ οἱ Ἀλλαμάνοι, σὲ λαλῶ, κ᾿ ἐσφάζονταν ἀλλήλως·
τὸ πῶς τοὺς Οὔγγρους ἔβαλεν, ὁμοίως καὶ τοὺς Κουμάνους,
κ᾿ εἰς αὔτους ἐδοξεύασιν νὰ σφάξουν τ᾿ ἄλογά τους·
ἀπῆρε ἀλλάγιν μετ᾿ αὐτὸν κ᾿ ἐδιάβη ἐκεῖσε εἰς αὖτον
νὰ τοῦ βοηθήσῃ, ἂν ἠμπορῇ, νὰ μὴ τὸν ἀποδείρουν.
Τὸ δὲ τὸ πλῆθος τῶν Ρωμαίων καὶ τὸ σαγιττολάσι
ἐσφάξασιν τὰ ἄλογα κ᾿ οἱ καβαλλάροι ἐπέσαν·
κι ἀφότου εὑρέθησαν πεζοὶ μέσα εἰς τὰ φουσσᾶτα,
τὸ τί ποιήσει οὐκ εἴχασιν, ἠθέλαν κι οὐκ ἠθέλαν.
Μὴ προῦ ἀποθάνουν ἄδικον θάνατον εἰς τὸν κόσμον,
ὅλοι ἐπαραδόθησαν κι ὁ πρίγκιπας ἀτός του.
[` 305] Οὐδὲν ἐγλύτωσαν τινές, μόνη ἡ φτωχολογία·
ὅσοι ἠμπορέσαν κ᾿ ἔφυγαν κ᾿ ἦλθαν ἐκ τὴν Βλαχίαν,
οἱ μὲν ἐγλύτωσαν πεζοὶ κ᾿ ἦλθαν εἰς τὸν Μορέαν,
ἄλλους τινὲς ἐπιάσασιν οἱ Βλάχοι στὴν Βλαχίαν,
τοὺς ἄλλους πάλε ἐσκότωσαν κ᾿ ἐρρουχολόγησάν τους.
[` 306] Κι ὅσον ἔπαψε ὁ πόλεμος κ᾿ ἐκέρδισαν τοὺς
Φράγκους,
ὥρισε ὁ Σεβαστοκράτορας κ᾿ ἐστήσασιν τὲς τέντες.
Ἡ τέντα τῆς κατούνας του τέσσαρους στύλους εἶχεν·
κι ἀφότου τὴν ἐστήσασιν κ᾿ ἐσέβηκεν ἀπέσω,
ὁρίζει κ᾿ ἦλθαν οἱ ἄρχοντες ὅλοι του οἱ κεφαλᾶδες,
κι ἀπαύτου ὁρίζει κ᾿ ἤφεραν τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
τὸν ἀφέντην τῆς Καρύταινας καὶ ὅλους τοὺς καβαλλαρίους.
Τιμητικὰ τὸν ἔπιασε τὸν πρίγκιπα ἐκ τὸ χέριν,
γλυκέα τὸν ἐχαιρέτησε, σιμά του τὸν καθίζει.
[` 307] Καλῶς ἦλθες, ἀδέλφι μου, καλῶς ἦλθες γαμπρέ μου,
πολλὰ ἐπεθύμουν νὰ σὲ ἰδῶ ὡσὰν σὲ βλέπω ἐδάρτε».
Ἐκ τὸ ἄλλο χέριν ἔπιασε τὸν ἀφέντη τῆς Καρυταίνου,
τιμητικὰ τὸν ἔβαλε κ᾿ ἐκάτσε στὸ πλευρόν του.
Κι ἀφῶν ἐκάτσαν ἑνομοῦ κ᾿ ἐγέμισεν ἡ τέντα
τὸ πλῆθος τῶν καβαλλαρίων κι᾿ ὅλον τὸ ἀρχοντολόγι,
ἄρξετον ὁ Σεβαστοκράτορας τοῦ πρίγκιπος νὰ λέγῃ·
«Μὰ τὸν Χριστόν, καλὲ ἀδελφέ, πρίγκιπα καὶ γαβρέ μου,
πολλὰ ἔπρεπε νὰ εὐχαριστᾷς τὸν Θεὸν καὶ τοὺς ἁγίους,
ὅταν ἔδωκεν ὁ Θεὸς ἐσὲν καὶ τῶν γονέων σου
νὰ εἶστε ἀφέντες τοῦ Μορέως, νὰ ἔχετε τέτοιαν δόξαν,
κ᾿ ἔπρεπε νὰ ἀναπαύεσαι ἐκεῖ στὴν ἀφεντίαν σου
καὶ νὰ μηδὲν ἐγύρευες ἄλλους νὰ ἀκληρήσῃς.
Εἰπέ με τὸ σὲ ἔφταισα καὶ τί κακὸν σ᾿ ἐποῖκα,
κ᾿ ἦλθες ἀπάνω εἰς ἐμὲν νὰ ἐπάρῃς τὸ ἰγονικόν μου;
καὶ πάλε οὐδὲν σὲ ἄρκησε νὰ ἔλθῃς εἰς ἐμένα,
ποῦ εἶμαι μετὰ σὲ γείτονας κ᾿ ἔχεις τὴν ἀδελφή μου,
ἀλλὰ ἦλθες στὸν ἀφέντη μου τὸν ἅγιον βασιλέα
νὰ ἐπάρῃς τὸ βασίλειον του, νὰ γένῃς βασιλέας.
Ἐν τούτῳ ἔπρεπε νὰ ἐγροικᾷς καὶ νὰ τὸ ἀπεικάσῃς
ὅτι ἔν᾿ καλλίων σου ἄνθρωπος καὶ χριστιανὸς μὲ
ἀλήθειαν.
Καὶ ὁ Θεὸς ὅπου ἔνι κριτὴς καὶ κρένει εἰς τὸ δίκαιον, ἀπάνω
κ᾿ ἤφερέν σε εἰς τὰς χεῖρας του κ᾿ ἔχει σε εἰς θέλημάν του·
κι ὡσὰν ἐγύρευες ἐσὺ ἐκεῖνον ν᾿ ἀκληρήσῃς,
σὲ θέλει ἐβγάλει ἐκ τὸν Μορέαν, ὅπου οὐδὲν ἔχεις δίκαιον.
Ἐκεῖνος ἔνι γονικὸς τῆς Ρωμανίας ἀφέντης·
κ᾿ ἐσὺ ἂν ἔβγῃς ᾿κ τὴν φυλακήν, ἄγωμε εἰς τὴν Φραγκίαν,
ὅπου ἔνι ἐκεῖ τὸ φυσικὸν τὸ ἰγονικὸν ὅπου ἔχεις».
[` 308] Καὶ ὅσον ἀποπλήρωσεν ἐτοῦτα ὅπου σᾶς λέγω,
ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, ρωμαίϊκα τοῦ ἀπεκρίθη·
«Κύρης μου σεβαστοκράτορα καὶ γυναικάδελφέ μου,
πολλὰ ἔχεις τὴν προτίμησιν μεγάλην ἀπὸ ἐμέναν
νὰ λέγῃς καὶ νὰ πολεμῇς, διατὶ εἶμαι εἰς φυλακήν σου.
Ἐπεὶ διὰ τόσο ἂν ἔμελλε στὸν τόπον νὰ ἀποθάνω,
οὐ μὴ ν᾿ ἀφήσω νὰ εἰπῶ μέρος ἐκ τὴν ἀλήθειαν.
Οὐ πρέπει τὸν εὐγενικὸν ἄνθρωπον νὰ καυχᾶται,
οὔτε νὰ ψέγῃ ἂν ἔχῃ ἐχτρὸν καὶ φέρῃ τον ἡ τύχη
νὰ τὸν κρατῇ εἰς φυλακὴν ὡσὰν κρατεῖς ἐμέναν.
Καὶ πάλε ἄλλο χειρότερον, νὰ ψέγῃ ἄλλος εἰς πρᾶγμα,
τὸ ἔχει ἐκεῖνος τὴν αἰτίαν κ᾿ ἔνι καταπιασμένος.
[` 309] «Ἐγώ, ἀδελφέ, ἂν ἐγύρευα νὰ αὐξήσω τὴν τιμήν μου,
τὸ πλοῦτος καὶ τὴν δόξαν μου, πρέπει νὰ μὲ ἐπαινᾶτε,
διατὸ πρέπει τὸν ἄνθρωπον, ὅπου ἄρματα βαστάζει,
ν᾿ αὐξαίνῃ γὰρ τὸ πλοῦτος του, ὁμοίως καὶ τὴν τιμήν του,
μόνον νὰ μὴ ἔνι ἄδικον, νὰ ἐπαίρνῃ συγγενῶν του
καὶ νὰ ἀκληρᾷ τὴν σάρκαν του, τοὺς σαρκικούς του φίλους.
Πάντως ἐγὼ εἶμαι πρίγκιπας, ἕνας μικρὸς στρατιώτης,
κι οὐδὲν μὲ ἐβλέπεις ὅτι ἔδραμα ἀπάνω εἰς συγγενῆν μου
οὔτε εἰς φτωχὸν μου γείτοναν νὰ ἐπάρω τὸ ἐδικὸν του·
ἀλλὰ ἔδραμα εἰς βασιλέαν, ὅπου ἔνι ἀφέντης μέγας,
ὅπου ἔχει κράτος κι ἀφεντίαν μεγάλην εἰς τὸν κόσμον
κ᾿ ἔνι εἰς ἀντρία ἐξάκουστος ἀπάνω εἰς τοὺς στρατιῶτες
κ᾿ ἔνι τιμή μου κ᾿ ἔπαινος, νὰ πιάνωμαι μετ᾿ αὖτον,
διατὶ ἔνι ἐκεῖνος βασιλέας κ᾿ ἐγὼ μικρὸς στρατιώτης.
Καὶ πάλιν ἔνι ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ γένους τῶν Ρωμαίων
κι οὐδὲν μετέχω πρὸς αὐτὸν εἰς τίποτε συγγένειαν.
[` 310] Ἐσὺ γὰρ ὅπου εὑρίσκεσαι αὐτάδελφος Δεσπότου
μὲ τέτοιον τρόπον κι ἀφορμὴν ὡσὰν ἐσὺ τὸ ἐξεύρεις,
κι οὐδὲν σὲ ἀρκεῖ τὸ σ᾿ ἔδωκεν ἀπὸ τὸ ἰγονικόν του
τοῦ νὰ κρατῇς εἰς ἀφεντίαν τὸν τόπον τῆς Βλαχίας,
ὅπου ἔνι τὸ καλλιώτερον μέλος τῆς βασιλείας του,
ἀλλὰ ἐβουλήθης παντελῶς τοῦ νὰ τὸν ἀκληρήσῃς,
νὰ ἐπάρῃς ἐκεῖνο ὅπου κρατεῖ, ὅλον τὸ Δεσποτᾶτο,
κ᾿ ἐκεῖνος νὰ ἔνι τζάγδαρος, ἔρημος εἰς τὸν κόσμον.
Κ᾿ ἔποικες ἄλλο πλειότερον, μεγάλην ἁμαρτίαν,
διατὶ οὐδὲν ὑπόμενες νὰ μάχεσαι μετ᾿ αὖτον,
ὡς γείτονας καὶ συγγενὴς, ὡς τὸ ἔχει ὁ κόσμος ὅλος,
ἀλλὰ ἔδραμες στὸν βασιλέαν ὅπου ἔνι ἀφέντης μέγας,
- διατὶ τὸν ἔχει ἀντίδικον κ᾿ ἐχτρεύεται μετ᾿ αὖτον -
διὰ νὰ σὲ δώσῃ συμμαχίαν καὶ δύναμιν φουσσάτου,
νὰ τὸν βοθριάσῃς παντελῶς καὶ νὰ τὸν ἀκληρήσῃς.
Κι οὐδὲν σὲ ἔπρεπε, ἀδελφέ, οὔτε τιμή σου ἔνι,
διατὶ μὲ ἤφερε ἡ ἁμαρτία κ᾿ ἡ τύχη τῆς στρατείας
κ᾿ ἔπεσα εἰς τὰς χεῖρας σου κ᾿ εἶμαι εἰς φυλακήν σου
νὰ μὲ ὀνειδίζῃς ἄσκημα, ἀδίκως, παρὰ λόγου,
εἰς πράγματα κ᾿ ὑπόθεσες, τὸ οὐδὲν ᾿ς ἐμὲ τυχαίνουν,
ἐδῶ εἰς τόσα πρόσωπα εὐγενικῶν ἀνθρώπων,
κ᾿ ἐκδύνεσαι τὰ πράγματα καὶ τὲς αἰτίες ὅπου ἔχεις
καὶ βάνεις τα ἀπάνω μου τὰ οὐδὲν μὲ ἐμὲ τυχαίνουν».
[` 311] Κι ὡς ἤκουσε ὁ σεβαστοκράτορας τοῦ πρίγκιπος τὰ λόγια,
τὸ πῶς τὸν ἀποκρίθηκεν μὲ ἀλαζονείαν μεγάλην
κι οὐδὲν τὸν ἐφροντίσετον διατὶ ἦτο εἰς φυλακὴν του,
μεγάλως τὸ ἐβαρύθηκεν, σφόδρα τὸ ἐλυπήθην.
Πολλὰ γὰρ ἐθυμώθηκεν, στὸν πρίγκιπα Γουλιάμον·
κι ἂν ἔλειπε διὰ ἐντροπὴν τῶν εὐγενῶν ἀνθρώπων
ὅπου εὑρισκόντησαν ἐκεῖ, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι,
εἰπεῖν καὶ ποιήσειν ἤθελεν τοῦ πρίγκιπος ἀσκημίαν.
Ὡς εἶδαν γὰρ οἱ εὐγενικοί, ποῦ ἦσαν ἐκεῖ μετ᾿ αὔτους,
τὴν πρόσοψιν καὶ τὸν θυμὸν τοῦ σεβαστοκρατόρου,
ἐβάλθησαν μὲ συντυχίες, μὲ τρόπους καλωσύνης,
κ᾿ ἐπράϋναν τὰ λόγια τους κ᾿ ἔβαλάν τους ᾿ς ἀγάπην.
[` 312] Κι ἀφότου ἀναπαύτηκεν εἰς τὴν Πελαγονίαν
ὁ σεβαστοκράτορας μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν,
τότε ἡμέρας δύο ἐποιήσασιν νὰ θάψουν τοὺς σκοτωμένους,
νὰ θεραπέψουν τὰς πληγὰς ὅσοι ἦσαν λαβωμένοι.
Ὤρθωσεν τὰ φουσσᾶτα του κ᾿ ἐκίνησαν ὑπαγαίνει
ὁλόρθα στὴν Κωνσταντινόπολιν ὅπου ἦτο ὁ βασιλέας.
Ἐπῆρε γὰρ τὸν πρίγκιπα τιμητικὰ μετ᾿ αὖτον·
σιμά του ἐκαβαλλίκευεν, μετ᾿ αὖτον ἐκοιμᾶτον·
καὶ τόσα ὡδηγέψασιν, ἀπόσωσαν στὴν Πόλιν.
Κι ἀφότου ἀπεζέψασιν κ᾿ ἐπιάσαν τὲς κατοῦνες,
ἐπῆρε ὁ σεβαστοκράτορας τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον·
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ κ᾿ εἰς τὸ παλάτι ἐσῶσαν.
Ὁ βασιλεὺς ἐκάθετον ἐτότε εἰς τὸ θρονίν του,
τὸν γῦρον τὰ ἀρχοντόπουλα καὶ μέσα ὁ βασιλέας.
Ὁ πρίγκιπας γονατιστὰ τὸν βασιλέα ἐχαιρέτα,
κι ὁ βασιλεύς, ὡς φρόνιμος κ᾿ εὐγενικὸς ὅπου ἦτον,
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ κι ἀπάνω τὸν σηκώνει·
«Καλῶς ἦλθες ὁ πρίγκιπας μετὰ τὴν συντροφίαν σου».
Ὥρισεν καὶ ἐκάθισεν μικρὸν ἐκεῖ μετ᾿ αὖτον
κι ἀπαύτου ὁρίζει ὁ βασιλέας κι ἀπῆραν τον ἀπέκει·
εἰς φυλακὴν τὸν ἔβαλαν μετὰ τιμῆς μεγάλης.
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας κ᾿ οἱ ἄλλοι φλαμουριάροι
ἐκεῖ μετὰ τὸν πρίγκιπα τοὺς ἔβαλαν νὰ εἶναι
διὰ νὰ ἔχουσιν ὁμότιμα καὶ παρηγόρημά τους
τὴν φυλακὴν ὅπου εἴχασιν διὰ φοῦμος τοῦ βασιλέως.
[` 313] Κι ὅσο ἐποίησαν εἰς φυλακὴν τὴν ἑβδομάδα ἐκείνην,
ὥρισεν γὰρ ὁ βασιλεύς, τὸν πρίγκιπαν ἠφέραν,
ὁμοίως καὶ τοὺς καβαλλαρίους ὅπου ἦσαν μετ᾿ ἐκεῖνον,
ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ βασιλέας ἀπάνω στὰ παλάτια·
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπαν ἀτός του ὁ βασιλέας·
«Πρίγκιπα, ἐσὺ θεωρεῖς κ᾿ ἐβλέπεις το ἀτός σου
τὸ πῶς εἶσαι εἰς φυλακὴν κ᾿ ἔχω σε εἰς ἐξουσίαν μου,
ἂν θέλω νὰ ἐλευτερωθῇς, ἂν θέλω νὰ ἀποθάνῃς.
Καὶ λέγω σε εἰς πληροφορίαν, καὶ μὴ τὸ ἀπιστήσῃς·
ἂν ἤσουν γὰρ εἰς τὸν Μορέαν ἐκεῖ ὅπου ἤσουν ἀφέντης,
καὶ νὰ εἶχες μάχην μετὰ ἐμὲν ὡσὰν νὰ ἐπεχειρίστης,
οὐδὲν ἠμπόρεις στὰ μακρέα μετ᾿ ἔμε νὰ ὑπομένῃς
νὰ μὴ σὲ ἐξήβαλα ἀπ᾿ ἐκεῖ τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης,
νὰ ἐκέρδισα τὸν τόπον σου ὅπου ἔνι ἰγονικός μου.
Λοιπὸν ἀφότου εὑρίσκεσαι ἐδῶ στὴν φυλακήν μου
ἐσὺ κι ὅλος σου ὁ λαὸς κ᾿ εἶναι ἐδῶ μετ᾿ ἔσου,
ἂν θέλω ἀρτίως νὰ στείλω ἐκεῖ φουσσᾶτα ἐδικά μου,
νὰ στείλω μὲ τὰ κάτεργα νὰ ὑπάγουν τῆς θαλάσσης
κι᾿ ἀπαύτου πάλε ἀπὸ τῆς γῆς νὰ ὑπάγουν τῆς στερέας,
ἐπεὶ ἔνι γὰρ κι ὁ τόπος σου γυμνὸς ἐκ τὰ φουσσᾶτα,
νὰ τὸν ἐπάρουν εὔκολα καὶ νὰ τὸν ἔχῃς χάσει.
Ἐν τούτῳ λέγω, πρίγκιπα, καὶ συμβουλεύομαί σε·
διατὶ οἱ γονεῖς σου ἐκόπιασαν κ᾿ ἐξώδιασαν λογάρι
διὰ νὰ κερδίσουν τὸν Μορέαν, κ᾿ ἐσὺ πάλε ἀπ᾿ ἐκείνους,
περὶ νὰ χάσῃς τὰ κρατεῖς νὰ μείνῃς ἀκληρημένος,
ἔπαρε ἐκ τὸ λογάριν μου - πολὺ νὰ σὲ χαρίσω -
ἐσὺ κ᾿ οἱ καβαλλάροι σου ὅπου εἶναι ἐδῶ μετ᾿ ἔσου,
νὰ σᾶς ἐβγάλω ἀπ᾿ ἐδῶ, νὰ σᾶς ἐλευτερώσω·
κι ἀμέτε κι ἀγοράσετε χῶρες εἰς τὴν Φραγκίαν,
νὰ ἔχετε παντοτινὰ ἐσεῖς καὶ τὰ παιδία σας
κι ἀφῆτε ἐμέναν τὸν Μορέαν ὅπου ἔνι ἰγονικόν μου.
Ἐπεὶν κι ἂν σᾶς ἐξήβαλα ἐδῶ ἐκ τὴν φυλακήν μου,
καὶ νὰ ἦστε πάλε στὸν Μορέα, καθὼς ἦστε καὶ πρῶτα,
ποτέ σας νὰ μὴ ἔχετε ἐσεῖς καὶ τὰ παιδιά σας
εἰρήνην οὔτε ἀνάπαψιν νὰ φᾶτε τὸ ψωμί σας».
[` 314] Ὁ πρίγκιπας ἀφκράζετον τοῦ βασιλέως τὰ λόγια
κ᾿ ἐσκόπα πῶς ν᾿ ἀποκριθῇ ὅπως νὰ μὴ ἔχῃ σφάλλει.
Κι ὅσον εἶπεν κ᾿ ἐπλήρωσεν τὰ ἐλάλει ὁ βασιλέας,
ἄρξετον πάλε ὁ πρίγκιπας νὰ λέγῃ πρὸς ἐκεῖνον·
«Δέσποτα, ἅγιε βασιλέα, δέομαί σου τὸ κράτος,
ὡς ἄνθρωπος ξενωτικὸς κι ἀπαίδευτος ὅπου εἶμαι,
νὰ ἔχω τὴν συμπάθειον σου ἀπόκρισιν ποιήσω.
Ἀφῶν ὁρίζει, δέσποτα, τῆς βασιλείας τὸ κράτος
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅπου ἔχω στὸν Μορέαν
νὰ σὲ τὸν δώσω, ἀφέντη μου, λογάριν νὰ μὲ δώσῃς
ἐμὲν καὶ τῶν συντρόφων μου ὅπου εἶναι μετ᾿ ἐμέναν,
κ᾿ ὑπᾶμε ἡμεῖς εἰς τὴν Φραγκίαν ὅπου ἔν᾿ τὸ ἰγονικόν μας
καὶ τόπους ν᾿ ἀγοράσωμεν νὰ ἠμένωμεν εἰς αὔτους,
κ᾿ ἐσὲν νὰ μείνῃ ὁ Μορέας ὅπου ἔνι ἰγονικόν σου·
τὸ δύνομαι ν᾿ ἀποκριθῶ καὶ δύνομαι ποιῆσαι,
σὲ θέλω ποιήσει ἀπόκρισιν καὶ δέξου το εἰς ἀλήθειαν,
ἐπεί, ἂν μ᾿ ἐκράτεις ᾿ς φυλακὴν πενῆντα πέντε χρόνους,
ποτὲ ἀπὸ ἐμὲν οὐκ ἠμπορεῖς νὰ ἔχῃς ἄλλο πρᾶγμα,
μόνον κ᾿ ἐτοῦτο ὅπου ἠμπορῶ, λέγω τὴν βασιλείαν σου.
Ὁ τόπος γάρ, ἀφέντη μου ἐκεῖνος τοῦ Μορέως,
οὐδὲν τὸν ἔχω ὡς γονικὸν οὔτε παππουδικόν μου
διὰ νὰ τὸν ἔχω εἰς ἐξουσίαν νὰ δώσω καὶ χαρίσω.
Τὸν τόπον ποῦ ἐκερδίσασιν οἱ εὐγενικοὶ ἐκεῖνοι
ὅπου ἦλθαν γὰρ ἐκ τὴν Φραγκίαν ἐδῶ εἰς τὴν Ρωμανίαν
ὁμοῦ μὲ τὸν πατέρα μου, ὡς φίλοι καὶ συντρόφοι.
Μὲ τὸ σπαθὶ ἐκερδίσασιν τὸν τόπον τοῦ Μορέως,
ἀλλήλως τὸν ἐμοίρασαν μὲ ψήφους εἰς τὸ ζύγι·
τοῦ καθενὸς ἐδώκασιν πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχεν,
καὶ μετὰ ταῦτα ἐκλέξασιν ἀμφότεροί τους ὅλοι,
ὡς ἄνθρωπον τιμιώτερον καὶ φρονιμώτερόν τους,
κ᾿ ἐποῖκαν τὸν πατέρα μου ὡς ἀρχηγὸν εἰς ὅλους.
Μὲ συμφωνίες, στοιχήματα τὰ ἐβάλασιν ἐγγράφως
νὰ μὴ ἔχῃ δύναμιν καμμίαν νὰ κρένῃ μοναχός του,
οὔτε νὰ ποιήσῃ τίποτε πρᾶγμα γὰρ εἰς τὸν κόσμον
ἄνευ βουλῆς καὶ θέλημα ὁλῶν του τῶν συντρόφων.
Λοιπόν, ἀφέντη βασιλέα, ἐγὼ ἐξουσίαν οὐκ ἔχω
νὰ δώσω πρᾶγμα τίποτε ἀπὸ τὸν τόπον ποῦ ἔχω
διατὶ τὸν ἐκερδίσασιν μὲ τὸ σπαθὶ οἱ γονεῖς μας
πρὸς τὰ συνήθεια ποῦ ἔχομεν, τὰ ἐποίησαν ἀμφοτέρως.
Ἀλλά, ὡς ἔνι τὸ σύνηθες ὅπου ἔχουν οἱ στρατιῶτες,
τὸν πιάσουσιν εἰς πόλεμον καὶ φυλακέψουνέ τον,
μὲ ὑπέρπυρα καὶ χρήματα ἐξαγοράζουνέ τον.
Ἂς τὸ διακρίνῃ ἀφέντη μου, τῆς βασιλείας τὸ κράτος,
πρὸς τὴν οὐσίαν τοῦ καθενὸς ὅπου εἴμεθεν ἐνταῦτα
νὰ δώσῃ νὰ ἐξαγοραστῇ νὰ ἔβγῃ ἐκ τὴν φυλακήν σου.
Κι ἂν θέλῃ ἐτοῦτο, δέσποτα, τῆς βασιλείας τὸ κράτος,
νὰ βιαστοῦμε ὁ κατὰ εἷς τὸ δύνεται καὶ σώνει,
νὰ δώσῃ κ᾿ ἐξαγοραστῇ, νὰ ἔβγῃ ἐκ τὴν φυλακήν σου·
εἴτε σὲ φαίνῃ, ἀφέντη μου, νὰ μὴ μᾶς τὸ ποιήσῃς οὕτως,
ἐδῶ μᾶς ἔχεις ᾿ς φυλακὴν καὶ ποίησον ὡς κελεύεις».
[` 315] Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλέας μεγάλως ἐθυμώθη
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα μετὰ θυμοῦ μεγάλου·
«Πρίγκιπα, φαίνεται καλὰ ὅτι Φράγκος ὑπάρχεις,
διατὶ ἔχεις τὴν ἀλαζονείαν, ὡς τὸ ἔχουσιν οἱ Φράγκοι·
ἐπεὶ τοὺς Φράγκους πάντοτε ἡ ἀλαζονεία τοὺς χάνει
καὶ φέρνει τους ᾿ς ἀπώλειαν ἀπὸ τοὺς λογισμούς τους,
ὡσὰν σὲ ἤφερεν κ᾿ ἐσὲν ἐνταῦτα ἡ ἀλαζονεία σου,
καὶ ἦλθες εἰς τὰς χεῖρας μου ἐδῶ εἰς τὴν φυλακήν μου.
Καὶ λέγεις καὶ λογίζεσαι ἐκ τὴν ἀλαζονείαν σου
νὰ ἔβγῃς ἀπὸ τὰς χεῖρας μου κι ἀπὸ τὴν φυλακήν μου.
Διοῦ σὲ ὀμνύω, ὡς βασιλεύς, καὶ κράτει το εἰς ἀλήθειαν,
ὅτι ποτέ σου ἀπ᾿ ἐδῶ νὰ μὴ ἔβγῃς διὰ δηνάρια,
νὰ πουληθῇς διὰ χρήματα, νὰ ἐξέβῃς διὰ λογάριν».
[` 316] Ὥρισε εὐθέως ὁ βασιλέας κι ἁρπάξαν τον ἀπέκει,
ἐκεῖ τὸν ἐδιαβάσασιν στὴν φυλακὴν ὅπου ἦτον,
καθὼς ἀκοῦστε τὰ λαλῶ καὶ τὰ σᾶς ἀφηγοῦμαι.
Τὸ ἀκούσει γὰρ τὸν βασιλέαν, ὅσοι ἔστηκαν ἐμπρός του
οἱ Βάραγγοι γὰρ κ᾿ οἱ Ρωμαῖοι, ὅπου τὸν ἐφυλάγαν,
ἁρπάξασιν τὸν πρίγκιπα ὡσὰν μὲ ἀλαζονείαν
κ᾿ ἐκεῖ τὸν ἐδιαβάσασιν στὴν φυλακὴν ὅπου ἦτον.
Τρεῖς χρόνους ἔποικεν ἐκεῖ μὲ ὅλους τοὺς ἐδικούς του
βιαζόμενος ν᾿ ἀγοραστῇ μὲ χρήματα ὑπερπύρων.
[` 317] Κι ἀφῶν εἶδεν κ᾿ ἐγνώρισεν ἐκεῖνος κ᾿ οἱ ἐδικοί του
ὅτι ποτὲ διὰ ὑπέρπυρα, οὔτε γὰρ διὰ λογάριν
οὐδὲν τὸν ἐλευτέρωναν νὰ ἐβγῇ κ᾿ τὴν φυλακήν του,
μὲ τὴν βουλὴν καὶ θέλημα τοῦ ἀφέντου τῆς Καρυταίνου
καὶ τῶν ἀλλῶν φλαμουραρίων, ἐσυμβιβάστην οὕτως·
νὰ δώσῃ γὰρ τοῦ βασιλέως διὰ τὴν ἐλευτερίαν τους,
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας καὶ τῆς μεγάλης Μαΐνης,
τὸ τρίτον κι ὀμορφότερον τοῦ Μυζηθρᾶ τὸ κάστρον,
εἰς τρόπον γὰρ καὶ συμφωνίαν νὰ ἔβγῃ μὲ τὸν λαόν του,
μὲ ὅσους κι ἂν ἦσαν μετ᾿ αὐτὸν, μικρούς τε καὶ μεγάλους.
Κι ὅσον ἀπεκατέστησαν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες,
ἐγράφως τὲς ἐποίκασιν κι ὠμόσασιν εἰς αὖτες.
Ὁ βασιλεὺς εἶχεν υἱὸν μειράκιον νὰ βαφτίσῃ·
τὸν πρίγκιπαν ἐζήτησε κ᾿ ἐποῖκαν συντεκνίαν.
Στὲς συμφωνίες ὅπου ἔποικαν ἦτον κ᾿ ἐτοῦτο μέσα·
ποτὲ μάχην νὰ μὴ ἔχουσιν, ἀγάπην νὰ κρατοῦσιν·
κι ἂν ἔλθῃ ἐνάντιον τίποτε τινὸς ἀπὸ τοὺς δύο,
νὰ τὸν μαδίζῃ γὰρ τινὰς καὶ μάχην νὰ τοῦ κάμνῃ,
νὰ τοῦ βοηθῇ ὁ ἕτερος μὲ ὅλην του τὴν οὐσίαν.
[` 318] Κι ἀφότου ἀπεκατέστησαν ἐτοῦτα ὅπου σᾶς λέγω,
τὸν ἀφέντη τῆς Καρύταινας ἐδιόρθωσαν ἀλλήλως
ὁ πρίγκιπας κ᾿ οἱ ἕτεροι ὅπου ἦσαν μετ᾿ ἐκεῖνον,
νὰ ἀπέλθῃ γὰρ εἰς τὸν Μορέαν σωματικῶς ἀτός του,
τὰ κάστρη ὅπου σᾶς γράφω ἐδῶ νὰ τὰ ἔχῃ παραδώσει
τοῦ βασιλέως παιδόπουλα ὅπου ἤφερεν μετ᾿ αὖτον.
[` 319] Ἐτοῦτες γὰρ τὲς συμφωνίες ὅπου σᾶς ἀφηγοῦμαι
ἐποίησε ἐτότε ὁ πρίγπιπας μὲ τὴν βουλὴν ὅπου εἶχεν,
εἰς τέτοιον τρόπον καὶ σκοπὸν καὶ λογισμὸν τὸ ἐποῖκεν,
ὅτι μεθ᾿ ὅτου θέλει ἐβγῆ ἐκεῖ ἐκ τὴν φυλακήν του,
ἤθελεν πράξει τίποτε μὲ τρόπον καὶ μὲ τέχνην,
τὰ κάστρη ἐκεῖνα ὅπου ἔδιδε, πάλε νὰ τὰ κερδίσῃ·
ἐπεὶ ἀφότου οὐκ ἴσχυσεν μὲ τίποτε ἄλλον τρόπον
νὰ ἐξέβῃ ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἐκεῖνος κ᾿ οἱ ἐδικοί του,
οἱ ὅρκοι ἐκεῖνοι ὅπου ἔποικαν στὴν φυλακὴν ὅπου ἦτον
τίποτε οὐδὲν τὸν ἔβλαβαν νὰ τὸν κρατοῦν διὰ ἀφιόρκον,
καθὼς τὸ ὁρίζει ἡ ἐκκλησία κ᾿ οἱ φρόνιμοι τὸ λέγουν.
[` 320] Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ ἐξάκουστος ἐκεῖνος,
ἀπὸ τὴν Πόλη ἐξέβηκεν μὲ αὐτοὺς τοῦ βασιλέως,
ὅπου τοὺς ἀποστέλνασιν τὰ κάστρη νὰ παραλάβουν.
Ἐκ τὴν στερέαν ἀπήλθασιν ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν,
ἐπέρασαν ἐκ τὴν Βλαχίαν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Θήβαν,
κ᾿ ηὗραν ἐκεῖ ὅτι εἶχε ἐλθεῖ ἐτότε ὁ Μέγας Κύρης
ἐκ τὸ ρηγᾶτο τῆς Φραγκίας - ὅπου τὸν εἶχεν στείλει,
καθὼς τὸ ἀκούσετε ἐδῶ, ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος -
μὲ τὴν τιμὴν καὶ τὴν ἀξίαν ποῦ τοῦ ἔδωκεν ὁ ρῆγας
νὰ τὸν λαλοῦν καὶ λέγουσιν τῶν Ἀθηνῶν ὁ Δοῦκας.
[` 321] Κι ὡς εἶδεν ὁ Δοῦκας ὅτι ἦλθε ἐκεῖ ἐκεῖνος ὁ
γαμπρός του
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα,
χαρὰν μεγάλην ἔποικεν ὡς ἀδελφός του ποῦ ἦτον.
Κι ἀφότου τὸν ἐρώτησε κ᾿ ἐπληροφόρησέ τον
τὸ πῶς ἐσυμβιβάστηκεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
νὰ ἐξέβῃ ἀπὸ τὴν φυλακὴν τοῦ βασιλέως, νὰ δώσῃ
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας καὶ τῆς μεγάλης Μάϊνης,
ὡσαύτως καὶ τοῦ Μηζηθρᾶ νὰ τὰ ἔχῃ ὁ βασιλέας,
μεγάλως τὸ ἐβλαστήμησεν, εἰς σφόδρα τὸ ἐλυπήθη.
Στριγγὴν φωνὴν ἐλάλησεν καὶ φανερὰ τὸν εἶπεν,
ὅτι διὰ τρόπον τίποτε ἐτοῦτο οὐδὲν τοῦ ἀρέσει,
νὰ παραλάβῃ ὁ βασιλέας ἐκεῖνα τὰ τρία κάστρη·
διατὶ εἶχεν γὰρ ὁ βασιλέας τότε μεγάλον κράτος
καὶ τῆς θαλάσσης καὶ στερέας εἶχεν στείλει φουσσᾶτα
κ᾿ ἐβγάλει μας ἐκ τὸν Μορέαν κ᾿ ἐπάρει τον ἐκεῖνος.
[` 322] Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἐστάθη μὲ τὸν Δοῦκαν·
μίαν ἑβδομάδα ἔποικαν ἐκεῖσε εἰς τὴν Θήβαν
ὅπου ἐπαραδιαβάζασιν, χαρὰν μεγάλην εἶχαν
ὡς ἄνθρωποι ὅπου εἴχασιν ἐπιθυμίαν μεγάλην
νὰ ἰδῇ ὁ εἷς τὸν ἕτερον καὶ νὰ χαροῦν ἀλλήλως.
[` 323] Καὶ μετὰ ταῦτα ἐμίσσεψαν ἀμφότεροι οἱ δύο.
Ἀπὸ τὴν Κόρινθον ἐπέρασαν καὶ ἦλθαν εἰς τὸ Νίκλι·
ἐκεῖ ηὗραν τὴν πριγκίπισσαν μὲ τὲς κυρᾶδες ὅλες
ὅλης τῆς Πελοπόνεσσος, τὸν λέγουσιν Μορέαν,
ὅπου εἶχαν ποιήσει σώρεψιν νὰ ἐπάρουν τὴν βουλὴν τους
διὰ τὰ μαντᾶτα ὅπου ἤκουσαν τῶν τρίων κάστρων ἐκείνων,
ὅπου ἔδιδεν ὁ πρίγκιπας τοῦ βασιλέως ἐτότε
διὰ νὰ ἔβγῃ ἀπὸ τὴν φυλακὴν ἐκεῖνος κι᾿ ὁ λαός του
οἱ ἅπαντες ὅλοι τοῦ Μορέως, οἱ φλαμουριάροι ὅλοι
κ᾿ οἱ καβαλλάροι μετ᾿ αὐτοὺς ποῦ ἦσαν ἐκεῖ στὴν Πόλιν.
Διὰ τοῦτο ἦσαν οἱ ἀρχόντισσες ἐκείνων οἱ γυναῖκες
ἐκεῖ μὲ τὴν πριγκίπισσαν στὸ κάστρο του Ἀμυκλίου
κ᾿ ἐκάμνασιν τὸ παρλαμᾶ κ᾿ ἐπαῖρναν τὴν βουλήν τους·
κι οὐκ εἴχασιν ἄλλους τινὲς ἄντρες ἐκεῖ μετ᾿ αὖτες,
μόνον καὶ τὸν μισὶρ Λινὰρτ ὅπου ἦτον λογοθέτης
καὶ τὸν μισὶρ Πιέρη ντὲ Βὰς τὸν φρόνιμον ἐκεῖνον,
ὅπου ἦτο ὁ φρονιμώτατος ὅλου τοῦ Πριγκιπάτου.
Αὐτεῖνοι οἱ δύο εὑρέθησαν στὸ παρλαμᾶ ἐκεῖνο.
[` 324] Κι ἀφότου ἀπεσώσασιν ἐκεῖνοι οἱ δύο ἀφέντες,
ὁ δοῦκας γὰρ τῶν Ἀθηνῶν κι ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
ἐκεῖ στὴν χώραν τοῦ Νικλίου εὐθέως ἐκατουνέψαν
κι ἀπαύτου ὁλόρθα ἐδιάβησαν νὰ ἰδοῦσιν τὲς κυρᾶδες
ποῦ ἦσαν μὲ τὴν πριγκίπισσαν ὅλες εἰς τὸ παλάτι.
Τὸ ἰδεῖ τους ἡ πριγκίπισσα γλυκέα τοὺς χαιρετίζει·
ἄρξετον τοῦ νὰ ἐρωτᾷ τοῦ ἀφέντη Καρυταίνου
τὸ πῶς ἦτον ὁ πρίγκιπας μετὰ τοὺς ἐδικούς του
στὴν φυλακὴν γὰρ τῆς Πολέου, τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποιῆσαν
νὰ ἐβγοῦσιν ἐκ τὴν φυλακήν, νὰ ἐλθοῦν στὰ ἐδικά τους.
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἄρξετον νὰ ἀφηγᾶται
τὸ πῶς ἐβιάστη ὁ πρίγκιπας κι ὅλοι του οἱ φλαμουριάροι
νὰ ἐξέβουν ἐκ τὴν φυλακὴν νὰ δώσουσιν λογάριν·
κι ὁ βασιλέας τοὺς ὤμοσεν ἀπάνω εἰς τὴν ψυχήν του·
ποτὲ νὰ μὴ ἔβγουν ἀπ᾿ ἐκεῖ διὰ δῶρα λογαρίου.
Κ᾿ ἐκεῖνοι βιαζόμενοι νὰ ἔβγουν ᾿κ τὴν φυλακὴν του
ἰσιάστησαν καὶ δίδουν του τὰ τρία κάστρη καὶ μόνον,
τὸ κάστρον τῆς Μονοβασίας καὶ τῆς μεγάλης Μάϊνης,
ὡσαύτως καὶ τοῦ Μυζηθρᾶ νὰ τὰ ἔχῃ ἐδικά του·
ἀγάπην ἐποίησαν δυνατὴν καὶ συντεκνίαν ὁμοίως,
μὲ ὅρκους ἀφιρώσασιν ποτὲ μάχην μὴ κάμουν.
[` 325] Ἐνταῦτα ἀπεκρίθηκεν ἀτός του ὁ Μέγας Κύρης
καὶ λέγει τῆς πριγκίπισσας κι ὁλῶν τῶν ἀρχιερέων
ὅπου ἦσαν εἰς τὸ παρλαμᾶ ἐκεῖνο ὅπου σᾶς λέγω·
«Ἀλήθεια ἔνι, ὡς τὸ ἐξεύρουσιν μικροί τε καὶ μεγάλοι,
τὸ πῶς ἐσκανταλίστηκα μὲ τὸν ἐμὸν ἀφέντην
τὸν πρίγκιπα, διατὶ ἔλεγα μὲ ἄδικον μὲ ἐζήτει
ἄνθρωπος λίζιος νὰ γενῶ καὶ νὰ κρατῶ ἀπ᾿ αὖτον
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅπου ἔχω ἰγονικόν μου.
Ἄρματα γὰρ ἐβάσταξα μὲ αὐτὸν νὰ πολεμήσω.
Ἀλλὰ ὕστερον ἐγνώρισα ὅτι ἔσφαλα πρὸς αὖτον
κ᾿ ἐποίησα τὴν ἀνταμοιβὴν ὡς τὸ ὥρισεν ἀτός του.
Ἐν τούτῳ ἂν τύχῃ νὰ θαρροῦν τινὲς, ὅτι κακεύω
τοῦ ἀφέντου μου τοῦ πρίγκιπος διὰ ἐτοῦτο ὅπου σᾶς λέγω
ἀλλὰ εἰς ἀλήθειαν τὸ λαλῶ, κρατεῖτε το ἀπὸ ἐμέναν·
ὅτι ἂν ἐπάρη ὁ βασιλέας αὐτὰ τὰ τρία κάστρη,
τοὺς ὅρκους ὅπου ὤμοσεν οὐδὲν τοὺς θέλει στέρξει·
τόσα φουσσᾶτα καὶ λαὸν μᾶς θέλει ἐδῶ ἀποστείλει
ὅπου μᾶς θέλουν ἀπ᾿ ἐδῶ ἐβγάλει κι ἀκληρήσει.
Λοιπὸν διὰ νὰ ἐγνωρίσετε τὴν πιστοσύνην ποῦ ἔχω,
λέγω καὶ ἀφιρώνω το ἐτοῦτο νὰ ποιήσω·
ἐγὼ νὰ ἐμπῶ εἰς φυλακήν, κι ὁ πρίγκιπας ἂς ἔβγῃ·
εἴτε ἔνι διὰ ἐξαγόρασιν διὰ χρήματα ὑπερπύρων,
νὰ βάλω ἐγὼ τὸν τόπον μου σημάδι διὰ δηνέρια
κι ἂς πληρωθῇ ἡ ἐξαγόρασις τοῦ ἀφέντου μου τοῦ λίζιου».
[` 326] Ἐνταῦτα ἐσηκώθηκεν ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου
καὶ λέγει τῆς πριγκίπισσας ὀμπρὸς στὸν Μέγαν Κύρην·
«Κυρά μου, ἐτοῦτο ὅπου λαλεῖ ἐδῶ ὅλα τὰ ἐλαλήσαμεν ἐκεῖ στὴν φυλακήν μας,
τοὺς τρόπους καὶ τοὺς κίντυνους ὅπου ἠμποροῦν νὰ
ἔλθουν.
Ἀλλὰ διατὶ εἴδαμε ἀφιρὸν τοῦ βασιλέως τὸ πεῖσμα,
εἴπαμεν οὕτως ἑνομοῦ κ᾿ ἐσυμβιβάσαμέ το·
τὸ κάστρο τῆς Μονοβασίας, τὸ ἐξεύρουσιν οἱ πάντες,
ὁ ἀφέντης μας ὁ πρίγκιπας τὸ ἐκέρδισεν ἀτός του·
τὴν Μάϊνην καὶ τὸν Μυζηθρᾶ, ἐκεῖνος γὰρ τὰ ἐποιῆσεν,
κ᾿ ἤθελεν εἶσται ἁμαρτία, κατηγορία μεγάλη,
ν᾿ ἀπόθανεν εἰς φυλακὴν ἐκεῖνος κ᾿ οἱ ἐδικοί του
διὰ κάστρη ὅπου ἔχτισεν κ᾿ ἐκέρδισεν ἀτός του.
Ἀλλ᾿ ἂς ἔβγῃ ᾿κ τὸν πειρασμὸν τῆς φυλακῆς ὅπου ἔνι,
καὶ μετὰ ταῦτα ὁ Θεὸς τοῦ θέλει γὰρ βοηθήσει
νὰ ἐπάρῃ γὰρ τὰ κάστρη του, νὰ τὰ ἔχῃ ὡς ἐδικά του.
Ἐν τούτῳ λέγω πρὸς ἐσᾶς, κρατεῖτε το ἀπὸ ἐμέναν·
ὅτι διὰ ἄνθρωπον τινὰν ὅπου ἔνι εἰς τὸν κόσμον,
οὔτε διὰ λόγια κι ἀφορμήν, τὰ λέγει πᾶσα ἕνας,
νὰ ἀφήκω τὸν ἀφέντη μου ᾿ς φυλακὴ νὰ ἀποθάνῃ.
Τὸν ὁρισμὸν ὅπου ὥρισεν θέλω νὰ τὸν πληρώσω,
νὰ δώσω γὰρ τὰ κάστρη του νὰ ἐβγῇ ᾿κ τὸ πιλατήριον,
κι ἀφῶν ἐβγῇ ᾿κ τὴν φυλακὴν ὁ Θεὸς ἂς τοῦ βοηθήσῃ».
[` 327] Κι ἀπαύτου ἐμετασύντυχεν ἀτός του ὁ Μέγας Κύρης
τοῦ ἀφέντου τῆς Καρύταινας, οὕτως τοῦ ἀπεκρίθη·
«Μὰ τὸν Χριστόν, καλὲ ἀδελφέ, μὲ ἀλήθειαν σὲ τὸ λέγω,
ἂν τὸ ἔμαθεν ὁ βασιλέας κι ἂν τὸ ἐπληροφορέθη,
τὸ πῶς οὐδὲν τοῦ δίδομεν τὰ κάστρη ὅπου γυρεύει,
οὐδὲν χρήζει τὸν πρίγκιπα μὲ τὸ ἅλας νὰ τὸν φάγῃ,
ἀλλὰ νὰ ἐπάρῃ ὑπέρπυρα νὰ τὸν ἐλευτερώσῃ.
Καὶ πάλιν λέγω πρὸς ἐσέ, καὶ κράτει το, ὡς τὸ θέλεις,
ὅτι, ἂν ἐσκόπα ὁ πρίγκιπας τὸ τί ἠμπορεῖ νὰ ἔλθῃ,
κάλλιον ἦτον νὰ ἀπόθανεν ἐκεῖνος μοναχός του
παρὰ νὰ χάσουν οἱ λοιποὶ οἱ Φράγκοι τοῦ Μορέως
τὰ ἰγονικὰ ποῦ ἐκέρδισαν μὲ κόπον οἱ γονεῖς τους,
ὡσὰν τὸ ἔποικεν ὁ Χριστός, τὸν θάνατον ἐγεύτη
διὰ νὰ λυτρώσῃ τὰς ψυχὰς τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων
ἐκ τῆς αἰωνίου κολάσεως, ὅπου ὑπαγαίναν ὅλοι.
Ἕνας κάλλιον ν᾿ ἀπόθανε παρὰ χίλιοι διὰ ἐκεῖνον.
Ἐγὼ ἐξεφορτώνομαι καὶ λέγω τὴν ἀλήθειαν,
κ᾿ ἐσύ, ἀδερφέ μου, ποῖσε το ἐκεῖνο ὅπου σὲ ὡρίσαν».
[` 328] Ἀφότου γὰρ ἐπλήρωσε τὸ παρλαμᾶν ἐκείνο,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ποῦ ἐβάστα τὰ σημάδια,
τὰ ἔδωκεν ὁ πρίγκιπας νὰ δώσῃ τῶν καστελλάνων,
ἀπὲ τὸ Νίκλι ἐκίνησεν καὶ εἶχε μετ᾿ ἐκεῖνον
τοῦ βασιλέως τὸν ἄρχοντα, τὸν ἔστειλεν μετ᾿ αὖτον
τὰ κάστρη νὰ τοῦ δώσουσιν διὰ τὸν βασιλέαν·
ἐδιέβην εἰς τὸν Μιζηθρά, αὐτὸν ἐδῶκεν πρῶτον,
ἀπέκει τὴν Μονοβασίαν καὶ τρίτον δὲ τὴν Μάνην.
Καὶ ὅσον ἐπαρέδωκεν τὰ κάστρη ὅπου λέγω,
ἐπῆρε διὰ ὄψιδαν τοῦ βασιλέως νὰ δώσῃ
τὴν θυγατέρα ἐκεινοῦ τοῦ Μπάσαβα τοῦ ἀφέντου,
ὅπου ἦτον πρωτοστράτορας ὅλου τοῦ πριγκιπάτου,
μισὲρ Τζὰν τὸν ἐλέγασιν, ντὲ Νέουλη τὸ ἐπίκλη·
ὡσαύτως καὶ τὴν ἀδελφὴν τοῦ Τσάδρου γὰρ ἐκείνου,
ποὺ ἦτον μέγας κοντόσταυλος τοῦ πριγκιπάτου ὅλου·
αὐτὲς τὲς δύο ἐδιάβαζαν ὀψίδες εἰς τὴν Πόλιν
κ᾿ ἐξήβαλαν τὸν πρίγκιπα καὶ τοὺς καβαλλαρίους
καὶ ὅλους τοὺς φλαμουριαρίους μικρούς τε καὶ μεγάλους,
καὶ ἤλθασιν εἰς τὸν Μορέαν μετὰ χαρὲς μεγάλες.
[` 329] Ὡς ἦλθεν δὲ ὁ πρίγκιπας ἐτότε στὸν Μορέαν,
καλὰ τὸν ἀποδέχτησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι.
Ὡς εἶχεν γὰρ ἐπεθυμίαν νὰ ἰδῇ καὶ νὰ γυρέψῃ
τὰ κάστρη καὶ τὲς χῶρες του ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα,
οὐδὲν ἠθέλησεν ποσῶς ἐκεῖσε νὰ ἀργήσῃ·
ἐπῆρε τοὺς καβαλλαρίους, ὅπου εἶχεν μετ᾿ ἐκεῖνον,
κ᾿ ὑπάγαινεν ἐβλέποντα τὰ κάστρη καὶ τὲς χῶρες
κι ὁλόρθα ἐδιάβηκεν στὴν Λακηδαιμονίαν.
Ὡσὰν ἠγάπα κ᾿ ἤθελεν νὰ ἰδῇ τὸν Μορέαν,
οὐδὲν ὑπῆγεν μοναξὸς ὡσὰν φτωχὸς στρατιώτης,
ἀλλ᾿ ἐδιέβη ὡς πρίγκιπας, καλὰ συντροφεμένος,
ἐκεῖ ὅπου τὸν ἀγαποῦν κ᾿ ἐπεθυμούσασίν τον.
Ἄλλοι ἔτρεχαν ὑπάγαιναν ἐκεῖ εἰς τὴν συντροφίαν,
ἄλλοι ἐβαστοῦσαν ἄρματα, ἄλλοι χωρὶς ἀρμάτων.
[` 329] Καὶ ὡς τοὺς εἶδαν οἱ Ρωμαῖοι, ποῦ ἦσαν τοῦ βασιλέως,
ἐκεῖθεν ἐκ τὸν Μηζηθρὰν ἀπάνω ἀπὲ τὸ κάστρο,
ἐλόγισαν, ἐσκόπησαν ὅτι μάχην γυρεύου
οἱ Φράγκοι γὰρ μετ᾿ ἐκεινοὺς ἤγουν δὲ τοὺς Ρωμαίους.
Τῶν ἀρχηγῶν ἐμήνυσαν τοῦ Μιλιγγοῦ τοῦ δρόγγου,
συμβίβασιν ἐποίησαν καὶ ὅρκους ὑπωμόσαν
νὰ στέκουν διὰ τὸν βασιλέαν, νὰ ἀρνήσωνται τοὺς Φράγκους.
Μαντατοφόρους ἔστειλαν εἰς τὴν Μονοβασίαν
εἰς κάποιον Καντακουζηνὸν ὅπου ἦτον κεφαλή τους.
Ἐγράψαν κι ἀφιρῶσαν τον κ᾿ ἐπληροφόρεσάν τον
τὸ πῶς ἦλθεν ὁ πρίγκιπας μὲ ὅλα του τὰ φουσσᾶτα,
τὴν μάχην ἐπεχείρησεν κατὰ τοῦ βασιλέως.
Κ᾿ ἐκεῖνος γὰρ τὸ ἐπίστεψεν καὶ ξύλον ἀρματώνει·
μαντατοφόρους ἔστειλεν κι ἀπῆλθαν εἰς τὴν Πόλιν,
ἐκεῖσε εἰς τὸν βασιλέαν κ᾿ ἐπληροφόρησάν τον
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος,
ἐπάτησε τὸν ὅρκον του καὶ ἄρχισε τὴν μάχην
ἐκεῖ στὴν Λακοδαιμονίαν, μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅλα·
τοὺς τόπους γὰρ τοῦ βασιλέως ἄρχισε νὰ κουρσεύῃ.
[` 331] Ἀκούσων γὰρ ὁ βασιλέας ὁ μέγας Παλαιολόγος,
ἐπίστεψεν τὰ σὲ λαλῶ, τὰ τοῦ εἶχεν μηνύσει
ἀπέκει ἐκ τὴν Μονοβασίαν ἡ κεφαλὴ ὅπου εἶχεν.
Μεγάλως τὸ ἐθαυμάστηκεν κ᾿ ἐβάρυνέ το σφόδρα
τὸ πῶς οὕτως καταγουργὶς ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
ἐπάτησε τὸν ὅρκον του ὅπου εἴχασιν μετ᾿ αὖτον·
τὴν μάχην ἄρχασε ζεστὴν ἐκεῖσε εἰς τὸν Μορέαν.
Ἐνταῦτα ἦλθεν στὴν Τουρκίαν κ᾿ ἐρρόγεψε τοὺς Τούρκους·
χιλίους ἐρρόγεψε ἐκλεχτοὺς κι ἄλλους πεντεκοσίους,
καὶ ἦλθαν κι ἀνατολικοὶ κἄν ἄλλες δύο χιλιάδες.
Ἐξάδελφόν του ἐδιόρθωσεν καὶ κεφαλὴν τὸν θέτει
ἀπάνω εἰς ὅλους ἐκεινοὺς ὅπου μὲ ἀκούεις καὶ λέγω,
τὸν Μακρυνὸν τὸν ἔλεγαν, οὕτως τὸν ὠνομάζαν.
[` 332] Κράζει τον γὰρ καὶ ὁρίζει τον νὰ ἐπάρῃ τὰ
φουσσᾶτα ἐκεῖνα ὅπου τοῦ ἔδιδεν, νὰ ἀπέλθῃ στὸν Μορέαν
νὰ πολεμῇ καὶ μάχεται μετὰ τὸν σύντεκνόν του,
ἐκεῖνον ὅπου ἐλέγασιν τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον.
Ὁρίζει γὰρ καὶ εἶπε τον διὰ τίποτε λογάριν,
ὅπου νὰ χρήζῃ, μετ᾿ αὐτὸ φουσσᾶτα νὰ ρογέψῃ,
νὰ εὐεργετήσῃ γὰρ τινὲς τοῦ νὰ προσφέρῃ εἰς αὖτον·
μὴ ἀκριβευτῇ ὀκνήσῃ το, μὴ ὅλως τὸ ἀμελήσῃ,
ἀλλὰ ἂς βιαστῇ μὲ προθυμίαν τὸν τόπον νὰ κερδίσῃ·
«Ἐπεῖν ἀφῶν ὁ πρίγκιπας ἄρχισε γὰρ τὴν μάχην
ὅπου ὑπωμόσαμεν οἱ δύο ἀγάπην νὰ κρατοῦμεν,
ἐκεῖνος ἔχει τὴν ἁμαρτίαν, ἐκεῖνος καὶ τὸ ψέγος».
Χαρτία ἄγραφα τοῦ ἐβούλλωσε μὲ τὸ χρυσόβουλλόν του,
καὶ λέγει τοῦ οὕτως. «Μακρυνέ, ἔπαρέ τα μετά σε,
κι ἂν κάμῃ χρεία προνοιάσματα ἢ εὐεργεσίες νὰ ποιήσῃς,
πρὸς τὴν οὐσίαν τοῦ καθενὸς τὸ θέλεις εὕρει εἰς αὖτον,
ὅριζε καὶ ἂς τοῦ γράφουσι εἰς αὖτα τὰ χαρτία».
Τοῦ Δρόγγου, τοῦ Γαρδαλεβοῦ, ὁμοίως τῆς Τσακωνίας
χρυσόβουλλον τοὺς ἤφερεν, ὅλοι νὰ εἶναι ἐγκουσάτοι,
ἄρματα νὰ βασταίνουσιν, δεσποτικὰ μὴ ποιήσουν.
Εἰς κάτεργα ἐσέβησαν, ᾿ς καράβια καὶ ταρέτες
καὶ τῆς θαλάσσης ἤλθασιν εἰς τὴν Μονοβασίαν.
[` 333] Οὕτως ὡσὰν σὲ τὸ λαλῶ κι ὡσὰν σὲ τὸ
ἀφηγοῦμαι,
ἄρχισε ἡ μάχη στὸν Μορέαν νὰ μάχονται οἱ δύο,
ὁ βασιλέας κι ὁ πρίγκιπας, ὅπου ἦσαν γὰρ συντέκνοι.
Κι ὡς ἔσωσεν ὁ Μακρυνὸς εἰς τὴν Μονοβασίαν,
ἐπέζεψεν ᾿ς τὰ κάτεργα ἐκεῖνος κι ὁ λαός του.
Ὁλόρθα εἰς Λακεδαιμονίαν ἦλθεν μὲ τὰ φουσσᾶτα·
ἐρώτησε τὰ ὀνόματα τῶν ἀρχηγῶν, ὅπου ἦσαν
στὸν δρόγγον γὰρ τοῦ Μελιγοῦ, ὁμοίως τῆς Τσακωνίας,
ὁλῶν ἀπόστειλε γραφὰς ἀπὸ τὸν βασιλέαν,
ἄλλους ἔποικεν σεβαστούς, τοὺς πρώτους γὰρ τζαστᾶδες.
Τὰ Βάτικα ἐπροσκύνησαν, ὁμοίως κ᾿ ἡ Τσακωνία·
ὁ δρόγγος γὰρ τοῦ Μελιγοῦ, τὸ μέρος τῆς Γιστέρνας,
ἐκεῖνοι ἐρροβόλεψαν μετὰ τὸν βασιλέα.
[` 334] Κ᾿ ὡς ἔμαθεν ὁ πρίγκιπας ἐτοῦτα τὰ μαντᾶτα
τὸ πῶς ἦλθεν ὁ Μακρυνὸς καὶ ἄρχασε τὴν μάχην,
τὲς χῶρες του ἐκούρσευεν κ᾿ ἐζήμιωνε μεγάλως,
μαντατοφόρους ἔστειλε ἐκεῖ στὸν Μέγαν Κύρην,
στὸν Εὔριπον κ᾿ εἰς τὰ νησία νὰ ἔλθουν οἱ φλαμουριάροι
μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἴχασιν διὰ νὰ τὸν συμμαχήσουν.
Κ᾿ ἐκεῖνοι τοῦ ἐπαρήκουσαν κι οὐδὲν ἦλθαν ἐνταῦτα.
Ὁ πρίγκιπας ἐχόλιασεν μεγάλως πρὸς ἐκείνους.
[` 334] Ἐπῆρεν τὰ φουσσᾶτα του ὅπου εἶχεν στὸν Μορέαν
κ᾿ ἦλθεν στὸ κάστρον τοῦ Νικλίου μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν.
Κι ὡς ἤκουσε καὶ ἔμαθεν τὸ πῶς ἐρροβολέψαν
ἡ Τσακωνία, τὰ Βάτικα, καὶ τῶν Σκλαβῶν ὁ δρόγγος,
οὐδὲν τοῦ ἐδόθη γὰρ βουλὴ νὰ ὑπάγῃ ἐκεῖ πρὸς αὔτους,
διατὸ ἤσασιν πολὺς λαὸς κ᾿ ἐκεῖνος εἶχε ὀλίγον.
Ἀλλὰ βουλὴν τοῦ ἐδώκασιν τὰ κάστρη νὰ γαρνίσῃ,
νὰ σωταρχίσῃ δυνατά, καλὰ νὰ τὰ ἀφιρώσῃ,
κι ἀτός του γὰρ σωματικῶς στὴν Κόρινθον ν᾿ ἀπέλθῃ,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ

νὰ ποιήσῃ νὰ ἔρχεται εὐθέως ἀτός του ὁ Μέγας Κύρης,
τοῦ Εὐρίπου οἱ ἀφέντες οἱ τρεῖς, ὡσαύτως κι ὁ μαρκέσης
τῆς Ποντενίτσας, σὲ λαλῶ, καὶ τῶν νησίων οἱ ἀφέντες.
Κι ὡσὰν τοῦ ἐδόθη ἡ βουλὴ στὴν Κόρινθον ἐδιάβη·
τὸ θάρρος γὰρ τοῦ πρίγκιπος κι ὁ λογισμὸς ὅπου εἶχεν
ἦτον νὰ δώσῃ πόλεμον, εἰς κάμπον ἂν τὸν εὕρῃ,
τὴν κεφαλὴν τοῦ βασιλέως, τὸν Μακρυνὸν ἐκεῖνον.
[` 336] Ἐκεῖνος γὰρ ὁ Μακρυνὸς ὡς εἶδεν ἀπὸ πρώτου
τὸ πῶς τὸν ἐπροσκύνησαν οἱ τόποι ὅπου σᾶς γράφω,
καθίζει, γράφει γράμματα, μαντοφόρους στέλνει
ἐκεῖσε εἰς τὸν βασιλέα ὅπου ἦτον εἰς τὴν Πόλιν,
τὸ πῶς ἦλθεν εἰς τὴν Μορέαν μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν
κ᾿ εὐδόκησέ τον ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ εὐχὴ τοῦ βασιλέως,
κ᾿ ἐκέρδισε δίχα σπαθίου τὸ κρίνον τοῦ Μορέως.
Λοιπόν, ἂν θέλῃ ὁ βασιλέας φουσσᾶτα νὰ τοῦ στείλῃ
ἄλλα πλεῖστα καὶ πλειότερα παρὰ ἐκεῖνα ὅπου τοῦ
ἐδῶκεν,
ἐλπίδας εἶχεν στὸν Χριστὸν μὲ εὐχὴν τοῦ βασιλέως
τὸν τόπον ὅλον τοῦ Μορέως νὰ τὸν ἔχῃ κερδίσει.
Ἀκούσων ταῦτα ὁ βασιλέας ἐχάρηκεν μεγάλως·
τὸν Μέγαν γὰρ Δεμέστικον, ὅπου ἦτον ἀδελφός του,
κράζει καὶ λέγει του· «Ἀδελφέ, θέλω νὰ ὑπάῃς ἐνταῦτα
ἐκεῖσε γὰρ εἰς τὸν Μορέαν, πᾶρε χιλίους μετ᾿ ἔσου,
ὅλους ἀπάνω στὰ ἄλογα θέλεις νὰ τοὺς ἐκλέξῃς·
ρῖξον ρόγαν κ᾿ ὑπέρπυρα καὶ δός τους ὅσον θέλουν.
ΠΟΛΕΜΟΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΚΑΙ ΦΡΑΓΚΩΝ ΕΙΣ ΜΟΡΕΑΝ

Κι ἂς ἔλθῃ ὁ Κατακουζηνὸς νὰ ἔνι κι αὐτὸς μετ᾿ ἔσου,
διατὸ ἔνι γὰρ ἐξάκουστος παιδευτικὸς στρατιώτης·
σπούδαξον τὸ γοργότερον τοῦ νὰ ἔχῃς συμμαχήσει
τὸν Μακρυνὸν ὅπου ἔστειλα καὶ τὸν Μορέαν κερδίσει».
Κι ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος τὸ ἀκούσει τὸ μαντᾶτο,
τὸ τοῦ ὥρισεν ὁ βασιλέας ἀτός του ὁ ἀδελφός του,
ἐσπούδαξεν κ᾿ ἐρρόγεψε τὸ ἄνθος τῆς Ρωμανίας.
Ἐσέβησαν στὰ κάτεργα ὁμοίως εἰς τὰ καράβια,
καὶ ἦλθαν στὴν Μονοβασίαν εἰς δεκαπέντε ἡμέρες.
[` 337] Ἀφότου γὰρ ἐπέζεψεν Δεμέστικος ὁ Μέγας,
ὁ αὐτάδελφος τοῦ βασιλέως, εἰς τὴν Μονοβασίαν,
ἐρώτησεν ποῦ εὑρίσκετον ὁ Μακρυνὸς ἐκεῖνος·
κ᾿ εἶπαν του ὅτι στὸν Μυζηθρὰ στέκει μὲ τὰ φουσσᾶτα,
ὅπου τὴν παρακάθεται τὴν Λακκοδαιμονίαν
«καὶ καθ᾿ ἑκάστη ἐκδέχεται τὴν βασιλείαν σου, ἀφέντη».
Κ᾿ ἐκεῖνος ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐσπούδαξεν καὶ ἦλθεν
ἐκεῖ στὴν Λακκοδαιμονίαν, τὸν Μακρυνὸν ἑνώθη·
βουλὴν ἐπῆραν ἑνομοῦ τὸ πῶς νὰ ἔχουν πράξει.
Ἐμάθαν ὅτι ὁ πρίγκιπας εὑρίσκεται στὴν Κόρινθον
κ᾿ ἐσκόπησαν ὅτι μὲ αὐτὸν ἔχει γὰρ τὸν λαόν του.
Εἰς τοῦτο ἐδόθη ἡ βουλὴ νὰ ὑπᾶν εἰς τὸν Μορέαν
νὰ εὑροῦν τὸν τόπο ἀπόσκεπον καὶ θέλουσιν κερδίσει.
Τ᾿ ἀλλάγια τοῦ φουσσάτου τους ἐχώρισαν ἐνταῦτα·
ἕξι χιλιάδες εὑρέθησαν ὅπου ἦσαν καβαλλάροι·
ἀλλάγια ἐποίησαν δεκαοχτώ, πρὸς τρία εἶχε ἡ χιλιάδα.
Τὰ πεζικά τους εἴχασιν ἀρίφνητα σὲ λέγω,
ἐπεὶ εἶχαν τοῦ Γαρδαλεβοῦ σὺν τὰ τῆς Τσακωνίας,
τοῦ δρόγγου γὰρ τοῦ Μελιγοῦ καὶ τῆς μεγάλης Μάϊνης.
[` 338] Οἱ Σκορτινοὶ ἐρροβόλεψαν καὶ ἦσαν μετ᾿ ἐκείνους.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

Ἐκίνησαν κ᾿ ἐρχόντησαν ἐκ τοῦ Χελμοῦ τὰ μέρη·
ἐσῶσαν στὴν Βελίγοστην, ἐπιάσασιν κατοῦνες,
ἐκάψασιν τὸ ἐμπόριον, τὸ κάστρον μόνι ἀφῆκαν.
Τὴν ἄλλη ἡμέραν ἤλθασιν στὸν κάμπον Καρυταίνου,
ἐκεῖ στὸν παραπόταμο ἐμεῖναν τὴν ἑσπέραν·
ἐπὶ τῆς αὐρίου ἐκίνησαν κ᾿ ἦλθαν στὴν Λιοδώραν,
τὸ παρεπόταμον τοῦ Ἀλφέως ὁλόρθα ἐκατεβαῖναν·
ΜΑΧΗ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ

στὴν Ἴσοβαν ἐδιάβηκεν ἀλλάγι ἀπὸ τοὺς Τούρκους,
τὸ μοναστῆρι ἐκάψασιν ἔδε ἁμαρτία ποῦ ἐγίνη.
Ἀπαύτου ἐκατέβησαν ὁλόρθα εἰς τὴν Πρινίτσαν·
ἐκεῖ κατοῦνες ἔπιασαν, ἐστήσασιν τὲς τέντες.
Ἰδόντα γὰρ οἱ Σκορτινοὶ τὸ πλῆθος τοῦ φουσσάτου,
εὐθέως ὅλοι ἐπροσκύνησαν - σφάλμα μέγαν ἐποῖκαν -
κ᾿ ἐκεῖνοι τοὺς ὡδήγεψαν κ᾿ ἐπροβεδίζανέ τους.
Ἐν τούτῳ γὰρ ἀφίνω ἐδῶ τὰ λέγω κι ἀφηγοῦμαι
διὰ τὸν Μέγαν Δεμέστικον καὶ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν,
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ καὶ νὰ σὲ καταλέξω
τὸν πόλεμον ποῦ ἐγίνετον ἐτότε εἰς τὴν Πρινίτσαν.
Τριακόσιοι Φράγκοι ἐκέρδισαν ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα,
τὸ πῶς τὸ μέλλω ἀφηγηθῆ ἐμπρὸς εἰς τὸ βιβλίον μου.
Ὡσὰν ἐδιάβη ὁ πρίγκιπας ἐτότε εἰς τὴν Κόρινθον
(διὰ νὰ ὀρθώσῃ καὶ νὰ ἐλθῇ τῶν Ἀθηνῶν ὁ δοῦκας
κ᾿ οἱ ἄλλοι ἀφέντες τῶν νησίων μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου
εἶχαν
εἰς συμμαχίαν τοῦ πρίγκιπος, διὰ νὰ ἔχουν πολεμήσει
τὸν μέγαν γὰρ Δεμέστικον μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν),
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

ἦτον ἀφήκοντα εἰς Μορέαν δικαῖον του διὰ μπάϊλον
τὸν μισὶρ Ντζὰ ντὲ Καταβᾶ, ἕναν του καβαλλάρην·
ἄνθρωπος ἦτον φρόνιμος, παιδευτικὸς εἰς σφόδρα,
στρατιώτης γὰρ ἀπόκοτος κ᾿ εἰς ἄρματα τεχνίτης.
Ἀστένειον εἶχε φοβερὴν ὅτι ἦτον ρεματιάρης
κι οὐδὲν ἠμπόρει νὰ κρατῇ σπαθὶν οὔτε κοντάριν·
κ᾿ ὡς ἔμαθεν πληροφορίαν ὅτι ἔρχετον τὸ φουσσᾶτο
τοῦ βασιλέως, τὸ ὡδήγευεν Δεμέστικος ὁ Μέγας,
ἐβιάστη, περιεσώρεψεν ᾿κ τὸν κάμπον τοῦ Μορέως
ὅσο φουσσᾶτο ἠμπόρεσεν καὶ ὅσον ἠδυνήθη.
Κι ὅσον τοὺς περιεσώρεψεν ἐγνώμιασεν πόσοι ἦσαν·
τριακόσιοι γὰρ καὶ δώδεκα εὑρέθησαν καὶ μόνον.
Ἀπῆρεν τους κι ἀνέβαινεν τὰ μέρη τῶν Κρεστένων
γυρεύοντα κατερωτῶν, τὸ ποῦ εἶναι τὰ φουσσᾶτα
τοῦ βασιλέως, ὅπου ἔρχονται στὸν κάμπον τοῦ Μορέως.
Κι ὡς ἔμαθεν ὅτι ἔσωσαν ἐκεῖσε εἰς τὴν Πρινίτσαν,
στὸ παραπόταμο τοῦ Ἀλφέως ἐσέβη διὰ νὰ ὁδεύῃ.
Κι ὡς ηὗρεν τὴν καρφολασίαν ἐκείνου τοῦ φουσσάτου,
ἐσέβην ἐξοπίσω τους κ᾿ ἔρχετο ἐλάμνοντά τους.
Κι ὅταν ἦλθε κι ἀπέσωσεν εἰς ὁκάτι μικρὴν κλεισοῦραν
ἐκεῖ πλησίον, τὸ λέγουσιν στὸ Ἀγρίδι Κουνου-
πίτσας,
κ᾿ εἶδαν τοὺς κάμπους ἐκεινοὺς γεμάτους τὰ φουσσᾶτα
- ταχύτσιν ἦτον ἀκομή, ὥρα ἀνατελμάτου -
ΜΑΧΗ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ

ἀφνίδια γὰρ ἐξέβησαν εἰς τὰ φουσσᾶτα ἐκεῖνα.
Ὁ μισὶρ Ντζιὰ ντὲ Καταβᾶς, ὁ φοβερὸς στρατιώτης,
τίποτε οὐδὲν ἐδείλιασεν διὰ τὸ πολὺ φουσσᾶτο.
Περίχαρος ἐγίνετον, κράζει τὴν συντροφίαν του,
καὶ λέγει οὕτω πρὸς αὐτοὺς μὲ προθυμίαν μεγάλην·
«Ἀφέντες φίλοι κι ἀδελφοί, συντρόφοι ἠγαπημένοι,
ὅλοι πρέπει νὰ χαίρεστε καὶ τὸν Θεὸν δοξάζειν
ὅταν μᾶς ἤφερε ὁ Θεὸς ᾿ς τόσα ἐπιδέξιον τόπον,
τόσα φουσσᾶτα ἄφαντα νὰ τὰ ἔχωμεν κερδίσει.
Προσέχετε, καλοὶ ἀδελφοί, κἀνεὶς μὴ τοὺς δειλιάσῃ
διατὸ ἔνι πλῆθος γὰρ λαοῦ· διὰ τοῦτο ὅπου, σᾶς λέγω,
τούτους νὰ πολεμήσωμεν ὅτι κάλλιόν μας ἔνι,
παρὰ νὰ ἦσα ὀλιγώτεροι καὶ μιᾶς φυλῆς ἀνθρῶποι.
Ἐτοῦτοι εἶναι ἀπόξενοι ἀπὸ διαφόρους τόπους,
ἀπαίδευτοι νὰ πολεμοῦν μετὰ Φράγκους ἀνθρώπους·
μηδὲν ὀκνήσωμεν ποσῶς νὰ μᾶς ἀποσκεπάσουν,
ἀφνίδως ἂς τοὺς δώσωμεν ὅλοι μὲ τὰ κοντάρια.
Τὰ ἄλογα, ὅπου ἔχουσιν, ὅλα ὑπαρίππια εἶναι,
ἑνὸς φαρίου μας ἡ φορὰ νὰ ρίξῃ δεκαπέντε.
Καὶ πάλιν λέγω, ἀδελφοί, ἐτοῦτο κι ἐνθυμῶ σας
τὸν κόπον, ὅπου ἐβάλασιν οἱ ἀφέντες οἱ γονεῖς μας,
τοὺς τόπους, ὅπου ἔχομεν, νὰ τοὺς ἔχουν κερδίσει.
Κ᾿ ἐὰν οὐκ ἐβάλαμεν βουλὴν τὴν σήμερον ἡμέραν,
ὁ κατὰ εἷς τὸ σῶμα του νὰ τὸ ἔχῃ διαφεντέψει,
νὰ δείξωμεν εἰς ἄρματα ὅτι εἴμεθεν στρατιῶτες,
κι ἀπαύτου νὰ φυλάξωμεν ὁμοίως τὰ ἰγονικά μας·
κι ἂν οὕτως οὐδὲν ποιήσωμεν ὡσὰν ἐγὼ σᾶς λέγω,
οὐδὲν πρέπει νὰ μᾶς κρατοῦν ἀνθρώπους τῶν ἀρμάτων,
οὔτε προνοῖες νὰ ἔχωμεν, οὔτε τιμὴν στὸν κόσμον.
Ἰδέτε πάλιν δεύτερον, ἀφέντες καὶ συντρόφοι,
ὅτι, ἂν μᾶς δώσῃ ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ τύχη μας ἐτοῦτο,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

τὸν ἀδελφὸν τοῦ βασιλέως κ᾿ ἐτοῦτα τὰ φουσσᾶτα
μὲ πόλεμον καὶ μὲ σπαθὶ νὰ τοὺς νικήσωμε ὧδε,
ἕως ὅτου στήκει ἡ κιβωτὸς στὸ Ἀραρὰτ τὸ ὄρος,
μέλλει στήκει τὸ ἔπαινος τῆς σημερνῆς ἡμέρας,
ὅπου μᾶς θέλουν ἐπαινεῖ ὅσοι τὸ θέλουν ἀκούσει.
Ἐγὼ γάρ, ὡς τὸ ἐξεύρετε κ᾿ ἐβλέπετε εἰς ἐμέναν,
οὐ δύνομαι τοῦ νὰ κρατῶ σπαθὶν οὔτε κοντάριν
τοῦ νὰ σταθῶ εἰς πόλεμον, τοῦ νὰ ἔχω πολεμήσει·
ἀλλὰ νὰ ποιήσω ὡς διὰ ἐσᾶς τούτην τὴν προθυμίαν,
τοῦ πρίγκιπος τὸ φλάμουρον θέλω νὰ τὸ βασταίνω,
στὸ χέριν μου τὸ δέσετε νὰ τὸ κρατῶ στερέα.
Τὴν τένταν τοῦ Δεμέστικου θεωρῶ την ἀπ᾿ ἐδῶθεν,
κι ὀμνύω σας γὰρ εἰς τὸν Χριστὸν ὁλόρθα ἐκεῖ ν᾿ ἀπέλθω.
Κι ὅποιος ἰδῇ ὅτι νὰ τραπῶ ἢ τίποτε δειλιάσω,
ἐχτρὸν τὸν ἔχω τοῦ Χριστοῦ, νὰ μὴ μὲ σφάξῃ εὐθέως».
Ὁ Μέγας γὰρ Δεμέστικος στὴν τένταν ἐκαθέτον,
ὅπου ἦτον ἀνάβολον εἰς τὸ χωριὸν Πρινίτσας.
Κι ὡσὰν ἐφανερώθησαν ἐκεῖνοι οἱ Φράγκοι ἀφνίδια,
τοῦτον τὸν λόγο ἐλάλησεν, ἀτός του γὰρ τὸν εἶπεν·
«προγεματίνσιν γὰρ μικρὸν ἐβλέπω ὅτι μᾶς ἦλθεν».
Ὁρίζει, ἐκαβαλλίκεψαν ἀλλάγια τρία καὶ μόνον,
χιλίους ἀπάνω εἰς τ᾿ ἄλογα τοὺς Φράγκους ν᾿ ἀπαντήσουν·
εὐθέως ἐκαβαλλίκεψαν κι ἀπῆλθαν εἰς τοὺς Φράγκους,
σταματικὰ τοὺς ἔσμιξαν ὅλοι μὲ τὰ κοντάρια.
Στὸ πρῶτον ποῦ ἐβαρέσασιν ἐπέσαν ἐκ τοὺς Φράγκους
ΜΑΧΗΝ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ

καλὰ τὸ τρίτον ἀπ᾿ αὐτοὺς ὅλοι ἀπὸ τὰ φαριά τους·
διὰ ἕνα Φράγκον ἤσασιν Ρωμαίων δέκα κοντάρια.
Ἀκούσατε, χάριν τοῦ Χριστοῦ, κἀνεὶς ἀπὸ τοὺς Φράγκους
κοντάρι οὐδὲν ἐπίασεν, κἀνεὶς οὐκ ἐλαβώθη·
ἐκεῖνοι γὰρ ὅπου ἔπεσαν εὐθέως καβαλλικεύουν
καὶ τὰ σπαθία ἐξήβαλαν καὶ τοὺς Ρωμαίους ἐσφάξαν.
Ὥρα ἐδιάβηκε πολλὴ ποῦ ἐκάθησαν οἱ Φράγκοι
κι οὐδὲν ἐφαίνονταν ποσῶς μέσα εἰς τοὺς Ρωμαίους
ἐκεῖνος γὰρ ὁ μισὶρ Ντζᾶς, ὁ Καταβᾶς, σὲ λέγω.
Ἀφότου ἐσηκώθησαν οἱ Φράγκοι ἐκεῖ ὅπου ἐπέσαν,
ὅπου τοὺς ἀπεδείρασιν τὸ πλῆθος τῶν Ρωμαίων,
ἐβγάλαν τὰ σπαθίτσια τους, τὸν πόλεμον ἀρχάσαν,
οὕτως ἐσφάξαν τοὺς Ρωμαίους ὡς φάλκος τὸ λιβάδι.
Ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν Ρωμαίων ἐχάθησαν οἱ Φράγκοι
κι οὐδὲν τοὺς ἔβλεπεν ποσῶς Δεμέστικος ὁ Μέγας
ἐκεῖθεν, ὅπου ἐκάθητον στὴν τέντα του ἀπέσω.
Ὁ δὲ μακάριος μισὶρ Ντζᾶς ὁ Καταβᾶς ἐκεῖνος
οὐδὲν ἀνάμενεν ποσῶς νὰ πολεμοῦν τοὺς Φράγκους·
ὁλόρθα πάντα ἐσπούδαζεν νὰ σῴση εἰς τὴν τένταν,
ὅπου ἐθεώρει ἀπὸ μακρὰ ὅτι ἦτον τοῦ Δεμεστίκου.
Τινές, ὅπου ἤσασιν ἐκεῖ στὸν πόλεμον ἐκεῖνον,
εἶδαν καὶ ἐμαρτύρησαν ὅτι εἶδαν καβαλλάρην
ἀσπραλογᾶτον εἰς φαρί, γυμνὸν σπαθὶν ἐβάστα,
καὶ πάντα ὑπήγαινεν ὀμπρὸς ἐκεῖ ποῦ ἦσαν οἱ Φράγκοι.
Καὶ εἶπαν κι ἀφιρώσασιν ὅτι ὁ ἅγιος Γεώργιος ἦτον
κι ὡδήγευεν κι ἀντρείευεν τοὺς Φράγκους νὰ πολεμοῦσιν.
Οἱ μὲν εἶπαν ὅτι ἐχόλιασεν ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος,
ὅπου ἦτον εἰς τὴν Ἴσοβαν στὸ μοναστῆρι ἐκεῖνο,
τὸ ἐκάψαν τότε οἱ Ρωμαῖοι εἰς τὸ ταξεῖδι ἐκεῖνο·
καὶ ἄλλοι πάλε ἐλέγασιν ὅτι ἡ ἀφιορκία ποῦ ἐποιῆσεν
ὁ βασιλεὺς - ὅπου ὤμοσεν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου
καὶ ἂνευ φταίσματος τινὸς νὰ ποιήσῃ πρὸς ἐκεῖνον,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

διὰ λόγια γὰρ ψεματινὰ καὶ δωριανὰ μαντᾶτα
ἀπόστειλε τὰ φουσσᾶτα του τὸν πρίγκιπα μαδίζει-
διὰ τοῦτο ἐχόλιασεν ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος
κ᾿ ἔδωκε νῖκος τῶν Φραγκῶν καὶ τῶν Ρωμαίων ὠργίστη.
Ἀπὸ ὥρας πρώτης ἄρχισεν ὁ πόλεμος ἐκεῖνος
κ᾿ οἱ Φράγκοι ἀπεσώσασιν ὥρα μεσημερίου
στὴν τένταν, ὅπου ἐκάθητον Δεμέστικος ὁ Μέγας.
Ὁ Μέγας γὰρ Δεμέστικος ἀπέκει ἐκ τὴν τένταν
τὸ βλέμμα του εἶχε ἀδιάλειπα ἐκεῖ πρὸς τὸ φουσσᾶτον
νὰ ἰδῇ τὸ τί ἐγίνονταν οἱ Φράγκοι τοῦ Μορέως·
πούπετε Φράγκον οὐ θεωρεῖ, μόνον καὶ τοὺς Ρωμαίους·
τὰς χεῖρας του ἐσήκωσε καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει,
σκοπίζοντα, λογιζόμενος, ἐχάθησαν οἱ Φράγκοι.
Καὶ οὕτως ὡσὰν ἐστήκετον κ᾿ ἐθεώρει τὰ φουσσᾶτα,
ἀφνίδια ἐφάνησαν ἐκεῖ τὰ φλάμουρα τῶν Φράγκων·
ἐγνώρισεν τὰ φλάμουρα τοῦ φράγκικου φουσσάτου.
Ἐκεῖ στὴν τέντα ἐρχόντησαν, ποῦ ἐβλέπασιν τὸ σκῆπτρον
τοῦ βασιλέως τοῦ ἀδελφοῦ, τοῦ Μεγάλου Δεμεστίκου.
Στριγγὴν φωνίτσαν ἔσυρεν, μεγάλη ὡς ἐδυνάστη,
ἐκεινῶν τῶν παιδόπουλων, ὅπου ἦσαν μετ᾿ ἐκεῖνον·
«Μωρέ, φέρε τὸ ἱππάρι μου, μωρέ, τὸν τουρκομάνον,
θεωρεῖτε φλάμουρα Φραγκῶν, ὅπου μᾶς ἐπετρῶσαν».
Κ᾿ ἐκεῖνοι ὡς εἶδαν τὰ σπαθία γυμνὰ ἐξελαμπρισμένα
νὰ ἐρχόντησαν ἀπάνω τους - τὰ ἐβασταῖναν οἱ Φράγκοι -
ἀπὸ τὸ αἷμα τῶν Ρωμαίων ἦσαν αἱματωμένα -
ὁ κατὰ εἷς ἐσπούδαζεν νὰ σώσῃ τὸν ἐνιαυτόν του·
ὅλοι εἰς φυγίον ἐβάλθησαν ἔνθα ἠμπόρει ὁ καθένας.
Ὁκάποιος ἦτον φρόνιμος ποῦ ἀγάπα τὴν τιμήν του,
ἔδραμε, ἤφερεν ἄλογον ὅπου ἔστηκεν στρωμένον,
ΜΑΧΗ ΠΑΡΑ ΤΗΝ ΠΡΙΝΙΤΣΑΝ

ὅπου ἦτον τὸ καλλιώτερον τοῦ Μεγάλου Δεμεστίκου·
ἐβοήθησε τοῦ ἀφέντου του, πηδᾷ καβαλλικεύει.
Ὁκάποιον ηὗρεν ἐκεῖ ἄνθρωπον γὰρ τοῦ τόπου,
ὅπου ἔξευρε κι ἀπείκαζεν τὸ μέρος τῆς Πρινίτσας.
Ἐκεῖνος τὸν ὡδήγεσεν καὶ συντροφίαν τοῦ ἐποῖκεν·
ἐκεῖθεν ἐκ τὴν Λέβιτσαν στὴν Κάπελην ἀνέβη,
ἀγρίους τόπους ἐδιάβησαν νὰ μὴ τοὺς ἐγνωρίσουν,
καὶ τόσα ἀπῆλθαν φρόνιμα μετὰ ἐπιδεξιωσύνης,
στὸν Μυζηθρᾶ τὸν ἔσωσεν ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα.
Τὰ δὲ φουσσᾶτα τῶν Ρωμαίων, ὅπου ἦσαν στὴν
Πρινίτσαν,
τὸ ἰδεῖ τοὺς Φράγκους ὅτι ἔσωσαν στὴν τέντα τοῦ
Δεμεστίκου
κι ἀπέδειραν κ᾿ ἐρρίξασιν τοῦ βασιλέως τὸ σκῆπτρον,
ὅλοι ἀποκεφαλίστησαν, ἐβάλθησαν νὰ φεύγουν·
ὁ εἶς τὸν ἄλλον οὐκ ἔβλεπεν τὸ πόθεν ὑπαγαίνει.
Τί νὰ σᾶς λέγω τὰ πολλὰ καὶ ποῖος νὰ σᾶς τὰ γράφῃ;
Οἱ Φράγκοι ἀποστάθησαν σφάζοντα τοὺς Ρωμαίους·
ἔμποδον μέγαν ηὕρασιν τὰ δάση τῆς Πρινίτσας,
τοὺς τόπους ἐκείνους τοὺς σκληροὺς καὶ πολλὰ δασωμένους.
Ἐκεῖ ἐγλύτωσαν οἱ Ρωμαῖοι, ὅσοι ἐδράμαν κ᾿ ἐμπῆκαν·
ἐπεί, ἂν ἔλειπαν οἱ σκληροὶ οἱ τόποι ὅπου σᾶς λέγω,
λογίζομαι εἰς πληροφορίαν ἕνας μόνος ἀπ᾿ αὔτους
οὐ μὴ νὰ ἐγλύτωσε ἀπ᾿ ἐκεῖ, ἂν εἴχασιν οἱ Φράγκοι
τὴν δύναμιν νὰ ἐσφάζασιν τὸ γένος τῶν Ρωμαίων.
Οἱ Φράγκοι ἀποστάθησαν σκοτώνων τοὺς ἐχτρούς τους,
κι ὡς εἶδαν πάλε ὅτι ἔφυγαν κ᾿ ἐπιάσαν τὰ βουνία,
εἰς τοὺς δρυμῶνες ἔφυγαν ἐκεῖ πρὸς τὸν στρατέαν
ἄφηκαν νὰ τοὺς διώχνουσιν, ἐστράφησαν ὀπίσω.
Χίλια ἄλογα ἐκέρδισαν ἐτότες ὢν οἱ Φράγκοι.
Ὡς τὸ ἔμαθαν οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖθε ἐκ τὰ χωρία,
μικροὶ μεγάλοι ἔδραμαν νὰ ἔχουσιν κερδίσει,
ἐκ τῶν Ρωμαίων τὰ πράγματα νὰ ἔχουν διαφορήσει.
Οἱ Φράγκοι γὰρ ἐμείνασιν ἐτότε εἰς τὰ Σέρβια·
ἐπεὶ ἂν ἤθελαν νὰ ἐλθοῦν, νὰ μείνουν παρακάτου,
οὐδὲν ἐδύνονταν νὰ ὑπᾶν ὅτ᾿ ἦσαν κοπιασμένοι,
καὶ διὰ τὸ κέρδος τὸ πολὺ τὸ εἴχασιν κερδίσει
ἐπὶ τὴν αὔριον ὑπᾶν ὀρθὰ εἰς τὸ Βλιζίρι.
Ὁ μισὲρ Τζὰν δὲ Καταβᾶς, ὁ ποδαγρὸς στρατιώτης,
πιττάκια ὁρίζει, γράφουσιν, μαντατοφόρους στέλνει
ἐκεῖσε εἰς τὸν πρίγκιπα στὸ κάστρον τῆς Κορίνθου.
Λεπτομερῶς ἐδήλωσε τὴν πρᾶξιν καὶ τὸ πρᾶγμα,
τὸ πῶς ἐγίνη ὁ πόλεμος ἐκεῖνος τῆς Πρινίτσας,
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔπραξεν, τὸ νῖκος ὅπου ἐλάβαν.
Ὁ πρίγκιπας, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐσήκωσεν τὰς χεῖρας
καὶ τὸν Θεὸν ἐδόξασεν, τὴν πάναγνον Θεοτόκον.
Ἐκ τὸ ἓν μέρος ἐχάρηκεν, ἐκ τὸ ἄλλο ἐλυπήθη·
ἐχάρη, διοῦ ἐνίκησεν ἐτότε ὁ λαός του,
καὶ πάλιν ἐλυπήθηκεν διοῦ οὐδὲν εὑρέθην...
Ο ΜΕΓΑΣ ΔΟΜΕΣΤΙΚΟΣ ΥΠΟΧΩΡΕΙ ΕΙΣ ΜΥΣΤΡΑΝ

...ὅσον τὸν μαστιχώνει πλέον πρέπει νὰ τὸν προσέχῃ.
Ἄν εἶχε ἐπάρει ὁ πρίγκιπας τότε τὸν Μέγαν Κύρην
καὶ τὰ φουσσᾶτα τῶν νησίων κ᾿ ἐκεῖνα τοῦ Εὐρίπου
καὶ νὰ εἶχε ὑπάγει σπουδαχτικὰ ὁλόρθα εἰς τὸ Νίκλι
καὶ νὰ εἶχε ἐμπῆ στὴν Τσακωνίαν, κουρσέψει ὅλον τὸν
τόπον,
ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος ἀργὰ νὰ ἐφουσσατέψεν·
ὅμως ὡς πράξει ὁ κατὰ εἷς, ὀμπρός του καί τὸ ηὑρίσκει.
Ἀφίνω γὰρ τὸν πρίγκιπα νὰ λέγω περὶ ἐκείνου,
θέλω νὰ σὲ ἀφηγήσωμαι τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποῖκεν
ὁ Μέγας γὰρ Δεμέστικος στὸν Μυζηθρᾶ ὅπου ἦτον.
Καθὼς σὲ τὸ ἀφηγήσομαι ὀπίσω στὸ βιβλίον μου
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικεν ἐκεῖσε στὴν Πρινίτσαν
ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν·
ὅταν ἠμπόρεσε νὰ ἐλθεῖ στοῦ Μυζηθρᾶ τὸ κάστρον,
ἐκάθητον κ᾿ ἐθλίβετον, ἡμέραν νύχταν ἔκλαιεν·
τὸ πρῶτον διὰ τὴν ἐντροπὴν ὅπου εἶχεν τῶν ἀνθρώπων,
καὶ τὸ ἄλλο διὰ τὸν βασιλέαν ὅπου εἶχεν μέγαν φόβον
μὴ πιάσῃ καὶ τυφλώσῃ τον, εἰς φυλακὴν τὸν βάλῃ
καὶ λάβῃ ἄδικον θάνατον καὶ χάσῃ τὸ κορμί του.
Ὁ βασιλέας τὸν ἔστελνεν μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν,
τὸν τόπον ὅλον τοῦ Μορέως νὰ τὸν ἔχῃ κερδίσει,
κι ἂν μάθῃ ὅτι ἐκέρδισαν τὸν πόλεμον οἱ Φράγκοι
μόνοι τριακόσιοι μοναχοὶ κἄν εἴκοσι χιλιάδες,
πῶς νὰ τὸν ἀποδέξεται, πῶς νὰ τὸν χαιρετήσῃ,
εἰμὴ νὰ λέγῃ ὅτι ἄπιστος καὶ νὰ τὸν θανατώσῃ;
Ὁκάποιος Φράγκος εὐγενής, ἄνθρωπος παιδεμένος,
ἀπὸ τὴν Πόλιν εἶχε ἐλθεῖ ἀπὸ τὸν βασιλέαν
μαντατοφόρος εἰς αὐτόν, ἐπαρηγόριζέ τον·
«Δέσποτά μου, διὰ τὸν Χριστόν, τί θλίβεσαι τοσούτως;
οὐ ξεύρεις εἰς ἐριζικὸν κοίτεται ἡ στρατεία;
κι ὅποιος ἐξεύρει μηχανίαν καὶ πράττει μὲ πονηρίαν
τοὺς ἀντρειωμένους καταλυεῖ κ᾿ ἐπαίρνει τὴν ἀντρίαν τους·
ἡ μηχανία κ᾿ ἡ πονηρία κερδίζει τὴν ἀντρίαν.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

Εἶδες εἰς τὴν Πελαγονίαν τὴν μηχανίαν ποῦ ἐποῖκεν
τότε ὁ σεβαστοκράτορας κ᾿ ἐκέρδισε τὸν κάμπον·
οὐδὲν ἐτήρησε νὰ εἰπῇ πολλὰ φουσσᾶτα εἶχεν,
ἀλλὰ ἔβαλε τὴν μηχανίαν κι ἄφηκεν τὴν ἀντρίαν.
Οἱ πάντες ὅλοι ἐξεύρουν τὸ ᾿ς ὅλην τὴν οἰκουμένην,
εἰς τὸ κοντάρι καὶ σπαθὶ οἱ Φράγκοι εἶναι ἀντρειωμένοι.
Διὰ τοῦτο ὁ σεβαστοκράτορας, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
τοὺς Ἀλλαμάνους ἔβαλεν κ᾿ ἐσμίξαν μὲ τοὺς Φράγκους
διὰ ν᾿ ἀπαντήσουν τὸν θυμόν, τὲς κονταρὲς τῶν Φράγκων
τοὺς Οὔγγρους ἔβαλε ἀπ᾿ αὐτοῦ, τοὺς Τούρκους καὶ
Κουμάνους,
ὅλους ἐκατεδόξευαν, Φράγκους τε καὶ Ἀλλαμάνους,
καὶ τὰ φαρία τοὺς ἔσφαξαν τὸν πόλεμο ἐκερδίσαν.
Ἐὰν ἔλειπαν οἱ σαγιττὲς ποῦ ἐσφάξαν τὰ φαρία,
ποτέ του οὐδὲν ἐκέρδαιναν τὸν πόλεμον ἐκεῖνον.
Εἶδες, δέσποτα, ἀφέντη μου, πῶς ἔσφαλες εἰς τοῦτο,
ἐκεῖ ὅπου σ᾿ ἐπολέμησαν οἱ Φράγκοι στὴν Πρινίτσαν.
Καθὼς μὲ τὸ ἀφηγήθησαν οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου,
ὅπου μετά σου ἤσασιν στὸν πόλεμον ἐκεῖνον,
ἡ δεσποτεία σου ἐθάρρησεν στὸ πλῆθος τοῦ φουσσάτου,
ὅπου ἔβλεπες ὅτι ἤσασιν μετὰ τὴν βασιλείαν σου,
τοὺς Φράγκους ἐκαταφρόνησες, διατὸ ἔβλεπες ὀλίγους,
κι οὐδὲν ἐψήφησες ποσῶς πῶς νὰ τοὺς πολεμήσῃς,
τὸ ὅποιον πρᾶγμα οὐ πολεμοῦν οἱ φρόνιμοι στρατιῶται·
ἐπεί, ὅσον ἔνι ὁ ἄνθρωπος στρατιώτης κι᾿ ἀντρειωμένος,
ἁρμόζει νὰ ἔχῃ μηχανίαν καὶ φρόνεσιν εἰς αὖτον
νὰ πολεμῇ προσεχτικὰ ἀπάνω εἰς τὸν ἐχθρόν του,
διατὶ λέγουν οἱ φρόνιμοι, ὡς ἔνι γὰρ κ᾿ ἡ ἀλήθεια·
ἡ τέχνη γὰρ καὶ ἡ πονηρία νικοῦσι τὴν ἀντρίαν.
Ἄς εἶχες βάλει, δέσποτα, ἐτότε τοὺς δοξιῶτες,
νὰ ἰδεῖ τοὺς Φράγκους ὅτι ἔρχονται ἐκεῖσε πρὸς ἐσέναν,
νὰ εἴχασιν σφάξει τὰ φαρία ὅπου ἐκαβαλλικεῦαν,
Ο ΜΕΓΑΣ ΔΟΜΕΣΤΙΚΟΣ ΥΠΟΧΩΡΕΙ ΕΙΣ ΜΥΣΤΡΑΝ

ἐκέρδαινές τους παρευτύς, εἶχες τους νικημένους·
ἀλλὰ ὥρισες κ᾿ ἐδιάβησαν κοντάρια χίλια ᾿ς αὔτους,
σκοπώντα, λογιζόμενος νὰ τοὺς ἔχουν κερδίσει·
τὸ ὅποιον πρᾶγμαν ἔποικες στὸ θέλημά σου, ἀφέντη.
Ὡς εἶπα πάλιν λέγω το, ὡς ἔνι γὰρ κ᾿ ἡ ἀλήθεια,
ἀξιάζει Φράγκος εἰς φαρὶ διὰ εἴκοσι Ρωμαίους.
Εἶδες, ἀφέντη, τί ἔποικαν οἱ Φράγκοι στὴν Πρινίτσαν·
ὡς φρόνιμοι, παιδευτικοὶ ὅπου ἦσαν εἰς στρατείαν,
τὸ ἰδεῖ τὸ πλῆθος τοῦ λαοῦ καὶ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχες,
εὐθέως στὴν μέση ἐσέβησαν με τὰ κοντάρια ἐδῶκαν
κ᾿ ἔβγαλαν τὰ σπαθίτσια τους κι ἐσφάξαν τς ἐδικούς σου,
κ᾿ οἱ ἐδικοί σου οὐκ εἴχασιν δύναμιν νὰ σπαράξουν.
Οὕτως τὸ ἐποίκασιν αὐτοί, ὡς πολεμοῦν οἱ λύκοι
ὅπου σεβαίνουν εἰς μαντρί, τὰ πρόβατα σκορπίζουν.
Λοιπὸν μηδὲ τὸ θλίβεσαι ἐτοῦτο ὅπου ἐγίνη,
διατὸ ἔνι, ἐδές, τὸ σύνηθες πάντοτε τῆς στρατείας·
ὥρα κερδίζει διαφορὰ κι ἄλλη πάλιν νὰ χάνῃ.
Παρηγορήσου, ἀφέντη μου, καὶ πιάσε ἄλλην στράταν·
καὶ ὅρισον νὰ σωρευτοῦν ὅλα σου τὰ φουσσᾶτα
καὶ σκόπησον νὰ τιμηθῇς καὶ νὰ ἔχῃς διαφορήσει,
τὸ πρᾶγμα ὅπου ἐγίνενον νὰ τὸ ἔχῃς ἀμαντίσει.
Ἐγὼ ἔμαθα ὅτι ὁ πρίγκιπας στὴν Ἀνδραβίδα ἐστράφη
καὶ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἤφερνεν ἐστράφησαν ὀπίσω·
ἄγωμε ὁλόρθα εἰς αὐτὸν ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα·
κι ἂν ἔχῃ τόσην ἁμαρτία εἰς πόλεμον νὰ ἐξέβῃ,
μηδὲν βαλθῇς μὲ ἀλαζονείαν τοῦ νὰ τὸν πολεμήσῃς,
μόνον μὲ τέχνην, μηχανίας πολέμησε μετ᾿ αὖτον.
Μηδὲν τοῦ ποιήσῃς πόλεμον ποσῶς μὲ τὰ κοντάρια,
ἀλλὰ τοὺς Τούρκους ὅρισε, ὅπου βαστοῦν δοξάρια,
νὰ τοὺς δοξέψουν τὰ φαρία νὰ πέσουν οἱ καβαλλάροι.
Κι ἂν λάχῃ ἀπὸ τοῦ ἐριζικοῦ τὸν πρίγκιπα νὰ πιάσῃς,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

κι ἀφῶν τὸν πιάνῃς, ἔχε τον, κερδαίνεις καὶ τὸν τόπον».
Ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος ἐπίστεψεν τοῦ Φράγκου·
κράζει τοὺς πρώτους ἄρχοντας ὅπου εἶχε ἐκεῖ μετ᾿ αὖτον,
λεπτῶς τοὺς ἀφηγήσετον τὸ τί τοῦ εἶπεν ὁ Φράγκος·
ὅλοι τὸ ἐπαινέσασιν, καλὴν βουλὴν τοῦ ἐδῶκεν.
Ὁρίζει κ᾿ ἦλθαν οἱ ἀρχηγοὶ οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου·
λέγει τους· «Ἄρχοντες γοργὸν σπουδάξετε νὰ ὑπᾶμε
ἐκεῖ ὅπου ἔνι ὁ πρίγκηπας στὴν χώρα Ἀνδραβίδας».
Κράζει τὸν Κατακουζηνόν, τὸν Μακρυνὸν ὁμοίως,
ὅλους τοὺς ἀφηγήσετον τοῦ Φράγκου γὰρ τοὺς λόγους
καὶ τῶν ἀρχόντων τὴν βουλήν, τῶν ἀρχηγῶν ὡσαύτως.
Κ᾿ ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν καὶ λέγουν πρὸς ἐκεῖνον·
«Τί ραθυμᾷς, ὦ δέσποτα, Μεγάλε Δεμεστίκε;
οὐδὲν σὲ φαίνει ὅτ᾿ ἡ ἐντροπὴ ποῦ οἱ Φράγκοι μᾶς
ἐποῖκαν,
οὕτως ἐγένετον ᾿ς ἐμᾶς ὡσὰν στὴν δεσποτείαν σου;
κ᾿ ἠθέλαμεν νὰ ἐποιήσαμεν πρᾶγμα γὰρ τῆς τιμῆς μας,
νὰ μὴ μᾶς κράζῃ ὁ βασιλέας ἀπίστους δημηγέρτες;
ἀλλὰ θεωροῦμεν τὸν καιρόν, τὸ ἀσύστατον τοῦ χρόνου,
καὶ κάμνει χρεία νὰ πράξωμεν ὡς φρόνιμοι στρατιῶτες.
Ἡμεῖς ἀκόμη οὐ ξεύρομεν τὸ ποῖ᾿ εἶναι σκοτωμένοι,
τὸ ποῖ᾿ ἐγλυτῶσαν ζωντανοί, τὸ ποῖ᾿ ἔχουν ἄλογά τους.
Ἀπάρτι τὸ καλοκαιρίον ἐπλήρωσεν κ᾿ ἐδιάβη,
χειμῶνας ἐκατάλαβεν, σκολάζουν τὰ φουσσᾶτα·
ἂς ἀποϊδοῦμε τὸν καιρὸν νὰ ἰδοῦμε τὸν λαόν μας,
τὸ ποῖ᾿ μᾶς ἐνεμείνασεν ἐκ τὸν λαόν μας ὅλον·
κι ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ τύχη μας νὰ ζοῦμεν ἕως στὸν
μάρτιον,
εἰς ἄνοιξιν γὰρ τοῦ καιροῦ, ποῦ ἁρμόζει τῶν φουσσάτων
νὰ οἰκονομοῦνται εἰς ἄρματα, νὰ τρέχουν εἰς τὴν μάχην,
ἐτότε γάρ, ἀφέντη μου, ἂς οἰκονομηθοῦμεν,
ὅπου εὕρωμεν τὸν πρίγκιπαν, εἰς αὖτον ἂς ὑπᾶμε,
ἂς ἀποθάνωμε ἑνομοῦ ἢ ἂς ἐκδικηθοῦμεν».
ΕΠΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΩΝ ΕΧΘΡΟΠΡΑΞΙΩΝ

Ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος ἐνταῦτα ἀπεκρίθη·
«Ὁ Θεὸς τὸ ἐξεύρει, φίλοι μου, συντρόφοι κι ἀδελφοί μου,
τοῦτο σφάζει τὸν λογισμὸν καὶ τὴν καρδίαν μου τρώγει,
διατὶ μᾶς ἐκατάλυσεν ἕνας φτωχὸς στρατιώτης.
Ἄν εἴχαμεν τὸν πρίγκιπα μαδίσει ἢ πολεμήσει,
ὅπου ἔνι μέγας ἄνθρωπος, ἐξάκουστος στὸν κόσμον,
κ᾿ ἐνίκησέ με εἰς πόλεμον, παρηγορίαν νὰ τὸ εἶχα.
Τὸ δὲ νὰ λέουν ὁκάποιος φτωχὸς καὶ ρεματιάτης
ἐνίκησεν τοῦ βασιλέως τὸν ἀδελφὸν εἰς κάμπον,
καὶ πάλε ἄλλο χειρότερον, χεῖρον τῶν χειροτέρων,
μὲ τριακόσιους ἐκέρδισε χιλιάδες δεκαπέντε!»
Καθὼς ἀπῆραν τὴν βουλὴν οἱ ἄρχοντες ἐκεῖνοι,
ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος κι ὁ Μακρυνὸς ὁμοίως,
μετ᾿ αὐτοὺς Κατακουζηνὸς ὁ ἐξάκουστος στρατιώτης,
οὕτως καὶ τὸ ἐδιορθώσασιν καὶ ἀφιρώσανέ το.
Ἐπέρασεν γὰρ ὁ καιρὸς, ἐδιάβην ὁ χειμῶνας,
ἦλθεν ὁ μῆνας τοῦ μαρτίου, ἡ ἄνοιξις τοῦ χρόνου,
ὅπου κινοῦνται ἅπαντες εἰς ἄρματα καὶ μάχην,
καὶ τῆς θαλάσσης καὶ τῆς γῆς ἐτότε φουσσατεύουν.
Ὁ ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως Δεμέστικος ὁ Μέγας
ὥρισεν τὰ φουσσᾶτα του νὰ σωρευτοῦσιν ὅλοι.
Ἡ ἕνωσις ἐγίνετον στοῦ Σαπικοῦ τοὺς κάμπους,
εἰς τὰ λιβάδια τὰ πλατέα, στὲς ἔμνοστες τὲς βρύσες.
Φουσσᾶτα ἐσώρεψεν πολλὰ ἀπὸ διαφόρους τόπους·
τὰ πεζικὰ τῆς Τσακωνίας τοῦ Μελιγοῦ τοῦ δρόγγου
καὶ μέχρι στὴν Μονοβασίαν καὶ τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

Ἐχώρισαν τὰ ἀλλάγια τους, ὀρθῶσαν κ᾿ ἐκινῆσαν,
ἐκεῖσε στὴν Καρύταιναν ἐμεῖναν τὴν ἑσπέραν,
τὸ παραπόταμον τοῦ Ἀλφέως ὁλόρθα ἐκατεβαῖναν,
τὴν Πρινίτσα ἀπέρασαν καὶ εἴδασιν τὸν τόπον,
ἀνάμνησαν τὸ ἐπάθασιν ἐκεῖ στὸν τόπο ἐκεῖνον.
Πάντα ὑπαγαῖναν, λέγοντα τοὺς Φράγκους φοβερίζουν·
τὸ πρᾶγμα ὅπου ἀπεργώθησαν οὐ μὴ τὸ πάθουν πλέον
ἂν ἔλθουσιν εἰς πόλεμον, νὰ δώσουν κονταρέας·
μὲ τὰς σαγίττας βούλονται ὅλους νὰ θανατώσουν.
Κατερωτοῦν τὸ ποῦ νὰ εὑροῦν τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
στὴν Ἀνδραβίδαν ἔμαθαν ὅτι τοὺς ἀναμένει,
τὴν χώραν ἐτριγύρισεν ὅλην μὲ τραφοκόπια
καὶ στήκει ἐκεῖ κ᾿ ἐκδέχεται μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔχει.
Ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος κράζει τοὺς ἀρχηγούς του·
βουλὴν ἐζήτησεν αὐτῶν τὸ πῶς ὀφείλει διάξαι.
Κ᾿ ἐκεῖνοι ὅπου ἦσαν τοπικοὶ ἄνθρωποι, ὅπου ἐγνωρίζαν
τοὺς τόπους καὶ τὰ διάβατα, βουλὴν τοῦ ἐδῶκαν τέτοιαν·
μὴ πιάσῃ γὰρ καὶ ἀπελθῇ ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα,
διατὶ εἶναι τὰ ἔμπατα στενὰ καὶ διὰ τοὺς τσαγρατόρους.
[` 339] Ὁλόρθα τὸν ἐδιάβασαν στὰ Σεργιανὰ πλησίον·
Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΜΕΣΙΚΛΗ (ΣΕΡΓΙΑΝΑ)
ἀπάνω πρὸς ἀνατολὰς ἐκεῖ τὸν ἀππλικέψαν.
Κλησίδιν ἔνι ἐκεῖ μικρὸν τὸ λέουν Ἅγιον Νικόλαον,
εἰς τὸ Μεσίσκλιν τὸ λαλοῦν τοῦ τόπου γὰρ τὸ ἐπίκλην,
ἐκεῖ ἔστησαν τὴν τέντα του κ᾿ ἐκατουνέψανέ τον.
Τὰ πλάγια ὅλα ἐγέμισαν κι οἱ κάμποι τὰ φουσσᾶτα·
ἐκεῖ ἑσπερῶσαν κ᾿ ἔμειναν ἐκείνην τὴν ἑσπέραν.
[` 340] Καὶ τὸ αὔριο ἐξημερώνοντα, ὥρα ἀνατελμάτου,
ἦλθεν ἐκεῖ ὁ πρίγκιπας μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν.
Οἱ καβαλλάροι καὶ πεζοὶ ὅλοι μετ᾿ αὖτον ἦλθαν·
ἐχώρισεν τ᾿ ἀλλάγια του, τρεῖς σύνταξες ἐποῖκεν.
Ἐξέβην ἐκ τὰ Σεργιανὰ ἐκεῖ πρὸς τοὺς Ρωμαίους
κ᾿ ἐστήκασιν οἱ σύνταξες ἕτοιμες τοῦ πολέμου.
[` 341] Τὸ πρῶτο ἀλλάγιν τῶν Ρωμαίων κ᾿ οἱ σύντα-
ξες ὅπου εἶχεν
ἦτον τοῦ Κανακουζηνοῦ, τοῦ ἐπαινετοῦ στρατιώτου.
Ἐξέβη ἀπὸ τὸ ἀλλάγιν του ἀπάνω εἰς τὸ φαρίν του·
τὰ κούκουρά του ἐβάσταινε, τὸ ἀπελατίκι ἐκράτει·
ἀνάμεσα γὰρ τῶν Φραγκῶν καὶ τοῦ ἐδικοῦ του ἀλλάγι
ὑπάγαινε καὶ ἔρχετον φημίζοντα δρομαίως.
[` 342] Κι ὅσον ἀπῆλθεν τρεῖς φορὰς μὲ τὸ ἄλογον ἐκεῖνο,
πεζεύγει, ἐμετασέλλησε κι ἀνέβη ἀπάνω εἰς ἄλλο,
κι ἄρξετο νὰ φημίζεται ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς Φράγκους.
Ἐκεῖνο γὰρ τὸ ἔκαμνεν Κατακουζηνὸς ἐκεῖνος,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

κ᾿ ὑπηγαινοέρχετον ἐκεῖ φημίζων τὸ φαρίν του,
εἰς καταφρόνησιν τῶν Φραγκῶν, διατὸ ἦσαν γὰρ ὀλίγοι,
κ᾿ εἰς ἔπαρσιν κι ἀλαζονείαν, διατὸ ἦσαν οἱ Ρωμαῖοι
πλῆθος λαοῦ καὶ πλειότεροι παρὰ τὸ ἦσαν οἱ Φράγκοι.
[` 343] Λοιπὸν ὑπηγαινοέρχετον τρέχοντα τὸ φαρίν του·
τὸ ἄλογο θυμώθηκε, τὸν καβαλλάρη ἐπῆρε
ἐκεῖ σιμὰ στὸν πρίγκιπα ἀπέσω εἰς ἕναν βάτον·
ἐπεδουκλώθην τὸ ἄλογο, ἐπέσασιν κ᾿ οἱ δύο.
Τὸ ἰδεῖ ὁ λαὸς τοῦ πρίγκιπος ἐδράμασιν ἐκεῖσε,
τὸν καβαλλάρη ἐσφάξασιν, τὸ ἄλογον ἀπῆραν.
[` 344] Τὸ ἰδεῖ ὁ Μέγας Δεμέστικος κι ὁ Μακρυνὸς ὁμοίως
τὸ πῶς ἐχάθη ἡ κεφαλὴ ὅπου εἶχαν στὰ φουσσᾶτα,
ἐφάνη τους ὁλοστινοὶ ἀπέθαναν κ᾿ ἐκεῖνοι·
ἐδράξασιν κι ἀπῆραν τον οὕτως ἀποθαμμένον·
ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια τους, ἀπῆραν κ᾿ ὑπαγαίνουν.
[` 345] Ἠθέλησεν ὁ πρίγκιπας νὰ ὑπάγῃ στοὺς Ρωμαίους,
κι ὅλοι τὸν ἀνασκόψασιν, συνεμποδίσανέ τον,
λέγας, ὅτι ἂν μετασταθοῦν ἐτότε οἱ Ρωμαῖοι
καὶ τριγυρίσουν τὰ ἄλογα μὲ τὸ σαγιττολάσι,
πολλὰ ἐλαφρὰ τοὺς θέλουσιν σκοτώσει τὰ ἄλογά τους·
κι ἀφῶν ψοφήσουν τὰ ἄλογα καὶ πέσουν οἱ καβαλλάροι,
ὡσὰν γυναῖκες καὶ παιδία τοὺς θέλουσιν κερδίσει
καὶ θέλει χάσει ὁ πρίγκιπας πρῶτα τὸν ἐνιαυτόν του,
κι ἀπαύτου γὰρ τὸν τόπον του καὶ τὸν λαόν του ὅλον.
Ἀκούσων ταῦτα ὁ πρίγκιπας ὑπόμεινεν ἐνταῦτα,
κ᾿ ἐστράφη εἰς τὸ ὁσπίτι του ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα.
Ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν
ὁλόρθα ἐδιάβη κ᾿ ἔσωσεν εἰς τοῦ Νικλίου τοὺς κάμπους.
Τὸ κάστρον ἐτριγύρισεν κ᾿ ἐπαρακάθισέ το.
[` 346] Ἐκεῖ τὸν ηὗρε ἐριζικὸν, τὸ οὐκ ἤλπιζε νὰ τοῦ ἔλθῃ.
Οἱ Τοῦρκοι, ὅπου ἦσαν μετ᾿ αὐτόν, ὅπου ἦσαν μία χιλιάδα,
ἐζήτησαν τὴν ρόγαν τους, ἕξι μηνῶν ἐλέγαν.
[` 347] Κι ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος - ὡσὰν ἦτον θλιμμένος
νὰ λάβῃ νῖκος καὶ τιμὴν ἀπάνω εἰς τοὺς Φράγκους
κ᾿ ἐδιάβη κ᾿ ἔλαβε ζημίαν κ᾿ ἐστράφη μὲ ἀτιμίαν -
τῶν Τούρκων ἀλαζονικὴν ἀπόκρισιν ἐποῖκεν.
[` 348] Καὶ λέγει των μετὰ χολῆς· «Οὐκ εἶστε γὰρ ἀνθρῶποι
νὰ ἐντρέπεστε κ᾿ αἰσχύνεστε ρόγαν νὰ μὲ ζητᾶτε
ἐκεῖ ὅπου ἐπλουτύνετε ᾿ς τοῦ βασιλέως τὸν τόπον
μὲ τῶν Φραγκῶν τὰ πράγματα καὶ μὲ τοῦ βασιλέως;
Ἐσεῖς γὰρ ὅταν ἤλθετε ἐδῶ εἰς τὸν Μορέαν,
εἶστε γυμνοί, τετράχηλοι, ὅλοι ἐξεγυμνωμένοι·
κι ἀφότου ἤλθετε ἐδῶ στοῦ βασιλέως τὸν τόπον,
ἐκ τῆς εὐχῆς τοῦ βασιλέως κι ἀπὸ τῆς ἀφεντίας του
κι ἀπὸ τὰ κούρση τὰ πολλά, τὰ ἐποίκαμεν στοὺς
Φράγκους,
ἐσεῖς γὰρ ἐπλουτύνετε κι ὁ βασιλέας τί ἔχει;
εἰπέτε μου τὸ διάφορον κ᾿ ἐπάρετε τὴν ρόγαν,
εἴτε ποτὲ σας ἀπ᾿ ἐμοῦ ρόγαν οὐ μὴ σᾶς δώσω».
[` 349] Οἱ Τοῦρκοι γὰρ ὡς τὸ ἤκουσαν, στριγγὴν φωνὴν ἐβάλαν·
«Τί ἔν᾿ τὸ μᾶς λέγεις, δέσποτα, τί μᾶς κατονειδίζεις;
᾿ς ποῖον πόλεμον μᾶς ἔβαλες κι οὐδὲν ἐποιήσαμε ἔργον;
εἰς τὴν Πρινίτσα ὑπήγαμεν, ἐκεῖ ὅπου ἦλθαν οἱ Φράγκοι,
κι οὐδὲν μᾶς ἄφηκες ἐμᾶς νὰ ἔχωμεν πολεμήσει,
ἀλλὰ ἔβαλες τοὺς ἄρχοντες ὅπου ἔχεις, τοὺς Ρωμαίους,
τοὺς Φράγκους ἐπολέμησαν κ᾿ ἐδῶκαν κονταρέας·
ἰδὲς τὸ τί ἐδιαφόρησαν καὶ τί τιμὴν σὲ ἐποῖκαν.
Ποῖον ἀκούσετε Ρωμαῖον μὲ Φράγκον πολεμήσει,
μὲ τὸ κοντάρι ἢ μὲ σπαθὶ νὰ τὸν ἔχῃ νικήσει;
Οἱ πάντες ὅλοι ἐξεύρουν το, ὡς ἔνι γὰρ κ᾿ ἡ ἀλήθεια·
εἰς τὸ κοντάρι κ᾿ εἰς σπαθὶ οἱ Φράγκοι εἶναι στρατιῶτες.
Ὅμως ἡμεῖς διὰ τοὺς Ρωμαίους ἐτράπημαν ἐτότε,
κ᾿ ἐφύγαμε ἐκ τὸν πόλεμον ἄνευ φταισίματός μας·
διὰ συντροφίαν τὸ ἐποιήσαμεν, τίποτε οὐδὲν τὸ φταίομεν.
Καὶ πάλε μᾶς ἐδιάβασες ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα·
τὸν πρίγκιπα ἐφοβέριζες διὰ νὰ τὸν ἐξαλείψῃς,
κι ἀφότου ἐδιάβημαν ἐκεῖ κ᾿ ἦλθαν ᾿ς ἐμᾶς οἱ Φράγκοι
ἑτοιμασμένοι εἰς πόλεμον ὅσον σύρει δοξάριν,
διὰ σκοτωμὸν ἀνθρώπου ἑνὸς ὅπου ἐχάθη μὲ φταίσιμόν
του,
ὥρισες καὶ ἐστράφημαν κ᾿ ἐφύγαμε ὡς γυναῖκες.
Πότε μᾶς ὥρισες ποσῶς νὰ ἔχωμεν πολεμήσει,
κ᾿ ἐπαρατρέψαμεν ποσῶς κ᾿ ἐπαρακούσαμέν σου;
ὅπου κρατεῖ τοῦ δούλου του τὴν ρόγαν, τὸν μιστὸν του,
ἀπηλογίαν τοῦ δίδει εὐθέως νὰ ὑπάγῃ ὅπου θέλει.
Κ᾿ ἡμεῖς, ἀφέντη, ἀπὸ τοῦ νῦν ἀπολογίαν μᾶς δίδεις,
ἀφῶν τὴν ρόγαν μας κρατεῖς, ἡμεῖς σὲ προσκυνοῦμεν
κ᾿ ὑπᾶμεν νὰ εὕρωμε ἀλλαχοῦ νὰ ζοῦμε ὡσὰν στρα-
τιῶτες».
Εἰς τὴν κατοῦναν ἤλθασιν, εὐθέως βουλὴν ἀπῆραν·
ὠρθῶσαν τὴν κατοῦναν τους, πηδοῦν, καβαλλικεύουν.
Ἀπὸ τὸ Νίκλι ἐξέβησαν ἐπιάσαν τὴν ὁδόν τους,
εἰς τὰ ὀπίσω ἐστρέφονταν εἰς τὴν Καρύταινα ἦλθαν,
ἐκεῖσε ἐκατουνέψασιν ἐκείνην τὴν ἑσπέραν.
[` 350] Κι ὡς τὸ ἔμαθε ὁ δεμέστικος κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη
ὅτι ἐμίσσεψαν ἀπ᾿ ἐκεῖ οἱ Τοῦρκοι κ᾿ ὑπαγαίνουν,
ὅπου ἦσαν οἱ καλλιώτεροι ὅλου του τοῦ φουσσάτου
κ᾿ ὑπήγαιναν στὸν πρίγκιπα ὅπου ἦτον γὰρ ἐχτρός του,
μεγάλως τὸ ἐβλαστήμησεν, ἠθέλησεν νὰ ἀπέλθῃ
ἀτός του ἐξοπίσω τους διὰ νὰ τοὺς ἔχῃ στρέψει.
Οἱ δὲ οἱ φρονιμώτεροι, ὅπου ἦσαν μετ᾿ ἐκεῖνον,
τὸν εἶπαν κ᾿ ἐσυμβούλεψαν, οὐδὲν ἦτον τιμή του
νὰ ὑπάγῃ ἐξοπίσω τῶν Τουρκῶν αὐτάδελφος βασιλέως,
διατὸ εἶναι οἱ Τοῦρκοι εἰς θυμὸν μεγάλως χολιασμένοι,
«κι ἂν τύχῃ νὰ ἐπιμεληθοῦν καὶ νὰ σὲ πολεμήσουν,
πολλάκις κι εἰς τὸν πόλεμον νὰ σὲ ἔχουν νικήσει
κ᾿ ἤθελεν εἶσται ἄπρεπον πρᾶγμα κατηγορίας·
ἀλλὰ ἂς διορθώσῃς ἄρχοντας ἀνθρώπους γὰρ φρονίμους
νὰ ἀπελθοῦν νὰ τοὺς σώσουσιν, νὰ τοὺς καλολογήσουν,
νὰ τοὺς εἰποῦν κ᾿ ὑποσχεθῇς νὰ τοὺς ἔχῃς πληρώσει
τὴν ρόγαν καὶ φιλοτιμίαν ὅσην χρεωστεῖ νὰ ἔχουν».
[` 351] Δύο ἄρχοντες ἐδιόρθωσεν, ὅπου ἦσαν ἐκ
τὴν Πόλιν,
καὶ συντροφίαν τοὺς ἔδωκεν κ᾿ ἐδιάβησαν ἐνταῦτα.
Εἰς τὴν Καρύταινα ἔσωσαν ἐκείνην τὴν ἑσπέραν·
τοὺς Τούρκους ηὕρηκαν ἐκεῖ ποῦ ἦσαν κατουνεμένοι.
Εἰς τὸν Μελὶκ ἐδιάβησαν ὅπου ἦτον κεφαλή τους,
ἐπέζεψαν κ᾿ ἐδιάβησαν στὴν τέντα του ὁλόρθα.
[` 352] Χαιρετισμὸν τοῦ εἴπασιν ἐκ μέρους τοῦ δεμεστίκου
τοῦ βασιλέως τὸν ἀδελφὸν κι ἀπὸ τὸ ἀρχοντολόγι·
πολλὰ θαυμάζονται οἱ ἄρχοντες τοῦτο πῶς ἐγινέτον
«κι ἀνηχωρήσετε ἀπὸ ἐμᾶς διὰ λόγια γὰρ καὶ μόνον
κι ἀφίνετε τὸν ὅρκον σας καὶ τὴν δουλότητά σας,
ὅπου ἔχετε εἰς τὸν βασιλέα κ᾿ ἤλθετε διὰ ἐκεῖνον.
Στραφᾶτε ὀπίσω, οἱ ἄρχοντες, στὸν ὅρκον σας ἀπάνω,
νὰ πληρωθῆτε παρευτὺς τὴν ρόγαν σας ἀκέραιαν».
[` 353] Ἐνταῦτα τοὺς ἀπεκρίθηκεν ἀτός του ὁ Μελίκης
ὡσαύτως καὶ οἱ πρότεροι τοῦ τούρκικου φουσσάτου
καὶ εἶπαν κι ἀπεκρίθησαν ἐτέτοιους γὰρ τοὺς λόγους·
«Οὐ πρέπει αὐταδέλφου βασιλέως νὰ ἐβγαίνῃ ἀπὸ τὸν λόγον
ὅπου εἰπῇ κ᾿ ἐπισχεθῇ ἀνθρώπου γεννημένου.
Ἐν τούτῳ λέγομεν ἡμεῖς, ἄρχοντες καὶ συντρόφοι,
ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος ἀτός του γὰρ μᾶς εἶπεν
κι ἀφίρωσε τὸν λόγον του ποτὲ μὴ μᾶς πληρώσῃ.
Στραφᾶτε, εἰπέτε του ἀπὸ ἐμᾶς ποτὲ νὰ μὴ στραφοῦμε
οὔτε νὰ τὸν δουλέψωμεν ἡμέραν τῆς ζωῆς του,
διατὶ ποτέ του οὐκ ηὕραμεν καμμίαν ἀλήθεια εἰς αὖτον.
Τοὺς Φράγκους γὰρ ἠκούσαμεν ὅτι κρατοῦν ἀλήθειαν,
κ᾿ ὑπᾶμε νὰ τοὺς εὕρωμεν, νὰ ζήσωμεν μετ᾿ αὔτους».
[` 354] Οἱ ἄρχοντες ἠθέλασιν ὀπίσω νὰ στραφοῦσιν·
κι ὁκάποιος Τοῦρκος φίλος τους εἶπε, ἐσυμβούλεψέ τους
νὰ μείνουν ἐκεῖσε μὲ αὐτοὺς ἐκείνην τὴν ἑσπέραν,
κι ἂ λάχῃ νὰ μετανοήσουσιν οἱ Τοῦρκοι νὰ στραφοῦσιν.
Οἱ Τοῦρκοι γὰρ ὡς εἴχασιν ἐπιθυμίαν μεγάλην
νὰ ἀπέλθουν εἰς τὸν πρίγκιπα, νὰ τὸν ἔχουν δουλέψει,
ἀπὸ ταχέα γὰρ τὸ πρωὶ ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια,
τὰ τούρκικα τὰ βούκκινα, ὅπου εἶχαν μέγα πλῆθος,
σηκώνουν τὲς κατοῦνες τους, ἐβάλθησαν στὸν δρόμον
ὁλόρθα στὸ παραπόταμον τοῦ ποταμοῦ τοῦ Ἀλφέως.
[` 355] Στὸ Περιγάρδη ἤλθασιν ἐκεῖ πρὸς τὸ Βλυζήρη.
Ἀφότου γὰρ ἐσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὰ Σέρβια.
[` 356] Κράζει ὁ Μελὶκ δύο Τούρκους του τοὺς φρονιμώτερούς του,
ὅπου ἔξευραν τὴν λογικὴν γλῶσσαν γὰρ τῶν Ρωμαίων,
κ᾿ ἔδωκε αὐτῶν καὶ συντροφίαν ἄλλους δώδεκα Τούρκους.
Στὸν πρίγκιπα τοὺς ἔστειλεν ἐκεῖ στὴν Ἀνδραβίδα
νὰ τὸν εἰποῦν διὰ τί ἀφορμὴν ἀπέρχονται πρὸς αὖτον.
Κι ὅταν ἐσώσασιν ἐκεῖ στὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
ἐκεῖνος τοὺς ἐδέξατο μετὰ τιμῆς μεγάλης.
[` 357] Ἐνταῦτα τοῦ ἀφηγήθησαν διὰ τί τρόπον ἀφῆκαν
τὸν ἀδελφὸν τοῦ βασιλέως καὶ ἔρχονται πρὸς αὖτον
διὰ τὴν καλήν του ἀφεντίαν, τὸ ἔπαινος ὅπου εἶχεν·
στὴν μάχην ὅπου ἐμάχετον μετὰ τὸν βασιλέαν
νὰ τοῦ βοηθήσουν ὡς ἠμποροῦν κατὰ τὴν δύναμίν τους,
διατὶ ἔχουν εἴδησιν καλὴν κ᾿ ἐξεύρουν μὲ ἀλήθειαν
ὅτι μὲ τρόπον ἀδικίας τὸν μάχεται ὁ βασιλέας,
καὶ πρέπει πᾶσα ἄνθρωπος ὅπου ἄρματα βαστάζει,
μὲ τὴν ἀλήθειαν τοῦ Θεοῦ νὰ μάχεται τὸν ἐχτρόν του.
«Λοιπόν, ἀφέντη πρίγκιπα, ἂν χρήζῃς τὴν δουλείαν μας,
ἡμεῖς νὰ σὲ δουλέψωμεν χρόνον ἕναν σωζᾶτον.
Εἴ τε κι οὐ χρήζεις μας ποσῶς κι οὐδὲν σοῦ κάμνει χρεία,
ὡς πρίγκιπας κι ἀφέντης μας, δέομεν, παρακαλοῦμεν,
νὰ ὁρίσῃς νὰ μᾶς δώσουσιν στράταν διὰ νὰ ὑπᾶμεν
εἰς τόπον ποῦ νὰ ἔχωμεν πέραμα νὰ διαβοῦμε
στὸν τὸπον τῆς Ἀνατολῆς, νὰ ὑπᾶμεν στὰ ἐδικά μας».
Κι ὁ πρίγκιπας ὡς φρόνιμος καὶ καλοπαιδεμένος
κράζει τὸν μισὶρ Ἀσελὴν, ντὲ Τοὺθ εἶχεν τὸ ἐπίκλην -
τοῦ Καίσαρη ἦτον ἀδελφός, μισὶρ Φίλιππος ἄκω,
στὴν φυλακὴν εὑρίσκετον ἐτότε εἰς τὴν Πόλιν -
διατὸ ἦτο ὁ μισὶρ Ἀνσελὲτ ἄνθρωπος παιδεμένος,
τὲς τάξες ἔξευρε ἀκριβῶς, τὴν γλῶσσαν τῶν Ρωμαίων,
τὸν ὥρισεν τοῦ νὰ ἀπελθῇ ᾿ς ἀπάντησιν τῶν Τούρκων.
Ἀπῆρεν γὰρ καβαλλαρίους μετ᾿ αὖτον καὶ σιργέντες
εἰς ἀριθμὸν τριακοσίων κ᾿ ἐδιάβη στὸ Βλυζήρη.
[` 358] Ἐκεῖ ηὗρε γὰρ τοὺς ἄρχοντες τοῦ τούρκικου φουσσάτου.
Χαρὰν μεγάλην ἔποικεν ἐκεῖνος ὁ Μελίκης·
«Πολλὰ ἐπεθύμουν νὰ σὲ ἰδῶ, κύρης μου κι ἀδελφέ μου,
διατὸ εἶσαι ἀπὸ τὴν Ρωμανίαν ἄνθρωπος παιδεμένος
κ᾿ ἐξεύρεις ἐκ τὰ τούρκικα νὰ μᾶς τὰ συντυχαίνῃς».
Κι ἀπαύτου ἄρχισε νὰ λαλῇ καὶ νὰ τοῦ ἀφηγᾶται
τὸν τρόπον καὶ τὴν ἀφορμὴν τὸ πῶς ἦλθεν ἐνταῦτα.
Κ᾿ ἐκεῖνος τοῦ ἀπεκρίθηκεν μετ᾿ εὐσπλαγχνίας μεγάλης·
«Καλῶς ἦλθες, ὁ φίλος μου, καλῶς ὁ ἀδελφός μου,
πολλὰ ἐπεθύμουν νὰ σὲ ἰδῶ ἐδῶ στὴν συντροφίαν μου».
[` 359] Κι ἀφότου ἐκαταχάρησαν ἐκεῖσε εἰς τὸ Βλυζῆρι,
στὴν Ἀνδραβίδα ἐδιάβησαν ἐκείνην τὴν ἑσπέραν.
Ὁ πρίγκιπας ἐξέβηκεν στὴν ἀπαντὴν τῶν Τούρκων,
ὅλοι μετ᾿ αὖτον ἑνομοῦ οἱ καβαλλάροι του ὅλοι·
στὸν ποταμὸν τὸν Ἠλειακὸν ἐκεῖ συναπαντᾶται.
Οἱ Τοῦρκοι γὰρ ἐπέζεψαν, ὡς τὸ ἔχουσιν συνήθειαν,
τὸν πρίγκιπα ἐπροσκύνησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι,
ἄνευ ὁ Μελὶκ κι ὁ Σαλὶκ ὅπου ἦσαν οἱ προεστοί τους,
τοὺς ὅποιους γὰρ ἐκράτησεν μισὶρ Ἀνσελὴς ἐκεῖνος
κι οὐδὲν γὰρ ἀπεζέψασιν ὡσὰν οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι.
Τιμητικὰ τοὺς χαιρετᾷ ὁ πρίγκιπας ἀτός του.
[` 360] Ἀπὸ τὰς χεῖρας τοὺς κρατεῖ κ᾿ ἐβάλθησαν νὰ
ὁδεύουν.
Οἱ Τοῦρκοι οὐδὲν ἀνάμειναν ἕως οὗ νὰ κατουνέψουν,
ἀλλὰ καβαλλικεύοντα ἀρχάσαν συντυχαίνει
καὶ λέγειν πρὸς τὸν πρίγκιπα τὴν παραπόνεσίν τους,
τὸν τρόπον καὶ τὴν ἀφορμὴν τὸ πῶς ἦλθαν ἐκεῖσε,
τὸ πῶς γὰρ τοὺς ἐκράτησεν Δεμέστικος ὁ Μέγας
τὴν ρόγαν καὶ οἰκονομίαν, ὅπου εἶχεν ἐξεδουλέψει,
κ᾿ ἐκεῖνοι οὐδὲν τοῦ ἐποίκασιν τίποτε πονηρίαν,
οὔτε ἀνυπολήπτησαν τὸν βασιλέαν κἀνόλως·
«Ἀπολογίαν ἐπήραμεν ἀπ᾿ αὖτον ὡς στρατιῶτες·
ἡμέραν γὰρ καὶ φανερὰ ἐξέβημαν ἀπ᾿ αὖτον
κ᾿ ἤλθαμε ἐδῶ, ἀφέντη μας, νὰ σὲ ἔχωμε δουλέψει
μὲ τ᾿ ἄρματα, ἀληθινά, ὡς τὸ ἔχουν οἱ στρατιῶτες.
καὶ ὅταν σὲ δουλέψωμεν εἰς θέλημα ἐδικόν σου,
δι᾿ ἀνταμοιβὴν κ᾿ εὐεργεσίαν ἐτοῦτο σὲ ζητοῦμεν,
νὰ ἔχωμεν τὴν ἄδειαν νὰ ὑπᾶμεν τὴν ὁδόν μας.
Ἡμεῖς, ἀλήθεια, ἀφέντη μου, οὐκ ἤλθαμεν ἐνταῦτα
διὰ νὰ σκολάσωμεν ποσῶς, νὰ χάνεται ὁ καιρός μας.
Σήμερα, ἀφέντη, ὄρθωσε ὅλα σου τὰ φουσσᾶτα,
καὶ τὸ πρωῒ ἂς κινήσωμεν νὰ ὑπᾶμεν στοὺς Ρωμαίους,
στοῦ βασιλέως τὸν ἀδελφὸν τὸν ἄπιστον ἐκεῖνον·
ποτὲ ἀλήθειαν εἰς αὐτὸν τὸν οὐκ ηὕραμεν οὐδόλως·
μὲ λόγια μᾶς ἐδιάβαζεν, τὴν ρόγαν μας ἀπῆρεν.
Ἐτοῦτο, ἀφέντη, θέλομεν κ᾿ ἐτοῦτο σὲ ζητοῦμεν·
ἔλα μετ᾿ ἔμας ἕως ἐκεῖ καὶ στέκε σίγερόν σου,
κ᾿ ἡμεῖς νὰ πολεμήσωμεν τὸ γένος τῶν Ρωμαίων».
Ἀκούσων ταῦτα ὁ πρίγκιπας ἐχάρηκεν μεγάλως,
ὡσαύτως κ᾿ οἱ φλαμουριαροὶ κι ὅλοι του οἱ καβαλλάροι.
[` 361] Κράζει τὸν μισὶρ Ἀνσελὴν τὸν πρωτοσύμβουλόν του,
παρακαλεῖ κι ὁρίζει τον νὰ ὀρθώσῃ τὰ φουσσᾶτα
διὰ νὰ κινήσουν τὸ πρωῒ νὰ πιάσουν τὴν ὁδόν τους·
ὀλόρθα νὰ ὑπαγαίνουσι, ἐκεῖ ὅπου εἶναι οἱ Ρωμαῖοι,
ὁ Μέγας ὁ Δεμέστικος, στὴν Λακκοδαιμονίαν.
Ὡς τὸ ὥρισεν ὁ πρίγκιπας, οὕτως γὰρ ἐγενέτον,
καὶ τὸ πρωῒ ἐκίνησαν ἀπὸ τὴν Ἀνδραβίδα.
Οἱ Τοῦρκοι ἐπληροφόρησαν τὸν πρίγκιπα ἀλήθειον
τὸ πῶς ἐμάθασιν αὐτοὶ εἰς τὴν μαντείαν ποῦ ἐξεῦραν,
ὅτι εἰς τὸν πρῶτον πόλεμον ποῦ ἠθέλαν πολεμήσει
μὲ τὸν Μέγαν Δομέστικον, τὸν ἠθέλαν κερδίσει.
Λοιπόν, ὡσὰν ἐξέβησαν ἀπὸ τὴν Ἀνδραβίδα,
οἱ Τοῦρκοι ὑπαγαίνασιν πάντα εἰς τὴν ἐμπροστέλαν·
προβόδους εἶχαν τοπικοὺς ὅπου τοὺς ὡδηγεῦγαν,
καὶ τόσον ὡδηγέψασιν μετὰ ἡμερῶν τεσσάρων,
στὴν Κοπρονίτσαν ἔσωσαν πλησίον τῆς Ἀρκαδίας·
οἱ Τοῦρκοι γὰρ ἀπέσωσαν κ᾿ ἐπιάσασιν κατοῦνες,
ὅπου τὸ λέγουσιν Μουντράν, ἔχει πανώραιαν βρύσιν.
[` 362] Κι ἀφότου ἐκατουνέψασιν ἐπιάσαν τὲς μαντειές
τους,
κ᾿ ηὗραν, ὡς τὸ ἐφανέρωσαν κ᾿ ἦτον γὰρ καὶ ἡ ἀλήθεια,
ὅτι τὸ αὔριον σάββατον ἠθέλαν πολεμήσει
ἐκεῖ πλησίον εἰς τὰ βουνὰ ὅπου ἐβλέπουν ἀπέκει.
Κράζουν τοὺς Φράγκους, ποὺ εἴχασιν διὰ πρόβεδους
μετ᾿ αὔτους,
καὶ λέγουσί τους· «Ἄρχοντες, ἄμετέ μας ἐκεῖσε
ὅπου ἔνι γὰρ ὁ πρίγκιπας, χρήζομεν τοῦ συντύχει
διὰ ὄφελές του καὶ τιμὴν ὅπου τοῦ μέλλει νὰ ἔχῃ».
Κι ὡς τὸ ἤκουσαν οἱ πρόβεδοι, πηδοῦν καβαλλικεύουν,
ἀπήρασιν τοὺς ἄρχοντας τοῦ τούρκικου φουσσάτου,
τὸν Μελὶκ καὶ τὸν Σαλὶκ καὶ ἄλλους δεκαπέντε
κ᾿ ἐδιάβησαν στὸν πρίγκιπα ἐκεῖ στὴν Κοπρινίτσα.
Τὸ ἰδεῖ τους γὰρ ὁ πρίγκιπας ἐπροσηκώθηκέν τους·
«Καλῶς ἦλθαν οἱ Τοῦρκοι μου, καλῶς οἱ ἀδελφοί μου».
Κ᾿ ἐκεῖνοι γὰρ τὸν προσκυνοῦν καὶ λέγουν πρὸς ἐκεῖνον·
«Γίνωσκε, ἀφέντη βασιλέα, κράτει το ἀπ᾿ ἐμέναν
αὔριον, σάββατο πρωῒ θέλομεν πολεμήσει.
Εἰς τοῦτο ἤλθαμεν ἐδῶ διὰ νὰ σὲ τὸ εἰποῦμεν».
Εἰς τοῦτο ἀπεχαιρέτησαν, ἐστράφησαν ὀπίσω.
Ὁ πρίγκιπας, ὡς τὸ ἤκουσεν, λαλεῖ τοὺς κεφαλᾶδες.
ὅλων βουλὴν ἐζήτησεν πῶς θέλουσιν ποιήσει.
[` 364] Ἐν τούτῳ ὁ μισὲρ Ἀσελὴς ἔδωκε τὴν βουλήν του
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπαν· «Ἀφέντη, νὰ ἠξεύρῃς,
ἐγὼ ἔμαθα ἀπὸ ἄνθρωπον καὶ καταπατητήν μου,
ὁ ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως, Δεμέστικος ὁ Μέγας,
ἦλθεν εἰς τὴν Βελίγοστην μὲ ὅλα του τὰ φουσσᾶτα,
διοῦ ἔμαθεν ἐρχόμεθα νὰ ὑπάγωμεν ἐκεῖσε
τοῦ πιάσειν τὰ διάβατα καὶ ὅλες τὲς κλεισοῦρες
ἐκεῖ εἰς τὴν ράχην τὴν ψηλήν, Μακρὺ Πλάγι τὸ λέγουν.
[` 365] Εἰς τοῦτο θέλω, ἀφέντη μου, οἱ Τοῦρκοι ὅπου ὑπᾶσιν
ὀμπρὸς εἰς τὰ φουσσᾶτα μας νὰ ὑπάγουν εἰς τὴν μέσην,
μὴ τύχῃ γὰρ καὶ κροτιστοῦν καὶ στὸ φυγίον βαλθοῦσιν
καὶ χάσωμεν τὸν πόλεμον κι ὅλον τὸν λογισμόν μας.
Εἰς τοῦτο λέγω, ἀφέντη μου, ἂν ἔνι ὁρισμός σου,
τὸ πρῶτο ἀλλάγι νὰ ἔχω ἐγὼ ἀπ᾿ ὅλα τὰ φουσσᾶτα,
καὶ εἰς τὴν μέση οἱ Τοῦρκοι ἂς εἶν᾿ κ᾿ ἐσὺ στὴν ὀπιστέλαν,
ἐγὼ νὰ ὑπάγω ἔμπροστεν ἀπ᾿ ὅλα τὰ ἀλλάγια·
ὀλπίζω εἰς ἔλεος Χριστοῦ νὰ ποίσω τέτοιαν πρᾶξιν,
ὅπου ν᾿ ἀρέσῃ τοῦ Θεοῦ καὶ σὺ νὰ τὸ ἠγαπήσῃς».
[` 366] Ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας, μεγάλως τὸ ἀπεδέχτη·
«Ἀρέσει μου, σὲρ Ἀσελή, νὰ γένῃ ὡς τὸ εἶπες,
χώρισον τὰ ἀλλάγια κι ἂς εἶναι μέσο οἱ Τοῦρκοι».
Εἰς τοῦτο ὁ σὲρ Ἀσελὴς ἐδιέβη εἰς τοὺς Τούρκους
κ᾿ ἐκαλολόγησεν αὐτοὺς ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον·
λέγει τους· «Φίλοι, ἀδελφοί, ὁ πρίγκιπας ὁρίζει,
ὅτι εἶστεν ἀπόξενοι, τὸν τόπον οὐ γροικᾶτε,
τὸ πρῶτο ἀλλάγι νὰ ἔχω ἐγὼ ὀμπρὸς νὰ ὑπαγαίνω,
ἐσεῖς νὰ ἔρχεστε ἀπ᾿ ἐμὲν κι ὁ πρίγκιπας ἀπαύτου·
καὶ ὅπου καὶ ἂν κάμῃ χρεία, ἐσεῖς νὰ βοηθῆτε».
Κ᾿ οἱ Τοῦρκοι, ὡς τὸ ἤκουσαν εἰς ἔπαινον τὸ ἠπῆραν.
[` 367] Ἐν τούτῳ ἐκαβαλλίκεψαν, ἐβάλθησαν κι ὁδεύουν.
Ἐκίνησε ὁ μισὶρ Ἀνσελὴς μὲ τὸ ἐδικόν του
ἀλλάγι,
ἐκ τὸ Καλάμι ἀνέβηκεν κ᾿ ὑπάει στὸ Μακρὺ Πλάγι.
Ἐστάθην ὀλιγούτσικον καὶ λέγει τοῦ λαοῦ του·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, νὰ ἐξεύρετε ᾿ς ἀλήθειαν,
ὅτι ὁ ἀδελφὸς τοῦ βασιλέως μὲ τὰ φουσσᾶτα, ὅπου
ἔχει,
ἐδῶ εἰς τοῦτα τὰ βουνία κ᾿ εἰς τοῦτες τὲς κλεισοῦρες,
ὅπου ὑπαγαίνομεν ἡμεῖς, ἐδῶ μᾶς ἀναμένει.
Διὰ τοῦτο σᾶς παρακαλῶ νὰ τὸ ἔχετε στὸν νοῦν σας,
μὴ ἐλθοῦν ἀφνίδια ἀπάνω μας, τίποτε κροτιστῆτε,
ἀλλὰ ὡς ἄνθρωποι φρόνιμοι ὅπου εἶστε καὶ
στρατιῶτες,
στερέα σταθῆτε εἰς πόλεμον ὡς ἄνθρωποι
ἀντρειωμένοι,
νὰ ἐπάρετε τὸ ἔπαινος ἀπ᾿ ὅλον τὸ φουσσᾶτο·
ἐπεὶ - ὁ Θεὸς μὴ τὸ ἔποικεν - ἐὰν μᾶς παρατρέψουν,
ἐχάναμεν τὸν πόλεμον κι ὅλον τὸ πριγκιπᾶτον».
[` 368] Κ᾿ ἐκεῖνοι γάρ, ὡς τὸ ἤκουσαν, ὑπόσχεσιν τοῦ ἐποῖκαν
τοῦ ν᾿ ἀποθάνουν ἑνομοῦ διὰ τὴν τιμὴν του ὅλοι.
Ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια τους κι ἀρχίσαν ν᾿ ἀνεβαίνουν
τὸ ἀνήφορον Μακρυπλαγίου κ᾿ ἦλθαν στὸν Φονεμένον.
[` 369] Κι ὡς ἐπροσκύψαν κ᾿ ἔσωσαν ἀπάνω εἰς τὴν ράχην,
ἐπήδησαν τὰ ἐγκρύμματα ἐκεῖνα τῶν Ρωμαίων,
μὲ ταραχὴν καὶ προθυμίαν ἐδράμαν γὰρ εἰς αὖτα·
διατὶ ἦσαν ἐκεῖνοι πλειότεροι, ἐσπάραξαν τοὺς Φράγκους,
ἕναν δοξόβολον καλὸν τοῦ κατηφόρου ἀπῆλθαν,
ἐσφάζαν καὶ ἐδιώχναν τους τὸ ἀλλάγι τῶν Ρωμαίων.
[` 370] Φωνὴν μεγάλην ἔσυρεν μισὶρ Ἀνσελὴς ἐκεῖνος·
«Παιδία, συντρόφοι, ἐπάνω τους· μηδὲν τοὺς ἐντραποῦμεν».
Κ᾿ οἱ Φράγκοι ἐμεταστάθησαν, στρέφονται εἰς τοὺς
Ρωμαίους,
μὲ τὰ κοντάρια καὶ σπαθία ἐδράμασιν εἰς αὔτους·
στὴν ράχην τοὺς ἀνέβασαν ἐκεῖ εἰς τὴν Φονεμένην.
Κι ἀπὸ τῆς τόσης ταραχῆς, τὸ ἐκάμναν οἱ Ρωμαῖοι,
ἀκούσασιν τὸν θόρυβον τὰ ἄλλα τους ἀλλάγια
κ᾿ ἔδραμεν κι ἄλλη σύνταξις κ᾿ ἦλθεν νὰ τοὺς βοηθήσῃ.
Κι ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν Ρωμαίων ὅπου ἔδραμαν στοὺς
Φράγκους,
δεύτερον τοὺς ἐκρότησαν, τοῦ κατηφόρου ἐστρέψαν,
ἕνα δοξόβολον καλόν, μὲ ἀλήθειαν σὲ τὸ λέγω,
καὶ οὕτως τοὺς ἐσύντριβαν ὡς φάλκονες κουροῦνες.
Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Ἀνσελὴς ἐστρίγγιζεν μεγάλως
καὶ λέγει τῶν συντρόφων του· «Ἄρχοντες, τί ἔνι ἐτοῦτο;
οὐδὲν ἐντρέπεστε ποσῶς νὰ παίζωμε ὡς κοπέλια;
ὡσὰν παιγνίδιν παίζομεν, τὸ λέγουσιν ἀμπάρες·
σήμερον ἂς ἀποθάνωμεν παρὰ νὰ ἐντραποῦμεν·
ὅλοι μετ᾿ ἔμου δράμετε ἀπάνω εἰς τοὺς ἐχτρούς μας».
Ἐν τούτῳ οἱ Φράγκοι ἐντράπησαν ἀπὸ ἐκεινοὺς τοὺς λόγους
κι ὅλοι ὁμοῦ ἐπροθύμησαν, εἰς τοὺς Ρωμαίους ἐδράμαν·
μὲ τὰ σπαθία τους ἄρχισαν κ᾿ ἐκατεκόβανέ τους.
Κ᾿ ἰδὼν ἐτοῦτο οἱ Ρωμαῖοι ἐτέθησαν εἰς κρότος,
φεύγοντα γὰρ ἀνέβησαν μέχρι εἰς τὴν ράχη ἀπάνω.
[` 371] Κ᾿ οἱ Τοῦρκοι ὅπου ἔρχονταν στὸ δεύτερον ἀλλάγι,
ὡς ἤκουσαν τὸν θόρυβον ποὺ ἐκάμναν οἱ Ρωμαῖοι,
σπουδαίως τὸν ἀνήφορον ἔδραμαν κ᾿ ἐσώσασιν ἐκεῖσε·
κι ὡς ηὕρασιν ὅτι οἱ Ρωμαῖοι ἀπήρασιν τὸ κρότος,
ἐβάλθησαν μὲ προθυμίαν κ᾿ ἐσφάξαν, ἐδιώχνανέ τους.
Κι ὡς ἤκουσαν τὸν θόρυβον, τὸ κρότος τοῦ φουσσάτου.
[` 372] Τὰ ἕτερα ἀλλάγια τῶν Ρωμαίων ὅπου ἦσαν χωσιασμένα,
ὅλα εἰς φυγίον ἐβάλθησαν, ἐφεῦγαν ὅπου ἐφτάσαν.
[` 373] Κ᾿ ἐτότε ὁ μισὶρ Ἀνσελὴς κράζει τοὺς ἐδικούς του·
ἐπεὶ εἶχεν ἕναν ἀδελφόν, Καίσαρην τὸν ἐλέγαν,
στὴν Πόλιν τὸν ἐβάσταξαν στὴν φυλακὴν ἀπέσω -
καὶ λέγει· «Τί ἔναι ἡ ἁμαρτία ποῦ γένεται εἰς ἐμένα,
νὰ μὴ πιαστῇ ἀπ᾿ τοὺς ἄρχοντες, ἀπὸ τοὺς κεφαλᾶδες
ἕνας ἢ δύο διὰ ν᾿ ἀλλαχτῇ ὁ ἀφέντης ὁ ἀδελφός μου,
ὁ Καίσαρης τῆς Ρωμανίας, ὅπου κρατοῦν στὴν Πόλιν
ἀπέσω εἰς τὴν φυλακήν, εἰς τὰ παλαιὰ παλάτια;»
[` 374] Ἐνταῦτα ὡς τὸ ἤκουσεν ὁκάποιος του σιργέντης,
Περὴν Κουμάϊν τὸν ἔλεγαν, οὕτως τὸν ὠνομάζαν·
«Τί νὰ ἔχω, ἀφέντη, ἀπὸ ἐσὲν νὰ σοῦ τοὺς ἔχω δείξει;»
καὶ λέγει του ὁ μισὶρ Ἀνσελής· «Ὅσον κελεύεις νὰ ἔχῃς
ἄνευ τὸ σῶμα μου κι αὐτὸ καὶ πρᾶγμα τῆς τιμῆς μου».
Τὸ ἀκούσει τὴν ὑπόθεσιν ἐκεῖνος ὁ σιργέντης,
τὸ τοῦ εἶπεν κ᾿ ὑπησχήθη του μισὶρ Ἀνσελὴς ἐκεῖνος.
[` 375] Λέγει του· «Ἔλθεμε τὰ μὲ καὶ νὰ σὲ δείξω ποῦ εἶναι.»
Ἐπῆρε τὸν κ᾿ ἐδιέβησαν ἀπάνω εἰς ἕνα σπήλαιον,
ὅπου ἦτον μέσα εἰς δύο βουνία, εἰς μίαν λαγκάδα ἀπέσω
ἐκεῖ ὅπου ἔνι σήμερον, τὸ κάστρον Γαρδικίου·
«Θεωρεῖς, ἀφέντη, κάτω ἐκεῖ μέσα εἰς τὴν λαγκάδα
τὸν Μέγαν τὸν Δεμέστικον καὶ τὸν Καβαλλαρίτσην,
ἀπαύτου καὶ τὸν Μακρυνὸν ἐδῶθεν τοῦ σπηλαίου.
Ὀχτὼ γὰρ Τοῦρκοι τοὺς κρατοῦν καὶ συντυχαίνουνέ τους,
πολλὰ τοὺς ὀνειδίζουσιν καὶ κατακρένουνέ τους·
τὴν ρόγαν τους ἐκράτησαν, ἐχτρούς τους τοὺς ἐποῖκαν».
[` 376] Ἀφοῦ ἦλθε ὁ μισὶρ Ἀνσελὴς ἀπένω εἰς τὸ σπήλαιον,
κ᾿ ἐτήρησεν κ᾿ ἐγνώρισεν τοὺς ἄρχοντας ἐκείνους,
ἐκ τὰ ἄρματα ὅπου ἐβάσταζαν, καλὰ τοὺς ἐγνωρίζει.
Στριγγὴν φωνὴν ἐλάλησεν καὶ λέγει πρὸς τοὺς Τούρκους·
«Καὶ τί ἔνι αὐτὸ ποῦ κάμνετε, συντρόφοι κι ἀδελφοί μου;
προσέχετε μὴ ποιήσετε πρᾶγμα τῆς ἀπιστίας·
ἐδῶ γουργὸν τοὺς φέρετε μὲ φύλαξιν μεγάλην».
Οἱ Τοῦρκοι, ὡς τὸν ἐγνώρισαν ἐκ τ᾿ ἄρματα ποῦ ἐβάστα,
ὁ μισὶρ Ἀνσελὴς εἶπαν· ἔνι ὅπου μᾶς κράζει».
Εὐτὺς ἐξαρματῶσαν τους, ἐκεῖ τοὺς ἀνεβάζουν
ἔμπροστέν του τοὺς ἤφεραν κρατῶντα τους οἱ Τοῦρκοι.
[` 377] Τὰς χεῖρας του ἐσήκωσεν καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει,
ἐπεὶ ἐπληροφορέθηκεν κι ἀληθινὸν τὸ ἐκράτει,
τὸν ἀδελφόν του ἀπ᾿ αὐτοὺς θέλει ἐξαγοράσει.
Ὥρισεν κ᾿ ἐλαλήσασιν τὸ ἴδιον του σαλπίγγι,
ἐπῆραν τους κ᾿ ἐδιάβησαν μετὰ χαρᾶς μεγάλης·
ἐκεῖσε εἰς τὴν Βελίγοστην, τοῦ πρίγκιπος τοὺς δίδει,
μέγα κανίσκιν τοῦ ἔδωκεν, πολλὰ τὸν εὐχαρίστα.
[` 378] Ἀφοῦ γὰρ ἐσυνάχτησαν τὸ φράγκικον φουσσᾶτο
ἐκεῖσε εἰς τὴν Βελίγοστην ἀγνώμιασιν ἐποῖκαν
νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ ἐγνωρίσουσιν τὸ τί λαὸν ἐπιάσαν.
Ἐν τούτῳ ἐγνωμιάσασιν καὶ ηὗραν τὴν ἀλήθειαν·
ὅτι ἐκρατοῦσαν ζωντανοὺς ἐκεῖσε εἰς φυλακὴν τους
τὸν Μέγαν γὰρ Δεμέστικον, τὸν Μακρυνὸν ἐκεῖνον,
ὡσαύτως ἐκρατούσασιν καὶ τὸν Καβαλλαρίτσην·
ὁμοίως ἐκρατούσασιν ἄρχοντες, σεβαστᾶδες,
τριακόσιους γὰρ πεντήκοντα καὶ τέσσαρους ὡσαύτως,
ὠνομασμένοι ἄρχοντες ἦσαν ἐτοῦτοι ὅλοι
ηὗραν καὶ ἀρχοντόπουλα κι ἄλλον λαὸν μετ᾿ αὔτους,
ἦσαν πεντάκις χίλιοι τριάκοντα καὶ πλέον.
Ὥρισεν γὰρ ὁ πρίγκιπας νὰ ἀναπαυτοῦν ἐκεῖσε
στὴν χώραν τῆς Βελίγοστης ὅλα του τὰ φουσσᾶτα.
Ἀφῶν γὰρ ἀναπαύτησαν ἐκείνην τὴν ἡμέραν.
[` 379] Ἐπὶ τὴν αὔριον ἤλθασιν ὅλον τὸ ἀρχοντολόγι,
ὅπου ἦσαν ἀπὸ τὰ Σκορτά, ὅλοι ροβολεμένοι·
ἐλεημοσύνην τοῦ ζητοῦν συμπάθειον νὰ τοὺς ποιήσῃ.
Ἐν τούτῳ τὸν παρακαλοῦν ὅλοι του οἱ καβαλλάροι
ὅπως ποιήσῃ πρὸς αὐτοὺς συμπάθειον, ἐλεημοσύνην.
Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, καλὸς ἀφέντης ἦτον,
γλυκύς, πραΰς, ἀνάδοχος, εἰς πάντας τέτοιος ἦτον,
εὐτὺς τοὺς ἐσυμπάθησε, ὥρισε νὰ τοῦ ὀμόσουν
νὰ ἀπέχουν ἐκ τὲς πονηρίες, νὰ εἶναι πιστοὶ πρὸς αὖτον.
[` 380] Μεθαύριον γὰρ τὸ πρωὶ ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
ὁρίζει νὰ τοῦ φέρουσι ἐμπρός του τοὺς Ρωμαίους
νὰ τοὺς ἰδῇ ὀφθαλμοφανῶς καὶ νὰ συντύχῃ μὲ αὔτους
τὸν ἀδελφὸν τοῦ βασιλέως κι ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες.
Ἐνταῦτα ἠφέρασιν ὀμπρός, Δεμέστικον τὸν Μέγαν,
τοῦ βασιλέως τὸν ἀδελφόν, ὅπου πολλὰ ἐπεθύμα
νὰ τὸν ἰδῇ, ὡς ἔτυχεν νὰ ἔνι εἰς φυλακήν του.
Τὸ ἔλθει τὸν ἐπροσηκώθηκεν, γλυκέα τὸν ἐχαιρέτα,
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ, σιμά του τὸν καθίζει.
Μετὰ ταῦτα ἐκάθισαν ὁμοίως κ᾿ οἱ κεφαλᾶδες ὅλοι
κ᾿ ἐνταῦτα ἄρχισε νὰ λαλῇ, τοῦ Δεμεστίκου λέγει·
τὸ πῶς ἦτον ὀμόσοντα μετὰ τὸν βασιλέαν
νὰ στήκουν πάντοτε ἑνομοῦ, ἀγάπην νὰ κρατοῦσιν,
τὴν συντεκνίαν ὅπου ἔποικαν ποτὲ νὰ μὴ τὴν σφάλουν·
κ᾿ ἐκεῖνος γὰρ τὸ ἔσφαλεν κ᾿ ἐξέβη ἀπὸ τὸν ὅρκον,
τὴν μάχην ἐπεχείρησεν κι ἀπέστειλεν φουσσᾶτα,
τὸν τόπον του ἐκατέλυσεν μὲ κούρση καὶ μὲ μάχην,
τὸ ὅποιον πρᾶγμα ἔσφαλε ὡς βασιλέας ὅπου ἦτον·
ἐνταῦτα ἐβλέποντα ὁ Θεός, ὁ ἐκδικητὴς τῶν πάντων,
τὴν ἀμαρτίαν ὅπου ἔποικεν καὶ τὰ φονοκοπεῖα,
ἐχόλιασεν καὶ ὠργίστη του. «Ἰδές, τὸ τί ἐγινέτον,
τοῦ βασιλέως ἡ ἁμαρτία ᾿ς ἐσὲν ἐκατεστάθη.
Ἰδές, κύρη μου, ἀδελφέ, πόσα φουσσᾶτα εἶχες,
καβαλλαρίους γὰρ καὶ πεζοὺς κἄν δέκα ὀχτώ χιλιάδες
εἰς τὴν Πρινίτσαν, ποῦ ἦλθες μὲ παρρησίαν μεγάλην,
μὲ θάρρος γὰρ καὶ λογισμὸν νὰ ἐπάρῃς τὸν Μορέαν·
τριακόσιοι Φράγκοι εὑρέθησαν ὅπου ἦσαν ἐδικοί μου,
τὸν πόλεμον ἐκέρδισαν κ᾿ ἐσᾶς ἐκατεσφάξαν.
Κ᾿ ἐδάρτε πάλιν, ἀδελφέ, εἰς τὸ Μακρὺν τὸ Πλάγι
ἴδετε τὸ τί ἐπάθετε μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχες.
Ἐγὼ γὰρ οὔτε καυχοῦμαι το, οὔτε ἐπαινοῦμαι ἀτός μου,
ἀλλὰ τὸν Θεὸν εὐχαριστῶ, τὸν δικαιοκρίτην πάντων,
ἀφότου μὲ ἐξεδίκησεν, ὡς τὸ εἴδετε ἀτοί σας».
[` 381] Ἀφότου ἀποπλήρωσεν ὁ πρίγκιπας Γουλιάμος
τὰ ὅσα ἀφηγήθηκεν κ᾿ εἶπεν τοῦ Δεμεστίκου,
ἄρχισε πάλιν νὰ λαλῇ Δεμέστικος ὁ Μέγας
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα ἀπόκρισιν ἐτέτοιαν·
«Οὐδὲν ἔχομεν, ἀδελφέ, πρίγκιπα τοῦ Μορέως,
ἰσοπορίαν διὰ νὰ λαλῶ ὅσον διαφέρνει εἰς τοῦτο,
διατὶ εἶμαι γὰρ εἰς φυλακὴν κ᾿ ἔχεις με δεσμωμένον.
Ὅμως, ἂν μοῦ ἤθελες εὐθέως κόψει τὴν κεφαλήν μου,
οὐ μὴ νὰ ἀφήσω καὶ νὰ εἰπῶ κι ἀπόκρισιν νὰ δώσω
μέρος ἀπὸ ὅσα ἐλάλησες, διατὶ ἔν᾿ κατηγορία μου.
Οὐ πρέπει γὰρ εὐγενικοῦ ἀνθρώπου νὰ καυχᾶται,
ὅταν τοῦ δώσῃ ἡ τύχη του εἰς πόλεμον τὸ νῖκος
καὶ φέρῃ τον στὰς χεῖρας του, νὰ ἔχῃ εἰς ἐξουσίαν του
ἐκεῖνον ὅπου μάχεται καὶ ἔχει τον ἐχτρόν του·
τῆς μάχης τὰ ἐριζικὰ κοινὰ εἶναι εἰς τοὺς πάντας.
[` 382] Κ᾿ ἐτοῦτο ὅπου ἐλάλησες διὰ τὸν ἐμὸν ἀφέντην,
τὸν βασιλέα γὰρ τῶν Ρωμαίων, ἄδικον μέγαν ἔχεις·
ἐπεὶ οἱ πάντες ἐξεύρουν το, ὡς ἔνι γὰρ κ᾿ ἡ ἀλήθεια,
ὅτι ὁ τόπος τοῦ Μορέως οὐδὲν ἔνι ἐδικός σου
μὲ δικαίαν κληρονομίαν μὲ δυναστείαν τὸν ἔχεις,
τοῦ βασιλέως τῆς Ρωμανίας ἔνι γονικαρχία·
καὶ μὲ ἁμαρτίαν τυραννικὴν ἤλθασιν οἱ γονεῖς σου
κ᾿ ἐπιάσασιν τοῦ βασιλέως τὸν τόπον καὶ κρατεῖς τον.
Ἴδες τὸ ποῦ σὲ ἤφερεν ὁ φτόνος κ᾿ ἡ ἁμαρτία σου
στὰς χεῖρας γὰρ τοῦ βασιλέως τοῦ ἀφέντη μου τοῦ
ἁγίου·
κι ἂν ἤθελεν, ὡς βασιλέας, εἶχεν τὴν ἐξουσίαν
νὰ ποιήσῃ ὅσον ἤθελεν ἐτότε εἰς ἐσέναν.
Πολλὰ ἔνι ἐλεήμονας καὶ χριστιανὸς εἰς πάντας·
μετὰ τιμῆς σ᾿ ἐξήβαλεν ἀπὸ τὴν φυλακήν του,
μὲ συμφωνίες σὲ ἐξήβαλεν καὶ ὅρκον τοῦ ἐποῖκες,
ποτέ σου μὲ ἄρματα μὴ ὑπάῃς ᾿ς αὖτον καὶ στὸν λαόν
του·
καὶ σύντεκνον σὲ ἔποικεν νὰ στερεωθῇ ἡ φιλία σας.
Κι ἀφότου ἐξέβης ἀπ᾿ ἐκεῖ, ἀπὸ τὴν φυλακὴν του,
κ᾿ ἦλθες ἐδῶ εἰς τὸν Μορέαν, ποτὲ οὐ καὶ ἀναπαύτης.
Εὐθέως φουσσᾶτα ἐσώρεψες κι ἀτός σου ἀρματώθης,
ἐδιάβης στὴν Λακκοδαιμονίαν διὰ νὰ φανῇς εἰς κόσμον·
εὔκαιρην δόξαν ἔδειξες διὰ νὰ φανῇ ἡ ἀφεντία σου,
τὸν βασιλέαν ἀπίστησες, ἐπάτησες τὸν ὅρκον,
τὸ ἐνάντιον γὰρ τοῦ ἔποικες εἰς ὅσον τοῦ ἐπισχήθης,
τὴν μάχην ἐπεχείρησες ἀφότου ἀρματώθης.
Κατ᾿ αὐτοῦ ἐδιάβης κ᾿ ἔσφαλες ἐπάτησες τὸν ὅρκον.
[` 383] Κι ἂν ἐθυμάσου τὰ ἔπαθες εἰς τὴν Πελαγονίαν,
ποτέ σου οὐ μὴ ἐκαυχήσεσουν κι ἄλλον νὰ ἐκατηγόρας.
Ἐπεὶ τοῦ κόσμου τὰ ἐνάντια καὶ τῆς στρατείας ὁμοίως
οὐδὲν ὑπάρχουσιν ὁμοῦ, οὐ πρέπει νὰ ἔχουν καῦχος.
Ὅμως, ἂν τὸ ἤφερε ὁ καιρός, τῆς φυλακῆς μου ἡ θλίψη,
κ᾿ ἐλάλησα περισσότερα, τὰ οὐκ ἔπρεπε νὰ εἴπω,
συμπάθειο ἂς ἔχω ἀπὸ σοῦ κι ἀπὸ τοὺς κεφαλᾶδες».
[` 384] Ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, οὕτως τοῦ ἀπεκρίθη·
«Ἐσύ, ἀδελφὲ Δεμέστικε, γινώσκω, ἀπὸ πικρία σου
εἶπες κ᾿ ἐλάλησες πολλά, κ᾿ ἐγὼ σὲ τὰ ὑπομένω,
ὡς ἄνθρωπος εὐγενικός, διατὸ εἶσαι εἰς φυλακήν μου.
Εἰ δὲ καὶ ἂν ἦτον ἀλλαχοῦ, νὰ εἶχες ἐλευτερίαν,
νὰ εἶπες, ὅτι ἀφιόρκησα στὸν ὅρκον ὅπου ἐποῖκα,
ἂν ἦτο ἀτός του ὁ βασιλέας, νὰ ἐσφάγηκα μετ᾿ αὖτον.
Διατὸ εἶσαι γὰρ εἰς φυλακήν, εἶσαι συμπαθημένος·
οἱ πάντες γὰρ ἐξεύρουσιν ἐγὼ σφάλμα οὐκ ἐποῖκα.
Ὁ βασιλέας διὰ ψέματα, ὅπου τοῦ ἀποστεῖλαν
ἐδῶθεν οἱ ἄπιστοι Ρωμαῖοι ἐκ τὴν Μονοβασίαν,
ἐπίστεψεν τὰ λόγια τους κι ἀπόστειλεν φουσσᾶτα,
ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗΝ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΠΛΑΓΙΟΥ

καὶ ἄρχισε νὰ μάχεται κ᾿ ἐποίησεν ἁμαρτίαν.
Κι ὁ Θεὸς ὁ παντοκράτορας νὰ τοῦ ἔχῃ συμπαθήσει,
γιατὸ ἔχω γὰρ πληροφορίαν, ἄλλοι τὸν ἀπεργῶσαν,
κ᾿ ἐπίστεψε τὰ λόγια τους κ᾿ ἔστειλε ἐδῶ φουσσᾶτα,
καὶ ἄρχασαν τὴν μάχην μας κ᾿ ἐγίνετον ζημία μας.
Ἀπαύτου γὰρ ἐσίγησαν ἀμφότερα τὰ μέρη
κ᾿ ἐρρίξαν τὴν κατηγορίαν εἰς τοὺς Μονοβασιῶτες.
[` 385] Μετὰ ταῦτα ὁ πρίγκιπας ἐκείνην τὴν ἑσπέραν
μετὰ βουλῆς ἐδιόρθωσε τὲς φυλακὲς ὅπου εἶχεν,
τὸ ποῦ νὰ βάλῃ τὸν καθὲν πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχεν.
Εἰς τὸ Χλουμοῦτζι ἀπέστειλεν Δεμέστικον τὸν Μέγαν
κ᾿ εἰς τὴν αὐτούνην συντροφίαν καὶ τὸν Καβαλλαρίτσην·
τοὺς ἄλλους γὰρ ἀπέστειλεν στὰ ἕτερά του κάστρη.
Κι ὅσον ἀπέστειλεν αὐτούς, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
ὥρισεν καὶ ἐκράξασιν ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες,
ὁμοίως τοὺς φρονιμώτερους ὅλου του τοῦ φουσσάτου.
Βουλὴν ἀπῆρεν μετ᾿ αὐτοὺς τὸ πῶς θέλουσιν πράξει,
τὸ ποῦ νὰ ἀπέλθουν, ποῦ νὰ ὑπάουν, ποῦ νὰ καβαλλι-
κέψουν·
οἱ μὲν ἐλέγαν νὰ ἀπελθοῦν στὸ σπίτι του ὁ καθένας,
νὰ ἀναπαοῦσιν κἄμ ποσῶς διατὶ ἦσαν κοπιασμένοι·
οἱ δὲ οἱ φρονιμώτεροι κι ὅπου ἦσαν πονεμένοι,
ἰσιάστησαν τοῦ νὰ ἀπελθοῦν στὴν Λακοδαιμονίαν,
διατὸ ἦτον χώρα εὔκολη διὰ ἀνάπαψιν φουσσάτου,
καὶ εἴχασιν τὰ πράγματα πλήθη διὰ τὴν ζωήν τους,
ὅπως καὶ νὰ διακρατοῦν τοῦ Μιζηθρᾶ τὸ σέντζιο.
Κι ἂν τύχῃ νὰ εὕρουσιν ὁδὸν νὰ πιάσουσιν τὸ κάστρον,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

ἀπ᾿ ὅσο ἠμπορέσουσι τὸν τόπον νὰ κερδέσουν.
[` 386] Εὐτὺς τὸν μισὲρ Ἀσελὴ ὁ πρίγκιπας ἐλάλει,
ὁποὖτον πρῶτος ἀρχηγὸς εἰς ὅλα τὰ φουσσᾶτα·
τὸν μισὲρ Τζὰν ντὲ Καταβᾶ τὸν πρωτοστράτοράν του
ὁρίζει αὐτοὶ νὰ ὀρθώσουσιν, νὰ ἐξέβουν τὰ φουσσᾶτα
νὰ πᾶν στὴν Λακιδαιμονίαν καθὼς τὸ ἐσυμβουλέψαν.
Κι αὐτοί, ὡς προθυμότατοι, ὠρθῶσαν, ἐκινῆσαν·
ἐπὶ τὴν αὔριον τὸ πρωὶ ἐσώσασιν ἐκεῖσε.
[` 387] Κι ἀφῶν γὰρ ἀποσώσασιν, τάδε μαντᾶτα ηὗραν·
Ρωμαῖοι γὰρ οἱ πλεώτεροι τῆς χώρας γὰρ ἐκείνης
ἐδιέβησαν συφαμελοὶ στοῦ Μεζιθρᾶ τὸ κάστρον.
Κι ἀφῶν ηὗρε ὁ πρίγκιπας εὔκαιρην δὲ τὴν χώραν
ἀπὸ τοῦ κάστρου τὸν λαόν, τοὺς τοπικοὺς ἐκείνους,
μεγάλως τὸ ἐβαρέθηκεν, πολὺ κακὸν τοῦ ἐφάνη.
Εὐθέως ἐδιόρθωσεν, τὰ σπίτια τους ἐδῶκεν,
ἂλλων τινῶν ποῦ ἔβαλεν νὰ μένουσιν ἀπέσω,
ποῦ ἦσαν Φράγκοι τοπικοί, ἄνθρωποι τῆς ἀλήθειας,
ὅπου εἶχε θάρρος εἰς αὐτοὺς πλέο παροῦ ᾿ς ἐκείνους.
Ἀπαύτου ὁρίζει τὸν λαὸν νὰ τρέχουν νὰ κουρσεύουν
τὲς χῶρες, τὰ περίχωρα ποὖσαν ροβελεμένα.
Τὴν χώραν ἐσωτάρχισεν τῆς Λακεδομανίας·
λαὸν ἔθεκεν εἰς αὐτήν, ὁρίζει νὰ τὴν χτίζουν
καὶ νὰ τὴν δυναμώνουσιν ἐξ ὅ,τι κάμνει χρεία.
[` 388] Ἐδράμαν τὰ φουσσᾶτα του τὰ Βάτικα, τὸ Ἕλος,
καὶ μέχρι ὣς στὴν Μονοβασίαν ἐκούρσεψν τὸν τόπον·
ἀπαύτου τὸν Δραγάλιγον κι ὅλην τὴν Τσακωνίαν
ἐκούρσεψαν κι ἀφάνισαν, τοὺς τόπους ἐρημῶσαν·
τὴν χώραν ἐσωτάρχισαν, ἐπλούτυναν οἱ ἀνθρῶποι,
ὅπου ἔβαλεν ὁ πρίγκιπας νὰ μένουν εἰς τὴν χώραν,
ἐπεὶ καὶ ἐλογίζετον νὰ ξεχειμάσῃ ἐκεῖσε.
[` 389] Ὡς δὲ εἶναι τὰ ἐριζικὰ κ᾿ ἡ τύχη τῶν ἀνθρώπων,
ἀλλὰ σκοποῦσιν νὰ γενοῦν καὶ ἂλλα τοὺς εὑρίσκουν,
πολλὰ ἐμποδίζει ὁ κίντυνος ποῦ ἔρχεται τοῦ ἀνθρώπου·
οὐδὲν ἐπέρασεν ποσῶς σῶος γὰρ ἕνας μῆνας,
μαντᾶτα τὸν ἠφέρασιν τοῦ πρίγκιπος Γουλιάμου,
οἱ Σκορτινοὶ ἐρροβόλεψαν κ᾿ ὑπᾶν μὲ τοὺς Ρωμαίους,
ἔβαλαν παρακαθισμοὺς στὸ κάστρο τοῦ Ἀρακλόβου,
ΤΑ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΜΑΧΗΝ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΠΛΑΓΙΟΥ

ὁμοίως στὴν Καρύταιναν ἐβάλασιν φουσσᾶτα
εἰς λογισμὸν νὰ τὰ κρατοῦν διὰ τὸν βασιλέα.
Τὸ ἀκούσει το ὁ πρίγκιπας καὶ πληροφορεθεῖ το,
τὴν χώραν ἐσωτάρχισεν τῆς Λακοδαιμονίας
ἀπὸ λαὸν καὶ πράγματα νὰ ἔχουν διὰ ζωήν τους,
κι ἀπῆρεν τὰ φουσσᾶτα του καὶ στὴν Βελίγοστη ἦλθεν.
[` 390] Τοὺς κεφαλᾶδες ἔκραξεν ὅλου του τοῦ φουσσάτου·
βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ τὸ πόθεν νὰ σεβοῦσιν
στὸν δρόγγο ἐκεῖνον τῶν Σκορτῶν, διατὶ εἶν᾿ σκληροὶ οἱ τόποι
ἀπὸ βουνία καὶ ἔμπατα κι ἀπὸ σκληρὲς κλεισοῦρες.
Ἔκραξε τὸν μισὶρ Ἀνσελὴν τὸν φρόνιμον στρατιώτην
καὶ λέγει του ὁ πρίγκιπας μὲ εἰλικρινὴν τὴν γνώμην.
[` 391] «Ἐσύ, ἀδελφέ καὶ σύντροφε, πολλὰ ἔποικες διὰ
ἐμέναν·
μὲ τὴν βουλὴν καὶ φρόνεσιν ὅπου ἔχω ἀπὸ ἐσέναν
μεγάλα κατορθώματα, στρατιωτικὲς δουλεῖες,
ἐποίησα ποῦ ὠφελήθηκα, οἱ πάντες τὸ ἐγνωρίζουν,
στὴν μάχην ὅπου ἔχομεν μετὰ τὸν βασιλέαν.
Διὰ τοῦτο πάλιν, ἀδελφέ, φίλε καὶ συγγενῆ μου,
ἀξιῶ σε καὶ παρακαλῶ νὰ ποιήσῃς γὰρ ἐτοῦτο
διὰ τὸ δεσπέττο καὶ χολήν, τὴν μὲ ἔποικε ὁ ἀνεψιός μου,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ μέγας δημηγέρτης,
- ὅπου ἄφηκεν τὸν τόπον του κ᾿ ἐμέν, ὅπου εἶμαι θεῖος
του,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

κι ὅπου κρατεῖ τὴν ἀφεντία, ὅπου ἔχει ἀπὸ ἐμέναν,
κ᾿ ἐδιάβη, νὰ πομπεύεται εἰς τὸ ρηγᾶτο Πούλας-
ὡσαύτως διὰ τὴν κάκωσιν καὶ τὴν δημηγερσίαν
τῶν Σκορτινῶν τῶν ἄπιστων, αὐτῶν τῶν δημηγέρτων,
ὅπου ἀπιστῆσαν εἰς ἐμὲν ὑπὲρ φορῶν γὰρ δύο.
Τοὺς Τούρκους, ὅπου ἔχομεν ἀρτίως ἐδῶ μετ᾿ ἔμας,
νὰ τοὺς διορθώσῃς νὰ σεβοῦν εἰς τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον,
νὰ κάψουν κ᾿ ἐξαλείψουσιν τὰ ὁσπίτια καὶ χωρία,
κι ὅσους ἀνθρώπους πιάσουσιν εὐθέως νὰ ἀποθάνουν·
κι ὅσον κερδίσουν ἀπ᾿ αὐτοὺς ἂς ἔνι ἐδικόν τους».
[` 392] Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Ἀνσελής, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
ἐγνώρισε τὸν πρίγκιπα τὸ πῶς ἦτον θλιμμένος,
καὶ εἶπεν κ᾿ ὑποσχήθη του τὸ ὁρίζει νὰ πληρώσῃ,
γλυκιὰ τὸν ἀποκρίθηκεν· «Ἀφέντη μὴ χολιάζῃς·
κ᾿ ἐγὼ νὰ ποιήσω τὸ ἀγαπᾷς, ὅπου σὲ θέλει ἀρέσει».
Τοὺς κεφαλᾶδες ἔκραξε, πρῶτον γὰρ τὸν Μελίκην,
τοῦ πρίγκιπος τὸν ὁρισμὸν λεπτῶς τοῦ ἀφηγήθην
τὸ πῶς ὁρίζει νὰ σεβοῦν εἰς τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον·
ὅσον κοῦρσον καὶ διάφορον θέλουσιν γὰρ κερδίσει,
νὰ τὸ ἔχῃ μὲ τοὺς Τούρκους του, νὰ ἔνι ἐδικόν του.
[` 393] Κι ὁ Μελίκ, ὡς τὸ ἤκουσεν, μεγάλως τὸ ἀνεχάρη,
ἀπόκρισιν τοῦ ἔδωκεν πρόθυμα νὰ τὸ ποιήσῃ·
χαιράμενοι ἐγίνησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι.
Εἰς τρία ἀλλάγια τοὺς ἔποικεν νὰ εἶναι χωρισμένοι·
ὁ μισὶρ Ἀνσελὴς τοῦ ἔδωκεν πρόβεδους ἐκ τὸν τόπον.
Ἐσέβησαν εἰς τὰ Σκορτὰ οἱ Τοῦρκοι κ᾿ ἐσκεπάσαν,
ἐκάψαν κ᾿ ἐξηλείψασιν τὸν τόπον καὶ τὲς χῶρες·
ὅσους πιάσαν μὲ ἄρματα, ὅλους ἐκατεκόψαν,
κι ὅσοι ἐπροσπέφταν εἰς αὐτοὺς εἶχαν ἐλεημοσύνην,
ΤΙΜΩΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΩΝ ΣΚΟΡΤΩΝ

τοῦ πρίγκιπος τοὺς ἤφερναν κ᾿ ἐπαραδίνανέ τους.
[` 394] Κι ὅταν εἶδαν οἱ ἄρχοντες οἱ Σκορτινοὶ ἐτοῦτο,
στὰ ὄρη ἐπροσφύγασιν καὶ στὰ ὑψηλὰ βουνία·
βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ τὸ πῶς θέλουσιν διάξει.
Στὸν πρίγκιπαν ἀπέστειλαν ἕναν μαντατοφόρον,
ἐλεημοσύνην τοῦ ζητοῦν καὶ νὰ τοὺς συμπαθήσῃ,
λέγοντα καὶ ἀρνούμενοι, οὐδὲν ἐρροβολέψαν·
ἐκεῖνο γὰρ ὅπου ἔποικαν ἦτον δι᾿ ἄλλον τρόπον.
Βουλὴν ἀπῆραν ἑνομοῦ τὸ πῶς θέλουσιν πράξει
ἀπὸ τὴν μάχην τῶν Ρωμαίων, αὐτοῦ τοῦ βασιλέως,
διατὸ ἔλειπεν ὁ ἀφέντης τους τῆς Καρυταίνου ἐκεῖνος.
Ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας οὐδὲν τοὺς ἀποδέχτη.
[` 395] Τὸ δὲ οἱ μεγάλοι ἄνθρωποι, οἱ κεφαλᾶδες ὅλοι,
ὅπου εἶχαν σπλάχνος καὶ φιλίαν στὸν ἀφέντην Καρυταίνου
τὸν πρίγκιπα παρακαλοῦν, γονατιστὰ τὸν δέονται,
νὰ συμπαθήσῃ τοῦ λαοῦ, ἀφότου ἐπροσπέσαν.
Κι ὁ πρίγκιπας ὡς φρόνιμος, μὲ προθυμίαν τὸ ἐποῖκεν.
Εἰς τὸν Μελὶκ ἀπέστειλεν σπουδαίως μαντατοφόρον,
νὰ ἀφήσῃ γὰρ τὸ κοῦρσο του καὶ νὰ ἀπέλθῃ εἰς αὖτον.
Κ᾿ ἐκεῖνος, ὡς τὸ ἤκουσεν, εἰς τὴν Βελίγοστη ἦλθεν,
τὸν πρίγκιπα ἐπροσκύνησεν· καλὰ τὸν ἀποδέχτη.
Ἐνταῦτα ἀπηλογίασεν ὁ πρίγκιπας τὸν λαόν του
κ᾿ ἐδιάβηκεν ὁ κατὰ εἷς εἰς τὴν ἀνάπαψίν του.
Κι αὐτὸς ἐδιάβη στὸν Μορέαν μετὰ τὴν φαμελίαν του,
κι ὅσοι ἦσαν ἀπὸ τὸν Μορέαν ἐδιάβησαν μετ᾿ αὖτον.
[` 235] Ὁμοίως ἐδιάβησαν ἐκεῖ οἱ Τοῦρκοι μετ᾿ ἐκεῖνον·
κι ἀφότου ἐσώσασιν ἐκεῖ ἀπηλογία ἐζητῆσαν
τοῦ πρίγκιπος, καθὼς ἦτον ἡ συμφωνία ὅπου εἶχαν
ἐτότε, ὅταν ἤλθασιν ἀρχὴν στὴν Ἀνδραβίδα.
Πολλὰ τοῦ ἐφάνη βαρετὸν ὁ ἀποχωρισμός τους·
ὥρισεν κ᾿ ἐπληρῶσαν τους τὴν ρόγαν τους ἀκέραιαν,
καὶ τὸν Μελὶκ φιλοτιμᾷ καὶ ξένια τοῦ ἐδῶκεν.
Παρακαλεῖ καὶ λέγει του τοῦ νὰ σταθῇ μετ᾿ αὖτον
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

ἑξαμηνιαῖον καὶ μοναχὰ καὶ τότε νὰ ὑπαγαίνῃ·
κ᾿ ἐκεῖνος τοῦ ἀπεκρίθηκεν, ὑποκλιτὰ τὸν λέγει·
«Ἀφέντη μου καὶ βασιλέα, ἐλπίζω ἡ δούλεψίς μου
ὄφελον σὲ ἐποίησεν καὶ διάφορον ὁμοίως.
Ὅταν ἐσυμβιβάστηκα, μὲ τὸν ἐχτρὸν τοῦ Θέου,
αὐτοῦνον τὸν Δεμέστικον, ἐκεῖσε εἰς τὴν Πόλιν,
χρόνον τοῦ ὑποσχέθηκα μετ᾿ αὖτον νὰ ποιήσω·
καὶ τώρα ἐδιχρόνισε ποῦ λείπω ἐκ τὰ ἐδικά μου.
Κ᾿ ἐτοῦτοι ὅπου εἶναι μετ᾿ ἐμὲ ὅλοι μου οἱ συντρόφοι
οὐδὲν μὲ ἀφίνουν νὰ σταθῶ ἐδῶ στὸν τόπον τοῦτον.
Καὶ δέομαί σε, ἀφέντη μου, μηδὲ μὲ τὸ βιάσῃς,
ὅτι ὅρκον ἔχω νὰ στραφῶ ἐκεῖ εἰς τὰ ἰγονικά μου».
Ἰδὼν ἐτοῦτο ὁ πρίγκιπας, οὐδὲν τὸν πολυβιάζει·
χαρίσματα τοῦ ἔδωκεν, φιλοδωρίες μεγάλες
μὲ πρόβεδους τὸν ἔστειλεν κι ἐδιάβη τῆς Βλαχίας.
[` 397] Ἀλήθεια τοῦτο ἐγίνετον ὅτι τινὲς ἀπ᾿ αὔτους
ἐνέμειναν μὲ προθυμίαν ἐτότε εἰς τὸν Μορέαν·
καὶ ὥρισεν ὁ πρίγκιπας κ᾿ ἐβάφτισαν τους ὅλους.
Ἔποικεν δύο καβαλλαρίους, ἔδωκέν τους προνοῖες,
γυναῖκες γὰρ τοὺς ἔδωκεν, κ᾿ ἐποιήσασιν παιδία,
ὅπου εἶναι ἀκόμη εἰς τὸν Μορέαν, στοῦ Βουνάρβη, στὴν Ρένταν.
[` 398] Ἐν τούτῳ ἀφίνομεν ἐδῶ ἐτοῦτο, ὅπου ἀφηγοῦμαι,
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ διὰ ἐκεῖνον τὸν στρατιώτην,
τὸν ἀφέντην τῆς Καρύταινας, τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποῖκεν,
ποῦ ἦτον ἐκείνους τοὺς καιροὺς στοῦ πρίγκιπος τὴν μάχην,
Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΥΘΕΝΤΟΥ ΚΑΡΥΤΑΙΝΗΣ

κι οὐδὲν ἦτον εἰς τὸν Μορέαν στὴν μάχην τῶν Ρωμαίων
εἰς τὸν καιρὸν ὅπου λαλῶ, κι ἀκούσετε τὰ λέγω.
[` 399] Στὴν μάχην ὅπου εἴχασιν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος
μὲ τῶν Ρωμαίων τὸν βασιλέα καὶ μὲ τὸν ἀδελφόν του,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, (ὅπου τὸν ἐκρατοῦσαν
διὰ ἕναν ἐκ τοὺς καβαλλαρίους τοὺς πρώτους γὰρ τοῦ κόσμου,
στρατιώτης ἦτο ἐξάκουστος εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα),
ἀπὸ ἁμαρτίας δαιμονικῆς, διὰ γυναικὸς ἀγάπην
- τὸ ἐπάθασιν κι ἄλλοι πολλοὶ φρόνιμοι καὶ στρατιῶτες! -
ὁκάποιου του καβαλλαρίου γυναῖκα ἐρωτεύτη,
τοῦ μισὶρ Ντζᾶ ντὲ Καταβᾶ, οὕτως τὸν ὠνομάζαν.
[` 400] Ἐπῆρε την ἐκ τὸν Μορέαν κ᾿ ἐδιάβη εἰς τὴν
Πούλιαν,
λέγας νὰ προσκυνήσουσιν ἐκεῖ στὰ μοναστήρια,
εἰς τὸν Ἅγιον Νικόλαον εἰς τὸ Μπάρ, νὰ σώσῃ κ᾿ εἰς τὴν Ρώμην,
εἶθ᾿ οὕτως στὸν Ἀρχάγγελον, στὸ μέγα μοναστήριν,
ὅπου ἔνι εἰς ὄρος καὶ βουνὶ πλησίον τῆς Μαφρεδόνης.
[` 401] Ὁ ρόΐ Μαφρὲς εὑρίσκετον ἐτότε εἰς τὴν Πούλιαν
ρῆγας, ἀφέντης Σικελίας, κι ὅλου γὰρ τοῦ ρηγάτου·
κι ὡς ἤκουσεν ἀπὸ τινὲς ὅπου ἦλθαν κ᾿ εἴπανέ του
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἦλθεν ἐκεῖ εἰς τὴν Πούλιαν,
ὁ ἐξάκουστος εἰς τὰ ἄρματα ᾿ς ὅλην τὴν Ρωμανίαν,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΗΨ ΜΟΡΕΩΣ

πολλὰ τὸ ἐθαυμάστηκεν ἐρώτησε τὸν τρόπον
νὰ μάθῃ καὶ τὴν ἀφορμήν, τὸ τί ἤθελεν ἐκεῖσε.
Τινὲς ὅπου τὸ ἀκούσασιν ἀπὸ τὴν φαμελίαν του
νὰ προσκυνήσῃ, λέγουν του, εἰς τὰ ἅγια μοναστήρια,
ὅπου εἶναι εἰς τὸ ρηγᾶτο του, ν᾿ ἀπέλθῃ κ᾿ εἰς τὴν Ρώμην·
καὶ ὁκάποιος ἄλλος φρόνιμος (ὅπου ἦτον παιδεμένος,
ὅπου ἦτον ἐρωτήσοντα ὁκάποιον συγγενῆν του,
ὅπου ἦτον ἐκ τὴν φαμελίαν τοῦ ἀφέντη τῆς Καρυταίνας,
καὶ τοῦ εἶχε εἰπεῖ τὴν ἀφορμήν, τὸν τρόπον, τὴν
ἀλήθειαν)
λέγει τὸν ρῆγαν μυστικῶς κ᾿ ἐπληροφόρησέ τον
τὸν τρόπον καὶ τὴν ἀφορμὴν καὶ ὅλην τὴν ἀλήθειαν·
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὁ ἑξάκουστος στρατιώτης
ὁκάποιου τοῦ καβαλλαρίου γυναῖκαν ἐρωτεύτη,
κι ἀπῆρε την ἐκ τὸν Μορέαν κ᾿ ἦλθαν ἐδῶ εἰς τὴν Πούλιαν
διὰ νὰ τὴν ἔχῃ ἐρωτικήν, νὰ χαίρεται μετ᾿ αὔτην.
[` 402] Τὸ ἀκούσει το ὁ ρόϊ Μαφρόϊς, μεγάλως τὸ
ἐβαρύνθη,
ἐθλίβηκε τὴν ἐντροπὴν τοῦ εὐγενικοῦ στρατιώτου·
καβαλλάρην ἀπόστειλεν καλὰ συντροφεμένον,
κ᾿ ἐδιάβη εἰς τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ τῆς Καρυταίνου ἀφέντην.
Ἐκ τὸ ἰμοιράδιν τοῦ ρηγὸς λέγει, παρακαλεῖ τον,
νὰ ἔλθῃ ἐκεῖ νὰ τὸν ἰδῇ, χρήζει νὰ τοῦ συντύχῃ.
Κ᾿ ἐκεῖνος γὰρ τὸ ἀκούσει το, πηδᾷ, καβαλλικεύει,
μὲ ὅλην του τὴν φαμελίαν ἀπῆλθεν εἰς τὸν ρῆγαν.
[` 403] Τὸ ἰδεῖ τον ὁ ρόϊ Μαφρές, ἐπροσηκώθηκέν τον,
ἀπὲ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ, σιμά του τὸν καθίζει,
ἄρξετον νὰ τὸν ἐρωτᾷ τὸ πότε ἦλθεν ἐνταῦτα.
Κ᾿ ἐκεῖνος ἀποκρίθηκεν· ἦλθε νὰ προσκυνήσῃ
στὰ μοναστήρια, ὅπου ἔταξεν ἐτότε εἰς τὴν Πόλιν,
στὴν φυλακὴν τοῦ βασιλέως τῆς Κωνσταντίνου Πόλης.
[` 404] Κι ὁ ρῆγας τοῦ ἀποκρίθηκε, τὰ ἐτέτοια τοῦ ἐλάλει.
Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΑΥΘΕΝΤΗ ΚΑΡΥΤΑΙΝΗΣ

«Θαυμάζομαι εἰς τὴν γνῶσιν σου, εἰς τὸ ἔπαινος ὅπου ἔχεις
ὅτι εἶσαι εἰς τὰ ἄρματα ἐξάκουστος στρατιώτης,
κι ἄφηκες τὸν ἀφέντην σου τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον
εἰς τέτοιαν μάχην δυνατὴν καὶ χρείαν ἀπὸ φουσσᾶτο,
ὅπου ἔχει μὲ τὸν βασιλέα τῆς Κωνστανίνου Πόλης.
Οὐ πρέπει νὰ ἔνι εὐγενικὸς ἄνθρωπος ψεματάρης,
οὔτε στρατιώτης, ὡς ἐσὺ ὅπου εἶσαι ἐπαινεμένος,
καὶ πᾶσα ἄνθρωπος εὐγενὴς πρέπει νὰ τὸ βαρειέται
καὶ νὰ τὸ θλίβεται πολλὰ ὅταν ἀκούσῃ ὅτι σφάλλει.
[` 405] Ἀφέντη τῆς Καρύταινας, θέλω νὰ τὰ ἐγνωρίσῃς
καὶ κράτει το εἰς πληροφορίαν, ἐξεύρω τὴν ἀλήθειαν,
τὸν τρόπον καὶ τὴν ἀφορμὴν τὸ πῶς ἦλθες ἐνταῦτα,
καὶ θλίβομαί το, μὰ τὸν Θεόν, διὰ τὸ ἔπαινος ὅπου ἔχεις.
Τὸ πρᾶγμα ἔνι ἄσκημον, βαρειῶμαι νὰ τὸ λέγω.
Ὅμως διὰ τὴν ἀγάπην σου θέλω νὰ τὸ φαυλίσω
νὰ τὸ ἐγνωρίσῃς καθαρά, τὸ σφάλμα ὅπου ἐποῖκες.
Ἐσὺ ἄφηκες τὸν πρίγκιπα, τὸν κύρην σου τὸν λίζιον,
ὅπου ἔχει μάχην δυνατὴν μετὰ τὸν βασιλέαν,
κ᾿ ἐπάτησες τὸν ὅρκον σου, ὅπου ἔχεις γὰρ εἰς αὖτον,
κ᾿ εἶσαι ἀφίορκος, ἄπιστος στὸν λίζιον σου ἀφέντην.
Καὶ πάλε, ἄλλο ἄσκημον, δημηγερσίαν μεγάλην,
ἐπῆρες τοῦ καβαλλαρίου τοῦ ἀνθρώπου σου τοῦ λίζιου
τὴν ὁμόζυγόν του γυνὴν καὶ περπατεῖς μετ᾿ αὔτην,
ὅπου ἔχεις ὅρκον μετ᾿ αὐτὸν κ᾿ ἐκεῖνος μετὰ σέναν.
Λοιπόν, διατὸ ἔνι ἐξάκουστον τὸ ἔπαινος ὅπου ἔχεις,
σὲ δίδω τέρμενον μακρύν, ἡμέρες δεκαπέντε,
νὰ λείπῃς ἐκ τὸν τόπον μου κ᾿ εἰς τὸν Μορέα νὰ ὑπάγῃς
τοῦ πρίγκιπος τοῦ ἀφέντη σου εἰς μάχην νὰ βοηθήσῃς
ὅπου ἔχει μὲ τὸν βασιλέα ἐκεῖνον τῶν Ρωμαίων.
Εἴτε εὑρεθῇς στὸν τόπον μου διαβὼν οἱ δύο ἑβδομάδες,
ὀμνύω σε εἰς τὸ στέμμα μου, κ᾿ εἰς τὴν ψυχήν μου ἀπάνω,
ὁρίσει θέλω παρευτὺς νὰ κόψουν τὴν κεφαλήν σου».
[` 406] Τὸ ἀκούσει το ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς τῆς Καρυταίνου ὁ ἀφέντης,
τὸ πῶς τὸν ἀποσκέπασεν ὁ ρῆγας ἀπ᾿ ἀτός του,
καὶ εἶπεν του τὸ φταίσιμον, τὸ σφάλμαν ὅπου ἐποῖκεν,
ἀπ᾿ τῆς αἰσχύνης κ᾿ ἐντροπῆς, ὅπου εἶχεν ἐκ τὸν ρῆγαν,
ἡ συντυχιά του ἐκόντεψεν, τὸ τί λαλήσει οὐκ εἶχεν.
Ὅμως, ὡσὰν ἠμπόρεσεν, τὸν ρῆγαν ἀποκρίθη·
«Ἀφέντη ρῆγα, δέομαι, προσπίπτω, προσκυνῶ σε·
ὅσον μὲ εἶπες καὶ λαλεῖς, ὡς ὁ Θεὸς τὸ λέγεις,
ἐπεὶ ἀπ᾿ ἀτός μου γνώθω το τὸ φταίσιμον ποῦ ἐποίκα·
καὶ προσκυνῶ κ᾿ εὐχαριστῶ τὴν βασιλείαν σου εἰς τοῦτο
κ᾿ ἐγὼ κάταυτα νὰ διαβῶ κι ἀπέδω νὰ μισσέψω,
νὰ ὑπάγω εἰς τὸν ἀφέντην μου τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον».
Ἀπηλογίαν ἐζήτησεν, ὁ ρῆγας τοῦ τὴν δίδει.
[` 407] Ἐστράφη εἰς τὴν κατοῦναν του, τὴν φαμελίαν του ἀπῆρε,
σπουδαίως ἀπέκει ἐμίσσεψεν, ἐκίνησεν κ᾿ ἐδιάβη.
Εἰς τὸ Βροντῆσι ἔσωσεν ἀπέσω εἰς ἕξι ἡμέρες·
κάτεργον ηὗρεν ἕτοιμον κ᾿ ἐσέβηκεν εἰς αὖτο
κ᾿ εἰς τὴν Κλαρέντσαν ἔσωσεν ἀπέσω εἰς τρεῖς ἡμέρας.
Τὸν πρίγκιπα ἐρώτησεν ποῦ νὰ τὸν ἔχῃ εὕρει,
κ᾿ ἐκεῖνος ποῦ τὸ ἔξευρεν ἐπληροφόρησέ τον·
στὴν Ἀνδραβίδα εὑρίσκεται ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος.
Σώρεψιν ἔχει δυνατὴν μὲ ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες,
τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ βουργισέους, καὶ τοὺς καβαλλαρίους,
βουλὴν ἐπαίρνουν ἑνομοῦ διὰ μαντᾶτα ὅπου ἔχουν·
μαντᾶτα τοὺς ἠφέρασιν, πολλὰ καλὰ οὐκ εἶναι.
Λαὸς μέγας ἐπέζεψεν εἰς τὴν Μονοβασίαν·
ὁ βασιλεὺς τοὺς ἔστειλεν ὅπως νὰ συμμαχήσουν
τὸν τόπον του καὶ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν κιντυνέψει.
[` 408] Κι ὡς τὸ ἄκουσεν τὸ σὲ λαλῶ ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
ὅτι ὁ πρίγκιπας εὑρίσκεται ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδραβίδα
μὲ ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες του καὶ τοὺς καβαλλαρίους,
μεγάλως τὸ ἐχάρηκεν εἰς τούτην τὴν ἐλπίδα
ὅτι ὅλοι θέλουσιν βαλθῆ, διατὶ τὸν ἀγαποῦσαν,
στὸν πρίγκιπα τῆς Ἀχαΐας διὰ νὰ τοῦ συμπαθήσῃ.
Ἄλογα τοῦ ἐδανείσασιν οἱ φίλοι του ἐκεῖσε·
εὐτὺς ἐκαβαλλίκεψεν στὴν Ἀνδραβίδα ἐδιάβη,
[` 409] ὅλοι τὸν ἀπαντήσασιν, χαρὰν μεγάλην κάμνουν.
Ὅλους ἐπαρακάλεσεν, ὡς ἀδελφοὺς καὶ φίλους·
λέγει· «Ἐδάρτε ἂς ἰδῶ τὸ ποῖ μὲ ἀγαποῦσιν
ἀπὸ ἐσᾶς τοὺς συγγενεῖς καὶ φίλους κι ἀδελφούς μου.
νὰ ἔχω τὴν βοήθειαν σας στὸ φταίσιμον, τὸ ἐποῖκα·
ἐπεὶ ἐγνωρίζετε καλὰ ὅτι ἔσφαλα μεγάλως
εἰς τὸν ἀφέντην λίζιον μου, τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον».
[` 410] Ὅλοι τοῦ ἐπισχήθησαν, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
νὰ εἶναι εἰς βοήθειαν του στὴν δύναμίν τους ὅλην.
Ἐπῆραν τον κ᾿ ὑπήγασιν στὸν πρίγκιπα ὁλόρθα
ἐκεῖ ὅπου ἦτον κι ἀππλίκευεν εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν.
[` 411] Ἐνταῦτα ἐπροσκύνησε τὸν πρίγκιπα Γουλιάμον·
ὁ πρίγκιπας εὐρίσκετον εἰς αὖτον χολιασμένος,
ὀργὴν μεγάλην τοῦ ἔδειξεν, μέγα δίκαιον τὸ εἶχεν,
ἐπεὶ εἰς ἐκεῖνον ἤλπιζεν καὶ πλέον τὸ θάρρος εἶχεν,
βοήθειαν νὰ ἔχῃ ἀπ᾿ αὐτὸν εἰς ὅλες του τὲς χρεῖες,
κι αὐτὸς τὸν ἐλευτέρωσεν στὴν βίαν του τὴν μεγάλην.
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὁ ἐπαινετὸς στρατιώτης,
φρόνιμος ἦτον κ᾿ ἔξευρεν τὸ φταίσιμο ὅπου ἐποῖκεν,
καὶ τὸ ζωνάριν του ἔβγαλεν, στὸν σφόντυλά του βάνει·
εὐτὺς χαμαὶ ἐπέσατο, ἐλεημοσύνην κράζει
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα ἐνώπιον τῶν πάντων·
«Ἐγώ, ἀφέντη, ἔφταισα καὶ ἦλθα νὰ μὲ κρίνῃς».
Γονατιστὰ τὸν ἔλεγεν ἐτοῦτα, τὰ σὲ λέγω.
[` 412] Οἱ ἀρχιερεῖς κ᾿ οἱ ἕτεροι ὅλοι οἱ κεφαλᾶδες
κ᾿ οἱ καβαλλάροι σὺν αὐτῷ εὐτὺς ἐγονατίσαν,
δεόμενοι ἐλέγασιν τοῦ πρίγκιπος ἐτοῦτο·
«Διὰ τὸν Χριστόν, ἀφέντη μας, ἐδὰ συμπάθησέ του
κι ἂν πέσῃ πλέον εἰς φταίσιμον, τὴν κεφαλήν του κόψε.
Ἐσὺ ἐξεύρεις, ἀφέντη μας, τὴν μάχην ποῦ ἔχεις τώρα·
ἔπρεπεν ἄλλους νὰ εἴχαμεν τοῦ νὰ μᾶς βοηθήσουν».
[` 413] Κι ὡς ἦτον πάντα ὁ πρίγκιπας φρόνιμος, ἐλεήμων
οὕτως τοὺς ἀποκρίθηκεν, τούτους τοὺς λόγους εἶπεν·
«Ἄρχοντες, ἐγνωρίζατε, καλὰ τὸ ἐπινοεῖτε,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἀνεψιός μου ὑπάρχει
καὶ ἄνθρωπός μου λίζιος εὑρίσκεται καὶ πρῶτος,
καὶ ὅσον πλέον ἔσφαλεν εἰς πλέον θλῖψιν τὸ ἔχω.
Ὅμως, διὰ τὴν ἀγάπην σας καὶ παρακάλεσίν σας,
πάλε κ᾿ ἐτούτην τὴν φορὰν ἂς εἶν᾿ συμπαθημένος».
Ὅλοι τὸν ἐπροσκύνησαν, εὐχαριστήσανέ τον,
καὶ ἔστρεψεν τὸν τόπον του ὡσαύτως καὶ τὰ κάστρη.
Εἶπεν γὰρ ὁ πρίγκιπας ἐνώπιον τοῦ λαοῦ του·
«Ἄρχοντες, ὅλοι ἐξεύρετε τὸ σφάλμαν ὅπου ἐποῖκεν
εἰς τὸν καιρὸν ποῦ ἐγύρισε μετὰ τὸν Μέγαν Κύρην·
μὲ ἄρματα ἐπολέμησε εἰς κάμπον μετ᾿ ἐμένα.
Ἐγὼ τοῦ ἐσυμπάθησα, καθὼς τὸ ἐξεύρετε ὅλοι·
τὸν τόπον του τὸν ἔστρεψα, ὡς νέο δόμα τοῦ ἐδῶκα
ὅπως τὰ πάντα νὰ κρατῇ αὐτὸς καὶ τὰ παιδία του,
ἐπεὶν ἐξακληρήθηκεν μὲ φταίσιμο ἐδικόν του·
θέλω δὲ πάλι ἀπὸ τοῦ νῦν νὰ τὸ ἔχῃ εἰς τοιοῦτον τρόπον».
[` 414] Ἀφῶν ἐσυμπαθήστηκεν ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
εἰς τὴν βουλὴν ἐκάθισεν αὐτὸς κ᾿ οἱ κεφαλᾶδες,
ὁ πρίγκιπας ὅπου λαλῶ κ᾿ οἱ καβαλλάροι ὅλοι.
Ὁ πρίγκιπας τοὺς ἐρωτᾷ, διὰ νὰ τὸν συμβουλέψουν
διὰ τὸν λαὸν ὅπου ἔμαθεν τοῦ βασιλέως ὅτι ἦλθεν.-
Ἐπεὶν ἠθέλησε ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ ὑπεραγία Θεοτόκος,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἐστράφη ἐδῶ μετ᾿ ἔμας,
δός του φουσσᾶτα καὶ λαὸν νὰ ἀπέρχεται εἰς τὸ Νίκλι
νὰ στέκῃ ἐκεῖ νὰ μάχεται, τὸν τόπον νὰ φυλάσσῃ,
καὶ πάλε ὅταν κάμνῃ χρεία νὰ τοῦ βοηθοῦμεν ὅλοι».
[` 415] Ἐν τούτῳ ἀφίνω ἐδῶ λέγειν καὶ ἀφηγᾶσται
διὰ τὸν Γουλιάμον πρίγκιπα ὁμοίως καὶ τὸν λαόν του,
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ, ὅπως νὰ τὸ ἐγνωρίσῃς,
τὸ πῶς ἦλθεν ὁ ἀδελφὸς τοῦ ρηγὸς τῆς Φραγκίας,
μισὶρ Κάρλον τὸν ἔλεγαν, ὁ ἀφέντης τῆς Προβέντζας,
(ὁ Πάπας γὰρ τὸν ἔστεψεν ρῆγαν τῆς Σικελίας)
καὶ πῶς ἐσυμπεθέρεψεν, καὶ πῶς ἐσυμβιβάστη
μετὰ τὸν πρίγκιπα Μορέως, ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον,
κι ἀπῆρεν τοῦ ρηγὸς ὁ υἱὸς ᾿ς ὁμόζυγον γυναῖκαν
τοῦ πρίγκιπος τὴν θυγατήρ, τὴν μαντάμα Ζαμπέα,
μὲ συμφωνίες, συμβίβασες, τὲς ἐποῖκαν ἀμφοτέρως,
νὰ κληρονομήσῃ τοῦ ρηγὸς ὁ υἱὸς τὸ πριγκιπᾶτο,
κι ὁ πρίγκιπας τοῦ νὰ κρατῇ τὸν τόπον του ἐκ τὸν ρῆγαν.
[` 416] Εἰς τὸν καιρὸν ὅπου λαλῶ καὶ λέγω κι
ἀφηγοῦμαι,
ὁ κόντος, ντ᾿ Ἀντζῶ τὸν ἔλεγαν, ὁ ἀφέντης τῆς Προβέντσας
εἶχεν μὲ τὴν γυναῖκαν του ἐκείνην τὴν κουντέσσαν
τρεῖς θυγατέρες ἔμορφες ὅπου ἤσασιν παιδία τους.
Τὴν πρώτην γὰρ ὑπάντρεψεν (ὅπου ἦτον κληρονόμος),
μετὰ τὸν δεύτερον ἀδελφὸν τοῦ ρηγὸς τῆς Φραγκίας,
μισὶρ Κάρλον τὸν ἔλεγαν, ὁ ἐξάκουστος στρατιώτης.
Ἐκεῖνος ἐκληρονόμησεν μὲ τὴν ὁμόζυγόν του
τοῦ κόντου ντ᾿ Ἀντζῶ τὴν ἀφεντίαν κι ὅλον του τὸ
κοντᾶτο.
Τὴν δεύτερην γὰρ ἀδελφὴν τοῦ κόντου τὴν θυγάτηρ
ἐπῆρε ὁ ρῆγας τῆς Φραγκίας ὁμόζυγον γυναῖκαν.
Διαβόντα ὀλίγος ὁ καιρός, ὁ ρῆγας τῆς Ἀγγλετέρρας
ἐπῆρεν τὴν τρίτην ἀδελφὴν τῶν δύο ὅπου σὲ λέγω
στεφανικὴν γυναῖκαν του, ρήγαιναν τὴν ἐποῖκε.
[` 417] Κι ἀφότου γὰρ ὑπάντρεψεν ὁ κόντος τῆς Προβέντσας
τὲς θυγατέρες του τὲς τρεῖς, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
διαβὼν ὀλίγος ὁ καιρός, ἀπόθανεν ὁ κόντος
κ᾿ ἐνέμεινεν στὸν τόπον του ἀφέντης κληρονόμος
ὁ μισὶρ Κάρλος ἀδελφὸς τοῦ ρηγὸς τῆς Φραγκίας,
διατὶ εἶχεν τὴν πρώτη ἀδελφὴν ἀπὸ τὲς τρεῖς ἐκεῖνες.
[` 418] Λοιπόν, ἐκεῖνον τὸν καιρὸν κ᾿ ἐκείνους γὰρ τοὺς χρόνους
ὁ Φρεδερίγος βασιλέας, ἐκεῖνος τῆς Ἀλλαμάνιας,
ἀφέντευεν τὴν Σικελίαν ἐκεῖνο τὸ ρηγᾶτο
σὺν τὰ τῆς Πούλιας, σὲ λαλῶ, εἶχεν τὴν ἀφεντίαν.
Τὸν Πάπαν ἐδυνάστευεν, τοῦ ἀπῆρεν τὴν Καμπάνιαν,
τὴν Ρωμανίαν ἀλλὰ δή, τὴν ἀφεντίαν τῆς Ρώμης·
τὸν Πάπαν γὰρ ἐξώρισε κ᾿ ἐμίσσεψε ἐκ τὴν Ρώμην,
στὴν Βενετίαν ἐκατέφυγεν νὰ μὴ τὸν θανατώσῃ.
Ἀπέκει τὸν ἀφώρισεν ὁ Πάπας κ᾿ οἱ Ἐκκλησίες
ἐκεῖνον καὶ τοὺς τόπους του κι ὅπου ἦσαν μετ᾿ ἐκεῖνον.
Καμμία ἐκκλησία οὐκ ἐψάλλετον, ἀλλὰ οὔτε
ἐλειτουργᾶτον,
παιδία οὐκ ἐβαφτίζονταν, νεκροὺς οὐδὲν ἐψάλλαν,
ἀλλὰ ποτὲ ἀντρόγυνον οὐδὲν τοὺς εὐλογοῦσαν.
Πάντα τὸν ἀφωρίζασιν ᾿ς ὅλες τὲς ἐκκλησίες,
εἰς τὰ ρηγᾶτα πανταχοῦ εἰς τὴν χριστιανωσύνην,
στὰ μοναστήρια κ᾿ οἱ ἀρχιερεῖς ὅλης τῆς οἰκουμένης.
Ὁ Φρεδερίγος ὁ βασιλεὺς εἶχεν υἱὸν γὰρ νόθον,
Μαφρόϊ τὸν ὠνομάζασιν, πρίγκιπα τῆς Σαλέρνου·
τῆς Κάπουας καὶ τῶν ἐν αὐτῇ εἶχε τὴν ἀφεντίαν.
Ἀπόθανεν ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὁ Φρεδερίγος
κ᾿ ἐστέψασιν τὸν ρόϊ Μαφρὲ ρῆγαν τῆς Σικελίας,
ὅστις ἀφέντευεν κι αὐτὸς τὰ ἐκράτει κι ὁ πατήρ του
τοὺς τόπους καὶ τὴν ἀφεντίαν, τὰ ἐκράτει καὶ ἐκεῖνος·
τὴν ἐκκλησίαν ἐμούρτευεν ὡς τύραννος ὅπου ἦτον.
[` 419] Καὶ ὡς ἐπέρασεν καιρὸς κἀμπόσος, ὡς εἰκάζω,
τοῦ Πάπα ἐσυγκρότησαν κ᾿ ἐστράφη εἰς τὴν Ρώμην.
Κ᾿ ἔξευρεν καὶ ἐγνώριζεν ὅτι ὁ μισὶρ Κάρλος
ὁ κόντος (ντὲ Ἀντζῶ τὸν ἔλεγαν, ἀφέντην τῆς Προβέντσας,
αὐτάδελφος ἦτον τοῦ ρηγός, ἐκείνου τῆς Φραγκίας),
ἦτον στρατιώτης φοβερός, ἐξάκουστος στὸν κόσμον.
Μὲ τὴν βουλὴν τῶν ἀρχιερέων καὶ τῶν γαρδιναρίων
μαντᾶτα ἀπόστειλε εἰς αὐτόν, ὁμοίως στὸν ἀδελφόν του,
εὐχὴν καὶ παρακάλεσιν κ᾿ ὑπόσχεσες μεγάλες,
ἂν θέλῃ νὰ ἔλθῃ πρὸς αὐτὸν τὴν μάχην νὰ καταπιάσῃ
μετὰ τὸν ρόϊ τὸν Μαφρόϊ (τὸν τύραννον ἐκεῖνον
ὅστις κρατεῖ τῆς ἐκκλησίας τοὺς τόπους καὶ τὰ δίκαια),
νὰ πολεμήσῃ μετ᾿ αὐτόν, νὰ τὸν ἔχῃ ἐξαλείψει·
τοῦ Ἀγίου Πέτρου τὸν θησαυρὸν κι ὅλον του τὸ λογάριν
νὰ τὸ ἔχῃ εἰς ἐξουσίαν του, φουσσᾶτα νὰ ρογέψῃ.
Καὶ τὸν σταυρὸν νὰ ἐπάρουσιν ὅσοι εἰς Χριστὸν πιστεύουν
νὰ ἔλθουν ὅλοι μετ᾿ αὐτὸν ὅσοι εἶναι βαφτισμένοι·
τὸ σκῆπτρον γὰρ τῆς Ἐκκλησίας νὰ τοῦ τὸ παραδώσῃ,
νὰ τὸ ἔχῃ κ᾿ εἰς κληρονομίαν αὐτὸς καὶ τὰ παιδία του,
πῆγαν νὰ τὸν φημίσουσι, τὸ στέμμα νὰ τοῦ βάλουν,
νὰ ἔνι ρῆγας τῆς Σικελίας καὶ τοῦ ρηγάτου Πούλιας.
Κι ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ θαυμαστὸς ἐκεῖνος ὁ ἀντρειωμένος,
ὁ μισὶρ Κάρλος, σὲ λαλῶ, ὁ κόντος τῆς Προβέντσας,
τὸ τοῦ ὑπισχίετον κ᾿ ἔγραφεν ὁ ἁγιώτατος ὁ Πάπας,
οὐδὲν ἠθέλησε ποσῶς τοῦ νὰ τὸ καταπιάσῃ,
λέγας καὶ λογιζόμενος, ὅτι ἂν τὸ καταπιάσῃ,
τὸν ρῆγαν ἐκεῖνον τῆς Φραγκίας, ὅπου ἦτον ἀδελφός του,
ἤθελεν βάλει εἰς ταραχὴν κ᾿ εἰς μάχην γὰρ μεγάλην
μὲ τοὺς Ἀλλαμάνους ἀλλὰ δὴ καὶ μὲ τοὺς Γημπηλίνους·
κ᾿ ἤθελεν ἔχει ἁμαρτία διὰ τὰ φονοκοπεῖα
τῆς μάχης καὶ τοῦ ἐξηλειμοῦ ᾿ς τῶν χριστιανῶν τὸ γένος.
Ἐν τούτῳ ἐξῆλθεν ἡ ὑπόθεσις, ἐτοῦτο ὅπου σὲ γράφω.
[` 420] Ὁ ρῆγας ἐκεῖνος τῆς Φραγκίας ὠρέχτη νὰ ποιήσῃ
χαρὰν καὶ κάλεσμα λαμπρὸν μετὰ τοὺς ἐδικούς του·
τὸν σύγαβρόν του ἐμήνυσεν, τὸν ρῆγαν τῆς Ἀγγλετέρρας,
φιλιτικῶς τοῦ τὸ ἔγραψεν, ἀξιοπαρακαλεῖ τον
νὰ ἔλθῃ μὲ τὴν ρήγαιναν, ἐκείνην τὴν ἀδελφήν του,
εἰς τὸ Παρὶς νὰ ἐσμίξουσιν, νὰ ποιήσουν τὴν χαράν τους.
Κ᾿ ἐκεῖνος τὸ ἐδέξατο ᾿ς εἰλικρινὴν ἀγάπην·
ὀνόστιμον τοῦ ἐφάνηκεν νὰ ἐσμίξουν καὶ χαροῦσιν.
Ἐπῆρε γὰρ τὴν ρήγαινα καλὰ συντροφεμένην
εἰς τὸ Παρὶς ἀπήλθασιν, χαρὰν μεγάλη ἐποῖκαν
στὴν ἕνωσιν ποῦ ἑνώθησαν οἱ ρήγαινες οἱ δύο.
[` 421] Καὶ μίαν ἡμέραν κυριακήν, εἶχον χαρὲς μεγάλες,
οἱ δύο ἀδελφὲς οἱ ρήγαινες ἑνώθησαν ἀλλήλως·
ἡ δεύτερη ἦτον τῆς Φραγκίας κ᾿ ἡ τρίτη τῆς Ἀγγλετέρρας.
Κι ὡσὰν ἐκαθεζόντησαν ᾿ς τῆς ρήγαινας τὴν τσάμπρα,
ἦλθεν κ᾿ ἡ πρώτη ἀδελφή, ἡ κουντέσσα τῆς Προβέντσας,
ὅπου εἶχεν γὰρ τὸ ἰγονικὸν ἐκεῖνο τοῦ πατρός τους.
Τὸ ἰδεῖ την ὅτι ἔρχετον, ἐπροσηκώθησάν της
ἐκάθισαν γὰρ ἑνομοῦ, ὡς τὸ ἔχουν οἱ γυναῖκες.
Κι ὅσον ἐπεριεγίνησαν καθήμεναι ἀλλήλως,
ἡ ρήγαινα γὰρ τῆς Φραγκίας, ὅπου ἦτον ἡ μεσαία της,
λέγει τῆς πρώτης ἀδελφῆς, ὅπου ἦτον ἡ κουντέσσα·
«Οὐ πρέπει σε, καλὴ ἀδελφὴ, νὰ κάθεσαι μετ᾿ ἔμας
ἴσως ὡσὰν ἐμᾶς τὲς δύο ὅπου εἴμεσταν ροΐνες·
εἰς ἄλλην δόξαν καὶ βαθμὸν εἴμεσταν παρὰ ἐσένα».
[` 422] Κι ὡς τὸ ἤκουσεν ἡ εὐγενικὴ ἐκείνη ἡ κουντέσσα,
ἀπὸ πικρίας καὶ ἐντροπῆς ἀπέκει ἐσηκώθη·
εὐθέως ἐπέκει ἐμίσσεψεν, στὸ ὁσπίτι της ἀπῆλθεν,
ἐσέβην εἰς τὴν τσάμπραν της μετὰ πολλῶν δακρύων.
[` 423] Καὶ μετὰ ταῦτα ἀνέφανεν ὁ κόντος τῆς Προβέντσας·
ἐρώτησεν ἀπ᾿ ἔξωθεν τὸ ποῦ ἦτον ἡ κουντέσσα,
κι ὁκάποιος τοῦ ἀπεκρίθηκεν καὶ λέγει του· «Ἀφέντη,
ἐκεῖ ἀπ᾿ ἔσω στὴν τσάμπραν της, λογίζομαι, κοιμᾶται».
[` 424] Ὁ κόντος γὰν ἐλεύτερα ἐσέβηκεν ἀπ᾿ ἔσω·
τὸ νοήσει δὲ ἡ εὐγενικὴ ὅτι ἔρχετον ὁ κόντος,
τὰ ὀμμάτια της ἐσφούγγισεν μετὰ τὸ ἀναπετάριν.
Ὁ κόντος γὰρ ἐγνώρισεν τὰ ὀμμάτια τῆς κουντέσσας
ἀπὸ τὰ δάκρυα τὰ πολλὰ τὸ πῶς ἦσαν πρησμένα,
καὶ λέγει της μετὰ θυμοῦ· «Τί ἔνι τὸ κλαίεις, κουντέσσα;»
κ᾿ ἐκείνη ἠθέλησε νὰ ἀρνηθῇ, νὰ μὴ τὸ φανερώσῃ.
Κ᾿ ἐκεῖνος ὤμοσεν εὐθέως ὅρκον φριχτὸν καὶ εἶπεν·
«Ἐὰν οὐ τὸ εἴπῃς σύντομα ἀλήθεια, τί ἔν᾿ τὸ κλαίεις,
ποιήσει σὲ θέλω τιμωρίαν νὰ κλάψῃς εἰς ἀλήθειαν».
Κ᾿ ἐκείνη φοβιζόμενη εἶπεν του τὴν ἀλήθειαν,
τὸ πῶς ἀπῆλθε διὰ νὰ ἰδῇ τὲς δύο της ἀδελφᾶδες
κ᾿ ἐκάθισεν ὁμοῦ μὲ αὐτὲς διὰ νὰ παραδιαβάσουν·
«καὶ διατ᾿ ὅτι ἐκάθισα ἰσόπυρα μετ᾿ αὖτες,
κι οὐδὲν τὲς ἀκριοετίμησα διατὸ ἤσασιν ροΐνες,
ἡ ἀδελφή μου ἡ ρήγαινα ἐκείνη τῆς Φραγκίας
ἄρξετον τοῦ νὰ μὲ λαλῇ καὶ λέγει πρὸς ἐμέναν·
Οὐ πρέπει σε, καλὴ ἀδελφή, νὰ κάθεσαι μετ᾿ ἔμας
ἰσόπυρα εἰς ἕνα βαθμόν, οὔτε εἰς ἀξίαν ἐτέτοιαν,
διότι ἁρμόζει νὰ ἔχωμεν δόξαν κι ἀξίαν πλειοτέραν,
παρὰ κουντέσσα ἢ δούκισσα ἢ ἄλλη καμμία γυναῖκα.»
Κ᾿ ἐγώ, τὸ ἀκούσει το, εὐτὺς ἐθλίβηκα τοσούτως,
ὅτι ἀπ᾿ τῆς θλίψεως κι ἐντροπῆς ἐμίσσεψα ἀπέκει
κ᾿ ἦλθα ἐδῶ εἰς τὴν τσάμπρα μου καὶ ἔκλαψα εἰς σφόδρα».
[` 425] Ὁ κόντος δὲ τὸ ἀκούσει το, ὅρκον φριχτὸν ἐποῖκεν
καὶ εἶπεν τὴν ἑαυτοῦ γυνήν, ἐκείνην τὴν κουντέσσα·
«Ὀμνύω σε ἐτοῦτο εἰς τὸν Χριστὸν κ᾿ εἰς τὴν ἑαυτοῦ μητέρα,
ποτέ μου νὰ μὴ ἀναπαῶ, μήτε χαρὰν νὰ ἔχω,
ἕως οὗ νὰ ποιήσω νὰ γενῇς ρήγαινα μὲ τὸ στέμμα».
[` 426] Εὐθέως ἐξέβην ἀπ᾿ ἐκεῖ καὶ ἦλθεν εἰς τὸν ρῆγαν,
στὸν ἀδελφόν του, σὲ λαλῶ, τὸν ρῆγαν τῆς Φραγκίας,
ἐκεῖ ὅπου ἐπαραδιάβαζεν μετὰ τὸν σύγαβρόν του,
τὸν ρῆγαν, ὅπου λέγουσιν τῆς Ἀγγλετέρρας ρῆγαν.
Ἐπαίρνει τον εἰς μίαν μερέαν κι ἄρχισε νὰ τοῦ λέγῃ·
«Ἀφέντη ρῆγα κι ἀδελφέ, καλὰ πρέπει νὰ ἐξεύρῃς,
τὸ πῶς ὁ ἅγιος μας ὁ πατήρ, ὁ Πάπας γὰρ τῆς Ρώμης,
διὰ πλείστων καὶ πολλῶν φορῶν ἀπέστειλε εἰς ἐμένα
εὐχὴν καὶ παρακάλεσιν νὰ ἀπέλθω ἐκεῖ εἰς τὴν Ρώμην,
ἂν θέλω εἰς μάχην νὰ πιαστῶ μετὰ τὸν ρόϊ Μαφρόϊ,
νὰ πολεμήσω μετ᾿ αὐτὸν εἰς κάμπον μὲ φουσσᾶτα,
ρῆγαν μὲ στέψῃ Σικελίας, τὸ σκῆπτρον νὰ μὲ δώσῃ,
νὰ εἶμαι γὰρ διαφέστορας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης.
Κ᾿ ἐγὼ ποτὲ οὐκ ἠθέλησα νὰ τὸ ἔχω καταπιάσει,
ὁ Θεὸς τὸ ἐξεύρει, ὡς διὰ ἐσέν, νὰ μὴ σὲ βάλω εἰς μάχην
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

καὶ κόλασιν, νὰ μάχεσαι τὸν ρῆγα Ἀλλαμανίας,
εἶθ᾿ οὕτως καὶ τὸ μέρος του μὲ ὅλους τοὺς Γημπηλίνους.
Λοιπόν, ἀφέντη, ἀρτίως βουλὴ μοῦ ἦλθεν νὰ τὸ ποιήσω·
διοῦ σὲ δέομαι, προσκυνῶ, ὡς ἀφέντην κι ἀδελφό μου,
νὰ ἔχω πρῶτα ὁρισμὸν ἀπὸ τὴν ἀφεντίαν σου
κι ἀπέκει καὶ βοήθειαν, λογάριν καὶ φουσσᾶτα,
νὰ ἀπέλθω γὰρ τιμητικά, ὡς πρέπει τῆς τιμῆς σου».
[`427] Ὁ ρῆγας δὲ τὸ ἀκούσει το, μεγάλως τὸ ἀποδέχτη,
καὶ λέγει οὕτως πρὸς αὐτὸν τὸν ἀδελφόν του ἐκεῖνον·
«Εὐχαριστῶ τὸν Βασιλέα ὅπου ἔπλασε τὸν κόσμον,
ὅταν σὲ ἔδωκεν βουλὴν ἐτοῦτο νὰ ποιήσῃς,
διατὶ ἔνι πρᾶγμα τῆς τιμῆς καὶ σωτηρία τοῦ κόσμου.
Κ᾿ εἰς τοῦτο ἐβγάνω μάρτυρα τὸν Κύριον τῆς Δόξης
τὸ πῶς εἶχα τὴν ὄρεξιν νὰ σὲ τὸ συμβουλέψω,
νὰ τὸ ποιήσῃς μὲ ὄρεξιν καὶ νὰ τὸ καταπιάσῃς,
Καὶ πάλι ἐπροσεγγιζαίνομουν, μὴ πιάσῃ καὶ σκοπήσῃς
ὅτι ἤθελα νὰ λείπεσαι ἀπὸ τὴν συντροφίαν μου.
[`428] Λοιπόν, ἀφῶν σὲ ἔδωκεν τὴν ὄρεξιν ὁ Θέος
κι ὀρέγεσαι ἀπὸ λόγου σου νὰ τὸ ἔχῃς καταπιάσει,
ἔπαρε ἐκ τὸ λογάριν μας ὁμοίως κ᾿ ἐκ τὸν λαόν μας,
φουσσᾶτα ρόγεψε καλὰ νὰ ἔχῃς μετὰ σέναν,
καὶ ὁ Θεὸς καὶ ἡ εὐχὴ τοῦ ἁγιωτάτου ἐκεινοῦ τοῦ πατρός μας
κ᾿ εἶθ᾿ οὕτως κ᾿ ἡ ἐμὴ εὐκὴ ὅπου εἶμαι ἀδελφός σου,
Ο ΚΑΡΟΛΟΣ ΑΝΔΕΓΑΥΪΚΟΣ ΕΙΣ ΙΤΑΛΙΑΝ

νὰ εἶναι εἰς βοήθειαν σου ἔνθα κι ἂν ὑπαγαίνῃς·
ἐπεὶ ἔχω ἐλπίδα εἰς τὸν Θεὸν κ᾿ εἰς τὴν ἁγίαν Θεοτόκον,
στὴν φρόνεσιν κ᾿ εἰς τὴν στρατείαν, ὅπου ἔνι εἰς ἐσένα,
νὰ ποιήσῃς πρᾶγμα τῆς τιμῆς πρῶτα τῆς Ἐκκλησίας
μετὰ ταῦτα ἐμὲν κ᾿ ἐσὲν κι ὁλῶν τῶν ἐδικῶν μας».
[`429] Ὁ κόντος γάρ, ὡς φρὁόνιμος ὅπου ἦτον κ᾿ ἐπιδέξιος,
τὸν ρῆγαν εὐχαρίστησεν ὡς ἀφέντην κι ἀδελφόν του,
καὶ μετὰ ταῦτα ἐδιόρθωσε, ἀπῆρε γὰρ λογάριν,
φουσσᾶτα ἐρρόγεψεν πολλά, ἀνθρώπους παιδεμένους,
καβαλλαρίους γὰρ καὶ πεζοὺς στρατιῶτες ἀντρειωμένους,
τὸν ρῆγα ἀπεχαιρέτησεν, ἀπῆλθεν στὴν Προβέντσαν.
[`430] Τὰ πλευτικά του ἐδιόρθωσεν, ἐσέβηκεν εἰς αὖτα,
καὶ εἰς τὴν Ρώμην ἔσωσεν ἀπέσω εἰς ἕναν μῆναν.
Δώδεκα μίλια εὑρίσκεται ἡ θάλασσα ἐκ τὴν Ρώμην·
κι ἀφότου ἐξέβηκε εἰς τὴν γῆν, ἐβγῆκεν ὁ λαός του·
τὰ ἄλογα καὶ τὰ φαρία καὶ τὲς ἀρματωσίες,
καὶ τὴν φαγοῦραν ἀλλὰ δὴ καὶ τὲς οἰκονομίες,
ὥρισεν κ᾿ ἐφορτώσασιν ᾿ς ἁμάξια καὶ μουλάρια,
κ᾿ ἐκίνησεν κι ἀπέρχετον ὁλόρθα εἰς τὴν Ρώμην.
[`431 Τὸ ἀκούσει ἐτοῦτο ὁ ἁγιώτατος τῆς Ρώμης γὰρ ὁ Πάπας,
ὁ μισὶρ Κάρλος ἔρχετον, ὁ κόντος τῆς Προβέντσας,
μὲ τὰ φουσσᾶτα τὰ λαμπρά, τὸ ἄνθος τῆς Φραγκίας,
ἐσήκωσε τὰς χεῖρας του καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει,
τὸν ἅγιον Πέτρον ἀλλὰ δὴ ὁμοίως τὸν ἅγιον Παῦλον,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

ὅπου τὸν ἐγκαρδιώσασιν νὰ ἔλθῃ εἰς τὴν βοήθειαν
τῆς ἁγιωτάτης Ἐκκλησίας στοὺς τύραννους ἀπάνω·
διατὸ εἶχε ἀρτίως πληροφορίαν κ᾿ εἰς τὸν Θεὸν ἐλπίδα
νὰ λείψουσιν οἱ τυραννίες κ᾿ οἱ ἐχτροὶ τῆς Ἐκκλησίας,
κ᾿ ἐκεῖνος ν᾿ ἀναπαύεται εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς Ρώμης,
[`432] Ἐν τούτῳ ὁ Πάπας ᾿κ τὴν χαρὰν ὅπου εἶχε ἀπὸ τὸν κόντον
καὶ διὰ νὰ δώσῃ προθυμίαν τοῦ κόντου, καθὼς πρέπει,
ἀτός του ἐκαβαλλίκεψεν μὲ τοὺς γαρδιναλίους,
ὁμοίως μὲ τοὺς εὐγενεῖς ἀνθρώπους ἐκ τὴν Ρώμην,
κι ἀπῆλθεν εἰς συναπαντὴν τοῦ κόντου τῆς Προβέντσας·
τιμὴν μεγάλην τοῦ ἔποικεν στὴν ἕνωσιν ἐκείνην.
Κι ἀφότου ἀπεσώσασιν καὶ ἦλθαν εἰς τὴν Ρώμην,
ὁ κατὰ εἷς ἐπέζεψεν εἰς τὴν κατοῦνα ὅπου εἶχεν.
Κι ὅσον ἐκατουνέψασιν, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
ὁ Πάπας γὰρ ἀπέστειλεν πέντε γαρδιναρίους,
μητροπολῖτες τέσσαρους καὶ δώδεκα ἐπισκόπους,
στὸν κόντον τοὺς ἀπόστειλεν ἀξιοπαρακαλῶντα
νὰ ἔλθῃ ἐκεῖ, νὰ τὸν ἰδῇ διὰ καὶ νὰ τοῦ συντύχῃ·
ἐνταῦτα τὸν ἠφέρασιν μετὰ τιμῆς μεγάλης.
[`433] Ὁ Πάπας γὰρ ὁ ἁγιώτατος ἐπροσηκώθηκέν του,
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ, σιμά του τὸν καθίζει·
«Καλῶς ἦλθεν ὁ εὐγενικός, τὸ αἷμα τῆς Φραγκίας,
τῶν χριστιανῶν διαφέστορας, ὁ υἱὸς τῆς Ἐκκλησίας».
Ἄρξετον νὰ τὸν ἐρωτᾷ μαντᾶτα ἀπὸ τὸν ρῆγα,
τὸν ἀδελφόν του, σὲ λαλῶ, ἐκεῖνον τῆς Φραγκίας·
κι ἀφότου ἀφηγήσετον τοῦ ρήγα τὰ μαντᾶτα,
τότε τὸν εὐχαρίστησεν καὶ μυριοεπαινᾷ τον,
διατὶ ἦλθε ἐκεῖ κ᾿ ἐκόπιασεν στῆς Ἐκκλησίας τὴν χρείαν,
τὸ ὅποιον πρᾶγμα θέλει εἶσται τιμὴ καὶ ὄφελός του,
Ο ΚΑΡΟΔΟΣ ΑΝΔΕΓΑΥΪΚΟΣ ΣΤΕΦΕΤΑΙ ΒΑΣΙΛΕΥΣ

τῶν χριστιανῶν ἀνάπαψις κι ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.
Κι ἀφότου ἐσυντύχασιν κ᾿ εἶπαν ὅσον ἠθέλαν,
ὁ κόντος γὰρ ἐστράφηκεν εἰς τὴν κατοῦνα ὅπου εἶχεν.
Καὶ μετὰ ταῦτα ὥρισεν ὁ ἁγιώτατος ὁ Πάπας
κ᾿ ἐκάλεσεν τοὺς ἅπαντας, μικρούς τε καὶ μεγάλους·
κάλεσμα ἔποικεν φοβερὸν καὶ κούρτην γὰρ μεγάλην,
ἐκάλεσεν ἐκεινοὺς ὅπου ἤλθασιν ἐτότε μὲ τὸν κόντον,
ὁμοίως καὶ τοὺς εὐγενικοὺς ἀνθρώπους γὰρ τῆς Ρώμης.
[`434] Στοῦ ἅγιου Πέτρου τὴν ἐκκλησίαν ἐλειτούργησεν ὁ Πάπας·
κι ἀφότου ἐλειτούργησεν κ᾿ ἐξέβη ἀπὸ τὸ βῆμα,
τὸν μισὶρ Κάρλον ἔστεψεν ρῆγαν τῆς Σικελίας
μετὰ χρυσίου τοῦ στέμματος ἀτός του γὰρ ὁ Πάπας·
εὐφήμησάν τον οἱ ἅπαντες, μικροί τε καὶ μεγάλοι.
Κι ἀφότου ἐστέφτη ὁ κόντος ντὲ Ἀντζῶ ρῆγας τῆς Σικελίας,
οὐδὲν ἠθέλησε ποσῶς νὰ χάνῃ τὸν καιρόν του·
ἦλθε στὸν Πάπα, λέγει τον· «Ἀφέντη, πάτερ ἅγιε,
ἐγὼ οὐδὲν ἦλθα ἐδῶ νὰ κάθωμαι ὡς γυναῖκα,
ἀφότου ἐκαταπίασα τὴν μάχην μὲ τὸν ρῆγαν,
αὐτόνον γὰρ τὸν ρόϊ Μαφρὲ καὶ μὲ τοὺς Γημπηλίνους,
ὅπου εἶναι ἐχτροὶ τῆς Ἐκκλησίας κ᾿ εἶναι ἀφωρισμένοι.
Ἐγὼ οὐ καυχῶμαι, οὐ δύνομαι μόνος νὰ πολεμήσω
τοὺς τύραννους καὶ τοὺς ἐχτροὺς ὅλης τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀλλὰ ἀφῶν σὺ καθέζεσαι εἰς τὸ σκαμνὶ τῆς Ρώμης
καὶ ἔποικες διαφέστοραν ἐμὲν τῆς Ἐκκλησίας,
ὅρισε, στεῖλε πανταχοῦ εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα,
ὅσοι πιστεύουν εἰς Χριστὸν καὶ εἶναι στὸν ὁρισμόν σου,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

ὅλοι νὰ σὲ βοηθήσουσιν μὲ τὰ φουσσᾶτα ποῦ ἔχουν,
νὰ πολεμήσῃς τοὺς ἐχτροὺς ποῦ εἶναι τῆς Ἐκκλησίας».
Ἀκούσων τοῦτο ὁ ἁγιώτατος ὁ Πάπας γὰρ τῆς Ρώμης,
ὀνόστιμον τοῦ ἐφάνηκεν τὸ ἐλάλησεν ὁ ρῆγας.
Εὐθέως ὁρίζει, γράφουσι, στέλνει μαντατοφόρους
εἰς τὰ ρηγᾶτα ἀλλὰ δή κ᾿ εἰς ὅλην τὴν Ἰτάλιαν,
εὐχὴν καὶ παρακάλεσιν νὰ ἔλθουν νὰ τοῦ βοηθήσουν
νὰ ἐβγάλῃ ἀπὸ τῆς Ἐκκλησίας τὴν ἀφεντίαν καὶ τόπους
τοὺς τύραννους καὶ ἀσεβεῖς ὅπου τὴν ἐμουρτεῦαν,
[`435] Φουσσᾶτα ἤλθασιν λαμπρὰ ἀπ᾿ ὅλα τὰ ρηγᾶτα,
κ᾿ εἰς τὴν Ἰτάλιαν ἤλθασιν ὅσοι ἦσαν γὰρ Γέλφοι.
Κι ἀφότου ἐσωρεύτησαν ὅλοι ἐκεῖ εἰς τὴν Ρώμην,
ὁ ρῆγας ἐδιεμέρισεν τοῦ καθενὸς τὸ ἀλλάγιν
καὶ ὥρισε τοῦ νὰ ἐξεβοῦν ἀπὸ τὴν πόλιν Ρώμης.
Κ᾿ ἐκεῖνος ἀρματώθηκεν ὡς τοῦ ἔπρεπεν ὡς ρῆγας·
ἀρματωμένος τὰ ἄρματα ἦλθε ἐκεῖ εἰς τὸν Πάπαν,
γονατιστὰ τοῦ ἐζήτησεν νὰ δώσῃ τὴν εὐχήν του.
Κι ὁ Πάπας τὸν εὐλόγησεν καὶ τὸν σταυρὸν τοῦ ἐποῖκεν·
ὥρισεν καὶ ἐθέσαν τον στὸ ἀριστερὸν πλατάριν
τοῦ ἁγίου σταυροῦ τὴν τύπωσιν, νὰ τὸν βαστᾷ μετ᾿ αὖτον·
ὁμοίως καὶ τὰ φουσσᾶτα του, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
τοὺς ἅπαντας εὐλόγησεν, εὐχήθηκεν καὶ εἶπεν·
«Ὅσοι ἀποθάνουν ᾿κ τὸ σπαθὶ εἰς τὸ ταξεῖδι ἐκεῖνο,
νὰ ἔχουν συμπάθειον ᾿κ τὸν Χριστὸν ὁμοίως κ᾿ ἐκ τὸν Πάπα
ἀπὸ ὅσα ἁμαρτήματα ἐποίησαν στὴν ζωήν τους,
ὥσπερ γὰρ νὰ ἀπόθαναν στὰ μέρη τῆς Συρίας
διὰ νὰ ἐξήβαλαν τοῦ Χριστοῦ αὐτὸν τὸν ἅγιον τάφον
ἀπὸ τὰς χεῖρας τῶν ἐθνῶν, τὸ γένος τῶν βαρβάρων».
ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΑΜΦΡΕΔΟΥ ΕΙΣ ΒΕΝΕΒΕΝΤΟΝ

[`436] Κι ἀφότου ἀπῆρε τὴν εὐχὴν ὁ ρῆγας ἐκ τὸν Πάπα, -
οὕτως τὸ ἔποικεν ὁμοίως ἁπάντων τῶν φουσσάτων, -
ἐξέβησαν κι ἀπέρχονταν ὁλόρθα εἰς τὴν Πούλιαν.
[`437] Ὡς τὸ ἔμαθεν ὁ ρόϊ Μαφρὲς αὐνοῦνα τὰ μαντᾶτα,
ὅτι ἔρχετον ἀπάνω του ὁ ρόϊ Κάρλος ἀτός του,
ἀπέστειλεν καὶ ἤλθασιν ἀπὸ τὴν Ἀλλαμάνιαν
φουσσᾶτα πλεῖστα καὶ καλά, ὅλοι ἦσαν ἀντρειωμένοι,
εἶθ᾿ οὕτως ἐκ τὴν Λουμπαρδίαν ὁμοίως κ᾿ ἐκ τὴν Ντουσκάναν,
ὅπου ἦσαν ἐκ τὸ μέρος του, ὅσοι ἦσαν Γημπελῖνοι·
ἐκ τὴν Σικέλιαν ἤλθασιν κ᾿ ἐκεῖνοι τῆς Καλάβριας,
τόσα φουσσᾶτα ἐσώρεψεν, ὅτι ἀριθμὸν οὐκ εἶχαν,
στὰ Μπονιβὰντ ἐστήκετον κι ἀνάμενε τὸν ρῆγαν·
καὶ τόσα τὸν ἀνέμεινε, ὅτι ἔσωσεν κ᾿ ἐκεῖνος.
Ἐκεῖσε ἐπολεμήσασιν μὲ ὅλα τους τὰ φουσσᾶτα·
κι ὡς ἔνι θέλημα Θεοῦ ὅπου ἔχει γὰρ καὶ δίκαιον,
τοῦ δίδει ὁ Θεὸς τὴν εὐτυχίαν, ἐπαίρνει καὶ τὸ νῖκος,
ἐκέρδισε τὸν πόλεμον ὁ μέγας ρόϊ Κάρλος.
[`438] Ἐκεῖ ἐσκοτώθη ὁ ρόϊ Μαφρές, τὸν πόλεμον ἐχάσε,
κι ὅσοι ἐνέμειναν ἀπ᾿ αὐτοῦ, λέγω ἀπὸ τὸν λαόν του,
ὅλοι ἐπροσκυνήσασιν τὸν μέγαν ρόϊ Κάρλον,
κι οὕτως ἐνέμεινεν αὐτὸς μὲ ἀνάπαψιν κ᾿ εἰρήνην
ρῆγας ἀφέντης Σικελίας καὶ τοῦ ρηγάτου Πούλιας.
[`439] Ἐν τούτῳ ἀφίνω νὰ λαλῶ αὐτό τὸ σὲ ἀφηγοῦμαι,
καὶ θέλω πάλε νὰ στραφῶ στὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
νὰ εἰπῶ καὶ νὰ ἀφηγήσωμαι τὲς πρᾶξες, τὲς ἐποῖκεν.
[`440] Ἐδῶ ἄρξομαι νὰ λαλῶ καὶ νὰ σᾶς ἀφηγοῦμαι
Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

περὶ τοῦ πρίγκιπα Μορέως, ἐκείνου τοῦ Γυλιάμου,
τὸ πῶς ἐποίησεν κ᾿ ἔπραξεν εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον,
ὅταν ἐστράφη ὁ εὐγενικὸς τῆς Καρυταίνου ὁ ἀφέντης
ἐκ τὸ ρηγᾶτο Σικελίας ἐκεῖθεν ἐκ τὴν Πούλιαν.
Καθὼς σὲ τὸ ἀφηγήσωμαι ὁπίσω εἰς τὸ βιβλίον μου,
ὅτι τὸν ἐσυμπάθησεν ὁ πρίγκιπας ἀτός του·
τὸν τόπον του τοῦ ἔστρεψεν, ὅπερ ἐκράτει ἀπ᾿ αὖτον
εἰς τρόπον γὰρ καὶ συμφωνίαν, καθὼς τὸ ἐπεριεστῆσαν,
νὰ τὸν κρατῇ εἰς κληρονομίαν μόνη καὶ τοῦ παιδίου του,
ὥσπερ καὶ τοῦ τὸν ἔστρεψεν καὶ πρῶτα εἰς τὸ Νίκλι
ποῦ ἐμάχετον ὁ πρίγκιπας μετὰ τὸν Μέγαν Κύρην.
Ὡς τὸ ἔχει καὶ τὸ συνηθὲς τῆς μάχης ἔνθα ἔνι,
τὰ μὲν καιροὺς κερδαίνουσιν, τὰ δὲ ἔχουν ζημίες,
τὸ ὅποιον πρᾶγμα μὲ ἤθελεν κολάσει γὰρ μεγάλως
ὅλα νὰ σοῦ τὰ ἔγραφα εἰς τοῦτο τὸ βιβλίον.
Ἀλλὰ διὰ τὸ ἐλαφρότερον ἐμέν, ὅπου τὸ γράφω,
κ᾿ ἐσὲν, ὅπου τὸ ἀφκράζεσαι κι ὅπου τὸ ἀναγινώσκεις,
ἐβιάστην κι ἀθολόγησα, ἔγραψα κι ἀφηγοῦμαι
τὲς πρᾶξες καὶ ὑπόθεσες ὅπου καρπὸν βαστοῦσιν.
Ἐν τούτῳ ἄρξομαι ἀπ᾿ ἐδῶ κι ἀφκράζου νὰ μαθαίνῃς.
[`441] Ὁ πρίγκιπος, ὡς τὸ ἤκουσεν κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη
ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΥΤΟΥ ΠΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑ ΚΑΡΟΛΟΝ

τὸ πῶς ὁ ρῆγας Κάρουλος ἐνίκησεν ἐτότε
τὸ ρόϊ Μαφρὲ εἰς πόλεμον, τὴν κεφαλήν του ἐκόψε,
κι ἀπῆρεν του τὴν ἀφεντίαν ὅλου του τοῦ ρηγάτου,
μεγάλως τὸ ἐχάρηκεν, εἰς σφόδρα τὸ ἀποδέχτη,
διατὶ τὸ γένος τῶν Φραγκῶν, ὅπου ἦτον γὰρ κ᾿ ἐκεῖνος,
ἐπλήσιασεν εἰς τὸν Μορέαν, στὴν ἐδικόν του τόπον.
[`442] Ἐν τούτῳ ἐσκόπησεν καλὰ ἔσω στὸν λογισμόν του
καὶ εἶπεν κ᾿ ἐδιακρίσετον οὕτως, ὡσὰν τὸ λέγω·
ὅτι ἀφότου ὁ βασιλέας τῆς Κωνσταντίνου Πόλης
ἐρρίζωσεν εἰς τὸν Μορέαν κ᾿ ἐπλήθυνε ἡ ἀφεντία του,
ποτέ του οὐδὲν τὸν ἤθελεν ἐβγάλει ἀπὸ τὸν τόπον
ἐκεῖνος μόνος μοναχὸς μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν,
ἐὰν οὐκ εἶχε δύναμιν ἀπὸ ἄλλης ἀφεντίας.
Λοιπόν, ἀφότου ὁ Θεὸς ἐπρόσταξεν καὶ ἦλθε
τοῦ ρόϊ Κάρλου ἡ ἀφεντία ἐκεῖ πλησίον στὴν Πούλιαν,
(κι ὁ Θεὸς οὐδὲν τοῦ ἔδωκεν υἱὸν διὰ κληρονόμον
νὰ ἀφήκῃ εἰς τὸν τόπον του ἀφέντην γὰρ δικαῖον του,
ὅταν τοῦ ἔλθῃ θάνατος, στὴν ὥραν τῆς θανῆς του,
μόνι καὶ θηλυκὰ παιδία ἔχει διὰ κληρονόμους),
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

εἰ ἠμπορέση δυνηθῇ συμπεθερίαν ποιήσει
μετὰ τὸν ὑψηλότατον ἐκεῖνον τὸν ρόϊ Κάρλον,
τὴν θυγατέραν, σὲ λαλῶ, τοῦ πρίγκιπος Γουλιάμου,
νὰ ἔπαιρνε διὰ νύφην του αὐτὸς ὁ ρῆγας Κάρλος,
ἤθελεν ἔχει δύναμιν, φουσσᾶτα ἀντρειωμένα,
νὰ ἔβγαλε τὸν βασιλέα ἀπὸ τὸ πριγκιπᾶτο.
[`443] Κι ἀφότου ἐσκόπησεν καλὰ ὁ πρίγκιπας ἀτός του,
ὥρισεν καὶ ἐκράξασιν τοὺς κεφαλᾶδες ὅλους,
ποῦ ἦσαν οἱ φρονιμώτεροι κ᾿ οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του,
κ᾿ εἶπεν τους κι ἀφηγήσετον ἐκείνην τὴν βουλήν του.
Καὶ ὅσον τὸν ἀφκράστησαν, ἐσύντυχαν ἀλλήλως·
πολλὰ ἐδιακρίναν κ᾿ εἴπασιν τὲς ἀφορμὲς καὶ τρόπους
τὸ πῶς ἠμπόρει νὰ γενῇ νὰ πληρωθῇ τὸ πρᾶγμα,
διατὶ ἦτον εὐγενικὸς κ᾿ εἰς πλοῦτος ὑπὲρ φύσιν,
κι ὁ πρίγκιπας ἦτον μικρὸς πρὸς τὴν οὐσίαν ὅπου εἶχε,
πολλάκις μὴ τὸ ἐδέξατο κι οὐ μὴ τὸ ἐκαταδέχτη.
[`444] Λοιπόν, εἰς τοῦτο ἐσύντυχεν ὁ φρονιμώτερός τους,
ὅστις εὑρέθη στὴν βουλὴν τοῦ πρίγκιπος ἐτότε,
τὸν ἔλεγαν κι ὠνόμαζαν μισὶρ Νικόλα ντὲ Σαὶντ Ὀμέρ.
Ἀφέντης ἦτον τῆς Θηβοῦ, γνῶσιν εἶχεν μεγάλην,
καὶ εἶπεν πρὸς τὸν πρίγκιπα, τέτοιαν βουλὴν τοῦ δίδει·
«Εἰ μὲν θέλεις, ἀφέντη μου, ἐτοῦτο νὰ πληρώσῃς,
ἐγὼ τὸ ἐπαίρνω ἀπάνω μου, ἂν κάμῃς τὴν βουλήν μου,
νὰ πληρωθῇ ἡ συμπεθερία μετὰ τὸν ρόϊ Κάρλον.
Ἀλήθεια ἔνι, τὸ ἐξεύρουσιν οἱ πάντες, τὸ ἐγνωρίζουν,
ὁ ἀφέντης ὁ πατέρας σου μετὰ καὶ τοὺς γονεῖς μας,
ὅπου ἐκέρδισαν τὸν Μορέαν, τὸ λέγουν πριγκιπᾶτο,
μὲ τὸ σπαθὶ ἐκερδίσασιν, ὅσον ὑποκρατοῦμε.
ΣΧΕΣΕΙΣ ΑΥΤΟΥ ΠΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑ ΚΑΡΟΛΟΝ

Κι ὁ ἀφέντης καὶ πατέρας σου τὸν τόπον τοῦ Μορέως
οὐδὲν τὸν εἶχε ἀπὸ τινὰν νὰ τὸν κρατῇ ἀπ᾿ ἐκεῖνον·
μόνι ἐκ τὸν Θεὸν κ᾿ ἐκ τὸ σπαθὶ εἶχεν τὴν ἀφεντίαν.
Κι ὅσον ἐμεταστάθηκεν ὁ ἀφέντης καὶ πατήρ του,
κι ἀφέντεψε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ὁ ἀφέντης κι ἀδελφος σου,
κ᾿ ἐκράτησεν τοῦ βασιλέως ἐκείνου τοῦ Ρομπέρτου
τὴν θυγάτηρ του, ὅπου ἔστελνεν τοῦ ρόϊ Ραγγοῦ εἰς γυναῖκα,
κ᾿ ἐνταῦτα εὐλογήθηκεν καθὼς τὸ ἐξεύρομε ὅλοι.
᾿Σ ἀνταμοιβὴν τοῦ βασιλέως, διατὶ ἔσφαλεν πρὸς αὖτον,
νὰ ἔχῃ ἀγάπην μετ᾿ αὐτόν, τὸ πρᾶγμα νὰ πραΰνῃ,
ἐποίησε τὴν συμβίβασιν κ᾿ ἐγίνη ἄνθρωπός του,
ποῦ νὰ κρατῇ τὸν τόπον του ἀπὸ τὸν βασιλέα.
Λοιπόν, καθὼς τὸ ἔποικεν ἐτότε ὁ ἀδελφός σου
κ᾿ ἐγένετον τοῦ βασιλέως ὁ ἄνθρωπός του λίζιος,
οὐδὲν ἠμπόρει ἄλλον κανεῖν ἐκεῖνος νὰ δουλέψῃ,
μόνι κι αὐτὸς ὁλοστινὸς εἰς αὖτον νὰ τὸ ποιήσῃ.
Λοιπόν, ὡσὰν τὸ ἔποικεν διὰ διάφορόν του ἐκεῖνος,
διὰ νὰ πληρώσῃ ὄρεξιν καὶ νὰ ἔχῃ διαφορήσει,
οὕτως τὸ ποίησε καὶ ἀρτίως ἐσὺ εἰς τὸν ρόϊ Κάρλον,
διὰ νὰ πληρώσῃς ὄρεξιν καὶ νὰ ἔχῃς διαφορήσει.
Κ᾿ εἰ μὲν τὸ ποιήσεις, ὡς λαλῶ, ἀπάνω μου τὸ ἐπαίρνω,
ὁ ρῆγας μετὰ προθυμίας μετὰ σὲ συγγενέψει».
[`445] Τὸ ἀκούσει το ὁ πρίγκιπας κ᾿ ἐκεῖνοι τῆς βουλῆς του,
ὅλοι τὸ ἀγαπήσασιν κ᾿ εἰς σφόδρα τὸ ἐπαινέσαν.
Κι ἀφότου ἐδόθη ἡ βουλὴ, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
τὸ πρᾶγμα ἐστερεώθηκεν κ᾿ ἐστάθησαν εἰς αὗτο.
Τὸν ἐπίσκοπον τῆς Ὤλενας μετὰ τὸν μισὶρ Πιέρη
(τὸ ἐπίκλην του ἦτον ντὲ Βάς, οὕτως τὸν ὠνομάζαν,
τὸν ἐκρατοῦσαν φρόνιμον ᾿ς ὅλον τὸν πριγκιπᾶτον),
αὐτοὺς ἐκλέξαν νὰ ἀπελθοῦν στὸν ρῆγα ἀποκρισάροι.
[` 446] Ὠρθώθησαν κ᾿ ἐπέρασαν ὁλόρθα εἰς τὸ Βροντῆσι·
κι ἀφότου ἀποσκάλωσαν, ἄλογα ἀγοράσαν,
ὡδέψασιν κι ἀπήλθασιν ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ ρῆγας.
Τὸν ηὗραν στὴν Ἀνάπολιν κ᾿ ἐπροσκυνήσανέ τον·
πιττάκια τοῦ ἐβασταίνασιν κ᾿ ἐπροσκομίσανέ τα,
τὰ ἐγράφασιν κ᾿ ἐλέγασιν, ὅλα νὰ τοὺς πιστέψῃ,
τὰ θέλουσιν ἀφηγηθῆ κ᾿ ἐκ στόματος λαλήσει.
Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν ὁ ρῆγας τὰ πιττάκια
κ᾿ ἐγνώρισεν τὴν δήλωσιν ὅτι νὰ τοὺς πιστέψῃ,
ὁρίζει ὁ ρῆγας, κράζουν τους εἰς τόπον κατ᾿ ἰδίας,
κι ἄρξετον νὰ τοὺς ἐρωτᾷ τὸ τί θέλουν νὰ εἰποῦσιν.
[` 447] Κ᾿ ἐκεῖνοι, ὡς ἦσαν φρόνιμοι, ἀρχίσαν νὰ τοῦ
λέγουν·
λεπτομερῶς τοῦ εἴπασιν τὸ τί ἠθέλαν ἐκεῖσε,
τὴν ὄρεξιν τοῦ πρίγκιπος, ἂν θέλῃ ὁ Θεὸς κι ὁ ρῆγας
συμπεθερειὸν νὰ ποιήσουσιν, τὸ ἕνα νὰ γενοῦσιν.
Κι ἀφότου ἀφκράστηκεν καλὰ ὁ ρῆγας τὰ τοῦ εἶπαν,
ἀπόκρισιν τοὺς ἔδωκεν· νὰ ἐπάρῃ τὴν βουλὴν του
κ᾿ ἐνταῦτα ποιήσῃ ἀπόκρισιν, ὡς πρέπει καὶ λαχάνει.
[` 448] Ἐνταῦτα ὁ ρῆγας ὥρισε, κράζουν τοὺς
κεφαλᾶδες,
τοὺς πρώτους καὶ καλλιώτερους ὅπου ἦσαν στὴν βουλήν
του·
λεπτῶς τοὺς ἀφηγήσετον τοῦ πρίγκιπος Μορέως,
τὸ τί ἐμήνα κ᾿ ἔγραφεν νὰ ποιήσῃ μετ᾿ ἐκεῖνον.
Κ᾿ ἐνταῦτα ἄρχασαν νὰ λαλοῦν κ᾿ ἐπαίρνουν τὴν βουλήν τους·
κι ἀφότου ἐσυμβουλεύτησαν εἴπασιν καὶ ἐτοῦτο·
νὰ κράξουν κ᾿ ἐρωτήσουσιν τοὺς ἀποκρισαρίους
νὰ μάθωσιν κι ἀκούσωσιν ὅλα τους τὰ κεφάλαια.
[` 449] Ἐν τούτῳ τοὺς ἐκράξασιν, ἄρχασαν κ᾿ ἐρωτοῦν τους,
ὁ πρίγκιπας γὰρ τοῦ Μορέως, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος,
τὸ πῶς κρατεῖ τὸν τόπον του καὶ ποῖον ἀφέντην ἔχει,
καὶ τί τόπος ἔνι ὁ Μορέας καὶ τί ἠμπορεῖ νὰ ἀξιάζῃ;
Ἐνταῦτα ἀποκρίθηκεν αὐτὸς ὁ μισὶρ Πιέρης,
ὅπου ἔξευρεν κ᾿ ἐγνώριζεν τὰ πάντα τοῦ Μορέως,
τὰ πάντα τοῦ ἀφηγήθηκεν ἀπὸ ἀρχῆς εἰς τέλος.
Κι ἀφότου ὁ ρῆγας ἤκουσεν ὡσαύτως κ᾿ ἡ βουλή του
τὸ πριγκιπᾶτο τοῦ Μορέως τὸ τί κρατεῖ κι ἀξιάζει,
ὅλοι τὸν ἐσυμβούλεψαν νὰ πληρωθῇ τὸ πρᾶγμα,
διατὶ εἴδασιν κι ἀπείκασαν ὅτι ἦτον διάφορόν του.
Κ᾿ ἐν τούτῳ ὁ ρῆγας ἔστερξεν νὰ πληρωθῇ ἡ βουλή τους·
κι ἀφότου ὁ ρῆγας ἔστερξεν συμπεθερία νὰ ποιήσῃ
μετὰ τὸν πρίγκιπα Μορέως, ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον,
ἐπίσκοπον ἐδιόρθωσε καὶ δύο φλαμουριαρίους
καὶ ἄλλους δύο καβαλλαρίους ὅπου ἦσαν μετ᾿ ἐκεῖνον,
ἀποκρισάρους νὰ ἀπελθοῦν στὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
νὰ στρέψουσιν ἀπόκρισιν μετὰ τοὺς ἐδικούς του
τὸ θέλημα κι ἀπόκρισιν, τὸ τοῦ μηνᾷ ὁ ρῆγας.
Ἐνταῦτα ἐμισσέψασιν κ᾿ ἦλθαν εἰς τὸ Βροντῆσι·
τὰ πλευτικὰ ηὑρήκασιν, τὰ ἦσαν ὠρθωμένα.
[` 450] Ἐσέβησαν ἀμφότεροι, ἦλθαν εἰς τὴν Κλαρέντσαν,
στὴν Ἀνδραβίδα ηὕρασιν τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον.
Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ὤλενας μετὰ τὸν μισὶρ Πιέρην
τὸν πρίγκηπα ἐλάλησαν καὶ μοναξὰ τὸν εἶπαν
τὰ ὅσα ἐπερίστησαν κ᾿ ἐποίησαν μὲ τὸν ρῆγαν.
Καὶ μετὰ ταῦτα, ἐκράξασιν καὶ τοὺς μαντατοφόρους,
ὅπου ἦλθασιν μετ᾿ ἐκεινοὺς ἀπὸ τὸν ρῆγαν Κάρλον.
Κι ἐνταῦτα ἐσυντύχασιν τὰ εἴχασιν νὰ εἰποῦσιν
ἀπὸ τὸν ρῆγαν Κάρουλον τοῦ πρίγκιπα Μορέως·
τὸ πῶς ἀρέσει τοῦ ρηγός, ὀρέγεται καὶ θέλει
νὰ πληρωθῇ ἡ συμπεθερία στὰς συμφωνίας ἐκείνας,
ὅπου εἴπασιν γὰρ τοῦ ρηγὸς ἐκεῖνοι οἱ ἀποκρισάροι,
τοὺς ἔστειλεν ὁ πρίγκιπας ἐτότε εἰς τὸν ρῆγαν,
ἤγουν νὰ ἐπάρῃ ὁ πρίγκιπας τὴν θυγατέρα ὅπου εἶχεν,
ὅπου ἦτον κληρονόμος του, τὴν ἔλεγαν Ζαμπέα,
νὰ ἀπέλθουν στὴν Ἀνάπολιν, νὰ ἐσμίξουν μὲ τὸν ρῆγαν,
νὰ εὐλογηθοῦσιν τὰ παιδία, νὰ ἐπάρῃ ὁ υἱὸς τοῦ ρῆγα
τὴν θυγατέρα, σὲ λαλῶ, τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου,
καὶ μετὰ ταῦτα ὁ πρίγκιπας νὰ ποιήσῃ καὶ τὸ ὁμάτζιο,
τοῦ νὰ κρατῇ τὸν τόπον του ἀπὸ τὸν ρῆγα Κάρλον.
Κι ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας, μεγάλως τὸ
ἀποδέχτη,
μεγάλως γὰρ ἐτίμησεν, δωρήματα ἐδῶκεν
ἐκείνων ὅπου ἤλθασιν ἀποκρισάροι εἰς αὖτον.
Καὶ ὤρθωσεν κ᾿ ἐστράφησαν ἐκεῖσε εἰς τὸν ρῆγαν
τοῦ νὰ στρέψουν ἀπόκρισιν, νὰ τὸν πληροφορέσουν,
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Μορέως, οἱ συμφωνίες τοῦ ἀρέσουν
κ᾿ οἰκονομᾶται διὰ νὰ ἐλθῇ τὸ πρᾶγμα νὰ πληρώσουν.
Κι ὁ πρίγκιπας ἀπέστειλεν στὸν Εὔριπον εὐθέως,
κ᾿ ἠφέρασίν του κάτεργον καλὰ ἀρματωμένον,
κ᾿ εἰς τὴν Κλαρέντσαν ὤρθωσεν κι ἄλλο τοῦ ἀρματῶσαν.
Οἰκονομήθη ὡς ἔπρεπεν τέτοιου μεγάλου ἀνθρώπου·
ἐσέβην εἰς τὰ κάτεργα μετὰ τὴν θυγατήρ του,
τὴν ὠνομάζασι ἡ Ζαμπέα, μετὰ τὴν φαμελίαν του,
ἐπῆρεν καὶ καβαλλαρίους ὅσους τοῦ ἔκαμναν χρεία,
ἐκ τὴν Κλαρέντσα ἐμίσσεψαν, εἰς τὸ Βροντῆσι ἐσῶσαν.
Κ ἀφότου ἀπεσκάλωσαν ἐκεῖ εἰς τὸ Βροντῆσι,
ἄλογα εὐτὺς ἀγόρασεν καὶ τὴν ὁδὸν ἐπίασεν.
Καὶ οὕτως ἀπεσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὸν ρῆγαν,
ἤγουν εἰς τὴν Ἀνάπολιν ποῦ ἦτον κατοικία του.
[` 452] Ὁ ρῆγας γάρ, ὡς τὸ ἤκουσεν κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη,
ὅτι ἔρχετον ὁ πρίγκιπας ἐκεῖ πλησίον τῆς χώρας,
ἀτός του ἐκαβαλλίκεψεν, ἐξέβη εἰς ἀπαντήν του.
Ἐκεῖ ὅπου τὸν ἀπάντησεν γλυκέα τὸν χαιρετίζει,
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ, ὡδεύασιν οἱ δύο·
τιμὴν μεγάλην τοῦ ἔποικεν, οἱ πάντες τὸ ἐθαυμάσαν.
Καὶ μετ᾿ αὐτὸν ἐπέζεψαν εἰς τοῦ ρηγὸς τὸ ὁσπίτι·
ὥρισεν, ἀππλικέψαν τον τιμητικὰ εἰς τὴν χώραν.
Ἐκάλεσέ τον νὰ γευτῇ ἐπὶ τῆς αὐρίου μετ᾿ αὖτον·
καὶ διὰ τιμὴν τοῦ πρίγκιπος ἐκάλεσεν τοὺς πάντας
ὅλους τοὺς εὐγενικούς, ὅπου ἦσαν εἰς τὴν χώραν.
Κούρτην μεγάλην ἔποικεν, χαρὲς μεγάλες ἦσαν.
[` 453] Καὶ ἀφότου ἐχάρησαν καλὰ ἐκείνην τὴν ἡμέραν,
ὁ κατὰ εἷς ἐδιάβηκεν εἰς τὴν κατούνα ὅπου εἶχεν.
Ἐπὶ τῆς αὐρίου τὸ πρωὶ ὁ πρίγκιπας ἐδιάβη,
στὸν ρῆγαν ἐκατέλαβε νὰ τὸν ἔχῃ συντύχει.
Ὁρίζει ὁ ρῆγας κ᾿ ἤλθασιν ὅλοι του οἱ κοντᾶδες·
ἐκάθισαν εἰς τὴν βουλήν, ἄρξαν νὰ συντυχαίνουν.
Ἐνταῦτα ἤλθασιν ἐκεῖ ἐκεῖνοι οἱ ἀποκρισάροι,
ὅπου ἦσαν εἰς τὸν πρίγκιπα διαβόντα εἰς τὸν Μορέαν
καὶ ἄρξασιν νὰ λέγουσιν νὰ θέλουν ἀφηγᾶσται,
τὸ πῶς ἀπῆλθαν στὸν Μορέαν, στὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
μὲ τοῦ ρηγὸς τὸν ὁρισμὸν διὰ τὴν συμπεθερίαν,
κ᾿ εἰς τί ἀποκατάστησαν κ᾿ εἰς τί ποσὸν ἠφέραν
τὸ πρᾶγμα, τὴν ὑπόθεσιν ἐνῷ ἤσασιν σταλμένοι.
«Λοιπόν, ἀφῶν ἐπρόσταξεν ὁ βασιλέας τῆς Δόξης
κ᾿ ἦλθεν ὁ πρίγκιπας ἐδῶ εἰς τὸ κράτος τῆς βασιλείας σου,
ἐνέμεινεν ἡ ὑπόθεσις ᾿ς ἐσᾶς τοὺς δύο ἀφέντας,
νὰ ποιῆτε κ᾿ ἐκπληρώσετε τὸ πρᾶγμα εἰς τέτοιον
τρόπον,
ὅπου νὰ ἔνι εἰς τιμὴν ἐσᾶς τῶν δύο ἀφέντων,
κ᾿ εἰς δόξαν καὶ ἀνάπαψιν ἐσᾶς καὶ τοῦ λαοῦ σας».
[` 454] Καὶ ὅσον ἀποπλήρωσαν ἐκεῖνοι οἱ ἀποκρισάροι
τὸ ὅσον εἴχασιν νὰ εἰποῦν διὰ τὴν συμπεθερίαν,
ἄρχασεν τότε ὁ πρίγκιπας νὰ λέγῃ κι ἀφηγᾶται
τὴν πρᾶξιν γὰν καὶ τὴν ἀρχήν, τὸ πῶς τὸ πρᾶγμα
ἀρχάστην
καὶ πῶς ἀπὸ τοῦ ὁρισμοῦ καὶ θέλημα τοῦ ρῆγα
ἦλθεν ἐκεῖθεν κ᾿ ἤφερεν μὲ αὐτὸν τὴν θυγατήρ του,
κ᾿ ἦτον νὰ ποιήσῃ ἕτοιμος τὸ ὅσον ἐπεριστῆσαν
οἱ ἀποκρισάροι τοῦ ρηγὸς μὲ αὐτὸν εἰς τὸν Μορέαν,
στὲς συμφωνίες ὅπου ἔποικαν κ᾿ εἰς ὅλα τὰ κεφάλαια.
Κ᾿ ἐνταῦτα ἀποκρίθηκεν ὁ ρῆγας ἀπ᾿ ἀτός του·
ὅτι ὅσον λέγει ὁ πρίγκιπας ἀλήθεια οὕτως ἔνι,
καὶ θέλει γὰρ κι ὀρέγεται νὰ πληρωθῇ τὸ πρᾶγμα,
καθὼς τὸ ἐσυμβίβασαν κι ὡσὰν τὸ ἐπεριεστῆσαν.
[` 455] Κι ἀφότου ἐπληρώσασιν κ᾿ εἴπασιν τὰ κεφάλαια,
ὥρισαν καὶ ἠφέρασιν ἐκεῖσε τὰ παιδιά τους.
Τῆς Ἀνάπολης ὁ ἀρχιερεύς, μητροπολίτης ἔνι,
ἐκεῖνος ἀρρεβώνιασεν ἐτότε τὰ παιδία·
κι ἀφότου ἀρρεβώνιασεν κ᾿ ἐποίησεν τὸν γάμον,
ἐποίησε γὰρ ὁ πρίγκιπας τὸ ὁμάτζιον πρὸς τὸν ρῆγα
τοῦ νὰ κρατῇ τὸν τόπον του ἀπὸ τὸν ρῆγα Κάρλον.
Ἐκδύθη καὶ τὸν τόπον του καὶ τοῦ ρηγὸς τὸν δίδει,
κι ὁ ρῆγας ἐρεβέστισεν ἐνταῦτα τὸν υἱόν του,
ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Λωῒς ἀπὸ τὸ πριγκιπᾶτο·
καὶ ἐκεῖνος τὸ ἔστρεψεν πάλε τοῦ πεθεροῦ του,
νὰ τὸ κρατῇ, νομεύεται ἕως ὅτου ζῇ εἰς τὸν κόσμον.
[` 456] Κι ἀφότου ἐκαταστήσασιν ἐτοῦτα ὅπου σὲ λέγω,
ἄργησε ὁ πρίγκιπας ἐκεῖ ἡμέρας δεκαπέντε
μετὰ τὸν ρῆγαν Κάρουλον· χαρὲς μεγάλες εἶχαν.
Ἐνταῦτα ἦλθαν ἐκ τὸν Μορέαν τοῦ πρίγκιπος μαντᾶτα
τὸ πῶς ἀπὸ τοῦ βασιλέως ἦλθε εἰς Μονοβασίαν
ὁκάποιος του ἕνας ἀνεψίος καὶ ἤφερεν φουσσᾶτα,
Κουμάνους, Τούρκους καὶ Ρωμαίους ἐκ τῆς Νικαίας τὰ μέρη,
κ᾿ ἔχουσιν φόβον στὸν Μορέαν οἱ ἄνθρωποι τοῦ τόπου,
τὸν πρίγκιπα παρακαλοῦν νὰ καταλάβῃ ἐκεῖσε.
Ἀκούσων ταῦτα ὁ πρίγκιπας, ἀπῆγεν εἰς τὸν ρῆγαν
καὶ εἶπεν του λειπομερῶς ἐκεῖνα τὰ μαντᾶτα,
κ᾿ ἐζήτησέ του ἀπολογίαν ν᾿ ἀπέλθῃ στὸν Μορέαν
διὰ συμμαχίαν καὶ δύναμιν τοῦ τόπου καὶ λαοῦ του·
εἰς τὰ κάστρη του νὰ ἀπελθῇ διὰ νὰ τὰ σωταρχίσῃ.
Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν, εἶπε ὅτι καλὸν ἦτον
νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὸν τόπον του διὰ νὰ τὸν συμμαχήσῃ,
κι ἀπὸ τοὺς ἀντιδίκους του νὰ τὸν ἔχῃ φυλάξει.
Ἐν τούτῳ ἀπῆρε ὁ πρίγκιπας ἀπολογίαν ᾿κ τὸν ρῆγαν·
[` 457] σπουδαίως ἐκαβαλλίκεψεν, ἔσωσε εἰς τὸ Βροντῆσι,
ηὗρεν νὰ κάτεργα ἕτοιμα, ἐσέβηκεν ἀπέσω,
εἰς δύο ἡμέρας ἔσωσεν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κλαρέντσα
κι ἀπέκει ἐκαβαλλίκεψεν κ᾿ ἦλθεν στὴν Ἀνδραβίδαν.
Τὸ ἀκούσει το οἱ ἅπαντες τοῦ τόπου τοῦ Μορέως,
τὸ πῶς ἦλθεν ὁ πρίγκιπας, ἐχάρησαν μεγάλως·
θάρσος ἐπῆραν δυνατὸν ἀπάνω εἰς τοὺς ἐχτρούς τους.
[` 458] Καταπαντόθεν ἔστειλεν γραφὲς τῶν κιβιτάνων
νὰ ἔχουν μεγάλην φύλαξιν ὅλοι μὲ τὸν λαόν τους,
ἐπεὶ κ᾿ ἐκεῖνος ἔρχετον διὰ νὰ τοὺς συμμαχήσῃ,
τὰ κάστρη νὰ σωταρχίσουσι καὶ τὸν λαὸν σωρέψουν,
νὰ στήκουν καὶ φυλάττουσιν τὸν τόπον καὶ τὲς ἄκρες.
[` 459] Καὶ ὅσον ἀναπαύτηκεν κἄν τέσσαρες ἡμέρες,
τῶν κεφαλάδων ἔγραψεν καὶ τῶν καβαλλαρίων,
κ᾿ ἦλθαν ἐκεῖσε εἰς αὐτὸν κ᾿ εὐθέως καβαλλικεύουν.
Ἐπῆρε τους κ᾿ ἐδιάβησαν ἀπὸ τὰ κάστρη ὅλα
καὶ ὤρθωσε νὰ ἔχουσιν φύλαξες κατὰ τόπον,
ὡς νὰ διαφυλάττωνται ἀπὲ τοὺς ἀντιδίκους.
[` 460] Ἐν τούτῳ παύω ἐδῶ μικρὸν νὰ γράφω καὶ νὰ λέγω
ἀπὸ τὸν πρίγκιπα Μορέως ἐκεῖνον τὸν Γυλιάμον
καὶ θέλω νὰ ἀφηγήσωμαι ἀπὸ τὸν ρῆγαν Κάρλον,
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικεν, τὸ σπλάχνος ὅπου ἐδεῖξεν
ἐτότε πρὸς τὸν πρίγκιπα ἐκεῖνον τοῦ Μορέως.
[` 461] Ὁ ρῆγας ὡς πανφρόνιμος, οὗτος ὁ ρόϊ Κάρλος,
ἀπὲ τὸ σπλάχνος τὸ πολύ, τὴν ζέσιν ὅπου εἶχεν
πρὸς τὸν αὐτοῦ συμπέθερον τὸν πρίγκιπαν Γουλιάμον,
κι ὡς ἦτον καὶ παιδευτικὸς τῆς μάχης τῶν φουσσάτων,
ἀφότου ἐξέβη ὁ πρίγκιπας κ᾿ ἐμίσσεψεν ἀπ᾿ αὖτον,
ἐσκόπησεν, ἐλόγιασεν ὅτι ἀφότου ὁ βασιλέας
ἀπέστειλεν εἰς τὸν Μορέαν φουσσᾶτα ἐδικά του
νὰ μάχωνται τὸν πρίγκιπα ποῦ ἔνι συμπέθερός του,
τοῦ πρίγκιπα κάμει ἤθελεν χρεία νὰ εἶχεν συμμαχίαν
ἀπὸ φουσσᾶτα καὶ λαὸν τὸν τόπον του φυλάξει.
Ἐν τούτῳ ὁρίζει κ᾿ ἔκραξαν ἕναν του καβαλλάρην,
ὅπου ἦτον παιδευτικὸς στρατιώτης, εἰς τὰς μάχας·
μισὶρ Γγαλερὰν τὸν ἔλεγαν, ντὲ Βρῆ εἶχε τὸ ἐπίκλη.
Λέγει του· «Θέλω νὰ ἀπελθῇς ἐκεῖσε εἰς τὸν Μορέαν
εἰς συμμαχίαν τοῦ πρίγκιπος, ὅπου ἔν᾿ συμπέθερός μου,
μὲ ρογατόρους ἑκατὸν ἀπάνω εἰς τὰ φαρία τους
καὶ διακοσίους ὁμοίως πεζοὺς ὅλοι ἐκλεκτοὶ κ᾿ ἐκεῖνοι,
νὰ εἶναι οἱ ἑκατὸν τζαγράτοροι κ᾿ οἱ ἄλλοι σκουταρᾶτοι.
Κι ὁρίζω νὰ εἶναι ἐξαμηναῖον ὅλοι τους πληρωμένοι,
νὰ εἶσαι ἐσὺ ἀπάνω τους μπάϊλος καὶ καπετάνος·
κ᾿ οἰκονομήσου παρευτὺς κ᾿ ὑπάγαινε σπουδαίως.
Τὰ πλευτικὰ εἶναι ἕτοιμα ἐκεῖσε εἰς τὸ Βροντῆσι,
καὶ σέβα εἰς ταῦτα, ὑπάγαινε σπουδαίως εἰς τὸν Μορέαν,
εἰς συμμαχίαν τοῦ πρίγκιπος, πολλὰ μὲ τὸν χαιρέτα,
κ᾿ εἰπές του ἀπὸ τὸ μέρος μου, ἂν χρήζῃ πλέον φουσσᾶτα,
ἂς ἔχω εἴδησιν μικρὴν κ᾿ εὐθέως νὰ τοῦ ἀποστείλω».
Ὁ καβαλλάρης παρευτύς, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
οἰκονομήθη ἕτοιμα, ὡς τὸ ὥριζεν ὁ ρῆγας.
Ἐξέβη ἀπ᾿ τὴν Ἀνάπολιν, ἦλθεν εἰς τὸ Βροντῆσι·
ἐκεῖ ηὗρεν τὰ πλευτικὰ ἕτοιμα ἐσέβη εἰς αὖτα ἀπέσω,
κ᾿ εἰς τὴν Κλαρέντσαν ἔσωσεν ἀπέσω εἰς τρεῖς ἡμέρες.
Ὁ πρίγκιπας εὑρέθηκεν ἐτότε εἰς τὸ Βληζῆρι.
Μισὶρ Γγαλερὰν τοῦ ἀπέστειλεν μαντατοφόρους ἕξι·
σιργέντες ἦσαν τέσσαροι κ᾿ οἱ δύο ἦσαν καβαλλάροι,
κ᾿ ἐμήνα του λεπτομερῶς τὸ πῶς ἦλθεν ᾿κ τὴν Πούλιαν
μὲ τοῦ ρηγὸς τὸν ὁρισμόν, μὲ τὸ φουσσᾶτο ὅπου ἔχει
εἰς συμμαχίαν τοῦ πρίγκιπος νὰ ποιήσῃ τὸν ὁρισμόν του.
Κι ὅταν ἔμαθε ὁ πρίγκιπας τὸ ἔλθημον τοῦ μπάϊλου
ἐκείνου τοῦ μισὶρ Γκαλερᾶ, ὅπου ἦλθε ἀπὸ τὸν ρῆγαν
καὶ ἤφερεν καὶ μετ᾿ αὐτοῦ τὸ ἔκλαμπρον φουσσᾶτο,
καβαλλαρίους γὰρ καὶ πεζούς, καθὼς σὲ τὸ ἀφηγοῦμαι,
πολλὰ τοῦ ἐφάνη ὀνόστιμον, ἐχάρην το μεγάλως·
καὶ διὰ νὰ ποιήσῃ γὰρ τιμὴν τοῦ μπάϊλου διὰ τὸν ρῆγαν,
εὐθέως ἐκαβαλλίκεψεν μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν,
κι ἀπῆλθε ὁλόρθα πρὸς αὐτὸν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κλαρέντζα.
Καὶ πάλι ὁ μισὶρ Γγαλεράνς, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
τὸ ἀκούσει καὶ μάθει ὅτι ἔρχετον ὁ πρίγκιπας πρὸς αὖτον,
εὐθέως ἐκαβαλλίκεψε μετὰ τὴν συντροφίαν του,
ἀρματωμένοι εἰς τὰ ἄλογα, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι,
καὶ ἦλθαν εἰς συναπαντὴν τοῦ πρίγκιπος Γυλιάμου
στὸν ποταμὸν τοῦ Ἠλειακοῦ, στὴν Κρίβησκαν τὸ λέγουν.
Ἐκεῖ ἐσυναπαντήθησαν ἐχάρησαν ἀλλήλως·
ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Γγαλερὰνς τὸν πρίγκιπα ἐχαιρέτα
ἐκ τὸ ἰμοιράδι τοῦ ρηγὸς καὶ εἶπεν πρὸς ἐκεῖνον·
«Ὁ ρῆγας μὲ ἔστειλεν ἐδῶ, πολλὰ σὲ χαιρετίζει,
ἐτοῦτον ὅλον τὸν λαὸν μετὰ μὲ σὲ ἀποστέλνει
εἰς συμμαχίαν τοῦ τόπου σου, βοήθειαν διὰ τὴν μάχην
ὅπου ἔχεις μὲ τὸν βασιλέαν αὐτόνων τῶν Ρωμαίων.
Καὶ πάλι ἂν χρήζῃς πλεότερον, μήνα του νὰ σὲ στείλῃ».
Κι ὁ πρίγκιπας ὡς φρόνιμος εὐχαριστᾷ τὸν ρῆγαν,
στὴν συμμαχίαν, τὴν ἔστειλεν, ὁμοίως καὶ βοήθειαν.
Ἀφότου γὰρ ἀπέσωσαν κ᾿ οἱ δύο εἰς τὴν Κλαρέντζαν,
ὥρισεν ὁ πρίγκιπας ἄλογα νὰ ἔχουν εὕρει,
τὰ λέγουσιν παρίππια, νὰ δώσουν τῶν ρογατόρων
πρὸς ἕνα γὰρ τοῦ καθενὸς διὰ νὰ τοὺς ἀναπεύουν,
τοῦ νὰ βαστοῦν τὰ ροῦχα τους καὶ τὲς ἀρματωσίες τους.
Κι ἀφότου οἰκονόμησεν ὁ πρίγκιπας τοὺς Φράγκους,
ὅπου ἦλθαν εἰς βοήθειαν του, τοὺς ἔστειλεν ὁ ρῆγας,
βουλὴν ἀπῆρεν μ᾿ ἐκεινοὺς ὅπου ἦσαν τῆς βουλῆς του,
τὸ ποίαν ὁδὸν νὰ πιάσουσιν κι εἰς ποῖον μέρος νὰ
ἀπέλθουν
εἰς τοὺς ἐχτροὺς ὅπου ἔχουσιν, τὸ γένος τῶν Ρωμαίων.
Κι ἀφῶν ἐπῆραν τὴν βουλήν, ἐμίσσεψαν ἐνταῦτα
στὸ παρεπόταμον τοῦ Ἀλφέως, ἐκεῖσε ἀπεσῶσαν·
τὰ λέγουσιν στὴν Ἴσοβαν· ἦλθαν οἱ κιβιτάνοι
μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἴχασιν, ὁμοίως κ᾿ οἱ φλαμουριάροι·
διὰ μῆνες δύο ὡρίστησαν νὰ ἔχουν τὸ ψωμί τους,
κ᾿ ἐκεῖ βουλὴν ἀπήρασιν τὸ ποῦ νὰ φουσσατέψουν.
[` 462] Ἐν τούτῳ ἐσυμβουλεύτησαν νὰ ἀπέλθουν εἰς τὸ
Νίκλι,
εἰς τέτοιον νοῦν γὰρ καὶ σκοπὸν διατὸ ἔνι ἁπλὴς ὁ τόπος
διὰ νὰ ἔχουν τὰ φουσσᾶτα τους ἀνάπαψιν κι ἀππλίκην
καὶ νὰ πλησιάσουν τῶν Ρωμαίων εἰς τὰ φουσσᾶτα ὅπου
ἔχουν,
πολλάκις νὰ ἠθελήσουσιν νὰ ἔχουν φουσσατέψει·
κ᾿ εἰ μὲν ἐλθοῦν εἰς ὄρεξιν τοῦ νὰ ἔχουσιν μαδίσει,
ὁ πρίγκιπας ἐλόγιαζεν εἰς τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔχει,
κ᾿ εἰς τὴν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ βοήθειαν νὰ τοῦ δώσῃ,
ἀπάνω γὰρ εἰς τοὺς Ρωμαίους τὸ νῖκος νὰ τὸ ἐπάρῃ.
Κ᾿ εἰ μὲν εὐδόκησε ὁ Χριστὸς νὰ τοῦ ἔδωκεν τὸ νῖκος,
πολλὰ ἐλαφρὰ νὰ ἐκέρδισε ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο.
[` 463] Ἐνταῦτα ἐκαβαλλίκεψαν, ἐχώρισαν τὰ ἀλλάγια,
ἐξέβησαν κ᾿ τὴν Ἴσοβαν, ἐσῶσαν τὴν ἑσπέραν
ἐκεῖσε στὴν Καρύταινα, εἰς τὸ λαμπρὸν τὸ κάστρον.
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ὡς ἔμαθεν ἐνταῦτα
ὅτι ἔρχετον ὁ πρίγκιπας μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν,
ἐκεῖ ἐκ τὸ παρεπόταμον ἀνέβαινεν πρὸς αὖτον.
Εὐθέως ἐκαβαλλίκεψεν μετὰ τοὺς ἐδικούς του
καὶ ἦλθεν εἰς συναπαντὴν τοῦ πρίγκιπα Μορέως.
Καὶ πάλε ἀπὸ τὴν Ἄκοβαν ἦλθε ὁ μισὶρ Γατιέρης,
ὁ ἀφέντης τοῦ κάστρου ἐκεινοῦ, μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου
εἶχεν·
ἐκεῖσε εἰς τὴν Καρύταιναν ἑνώθησαν ἀλλήλως·
ἐγνώμιασαν τοῦ καθενὸς τὸ τί φουσσᾶτα εἶχεν,
καὶ ηὕρασιν ὅτι εἴχασιν οἱ δύο ἐκεῖνοι φλαμουριάροι,
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας κ᾿ ἐκεῖνος τῆς Ἀκόβου,
ἀνθρώπους εἰς τὰ ἄλογα, καλὰ ἑκατὸν πενῆντα,
ὅπου ἦσαν ὅλοι ἐκλεκτοί, στρατιῶτες παιδεμένοι·
διακοσίους εἴχασιν πεζούς, ὅλους ἀρματωμένους.
[` 464] Κι ἀφότου ἐκατουνέψασιν στὸν κάμπον τῆς
Καρυταίνου
ἐκεῖ εἰς τὸ παρεπόταμον, στὰ πανώραια λιβάδια,
ὥρισεν γὰρ ὁ πρίγκιπας, κράζουν τοὺς κεφαλᾶδες,
τὸν ἀφέντην τῆς Καρύταινας κ᾿ ἐκεῖνον τῆς Ἀκόβου
ὡσαύτως καὶ τοὺς ἕτερους, τοὺς πρώτους τοῦ φουσσάτου.
Βουλὴν ἐζήτησε ὁλονῶν τὸ ποῦ τὸν συμβουλεύουν
νὰ ἀπέλθουν τὰ φουσσᾶτα του ἀπάνω εἰς τοὺς ἐχτρούς του.
Ἐνταῦτα πρῶτο ἐλάλησεν ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
καὶ δεύτερον ἀπὸ αὐτοῦ ὁ ἀφέντης τῆς Ἀκόβου,
καὶ εἶπαν κ᾿ ἐσυμβούλεψαν νὰ ἀπέλθουν εἰς τὸ Νίκλι
οὕτως καθὼς τὸ εἴχασιν συμβουλευτῆ εἰς τὸ πρῶτον.
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας λέγει τῶν κεφαλάδων·
ὅτι ἔξευρεν κ᾿ ἐγνώριζεν τὴν κεφαλὴν ἐκείνην,
ὅπου εἶχεν γὰρ ὁ βασιλέας ἀπάνω εἰς τὸν λαόν του,
ὅτι ἦτον ἀλαζονικὸς κ᾿ εἶχεν μεγάλην δόξαν
κ᾿ ἔπαρσιν στὰ φουσσᾶτα του, τὰ εἶχεν μετ᾿ ἐκεῖνον·
«Πολλὰ γουργὸ νὰ ὀρεχτῇ νὰ ἐλθῇ νὰ πολεμήσῃ
ὅπου νὰ τὸν ζητήσωμεν, εἰς κάμπον ἢ εἰς βουνία.
Κι ἂν δώσῃ ὁ Θεὸς καὶ τὸ ριζικόν, καὶ προθυμήσῃ εἰς
τοῦτο,
νὰ πολεμήσωμε ἑνομοῦ καὶ λάβωμεν τὸ νῖκος,
ἐπαίρνομε ὅλον τὸν Μορέαν ἐκ τῶν Ρωμαίων τὰς
χεῖρας».
[` 465] Ἐνταῦτα ἐδιορθώσασιν, ἐχώρισαν τὰ ἀλλάγια,
ὠρθῶσαν τὰ φουσσᾶτα τους, πρῶτα τοὺς κουρσατόρους,
ἐσέβησαν στὸν Γαρδαλεβόν, τὴν Τσακωνίαν κουρσεύουν,
διατὶ ἦσαν ροβολέψοντα μετὰ τὸν βασιλέα·
κοῦρσον μεγάλον ἔποικαν, ἀριφνισμὸν οὐκ εἶχεν.
Ἡμέρες πέντε ἐκούρσευαν ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα,
καὶ μετὰ ταῦτα ἐστράφησαν ἐκεῖσε εἰς τὸ Νίκλι.
[` 466] Κ᾿ ἡ κεφαλὴ τοῦ βασιλέως μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν
ἦτον στὴν Λακοδαιμονίαν, ποτὲ ἀπ᾿ ἐκεῖ οὐκ ἐξέβη.
Κι ἂν μὲ ἐρωτήσῃ ὁκάποιος, διὰ τί τρόπον τὸ ἐποῖκεν;
ἐγώ τοῦ ἀποκρένομαι· διατὶ ὁρισμὸν τὸ εἶχεν,
τὸν ὥρισεν ὁ βασιλέας ἀτός του ὁ κὺρ Μιχάλης,
ἀφότου ἐγίνη ὁ πόλεμος ἐκεῖνος τῆς Πρινίτσας,
ποτὲ Ρωμαῖοι μὴ ἐσμίξουσιν εἰς κάμπον νὰ πολεμήσουν
μὲ Φράγκους γὰρ εἰς τὸν Μορέαν, διὰ τρόπον τι τοῦ
κόσμου·
κι ἀπέκει τοῦ Μακρυπλαγίου ὁ δεύτερος ἐκεῖνος.
Τὸ ὤμοσεν ὁ βασιλεὺς κι οὕτως τὸ ἐπροφωνέθη·
εἰς τοῦ Μορέως τὴν περιοχήν, εἰς κάμπον, μὲ κοντάρια,
ποτὲ Ρωμαῖοι μὴ ἐσμίξουσιν μὲ Φράγκους νὰ πολεμήσουν,
ἐπεὶ ἀφότου ἐκέρδισαν τριακόσιοι μόνοι Φράγκοι
τὸν ἀδελφὸν τοῦ βασιλέως, ὅπου εἶχε ἕξι χιλιάδες
λαὸν ἀπάνω εἰς τὰ ἄλογα ἄνευ τὰ πεζικά του.
Ἂν ηὗραν ἄλλοι πλειότεροι Φράγκοι Ρωμαίους εἰς τὸν κάμπον,
ποτέ του πλεῖον ὁ βασιλέας οὐκ εἶχεν τὸν Μορέαν.
Εἰς τὸ βουνὶν τοὺς ὥρισεν νὰ στήκουν οἱ Ρωμαῖοι,
τὸν τόπον νὰ φυλάσσουσιν ὅλοι μὲ τὰ δοξάρια·
κι ὅταν εὕρουσιν τὸν καιρόν, μὲ μηχανίαν, μὲ τρόπον,
καὶ ἔχουν τὴν προτίμησιν, νὰ πολεμοῦν τοὺς Φράγκους.
[` 467] Κι ἀφότου ἄκουσε ὁ πρίγκιπας τὸν ὁρισμὸν ἐκεῖνον,
κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του διὰ νὰ τὸν συμβουλέψουν.
Κ᾿ οἱ μὲν ἀπ᾿ αὔτους εἴπασιν, τέτοιαν βουλὴν τοῦ ἐδῶκαν·
νὰ ἐπάρῃ τὰ φουσσᾶτα του, νὰ ἀπέλθῃ ὁλόρθα ἐκεῖσε,
ὅπου ἦτον τοῦ βασιλέως ἡ κεφαλή, στὴν Λακκοδαιμονίαν,
νὰ πολεμήσῃ μετ᾿ αὐτόν, νὰ τὸν καταδικάσῃ.
Οἱ δὲ ἄλλοι οἱ φρονιμώτεροι ὅπου ἐξεῦραν τὸν τρόπον,
οὐδὲν τὸ ἐστεργήθησαν νὰ τὸ ποιήσουν οὕτως,
λέγας· ὅτι τὸ διάστημα ὅπου ἔνι ἀπὸ τὸ Νίκλι
μέχρι εἰς τὴν Λακκοδαιμονίαν ἔνι δασώδης τόπος,
βουνία καὶ στενολάγγαδα, ὅπερ βολὴ δοξώτων
νὰ στήκουν καὶ δοξεύουσιν ἐμᾶς καὶ τ᾿ ἄλογά μας,
κ᾿ ἡμεῖς νὰ μὴ δυνώμεθεν ἐβλάψωμεν ἐκείνους.
[` 468] Ἐνταῦτα κράζει ὁ πρίγκιπας μισὶρ Γγαλερὰν ἐκεῖνον,
τὸν ἀφέντην τῆς Καρύταινας κ᾿ ἐκεῖνον τῆς Ἀκόβου,
ὡσαύτως καὶ τοὺς ἕτερους ὅλους τοὺς κεφαλᾶδες·
βουλὴν ἐζήτησε νὰ εἰποῦν τὸ πῶς νὰ ἔχουν πράξει.
Ἐν τούτῳ εἴπασιν τινὲς νὰ στήκουν εἰς τὸ Νίκλι,
νὰ κατακλείσουν τοὺς Ρωμαίους στοῦ Μηζηθρᾶ τὰ μέρη
νὰ μὴ ἔχουν πόθεν ἐξεβῆ, τοὺς τόπους νὰ ζημιώνουν·
καὶ νὰ κρατοῦν τὰ διάβατα, τὸν τόπον νὰ φυλάττουν,
νὰ μὴ περάσῃ ἡ κεφαλὴ τοῦ βασιλέως ἐκείνη,
νὰ ποιήσῃ τίποτε ζημίαν εἰς τῶν Σκορτῶν τὰ μέρη,
οὔτε στὸ Ἄργος ἀλλὰ δή, οὔτε στὴν Μεσαρέαν·
ἐπεὶ ἂν μισσέψουν ἀπ᾿ ἐκεῖ κι ἀφήσουσιν τὸν τόπον
ἀπόσκεπον κι ἀφύλαχτον, θέλουν ἔλθει οἱ Ρωμαῖοι
καὶ δράμει καὶ κουρσεύοντα τοὺς τόπους ἐρημώσουν.
[` 469] Στὸ τέλος γὰρ ὁ πρίγκιπας κ᾿ οἱ φρονιμώτεροί τους
οὐδὲ τὸ ἐσυμβιβάστησαν οὕτως νὰ τὸ ποιήσουν,
λέγας διὰ τὸν μισὶρ Γγαλερὰν καὶ διὰ τοὺς ρογατόρους,
διατὶ οὐκ ηὑρίσκασιν τροφὴν δι᾿ αὐτοὺς καὶ τὰ ἄλογά τους,
νὰ εὑρίσκουν, νὰ ἀγοράζουσιν, ὡς τὸ ἔχουν τὰ φουσσᾶτα.
[` 470] Ἐν τούτῳ ὁρίζει ὁ πρίγκιπας τὸ Νίκλι νὰ σωταρχίσουν
ἀπὸ ὅλα γὰρ τὰ πράγματα ὅπου εἶχεν χρεία τὸ κάστρον·
τὸν μισὶρ Ντζὰ ντὲ Νιβηλὲτ ἄφηκεν κιβιτᾶνον
μὲ ἑκατὸν ἀπάνω εἰς τὰ ἄλογα νὰ στήκουσιν μετ᾿ αὖτον
καὶ τζαγρατόρους ἑκατὸν κ᾿ ἑκατὸν σκουταράτους,
δοξαρατόρους τριακοσίους νὰ στήκουσιν μὲ ἐκεῖνον
τοῦ νὰ διατρέχουν τοῦ Νικλίου τὰ μέρη καὶ τοὺς κάμπους,
καὶ μέχρι εἰς τὴν Βελίγοστην καὶ τοῦ Χελμοῦ τὰ μέρη,
νὰ μὴ περάσῃ ἐκ τοὺς Ρωμαίους διὰ κοῦρσον ἢ διὰ μάχην,
διὰ νὰ ποιήσουσιν ζημίαν εἰς τῶν Φραγκῶν τοὺς τόπους.
Κι ἀφότου ἀπεκατέστησεν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
τὴν γαρνιζοῦν καὶ φύλαξιν τοῦ μέρους τοῦ Ἀμυκλίου,
ἐπῆρεν τὰ φουσσᾶτα του κ᾿ εἰς τὴν Καρύταινα ἦλθεν
κι ἀπέκει ἀπηλογίασεν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα.
Ἐδιάβησαν οἱ Καλαματιανοὶ κ᾿ ἐκεῖνοι γὰρ τοῦ Ἄργου,
ὁ ἀφέντης γὰρ τῆς Μεσαρέας, ἐκεῖνος τοῦ Ἀκόβου,
ὡσαύτως δὲ καὶ οἱ Σκορτινοί, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι·
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας μετὰ τὴν φαμελίαν του
ἐδιάβη μὲ τὸν πρίγκιπα ὁμοῦ μετὰ τὸν μπάϊλον,
ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Γγαλερὰν ὅπου ἦτον διὰ τὸν ρῆγαν·
εἰς τὸν Μορέαν ἐδιέβησαν ὁλόρθα εἰς τὴν Κλαρέντσαν.
[` 471] Κι ἀφότου ἀποσώσασιν κ᾿ ἐπιάσασιν κατοῦνες,
ὥρισεν γὰρ ὁ πρίγκιπας, κράζουν τὸν λογοθέτην,
ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Λινὰρτ ὅπου ἦτον ἐκ τὴν Πούλιαν,
τὸν ἀφέντην τῆς Καρύταινας καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους·
«Εἴδατε σπλάχνος καὶ τιμήν, τὴν μ᾿ ἔποικεν ὁ ρῆγας
κ᾿ ἔστειλε τὸν μισὶρ Γγαλερὰν μετὰ τοῦ ρογατόρου
εἰς συμμαχίαν, βοήθειαν ὅλου τοῦ πριγκιπάτου.
Ἐν τούτῳ λέγω πρὸς ἐσᾶς· Δότε με τὴν βουλήν σας
τὸ τί τιμὴν κ᾿ εὐεργεσίαν νὰ ποιήσωμεν πρὸς αὖτον,
ἐπεὶ εἴδατε ὀφθαλμοφανῶς ὅτι διὰ τὸν λαὸν αὐτοῦνον
ἐδιάβημαν γυρεύοντα τοῦ νὰ ἔχωμεν μαδίσει
μὲ τὸν λαὸν τοῦ βασιλέως καὶ μὲ τὴν κεφαλήν του».
[` 472] Κι ἀφότου ἐσυμβουλεύτηκεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος
τὸ τί τιμὴν κ᾿ εὐεργεσίαν νὰ ποιήσῃ πρὸς ἐκεῖνον
(διὰ τὴν τιμὴν γὰρ τοῦ ρηγὸς ἐλόγιασέ το πλεῖον),
ἐν τούτῳ κράζει πρὸς αὐτὸν μισὶρ Γγαλερὰν ἐκεῖνον
καὶ λέγει του προφαντικὰ ἐνώπιον πάντων ὅλων·
«Ἐσὲν ἀπέστειλεν ἐδῶ ὁ ἀφέντης μου ὁ ρῆγας
μὲ τὸν λαὸν ὅπου ἤφερες διὰ συμμαχίαν τοῦ τόπου·
τὸ ὅποιον πρᾶγμα ἐδέχτηκα εἰς δόξαν μου μεγάλην,
᾿ς εὐεργεσίαν, βοήθειαν ἐμὲν καὶ τοῦ λαοῦ μου.
Ἐν τούτῳ θέλω φίλε μου, ἀξιοπαρακαλῶ σε,
δι᾿ ἀνταμοιβὴν γὰρ τῆς τιμῆς, τὴν μὲ ἔποικεν ὁ ρῆγας,
νὰ παραλάβῃς ἀπὸ ἐμὲν τ᾿ ὀφφίκιον τοῦ μπαλιάτου,
νὰ εἶσαι μπάϊλος κύβερνος ὅλου τοῦ πριγκιπάτου
ἐκ μέρους πρῶτον τοῦ ρηγὸς καὶ δεύτερον ἀπὸ ἐμέναν,
νὰ κυβερνᾷς τὸν τόπον μας ὁλοῦ τοῦ πριγκιπάτου
εἰς αὔξησίν τε καὶ τιμὴν ἐμᾶς κ᾿ ἐσὲν ὁμοίως».
Ἀκούσων ταῦτα ὁ μισὶρ Γγαλερὰνς ἤθελεν πρὸς τὸν νοῦν του
νὰ ποιήσῃ πρὸς τὸν πρίγκιπα ἀπόκρισιν ἐτέτοιαν,
τὸ πῶς γὰρ οὐκ ἐδύνετον ἐτοῦτο νὰ ποιήσῃ,
σκοπῶντα, λογιζόμενος διὰ νὰ στραφῇ εἰς τὴν Πούλιαν.
Καὶ πάλε ἐσκόπησε μικρὸν καὶ εἶπεν πρὸς τὸν νοῦν του·
ὅτι ἀφότου ὁ πρίγκιπας τὸν βάνει διὰ τὸν ρῆγαν,
διὰ μπάϊλον εἰς τὸν τόπον του, τιμὴ του ἔνι μεγάλη,
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα. «Στὸν ὁρισμόν σου, ἀφέντη,
νὰ ποιήσω ὅσον μὲ λαλεῖς στὴν δύναμίν μου ὅλην».
[` 473] Ἐνταῦτα εὐθέως ὁ πρίγκιπας ἐπαίρνει τὸ
χερόρτι,
τὸν μισὶρ Γγαλερᾶν ἐρρεβέστισε διὰ μπάιλον τοῦ πριγκιπάτου,
καὶ ἦτον μπάϊλος στὴν ζωὴν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου.
[` 474] Ἐν τούτῳ παύομαι ἐδῶ ἐτοῦτο ὅπου
ἀφηγοῦμαι
καὶ θέλω νὰ σᾶς ἔχω εἰπεῖ περὶ τοῦ ρόϊ Κάρλου.
τὸν πόλεμον τὸν ἔποικεν μετὰ τὸν Κουραδῖνον,
τὸν ἀνηψίον, σὲ λαλῶ, βασιλέως Φερδερίγου
ὁμοίως καὶ ἐξάδελφος τοῦ ρόϊ Μαφρὲ ἐκείνου.
[` 475] Ἀφότου γὰρ ἐκέρδισεν ὁ μέγας ρόΐ Κάρλος
τῆς Πούλιας καὶ τῆς Σικελίας ἐκεῖνα τὰ ρηγᾶτα,
κ᾿ ἐσκότωσεν στὸν πόλεμον τὸν ρόϊ Μαφρόϊ ἐκεῖνον,
ἐκράτει τὰ ρηγᾶτα του μὲ ἀνάπαψιν κ᾿ εἰρήνην.
Ὁκάποιος μέγας εὐγενὴς ἀπὸ τὴν Ἀλαμάνιαν,
τὸν ὠνομάζαν Κουραδήν, ἐνῷ ἦτον ἀνεψίος
τοῦ Φρεδερίγου βασιλέως κ᾿ ἐξάδελφος ὁμοίως
ἐκείνου γὰρ τοῦ ρόϊ Μαφρὲ ὅπου σᾶς ἀφηγοῦμαι,
ὡς ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν καὶ ἐπληροφορέθη
τὸ πῶς ὁ ρῆγας Κάρουλος μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν
εἰς κάμπον ἐπολέμησε μὲ τὸν ἐξάδελφόν του,
τὸν ρόϊ Μαφρὲ ἐνίκησεν, τὴν ἀφεντίαν ἀπῆρεν,
ὠρέχτη κι ἀναγκάστηκεν ἀπὸ τοὺς ἐδικούς του
νὰ φουσσατέψῃ νὰ ἐλθῇ ἐκεῖσε εἰς τὴν Πούλιαν,
νὰ πολεμήσῃ ἑνομοῦ μετὰ τὸν ρόϊ Κάρλον·
πολλάκις νὰ τοῦ δώσῃ ὁ Θεός, ἂν λάχῃ νὰ ἐκδικήσῃ
ἐκεῖνον γὰρ τὸν ρόϊ Μαφρὲ ὅπου ἦτο ἐξάδελφός του.
Ἐνταῦτα ἐπεριεπάτησεν ὅλην τὴν Ἀλαμάνιαν,
ὅλους ἐπαρακάλεσε τοὺς ἀρχηγοὺς κι ἀφέντες,
οἵτινες ἀφεντεύασι τότε τὴν Ἀλαμάνιαν,
νὰ τοῦ βοηθήσουν καὶ νὰ ἐλθοῦν μετ᾿ αὖτον εἰς τὴν
Πούλιαν,
νὰ πολεμήσουν ἑνομοῦ μετὰ τὸν ρόϊ Κάρλον,
νὰ ἐκδικήσουσιν ὁμοῦ τὸν ρόϊ Μαφρόϊ ἐκεῖνον.
Ὅλοι γὰρ τοῦ ἐπισχήθησαν νὰ τοῦ ἔχουσιν βοηθήσει·
ἄλλοι λαὸν τοῦ ἐδώκασιν, ἄλλοι μετ᾿ αὖτον ἦλθαν.
Ἐσώρεψεν πολὺν λαόν, πεζοὺς καὶ καβαλλάριους,
ἐξέβη ἀπὸ τὸν τόπον του ἐκεῖ ἐκ τὴν Ἀλαμάνιαν
καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Λουμπαρδίαν ποῦ ηὗρε τοὺς Γυμπελίνους,
τοὺς τύραννες τῆς Ἐκκλησίας ὅπου εἶναι ἐχτροὶ τοῦ
Πάπα,
ὅλους ἐπαρακάλεσεν καὶ ἤλθασιν μετ᾿ αὖτον,
μὲ προθυμίαν καὶ ὄρεξιν μετ᾿ αὖτον νὰ ἀποθάνουν.
Τοὺς Ἀλαμάνους εἴχασιν κάλλιον παρὰ τοὺς Φράγκους
τόσα φουσσᾶτα ἐσώρεψεν, ἀριφνισμὸν οὐκ εἶχαν.
Κι ἀφότου ἐσυνάχτησαν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα,
ἐχώρισεν τὰ ἀλλάγια του, χώρια τὰ πεζικά του,
ἐξέβη ἀπὸ τὴν Λουμπαρδίαν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν Πούλιαν.
Ἐνταῦτα παύομαι ἀπ᾿ ἐδῶ νὰ γράφω καὶ νὰ λέγω
περὶ τοῦ Ἀλαμάνου ἐκεινοῦ, τοῦ ἐξάκουστου στρατιώτου,
τοῦ Κουραδίνου, σὲ λαλῶ, ὅπου ἦτον ἀνεψίος
τοῦ Φρεδερίγου βασιλέως, τοῦ ἐχτροῦ τῆς Ἐκκλησίας,
καὶ θέλω πάλε νὰ στραφῶ καὶ νὰ σᾶς ἀφηγήσω
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικεν ὁ μέγας ρόϊ Κάρλος,
ὅταν ἤκουσεν κ᾿ ἔμαθεν ἐκεῖνα τὰ μαντᾶτα
ὅτι ἔρχετον ὁ Κουραδὴς διὰ νὰ τὸν πολεμήσῃ.
Ὡς ἤκουσεν ὁ ἐξάκουστος ὁ μέγας ρόϊ Κάρλος
τὸ πῶς ἐπεριεσώρευεν ὁ Κουραδὴς ἐκεῖνος
φουσσᾶτα, νὰ ἔλθῃ ἀπάνω του διὰ νὰ τὸν πολεμήσῃ·
ὡς ἦτον γὰρ παφρόνιμος στρατιώτης, εἰς τὰ πάντα,
οὐδὲν ἐγίνη ἄμελος νὰ τὸν καταφρονήσῃ.
Γοργὸν σπουδαίως ἀπέστειλεν ἐκεῖ εἰς τὸν ἀδελφόν του,
ὅπου ἦτον ρῆγας τῆς Φραγκίας διὰ νὰ τοῦ ἔχῃ βοηθήσει
φουσσᾶτα ἀπὸ τὸν τόπον του, παιδευτικοὺς στρατιῶτες,
νὰ τοῦ βοηθήσουν εἰς τὴν χρείαν τῆς μάχης ὅπου εἶχεν.
Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσε, κράζει τὸν ἀδελφόν του,
τὸν κόντον ντὲ Ἀρτόϊ, λέγει τον ἐκεῖνα τὰ μαντᾶτα
καὶ ὥρισέν τον παρευτὺς νὰ ἐπάρῃ δύο χιλιάδες
καβαλλαρίους εἰς τὰ ἄλογα ἐκ τὸ ἄνθος τῆς Φραγκίας,
νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὴν συμμαχίαν ἐκεινοῦ τοῦ ἀδελφοῦ τους,
τοῦ ρόϊ Κάρλου τοῦ ἐξάκουστου ἐκεῖσε εἰς τὴν Πούλιαν.
Μετὰ ταῦτα ἀπέστειλεν ἐκεῖνος ὁ ρόϊ Κάρλος
ἐκεῖσε εἰς τὸν τόπον του ἐνῷ ἦτον ἡ Προβέντσα
ἑξῆντα κάτεργα ἤλθασιν, καράβια καὶ ταρίδες,
ὅπου ἐβασταῖναν τὸν λαὸν ὁμοίως καὶ τὰ ἄλογά τους,
τὴν σωταρχίαν καὶ τὴν τροφὴν ἐκείνου τοῦ φουσσάτου.
Ἀπαύτου πάλε ὁ ἁγιώτατος ὁ Πάπας γὰρ τῆς Ρώμης,
ὡς ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν ἐκεῖνα τὰ μαντᾶτα,
ὅτι ἔρχετον ὁ Κουραδὴς μὲ πλῆθος γὰρ φουσσάτων
ἀπάνω εἰς τῆς Ἐκκλησίας τοὺς τόπους καὶ τὲς χῶρες,
τὸν ρῆγαν Κάρλον ἔκραξε καὶ λέγει του· «Υἱέ μου,
ἀφότου γὰρ ἐμάθαμεν κ᾿ ἐξεύρομε εἰς ἀλήθειαν
ὅτι ἔρχεται ὁ Κουραδὴς στὴν Ἐκκλησίαν ἀπάνω,
ἐγὼ σὲ δίδω ἐξουσίαν νὰ ἐπάρῃς ᾿κ τὸ λογάριν
τοῦ ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀπόστολου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρώμης
ὅσον κελεύεις κι ὀρέγεσαι, ὅλο ἔν᾿ στὸ θέλημά σου·
καὶ ρόγεψε φουσσᾶτα σου ὅσα ἠμπορεῖς νὰ εὕρῃς
καὶ φύλαξον τῆς Ἐκκλησίας τὰ δίκαια καὶ τὸν τόπον».
Κι ὁ ρῆγας, ὡς παμφρόνιμος, εὐχαριστᾷ τὸν Πάπαν·
χαμαὶ τὸν ἐπροσκύνησε κι ὁ Πάπας τοῦ εὐχήθη.
Καὶ μετὰ ταῦτα ὁ ἁγιώτατος ὁ Πάπας γὰρ τῆς Ρώμης
ὥρισεν καὶ ἐγράψασιν εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα,
ἀπόστειλε γαρδιναρίους καὶ ἀρχιερεῖς, ὡσαύτως
εὐχὴν καὶ παρακάλεσιν, νὰ τοῦ ἔχουσιν βοηθήσει
ὅλοι, φουσσᾶτα καὶ λαὸν νὰ τοῦ ἔχουν ἀποστείλει,
εἰς τοῦ ρηγὸς τοῦ Κάρλου τε τὴν συντροφίαν νὰ ἔλθουν,
ὅστις βαστᾷ τὸ φλάμουρον, τῆς Ἐκκλησίας τὸ σκῆπτρον·
νὰ τοῦ βοηθήσουν ἑνομοῦ τοῦ νὰ ἔχουσι φυλάξει
τοὺς τόπους καὶ τὰ δίκαια τῆς Ἐκκλησίας Ρώμης.
Εὐχήν, συμπάθειον νὰ ἔχουσιν ἀπὲ ὅσα ἁμαρτέψαν
ἀφότου ἐγεννήθησαν κ᾿ ἐκείνην τὴν ἡμέραν,
ὥσπερ γὰρ νὰ ἀπήλθασιν εἰς τοῦ Χριστοῦ τὸν τάφον
νὰ ἐπολεμῆσαν τοὺς ἐχτρούς, τὸ γένος τῶν βαρβάρων.
Ὅλοι τοῦ ἀποστείλασιν ἀπὸ ὅλα τὰ ρηγᾶτα
φουσσᾶτα πλεῖστα καὶ καλά, πεζοὺς κ᾿ εἰς τὰ ἄλογά του.
Ὁ ρῆγας πάλε ἀπόστειλεν, αὐτὸς ὁ μέγας Κάρλος,
στὸ πριγκιπᾶτο τοῦ Μορέως, στὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
παρακαλῶντα φιλικῶς νὰ ἔλθῃ νὰ τοῦ βοηθήσῃ
μὲ τὸν λαὸν τοῦ τόπου του, μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν.
Κ᾿ ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας, ἐθλίβην τὸ μαντᾶτο,
διατὸ ἐφοβήθην δυνατὰ ὡς διὰ τὸν Κουραδῖνον,
διατὸ ἄκουσεν τὴν δύναμιν ὅτι εἶχεν πολλὰ φουσσᾶτα·
πολλάκις κ᾿ ἔλθῃ ἀπὸ ἁμαρτίας καὶ ἔλθῃ αὐτοῦ τὸ νῖκος,
καὶ χάσῃ ὁ ρῆγας Κάρουλος τὴν ἀφεντίαν τῆς Πούλιας.
Ὅμως, τὸ ἀκούσει ὁ πρίγκιπας ἐκεῖνο τὸ μαντᾶτο,
ἀπέστειλε εἰς τοῦ βασιλέως τὴν κεφαλὴν ὅπου εἶχεν
ἐκεῖσε γὰρ εἰς τὸν Μορέαν, ὅπου ἦτον γὰρ δικαῖος του.
Τρέβαν ἐποίησε μετ᾿ αὐτόν, ἀγάπην διὰ ἕναν χρόνον
διὰ νὰ ἐνεμείνῃ ὁ τόπος του ᾿ς ἀνάπαψιν κ᾿ εἰρήνην.
Μετὰ ταῦτα γὰρ ἐδιόρθωσε νὰ ἐπάρῃ μετ᾿ ἐκεῖνον
τοὺς πρώτους καὶ καλλιώτερους, τὸ ἄνθος τοῦ Μορέως.
Ἐν πρώτοις ἀπῆρεν μετ᾿ αὐτὸν τὸν ἀφέντην τῆς Καρυταίνου·
ὁμοίως ἐπῆρε μετ᾿ αὐτὸν τὸν ἀφέντην τῆς Ἀκόβου,
τὸν μέγαν τὸν κοντόσταυλον τὸν Τσιαντεροῦν ἐκεῖνον,
τὸν μισὲρ Ντζεφρὲ ντὲ Ντουρνᾶ κι ἄλλους καβαλλαρίους,
εἰς ἀριθμὸν τετρακοσίων ἀπάνω εἰς τὰ φαριά τους.
Οὐδὲν ἐποῖκαν ἄργηταν· ἀπὸ τὸ Δεσποτᾶτο
ἐπέρασαν κ᾿ ἐδιάβησαν ὁλόρθα στὸ Βροντῆσι·
ὅσα ἄλογα τοῦ ἐλείπασιν ηὕρηκαν κι ἀγοράσαν·
κ᾿ ἐνταῦτα ἐκαβαλλίκεψαν κι ὡδήγεψαν τοσούτως,
ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΔΙΝΟΥ

στὸ Μπονιβὰντ ἀπέσωσεν, ἐκεῖ ηὗρεν τὸν ρῆγαν.
Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη,
ὅτι ἔρχετον ὁ πρίγκιπας, ἐξέβη εἰς ἀπαντήν του·
γλυκέα τὸν ἐχαιρέτησεν, ἀσπάστησαν ἀλλήλως,
ἀπὸ τὸ χέρι τὸν κρατεῖ τὸν πρίγκιπαν ὁ ρῆγας.
Τὸ ἰδεῖ τὸν ἔμορφον λαὸν ὅπου ἤφερεν μετ᾿ αὖτον,
πολλὰ τὸν εὐχαρίστησεν κ᾿ ἐχάρησαν ἀλλήλως.
Ἐνταῦτα τὸν ἐσύντυχεν κ᾿ ἐπληροφόρεσέ τον,
τὸ πῶς ἦλθεν ὁ Κουραδὴς κ᾿ ἐσέβην εἰς τὴν Πούλιαν
μὲ δύναμιν πολλοῦ λαοῦ ὅπου εἶχεν μετ᾿ ἐκεῖνον.
[`476] Κατερωτῶντα ἔρχετον, γυρεύοντα τὸν ρῆγαν,
καὶ τόσα τὸν ἐγύρεψεν, ἐπλήσιασεν μετ᾿ αὖτον.
Κι ἀφότου ἐπλησιάσασιν τὰ δύο φουσσᾶτα ἐκεῖνα,
ὁ πρίγκιπας (ὅπου ἔξευρεν τῆς Ρωμανίας τὴν μάχην,
τὲς μηχανίες καὶ πονηρίες ὅπου ἔχουν οἱ Ρωμαῖοι
κ᾿ οἱ Τοῦρκοι, ποῦ τοὺς ἔμαθαν νὰ ἐξεύρουσιν τῆς μάχης),
κράζει μετ᾿ αὖτον ἐκεινοὺς ὅπου ἤθελεν κι ἀγάπα·
ὅλοι ἐκαβαλλίκεψαν, μετ᾿ αὐτὸν ὑπαγαίνουν,
ὡδήγεψαν κ᾿ ἐδιέβησαν ἄνω εἰς βουνὶν ἀπάνω
διὰ νὰ ἐγνωμιάσουν καὶ νὰ ἰδοῦν καὶ νὰ κατασκοπήσουν
τοῦ Κουραδίνου τὸν λαὸν καὶ τί φουσσᾶτα εἶχεν.
Κι ἀφότου τοὺς ἐγνώμιασεν, μεγάλως τὸ θαυμάστη·
Ο ΓΟΥΛΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

καὶ κράζει τοὺς καβαλλαρίους ὅπου ἦσαν μετ᾿ ἐκεῖνον
καὶ λέγει τους· «Συντρόφοι μου, ἐλᾶτε ἐδῶ νὰ ἰδῆτε·
φουσσᾶτα ἐβλέπω φοβερά, πλεῖστα καὶ ἀντρειωμένα·
ἐγὼ ἐγνωμιάζω, νὰ ἔχουσιν διπλὰ παρὰ τὸν ρῆγαν».
[`477] Ἐνταῦτα ἀπῆρε, ἐστράφηκεν ὀπίσω εἰς τὸ φουσσᾶτο,
κι ἀφότου ἀποσώσασιν, ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος
κράζει τὸν ρῆγαν μοναξὰ καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον·
«Ἔξευρε, ἀφέντε μου καλέ, ἐγὼ πληροφορῶ σε
ὅτι ἐγὼ ἀπέρχομαι ὅπου εἶδα τὰ φουσσᾶτα,
τὴν δύναμιν καὶ τὸν λαὸν ὅπου ἔχει ὁ Κουραδῖνος,
διὰ νὰ ἐγνωμιάσω καὶ νὰ ἰδῶ τὸ τί φουσσᾶτα ἔχει.
Οὐδὲν ἀπῆγα μοναξὸς νὰ μὲ κατηγορήσῃς·
στρατιῶτες εἶχα μετ᾿ ἐμέν, ἀνθρώπους παιδεμένους.
Κι ὡς εἴδαμε εἰς πληροφορίαν, καθὼς τὸ ἐγνωμιάσαν,
λογίζω νὰ ἔχῃ ὁ Κουραδὴς εἰς τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶδον
διπλὰ φουσσᾶτα παρὰ ἐμᾶς· λαὸς λαμπρὸς μοῦ ἐφάνη.
Ἐν τούτῳ λέγω, ἀφέντη μου κ᾿ ἐσὲν οὐδὲν λανθάνει,
ὅτι οἱ Ἀλαμᾶνοι εὑρίσκονται σήμερον εἰς τὸν κόσμον
ἕνας λαὸς ἀκέφαλος, ὅλοι θεληματάροι·
κι ὅταν ἐλθοῦν εἰς πόλεμον διὰ νὰ ἔχουν πολεμήσει,
καμμίαν ὁρμὴν οὐκ ἔχουσιν, πρᾶξιν καλῶν στρατιώτων·
οὕτως ἔρχονται εἰς πόλεμον ὡσὰν παραπαρμένοι.
Λοιπόν, λέγω σε, ἀφέντη μου, ἂν θέλῃ ἡ βασιλεία σου
μηδὲν τοὺς πολεμήσωμεν ὡς πολεμοῦν οἱ Φράγκοι
καὶ χάσωμεν τὸν πόλεμον, ὅτι πλειότεροί μας εἶναι·
ἀλλὰ ἂς τοὺς πολεμήσωμεν μὲ μηχανίαν καὶ φρόνα
ὡς πολεμοῦν εἰς Ρωμανίαν οἱ Τοῦρκοι κ᾿ οἱ Ρωμαῖοι.
Κ᾿ εἰ μὲν τὸ ποιήσομε ὡς λαλῶ, ἐγὼ εἰς Θεὸν ἐλπίζω,
καὶ εἰς τὸ δίκαιον ποῦ ἔχομεν, νὰ μᾶς ἔλθῃ τὸ νῖκος».
ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΔΙΝΟΥ

[`478] Κι ὁ ρῆγας, ὡς παμφρόνιμος στρατιώτης ὅπου ἦτον,
τὸν πρίγκιπαν ἐλάλησεν, οὕτως τοῦ ἀπεκρίθη·
«Γίνωσκε, πρίγκιπα ἀδελφέ, φίλε καὶ συγγενῆ μου,
οὐκ ἔνι πρᾶγμα σήμερον εἰς τὸν παρόντα κόσμον,
ἢ φρόνεσις ἢ μηχανία, καμμία ἐπιδεξιωσύνη,
τοῦ νὰ μηδὲν τὴν ἔποικα εἰς τὸν ἐχτρόν μου ἐπάνω,
μόνι νὰ τὸν ἐνίκησα νὰ ἐπῆρα τὴν ἀφεντίαν του.
Λοιπόν, καλέ μου συγγενῆ, ὡς φρόνιμος ὅπου εἶσαι
ἀφότου ἐπαιδεύτηκες στῆς Ρωμανίας τὶς μάχες,
νὰ ἐξεύρεις καὶ τὲς μηχανίες ὅπου ἔχουσιν οἱ Τοῦρκοι,
ἐδῶ ἔχεις τὰ φουσσᾶτα μας κι ὡς θέλεις, διόρθωσέ τα».
Ἐνταῦτα τοῦ ἀπεκρίθηκεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος.
[`479] «Ἀφέντη, ἀφῶν ὀρέγεσαι κι ὁρίζεις νὰ τὸ ποιήσω,
νὰ πράξωμε μὲ φρόνεσιν καὶ μὲ τὲς μηχανίες,
ἄκουσον πρῶτα νὰ σὲ εἰπῶ τὴν πρᾶξιν ὅπου λέγω,
κ᾿ εἰ μὲν σὲ φαίνει ἀρεστόν, οὕτως νὰ τὸ διορθώσω».
Ἐνταῦτα ἄρξετον νὰ λαλῇ καὶ νὰ τοῦ ἀφηγᾶται,
τὸ πῶς οἱ Τοῦρκοι κ᾿ οἱ Ρωμαῖοι οὐδὲν εἶναι στρατιῶτες
νὰ πολεμοῦν εἰς πρόσωπον ὡσὰν ἐμεῖς οἱ Φράγκοι,
διατὸ ἔχουν πονηρίαν καὶ πολεμοῦν μὲ τέχνην·
«Κι ἀφότου ὁρίζεις νὰ γενῇ νὰ πράξωμε ὡς τὸ λέγω,
νὰ σὲ διδάξω καὶ νὰ εἰπῶ τὸ πῶς θέλομεν πράξει.
[`480] Ὁ τόπος ἐτοῦτος ὅπου εἴμεστεν ἔνι κλαστώδης τόπος
κι οὐδὲν ἔνι διὰ πόλεμον κάμπος πλατύς, καθάριος,
ὡς πολεμοῦν εἰς τὴν Φραγκίαν κ᾿ εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα.
Διὰ τοῦτο ἂς χωρίσωμεν ἀπὸ ὅλα μας τὰ ἀλλάγια
λαφροὺς ἀνθρώπους, φρόνιμους, στρατιῶτες παιδεμένους,
καὶ νὰ ἔχουν ἄλογα ἐλαφρὰ νὰ διώξουν καὶ νὰ φύγουν,
Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

ἀλλάγια τρία ἢ τέσσαρα νὰ τοὺς ἔχωμεν χωρίσει,
νὰ τοὺς ὀρθώσωμεν νὰ ὑπάουν ἐκεῖ εἰς τοὺς Ἀλαμάνους,
νὰ δείξουν ὅτι θέλουσιν τοῦ νὰ ἔχουν πολεμήσει.
[`481] Κ᾿ ἐκεῖνοι, ὡς εἶναι πρόθυμοι πολλὰ εἰς τὸν πόλεμόν τους,
ἐξεύρω, μετὰ προθυμίας θέλουν ἔλθει πρὸς αὔτους.
Κ᾿ ἐτοῦτοι, ἂν εἶναι φρόνιμοι, ἂν τοὺς ἀφοῦν νὰ ἔλθουν,
καὶ τὸ πλησιάσει εἰς αὐτούς, ἂς δείξουν ὅτι φεύγουν·
κ᾿ ἐνταῦτα ἂς ἔρχωνται ὀρθὰ ἐκεῖσε εἰς τὰς κατοῦνας.
[`482] Καὶ τὸ ἀποσώσει ἐκεῖ πλησίον, μηδὲν σεβοῦν ἀπέσω·
ἄς πιλαλήσουν κι ἂς διαβοῦν ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος
καὶ πάντα ἂς εἶναι μαζωτά, μὴ πιάσῃ καὶ σκορπίσουν.
Κ᾿ ἐγὼ ἐγνωρίζω καθαρὰ οὕτως τοὺς Ἀλαμάνους
καὶ τοὺς Λουμπάρδους ἀλλὰ δή, ὁμοίως τοὺς ρογατόρους,
ὅτι τὸ ἰδεῖ τὲς τέντες μας, τὲς φορεσίες, τὰ ροῦχα,
καὶ τὰ λαμπρὰ τὰ πράγματα, τὰ ἔχουν οἱ κατοῦνες,
ν᾿ ἀφήκουσιν νὰ διώχνουσιν ἐκεῖνον τὸν λαόν μας
κ᾿ εἰς τὲς κατοῦνες νὰ σεβοῦν, τὰ ροῦχα μας ἐπαίρνει.
Κ᾿ ἡμεῖς οἱ δύο, ἀφέντη μου, ἂς χωριστοῦμε εἰς δύο
μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔχομεν, νὰ χωριστοῦν τὰ ἀλλάγια,
νὰ βάλωμεν τὰ ἐγκρύμματα εἰς ἐπιδέξιους τόπους.
Οὐ χρήζω νὰ ἔχω μετὰ ἐμὲν μόνι καὶ τὸν λαόν μου,
ὅπου ἤφερα ἀπὸ τὸν Μορέαν, διατὶ τοὺς ἐγνωρίζω.
[`483] Κι ἀφῶν ἰδοῦν οἱ βίγλες μας ἐκεῖ ἀπὸ τὰ βουνία
ὅτι οἱ Ἀλαμᾶνοι ἐσέβησαν ἀπέσω εἰς τὲς κατοῦνες,
καὶ σκορπιστοῦν τὰ ἀλλάγια τους, στὸ κέρδος νὰ βαλθοῦσιν,
ἂς δώσουσιν τὰ βούκκινα νὰ νοήσῃ ὁ λαός μας,
ΣΥΜΜΕΤΕΧΕΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ ΚΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΔΙΝΟΥ

νὰ ἐξεβοῦμε ἐκ τὲς χωσίες, νὰ δράμωμεν πρὸς αὔτους.
Ἔλα ἐσὺ ἐκ τὴν μίαν μερέαν κ᾿ ἐγὼ πάλε ἀπ᾿ τὴν ἄλλην
μετὰ φουσσᾶτα καὶ λαὸν ὅπου ἔχομεν μετά μας·
κ᾿ ἐκεῖνα γὰρ τὰ τέσσαρα τὰ ἀλλάγια τὰ ἐλαφρά μας,
τὸ ἀκούσει γὰρ τὰ βούκκινα ὀπίσω νὰ στραφοῦσιν,
τὸν γῦρον νὰ τοὺς δώσωμεν ὅλοι μὲ προθυμίαν.
Κι ἀφῶν τοὺς ἐξηλώσωμεν καὶ σκορπιστοῦν τὰ ἀλλάγια,
πολλὰ ἐλαφρὰ κ᾿ ἐγρήγορα θέλουσιν κιντυνέψει».
[`484] Κι ἀφότου γὰρ ἐπλήρωσεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος
ἐκεῖνα, τὰ ἀφηγήθηκεν καὶ εἶπεν πρὸς τὸν ρῆγα,
ὁ ρῆγας τὸν ἀφκράστηκεν κ᾿ ἐπαίνεσεν εἰς σφόδρα,
τὰ ὅσα τοῦ ἀφηγήσετον ὀνόστιμον τοῦ ἐφάνη,
κ᾿ ἐστράφη πρὸς τὸν πρίγκιπα καὶ λέγει πρὸς ἐκεῖνον·
«Παρακαλῶ σε, ἀδελφέ, ὡσὰν μὲ τὸ ἀφηγήθης,
νὰ τὸ διορθώσῃς νὰ γενῇ, ὅτι πολλὰ μὲ ἀρέσει».
Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς τὸ ἤκουσεν, κράζει τοὺς κεφαλᾶδες,
τοὺς κιβιτάνους τοῦ λαοῦ ὅπου ἤσασιν τὰ ἀλλάγια.
Ἀμφότεροι ἐδιορθώσασιν, ἐκεῖνος μὲ τὸν ρῆγαν,
κ᾿ ἐχώρισαν τὰ τέσσαρα ἀλλάγια ὅπου σὲ εἶπα·
τοὺς κεφαλᾶδες κι ἀρχηγοὺς ἐκράξαν κατὰ μόνας
καὶ τοὺς ἐδιερμηνέψασιν τὸ πῶς ἠθέλαν πράξει.
Κ᾿ ἐκεῖνοι ἀπῆραν τὸν λαόν, τὰ δὲ λοιπὰ ἀλλάγια,
τὰ ἐγκρύμματα καὶ τὲς χωσίες ἐχῶσαν εἰς τοὺς τόπους,
ὅπου ἔπρεπεν κ᾿ ἐτύχαινεν καὶ ἦτον ἐπιδέξιον.
Καὶ μετὰ ταῦτα ἐκίνησαν τὰ τέσσαρα ἀλλάγια
κι ὁλόρθα ὑπαγαίνασιν ἐκεῖ εἰς τὸν Κουραδῖνον.
Κι ὁ Κουραδής, ὡς ἔμαθεν ὅτι ἔρχετον ὁ ρῆγας
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

ἐκεῖ πρὸς τὲς κατοῦνες του διὰ νὰ τὸν πολεμήσῃ,
ὥρισεν κ᾿ ἐχωρίστησαν τὰ ἐδικά του ἀλλάγια,
χώρια της καθεμία φυλὴ τοῦ νὰ ἔχουν πολεμήσει,
κ᾿ ἐκίνησαν κ᾿ ἐρχόντησαν τὸν ρῆγαν νὰ ἀπαντήσουν,
[`485] Λοιπόν, ἐὰν σοῦ ἔγραφα λεπτομερῶς τὲς πράξες,
τὸ ὅσον ἐγίνετον ἐκεῖ στὸν πόλεμον ἐκεῖνον,
ἀλάχῃ νὰ ἐβαρήθηκες διὰ τὴν πολυλογίαν
καθὼς βαρειῶμαι γὰρ κ᾿ ἐγὼ νὰ σὲ τὸ διπλογράφω.
Ἀλλὰ καθὼς ἀκούσετε τὸ πῶς τὸ ἐκαταλέξα,
καὶ πῶς τὸ ἐδιερμήνεψεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος,
οὕτως καὶ τὸ ἐπλήρωσεν κι ἀπεκατέστησέν το.
Ἐκεῖνος γὰρ ὁ πόλεμος στὸ Μπονιφὰντ ἐγίνη,
ὅπου ἔνι ὁ τόπος συγκλαστός, πλάγια γὰρ καὶ λαγγάδια·
καὶ δι᾿ αὖτα ἀπεργώθησαν ἐτότε οἱ Ἀλαμᾶνοι,
διατὶ οὐκ ἔβλεπαν καθαρὰ τοῦ Κάρλου τὰ φουσσᾶτα·
ἀφνίδια τοὺς ἐπέτρασαν τὰ τέσσαρα ἀλλάγια
ἐκεῖνα, τὰ ὑπαγαίνασιν νὰ τοὺς ἐξεμαυλίσουν.
Κ᾿ ἐκεῖνοι ἐλογίσαντο ὅτι ἔρχονται καὶ τὰ ἄλλα·
διὰ τοῦτο ἐτέθησαν εὐθέως νὰ ἀπέρχωνται πρὸς αὔτους
μὲ προθυμίαν κ᾿ ἐγρήγορα, ὡς τὸ ἔχουν τὰ φουσσᾶτα.
Κι ὡσὰν ἦλθαν νὰ ἐσμίξουσιν νὰ δώσουν κονταρέας,
ἐγύρισαν εἰς τὸ φυγίον τὰ τέσσαρα ἀλλάγια
κ᾿ ἐβάλθησαν νὰ ἀπέρχωνται ὁλόρθα εἰς τὲς κατοῦνες.
Κ᾿ οἱ Ἀλαμᾶνοι, ὡς εἴδασιν τοὺς Φράγκους ὅτι ἐφεῦγαν,
τοῦ πολέμου ἐθυμήθησαν κι ἀρχάσαν νὰ τοὺς διώχνουν,
καὶ τόσα τοὺς ἐδιώξασιν, ἐσῶσαν εἰς τὲς τέντες,
Οἱ Φράγκοι ἀναγαμήσασιν, ἀφῆκαν τὲς κατοῦνες,
᾿κ τὸ πλευρὸν ἐπεράσασιν κ᾿ ἐδιάβησαν ἀπέξω.
Κ᾿ οἱ Ἀλαμᾶνοι, ὡς εἴδασιν τὲς τέντες ὅπου ἐστέκαν
μὲ τὰ λαμπρὰ τὰ ἄρματα, τὰ ροῦχα, τὸ λογάριν,
ἀφήκασιν νὰ διώχνουσι τοὺς Φράγκους ὅπου ἐφεῦγαν
ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΔΙΝΟΥ

κ᾿ εἰς τὲς κατοῦνες ἔδωκαν, ἐσέβησαν ἀπέσω,
ἀρχίσαν νὰ σκορπίζωνται, νὰ ἐπαίρνουσιν τὰ ροῦχα
καὶ τὰ σεντούκια, ὅπου εἴχασιν ἀπέσω τὸ λογάριν,
ἐτσάκιζαν κ᾿ ἐπαίρνασιν ἀπαύτου εἴ τι ηὑρέσκαν·
ἀλλήλως ἐμαλλώνασιν, μὲ τὰ σπαθία ἐκροῦσαν.
[`486] Κ᾿ ἰδὼν οἱ βίγλες τῶν Φραγκῶν τὴν πρᾶξιν τῶν Ντουδέσκων,
ἐλάλησαν τὰ βούκκινα κ᾿ ἐννόησαν οἱ χωσίες,
κ᾿ ἐξέβησαν τὰ ἐγκρύμματα, ὁ πρίγκιπας κι ὁ ρῆγας,
ὁ εἷς ἀπὸ τὴν μίαν μερέαν, κι ὁ ἄλλος ἀπὸ τὴν ἄλλην.
Κ᾿ ἐκεῖνοι ὅπου ἐφεύγασιν, τὰ τέσσαρα τὰ ἀλλάγια,
ὀπίσω στρέμμα ἐποίκασιν ἐκεῖ πρὸς τὲς κατοῦνες,
τὸν γῦρον ἐτριγύρισαν ὅλους τοὺς Ἀλαμάνους·
ἐσώσασιν τὰ πεζικὰ μὲ τζάγρες καὶ δοξάρια·
οὕτως τοὺς ἐκατέσφαζαν ὡσὰν ἀγριοχοιρίδια,
ὀλίγοι γὰρ ἐγλύτωσαν ἀπὸ τοὺς Ἀλαμάνους.
Τὸ δὲ οἱ Ντουσκᾶνοι ἀλλὰ δὴ ὡσαύτως κ᾿ οἱ Δουμπάρδοι,
πολλοὶ ἀπ᾿ αὔτους ἔφυγαν διατὸ ἐξεῦραν τὸν τόπον,
καὶ ἄλλοι φίλους εἴχασιν καὶ ὡδηγέψανέ τους.
[`488] Τὸν Κουραδῖνον ἔπιασαν, τὴν κεφαλήν του ἐκόψαν
ὁκάποι ἀπ᾿ τὴν Ἀνάπολιν, ὅπου τὸν ἐκακεῦαν,
διατὸ ἀγαποῦσαν τοῦ ρηγὸς τὴν ἀφεντίαν νὰ ἔχουν.
Στὸ ξίφος γὰρ τοῦ κονταρίου τὴν κεφαλὴν του ἠφέραν,
καὶ τοῦ ρηγὸς τὴν ἤφεραν κ᾿ ἐπροσκομίσανέ την.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

Κι ὁ ρῆγας, ὡς εὐγενικὸς καὶ φρόνιμος ὅπου ἦτον,
πολλὰ τὸ ἐβλαστήμησεν, μεγάλως τὸ ἐλυπήθη,
κ᾿ ἐχόλιασεν πρὸς ἐκεινούς, ὅπου τὸ ἔργον ἐποῖκαν,
καὶ φανερὰ τὸ ἐλάλησεν οἱ πάντες γὰρ τὸ ἀκοῦσαν·
τὸ πῶς ἠγάπα κ᾿ ἤθελεν κάλλιον νὰ εἶχεν χάσει
μίαν ἀπὸ τὲς χῶρες του ἐκ τὲς καλλιώτερές του,
παρὰ νὰ εἴχασιν ποσῶς τὸν Κουραδὴ σκοτώσει.
Ἐπεὶ ἂν τὸν εἶχαν ζωντανὸν πιάσει εἰς πόλεμόν του,
τιμὴν μεγάλη ἐβούλετον νὰ τοῦ εἶχεν ποιήσει,
διατὸ ἦτον γὰρ εὐγενικὸς ἄνθρωπος καὶ στρατιώτης
καὶ ἔρχετον στρατιωτικὰ τοῦ νὰ ἔχῃ ἐκδικήσει
τὸν θάνατον τοῦ ρόϊ Μαφρέ, ποῦ ἦτον ἐξάδελφός του,
κι οὐδὲν τὸ ἐξεδούλεψεν νὰ κόψῃ τὴν κεφαλήν του.
[`489] Ἀφότου γὰρ ἐπλήρωσεν ὁ πόλεμος ἐκεῖνος,
τοὺς ζωντανούς, ὅπου ἔπιασαν, ὥρισεν γὰρ ὁ ρῆγας
καὶ ὅλους ἐδιεμοίρασαν κ᾿ ἐστείλασιν στὰ κάστρη.
Τὸ κέρδος ὅπου ἐκέρδισαν ὥρισεν πάλε ὁ ρῆγας,
ὁ κατὰ εἷς τὸ ἐκέρδισεν νὰ τὸ ἔχῃ ἐδικόν του.
Τὴν τένταν γὰρ τοῦ Κουραδῆ, ὅπου εἶχεν δέκα στύλους,
καὶ τὰ λαμπρὰ τὰ ἄρματα τὰ ροῦχα, τὸ λογάρι,
τὰ εἶχεν στὴν κατοῦνα του, ἐκράτησεν ὁ ρῆγας
διὰ λόγου κ᾿ ἰμοιράδι του, τίποτε ἄλλον οὐ χρειάστη.
Καὶ τὴν κατοῦνα τοῦ δουκὸς ντὲ Καρεντάνα ἐκείνου,
τὰ εἶχεν εἰς τὲς τέντες του, ἄρματα καὶ λογάρι,
ὥρισεν καὶ ἐδώκασιν τοῦ πρίγκιπος Γυλιάμου
διὰ εὐεργεσίαν κι ὁ λόγου του μερίδιν τοῦ πολέμου.
ΗΤΤΑ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΟΝΡΑΔΙΝΟΥ

[`490] Κ᾿ ἀφότου εὐεργέτησεν ὅλους του τοὺς στρατιῶτες
κ᾿ ἐμέρισεν τὸ κοῦρσον του, τὸ νῖκος ὅπου ἐποιῆσεν,
ὥρισεν κι ἀπηλόγιασαν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα
κ᾿ ἐδιέβηκεν ὁ κατὰ εἷς ἐκεῖθεν ὅπου ἦλθεν.
Τὸν πρίγκιπα ἐκράτησεν κι ἀπῆρε μετ᾿ ἐκεῖνον
κι ὁλόρθα στὴν Ἀνάπολιν ἐδιάβησαν οἱ δύο,
λέγας νὰ ἰδῇ τὴν ρήγαιναν ὁ πρίγκιπας Γυλιάμος
ὁμοίως τὴν θυγατέραν του ἐκείνην τὴν Ζαμπέαν,
ὅπου εἶχεν τοῦ ρηγὸς ὁ υἱὸς ὁμόζυγον γυναῖκα.
Κι ἀφότου ἀπεσώσασιν ὁ πρίγκιπας καὶ ὁ ρῆγας
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνάπολιν ἀμφότεροι οἱ δύο,
ὁ ρῆγας ἄρξετον λαλεῖ τῆς ρήγαινας νὰ λέγῃ,
τοῦ νὰ ἐπαινῇ τὸν πρίγκιπα καὶ νὰ τὴν ἔχῃ αὐξαίνει·
τὸ πῶς ἀπὸ τῆς γνώσεως του καὶ τὴν διόρθωσίν του
ἐκέρδισε τὸν πόλεμον, ἀπῆρεν καὶ τὸ νῖκος
ἀπὸ τοὺς ἀντιδίκους του, αὐτοὺς τοὺς Ἀλαμάνους.
Κ᾿ ἡ ρήγαινα, ὡς εὐγενική, τὸν πρίγκιπα εὐχαρίστει,
τιμὴν μεγάλην τοῦ ἔποικεν, δωρήματα τοῦ ἐδῶκεν.
[`491]Κι ὁ ρῆγας πάλε τοῦ ἔκαμνεν τόση τιμὴν μεγάλην
τοῦ πρίγκιπος, φιλανθρωπίαν, οἱ πάντες τὸ ἐθαυμάζαν·
ἐκράτησέ τον μετ᾿ αὐτὸν μετὰ χαρὲς μεγάλες
ἡμέρας γὰρ κἄν δεκοχτώ, θέλεις εἰκοσιδύο,
καὶ εἶχεν ὄρεξιν καλὴν νὰ τὸν κρατῇ μετ᾿ αὖτον
κανέναν μῆναν, θέλεις δύο, νὰ χαίρωνται ἀλλήλως.
Κ᾿ ἐνταῦτα ἦλθαν ἐκ τὸν Μορέαν τοῦ πρίγκιπος μαντᾶτα
τὸ πῶς οἱ ἀντιδίκοι του, οἱ ἄνομοι Ρωμαῖοι,
Ο ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

ἐπάτησαν τὸν ὅρκον τους κι ἀρχάσασιν τὴ μάχην
κι ἀφήκασιν τὸ τέρμενον ὅπου εἶχαν μετ᾿ ἐκεῖνον.
Τὸ ἀκούσει το ὁ πρίγκιπας, ἀπῆλθεν εἰς τὸν ρῆγαν
κι ἀπηλογίαν τοῦ ἐζήτησεν ν᾿ ἀπέλθῃ εἰς τὸν Μορέαν,
μὴ κιντυνέψῃ ὁ τόπος του καὶ πάθῃ καὶ ζημίαν.
[`492] Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἀκριοβλαστήμησέ το·
κι ὡς ἔξευρεν κ᾿ ἐγνώριζεν, ὡς ἦτον γὰρ κ᾿ ἡ ἀλήθεια,
ὅτι ἀπὸ τὴν διόρθωσιν τοῦ πρίγκηπα Μορέως
ἐκέρδισε τὸν πόλεμον τοῦ Κουραδῆ ἐκείνου
κ᾿ ἐνέμεινέ τους ἀφεντία τῆς Πούλιας τοῦ ρηγάτου,
(τὴν ἤθελαν νὰ ἐπάρουσιν ἐκεῖνοι οἱ Ἀλαμᾶνοι,
οἱ Γιμπελῖνοι, μετ᾿ αὐτοὺς Ντουσκᾶνοι καὶ Λουμπάρδοι),
κ᾿ ἐγνώριζε ὅτι ὁ πρίγκιπας εἶχε ἐξοδιάσει τόσον
εἰς τὸν λαὸν ὅπου ἤφερεν ἐτότε ἐκ τὸν Μορέαν
εἰς συμμαχίαν καὶ δούλεψιν, βοήθειαν πρὸς ἐκεῖνον·
ὥρισεν καὶ ἐδῶκαν του ἀπ᾿ ἔσω ἐκ τὸ βιαστῆρι
λογάριν πλῆθος, χρήματα, χρυσάφι καὶ ἀσῆμιν,
φαρία ἑκατὸν τοῦ ἔδωκεν ἐκ τὰ καλλιώτερά του.
Μετὰ ταῦτα πάλε τοῦ ἔδωκεν ἀνθρώπους, τῶν ἁρμάτων
πενῆντα ἀπάνω εἰς τὰ φαρία, ὅλοι ἐκλεκτοὶ στρατιῶτες,
καὶ διακοσίους τζαγράτορους, ἐνῷ ἦσαν πληρωμένοι
διὰ ἕξι μῆνες ὅλοι τους, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι,
νὰ τοὺς ἐπάρῃ εἰς τὸν Μορέαν, νὰ στήκουν μετ᾿ ἐκεῖνον,
νὰ τοῦ βοηθοῦν νὰ μάχεται τοὺς ἄνομους Ρωμαίους,
ὅπου ποτέ τους οὐ κρατοῦν ἀλήθειαν οὔτε ὅρκον.
[`493] Ἀφότου γὰρ ἐδιόρθωσεν ὁ πρίγκιπας Μορέως
τὰ πάντα ὅλα πράγματα, τὰ τοῦ ἔδωκεν ὁ ρῆγας,
φουσσᾶτα, ἄρματα, φαρία, τὲς τέντες τὸ λογάριν,
ἀπηλογίαν τοῦ ἐζήτησεν κι ἀπεχαιρέτησέν τον·
ἐξέβη ἀπ᾿ τὴν Ἀνάπολιν κ᾿ ἦλθεν εἰς τὸ Βροντῆσι,
εὗρεν τὰ πλευτικὰ ἕτοιμα ὡς τὸ ὥρισεν ὁ ρῆγας·
ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ ΕΙΣ ΜΟΡΕΑΝ

ἀπέσω εἰς αὖτα ἐσέβηκεν μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν
κ᾿ εἰς τὴν Κλαρέντσαν ἔσωσεν τὴν δεύτερην ἡμέραν.
Τὸ ἀκούσει το οἱ ἅπαντες ἐκεῖνοι οἱ Μοραΐτες
ὅτι ἔσωσεν ὁ πρίγκιπας κ᾿ ἦλθεν εἰς τὴν Κλαρέντσαν
μετὰ φουσσᾶτα καὶ λαὸν ὅπου εἶχεν μετ᾿ ἐκεῖνον,
ὕγιοι, σωζᾶτοι, οὐκ ἔλειπεν ἕνας μόνος ἀπ᾿ αὔτους,
μὲ κέρδος, πλοῦτον φοβερόν, τὸ ἐκέρδισαν ἐκεῖσε
στὸν πόλεμον ὅπου ἔποικαν μετὰ τὸν Κουραδῖνον,
τὸν Κύριον ἐδόξασαν καὶ τὴν ἁγίαν Θεοτόκον.
Χαρὰν μεγάλην ἔποικαν οἱ πάντες τοῦ Μορέως,
τὸν πρίγκιπα ἐπροσκύνησαν καὶ τοὺς φλαμουραρίους·
ὅπου εἶχεν φίλον, συγγενῆν, ἐχάρη μετ᾿ ἐκεῖνον,
κι ὅλοι τὸν Θεὸν ἐδόξασαν ὅταν τοὺς εἶδαν ὅτι ἦλθαν.
[`494] Ὁ πρίγκιπας ἐρώτησεν νὰ μάθῃ τὴν ἀλήθειαν,
τὸ πῶς ἐγίνετο ἡ ἀφορμὴ κ᾿ ἐσκανταλίστη ἡ ἀγάπη.
Κ᾿ ἐκεῖνοι ὅπου τὸ ἐξεύρασιν τὸν ἐπληροφορέσαν,
τὸ πῶς τὴν μάχην ἄρχισαν κ᾿ ἐγίνησαν ἀφιόρκοι,
διατὶ τοὺς εἴπασιν τινές, κ᾿ ἐλπίζαν νὰ ἔνι ἀλήθεια,
ὅτι ἐσκοτώθη ὁ πρίγκιπας στὸν πόλεμον ἐκεῖνον,
ὅπου ἐπολεμήσασιν ὁ ρῆγας κ᾿ οἱ Ἀλαμᾶνοι.
Ἐνταῦτα ἀπεκρίθηκεν ὁ πρίγκιπας καὶ εἶπεν·
«Ποτὲ ἀφορμὲς οὐ λείπουσιν τῶν ἄπιστων Ρωμαίων·
ὡς ἔχουσιν τὴν ἀφιορκίαν, ἔχουσιν καὶ τοὺς τρόπους».
Μετὰ ταῦτα κράζει ὁ πρίγκιπας τὸν ἀφέντην τῆς Καρυταίνου
καὶ λέγει του· «Καλὲ ἀνεψίε, παράλαβε μετά σε
τοὺς Φράγκους ὅπου ἠφέραμεν μετά μας ἐκ τὴν Πούλιαν,
ὅπου μᾶς εὐεργέτησεν κ᾿ ἐβοήθησεν ὁ ρῆγας,
νὰ μᾶς βοηθοῦν καὶ μάχωνται μετά μας τοὺς Ρωμαίους·
κι ἂς εἶναι ἐκεῖσε εἰς τῶν Σκορτῶν μετά σε εἰς τὴν ἄκρην,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

εἰς φύλαξιν τοῦ τόπου μας, καὶ τοὺς Ρωμαίους νὰ βλάβουν».
[`495] Τὸ ἀκούσει το ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς τῆς Καρυταίνου ὁ ἀφέντης,
μεγάλως τὸ ἀποδέξετον, ὀνόστιμον τοῦ ἐφάνη,
λογίζοντα κ᾿ ἐλπίζοντα μὲ τὸν λαὸν ἐκεῖνον
θέλει ζημιώσει τοὺς Ρωμαίους, τὸν τόπον του φυλάξει.
Ἐπῆρε τους κι ἀπήλθασιν εἰς τῶν Σκορτῶν τὰ μέρη
ἐκεῖσε τοὺς ἐδιόρθωσεν νὰ κατοικοῦν καὶ στήκουν
εἰς τὸ χωρίον, τὸ λέγουσιν Ἀράχοβαν Μεγάλην,
ὅπου ἔνι ἡ ἄκρη τῶν Σκορτῶν ἐκεῖ πρὸς τοὺς Ρωμαίους,
νὰ μάχωνται μετ᾿ ἐκεινούς, τὸν τόπον νὰ φυλάττουν.
[`496] Ἐν τούτῳ ἐσυνέβηκεν, ἂν λάχῃ ἀπὸ ἁμαρτίας,
κι οὐδὲν ἐπέρασεν ποσῶς κανένας μῆνας, δύο,
ἐφάνη ἀπὸ τὰ κρύα νερά, τὰ εἶχε ὁ τόπος ἐκεῖνος,
τὸ κοιλιακὸν τοὺς ηὕρηκεν κι ἀπόθαναν οἱ πλέῳ
αἱ Φράγκοι ἐκεῖνοι ὅπου ἤσασιν εἰς τὸ χωρίο Ἀραχόβου.
Ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας ἀνάπαψιν οὐκ εἶχεν·
ἀπὸ ὅσοι ἐναπείμειναν ἀπ᾿ αὔτους, νὰ ἦσαν ὕγιοι
τοῦ νὰ ἐβαστοῦσαν ἄρματα καὶ νὰ ἐκαβαλλικεῦαν,
ἀεννάως τοὺς ἔπαιρνεν μετ᾿ αὐτὸν κ᾿ ὑπήγαιναν εἰς μάχην,
κ᾿ ἐμάζησε μὲ τοὺς Ρωμαίους κ᾿ ἐζήμιωνεν μεγάλως.
[`497] Ἐνταῦτα ἐσυνέβηκεν ἀπὸ ἁμαρτίας τοῦ τόπου
καὶ δυστυχίαν γὰρ τῶν Φραγκῶν ἐτότε τοῦ Μορέως,
ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΥΘΕΝΤΟΥ ΤΗΣ ΚΑΡΥΤΑΙΝΗΣ

ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὁ ἐξάκουστος ἐκεῖνος,
ἔπεσε εἰς ζάλην φοβερήν, ᾿ς ἀστένειον βαρυτάτην
κ᾿ ἐνίκησεν τὸ φυσικόν, τὸ ἔχουσιν οἱ ἀνθρῶποι,
κ᾿ ἐπῆρε τον ὁ θάνατος· ἔδε ζημία μεγάλη
ὅπου ἦλθε ἐτότε εἰς τὸν Μορέαν, θλίψη μεγάλη ἐγίνη.
Ἐθλίβη τον ὁ πρίγκιπας, ὅπου ἦτον γὰρ καὶ θεῖος του,
οἱ πάντες τὸν ἐκλάψασιν, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
αὐτὰ τὰ ὄρνεα τὰ ἄλαλα κι αὐτὰ ἐκλάψανέ τον·
ἀϊλλοὶ ζημία ποῦ ἐγίνετον ἐτότε εἰς τὸν Μορέαν!
Καὶ ποῖος οὐκ ἐβλαστήμησεν καὶ τίς οὐκ ἐλυπήθη;
πατέραν εἶχαν τὰ ὀρφανά, ἄντραν εἶχαν οἱ χῆρες,
ἀφέντην καὶ διαφέστοραν ὅλη ἡ φτωχολογία.
Τοὺς ἅπαντες ἐφύλαγεν ἀπὸ τὴν ἀδικίαν·
ποτὲ φτωχὸν οὐκ ἄφινεν νὰ δυστυχοατυχήσῃ,
ἄνθρωπον ποῦ ἐχρημάτιζεν νὰ πέσῃ εἰς πενητείαν.
Ἔδε ἁμαρτίαν ὅπου ἔποικεν ὁ θάνατος ἐτότε,
νὰ ἐπάρῃ ἐτέτοιον ἄνθρωπον, ἐξάκουστον στρατιώτην,
νὰ μείνουσιν πεντάρφανα ὅσοι τὸν ἀγαποῦσαν.
Λοιπόν, ὡς ἦλθε ἀπὸ ἁμαρτίας κι οὐκ εἶχεν κληρονόμον
νὰ ἀφήκῃ τέκνον ἀπὸ αὐτοῦ, διὰ νὰ κληρονομήσῃ
τὰ κάστρη καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅπου εἶχεν στὸν Μορέαν,
εἰς τῶν Σκορτῶν γὰρ τὸν ζυγὸν καὶ εἰς ἑτέρους τόπους,
τὸν τὸπον του ἐμερίσασιν κ᾿ ἐποῖκαν δύο μερίδια·
τὸ ἕνα ἐπῆρε ὁ πρίγκιπας διατὸ εἶχεν τὴν ἀφεντίαν,
καὶ τὸ ἄλλο ἡ γυναῖκα του διὰ ντουάριν, ὅπου εἶχεν.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

Ἐκείνη γὰρ ἡ ἀρχόντισσα ἦτον γὰρ αὐταδέλφη
μισὶρ Γυλιάμου ἐκεινοῦ τῶν Ἀθηνῶν τοῦ δοῦκα,
Μέγαν Κύρην τὸν ἔλεγαν, ὄνομα τῶν Ἑλλήνων.
[`498] Ἀφότου γὰρ ἐπέρασε καιρός, μῆνες κ᾿ ἡμέρες,
ὁ Μέγας Κύρης ἔστειλεν εἰς τὸ ρηγᾶτο Πούλιας
μαντατοφόρους φρόνιμους ἐκεῖ στὸν κόντον ντὲ Πριένε,
μισὶρ Οὗγγο τῷ ὀνόματι, κόντος ἦτον τοῦ Λέτσε.
Συμβίβασιν ἐποίκασιν νὰ ἐπάρῃ τὴν ἀδελφήν του
᾿ς ὁμόζυγον γυνὴν αὐτοῦ, τὴν κυρὰν τῆς Καρυταίνου.
Κι ἀφότου ἐσυμβιβάστησαν ἀπέρασεν ὁ κόντος
κ᾿ ἦλθεν ἐκεῖσε εἰς τὸν Μορέαν στὴν χώραν Ἀνδραβίδας·
κι ὁ Μέγας Κύρης ἦλθε ὁμοίως ἀπὸ τὴν χώραν Θήβας.
Κι ὅταν ἑνώθησαν ὁμοῦ, ἰσιάστησαν ἀλλήλως,
ἀπέστειλαν κ᾿ ἦλθεν ἐκεῖ ἡ κυρὰ τῆς Καρυταίνου,
κ᾿ ἐκεῖ τὴν εὐλογήθηκεν ὁ κόντος Οὐγγὸς ντὲ Μπριένε.
[`499] Κι ἀφότου γὰρ ἐδιόρθωσεν τὰ κάστρη καὶ τὰς χώρας,
ὅπου εἶχεν τῆς ἀρχόντισσας ἐκεῖσε εἰς τὸν Μορέαν,
ΟΙ ΜΕΤΕΠΕΙΤΑ ΔΟΥΚΕΣ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΤΑΛΑΝΟΙ

ἐπῆρε την κι ἀπέρασε κ᾿ ἐδιάβησαν στὴν Πούλιαν.
Κι οὐδὲν ἐπέρασεν καιρός, ὡς ἤθελεν ὁ Κύριος,
κ᾿ ἐσύλλαβεν ἡ ἀρχόντισσα ἀπὸ τὸν κόντον Οὗγγον
κ᾿ ἐποίησεν υἱὸν ἐξαίρετον, Γατιέρην τὸν ἐκράζαν,
ἐξέβηκεν εἰς τ᾿ ἄρματα πρόθυμος, εἰς στρατεἱαν
κ᾿ ἐξάκουστος κ᾿ ἐπαινετὸς στῆς Δύσης τὰ ρηγᾶτα.
[`500] Κι ἀφότου ἐπέρασεν καιρός, ἐδιάβησαν καὶ χρόνοι,
κι ἀπόθανεν ὁ μισὶρ Γγίς, τὸ ἐπίκλην ντὲ Λαρότσε,
ὁ Μέγας Κύρης σὲ λαλῶ, τῶν Ἀθηνῶν ὁ δοῦκας,
ἐξέπεσεν ὁ τόπος του κ᾿ ἡ ἀφεντία ὅπου εἶχεν
τοῦ κόντου Γατιέρη τοῦ υἱοῦ ἐκεινοῦ τοῦ κόντου Οὕγγου,
ἐκεινοῦ γὰρ τοῦ ἐπαινετοῦ στρατιώτου ὅπου σὲ λέγω,
ὅστις ἦτον ἐξάδελφος τοῦ μισὶρ Γγῆ ἐκείνου.
Κι ὡς ἦλθεν κ᾿ ἐπαράλαβεν τὸ Μεγαλοκυρᾶτο,
κ᾿ ἐγίνη δοῦκας Ἀθηνῶν, ἀφέντης κληρονόμος.
Κι ὡς ηὗρε ὅτι εἴχασιν ἐλθεῖ ἐτότε οἱ Κατελᾶνοι,
ὅπερ γὰρ τοὺς ἐλέγασιν κ᾿ ἐκράζασιν Κουμπάνια,
ἐκεῖσε εἰς τὸν Ἁλμυρόν, ὅπερ τοὺς εἶχεν φέρει
ὁ δοῦκας γὰρ τῶν Ἀθηνῶν, ὁ μισῖρ Γγὶς ἐκεῖνος
εἰς λογισμὸν καὶ συμφωνίες νὰ ἐλθοῦν στὸν Μορέαν,
τὸν τόπον νὰ κερδίσουνε, τὴν ἀφεντίαν νὰ ἐπάρῃ
διὰ τὴν ὁμόζυγον αὐτοῦ ὅπου ἦτον κληρονόμος,
ἐκείνην ὅπου ὠνόμαζαν κ᾿ ἐκράζασιν Μαάτην -
ὁ πρίγκιπας ὁ Τάραντος ἐκράτει τὸ ἰγονικόν του,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

τὸ πριγκιπᾶτο Ἀχαΐας μὲ τρόπον ἀδικίας.
Δοιπόν, ὡς ηὕρηκεν ἐκεῖ μυσὶρ Γατιέρης ὁ δοῦκας
ὅτι εἴχασιν ἐλθεῖ ἐκεῖ ἐκείνη ἡ Κουμπάνια
κ᾿ εἶχαν μετ᾿ αὔτους ἑνομοῦ Τούρκους χιλίους καὶ πλέον,
ἐσυμβιβάστην μετ᾿ αὐτοὺς μὲ συμφωνίες μεγάλες
νὰ μάχωνται τὴν Ρωμανίαν καὶ τὴν Βλαχίαν ἐπάρουν.
Καὶ ὅσον ἐκερδίσασιν τοῦ Δομοκοῦ τὸ κάστρον,
ἐσέβησαν εἰς σκάνταλα κ᾿ εἰς μάχην γὰρ μεγάλην.
Οἱ Κατελᾶνοι ἐσύμπεφταν δουλωτικὰ εἰς τὸν δοῦκαν·
κ᾿ ἐκεῖνος ἀπὸ ἀλαζονείας, ὡς τὸ ἔχουσιν οἱ Φράγκοι,
κι ἀπὸ κακῆς του γὰρ βουλῆς ὅπερ τοῦ ἐδῶκαν ἄλλοι,
ἐβάλθη κ᾿ ἐπολέμησε τὸν πόλεμον ἀχάσε,
ἐπιάστην εἰς τὸν πόλεμον, τὴν κεφαλήν του ἐκόψαν,
ἐπῆραν καὶ τὸν τόπον του τὸ Μεγαλοκυρᾶτο,
καὶ εἶναι ἀφέντες σήμερον εἰς αὖτο ἡ Κουμπάνια.
Ὁ πόλεμος ἐγίνετον ἡμέρα γὰρ δευτέρα
στὰς δεκαπέντε τοῦ μηνὸς ὅπερ τὸν λέγουν μάρτιον,
ἐν ἔτει τρέχοντος χρονῶν τῷ ἀπὸ κτίσεως κόσμου,
Η ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΣΑΒΑ

ἕξι χιλιάδων ἀλλαδὴ κι ὀχτακοσίων χρόνων
καὶ σὺν αὐτοῖς δεκαεφτά, καὶ τῆς ἰνδίκνου ὀγδόης.
[`501] Ἐν τούτῳ παύομαι ἐδῶ περὶ τοῦ κόντου ντὲ Μπριένε,
ὅπου ἦτον δοῦκας Ἀθηνῶν, νὰ λέγω καὶ νὰ γράφω
καὶ θέλω καὶ νὰ σᾶς εἰπῶ κι ἀφήγησιν ἑτέραν,
τὸ τί συνέβη εἰς τὸν καιρὸν τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου.
[`502] Ὅταν ἦτον στὴν φυλακὴν τῆς Κωνσταντίνου πόλης
κ᾿ ἐξέβη μὲ τὲς συμφωνίες ὅπου ἔποικαν ἐτότε,
τὲς ὅποιες γὰρ ἀκούσετε εἰς τὸ βιβλίον ἐτοῦτο.
Ἔδωκεν γὰρ καὶ ὄψιδες τοῦ βασιλέως ἐτότε
τοῦ Τζαδεροῦ τὴν ἀδελφὴν, τοῦ μέγα κοντοσταύλου,
καὶ τὴν θυγάτηρ ἐκεινοῦ τοῦ Πασσαβᾶ τοῦ ἀφέντη,
ὅπου ἦτον πρωτοστράτορας ὅλου τοῦ πριγκιπάτου.
[`503] Λοιπόν, ὡς ἦσαν ὄψιδες οἱ ἀρχόντισσες ἐκεῖνες
ἐκεῖσε διὰ τὸν πρίγκιπα στὴν Κωνσταντίνου πόλιν,
ἔτυχεν καὶ ἀπόθανεν ὁ ἀφέντης τῆς Ἀκόβου,
μισὶρ Γατιέρην τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλην του ντὲ Ροζιέρες,
κι οὐκ εἶχεν κληρονόμον του ἀπὸ τὸν ἐνιαυνόν του,
μόνι τοῦ πρωτοστράτορος τὴν θυγάτηρ ἐκείνην
τοῦ μισὶρ Ντζᾶ ντὲ Πασσαβᾶ, ποῦ εἶχεν τὴν ἀδελφήν του
ὁμόζυγον γυνὴν αὐτοῦ, κ᾿ ἐποῖκαν θυγατέραν,
τὴν ὠνομάζαν κ᾿ ἔλεγαν μαντάμα Μαργαρίταν.
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

Καὶ διατὸ ἦτον ὄψιδα ἐτότε εἰς τὴν Πόλιν
(τὴν ἔβαλεν ὁ πρίγκιπας ὡς διὰ τὸν ἐνιαυτόν του),
κι οὐδὲν ηὑρέθη εἰς τὸν Μορέαν στὰ τέρμενα ἀπέσω
διὰ ν᾿ ἀπέλθῃ στὸν πρίγκιπα, διὰ νὰ τὴν ρεβεστίσῃ
τῆς Ἄκοβας τὴν ἀφεντίαν ὅπου ἦτον κληρονόμος,
ἐκράτησεν ὁ πρίγκιπας τὴν ἀφεντία δι᾿ ἐκεῖνον.
[`504] Κι ὅταν ἦλθε ἡ ἀρχόντισσα ἡ μαντάμα Μαργαρίτα
ἀπέκει ὅπου ἦτον ὄψιδα διὰ τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
καὶ ἦλθεν κ᾿ ἐξεζήτησεν τὴν ἀφεντίαν Ἀκόβου,
ὁ πρίγκιπας τῆς ἔστρεψεν ἀπόκρισιν ἐτέτοιαν·
ὅτι ἀφότου ἐπέρασεν ὁ χρόνος καὶ ἡ μέρα
ὅπερ γὰρ τῆς ἐξέπεσεν τὸ ἰγονικὸν ἐκεῖνο,
κι οὐδὲν ἦλθεν στὴν κούρτην του διὰ νὰ τὸ ἐξεζητήσῃ,
ὡς τὸ ἔχουσιν τὸ τέρμενα τοῦ τόπου τὰ συνήθεια·
τίποτε ἂν εἶχε, ἐχάσε το, τίποτε οὐδὲν τῆς δίδει.
[`505] Κι ὡς τὸ ἤκουσε ἡ ἀρχόντισσα, μεγάλως τὸ ἐθαυμάστη,
διατὶ οὐκ ἤλπιζεν ποτὲ στὸν πρίγκιπα νὰ εὕρῃ
ἐτέτοιαν γὰρ ἀπόκρισιν ὡσὰν τῆς ἀποκρίθη,
διατὶ ἦτον εἰς φυλακὴν ὄψιδα δι᾿ ἐκεῖνον,
ἀτός του γὰρ τὴν ἔβαλεν, φταίσιμον οὐκ ἐποῖκεν·
ἐπεί, ἂν ἦτον στὸν Μορέαν εἰς τὴν ἀνάπαψίν της,
ποτὲ οὐδὲν ἀπόλειπε νὰ σφάλῃ ἐκ τὰ συνήθεια.
Ἀφότου δὲ ὁ πρίγκιπας τὴν ἔβαλεν δι᾿ ἐκεῖνον
διὰ ὄψιδα καὶ φυλακήν, οὐδὲν ἐθάρρει εις αὖτον
ἐτέτοιους τρόπους κι ἀφορμὲς κι ἀπόκρισιν νὰ ποιήσῃ.
Ὅμως, ἀφῶν ἐγνώρισεν ἡ ντάμα Μαργαρίτα
κ᾿ ἐκεῖνοι ὅπου ἦσαν μετ᾿ αὐτὴν οἱ συμβουλάτοροί της,
ὅτι ὁ πρίγκιπας Μορέως οὐδὲν τῆς στρέφει δίκαιον,
ἐμίσσεψεν κ᾿ ἐδιάβηκεν στὸ ὁσπίτι της θλιμμένη.
Διαβοῦσα γὰρ καιρὸς μικρός, ἕνας μῆνας καὶ πλέον,
ἐστράφη πάλι ἡ ἀρχόντισσα, στὸν πρίγκιπαν ἐδιάβη
Η ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΣΑΒΑ

μὲ τὴν βουλὴν καὶ συντροφίαν ὅπου εἶχεν μετ᾿ ἐκείνην,
κι ἀνάκραξεν κ᾿ ἐζήτησεν τὸ κάστρον τῆς Ἀκόβου
μετὰ τὴν περιοχὴν αὐτοῦ κι ὅλην τὴν μπαρουνίαν.
Ἐποίησε γὰρ τὴν δεύτερην ἀνάκραξεν καὶ τρίτην·
κι ὁ πρίγκιπας τῆς ἔστρεψεν ἀπόκρισιν ἐτέγοιαν,
ὡσὰν τὴν πρώτην γὰρ φορὰν ἐκράτει ἕναν στίχον.
[`506] Ἀφότου ἐγροίκησεν καλὰ ἡ ντάμα Μαργαρίτα
ὅτι ποτὲ ἐκ τὸν πρίγκιπα δίκαιον οὐδὲν εὑρίσκει,
ὅλους ἐπαρακάλεσε φίλους καὶ συγγενεῖς της
τοῦ νὰ τὴν συμβουλέψουσιν τὸ πῶς νὰ ἔχῃ πράξει,
νὰ μὴ χάσῃ τὸ δίκαιον της καὶ πέσῃ εἰς ἀκληρίαν.
Κ᾿ ἐτότε οἱ φρονιμώτεροι, ὅπου τὴν ἀγαποῦσαν,
ὅλοι τὴν ἐσυμβούλεψαν τοῦ νὰ ἔχῃ ἐπάρει ἄντραν,
ἄνθρωπον μέγαν, φρόνιμον κι ἀπὸ ὑψηλὴν γενέαν,
«κ᾿ ἐκεῖνος μὲ τὰ φρόνα του καὶ μὲ τοὺς ἐδικούς του
σὲ θέλει βάλει εἰς νομὴν ἀπὸ τὸ ἰγονικόν σου».
[`507] Ἐν τούτῳ γὰρ ἡ ἀρχόντισσα, ὡς φρόνιμη ὅπου ἦτον,
ἐσυγκατέβη, ἔστερξεν ἄντραν νὰ ἔχῃ ἐπάρει.
Ἐνταῦτα ἐσυνεργήσασιν οἱ πρῶτοι τῆς γενεᾶς της
κι ἀπῆρεν ἄντρα εὐγενικὸν ἀπὸ ὑψηλὴν γενέαν,
αὐτάδελφον τοῦ εὐγενικοῦ μισὶρ Νικόλα ἐκείνου,
ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ τὸν ἔλεγαν καὶ τῆς Θηβοῦ ἀφέντην,
τὸν μισὶρ Ντζὰν τὸ ὄνομα ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ κ᾿ ἐκεῖνον·
εἶχαν καὶ τρίτον ἀδελφὸν κ᾿ ἐκράζαν τον μισὲρ Ὄτον.
[`508] Κι ἀφῶν τὴν εὐλογήθηκεν ὁ μισὶρ Ντζὰς ἐκεῖνος,
τὸ ὀφφίκιον ἐπαράλαβε τοῦ πρωτοστρατοράτου,
ὅπου ἦτον γὰρ τὸ ἰγονικὸν τῆς γυναικός του ἐκείνης.
Ἐκεῖνοι γὰρ ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ μεγάλη εὐγένειαν εἶχαν·
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

ἡ μήτηρ τους εὑρίσκετον τοῦ ρῆγα τῆς Οὐγγρίας
αὐτάδελφη ὀνόμιμη, τὴν εἶχε ὁ πατήρ τους
ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Μπελᾶς διὰ ὁμόζυγον γυναῖκαν·
κ᾿ ἐποιήκασιν οἱ δύο ὁμοῦ ἐκείνους τοὺς τρεῖς ἀφέντες.
Κι ὁ δοῦκας γὰρ τῶν Ἀθηνῶν, αὐτὸς ὁ Μέγας Κύρης,
εἶχε αὐταδέλφους ἄλλους τρεῖς κ᾿ ἦσαν πρῶτοι ἐξαδέλφοι
μετὰ ἐκεινοὺς ντὲ Σαὶντ Ὀμέρ, ᾿ς πρῶτον βαθμὸν σὲ λέγω.
Κι ἀφότου εὐλογήθηκεν ὁ μισὶρ Ννζὰς ἐκεῖνος
ἐκείνην τὴν εὐγενικὴν τὴν ντάμα Μαργαρίτα,
οὐδὲν ἠθέλησε ποσῶς τοῦ νὰ μακρημερέψῃ
ἡ ὑπόθεσις τῆς Ἄκοβας, νὰ μὴ τὴν ἀνακράξῃ
στὴν κούρτην γὰρ τοῦ πρίγκιπος ἐκείνου τοῦ Μορέως.
Τοὺς ἀδελφούς του ἀξίωσεν κ᾿ ἦλθαν ὁμοῦ μετ᾿ αὖτον·
εἰς τὸν Μορέαν ἀπέσωσαν ὁλόρθα εἰς τὴν Κλαρέντσα.
[`509] Ἐκεῖ ηὗραν τὸν πρίγκιπα μετὰ τοὺς κεφαλᾶδες
ἐνῷ ἐκράτει παρλαμᾶ διὰ ὑπόθεσες ὅπου εἶχεν.
Ἡμέρας δύο ἐποιήσασιν τίποτε οὐκ ἀνακράξαν.
ἔπαιζον, εἴχασιν χαρὲς μετὰ τοὺς Μοραΐτες.
Διαβόντα γὰρ ἡμέρες δύο ἦλθεν ὁ μισὶρ Ἰωάννης
μετὰ τοὺς δύο του ἀδελφούς, ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ἐκείνους
καὶ μετὰ τὴν γυναῖκαν του ὅπου ἦτον κληρονόμος·
κ᾿ ἦλθαν ἐμπρὸς στὸν πρίγκιπα κ᾿ ἐπρεζαντίστη ἐκείνη
ὡς κληρονόμος ὅπου ἦτον τοῦ ἰγονικοῦ της ὅλου.
Κ᾿ ἐνταῦτα ἐπρεζάντισε τὸν ἄντραν της ἐκεῖνον
ὡς ἀβουὲ καὶ ἄντραν της, ὡς τὸ ἔχουν τὰ συνήθεια.
Κ᾿ εὐθέως τὴν ὥραν ἐκεινὴν τοῦ εἶπεν ὁ μισὶρ Ἰωάννης·
«Ἀφέντη πρίγκιπα Μορέως, ἀξιῶ, παρακαλῶ σε,
ὡς ἀφέντης μου ποῦ εὑρίσκεσαι καὶ ἴδιος κληρονόμος,
νὰ ὁρίσῃς καὶ νὰ σωρευτοῦν οἱ κεφαλᾶδες σου ὅλοι,
οἱ φλαμουριάροι τοῦ Μορέως κ᾿ οἱ λίζιοι καβαλλάροι
Η ΥΠΟΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΣΑΒΑ

διὰ νὰ ἀφκραστῇς μετὰ κεινοὺς τὰ ἔχω ν᾿ ἀνακράξω,
κ᾿ εἰς δίκαιον νὰ μὲ κρίνετε, ἀπόφασιν νὰ λάβω,
πρὸς τὰ συνήθεια τοῦ Μορέως θέλω νὰ λάβω δίκαιον,
χάριν καμμίαν οὐ ζητῶ εἰ μὴ τὸ δίκαιον ποῦ ἔχω».
Ἐνταῦτα τοῦ ἀπεκρίθηκεν ὁ πρίγκιπας ἀτός του
καὶ λέγει του· «Μετὰ χαρᾶς, ἀφῶν ζητεῖς τὸ δίκαιον,
ἕτοιμος μὲ τὴν κούρτην μου νὰ σὲ τὸ ἐκπληρώσω».
[`510] Ὥρισε ὁ πρίγκιπας εὐθέως κ᾿ ἦλθαν οἱ φλαμουριάροι,
οἱ καβαλλάροι ἀλλὰ δὴ τοῦ πριγκιπάτου οἱ λίζιοι·
ἐκάτσαν ὅλοι ἑνομοῦ εἰς τὴν ἁγίαν Σοφίαν,
ὅπου ἤμενεν ὁ πρίγκιπας, ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδραβίδα.
Ἐνταῦτα ἐσηκώθηκεν ὁ γέρο μισὶρ Νικόλαος,
ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ τὸν ἔλεγαν, ὁ τῆς Θηβοῦ ἀφέντης.
Μὲ τὴν δεξιὰν τὴν χεῖραν του τὴν ἀδελφή του ἐκράτει,
τοῦ ἀδελφοῦ του τὴν γυνήν, τὴν ντάμα Μαργαρίτα.
[`511] Καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα· «Ἀφέντη τοῦ Μορέως,
ἀλήθεια ἔνι, τὸ ἐξεύρουσιν τοῦ πριγκιπάτου οἱ πάντες,
ὅτι ἡ ἀδελφή μου, ὅπου ἔνι ἐδῶ ἐνώπιον τῆς ἀφεντίας σου,
εὑρίσκεται γὰρ ἀνεψία τοῦ ἀφέντου τῆς Ἀκόβου,
μισὶρ Γαρνιέρην τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλην ντὲ Ροζιέρες·
τῆς ἀδελφῆς του ἔνι παιδὶ ἡ ἀδελφή μου ἐτούτη.
Κι ὡς ἔθνηκεν ἄνευ παιδὶ νὰ ἀφήκῃ κληρονόμον,
ΓΟΥΛΙΕΛΜΟΣ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΨ ΜΟΡΕΩΣ

ἐξέπεσεν ὁ τόπος του, τὸ κάστρον τῆς Ἀκόβου,
ἐτούτης μου τῆς ἀδελφῆς ὅπου ἔνι κληρονὁμος.
Κι ὡς τὸ ἐξεύρεις, ἀφέντη μου, ὅτ᾿ ἦτον διὰ ἐσέναν
ὄψιδαν εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, τὴν ἔβαλες ἀτός σου.
οὐδὲν εὐρέθηκεν ἐδῶ στὸ τέρμενον τοῦ χρόνου,
ἀφῶν ἐμεταστάθηκεν ὁ ἀφέντης τῆς Ἀκόβου,
διὰ νὰ ἐλθῇ καὶ πρεζαντιστῇ ἐμπρὸς στὴν ἀφεντίαν σου,
ὡς τὸ ἔχουν τὰ συνήθεια μας ὁλοῦ τοῦ πριγκιπάτου,
ἀπέσω εἰς τὰς σαράκοντα ἡμέρας κ᾿ εἰς τὸν χρόνον,
εἰς τὸ ὅποιον πρᾶγμα οὐδὲν σὲ φταίει, τίποτε οὐδὲν ἐσφάλλει,
ἀφῶν ἦτον εἰς φυλακήν, ἐσὺ τὴν εἶχες βάλει,
διὰ ὄψιδαν τὴν ἔβαλες κ᾿ ἐξέβης ἀπ᾿ ἐκεῖθεν.
[`512] Καὶ ὅταν τὴν ἐξήβαλες κ᾿ ἦλθεν ἐδῶ εἰς τὸν τόπον,
εὐθέως γὰρ ἐκατάλαβεν καὶ ἦλθεν ἔμπροστέν σου·
ὡς κληρονόμος φυσικὸς ὅπου ἦτον τῆς Ἀκόβου
ἐπρεζαντίστη εἰς ἐσὲν κ᾿ ἐζήτησέ σε δίκαιον.
Κ᾿ ἐσὺ τῆς ἀποκρίθηκες ὅτι δίκαιον οὐκ εἶχεν
καὶ πάντα ἐσυχνοέρχετον κ᾿ ἐζήτα σὲ γὰρ δίκαιον
κ᾿ ἐσὺ ποτὲ οὐκ ἠθέλησες κούρτην νὰ τῆς κρατήσῃς,
μόνι αὐτεξούσιος ἔλεγες ὅτι δίκαιον οὐκ εἶχεν.
Κ᾿ ἐτούτη, ὡς ἀσυμβούλευτος γυναῖκα ἄνευ φίλους,
ἐστρέφετον στὸ ὁσπίτι της ὡσὰν ἀπεγνωσμένη
κι ἀνάμενεν νὰ τῆς ἐλθῇ ἀπὸ Θεοῦ βοήθεια.
Θεοῦ εὐδοκοῦντος σήμερον ὑπαντρεμένη ἔνι
εἰς ἄνθρωπον εὐγενικὸν ἀπὸ γενέας μεγάλης,
τὸ δίκαιον ποῦ τῆς ἔρχεται νὰ τὸ φυλάξῃ οὕτως
ὡς πρέπει πᾶσα εὐγενικοῦ ἀνθρώπου νὰ τὸ κάμνῃ
Διὰ τοῦτο ἤλθασιν ἐδῶ ἐμπρὸς στὴν ἀφεντίαν σου
κ᾿ ἐγὼ μετ᾿ αὔτους ἑνομοῦ ὅπου εἶμαι ἀδελφός τους,
καὶ παραοφρίζω καὶ τοὺς δύο, τὸν ἕναν κληρονόμον,
κι ὁ ἄλλος, ὡς ἀβουέρην της, τὸ δίκαιον τους ζητῶντα.
Παρακαλῶ σε, δέομαι νὰ τοὺς τὸ ἔχῃς δώσει
τὸ δίκαιον ποῦ τοὺς ἔρχεται, καὶ εἰς νομὴν τοὺς βάνῃς
ἀπὸ τὰ κάστρη κι ἀφεντίαν τῆς περιοχῆς Ἀκόβου.
Κ᾿ ἐτοῦτοι εἶναι ἕτοιμοι νὰ ποιήσουν πρὸς ἐσέναν
τὸ ὅσον χρεωστοῦσιν εἰς δουλείαν κι ὁμάτζι καὶ λιζίαν».
[` 513] Ἐνταῦτα ἀπεκρίθηκεν ὁ πρίγκιπας ἀτός του
καὶ λέγει τοῦ μισὶρ Νικολάου ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ἐκείνου·
«Ἡμεῖς ἀκούσαμεν λεπτῶς κ᾿ ἡ κούρτη μας ὡσαύτως
τοὺς λόγους ὅπου ἐσύντυχες καὶ τὴν ὑπόθεσίν σου,
καὶ μαρτυροῦμεν, λέγομεν, ἀλήθεια ἔνι τὸ εἶπες,
ὅτι διὰ ἐδικήν μου ἀφορμὴν καὶ διὰ ἐδικόν μου τρόπον
ἐχάσεν κι ἀκληρήθηκεν ἡ ἀρχόντισσα ἡ ἀδελφή σου
τὸ ἰγονικὸν καὶ ἀφεντίαν, τὸν τόπον τῆς Ἀκόβου.
Ἐν τούτῳ σὲ ἀποκρένομαι καὶ λέγω κ᾿ ἐρωτῶ σε·
ἐὰν μᾶς ζητῇς νὰ ποιήσωμεν τὸ δίκαιον κατὰ νόμον,
ἢ ἂν μᾶς ζητᾷς διὰ χάριταν καὶ διάκρισιν ἀφέντου,
διατὸ ἐμποδίστη ὡς διὰ ἐμᾶς κι οὐδὲν εὑρέθη ἐνταῦτα
ἐδῶ εἰς τὸ πριγκιπᾶτον μας κ᾿ εἰς τὴν ἀνάπαψίν της
ἀπέσω εἰς τὰ τέρμενα, τὰ ἔχουσιν τὰ συνήθεια,
τοῦ νὰ ἀνακράξῃ ὡς ἔπρεπεν καὶ νὰ ζητήσῃ δίκαιον».
[` 514] Ἐνταῦτα ἀποκρίθηκεν μισὶρ Νικόλαος ἐκεῖνος
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα ἀπόκρισιν ἐτέτοιαν·
«Ἀφέντη πρίγκιπα Μορέως, λέγω τὴν ἀφεντίαν σου·
ἐὰν ἔβλεπα κ᾿ ἐγνώριζα μετὰ πληροφορίας
ὅτι ἡ ἀδελφή μου, ὅπου ἔνι ἐδῶ, οὐδὲν ζητεῖ μὲ δίκαιον
τὸ κάστρον καὶ τὴν ἀφεντίαν, τὴν περιοχὴν Ἀκόβου,
ἐτότε νὰ ἦτον εὔπρεπον τοῦ νὰ ἐζητοῦμαν χάριν.
Τὸ δὲ τὸ δίκαιον ἔνι ὀρθόν, ὡς τὸ ἐξεύρεις ἀτός σου,
ὅτι ἡ ἀδελφή μου ὡς διὰ ἐσὲν εἰς φυλακὴ ἐκρατειέτον
κι οὐδὲν ἠμπόρει οὐδὲ ποσῶς τοῦ νὰ ἐξέβῃ ἀπέκει
διὰ νὰ ἔλθῃ ἀνακράζοντα τὸ ἰγονικὸν Ἀκόβης.
Διὰ τοῦτο γὰρ οὐδὲν ζητῶ χάριν καμμία ἀπὸ ἐσέναν,
μόνι τὸ δίκαιο ὡς ἀπαιτεῖ κι ὁρίζει το ὁ νόμος».
[` 515] Ἐνταῦτα τοῦ ἀπεκρίθηκεν ὁ πρίγκιπας Μορέως
καὶ λέγει τοῦ μισὶρ Νικολάου ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ἐκείνου·
«Ἀφῶν οὐ χρήζεις χάριταν νὰ λάβῃς ἀπὸ ἐμέναν
καὶ θέλεις κι ἀνακράζεις με τῆς κούρτης μου τὸ δίκαιον,
λέγω καὶ μαρτυρῶ σε το, ᾿ς ἀλήθειαν τὸ ἀφιρώνω,
ὅτι ἁμαρτίαν ἀπὸ Θεοῦ καὶ ψέγος τῶν ἀνθρώπων
ἤθελα ἔχει εἰς ἐμέν, ἂν σὲ ἔλειψα ἀπὸ τοῦτο.
Διὰ τοῦτο θέλω νὰ γενῇ τὸ πρᾶγμα ἀφιρωμένον
μὲ προσοχὴν καὶ διάκρισιν, τοῦ τόπου τὰ συνήθεια,
ὅπως μὴ σφάλω τίποτε κ᾿ ἔχω κατηγορίαν
ἀπὸ τὸν Θεὸν κ᾿ ἐκ τοὺς ἁγίους ὁμοίως κ᾿ ἐκ τοὺς
ἀνθρώπους.
Καὶ θέλω τοῦ νὰ σωρευτοῦν ὅλου τοῦ πριγκιπάτου
οἱ φλαμουριάροι κι ἀρχιερεῖς, οἱ λίζιοι καβαλλάροι,
νὰ βάλω τὴν ὑπόθεσιν εἰς αὔτους νὰ τὴν κρίνουν
πρὸς τὰ συνήθεια τοῦ Μορέως, μὲ τοῦ Θεοῦ τὸν φόβον,
τὰ ἔδωκεν ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος ὁ Ρομπέρτος
τοῦ μακαρίτου μου ἀδελφοῦ τοῦ πρίγκιπα Ντζεφρόη,
ὅταν ἐσυμβιβάστησαν κ᾿ ἐπῆρεν τον γαβρόν του».
[` 516] Ἐνταῦτα ὁρίζει ὁ πρίγκιπας κ᾿ ἐγράψασιν πιττάκια
εἰς ὅλους τοὺς φλαμουριαρίους τοῦ πριγκιπάτου ὅλου
ὡσαύτως κ᾿ εἰς τοὺς ἀρχιερεῖς κ᾿ εἰς τοὺς καβαλλαρίους,
καὶ ἦλθαν κ᾿ ἐσωρεύτησαν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κλαρέντζαν.
Στοῦ ἅγιου Φραγκίσκου ἐσέβησαν, εἰς τοὺς Φρεμενουρίους
κ᾿ ἐκάτσαν εἰς κρισίματα, ὡς ἔνι τὸ συνήθειον.
Ἐνταῦτα λέγει ὁ πρίγκιπας μισὶρ Νικολάου ἐκείνου·
«Θέλω νὰ μάθω ἀπὸ σοῦ τὸ ποῖος ἔνι ὁ ἀβουκᾶτος
ὅπου χρεωστεῖ τοῦ νὰ λαλῇ ὡς διὰ τὴν ἀδελφήν σου
τοῦ νὰ βαστᾷ τὸν λόγον της, νὰ συντυχαίνῃ εἰς κούρτην».
Κ᾿ ἐκεῖνος τοῦ ἀπεκρίθηκεν· ἀτός του θέλει εἶσται
νὰ λέγῃ κι ἀποκρένεται ὅσον διαφέρνει εἰς κρίσιν
διὰ ἐκείνην τὴν ὑπόθεσιν τοῦ κάστρου τῆς Ἀκόβου.
[` 517] Κ᾿ εἰς τοῦτο ἀπεκρίθηκεν ὁ πρίγκιπας καὶ εἶπεν·
«Ἀφότου ἐσὺ ἀποδέχεσαι νὰ εἶσαι ἀβοκᾶτος
διὰ τὴν ὑπόθεσιν αὐτὴν τῆς ντάμα Μαργαρίτας,
κ᾿ ἐγὼ ὡς διὰ τὴν ἀγάπην σου κι ὡς διὰ τὴν συντροφίαν
σου
νὰ σὲ ποιήσω συντροφίαν καὶ νὰ βαλθῶ ἀβοκᾶτος,
νὰ διαφεντεύω καὶ κρατῶ τὰ δίκαια τῆς κούρτης».
Ἐνταῦτα κράζει ὁ πρίγκιπας τὸν λογοθέτη ἐκεῖνον,
μισὶρ Λινάρδον τὸ ὄνομα, ἀπὸ τὴν Πούλιαν ἦτον·
ἄνθρωπος ἦτον φρόνιμος, καλὰ γραμματισμένος·
ἐκεῖνον εἶχε ἰσόψυχον καὶ πρῶτον στὴν βουλήν του.
Τὴν βέργαν γὰρ καὶ τὸ ραβδί, τὸ ἐκράτει εἰς τὸ χέριν,
ὡς τὸ ἔχουσιν οἱ ἀρχηγοὶ κ᾿ οἱ ἀφέντες γὰρ τοῦ κόσμου,
τοῦ ἔδωκεν καὶ λέγει τον· «Ἐγὼ σὲ παραδίδω
τὴν ἀφεντίαν ὅπου κρατῶ νὰ στήκῃς διὰ τὴν κούρτην,
νὰ κρένῃς γὰρ καὶ νὰ κρατῇς τὸ δίκαιον μὲ τὸν νόμον,
μὲ τὴν βουλὴν καὶ συντροφίαν ὅπου εἶναι ἐδῶ εἰς τὴν κούρτην·
κι ὁρκῶ σε κατὰ τοῦ Χριστοῦ κ᾿ εἰς τὴν ψυχήν σου ἐπάνω,
ἐσὲν κι ὅσοι καθέζονται μετὰ σὲ ἐδῶ εἰς τὴν κούρτην,
τὸ δίκαιον τῆς ἀρχόντισσας μαντάμα Μαργαρίτας
νὰ τὸ κρατήσετε καλὰ ὥσπερ καὶ τὸ τῆς κούρτης.
Μὴ σαλευτῆτε τίποτε διὰ φτόνον ἢ φιλίαν·
προσέχετε μὴ σφάλετε ἀπάνω εἰς τὰς ψυχάς σας,
ἐπεὶ ἐγὼ διὰ συντροφίαν κι ἀγάπην τοῦ ἀδελφοῦ μου
τοῦ μισὶρ Νικολάου ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ θέλω νὰ ἀβοκαρίσω
ἐκ τὸ ἄλλο μέρος, νὰ κρατῶ τὸ δίκαιον γὰρ τῆς κούρτης».
[` 518] Ἐν τούτῳ ἐπεχείρησεν μισὶρ Νικόλας ἐκεῖνος
νὰ λέγῃ κι ἀφηγήσεται τὸν τρόπον τῆς Ἀκόβου,
τὸ πῶς ἐξέπεσε ἡ ἀφεντία τοῦ ἰγονικοῦ ἐκείνου
τῆς πρωτοστρατόρισσας τῆς ντάμα Μαργαρίτας,
καθὼς τὸ ἀκούσετε ἐδῶ ὀπίσω εἰς τὸ βιβλίον μου
τοὺς τρόπους καὶ τὲς ἀφορμὲς καὶ τὴν καθοδηγίαν,
τὸ ὅποιον οὐδὲν μὲ φαίνεται νὰ σᾶς τὸ διπλογράψω,
διατὸ ἔνι γὰρ κολαστικόν, οἱ πάντες τὸ βαρειῶνται.
[` 519] Κι ἀφότε ἀποπλήρωσε τὰ εἶχεν νὰ λαλήσῃ,
ἐνταῦτα πάλε ἄρχισεν ὁ πρίγκιπας νὰ λέγῃ,
νὰ βάνῃ τρόπους κι ἀφορμὲς καὶ λόγους ἐναντίους
πρὸς τὸ εἶπεν γὰρ κ᾿ ἐλάλησε μισὶρ Νικόλαος ἐκεῖνος,
ὡς τὸ ἔχουσιν οἱ διάταξες κι ὅλα τὰ δικαστήρια
καὶ λέγουσιν ὁ κατὰ εἷς τὸ ἐξεύρει διὰ ὄφελόν του.
Κι ἀφότου εἴπασιν πολλὰ κ᾿ ἐπλήθυναν τὰ λόγια,
ὥρισεν ὁ πρίγκιπας κ᾿ ἠφέραν τὸ βιβλίον,
ὅπου ἔγραφαν κ᾿ ἐλέγασιν τοῦ τόπου τὰ συνήθεια.
Ἐνταῦτα ηὕρασιν ἐκεῖ ἐγγράφως τὸ κεφάλαιον,
ὅπερ γράφει λεπτομερῶς, λέγει καὶ διερμηνεύει,
τὸ πῶς ὁ λίζιος ἄνθρωπος χρεωστεῖ ποιῆσαι τοῦτο·
εἰ μὲν συμβῇ ὁ ἀφέντης του ὁ ἐχτρός του νὰ τὸν πιάσῃ
καὶ νὰ τὸν ἔχῃ εἰς φυλακήν, εἰς τιμωρίαν σιδήρων,
νὰ τὸν ζητήσῃ ὁ ἀφέντης του καὶ νὰ τὸν ἀνακράξῃ·
νὰ σέβῃ εἰς τὴν φυλακὴν εἰς ὄψιδαν διὰ ἐκεῖνον,
νὰ ἐβγάλῃ τὸν ἀφέντην του ἀπὸ τὸ δεσμωτήριον.
Ὀφείλει πρὸς τὸ σύνηθες καὶ πρὸς τὸ ὁρίζει ὁ νόμος
νὰ σέβῃ εἰς τὴν φυλακὴν σωματικῶς ἀτός του.
Καὶ μετὰ ταῦτα ὁ ἀφέντης του χρεωστεῖ πάλιν νὰ ἐβγάλῃ
τὸν λίζιον ἄνθρωπο ἀπ᾿ ἐκεῖ ποῦ ἐσέβη ὡς διὰ ἐκεῖνον.
[` 520] Οἱ πάντες γὰρ ὅπου ἤσασιν ἐκεῖ στὴν κούρτη ἐτότε,
ὅλοι ἐπλαγίασαν κ᾿ ἔλεγαν μὲ διάκρισιν μεγάλην
ὅτι ἡ πρωτοστρατόρισσα ἐτύχαινεν νὰ ἔχῃ
τὸ ἰγονικόν, τὴν περιοχὴν τοῦ κάστρου τῆς Ἀκόβου,
ἀφῶν ἀτός του ὁ πρίγκιπας τὴν ἔβαλε καὶ ἦτον
ὄψιδα καὶ εἰς φυλακὴν διὰ ἐκεῖνον εἰς τὴν Πόλιν.
[` 521] Τὸ φέρει γὰρ ὁ πρίγκιπας τοῦ νόμου τὸ βιβλίον
κ᾿ ἐστάθη κι ἀφιρώθηκεν εἰς τὸ κεφάλαιο ἐκεῖνο·
κι ἀπόδειξε μὲ τὸ βιβλίον, τοῦ τόπου τὰ συνήθεια,
ὅτι μὲ δίκαιον χρεωστικὸν ἐχρεώστει νὰ τὸ ποιήσῃ.
Οὐδὲν τῆς ἔφταιεν τίποτε διατὶ γὰρ οὐκ ηὑρέθη
διὰ νὰ ζητήσῃ δίκαιον στὸ ἰγονικὸν ἐκεῖνον
ἀπέσω εἰς τὰ τέρμενα ὅπου ἔχουν τὰ συνήθεια.
[` 522] Ἐμεταπιάσαν ὅλοι τους κ᾿ ἐστράφησαν καὶ εἶπαν
ὅτι ἀφότου ἐτύχαινε κ᾿ ἐχρεώστει νὰ τὸ ποιήση,
(νὰ σέβῃ γὰρ στὴν φυλακὴν ἀφῶν τὴν ἀνακράξει,
ὁ ἀφέντης της ὁ λίζιος, τὸ ὁρίζουν τὰ συνήθεια,
κι οὐδὲν εὑρέθη εἰς τὸν Μορέα στὰ τέρμενα ἀπέσω,
νὰ φανιστῇ εἰς τὸν πρίγκιπα, νὰ τοῦ ζητήσῃ δίκαιον),
κ᾿ ἐπέρασαν τὰ τέρμενα, - τὸ δίκαιον της ἐχάσε·
ἐδῶκαν τὴν ἀπόφασιν ὅτι ἔρημα γυρεύει.
Ἐκράξασιν τὸν πρίγκιπα καὶ τὸν μισὶρ Νικόλαον,
καὶ ἤλθασιν ἀμφότεροι ἐνώπιον τῆς κούρτης,
Κι ὁ λογοθέτης, ὅπου ἦτον τοῦ πρίγκιπος ὁ δίκαιος,
ἐκεῖνος τοὺς ἐσύντυχεν κ᾿ ἐβάσταξε τὸν λόγον,
τὸ πῶς ἡ κούρτη ἐτήρησε κ᾿ ηὕρασι μὲ τὸν νόμον·
λεπτομερῶς τοὺς ἔδειξε τὸ δίκαιον καὶ τοὺς τρόπους,
τὸ πῶς ἡ κούρτη ἐκέρδισε τὸ κάστρον τῆς Ἀκόβου
μὲ τὰ ὁμάτζια κι ἀφεντίαν, τὴν περιοχὴν ὅπου εἶχεν,
πρὸς τὰ συνήθεια τοῦ Μορέως, καθὼς τὸ ὁρίζει ὁ νόμος.
Τὸ ἀκούσει ἐτοῦτο ὁ πρίγκιπας, ὡς τὸ ἔχουσιν οἱ κοῦρτες,
τὴν κούρτην εὐχαρίστησεν κι ἀπόφασιν ἀπῆρεν·
ὡς δὲ ὁ πρωτοστράτορας ὁ μισὶρ Ντζᾶς ἐκεῖνος,
οὐδὲν ἠθέλησεν ποσῶς εὐχαριστίαν νὰ ποιήσῃ.
Μετὰ ταῦτα ὅλοι οἱ ἄρχοντες, οἱ λίζιοι φλαμουριάροι,
ἀπηλογίαν ἐζήτησαν κι ὁ πρίγκιπας τοὺς τὴν δίδει,
κ᾿ ἐδιάβησαν ὁ κατὰ εἷς ἔνθα ἤθελεν κ᾿ ἠγάπα.
Ἡ κούρτη γὰρ ἐσκόρπισεν, ὁ κατὰ εἷς ἐδιάβη
ἐκεῖ ποῦ ἐχρεώστει ν᾿ ἀπελθῇ ἕκαστος ἀπ᾿ ἐκείνους.
[` 524] Καὶ μετὰ ταῦτα ὁ πρίγκιπας κράζει τὸν λογοθέτην
καὶ λέγει του γὰρ μοναξὰ μὲ διάκρισιν μεγάλην·
«Ὀμνύω σε, λογοθέτη μου, ἐνώπιον τοῦ Κυρίου μου,
πολλὰ μὲ ἐφάνη βαρετὸν ἡ κρίσις ὅπου ἐδόθη,
καὶ ἀκληρήθη ἡ ἀρχόντισσα, ἡ ντάμα Μαργαρίτα,
ἀπὸ τὸ κάστρον κι ἀφεντίαν, τὴν περιοχὴν Ἀκόβης,
διατὶ ἀπεικάζω αἰσθητὰ κι ἐξεύρω ὅτι ἔνι ἀλήθεια
ὅτι ἐγὼ τὴν ἔβαλα στὴν φυλακὴν ὅπου ἦτον.
Καὶ δι᾿ αὔτην γὰρ τὴν ἀφορμὴν οὐδὲν εὑρέθη ἐνταῦτα,
στὰ τέρμενα καὶ στὸν καιρὸν ὅπου ἔπρεπεν νὰ ἔλθῃ,
νὰ ἐμφανιστῇ εἰς τὴν κούρτην μου καὶ νὰ ἔχῃ ἐξεζητήσει
τῆς Ἄκοβας τὴν ἀφεντίαν ὅπου ἦτο ἰγονικόν της.
Κ᾿ ἐτούτη γὰρ ἡ ἁμαρτία νὰ σὲ εἰπῶ πῶς ἐγίνη.
Ἐτότε ὅταν μὲ ἠφέρασιν κ᾿ εἴπασιν τὸ μαντᾶτο,
ὅτ᾿ εἶναι καὶ ἀπόθανεν ὁ ἀφέντης τῆς Ἀκόβου
(διατὸ ἦτον εἰς τὴν φυλακὴν ἡ ντάμα Μαργαρίτα,
ὅπερ γὰρ τῆς ἔρχετον τὸ ἰγονικὸν ἐκεῖνο,
διατὸ ἦτον κληρονόμος του, παιδὶ τῆς ἀδελφῆς του),
μὲ ἤφερεν ἡ ὄρεξις κ᾿ ἐπίασα τὸ βιβλίον
ἐκεῖνο ὅπου γράφουσιν τοῦ τόπου τὰ συνήθεια.
Καὶ ἔτυχεν καὶ ηὕρηκα ἐκεῖνο τὸ κεφάλαιον
ὅπερ τὸ γράφει καὶ δηλοῖ, λέγει καὶ διερμηνεύει,
τὸ πῶς ὁ λίζιος ἄνθρωπος, ὅποιος γὰρ κι ἂν ἔνι,
χρεωστεῖ νὰ σέβῃ εἰς φυλακὴν εἰ μὲν τὸν ἀνακράξῃ
ὁ ἀφέντης του ὁ φυσικὸς διὰ νὰ ἔβγῃ ἀπέκει ἐκεῖνος·
καὶ μετὰ ταῦτα ὁ ἀφέντης του χρεωστεῖ νὰ τὸν ἐβγάλῃ
ἀπὸ τὸ δεσμωτήριον τῆς φυλακῆς ἐκείνης.
Λοιπὸν ὡς ἐλογίστηκα καὶ ηὕραμε τὸν νόμον,
ἀφῶν ἡ πρωτοστατόρισσα εὑρίσκετον στὴν Πόλιν
εἰς φυλακήν, ὡς ὄψιδαν ὅπου ἦτον διὰ ἐμέναν,
κι οὐκ ἠμπόρει νὰ ἐφανιστῇ στὴν κούρτην μου νὰ ἔλθῃ
ἀπέσω εἰς τὰ τέρμενα, τὰ ὁρίζει γὰρ ὁ νόμος,
ἦτον δίκαιον νὰ ἀκληρηθῇ καὶ χάσῃ τὸ ἰγονικόν της;
Ἐν τούτῳ ἐδιακρίθηκα κ᾿ εἶπα εἰς τὸν λογισμόν μου·
ὅτι ἀφότου εὑρίσκετον στὴν φυλακὴν δι᾿ ἐμέναν,
καὶ ἔχανε τὸ ἰγονικόν, τῆς εἶχεν ἐξεπέσει,
πάλε ἡ ἁμαρτία, τὸ μέμψιμον, ἔρχετον εἰς ἐμέναν.
Κ᾿ εἰς τοῦτο ἐβουλήθηκα κ᾿ ἐπῆρα εἰς τὸν σκοπόν μου
νὰ τῆς ἀφήκω τὸ ἥμισον τῆς μπαρουνίας ἐκείνης,
καὶ πάλε τὸ ἄλλο ἥμισον νὰ δώσω τῆς Μαργαρίτας,
τῆς θυγατρός μου τῆς μικρῆς, νὰ τὸ ἔχῃ εἰς γονικόν της.
Κ᾿ εἶδες ὅτι ἤλθασιν ἐδῶ ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ἐκεῖνοι
μὲ παρρησίαν καὶ ἔπαρσιν κι ἀλαζονείαν μεγάλην·
πολλὰ μ᾿ ἐφάνη βαρετὸν κ᾿ ἐχόλιασε ἡ καρδία μου
καὶ δι᾿ αὐτὸ γὰρ ἐρώτησα ἐτότε τὸν μισὶρ Νικόλα,
τὸ τί ἐζήτει εἰς τὴν κούρτην μου, κἄν χάριταν, κἄν δίκαιον;
κ᾿ ἐκεῖνος ἀποκρίθηκεν μὲ ἀλαζονείαν μεγάλην·
ὅτι ἀπὸ ἐμὲν οὐκ ἔχρηζεν καμμίαν χάριν νὰ λάβῃ,
μόνι τὸ δίκαιον τοῦ ἔρχετον τῆς ντάμα Μαργαρίτας.
Κ᾿ ἐγὼ διὰ τοῦτο ὥρισα κ᾿ ἠφέραν τὸ βιβλίον,
ὅπου ἔνι ὁ νόμος τοῦ Μορέως, καὶ γράφουν τὰ συνήθεια,
διὰ νὰ κριθοῦμε μετ᾿ αὐτό, νὰ λείψῃ ἡ ἀλαζονειά τους,
κι ἀπώθωκα τὴν διάταξιν στὴν τήρησιν τῆς κούρτης.
Λοιπόν, ἀφότου ἐκρίνασιν οἱ λίζιοι μὲ τὸν νόμον
ὅτι ἀκληρήθηκεν ἡ ντάμα Μαργαρίτα,
θέλω νὰ ποιήσω πρὸς αὐτὸν χάριν, νὰ τὸ ἐγνωρίσουν
ὅσοι τὸ ἀκούσουν κ᾿ ἔχουσιν φρένα καὶ γνώση εἰς αὔτους.
Ἐν τούτῳ ἐξεύρω, ἐπίσταμαι τὸ γράφει εἰς τὸ ριτζέστρο·
τῆς Ἄκοβας ἡ μπαρουνία μὲ τὰ ὁμάτζια ποῦ ἔχει,
ὅτι εἶναι εἰκοσιτέσσαρα φιὲ καβαλλαρίων.
Διὰ τοῦτο θέλω, ἂν μ᾿ ἀγαπᾷς, νὰ κράξῃς τὸν Κολινέτον,
ὅπου ἔν᾿ πρωτοβιστιάριος ὅλου τοῦ πριγκιπάτου,
κι ἂς ἔλθουσιν οἱ γέροντες τῆς μπαρουνίας Ἀκόβου
κι ἂς φέρουσιν τὰ πραχτικὰ ὅπου ἔχουσιν μετ᾿ αὔτους.
Καὶ ποιήσετε τὴν μερισίαν ὅλης τῆς μπαρουνίας·
τὸ τρίτον γὰρ χωρίσετε κι ἀθολογήσετέ το·
ἐνῷ ἔρχονται τὰ φίε ὀχτώ, θέλω τὰ πέντε νὰ εἶναι
ὅλα ἀπὸ τὰ καλλιώτερα δημοσικὰ τοῦ τόπου·
κι ἀπὸ τὰ ὁμάτζια χώρισον τὰ πρῶτα γὰρ τὰ τρία,
καὶ βάλε νὰ μοῦ γράψουσιν φράγκικον προβελέντζι,
τὸ πῶς τὰ δίδω αὐτὰ τὰ ὀχτὼ τὰ φίε τῆς Ἀκόβου,
τὸ τρίτον γὰρ τῆς μπαρουνίας, τῆς ντάμα Μαργαρίτας
διὰ χάριν καὶ δόμα νέον αὐτῆς καὶ τῶν παιδίων της».
[` 526] Κι ὁ λογοθέτης παρευτύς, μὲ προθυμίαν μεγάλην,
τοῦ πρίγκιπος τὸν ὁρισμὸν ἐπλήρωσεν κ᾿ ἐποῖκεν,
[` 528] Τὸ προβελέντζι ἐβούλλωσεν ἀτός του ὁ λογοθέτης,
τοῦ πρίγκιπος τὸ ἤφερεν καὶ προσκομίζει τοῦ το.
Κι ὁ πρίγκιπας τὸ ἀνάγνωσεν· πολλὰ καλὸν τοῦ ἐφάνη·
τὸ κουβερτοῦρι ἐσήκωσεν αὐτὸ τοῦ κρεββατίου του,
ἐκεῖ ἀπὸ κάτω τὸ ἔβαλεν, λέγει τοῦ λογοθέτη·
«Ἄγωμε ἀτός σου, φέρε ἐδῶ τὴν ντάμα Μαργαρίτα
κι εἰπές της ὅτι χρήζω την, θέλω νὰ τῆς συντύχω».
Κι ὁ λογοθέτης παρευτὺς ἀπῆλθεν κ᾿ ἔφερέν την·
τὸ ἔλθει ἡ πρωτοστρατόρισσα, ὁ πρίγκιπας τῆς λέγει·
[` 529] «Τὸν Θεὸν ἐβγάνω μάρτυρα, καλή μου θυγατέρα,
στὴν ὄρεξιν καὶ θέλημα, ὅπου εἶχα πρὸς ἐσέναν,
τοῦ νὰ σὲ ποιήσω κουρτεσίαν καὶ χάριταν ὁμοίως
στὸ ἰγονικὸν ποῦ σὲ ἔρχετον, στὴν μπαρουνίαν Ἀκόβου.
ἐπεὶ διὰ τοῦτο ἐρώτησα τὸν γέρο μισὶρ Νικόλα
ἐτότε ὅταν ἤλθετε ἐνώπιον μου εἰς τὴν κούρτην·
τὸ τί μοῦ ἐζήτει πρότερον κι ὠρέγετον νὰ ποιήσω,
κἄν δίκαιον κἄν τε χάριταν, τὸ ὅποιον θέλει ἐκ τὰ δύο;
κ᾿ ἐκεῖνος ἀπὸ ἀλαζονείας καὶ ἔπαρσιν ὅπου εἶχεν,
οὐδὲν ἐχρειάστη χάριταν νὰ λάβῃ ἀπὸ ἐμέναν,
ἀλλὰ τὸ δίκαιον ἤθελεν νὰ λάβῃ ἀπὸ τὴν κούρτην.
Κ᾿ ἐγὼ διὰ τοῦτο ἤφερα τοῦ νόμου τὸ βιβλίον·
τῆς κούρτης τὸ ἐπαράδωκα, μετὰ ταῦτα μᾶς ἐκρῖναν·
κι ἀφῶν ἡ κούρτη τὸ ἔκρινεν τὸ τί σὲ ποιήσει οὐκ ἔχω.
Ὅμως ἐγὼ διὰ χάριταν ἐξεύροντα μὲ ἀλήθειαν
ὅτι διὰ ἐμὲν εὑρέθηκες ὄψιδα εἰς τὴν Πόλιν
ὅταν γὰρ σὲ ἐξέπεσεν ἡ μπαρουνία Ἀκόβου·
ἔχοντα δὲ τὴν διάκρισιν καὶ σπλάχνος εἰς ἐσέναν,
ἐχώρισα καὶ δίδω σε τῆς μπαρουνίας τὸ τρίτον
ὡς νέον δόμα καὶ κληρονομίαν ἐσὲν καὶ τῶν παιδίων σου·
καὶ σήκωσε τὸ ὑπάπλωμα κι αὐτὸ τὸ κουβερτάριν
νὰ εὕρῃς τὸ προβελέγγι σου, πάρ᾿ το μὲ τὴν εὐχήν μου».
Κι ὁ λογοθέτης ἅπλωσεν, τὸ προβελέγγι ἐβγάνει,
τοῦ πρίγκιπος τὸ ἔδωκεν, στὰς χεῖρας του τὸ βάνει·
κι ὁ πρίγκιπας ἐλάλησε τῆς ντάμα Μαργαρίτας·
«Ἔλα ἐδῶ, θυγάτηρ μου, διὰ νὰ σὲ ρεβεστίσω».
Κ᾿ ἐκείνη τοῦ ἐσίμωσεν, καὶ τὸ χαρτὶ τῆς δίδει·
ἐβγάνει τὸ χερόρτι του, μὲ αὐτὸ τὴν ρεβεστίζει.
[` 530] Κ᾿ ἐκείνη γάρ, ὡς φρόνιμη, μετὰ χαρᾶς τὸ ἀπῆρεν,
μὲ χαμηλὸν προσκύνημα, κ᾿ εὐχαριστίαν μεγάλην.
Ἐνταῦτα ἀποχαιρέτησεν, στὸ ὁσπίτι της ἐδιάβη·
ἐκεῖ ηὕρηκεν τὸν μισὶρ Ντζᾶν τὸν ἄντραν της ἐκεῖνον.
Χαρὰν μεγάλην τοῦ ἔδειξεν, λεπτῶς τοῦ ἀφηγήθην
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικεν ἐκεῖσε ὅπου ἐδιάβη
καὶ τὴν δωρέαν, τὴν ἔλαβεν, τὴν χάριταν ποῦ ἀπῆρεν
ἀπὸ τὸν πρίγκιπα Μορέως, τὸ τρίτον τοῦ Ἀκόβου.
Τὸ ἀκούσει το ὁ μισὶρ Ντζᾶς, τὰς χεῖρας του σηκώνει·
χαρὰν μεγάλην ἔποικεν καὶ τὸν Θεὸν δοξάζει,
διατὶ ποτέ του οὐκ ἤλπιζεν, ποτέ του οὐδὲν ἐθάρρει
νὰ ἔχῃ μερίδι οὔτε ἀφεντίαν στὴν μπαρουνίαν Ἀκόβου.
[` 531] Ἀφότου γὰρ ὁ πρίγκιπας ἐποίησε τὰ σᾶς γράφω,
τὸν λογοθέτην ἔκραξε κ᾿ εἶπε του νὰ ποιήσῃ
ἕτερον προβελέντζιο ἀπὸ τὰ δύο ἰμερίδια
τοῦ κάστρου καὶ τῆς περιοχῆς τῆς μπαρούνιας Ἀκόβου,
τὸ πῶς τὸ δίδει εἰς γονικὸν τῆς θυγατρὸς του ἐκείνης,
τῆς Μαργαρίτας, σὲ λαλῶ, οὕτως τὴν ὠνομάζαν.
Ἔγραψαν κ᾿ ἐβουλλῶσαν τα, κράζει καὶ δίδει τῆς τα,
εὐθέως τὴν ἐρρεβέστισεν καὶ εἰς νομὴν τὴν βάνει,
εὐχήθη της νὰ τὸ κρατῇ, νὰ τὸ κληρονομήσῃ.
[` 532] Μετὰ ταῦτα ὁ πρίγκιπας, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος,
τὰ πάντα ὅπου σὲ λαλῶ, γράφω καὶ ἀφηγοῦμαι,
καὶ ἄλλα πλεῖστα καὶ πολλά, τὰ οὐκ ἠμπορῶ σὲ γράφει,
ἐποίησεν καὶ ἐδιόρθωσεν κι ἀπεκατέστησέν τα.
Ὡς ἔν᾿ τὸ πρᾶγμα φυσικὸν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων
κι ὅσοι γεννοῦνται γεύγονται θάνατον κι ἀποθνήσκουν,
ἦλθεν τοῦ πρίγκιπος καιρός, τὸ ἐχρεώστει, νὰ ἀποθάνῃ,
ν᾿ ἀπέλθῃ εἰς τὸν παράδεισον καὶ νὰ διαβῇ ἐκ τὸν κόσμον.
Στὴν Καλομάτα ἐδιέβηκεν ὅπου εἶχεν μέγαν πόθον
διατὶ ἐγεννήθηκεν ἐκεῖ κ᾿ ἦτον ἰγονικόν του,
τὸ ἴδιον καὶ τὸ φυσικόν, τὸ ἔδωκε ὁ Καμπανέσης
εἰς γονικὸν κληρονομίας ἐκεινοῦ τοῦ πατρός του
τοῦ γέρο τοῦ μισὶρ Ντζεφρέ, Βιλαρδουὴν τὸ ἐπίκλην.
Καταπαντοῦθε ἀπέστειλε νὰ ἔλθουν οἱ φλαμουριάροι,
οἱ ἀρχιερεῖς κ᾿ οἱ φρόνιμοι ὅλου τοῦ πριγκιπάτου·
ἐκεῖσε ἐκατέπεσεν εἰς ζάλην τοῦ θανάνου·
ὅλους ἐπαρακάλεσε διὰ νὰ τὸν συμβουλέψουν
νὰ ποιήσῃ πρᾶγμα εὔπρεπον εἰς τέλος τῆς ζωῆς του.
[` 533] Τὴν διάταξίν του ἔποικεν μὲ διάκρισιν μεγάλην·
τὸν μέγαν τὸν κοντόσταυλον, τὸν Τζαρδεροῦν ἐκεῖνον,
ἐδιόρθωσεν καὶ ἄφηκεν μπάϊλον στὸ πριγκιπᾶτο.
Τὸν ρῆγαν γὰρ τὸν Κάρουλον ἔγραψεν κι ἄξιωσέ τον,
πρῶτα τὲς θυγατέρες του κι ὅλους τοῦ πριγκιπάτου,
μικροί, μεγάλοι, νὰ τοῦ εἶναι ὅλοι παραδομένοι,
νὰ τοὺς κρατῇ καὶ κυβερνῇ ὅλους μὲ δικαιοσύνην.
Τὰ μοναστήρια τῶν Φραγκῶν ὁμοίως καὶ τῶν Ρωμαίων,
τὰ ἔποικεν κι ἀνάστησεν διὰ νὰ παρακαλοῦσιν
τὸν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν διὰ τὴν χριστιανωσύνην·
τὰ ψυχικά, τὰ ἔχουσιν μετὰ προβελεντζίου του,
ὅπου ἔποικεν τοῦ καθενός, τινὰς μὴ τὰ ἐμποδίσῃ,
μηδὲ ἐνοχλήσῃ τίποτε ἀπὸ ὅσα τοὺς ἐδῶκεν.
Ὡσαύτως γὰρ καὶ τὲς δωρεὲς ὅπου ἔποικεν ἀνθρώπων,
ὅπου τὸν ἐδουλέψασιν μὲ προθυμίαν καὶ κόπον,
μὴ τοὺς ὀχλήσῃ πώποτε ἄνθρωπος γεννημένος.
[` 535] Ὥρισε κ᾿ ἐπαρήγγειλεν, μεθ᾿ ὅτου ἀποθάνῃ,
μὴ προῦ περάσῃ ὁ καιρὸς ἐκεῖνος γὰρ ὁ χρόνος,
τὰ ὀστέα του μοναχὰ νὰ βάλουσι εἰς σεντοῦκι
στὸν ἅγιον Ἰάκωβον Μορέως, ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδραβίδαν,
στὴν ἐκκλησίαν ὅπου ἔποικεν καὶ ἔδωκεν στὸ Τέμπλο,
εἰς τὸ κιβούριον, τὸ ἔποικεν, ὅπου ἦτον ὁ πατήρ του·
εἰς τὴν δεξιάν του τὴν μερέαν νὰ ἔνι ὁ ἀδελφός του,
κ᾿ ἐκεῖνος νὰ ἔνι ἀριστερά, καὶ ὁ πατήρ του μέσα.
Ἐδιόρθωσεν κ᾿ ἐπρόνοιασεν τέσσαρους καπελλάνους,
τοὺς ὀνομάζουν οἱ Ρωμαῖοι ἱερεῖς τοὺς λέγουν ὅλοι,
νὰ στήκουσιν ἀδιάλειπτοι εἰς αἰῶνας τῶν αἰώνων,
νὰ ψάλλουσιν καὶ λειτουργοῦν ἀεννάως διὰ τὲς ψυχές τους·
εἰς ἐντολὴν κι ἀφορισμὸν ὥρισε, ἐγράψανέ το,
ποτὲ νὰ μὴ ἔχουν σκάνταλον ἀπὸ ἄνθρωπον τοῦ κόσμου.
[` 534] Κι ἀφότου ἐκατόρθωσεν ὅσα σᾶς ἀφηγοῦμαι
καὶ ἄλλα πλεῖστα πράγματα (τὰ οὐκ ἠμπορῶ σᾶς γράψει,
διατὶ βαρειῶμαι γράφει τα διὰ τὴν πολυγραφίαν),
τὸ πνεῦμα του ἐπαρέδωκεν κι ἀπῆραν το οἱ ἀγγέλοι·
ἐκεῖ τὸ ἀποσκηνώσασιν ὅπου εἶναι οἱ δίκαιοι ὅλοι·
ὅλοι τὸν μνημονεύετε, καλὸς ἀφέντης ἦτον.
Ἔδε ἁμαρτία ποῦ ἐγίνετον, τὸ πρέπει νὰ λυποῦνται
μικροὶ μεγάλοι τοῦ Μορέως, διατὶ οὐδὲν ἀφῆκεν
ἀπ᾿ αὔτου υἱὸν ἀρσενικὸν διὰ νὰ κληρονοήσῃ
τὸν τόπον, ὅπου ἐκέρδισε μὲ μόχθον ὁ πατὴρ του.
Ἀμμὴ ἔποικεν θηλυκὰ κ᾿ ἐχάθη ἡ δούλεψή του·
ἐπεὶ τὸ θηλυκὸν παιδὶ ᾿ς κληρονομίαν ἀφέντου
ποτὲ στερχτὸ οὐκ εὑρίσκεται τοῦ νὰ κληρονομήσῃ,
ἀφοῦ ἐξ ἀρχῆς ἐγένετο κατάρα εἰς τὲς γυναῖκες·
κι οὐ πρέπει τοῦ νὰ χαίρεται ποτέ του γὰρ ἀφέντης
ὅπου διὰ κληρονομίαν ἔποικε θυγατέρες·
ἐπεὶ ὅλην τὴν ἀφεντίαν καὶ δόξαν ὅπου ἔχει,
οἷον γαμπρὸν τοῦ δώσῃ ὁ Θεός, θέλει τοῦ τὴν ἐπάρει.
[` 536 - 537] Ἀφότου γὰρ ἀπέθανεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος,
ὁ μισὶρ Ντζὰς ὁ Τζαρδεροῦς, κοντόσταυλος ὁ μέγας,
(οὕτως τὸν ὠνομάζουσιν στὸ πριγκιπᾶτο ὅλο,
ὅπερ γὰρ τὸν ἄφηκε μπάϊλον εἰς τὸν Μορέαν)
εὐθέως πιττάκια ἔγραψεν, μαντατοφόρους στέλνει
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνάπολιν ὅπου ἦτο ὁ ρῆγας Κάρλος.
Λεπτομερῶς τοῦ ἐμήνυσεν κ᾿ ἐπληροφόρεσέ τον
τὸν θάνατον τοῦ πρίγκιπος καὶ τὴν κατάστασίν του.
Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν, μεγάλως τὸ ἐλυπήθην·
ὥρισεν καὶ ἤλθασιν οἱ πρῶτοι τῆς βουλῆς του.
Βουλὴν ἐζήτησεν αὐτῶν τοῦ νὰ τὸν συμβουλέψουν
περὶ τοῦ τόπου τοῦ Μορέως πῶς νὰ τὸν κυβερνήσῃ.
Καὶ ἡ βουλή του τοῦ εἴπασιν τοῦ νὰ ἔχῃ ἀποστείλει
ἄνθρωπον φρονιμώτατον, στρατιώτην παιδεμένον,
τοῦ νὰ ἔνι μπάϊλος, κύβερνος ᾿ς ὅλο τὸ πριγκιπᾶτο,
νὰ ἔχῃ ἀπάδειαν κ᾿ ἐξουσίαν νὰ κυβερνᾷ τοὺς πάντας
εἰς ὄρεξιν κι ἀνάπαψιν τῶν τοπικῶν ἀνθρώπων.
[` 538] Ἐνταῦτα γὰρ ἐδιόρθωσεν ὁκάποιον καβαλλάρην·
Ροῦσον τὸν ὠνομάζουσιν καὶ ντὲ Σουλῆ τὸ ἐπίκλη·
ἄνθρωπος ἦτον εὐγενὴς, στρατιώτης παιδεμένος.
Καὶ ρογατόρους τοῦ ἔδωκεν πενῆντα εἰς τὰ φαρία τους
καὶ διακοσίους τζαγράτορους, ὅλοι ἐκλεχτοὶ εἰς ἄκρον,
τοὺς ὅποιους γὰρ τὸν ὥρισεν ὁ ρῆγας ἀπατός του
νὰ βάλῃ αὐτοὺς εἰς φύλαξιν τῶν καστρῶν τοῦ Μορέως·
προστάγματα τοῦ ἔποικεν, τὰ ἐπῆρε μετ᾿ ἐκεῖνον.
Στοὺς ἀρχιερεῖς, φλαμουριαρίους καὶ στοὺς καβαλλαρίους,
τοὺς πρώτους ὅπου ἤσασιν ἐτότε τοῦ Μορέως,
᾿ς ὅλους πιττάκια ἐβάσταινεν ἐκ τοῦ ρηγὸς τὸ μέρος.
Ἐξέβη ἀπ᾿ τὴν Ἀνάπολιν μὲ τὸν λαὸν ἐκεῖνον
κ᾿ εἰς τὴν Κλαρέντσαν ἔσωσεν τὸ ἔβγα τοῦ μαΐου.
Τὸ σώσει γὰρ ἀπέστειλεν στοὺς ἀρχιερεῖς τοῦ
τόπου,
εἰς ὅλους τοὺς φλαμουριαρίους κ᾿ εἰς τοὺς καβαλλαρίους
γραφές, πιττάκια τοῦ ρηγός, τὰ ἐβάστα μετ᾿ ἐκεῖνον.
Ὡσαύτως γὰρ τοὺς ἔγραψεν κ᾿ ἐκ μέρους ἐδικοῦ του
ὅπως νὰ καταλάβωσιν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κλαρέντσα,
νὰ ἰδοῦσιν τὰ προστάγματα, τὰ ἤφερε ἐκ τὸν ρῆγαν.
Κ᾿ ἐκεῖνοι ἐκατέλαβαν· τὸ λάβει τὰ πιττάκια,
κι ὅσον ἀποσωρεύτησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι,
ἀνοῖξαν τὰ προστάγματα καὶ ἀναγνώσανέ τα·
τὸ πῶς ὁ ρῆγας ὥρισεν ἅπαντας τοῦ Μορέως,
τὸν Ροῦσο ἐκεῖνον ντὲ Σουλῆ νὰ τὸν δεχτοῦν διὰ μπάϊλον,
κι ὅσοι εἶναι λίζιοι ἄνθρωποι καὶ χρεωστοῦν ὁμάτζια,
τοῦ Ρούσου νὰ τὰ ποιήσουσιν ὡς διὰ τὰ ἰγονικά τους,
ὥσπερ νὰ ἦτο ὁλοστινὸς ὁ ρῆγας ἀπατός του.
[` 540] Καὶ ὅσον ἀναγνώσασιν τοὺς ὁρισμοὺς ἐκείνους
οἱ φλαμουριάροι κ᾿ οἱ ἀρχιερεῖς κ᾿ οἱ καβαλλάροι ὁμοίως,
ὁμοῦ βουλὴν ἀπήρασιν πῶς νὰ ἀπηλογηθοῦσιν.
Τὸν μητροπολίτην τῆς Πατροῦ, μισὶρ Μπενέτος ἄκω,
ἐκεῖνον γὰρ ἐκλέξασιν νὰ συντύχῃ διὰ ὅλους.
Ἐνταῦτα ἐπεχείρησε καὶ λέγει πρὸς τὸν μπάϊλον·
τὸ πῶς οἱ πάντες τοῦ Μορέως, μικροί τε καὶ μεγάλοι,
τοὺς ὁρισμούς, προστάγματα, τὰ ἤφερεν ἐκ τὸν ρῆγαν,
ὅλοι τὰ ἐπροσκύνησαν καὶ δέχονται τὰ ὁρίζει·
τὸν μπάϊλον ὅπου ἔστειλεν κ᾿ ἐκεῖνον δέχονταί τον,
νὰ τὸν κρατοῦν καὶ σέβονται ὥσπερ νὰ ἦτον ὁ ρῆγας.
Τὸ δὲ ὁμάτζιο καὶ λιζίαν, τὰ ὁρίζει νὰ ἔχουν ποιήσει
τοῦ μπάϊλου ἐκεινοῦ ντὲ Σουλῆ, ποτὲ οὐδὲν τὸ κάμνουν,
διότι γὰρ ἠθέλασιν σφάλλει ἀπὸ τὰ συνήθεια,
τὰ ὁρίζει ὁ νόμος τοῦ Μορέως, τὰ ἔχουν ἐκ τὴν κουγκέσταν,
τὰ ὠμόσασιν κ᾿ ἐγράψασιν ἐκεῖνοι ὅπου ἐκερδίσαν
τὸ πριγκιπᾶτο τοῦ Μορέως, ἀπὸ σπαθίου τὸ ἀπῆραν.
Ἐπεὶ ὁ νόμος τοῦ Μορέως, τοῦ τόπου τὰ συνήθεια
ὁρίζουν ὅτι ὁ πρίγκιπας, ὁ ἀφέντης γὰρ τοῦ τόπου,
ὅστις κι ἂν ἔνι, ὅταν ἔλθῃ τὴν ἀφεντίαν νὰ λάβῃ,
σωματικῶς νὰ ἀπέρχεται ἐντὸς τοῦ πριγκιπάτου,
νὰ ὀμόσῃ πρῶτα τοῦ λαοῦ, ὅπου εἶναι στὸν Μορέαν,
εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ τὴν χεῖραν του νὰ βάλῃ·
νὰ τοὺς κρατῇ δικαιολογᾷ εἰς τὰ συνήθεια ποῦ ἔχουν,
κ᾿ εἰς τὴν φραγγίδαν ποῦ ἔχουσιν νὰ μὴ τοὺς σκανταλίσῃ.
Κι ἀφῶν ὁμόσῃ ὁ πρίγκιπας οὕτως ὡσὰν τὸ λέγω,
ἐνταῦτα ἀρχάζουν οἱ ἅπαντες λίζιοι τοῦ πριγκιπάτου
καὶ κάμνουσιν τὰ ὁμάτζια, στὸν πρίγκιπαν ἐκεῖνον.
Ἐπεὶ ἡ λιζία ποῦ γίνεται, φιλοῦνται εἰς τὸ στόμα,
κ᾿ ἔνι τὸ πρᾶγμα ἐπίκοινον ἀμφοτέρων τῶν δύο·
οὕτως χρεωστεῖ ὁ πρίγκιπας τὴν πίστιν πρὸς τὸν λίζιον
ὡσὰν ὁ λίζιος πρὸς αὐτόν, οὐκ ἔνι διαφωνία,
ἄνευ ἡ δόξα καὶ τιμὴ ὅπου ἔχει πᾶσα ἀφέντης.
Πολλάκις δὲ ὁ πρίγκιπας νὰ ἦτον εἰς ἄλλον τόπον
καὶ νὰ ἤθελεν νὰ ἔβαλλεν ὁκάποιο ἄλλον δικαῖον του
νὰ παραλάβῃ τῶν λιζίων τὰ ὁμάτζια ὅπου χρεωστοῦσιν,
οὐδὲν χρεωστοῦν οἱ ἄνθρωποι οἱ λίζιοι τοῦ Μορέως
νὰ ποιήσουν ἄλλον γὰρ τινὸς ὁμάτζιον καὶ λιζίαν,
παρὰ τοῦ πρίγκιπος αὐτοῦ στὸ πριγκιπᾶτο ἀπέσω.
[` 541] «Διὰ τοῦτο σὲ παρακαλοῦν οἱ λίζιοι τοῦ Μορέως
μὴ τὸ δεχτῇς εἰς βάρος σου ἐτοῦτο ὅπου σὲ λέγουν,
ἐπεὶ πρῶτα ν᾿ ἀπόθαναν καὶ νὰ τοὺς ἀκληρῆσαν,
παρὰ νὰ τοὺς ἐβγάλασιν ἐκ τὰ συνήθεια ποῦ ἔχουν.
Ὅμως ἐτοῦτο νὰ γενῇ διὰ τοῦ ρηγὸς τὴν δόξαν·
νὰ μὴ σκοπήσῃ τίποτε διὰ σκυβουρίαν τὸ κάμνουν.
Ἀλλὰ ἀφότου ἄλλαξεν τοῦ πρίγκιπος ἡ ἀφεντία,
καὶ ἤλθαμεν στὴν ἀφεντίαν τοῦ ἀφέντη μας τοῦ ρῆγα,
ἐὰν εἴχαμεν τὴν δύναμιν νὰ ἐποίησαμεν τὸ ὁμάτζιον.
Ἡμεῖς ὅπου εἴμεθεν ἐδῶ μετὰ τὴν εὐγενείαν σου
οὐδὲν ἔχομεν τὴν ἐξουσίαν ἄνευ νὰ ἦσαν κι ἄλλοι·
ὁ Μέγας Κύρης πρότερον, τῶν Ἀθηνῶν ὁ δοῦκας,
οἱ τρεῖς ἀφέντες τοῦ Εὔριπου καὶ τῆς Νηξίας ὁ δοῦκας,
τῆς Ποντενίτζας ἀλλὰ δὴ ἐκεῖνος ὁ μαρκέσης.
Ὅμως ἂς λείψουν τὰ πολλά, ἐὰν ἔν᾿ τὸ θέλημά σου,
διατὸ εἶσαι μπάϊλος σήμερον κ᾿ ἔχεις τὴν ἐξουσίαν,
κι οὐκ εἶσαι ἀφέντης φυσικὸς ὁμάτζιον νὰ σὲ ποιήσουν.
Διὰ νὰ ἔχῃς ἀποθάρριον στοὺς τοπικοὺς ἀνθρώπους,
κ᾿ ἐτοῦτοι πάλε εἰς ἐσὲν νὰ τοὺς κρατῇς εἰς δίκαιον·
ἂς γένεται κατάθεσις μὲ τοῦ Θεοῦ τὸν φόβον,
στὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, ἐσὺ πρῶτα νὰ ὀμόσῃς
νὰ μᾶς κρατῇς καὶ κυβερνῇς στοῦ τόπου τὰ συνήθεια
καὶ μετὰ ταῦτα ἀπὸ σοῦ κ᾿ ἐτοῦτοι νὰ σὲ ὀμόσουν
νὰ εἶναι πιστοὶ κι ἀληθινοὶ στὸν ρῆγαν κ᾿ εἰς ἐσέναν,
ὡς ὀφφικιάλον τοῦ ρηγὸς κι ἀντίτοπός του ποῦ εἶσαι».
[` 542] Τὸ ἀκούσει ὁ Ροῦσος ντὲ Σουλῆ ὅτι νὰ γένῃ ὅρκος,
εὐθέως ἐσυγκατέβηκεν κ᾿ ἰσιάστησαν εἰς τοῦτο.
Ἐνταῦτα ὥρισε ἠφέρασιν τὸ ἅγιον εὐαγγέλιον
κι ὤμοσε ὁ μπάϊλος πρότερον καὶ τότε οἱ λίζιοι ἀνθρῶποι,
νὰ εἶναι δοῦλοι καὶ πιστοὶ πρῶτα στὸν ρῆγαν Κάρλου
κι ἀπέκει στοὺς κληρονόμους του, ὡς ἔνι τὸ συνήθειον.
[` 543] Ἐν τούτῳ ἐπαράλαβεν ὁ Ροῦσος τὸ μπαϊλᾶτο
καὶ ἄρξετον τὸ ὀφφίκιον του εἰς ἔργον νὰ τὸ βάνῃ,
ν᾿ ἀλλάσσῃ τοὺς ὀφφικιαλίους, νὰ βάνῃ ἄλλους νέους.
Πρωτοβιστιάρην ἄλλαξε ὁμοίως καὶ τριζουριέρην,
τὸν προβεούρην τῶν καστρῶν, τοὺς καστελλάνους ὅλους·
τοὺς τζαγρατόρους ἔβαλεν κ᾿ ἠμοίρασε ἐκ τὰ κάστρη,
καὶ μετὰ ταῦτα ἐδιόρθωσεν τοῦ τόπου τὲς δουλεῖες.
[` 544] Κι ἀφότου γὰρ ἐπλάτυνεν ἡ ἀφεντία τοῦ ρῆγα
εἰς τὸ ὄνομα τοῦ πρίγκιπος μισὶρ Λοῒς ἐκείνου,
ὅπου ἦτον τοῦ ρηγὸς ὁ υἱὸς καὶ ἄντρας τῆς Ζαμπέας,
τῆς θυγατρὸς τοῦ πρίγκιπος ἐκεινοῦ τοῦ Γυλιάμου,
οὐδὲν ἐπέρασεν ποσῶς καιρὸς μικρὸς κι ὀλίγος,
ἀπὸ τὲς πλεῖστες ἁμαρτίες ὅπου ἔχει ὁ Μορέας
κι οὐκ ἔχουσιν ἐριζικὸν νὰ ἔχουν καλὸν ἀφέντην,
ἀπέθανεν ὁ μισὶρ Λοΐς, ὁ πρίγκιπας Μορέως.
Ἔδε ἁμαρτία ποῦ ἐγίνετον ᾿κ τὸν θάνατον ἐκεῖνον,
διατὶ ἔδειχνεν κ᾿ ἐφαίνετον καλὸς ἀφέντης ἔνι.
Δεύτερος ἦτο αὐτάδελφος τοῦ ρῆγα Κάρλου ἐκείνου,
ἐκεῖνος γὰρ ποῦ ἦτον κοτσός, ὁ πατὴρ τοῦ ρόη Ρομπέρτου.
Ἀφότου γὰρ ἀπέθανεν μισὶρ Λοῒς ἐκεῖνος,
ἐνέμεινεν ἡ ἀφεντία τοῦ ἁμαρτωλοῦ Μορέως
στὰς χεῖρας κ᾿ εἰς τὴν ἀφεντίαν τοῦ ρῆγα Κάρλου ἐκείνου.
[` 545] Ἐν τούτῳ παύομαι ἐδῶ νὰ λέγω κι ἀφηγοῦμαι
περὶ του ρῆγα Κάρουλου κ᾿ ἐκεινοῦ τοῦ ἀδελφοῦ του,
τὸν ἔλεγαν μισὶρ Λοῒν πρίγκιπα τοῦ Μορέως.
Καὶ θέλω νὰ ἀφηγήσωμαι περὶ τὸν Μέγαν Κύρην,
μισὶρ Γυλιάμο τὸ ὄνομα τὸ ἐπίκλην ντὲ λὰ Ρότζε,
ὅπου ἦτον δοῦκας Ἀθηνῶν, καλὸς ἀφέντης ἦτον·
ὡσαύτως νὰ ἀφηγήσωμαι καὶ διὰ τὸν κόντον Μπρένα,
μισὶρ Οὗγγο τὸ ὄνομα, κόντος ἦτον ντὲ Λέτζε,
τὸ ἐκράτει ἀπὸ τὸν Κάρουλον, τὸν ρῆγα, ἐκεῖ εἰς τὴν
Πούλιαν.
[` 546] Στὸν χρόνο ἐκεῖνον καὶ καιρόν, ὅπου σὲ
ἀφηγήθην
ἐδῶ ὁπίσω εἰς τὸ βιβλίον τοῦτο ποῦ ἀναγινώσκεις,
ὅταν ὁ δοῦκας Ἀθηνῶν ἐστράφη ἐκ τὴν Φραγκίαν,
εὕρεν ὅτι ὁ πρίγκιπας ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος
ἐπιάστη εἰς τὴν Πελαγονίαν καὶ ἦτον εἰς τὴν Πόλιν,
ἅπερ τὸν ἐκράτει ὁ βασιλέας εἰς φυλακήν του ἀπέσω.
Ὁ δοῦκας γὰρ τῶν Ἀθηνῶν γυναῖκα ἐτότε οὐκ εἶχεν
καὶ μετὰ ταῦτα ἰσιάστηκεν μὲ τὸν σεβαστοκράτωρ,
ἐκεῖνον τὸν κὺρ Θεόδωρον, τὸν ἀφέντην τῆς Βλαχίας,
κ᾿ ἐπῆρε τὴν θυγάτηρ του βλογητικὴν γυναῖκαν.
Καὶ ἔποικαν ἀμφότεροι τὸ ἀντρόγυνον ἐκεῖνο
υἱόν, τὸν ὠνομάσασιν μισὶρ Γγὶ ντὲ λὰ Ρότσε,
ὅστις γὰρ μετὰ τὴν θανὴν ἐκείνου τοῦ πατρός του
ἔζησεν καὶ ἐγένετον τῶν Ἀθηνῶν ὁ δοῦκας,
Μέγαν Κύρην τὸν ἔλεγαν, τῆς Ρωμανίας τὸ ἐπίκλην.
Κι ὅταν ἐκατεστάθηκεν κ᾿ ἐγίνη καβαλλάρης,
ἰσιάστη μὲ τὴν πριγκίπισσαν, τὴν ντάμα Ζαμπέαν ἐκείνην,
ἐνῷ ἐκράτει τὸν τόπον του ἀπ᾿ αὐτὴν κ᾿ ἦτον κυρά του,
κι ἀπῆρε τὴν θυγάτηρ της βλογητικὴν γυναῖκαν·
Μαάτα τὴν ἐλέγασιν οὕτως τὴν ὠνομάζαν,
τοῦ πρίγκιπος γὰρ τοῦ Φλορᾶ ἦτον ἡ θυγατέρα.
[` 547] Ὁ δοῦκας γὰρ τῶν Ἀθηνῶν Γυλιάμος ὁ πατήρ του
ἔζησε χρόνους ἱκανοὺς ἀφότου ἐμεταστάθη
ὁ πρίγκιπας γὰρ τοῦ Μορέως, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος.
Κι ὅταν ἐξέπεσε ὁ Μορέας τοῦ ρῆγα Κάρλου ἐκείνου,
τὸν πρῶτον μπάϊλον ποῦ ἔστειλεν ὁ ρῆγας στὸν Μορέαν,
ἦτον ὁ Ροῦσος ντὲ Σουλῆ, καὶ μετ᾿ ἐκείνου ἐγίνη
ὁ δοῦκας γὰρ τῶν Ἀθηνῶν, ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος,
μπάϊλος καὶ βικάριος ντζενερὰλ ὅλου τοῦ πριγκιπάτου.
Ὁ ρῆγας τοῦ ἀπέστειλεν τὸ πρόσταγμα ᾿κ τὴν Πούλιαν,
τὴν λέγουν οἱ Φράγκοι κομεσίουν, οὕτως τὴν ὀνομάζουν.
Κ᾿ ἐνταῦτα ἐπαράλαβεν τ᾿ ὀφφίκιον τοῦ μπαλιάτου
καὶ ἦτον μπάϊλος τοῦ ρηγὸς ἕως εἰς τὴν ζωήν του.
Κ᾿ ἐτότε εἰς τὴν ἡμέραν του ἔχτισε τὴν Δημάτραν,
τὸ κάστρον ποῦ ἦτον στὰ Σκορτά, τὸ χάλασαν οἱ
Ρωμαῖοι·
ἀτός του ἐστάθηκεν ἐκεῖ ἐτότε ὁ Μέγας Κύρης
ἕως οὗ καὶ ἐπληρώθηκεν τὸ κάστρον τῆς Δημάτρας.
[` 548] Διαβόντα γὰρ μικρὸς καιρὸς ἀπέθανε ἡ κουντέσσα,
τοῦ κόντου ντὲ Μπριένε ἡ γυνὴ ὅπου ἦτον αὐταδέλφη
τοῦ δοῦκα γὰρ τῶν Ἀθηνῶν μισὶρ Γυλιάμου ἐκείνου,
ἐνῷ ἦτον πρώτη σύμβια τοῦ θαυμαστοῦ στρατιώτου,
τοῦ ἀφέντη τῆς Καρύταινας, ὡσὰν σὲ τὸ ἀφηγήθην.
Ἐκείνη γὰρ ἡ ἀρχόντισσα ἔποικεν μὲ τὸν κόντον
υἱόν, ἐξαίρετον παιδί, τὸ ὠνόμασαν Γατιέρην·
ἔζησε καὶ ἐγένετον ἄξιος καβαλλάρης,
στρατιώτης γὰρ ἐξάκουστος εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα,
ἐκεῖνον ποῦ ἐσκοτώσασιν στὸν Ἁλμυρὸ ἡ Κουμπάνια.
[` 549] Ἀφότου γὰρ ἀπέθανεν ἐκείνη ἡ κουντέσσα,
διαβόντα ὀλίγος ὁ καιρός, ἀπέθανεν κι ὁ δοῦκας,
ἐκεῖνος γὰρ τῶν Ἀθηνῶν ὀνόματι Γυλιάμος.
Ζημία μεγάλη ἐγίνετον ἀπὸ τὸν θάνατόν του,
διατὸ ἦτο ἀφέντης φρόνιμος, φιλάνθρωπος εἰς πάντας·
μεγάλη θλίψη ἐγένετον στὸ πριγκιπᾶτο ὅλον.
Ἐνταῦτα ἐσυνέβηκεν, ἀκούσετε τί ἐγίνη·
ὁ κόντος Οὗγγος ὠρέχτηκεν, ἐκεῖνος γὰρ ντὲ Μπριένε,
ἀπὸ τὴν Πούλια ἐπέρασεν κ᾿ ἦλθεν εἰς τὸν Μορέαν,
κι ἀπαύτου πάλε ἐδιάβηκεν ὁλόρθα εἰς τὴν Θήβαν,
λέγας νὰ ἰδῇ τὴν δούκισσαν, νὰ τὴν παρηγορήσῃ,
διατὸ ἦτο ἐγνέας χηρέψοντα ἀπ᾿ τὸν μισὶρ Γυλιάμον,
ἀπὸ τὸν δοῦκαν Ἀθηνῶν, τὸν γυναικάδελφόν του.
[` 550] Κι ἀφότου ἀπέσωσεν ἐκεῖ κ᾿ εἶδεν κ᾿ ἐσύντυχέ της,
ἐστάθη ἡμέρες ἱκανὲς λέγας, παρηγορᾷ την.
Καὶ τόσα ἐσύντυχαν ὁμοῦ, ὠρέχτη ὁ εἷς τὸν ἄλλον,
μετὰ συμβίβασιν καλὴν ὁ κόντος εὐλογήθη
τότε τὴν συμπεθέραν του, τὴν δούκισσαν ἐκείνην,
τοῦ γυναικαδέλφου τὴν γυνὴν εὐλογήθη εἰς γυναῖκαν.
Ἀφότου ἐσμίξασιν οἱ δύο, ὡς τὸ ἤφερεν τὸ φέρος,
ἡ ἀρχόντισσα ἐγγαστρώθηκεν κ᾿ ἔποικεν θυγατέραν·
Ντζανέτα τὴν ὠνόμασαν, κι ὅσον ἐκαταστάθη
κ᾿ ἦλθεν τοῦ νόμου ἡλικίας κ᾿ ἐγίνετον γυναῖκα,
ἄντραν τῆς ἐδώκασιν μισὶρ Νικόλαον ἐκεῖνον·
τὸ ἐπίκλην του ἦτον ντὲ Σανοῦ, δοῦκας ἦτον Νηξίας·
ποτὲ καλὴν συμβίβασιν οὐκ εἴχασιν τὰ δύο.
Ἀπὸ ἁμαρτίας ἐγίνετον, τέκνον οὐκ ἐποιῆσαν
νὰ ἀφήκουν κληρονόμον του, διὰ νὰ κληρονομήσῃ
εἰς τόσα κάστρη καὶ νησία, τὰ εἶχε ὁ μισὶρ Νικόλαος.
[` 551] Ὁ κόντος Οὗγγος ντὲ Μπριένε, ἀφότου εὐλογήθη
τὴν δούκισσαν τῶν Ἀθηνῶν, τὴν ἀφεντίαν ἀπῆρε,
τὸν τόπον ὅλο ἀφέντευεν τοῦ Μεγαλοκυράτου,
κ᾿ εἶχεν εἰς ἀβοερίαν αὐτοῦ τὸν Γγίον ντὲ λὰ Ρότζε
ἕως οὗ ἔζη ἡ μητέρα του, ἡ δούκισσα ἐκείνη.
Διαβόντα γὰρ χρόνοι κἄν δύο, ἀπέθανε ἡ κουντέσσα,
κι ὁ κόντος Οὗγγος ἐδιάβηκεν τὸν τόπον του τῆς Πούλιας.
Κι ἀφότου ἦλθεν ὁ Γιωτὴς τοῦ νόμου ἡλικίας,
τὴν ἀφεντία ἐπαράλαβεν, τὸ Μεγαλοκυρᾶτο.
Καβαλλάρης ἐγένετον, καλὸς ἀφέντης ἦτον,
Μέγαν Κύρην τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλη τῶν Ἑλλήνων,
δοῦκας ἦτον τῶν Ἀθηνῶν, ὄνομα μέγαν εἶχεν·
μόνον γὰρ ἀπὸ ἁμαρτίας, διατὸ ἐδίαγε εἰς πονηρίαν,
ὁ Θεὸς οὐδὲν τοῦ ἔδωκεν νὰ ποιήσῃ κληρονόμον,
νὰ ἀφήκῃ ἀπὸ τὴν σάρκαν του παιδὶ τοῦ νὰ ἀφεντέψῃ
τὸν τόπον καὶ τὴν ἀφεντίαν, τὴν εἶχαν οἱ γονεῖς του.
[` 552] Ἐν τούτῳ παύομαι ἐδῶ νὰ λέγω διὰ ἐκεῖνον,
τὸν μισὶρ Γγὶ ντὲ λὰ Ρότζε, τὸν Μέγαν Κύρη ἐκεῖνον,
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ διὰ τὸν μισὲρ Νικόλαον,
τὸ ἐπίκλην τοῦ ντὲ Σαὶντ Ὀμέρ, τὸ πῶς γὰρ εὐλογήθη
κι ἀπῆρεν εἰς γυναῖκαν του τὴν πριγκίπισσαν Μορέως,
ἐκείνη ὅπου ἦτον σύμβια τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου.
[` 553] Ἀφότου γὰρ ἀπέθανεν ὁ πρίγκιπα Γυλιάμος,
ἀπόμεινε ἡ πριγκίπισσα, ἐκείνη ἡ γυνή του,
(ἐνῷ ἦτον αὐταδέλφισσα ἐκεινοῦ τοῦ Δεσπότου,
κὺρ Νικηφόρου ἐκεινοῦ, τοῦ ἀφέντη γὰρ τῆς Ἄρτας),
χήρα, καὶ ἦτον στὸν Μορέαν κ᾿ εἶχεν χωρία πλεῖστα,
ἐνῷ ἐκράτει καὶ ἐνομεύετον στὸν κάμπον τοῦ Μορέως·
ὡσαύτως στὸ καστελλανίον, ἐκεῖνο τῆς Καλαμάτας,
εἶχεν ὅπου ἀφέντευεν χώραν τὸ Μανιατοχῶριν,
τὸν Πλάτανον καὶ τὸ Γλυκὺ κι ἄλλα χωρία μετ᾿ αὖτα.
[` 554] Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Νικόλαος ντὲ Σαίντ Ὀμὲρ ὁ γέρος,
ὡς ἦτον μέγας κ᾿ εὐγενὴς κ᾿ εἶχε πολὺ λογάριν,
καὶ ἦτον ἀποθάνοντα ἡ πρώτη του γυναῖκα,
(ὅπου ἦτον γὰρ πριγκίπισσα τῆς πόλεως Ἀντιοχείας,
ἀπὸ τὴν ὅποιαν ἔλαβεν πλοῦτος, λογάρι εἰς δόξαν),
ὡς εὐγενὴς καὶ φρόνιμος ἰσιάστηκεν κι ἀπῆρεν
ἐκείνην τὴν πριγκίπισσαν, ὅπου ἦτον τοῦ Μορέως,
γυναῖκαν του εὐλογητικὴν, οὕτως τὴν εὐλογήθη,
καὶ δι᾿ αὐτὸ ἦλθεν στὸν Μορέαν καὶ ἦτον μετ᾿ ἐκείνην.
Ἀπὸ τοῦ πλούτου τοῦ πολλοῦ, τὴν ἀφεντίαν
ὅπου εἶχεν,
τὸ κάστρον τοῦ Σαὶντ Ὀμερίου, ὅπου ἦτον εἰς τὴν Θήβαν,
ἐποίησεν, κ᾿ ἔχτισεν αὐτὸ κάστρο ἀφιρὸν εἰς σφόδρα·
οἰκήματα ἔποικε εἰς αὐτὸ διὰ ἕναν βασιλέαν.
Ἔποικεν γὰρ κ᾿ ἐχτίσεν το κ᾿ ἐκαταϊστόρησέν το
τὸ πῶς ἐκουγκεστήσασιν οἱ Φράγκοι τὴν Συρίαν.
Τὸ ὅποιον ἐχαλάσασιν μετὰ ταῦτα ἡ Κουμπάνια
διὰ φόβον ὅπου εἴχασιν ἀπὸ τὸν Μέγαν Κύρην,
τὸν δοῦκαν γὰρ τῶν Ἀθηνῶν, τὸν λέγουσιν Γατιέρην·
πολλάκις μὴ τὸ ἔπιασεν κ᾿ ἐσέβηκεν εἰς αὖτο
καὶ μετὰ ἐκεῖνο ἐκέρδισε τὸ Μεγαλοκυρᾶτο.
Ἔδε ἁμαρτίαν ὅπου ἔποικαν οἱ δόλοι Κατελάνοι
κ᾿ ἐτέτοιον κάστρο ἐχάλασαν κ᾿ ἐτέτοιον δυναμάριν!
Ὡσαύτως καὶ ἐποίησεν μισὶρ Νικόλαος ἐκεῖνος
στὴν χώραν τοῦ Μανιατοχωρίου, ἕναν μικρὸν καστέλλιν
διὰ φύλαξιν τοῦ τόπου του κατὰ τῶν Βενετίκων.
Καὶ μετὰ ταῦτα ἔχτισεν τὸ κάστρον τοῦ Ἀβαρίνου
εἰς λογισμὸν καὶ εἰς σκοπὸν νὰ ποιήσῃ πρὸς τὸν ρῆγαν,
νὰ τὸ ἔχῃ δώσει εἰς κληρονομίαν ἐκεινοῦ καὶ τοῦ ἀνεψίου του,
τοῦ μεγάλου πρωτοστράτορος, μισὶρ Νικόλας ἄκω.
[` 555] Ἐνταῦτα ἔδραμε ὁ καιρὸς κι ἀπόθανε ὁ Μέγας Κύρης,
ὅπου ἦτον μπάϊλος στὸν Μορέαν καὶ μετ᾿ ἐκείνου ἐτέθη
μπάϊλος βικάριος ντζενερὰλς ὁ μισὶρ Γγὶς ἐκεῖνος,
τὸν ἔλεγαν γὰρ Τρεμουλᾶν, ἀφέντην τῆς Χαλαντρίτσας.
[` 557] Κι ἀφότου γὰρ ἀπόθανεν ὁ Τρεμουλᾶς ἐκεῖνος
ἀπόστειλεν προστάγματα ἀπὸ τὴν Πούλια ὁ ρῆγας
τοῦ μισὶρ Νικολάου ντὲ Σαὶντ Ὀμέρ, νὰ ἔνι ἐκεῖνος μπάϊλος.
Κ᾿ ἐνταῦτα ἐπαράλαβεν τὸ ὀφφίκιον τοῦ μπαλιάτου
κ᾿ ἔπραττε κ᾿ ἐδιόρθωνε τὸν τόπον εἰς εἰρήνην,
ὡς εὐγενὴς καὶ φρόνιμος ποῦ ἦτον ἀπάνω εἰς ὅλους.
[` 557] Εἰς τὸν καιρὸν τῆς ἐξουσίας τοῦ γέρο μισὶρ Νικολάου,
ἐκείνου γὰρ ντὲ Σαὶντ Ὀμέρ, ὁ τῆς Θηβοῦ ἀφέντης,
ὅπου ἦτον μπάΐλος στὸν Μορέαν ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες,
ὁκάποιος Φράγκος εὐγενής, ποῦ ἦτον ἐκ τὴν Τσαμπάνιαν,
μισὶρ Ντζεφρὲ τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλην ντὲ Μπριέρες,
ἐξάδελφος ἦτο ἐκεινοῦ τοῦ ἀφέντη τῆς Καρυταίνου.
Κι ὡς ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν ὅτι ἐμεταστάθη
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας, ὅπου ἦτο ἐξάδελφός του,
κι οὐδὲν ἐνέμεινε ἀπ᾿ αὐτοῦ παιδί του κληρονόμος,
ἦλθεν του ὄρεξις καλὴ κ᾿ εἰς λογισμὸν ἐβάλθη
νὰ ἀπέλθῃ γὰρ εἰς τὸν Μορέαν, ὡς προγγενὴς ὅπου ἦτον
τοῦ ἀφέντη τῆς Καρύταινας, νὰ ἔχῃ τὸ ἰγονικόν του.
Τὸν τόπον του ἐσημάδηψεν κ᾿ ὑπέρπυρα ἐδανείστη,
σιργέντες ὀχτὼ ἐρρόγεψεν ὅπου ἦλθαν μετ᾿ ἐκεῖνον.
Ἀπὸ ἀρχιερεῖς, καβαλλαρίους ἀπῆρεν μαρτυρίες
ἐγράφως μὲ τὲς βοῦλλες τους, τὸ πῶς ἐμαρτυροῦσαν,
ὅτι ἦτον γὰρ ἐξάδελφος ἐγνήσιος, κατὰ σάρκα,
τοῦ ἀφέντη τῆς Καρύταινας, τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ ντὲ Μπριέρες.
Οἰκονομήθη εὐγενικά, ἀπῆρε ὀχτὼ σιργέντες,
ἐξέβη ἀπὸ τὸν τόπον του κ᾿ ἐβάλθη νὰ ὁδεύῃ.
[` 558] Καὶ ἦλθεν στὴν Ἀνάπολιν κ᾿ ηὗρεν τὸν ρῆγαν
Κάρλον
τὲς μαρτυρίες τοῦ ἔδειξεν ἐκεῖνες ὅπου ἐβάστα
τὸ πῶς ἦτον ἐξάδελφος τοῦ ἀφέντη τῆς Καρυταίνου
καὶ ἦλθεν πρὸς τὸ σύνηθες ὅπου ἔχουσιν οἱ Φράγκοι,
ὡς γονικάρχος, συγγενὴς νὰ ἔχῃ τὸ ἰγονικόν του.
Τὸ ὁμάτζιον του ἐπρεζάντισε, ὡς ἔνι τὸ συνήθειον.
[` 559] Κι ὁ ρῆγας, ὡς τὸ ἤκουσεν κ᾿ εἶδεν τὲς μαρτυρίες του,
ὥρισεν καὶ ἐγράψασιν στὸν μπάϊλον τοῦ Μορέως,
ἐκείνου γὰρ ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ τοῦ γέρο μισὶρ Νικολάου,
νὰ ποιήσῃ νὰ ἐλθοῦν οἱ ἅπαντες λίζιοι τοῦ Μορέως,
οἱ ἀρχιερεῖς κ᾿ οἱ φρόνικοι ὅλου τοῦ πριγκιπάτου,
νὰ ποιήσῃ κούρτην δυνατὴν, νὰ ἰδοῦν τὲς μαρτυρίες του,
ὅπου ἤφερεν ἐκ τὴν Φραγκίαν μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος·
κ᾿ εἰ μὲν εὑροῦν ὅτι ζητεῖ μὲ τρόπον δικαιοσύνης
τὸ κάστρον τῆς Καρύταινας μετὰ τῆς περιοχῆς της,
νὰ τοῦ τὴν δώσῃ τὴν νομὴν καὶ νὰ τὴν ρεβεστίσῃ.
[` 560] Εἴδασι γὰρ τὸν ὁρισμὸν, ὅπου ἔστελνεν ὁ ρῆγας,
ἡ κούρτη, ὅπου ἤσασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν Κλαρέντσαν,
κι ἀνέγνωσαν τὲς μαρτυρίες ὅπου ἤφερεν μετ᾿ αὖτον.
Κι ἀφότου ἐσύντυχαν πολλά, κ᾿ εἶπαν καὶ ἀναφέραν,
ἦλθαν καὶ ἀναφέρασιν τὴν πρᾶξιν ὅπου ἐποῖκεν
ὁ ἀφέντης τῆς Καρύταινας εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον,
ὅταν ἐρροβόλεψεν κ᾿ ἐδιάβη εἰς τὴν Θήβαν,
καὶ ἦλθεν κ᾿ ἐπολέμησεν μετὰ τὸν Μέγαν Κύρην,
ἀρματωμένος εἰς φαρίν, τὸν πρίγκιπα Γυλιάμον,
ὅπου ἦτο ἀφέντης φυσικὸς, κ᾿ ἐκράτει ἀπὸ ἐκεῖνον
τὸ κάστρον τῆς Καρύταινας καὶ ὅλον του τὸν τόπον.
Ἀπίστησε τὸν ἀφέντην του κ᾿ ἐγίνη δημηγέρτης,
κ᾿ ἐνταῦτα ἀκληρήθηκεν ἐκεῖνος κ᾿ ἡ γενεά του·
καὶ μετὰ ταῦτα οἱ ἅπαντες ὅλου τοῦ πριγκιπάτου
τὸν πρίγκιπα ἐδεήθησαν κ᾿ ἐπαρακάλεσάν τον,
καὶ ἔστρεψεν τὸν τόπον του μὲ συμφωνίαν καὶ τρόπον,
ὡς δόμα νέον τοῦ τὸ ἔδωκεν νὰ τὸ κληρονομήσουν
ἂν ποιήσῃ τέκνα ἀπ᾿ αὐτοῦ, νὰ ἔνι ἀπὸ τὸ κορμί του.
[` 561] Ἐνταῦτα ἐλαλήσασιν κ᾿ ἦλθεν ὁ καβαλλάρης
ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖσε εἰς τὴν κούρτην.
Ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ὤλενας ἐβάσταξε τὸν λόγον
καὶ εἶπεν του λεπτομερῶς τὴν τήρησιν τῆς κούρτης,
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἔποικεν ὁ ἀφέντης τῆς Καρυταίνου,
καὶ πῶς ἀκλήρησαν αὐτὸν κι ὅλην του τὴν γενέαν
πρὸς τὰ συνήθεια ὅπου ἔχουσιν εἰς ὅλα τὰ ρηγᾶτα·
ὅποιον εὑροῦσιν ἄπιστον, νὰ ἔνι δημηγέρτης,
πρῶτα ἀκληρᾶται ὁλοστινὸς κι ἀπαύτου ἡ γενεά του
ἀπὸ ὅσον τόπον κι ἀφεντίαν ἔχει καὶ ἀφεντεύει.
«Ἐνταῦτα, φίλε μας καλέ, λέγομεν τὴν ἀλήθειαν,
ἐσὲν δίκαιον οὐδὲν ἔρχεται ἐκ τοῦτο ὅπου ἀνακράζεις».
[` 562] Ἀκούσων ταῦτα ὁ μισὶρ Τζεφρὲς ἐκεῖνος ντὲ Μπριέρες,
τὸ πῶς ἀπῆρε ἀπόφασιν ἐκ τὸν σκοπὸν ὅπου εἶχεν,
ἐδιέβη εἰς τὴν κατούνα του κ᾿ ἐκάτσε κατὰ μόνας·
ἔκλαψεν καὶ ἐθρήνησεν ὥσπερ νὰ εἶχεν χάσει
τὸ ρηγᾶτον τὸ τῆς Φραγκίας, ἐὰν ἦτον ἐδικόν του.
[5 56)] Διαβόντα γάρ ἡμέρες δύο, ἐβάλθη νὰ σκοπίζῃ
καὶ νὰ ἀνεβάζῃ λογισμοὺς πῶς ἠμπορεῖ νὰ πράξῃ·
ὅτι ἂν στραφῇ εἰς τὴν Φραγκίαν, ἂν οὐδὲν ποιήσῃ ἔργον,
νὰ μείνῃ εἰς τὴν Ρωμανίαν, νὰ εὕρῃ οἰκονομίαν του,
ὅλοι τὸν θέλουσι γελᾷ μέμφεσται κι ὀνειδίζει,
διότι ἐστράφη ἄνεργος, τὴν ἔξοδόν του ἐχάσε.
Ἐν τούτῳ εἶπε πρὸς αὐτὸν· κάλλιον τοῦ νὰ ἀποθάνῃ
περὶ νὰ μείνῃ ἄνεργος τοῦ νὰ μὴ διαφορήσῃ.
Ὁκάποιον ηὗρεν τοπικὸν ἄνθρωπον κ᾿ ἐφιλεύτη·
ἐρώτησέ τον ἀκριβῶς νὰ τὸν πληροφορέσῃ,
τὰ κάστρη ὅπου εἶναι εἰς τὰ Σκορτά, τὸ Ἀράκλοβο, πῶς
στέκει,
ὡσαύτως κ᾿ ἡ Καρύταινα, πῶς ἔνι καμωμένη,
καὶ ποῖον ἔν᾿ δυναμώτερον καὶ τί λαὸν νὰ ἐπάρῃ.
Κ᾿ ἐκεῖνος, ὅπου ἔξευρεν τῶν δύο καστρῶν τὴν στρῶσιν,
λεπτῶς τοῦ τὰ ἐδιερμήνεψεν κ᾿ ἐκαθοδήγησέ τον,
τὸν τόπον ὅπου ἵστονται καὶ τί λαὸν νὰ ἐπάρουν.
Κι ἀφότου ταῦτα ἤκουσεν ἐπῆρεν τὸν σκοπόν του,
ἐμίσσεψε ἀπὸ τὸν Μορέαν κ᾿ ἦλθεν στὸ Ξενοχῶριν·
κι ὅσον ἀπέσωσεν ἐκεῖ, εἶπεν ὅτι ἐξαλίστη,
τὸ κοιλιακὸν τὸν ἔπιασεν, ἔλεγε τῶν ἀνθρώπων,
κ᾿ ἐρώτησε τὸ ποῦ νὰ εὐρῇ νερὸν ἀπὸ γιστέρνα,
διατὶ ἔνι στητικὸν νερὸν καὶ σταίνει τὴν κοιλίαν.
Κι ὁκάποιος ὅπου ἦτον ἐκεῖ, ὅπου ἦτον ἐκ τὸν τόπον,
τὸν εἶπεν εἰς τὸ Ἀράκλοβον εἶναι καλὲς γιστέρνες,
κι ἂς στείλῃ νὰ τοῦ δώσουσιν ἐκ τὸ νερὸν ἐκεῖνο
κ᾿ ἐνταῦτα ἤθελε ὠφεληθῆ ἀπὸ τὴν ζάλην ποῦ εἶχεν.
[` 564] Ἐνταῦτα κράζει ἕναν του σιργέντην ὅπου ἠγάπα
κι ὅπου εἶχεν στὸ μυστήριον του πολλὰ ἀποθαρρεμένον,
καὶ λέγει του· «Ἔπαρε φλασκί, καὶ ἄμε εἰς τὸ κάστρον
αὐτοῦ σιμὰ στὸ Ἀράκλοβον κ᾿ εἰπὲς τὸν καστελλᾶνον,
τὸ πῶς γὰρ τὸν παρακαλῶ νὰ ὁρίσῃ, νὰ σὲ δώσουν
ἐκ τῆς γιστέρνας τὸ νερόν, χρήζω το διὰ ἰατρείαν του,
διατὶ μὲ τὸ ὥρισε ὁ ἰατρὸς κ᾿ εἶπεν ὅτι ὠφελεῖ με.
Καὶ πρόσεξε, ὡς φρόνιμος, νὰ σέβῃς εἰς τὸ κάστρον,
πῶς στήκει, καὶ τὰ ἔμπατα, τὸ πόσοι τὰ φυλάγουν,
νὰ μὲ τὸ εἰπῇς στὸ στρέμμα σου, νὰ μὲ τὸ διερμηνέψῃς,
καὶ μὴ τολμήσῃς νὰ τὸ εἰπῇς ἀνθρώπου γεννημένου».
Ἐνταῦτα ὁ σιργέντης του ἀπῆλθεν εἰς τὸ κάστρον·
τὸν καστελλάνον ηὕρηκεν, γλυκέα τὸν χαιρετίζει,
ἐκ μέρους γὰρ τοῦ ἀφέντου του ἐπαρακάλεσέ τον
νὰ ὁρίσῃ νὰ τὸν δώσουσι νερὸν ἐκ τὴν γιστέρναν.
Κι ὁ καστελλᾶνος παρευτὺς ὥρισε, ἐδώκανέ τον·
ἐσέβη ἀτός του εἰς τὸν γουλᾶν κ᾿ ἐκατεστόχαξέ το,
ἐστράφη εἰς τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ κ᾿ εἶπεν του ὅσον εἶδε.
Κἄν δέκα ἡμέρες ἔποικε κ᾿ ἔλεγεν, ζάλην ἔχει·
κι ἀενάως ὁ σιργέντης του ὑπῆγεν εἰς τὸ κάστρον,
καὶ ἤφερνέν του τὸ νερὸν ἀενάως νὰ τὸ πίνῃ.
Καὶ μετὰ ταῦτα ἐμήνυσεν τοῦ καστελλάνου νὰ ἔλθῃ,
παρακαλῶντα, ἀξιώνοντα διὰ νὰ τοῦ ἔχῃ συντύχει.
Κι ὁ καστελλᾶνος παρευτὺς ἦλθε στὸν καβαλλάρην.
Τὸ ἰδεῖ τον ὁ μισὶρ Ντζεφρές, γλυκέα τὸν ἀποδέχτη,
εἶπε του τὴν ἀστένειον του κ᾿ ἐπαρακάλεσέ τον,
νὰ τὸν δεχτῇ εἰς τὸ κάστρον του μὲ ἕναν τσαμπρελιᾶνον,
νὰ τοῦ ἔχῃ δώσει τσάμπραν μίαν νὰ κοίτεται εἰς αὔτην,
ὡς διὰ νὰ πίνῃ τὸ νερὸν ἔγκαιρον τῆς γιστέρνας·
κ᾿ ἡ φαμελία του ἡ ἕτερη νὰ εἶναι εἰς τὸν μποῦρκον.
Κι ὁ καστελλᾶνος παρευτύς, οὐ μὴ σκοπῶντα δόλον,
εἶπεν καὶ ὑποσχήθη του νὰ τὸν δεχτῇ εἰς τὸ κάστρον·
καὶ μετὰ ταῦτα ὁ μισὶρ Ντζεφρές, τὴν δεύτερην ἡμέραν,
ἐπῆρε τὴν κατούνα του κι ἀπῆλθεν εἰς τὸ κάστρον.
[` 565] Ἐσέβη ἀπέσω εἰς τὸν γουλᾶν, ἐδῶκαν του τὴν τσάμπραν,
ἐποίησαν τὸ κρεββάτι του κ᾿ ἐκοίτετον ἐκεῖσε.
Ἕναν σιργέντην μοναξὸν εἶχεν ἐκεῖ μετ᾿ αὖτον,
κ᾿ ἡ ἕτερή του φαμελία ἦτον ἐκεῖ εἰς τὸν μποῦρκον.
Ὥρισε καὶ ἠφέρασιν τὰ ροῦχα του εἰς τὸ κάστρον
κι ἀπέσω εἰς τὰ ροῦχα του ἦσαν καὶ τ᾿ ἄρματά τους.
Ἐκεῖνος γὰρ ἀδιάλειπα εἰς τὸ κρεββάτι ἐκοῖτον·
τὸν κασνελλᾶνον ἔκραζε καὶ ἤσθιε μετ᾿ αὖτον·
τόσην τιμὴν κι ἀναδοχὴν ἔδειχνε πρὸς ἐκεῖνον
διὰ νὰ θαρρέσῃ εἰς αὐτόν, νὰ τὸν ἔχῃ ἀπεργώσει.
[` 566] Κι ὅσον τὸν ἀποθάρρεσεν καὶ εἶδε τὸν καιρόν του,
κράζει τοὺς σιργέντες του ὅπου εἶχεν ἐδικούς του,
εἶπεν, ὅτι διάταξιν θέλει διὰ νὰ ποιήσῃ
φοβούμενος τὸν θάνατον διὰ τὴν ἀστένειον ποῦ εἶχεν·
ἔβαλεν καὶ ὠμόσαν του κρυφῶς εἰς τὸ κελλίν του
νὰ κρύψουν τὸ τοὺς θέλει εἰπεῖ καὶ νὰ τοῦ συνεργήσουν
ἂν ποιήσῃ ἐκεῖνο τὸ σκοπᾷ καὶ βούλεται πληρῶσαι.
Κι ἀφότου ὑπωμόσασιν, ἄρξετον νὰ τοὺς λέγῃ·
[` 567] «Συντρόφοι, φίλοι κι ἀδελφοί, ὅπου ἤλθετε μετ᾿ ἔμου
ἐδῶ εἰς τὰ μέρη Ρωμανίας, ἐξεύρετε τὸν τρόπον,
τὸ πῶς ἐβιάστην κ᾿ ἔβαλα τὸν τόπον μου σημάδιν
διὰ νὰ ἔλθω τιμητικὰ εἰς θάρρος καὶ ἐλπίδα
νὰ ἐπάρω τὴν Καρύταιναν μετὰ τὴν περιοχὴν της,
τὴν ὅποια ἐχτίσαν κ᾿ ἔποικαν ἐκεῖνοι οἱ συγγενεῖς μου,
τὸν ὅποιον τόπο ἐκέρδισαν μὲ τὸ σπαθὶ οἱ ἐδικοί μου.
[` 568] Καὶ εἴδετε κι ἀκούσετε τοὺς δήμιους Μοραΐτες,
τὸ πῶς μὲ ἀκληρήσασιν κ᾿ ἐβγάλασίν με ἀπ᾿ αὖτο.
[` 569] Καὶ θλίβομαι κ᾿ ἐντρέπομαι, πικρίαν μεγάλην ἔχω.
Ἐν τούτῳ ἐγὼ ἐσκόπησα στὸ ἐδικόν σας θάρρος,
μόνι νὰ βοηθήσετε, ὡς ἔχω τὰς ἐλπίδας,
νὰ ποιήσω πρᾶγμα φοβερόν, τὸ θέλομεν ἀκούσει.
Τοῦτο τὸ κάστρο ἐβλέπετε, τὴν δύναμιν ὅπου ἔχει·
ὀλίγοι ἄνθρωποι ἠμποροῦν νὰ τὸ ἔχουσι φυλάττει,
ἀφῶν ἔχει σωτάρχισιν κ᾿ ἔνι ἀφιρωμένον·
μέσα στὸν τόπον τῶν Σκορτῶν κοίτεται κι ἀφεντεύει.
Ἂς τὸ κρατήσωμεν διὰ ἐμᾶς νὰ τὸ ἔχωμε ἀφεντέψει,
νὰ εἰποῦμεν ὅτι θέλομεν νὰ τὸ ἔχωμεν πουλήσει
τῆς κεφαλῆς τοῦ βασιλέως ἐκείνων τῶν Ρωμαίων.
Λογίζομαι, τὸ ἀκούσει το ὁ μπάϊλος τοῦ Μορέως,
νὰ ἔνι πολλὰ χαιράμενος νὰ ἰσιαστῇ μετ᾿ ἔμας,
τὸ κάστρον τῆς Καρύταινας μὲ τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον
νὰ μὲ τὸ δώσῃ καὶ κρατῶ ἐγὼ κάλλιο ἐκ τὸν ρῆγαν,
περὶ νὰ δώσω τῶν Ρωμαίων τὸ κάστρον τοῦ Ἐρεοκλόβου.
Ἐπεὶ ἂν εἶχαν οἱ Ρωμαῖοι ἐτοῦτο τὸ καστέλλιν,
ἐκέρδαιναν καὶ τὰ Σκορτὰ κι ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο».
[` 570] Τὸ ἀκούσει αὐτὸ οἱ σιργέντες του, ἰσιάστησαν
ἀλλήλως
κ᾿ ἐδιάκριναν πῶς νὰ γενῇ καὶ πῶς νὰ τὸ πληρώσουν.
[` 571] Κ᾿ εἰς τοῦτο ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐδιόρθωσεν τὸ πρᾶγμα
λέγει τους· «Ἐγὼ ἤκουσα, αὐτοῦ ἔξω ἔνι ταβέρνα
ὅπου πουλιέται τὸ κρασὶ κ᾿ ἐβγαίνει ὁ καστελλᾶνος
καὶ κάθηται πολλὲς φορὲς καὶ πίνει μὲ τοὺς ἄλλους.
Λοιπὸν ἐμέναν φαίνεται νὰ πράξωμεν ὡς σᾶς λέγω·
ἀφότου ἔχομεν ἐδῶ ψωμὶν καὶ παξιμάδιν,
κρασίν, νερὸν καὶ ἄρματα ὅσον μᾶς κάμνει χρεία,
ἐβγᾶτε εἰς παραδιαβασμὸν αὐτοῦ ἔξω εἰς τὴν ταβέρναν,
θέλετε δύο, θέλετε τρεῖς, οἱ ἐπιδεξιώτεροί σας·
τὸν καστελλᾶνον κράξετε, ὁμοίως τὸν κοντοσταῦλον,
καὶ τοὺς σιργέντες μετ᾿ αὐτούς, ὅλους τοὺς
πρωτοτέρους.
Δηνέρια ἔχετε πολλά, δότε τοῦ ταβερνάρη,
ἐπάρετε πολὺν κρασὶν καὶ πίνετε μετ᾿ αὔτους,
καὶ τόσα τοὺς ποτίσετε τοῦ νὰ ἔχουσιν μεθύσει.
Ἐσεῖς δὲ νὰ προσέξετε μὴ πιάσῃ καὶ πιέτε
τοσὸν κρασὶν μετ᾿ ἐκεινοὺς τοῦ νὰ σᾶς σκανταλίσῃ
καὶ χάσωμεν τὰ ἐλπίζομεν νὰ ἔχωμεν ὀρθώσει.
Κι ἀφότου ἐγνωρίσετε ὅτι εἶναι μεθυσμένοι,
ἕνας, ὁ πρῶτος ἀπὸ ἐσᾶς, ἂς ἔβγῃ εὐθέως ἐκεῖθεν,
ἐδῶ εἰς τὸ κάστρον ἂς ἐλθῇ κ᾿ ἐνταῦτα ἂς ἔλθῃ κι ἄλλος.
[` 572] Καὶ τὸν πορτάριν πιάσετε καὶ ρίξετέ τον ἔξω,
καὶ τὰ κλειδία του ἐπάρετε καὶ κλείσετε τὴν πόρταν.
Κ᾿ εὐθέως ἀπάνω εἰς τὰ τειχέα τῆς πόρτας ἀνεβᾶτε,
τὴν πόρταν νὰ φυλάξατε μὴ βάλουσιν ἱστίαν
καὶ κάψουσιν καὶ σέβουσιν ἐδῶ καὶ πιάσουνέ μας,
καὶ χάσωμεν τὰ ἐλπίζομεν καὶ λέγομεν ποιήσει».
[` 574] Ὡς τὸ ὥρισε ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς κι ὡσὰν τὸ ἐδιερμηνέψεν,
οὕτως γὰρ καὶ τὸ ἔποικαν οἱ Φράγκοι ἡ φαμελία του·
οἱ Φράγκοι ἐρροβόλεψαν κ᾿ ἐπιάσασιν τὸ κάστρον.
[` 575] Ἐνταῦτα ἐποίησεν ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς, τὲς φυλακὲς
ἐβγάλαν·
δώδεκα ἤσασιν ἐκεῖ χωριάτες καὶ Ρωμαῖοι.
Ἔκραξε δύο ἀπὸ τοὺς Ρωμαίους καὶ γράφει τους πιττάκια
ὁ ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς τὸ ἔγραψεν ὅπου ἔξευρεν νὰ γράφῃ·
στοῦ βασιλέως τὴν κεφαλὴν τὸ ἀπέστειλεν μὲ ἐκείνους,
γράφων, παραδηλώνοντα νὰ ἔλθῃ σπουδαίως ἐκεῖσε
στὸ κάστρον ὅπου ἔπιασε, Ὀρεόκλοβον τὸ λέγουν,
νὰ τὸ πουλήσῃ εἰς ὑπέρπυρα νὰ τοῦ τὸ παραδώσῃ.
Κ᾿ ἐκεῖνος, ὡς τὸ ἤκουσεν, ἐχάρηκεν μεγάλως·
γοργὸν σπουδαίως ἐσώρεψεν ὅλα του τὰ φουσσᾶτα
κ᾿ ἐκίνησεν καὶ ἔρχετον σπουδαίως ὅσα ἠμπόρει,
ἀπῆλθεν κ᾿ ἐκατάλαβεν στὸ πέραμα τοῦ Ἀλφέως,
στὸ παραπόταμον τοῦ Ἀλφέως, εἰς τὸν Ὀμπλὸν τὸ λέγουν·
ἐκεῖ τὲς τέντες του ἔστησεν κ᾿ ἔπεσεν τὸ φουσσᾶτο.
[` 576] Ἀφότου γὰρ ἐγένετον τὸ πιάσμα τοῦ Ὀρεοκλόβου,
ὁ καστελλᾶνος παρευτύς, Φιλόκαλος τὸ ὄνομά του,
στὸν κιβιτᾶνον ἔστειλεν μαντατοφόρους δύο,
μισὶρ Σιμοῦν τὸν ἔλεγαν, τὸ ἐπίκλην ντὲ Βιδόνη·
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀράχοβαν, τὴν λέγουσιν μεγάλην,
ἦτον μὲ τὸν λαὸν τῶν Σκορτῶν στὴν γαρνιζοῦν ἐτότε.
Τὸ πρᾶγμα τοῦ ἀφηγήθησαν καὶ τὴν δημηγερσίαν
ὅπου ἔποικε ὁ μισὶρ Ντζεφρές, ἐκεῖνος ντὲ Μπριέρες,
ἐπιάσε γὰρ τὸ Ὀρεόκλοβον, θέλει νὰ τὸ πουλήσῃ
τῆς κεφαλῆς τοῦ βασιλέως, ἐμήνυσέ του νὰ ἔλθῃ
νὰ τοῦ δώσῃ τὰ ὑπέρπυρα, τὸ κάστρον νὰ ἔχῃ ἐπάρει.
[` 577] Τὸ ἀκούσει το ὁ μισὶρ Σιμοῦς, εὐθέως καβαλλικεύει
μὲ ὅσον λαὸν εὑρέθηκεν ἐτότε ἐκεῖ μετ᾿ αὖτον.
Καταπαντοῦθε ἐμήνυσεν νὰ ἔρχεται ὁ λαός του·
σπουδαίως ἐκατέλαβεν στὸ κάστρον τοῦ Ὀρεοκλόβου.
Τὸν γῦρον τὸ ἐτριγύρισεν μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν,
τὰ διάβατα ὅλα ἔπιασεν, τὲς στράτες καὶ κλεισοῦρες,
ὅπως μὴ σέβῃ ἢ ἐξεβῇ ἄνθρωπος εἰς τὸ κάστρον
νὰ φέρῃ ἢ ἐπάρῃ τίποτε μαντᾶτο ἐκ τοὺς Ρωμαίους,
ἐνταῦτα γὰρ ὅπου ἔσωσεν μισὶρ Σιμοῦς ἐκεῖνος,
ἐκεῖσε εἰς τὸ Ὀρεόκλοβον μὲ τὸν λαὸν ὅπου εἶχεν.
Μαντατοφόρους ἔστειλεν σπουδαίως εἰς τὸν
μπάϊλον
στὸν μισίρ Νικόλα ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ὅπου ἦτον στὴν
Κλαρέντσα·
τὴν πρᾶξιν τοῦ ἐμήνυσεν κ᾿ ἐπληροφόρεσέ τον,
τὸ πῶς τὸ κάστρον ἔπιασεν ἐκεῖνο τοῦ Ὀρεοκλόβου
ἐκεῖνος ὁ μισὶρ Ντζεφρές, τὸ ἐπίκλην ντὲ Μπριέρες,
κ᾿ ἐμήνυσεν τῆς κεφαλῆς τοῦ βασιλέως Ρωμαίων
νὰ τοῦ φέρῃ ὑπέρπυρα, τὸ κάστρον νὰ τοῦ δώσῃ,
καὶ νὰ ἔρχεται σπουδακτικὰ μὲ τὰ φουσσᾶτα του ὅλα
νὰ συμμαχήσῃ παρευτὺς μὴ χάσουσιν τὸ κάστρον,
μὴ προῦ ἐλθοῦσιν οἱ Ρωμαῖοι καὶ σέβουσιν ἀπέσω.
[` 578] Ὁ μπάϊλος γὰρ τὸ ἀκούσει το, ἐκίνησεν εὐθέως
μὲ ὅσα φουσσᾶτα εὑρέθησαν ἔχων ἐκεῖ μετ᾿ αὖτον,
κ᾿ ἐμήνυσεν καταπαντοῦ νὰ ἔρχωνται τὰ φουσσᾶτα.
Κι ὡς ἦλθεν στὸ Ὀρεόκλοβον κ᾿ ηὗρεν τὸν κιβιτᾶνον,
ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Σιμοῦ, μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχε,
(τὸ κάστρο ἐπαρακάθετον, τὲς στράτες εἶχεν πιάσει,
πολλάκις μὴ ἔλθῃ πώποθεν κανεὶς ἐκ τοὺς Ρωμαίους,
καὶ σέβειν στὸ Ὀρεόκλοβον καὶ φέρειν του μαντᾶτα)·
πολλὰ τὸν εὐχαρίστησεν τὸν κιβιτᾶνο ὁ μπάϊλος.
[` 579] Καταπαντοῦθε ἐρχόντησαν τὰ φράγκικα φουσσᾶτα·
τὸν δρόγγον ὅλον τῶν Σκορτῶν ἐπιάσαν κ᾿ ἐφυλάγαν.
Μαντᾶτα ἠφέραν ἀληθινὰ ἐτότε γὰρ τοῦ μπάϊλου,
τὸ πῶς ἐκαταλάβασιν τὰ τῶν Ρωμαίων φουσσᾶτα
στὸ παρεπόταμον τοῦ Ἀλφέως, εἰς τὸν Ὀμπλὸν τὸ λέγουν.
Ἐνταῦτα ὁρίζει κ᾿ ἔκραξαν μισὶρ Σιμοῦν ἐκεῖνον,
τὸν κιβιτᾶνον τῶν Σκορτῶν, κι ὁρίζει του νὰ ἐπάρῃ
τὸν ἐδικόν του γὰρ λαὸν καὶ τῶν Σκορτῶν τοῦ δρόγγου,
τῆς Καλομάτας τὸν λαὸν καὶ τοῦ Περιγαρδίου,
τῆς Χαλαντρίτσας ἀλλαδὴ κ᾿ ἐκεῖνον τῆς Βοστίτσας,
νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὴν Ἴσοβαν, στὸ πέραμα τῆς Πτέρης,
στὸ παραπόταμον τοῦ Ἀλφέως νὰ στήκῃ καὶ φυλλάτῃ,
νὰ μὴ περάσουν οἱ Ρωμαῖοι εἰς τῶν Σκορτῶν τὸν δρόγγον.
Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Σιμοῦς, ὡς τὸ ὥρισεν ὁ μπάϊλος,
ἐπῆρεν τὰ φουσσᾶτα του κι ἀπῆλθεν γὰρ ἐκεῖσε,
κ᾿ ἔστηκεν καταπρόσωπα ἐκείνων τῶν Ρωμαίων.
[` 580] Ὁ μπάϊλος γάρ, ὡς φρόνιμος, μὲ τὴν βουλὴν
ὅπου εἶχεν,
ἔκραξε δύο καβαλλαρίους κι ὁρίζει τους νὰ ἀπέλθουν
ἐκεῖσε εἰς τὸ Ὀρεόκλοβον, τὸ κάστρον νὰ ζητήσουν
ἐκείνου τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ διὰ νὰ τὸ ἔχῃ στρέψει
στὴν ἀφεντίαν τοῦ ρηγός, καθὼς τὸ ηὗρε ὅτι ἦτον·
κ᾿ εἰς τοῦτο ὅπου ἔποικεν συμπάθειον νὰ τοῦ ποιήσουν.
«Εἰ δὲ λογίσῃ τίποτε τὸ κάστρον νὰ κρατήσῃ,
νὰ τὸ κρατῇ διὰ ὁ λόγου του ἢ ἄλλου νὰ τὸ δώσῃ,
εἰπέτε του εἰς πληροφορίαν ἂς τὸ κρατῇ εἰς ἀλήθειον·
πρῶτα νὰ λάβω θάνατον κ᾿ ἐσεῖς ὅλοι μετ᾿ ἔμου,
παρὰ νὰ διάβω ἀπ᾿ ἐδῶ μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔχω,
ἕως οὗ χαλάσω τὰ τειχέα τοῦ κάστρου τοῦ Ὀρεοκλόβου,
νὰ τὸν πετρώσω ἀπέσω ἐκεῖ καὶ νὰ τὸν θανατώσω».
Ἐνταῦτα ἀπήλθασιν ἐκεῖ ἐκεῖνοι οἱ καβαλλάροι,
στὸ κάστρον ἐπλησίασαν καὶ τρέβαν ἐζητῆσαν·
ἐλάλησαν ἀπὸ μακρέα μὴ σύρουσιν εἰς αὔτους,
ὁ μπάϊλος γὰρ τοὺς ἔστελνεν ἐκεῖ μαντατοφόρους
ὁμοῦ μὲ τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ νὰ ἔχουσιν συντύχει
δι᾿ ἀνάπαψίν του καὶ τιμὴν ἂν θέλῃ νὰ τὸ ποιήσῃ.
Τὸ ἀκούσει το ὁ μισὶρ Ντζεφρές, περίχαρος ἐγίνη,
ἐστάθη ἀπάνω στὰ τειχέα κ᾿ ἐρώτησε, τί θέλουν;
[` 581] Λέγουν του· «Ὁ μπάϊλος σὲ μηνᾷ, ὡς φίλον χαιρετᾷ σε,
θαυμάζεται εἰς τὴν εὐγενίαν καὶ φρόνεσιν ὅπου ἔχεις,
εἰς τὴν τιμὴν ὅπου ηὕρηκες εἰς τοῦ ρηγὸς τὸ κάστρον,
τὸ πῶς ἔπιασες καὶ κρατεῖς, θέλεις νὰ τὸ πουλήσῃς
τῆς κεφαλῆς γὰρ τῶν Ρωμαίων, ὡς τὸ ἐπληροφορέθην.
Ἐν τούτῳ σὲ παρακαλεῖ κ᾿ ἡμεῖς ὅλοι μετ᾿ αὖτον·
μὴ σὲ πλανέσῃ ὁ λογισμός, τοῦ κόσμου γὰρ ἡ δόξα.
[` 583] Ἐτοῦτο γὰρ ὅπου ἔποικες, οἱ πάντες τὸ ἐθαυμάσαν·
οὐκ ἔπρεπέ σε, ὡς εὐγενὴς, τρόπον δημηγερσίας
ποτέ σου νὰ τὸ θυμηθῇς, εἰς ἔργον νὰ τὸ βάλῃς·
ἐπεὶ τὸ γένος τῶν Φραγκῶν ὅπου εἴμεθεν ἐνταῦτα,
δίκαιον ἐσὲν τὸ ἐντράπημαν καὶ εἴμεθεν θλιμμένοι.
Ὅμως ἡμεῖς τὸ ἐξεύρομεν, ἀπὸ πικρίας τὸ ἐποῖκες,
διατὸ ἐθάρρεις κ᾿ ἤλπιζες νὰ ἔχῃς τὴν μπαρουνίαν
τῆς Καρυταίνου τῶν Σκορτῶν κ᾿ εὑρέθης λανθασμένος·
τὸ ἔποικες γὰρ ἐξεύρομεν ὅτι ἐμετανόησες.
Διὰ τοῦτο λέγομεν πρὸς σὲ καὶ συμβουλεύομέ σε·
μὲ τὸ καλὸν καὶ προθυμίας στρέψε τὸ κάστρον ὀπίσω
καὶ θέλεις ἔχει εὐεργεσίαν, τιμὴν μετὰ συμπάθειον.
Εἰ δὲ λογίσῃς τίποτε μὲ τρόπον σκιβουρίας,
πρόσεχε, ὅτι οὐ δύνεσαι νὰ ἀντισταθῇς εἰς τόσον·
ἐπεὶ ὁ μπάϊλος ἔστειλεν νὰ ἐλθοῦν οἱ πελεκᾶνοι,
τεχνῖτες γὰρ Βενέτικοι τὰ ποιήσουν τριπουτσέτα·
αὐτὰ τὰ ἐβλέπεις τὰ τειχία ὅλα χαλάσει θέλουν
νὰ σᾶς πετρώσουν ὅλους σας καὶ νὰ σᾶς θανατώσουν».
Ἐνταῦτα ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἄρξετον νὰ τοὺς λέγῃ·
[` 584] «Ἄρχοντες, ἀδικεῖτε με, κρατεῖτε τὸ ἰγονικόν μου
μὲ πρόφασες καὶ ἀφορμὲς ἐσεῖς οἱ Μοραΐτες·
κ᾿ ἐγὼ ἀπὸ παραπόνεσιν καὶ θλῖψιν, ὅπου ἔχω,
ἐποίησα ἐτοῦτο, τὸ εἴδετε, ἀπὸ πικρίας ὅπου ἔχω·
κ᾿ ἐξεύρω κ᾿ ἐγνωρίζω το, εἰς ἀτιμίαν μου τὸ ἔχω.
Ὅμως, ἀφῶν τὸ λέγετε καὶ συμβουλεύετέ με,
ἐγὼ τὸ κάστρον στρέφω το μὲ συμφωνίαν καὶ τρόπον,
νὰ βάλωμε τὴν κρίσιν μου εἰς τοῦ ρηγὸς τὴν κούρτην,
κι ὡς τὸ διακρίνει, δέχομαι νὰ τὸ ἔχω προσκυνήσει.
Ἐγὼ γὰρ ὡς ἦλθα ἐδῶ στὸν τόπον τοῦ Μορέως,
ἀγάπησα κι ὀρέγομαι νὰ εἶμαι ἐδῶ μετ᾿ ἔσας·
δότε με τόπον νὰ κρατῶ, νὰ ἔχω τὴν ζωήν μου,
διατὶ ἔχω αἰσχύνην κ᾿ ἐντροπὴν νὰ ὑπάγω εἰς τὴν Φραγκίαν,
νὰ μὲ γελοῦν οἱ συγγενεῖς, οἱ φίλοι κ᾿ οἱ γειτόνοι,
ὅτι ἦλθα εἰς τὴν Ρωμανίαν κ᾿ ἔπραξα ὡσὰν κοπέλι».
Λοιπόν, τὰ εἴπασιν ἐκεῖ ἐκεῖνοι οἱ καβαλλάροι,
τότε μὲ τὸν μισὲρ Τζεφρὲ κ᾿ ἐκεῖνος μετ᾿ ἐκείνους,
ἐὰν ἤθελα νὰ ἔγραφα, καὶ ποῖος νὰ ἀναγνώσῃ;
Ἀλλὰ ἐν κοντῷ σᾶς τὸ δηλῶ, γράφω καὶ ἀφηγοῦμαι·
ἰσιάστην ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς καὶ ἔδωκεν τὸ κάστρον,
κ᾿ ἐδῶκαν του εἰς γονικαρχίαν τῆς Μόραινας τὸ φίε,
- εἰς τὰ Σκορτὰ εὑρίσκεται μὲ ἕτερα χωρία -
γυναῖκαν εὐλογητικὴν τὴν ντάμα Μαργαρίταν,
ὅπου ἦτον ἐξαδέλφισσα τοῦ ἀφέντη τῆς Ἀκόβου
καὶ εἶχεν εἰς γονικαρχίαν τὸ φίε τῆς Λισσαρέας.
[` 585] Κι ἀφότου ὑπαντρεύτησαν κ᾿ ἐσμίξασιν οἱ δύο,
ὁ Θεὸς τοὺς ἔδωκεν παιδὶν ὅπου ἦτον θυγατέρα·
Ἑλένην τὴν ὠνόμασαν κ᾿ ὕστερα ὑπαντρεύτη
μὲ τὸν μισὶρ Βιλάϊ ντὲ Ἀνῶε τῆς Ἀρκαδίας ἀφέντην.
Κ᾿ ἐκεῖνοι πάλε ἐποίκασιν υἱὸν καὶ θυγατέρα·
Ἀράρδος ἄκουε ὁ υἱός, Ἀνέζα ἡ θυγάτηρ,
τὴν ὁποίαν εὐλογήθηκεν διὰ ὁμόζυγον γυναῖκαν
ὁ μισὶρ Στένης τὸ ὄνομα καὶ Μαῦρος τὸ ἐπίκλην.
Κ᾿ ἐκείνη πάλε ἐγέννησεν υἱοὺς καὶ θυγατέρες·
κι ἀπ᾿ ὅλους τους ἐνέμεινεν ἕνας ὁ κληρονόμος,
Ἀράρδον τὸν ὠνόμασαν, ὁ ἀφέντης Ἀρκαδίας.
Ἐπλούτηναν τὰ ὀρφανά, ἐχάρησαν οἱ χῆρες,
οἱ πένητες καὶ οἱ φτωχοὶ πολὺ λογάρι ἐποῖκαν
εἰς τὸν καιρὸν ὅπου λαλῶ τοῦ ἀφέντου Ἀρκαδίας.
Ὅλοι τὸν μνημονεύετε, καλὸς ἀφέντης ἦτον.
[` 586] Ἐν τούτῳ παύομαι ἀπ᾿ ἐδῶ νὰ λέγω κι ἀφηγοῦμαι
δι᾿ ἐκεῖνον τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ καὶ τὴν κληρονομίαν του,
καὶ θέλω νὰ σὲ ἀφηγηθῶ, νὰ γράψω καὶ νὰ λέγω
διὰ τὴν μακάριαν Ζαμπέαν (ὅπου ἦτον θυγατέρα
ἐκείνου τοῦ μακαριστοῦ τοῦ πρίγκιπα Γυλιάμου,
ὅπερ τὴν ἐλέγασιν ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες
κ᾿ ἐκράζαν κι ὠνομάζασιν ἡ Κυρὰ τοῦ Μορέως),
τὸ πῶς τὴν ἤφερεν ὁ Θεὸς κ᾿ ἐστράφη στὸ ἰγονικόν της
κ᾿ ἐγένετον πριγκίπισσα ὅλης τῆς Ἀχαΐας.
[` 587] Ἐτότε ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ὅπου σᾶς ἀφηγοῦμαι,
ἦτον ἡ πριγκίπισσα ἐκείνη ἡ Ζαμπέα
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνάπολιν μετὰ τὸν ρῆγα Κάρλον.
Κι ὁ ρῆγας γὰρ ἀφέντευεν ἐτότε τὸν Μορέαν
εἰς τρόπον γὰν κ᾿ εἰς ἀφορμήν, στὲς συμφωνίες ἐκεῖνες
ὅπου ἔποικεν ὁ πρίγκιπας ἐκεῖνος ὁ Γυλιάμος
μετὰ τὸν ρῆγαν Κάρουλον τὸν γέρο, τὸν πατήρ του,
ὁμοίως καὶ διὰ τὸν πρίγκιπα, τὸν ἀδελφόν του ἐκεῖνον,
τὸ ὄνομα μισὶρ Λοΐς, τὸν ἄντρα τῆς Ζαμπέας.
Λοιπὸν καθὼς ἀφέντευεν ὁ ρῆγας τὸν Μορέαν,
ἦσαν ἐτότε εἰς τὸν Μορέαν εἰς τὸν καιρὸν ἐκεῖνον
ὁκάποιοι δύο καβαλλάριοι, ἐνῷ ἦσαν φλαμουριάροι.
Ὁ ἕνας ἄκουεν Τζαντεροῦς, κοντόσταυλος ὁ μέγας
Η ΚΥΡΑ ΤΟΥ ΜΟΡΕΩΣ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΒΙΛΛΑΡΔΟΥΪΝΗ

τοῦ πριγκιπάτου τοῦ Μορέως ἦτον ἐτότε ἐκεῖνος·
κι ὁ ἄλλος ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ντὲ Τουρνᾶ τὸ ἐπίκλην.
Ὁ ρῆγας τοὺς ἀγάπησεν, εἰς σφόδρα τοὺς ἐτίμα·
τὸν μέγαν γὰρ κοντόσταυλον, τὸν Τζαντεροῦν ἐκεῖνον,
μέγαν ἀμιράλην τὸν ἔποικεν ὅλου του τοῦ ρηγάτου.
[`588] Κι ὡσὰν ὑπηγαινοέρχονταν οἱ καβαλλάροι ἐκεῖνοι
ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἀνάπολιν εἰς τοῦ ρηγὸς τὴν κούρτην,
ἦτον τοῦ κόντου ντὲ Ἀϊνὰτ ὁ ἀδελφὸς ἐκεῖσε,
μισὶρ Φλορὰν τὸν ἔλεγαν, ντὲ Ἀϊνὰτ τὸ ἐπίκλην.
Ἦταν μέγας κοντόσταυλος ᾿ς ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο.
[`589] Κι ὡς τὸ ἔχει γὰρ τὸ κοσμικὸν στὸ γένος τῶν ἀνθρώπων
κι ἀλλήλως συμβιβάζονται καὶ κάμνουσι φιλίαν,
ὠρέχτη κ᾿ ἐφιλεύτηκε μισὶρ Φλορᾶς ἐκεῖνος
μὲ ἐκείνους τοὺς καβαλλαρίους τοὺς δύο Μοραΐτες,
τὸν μισὶρ Ντζᾶ ντὲ Τζαντεροῦ καὶ τὸν μισὶρ Ντζεφρόη.
Καὶ μέσα εἰς τούτην τὴν φιλίαν ὅπου εἴχασιν ἀλλήλως,
ὁ μισὶρ Φλορᾶς, ὡς φρόνιμος, λέγει ἐκεινῶν τῶν δύο·
«Ἄρχοντες, φίλοι κι ἀδελφοί, ἂν θέλετε ἐσεῖς οἱ δύο
νὰ μ᾿ ἔχετε ἐκεῖσε εἰς τὸν Μορέαν φίλον καὶ σύντροφόν σας
ὅρκον νὰ ποιήσω πρὸς ἐσᾶς νὰ μὴ ἀπεχωριστοῦμε,
νὰ εἴμεθεν ὡς ἀδελφοί, νὰ ζήσωμεν ἀλλήλως.
ἐγὼ θεωρῶ ὀφθαλμοφανῶς, ὁ ρῆγας ἀγαπᾷ σας,
ΥΠΑΝΔΡΕΥΕΤΑΙ ΤΟΝ ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΝ ΑΝΑΓΛΑΥΪΚΟΝ

κ᾿ ἔχει σας εἰς προσορώτησιν κ᾿ εἰς τὴν βουλήν του πρώτους.
Λοιπόν, ἂν ἔχετε εἰς ἐμὲν ἀγάπην, ὡς παντέχω,
συντύχετέ του ὡς διὰ ἐμὲν νὰ ἐπάρω τὴν κυράν σας,
αὐτούνην τὴν ντάμα Ζαμπέαν ᾿ς ὁμόζυγον γυναῖκαν,
καὶ δείξετέ του ἀφορμὲς καὶ τρόπους ἀληθείας,
τὸ πῶς ὁ τόπος τοῦ Μορέως εὑρίσκεται εἰς τὴν μάχην,
καὶ κιντυνεύει, χάνεται μὲ τοὺς ὀφφικιαλίους του·
τοὺς μπάϊλους ὅπου στέλνει ἐκεῖ, αὐτοὶ εἶναι ρογατόροι
καὶ βιάζονται τὸ διάφορον τὸ ἐδικόν τους πάντα,
κι ὁ τόπος πάντα ἀπορεῖ χάνεται, κιντυνεύει,
κι ὁ ρῆγας ἔχει τὴν ἔξοδον καὶ ἄλλοι διαφορίζουν.
Καὶ ἔνι γὰρ καὶ ἁμαρτία νὰ ἔχῃ τὸν κληρονόμον
ἐδῶ - ὡς περνᾷ ἦτον φυλακή, ὁ κόσμος τὸ θαυμάζει.
Κ᾿ ἤθελεν ποιήσει ψυχικὸν καὶ ἔπαινόν του μέγαν,
νὰ ὑπάντρεψε τὴν ντάμα Ζαμπέα μὲ ἕναν καβαλλάρην,
μὲ ἄνθρωπον εὐγενικόν, νὰ ἦτον τῆς τιμῆς της,
νὰ ἐπόθησε κ᾿ ἐφύλαξε τὸν τόπον τοῦ Μορέως,
μὴ προῦ ἀπορήσῃ παντελῶς, καὶ χάσουν τον οἱ Φράγκοι.
Καὶ τί νὰ λέγω τὰ πολλὰ καὶ νὰ σᾶς διερμηνεύω;
τόσα βιαστῆτε, ὡς φρόνιμοι, κ᾿ εἰπέτε τον τὸν ρῆγαν
ὅπως νὰ τὸν διακλίνενε, νὰ ἔλθῃ εἰς θέλημά σας·
ἐπεὶ μὲ λέγει ὁ λογισμὸς κι ὁ νοῦς μου μὲ τὸ δίδει,
ὅτι ἐὰν τὸ ποθὴσετε, ὡς φρόνιμοι ὅπου εἶστε,
τὸ πρᾶγμα θέλει πληρωθῆ καὶ θέλετε κερδίσει
τὸ πργκιπᾶτον ὡς διὰ ἐσᾶς κ᾿ ἐγὼ νὰ εἶμαι ἐδικός σας·
ἐμὲν νὰ λέγουν πρίγκιπα, κ᾿ ἐσεῖς νὰ εἶστε ἀφέντες».
Ἀκούσων ταῦτα ὁ Τζαδροῦς κι ὁ μισὶρ Ντζεφρὲς ἐκεῖνος,
πολλὰ τὸ ἀγαπήσασιν, ὑπόσχεσιν τοῦ ἐποῖκαν
ὅτι νὰ βάλουσιν βουλήν, τὸ πρᾶγμα νὰ ποιήσουν,
κ᾿ εἶχαν ἐλπίδα στὸν Θεὸν νὰ τὸ κατευοδώσουν,
Ἐνταῦτα ἐκύτταξαν καιρὸν νὰ εὕρουσιν τὸν ρῆγαν
εἰς ὥραν γὰρ καλοψυχίας νὰ τοῦ ἔχουσιν συντύχει.
Κι ὅταν τὸν ηὗραν τὸν καιρὸν τοῦ ἐσύντυχαν οἱ δύο·
καλόψυχα τὸν ηὕρασιν στὴν τσάμπραν του ἀπέσω·
πολλοὺς τρόπους τοῦ εἴπασιν καὶ ἀφορμὴν τοῦ ἐδεῖξαν·
τὸ πῶς ὁ τόπος τοῦ Μορέως τὸ πριγκιπᾶτο Ἀχαΐας
ἀπόρει κ᾿ ἐκιντύνευεν, καὶ ἦτον εἰς ἀπώλειαν,
διατὸ ἔλειπεν ὁ πρίγκιπας ὅπου ἦτον πάντα εἰς αὖτον.
«Ἐσὺ ἀποστέλνεις στὸν Μορέαν, μπάϊλον καὶ ρογατόρους
καὶ τυραννίζουν τοὺς φτωχούς, τοὺς πλούστους ἀδικοῦσιν
τὸ διάφορόν τους πολεμοῦν, κι ὁ τόπος ἀπορεῖται.
Ἐὰν οὐ μὴ βάλῃς ἄνθρωπον νὰ ἔνι κληρονόμος,
νὰ στήκεναι καθολικῶς, νὰ κυβερνῇ τοὺς πάντας,
νὰ ἔχῃ ἔννοιαν καὶ σκοπὸν τὸν τόπον νὰ προκόβῃ,
ἔχε το εἰς πληροφορίαν, χάνεις τὸ πριγκιπᾶτο.
Λοιπόν, ἀφέντη βασιλέα, ἐσὺ ἔχεις τὸν κληρονόμον,
αὐτείνην τὴν ντάμα Ζαμπέαν, τοῦ πρίγκιπος θυγάτηρ,
καὶ δός της ἄντρα, ἄνθρωπον εὐγενικὸν καὶ μέγαν,
τὸ πριγκιπᾶτο νὰ κρατῇ ἀπὸ τὴν βασιλείαν σου,
καὶ θέλεις ποιήσει ψυχικὸν καὶ διάφορόν σου μέγα,
κι ὅσοι τὸ ἀκούσουν πάντοτε σὲ θέλουν ἐπαινέσει».
Τί νὰ σᾶς λέγω τὰ πολλὰ καὶ τί νὰ σᾶς τὰ γράφω;
τόσα τοῦ εἶπαν τοῦ ρηγὸς ἐκεῖνοι οἱ καβαλλάροι,
τόσα ἐσυντύχαν τοῦ ρηγός, τόσα τὸν ἀναγκάσαν,
ὅτι ἔστερξεν τοῦ νὰ γενῇ ἐκείν᾿ ἡ ὑπαντρεία,
νὰ ἐπάρῃ ὁ μισὶρ Φλορᾶς τὴν ντάμα τὴν Ζαμπέαν
εἰς γυναῖκα εὐλογητικὴν, νὰ ἔχῃ τὸ πριγκιπᾶτο
ὡς ἴδιον γονικὸν αὐτοῦ, νὰ τὸ κληρονομήσῃ.
[`590] Τὲς συμφωνίες ἐγράψασιν λεπτῶς καὶ τὰ κεφάλαια,
τὸ τί ἐχρεώστει ὁ πρίγκιπας νὰ κάμνῃ πρὸς τὸν ρῆγαν,
κι ὁ ρῆγας πρὸς τὸν πρίγκιπα, ὁ εἷς γὰρ πρὸς τὸν ἄλλον.
Ἕναν κεφάλαιο ἐγράψασιν στὸ προβελέντζι ἐκεῖνο,
ἐνῷ ἦτον τρόπος ἁμαρτίας καὶ ἄδικον μεγάλον·
ὅτι πολλάκις ἐὰν συμβῇ κ᾿ ἔλθῃ τὸ πριγκιπᾶτο
εἰς κληρονόμον θηλυκόν, εἰς γυναῖκα νὰ ἀφεντέψῃ,
νὰ μὴ τολμήσῃ ὑπαντρευτῇ εἰς ἄνθρωπον τοῦ κόσμου
ἄνευ εἰδήσεως κι ὁρισμοῦ, ὅποιος κι ἂν ἔνι ρῆγας·
εἰ δὲ εὐρεθῇ καὶ ποιήσῃ το, νὰ ἔνι ἀκληρημένη
ἀπ᾿ τοῦ Μορέως τὴν ἀφεντίαν κι ὅλον τὸ πριγκιπᾶτο.
Ἔδε ἁμαρτία ποῦ ἐγίνετον δι᾿ ἐτοῦτο τὸ κεφάλαιον·
μετὰ ταῦτα ἀκληρήσασιν τὴν πριγκίπισσα Ζαμπέαν,
διατὶ γὰρ εὐλογήθηκε τὸν Φίλιππο ντὲ Σαβόη,
ὅταν ἀπῆλθεν στὸ παρτοῦν ἐτότε γὰρ τῆς Ρώμης.
[`591] Ἀφότου γὰρ ἐγράψασιν τὲς συμφωνίες ἐκεῖνες,
ὥρισε ὁ ρῆγας παρευτὺς κ᾿ ἐποιήσασιν τὸν γάμον·
κ᾿ ἐνταῦτα εὐλογήθηκεν μισὶρ Φλορὰνς ἐκεῖνος
ἐκείνην τὴν ντάμα Ζαμπέαν, τοῦ πρίγκιπος θυγάτηρ,
ἐκείνου τοῦ μακαριτοῦ τοῦ πρίγκιπος Γυλιάμου.
[`592] Ὁ γάμος γὰρ ἐγένετον μὲ παρρησίαν μεγάλην,
μὲ χαρμοσύνην καὶ χαρές, καὶ μὲ ἔξοδες μεγάλες.
Κ᾿ ἐκεῖ ὅπου ἦσαν στὸν ναόν, στὴν ἐκκλησίαν ἀπέσω,
ὅπερ τοὺς εὐλόγησεν ἀτός του ὁ μητροπολίτης,
ἐκεῖνος τῆς Νεάπολης· κ᾿ ἐρρεβέστισεν ὁ ρῆγας
Ο ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ Η ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ

ἐκείνην τὴν ντάμα Ζαμπέα ἀπὸ τὸ πριγκιπᾶτο
ὡς κληρονόμος φυσικός· κ᾿ ἐνταῦτα πάλε ἀπὸ αὗτο
κράζει τὸν μισὶρ Φλορᾶν καὶ ἐρρεβέστισέ τον
ὡς ἀβουέρην, τὸν ἔποικεν ὁμοίως καὶ κληρονόμον·
πρίγκιπα τὸν ἐθρόνιασε νὰ λέγεται Ἀχαΐας.
Κι ἀφότου ἐπλήρωσε ἡ χαρά, τοῦ πρίγκιπος ὁ γάμος,
ἐδιόρθωσε τὸ μίσσεμα νὰ ἐξέβῃ ἀπὸ τὴν Πούλιαν,
τιμητικά, μὲ παρρησίαν νὰ ἔλθῃ εἰς τὸν Μορέαν.
Τὸν ρῆγαν ἐπροσκύνησεν, ἀπηλογίαν ἐπῆρεν,
τοὺς κόντους καὶ καβαλλαρίους ἀπεχαιρέτησέν τους,
τὴν φαμελίαν του αὔξησεν, ἐρρόγεψεν καὶ ἄλλους·
εἶχεν ἀπάνω εἰς τὰ ἄλογα καβαλλαρίους, σιργέντες,
ἀπάνω γὰρ τῶν ἑκατόν, τριακοσίους τζαγραόρους.
[`593] Εἰς τὸ Βροντῆσι ἀπέσωσεν, ηὗρεν τὰ πλευτικά του,
ἐσέβη ἀπέσω εἰς αὐτὰ κ᾿ ἦλθεν εἰς τὴν Κλαρέντσα.
Ὁ μπάϊλος τότε τοῦ Μορέως, ὁ γέρο μισὶρ Νικόλαος,
στὴν Ἀνδραβίδα εὑρίσκετον· τὸ μάθει τὸ μαντᾶτο,
εὐθέως ἐκαβαλλίκεψεν κ᾿ ἦλθεν εἰς τὴν Κλαρέντσα·
τὸν πρίγκπα ἐπροσκύνησεν κι ὅσοι ἦσαν μετ᾿ αὖτον,
κι ὁ πρίγκιπας τὸν ἔποικεν ἀναδοχὴν μεγάλην.
Κι ὅσον ἐκατεστόλιασεν ὁ πρίγκιπας τὸν λαόν του
ἐκεῖσε εἰς τὴν ἐκκλησίαν ὅπου εἶναι οἱ Φρεμενοῦροι,
ὥρισεν κ᾿ ἐσωρεύτησαν μικροί τε καὶ μεγάλοι.
[`594] Ἔδειξεν τὰ προστάγματα καὶ τὰ χαρτία ποῦ ἐβάστα,
τοῦ μπάϊλου ἐπροσκόμισεν τὸν ὁρισμὸν τοῦ ρήγα·
τὸ πῶς ὁ ρῆγας τὸν ὥριζεν, ἐγράφως τοῦ τὸ ἐμήνα,
τὸ πριγκιπᾶτον τοῦ Μορέως νὰ τοῦ τὸ παραδώσῃ,
τὰ κάστρη καὶ τὴν ἀφεντίαν ὅλου τοῦ πριγκιπάτου.
[`595] Ἀπ᾿ αὔτου ἐβγάνει πρόσταγμα τὸ πῶς ἐμήνα ὁ ρῆγας
ΕΓΚΑΘΙΣΤΑΝΤΑΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΜΟΡΕΑΝ

δηλώνοντα διὰ γραφῆς ὁλῶν τῶν Μοραΐτων,
τῶν ἀρχιερέων, φλαμουριαρίων, καβαλλαρίων, σιργέντων,
τῶν βουργησέων καὶ ἁπαντῶν, μικρῶν τε καὶ μεγάλων,
νὰ δέξωνται τὸν μισὶρ Φλορᾶν διὰ πρίγκιπα κι ἀφέντην·
τὸ ὁμάτζιον γὰρ καὶ τὴν λιζίαν, ὅπου χρεωστεῖ ὁ καθένας,
διὰ τὲς προνοῖες κ᾿ ἰγονικὰ ὅπου κρατοῦσι ἀπ᾿ αὖτον,
νὰ ποιήσουν πρὸς τὸν πρίγκιπα, σωζομένου τοῦ ὅρκου,
τὴν πίστην γὰρ καὶ τὴν λιζίαν ὅπου χρεωστοῦν τοῦ ρήγα.
Ἐνταῦτα ὡρίσαν κ᾿ ἤφεραν τὸ ἅγιον εὐαγγέλιον
καὶ λέγουσιν τοῦ πρίγκιπος· «Ὅμοσε ἐσὺ ἐμᾶς πρῶτα
νὰ μᾶς κρατῇς δικαιολογᾷς στοῦ τόπου τὰ συνήθεια,
κ᾿ εἰς τὴν φραγκίαν ὅπου ἔχομεν νὰ μὴ μᾶς σκανταλίσῃς·
καὶ μετὰ ταῦτα πάλε ἡμεῖς νὰ ποιήσωμεν τὸ ὁμάτζιο
ἐπεὶ ἐτέτοιον ἔχομεν συνήθειον ᾿κ τῶν γονέων μας».
Καὶ ὥμοσεν ὁ πρίγκιπας στὸ ἅγιον εὐαγγέλιον
τοῦ νὰ κρατεῖ τοὺς ἅπαντας ἀνθρώπους τοῦ Μορέως
εἰς τὰ συνήθεια ὅπου ἔχουσιν, ὁμοίως κ᾿ εἰς τὲς φραγκίδες.
Καὶ μετὰ ταῦτα ἐποίκασιν οἱ φλαμουριάροι πρῶτον,
οἱ καβαλλάριοι κ᾿ οἱ ἕτεροι τὸ ὁμάτζιον καὶ λιζίαν,
ὅπου ἐχρεώστει ὁ κατὰ εἷς διὰ τὴν προνοίαν ποῦ ἐκράτει,
σωζομένου γὰρ τοῦ δικαίου καὶ τοῦ ρηγὸς τοῦ ὅρκου.
[`596] Ἐνταῦτα τοῦ ἐπαράδωκεν τὸ πριγκιπᾶτο ὁ μπάϊλος,
τὰ κάστρη καὶ τὴν ἀφεντίαν νὰ τὰ κρατῇ ἐκ τὸν ρῆγαν.
Κι ἀφότου ἐπαράλαβεν ὁ πρίγκιπας τὰ ὁμάτζια,
τὰ ὀφφίκια ὅλα ἄλλαξεν, πρῶτα τοὺς καστελλάνους
καὶ τοὺς σιργέντες τῶν καστρῶν κ᾿ ἔβαλεν ἐδικούς του.
Πρωτοβιστιάρην ἔβαλεν ὁμοίως καὶ τριζουριέρην,
καὶ προβουέρην τῶν καστρῶν κι ὅλες τὲς ἐξουσίες.
Ἄρξετον γὰρ μὲ τὴν βουλὴν τοῦ γέρο μισὶρ Νικόλα,
τοῦ μισὶρ Ντζᾶ ντὲ Τζαντεροῦ τοῦ μεγάλου κοντοοταυλου,
ὡσαύτως τοῦ μισὶρ Ντζεφρὲ ἐκείνου ντὲ Τουρνάη
καὶ τῶν ἑτέρων γὰρ λιζίων, μικρῶν τε καὶ μεγάλων,
τὲς πρᾶξες καὶ ὑπόθεσες νὰ ὀρθώνῃ γὰρ τοῦ τόπου.
Ηὗρεν γὰρ ὁ πρίγκιπας τὸν δεμοσιακὸν τόπον
ἐξηλειμμένον παντελῶς ἀπὸ τοὺς ρογατόρους
καὶ τοῦ ρηγὸς τὲς ἐξουσίες ὅπου τὸν ἐρημῶσαν.
[`597] Βουλὴν ἐζήτησεν ὁλῶν τὸ πῶς νὰ ἔχῃ πράξει,
καὶ ὅλοι οἱ φρονιμώτεροι εἶπαν κ᾿ ἐσυμβουλέψαν,
ὅτι ἂν θέλῃ νὰ κρατῇ μάχην μὲ τοὺς Ρωμαίους,
ἀκόμη καὶ χειρότερα θέλει ἀπορήσει ὁ τόπος·
ἀλλὰ ἂν θέλῃ βούλεται τὸν τόπον ἀναστήσει,
ἀγάπη ἂς ποιήσῃ μετ᾿ αὐτοὺς εἰρηνικήν, στερέαν,
νὰ ὀμόσῃ μὲ τὸν βασιλέα νὰ στήκῃ πάντα ἡ ἀγάπη.
[`598] Ἐν τούτῳ ἐδόθη ἡ βουλὴ κ᾿ ἐστέρξανέ το ὅλοι,
κι ἀπέστειλεν ὁ πρίγκιπας μαντατοφόρους δύο
στὴν περιεχοῦσαν κεφαλὴν ὅπου ἦτον στὸν Μορέαν
ἐτότε γὰρ τοῦ βασιλέως ἐκεῖνες τὲς ἡμέρες,
παραδηλῶντα, λέγοντα τὸ πῶς ἦλθεν ἐνταῦτα
ὁ ἀφέντης πρίγκιπας Μορέως, ᾿ς ὅσον κρατοῦν οἱ Φράγκοι,
κ᾿ ηὗρεν τὸν τόπον ἔρημον, τελείως ἐξηλειμμένον.
Κ᾿ ἐρώτησε καὶ εἶπαν του ὅτι ἐκ τῆς μάχης ἦτον,
ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΥ ΕΙΣ ΜΟΡΕΑΝ

ὅπου εἶχεν γὰρ ὁ βασιλέας μετὰ τὸ πριγκιπᾶτο·
ἐπεὶ τῆς μάχης τὰ ἔργατα ἐτοῦτα προξενοῦσιν·
τοὺς τόπους τοὺς καλλιώτερους ὅπου εἶναι ἀπὸ τὸν κόσμον,
ἡ μάχη γὰρ τοὺς καταλεῖ, τελείως τοὺς ἐρημάζει.
Δοιπὸν, ἂν θέλῃ, ὀρέγεται νὰ ποιήσουσιν ἀγάπην,
νὰ τοῦ μηνύσῃ ἀπόκρισιν, νὰ μάθῃ τὴν βουλήν του.
[`599] Τὸ ἀκούσει το ἡ κεφαλή, ὀνόστιμον τοῦ ἐφάνη,
ἐπαίνεσε τὸν πρίγκιπα διὰ φρόνιμον ἀφέντην.
Ἐν τούτῳ γάρ, ὡς εὐγενὴς καὶ φρόνιμος ὅπου ἦτον,
ἀπόστειλεν ἀπόκρισιν τοῦ πρίγκιπος ἐτέτοιαν,
τὸ πῶς ἦτον τὸ τέρμενον κοντὸν νὰ τὸν ἀλλάξουν,
νὰ ἔλθῃ ἄλλη κεφαλὴ κ᾿ ἐκεῖνος νὰ ὑπαγαίνῃ,
καθὼς ἔνι τὸ σύνηθες καὶ κάμνει ὁ βασιλέας
καὶ πᾶσα χρόνον κεφαλὴν ἀλλάσσει στὸν Μορέαν.
Ἀλλὰ ἀφότου ὀρέγεται ὁ πρίγκιπας νὰ ποιήσουσιν ἀγάπην,
νὰ ἔνι στερέα κι ἀδόλιευτος, εἰς χρόνους ὅσους χρήζει,
ἐκεῖνος διὰ τὴν ἀγάπην του κι ἀνάπαψιν τοῦ τόπου,
τοῦ ἀφέντη του τοῦ βασιλέως, νὰ τὸ παραδηλώσῃ,
ἐπεὶ ἔχει ἐλπίδα εἰς τὸν Θεὸν πολλὰ νὰ τὸ ἀγαπήσῃ.
[`601] Ἐν τούτῳ γὰρ ἡ κεφαλὴ ἀποκρισάρην στέλνει
εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν ἐκεῖ εἰς τὸν βασιλέαν.
Λεπτομερῶς τοῦ ἐμήνυσεν ἐκ στόματος κ᾿ ἐγράφως,
τὸ πῶς ὁ πρίγκιπας Φλορὰνς ὅπου ἦλθε εἰς τὸν Μορέαν,
ἀγάπην, τρέβα ἐξεζητεῖ νὰ ποιήσῃ μετ᾿ ἐκεῖνον
διὰ νὰ ἔχουσι οἱ ἀνθρῶποι τους, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι,
ἀνάπαψιν εἰρηνικὴν, νὰ ζοῦσιν μετ᾿ εἰρήνης.
[`602] Κι ὁ βασιλέας τὸ ἀκούσει το, μεγάλως τὸ ἀποδέχτη·
τῆς κεφαλῆς ὅπου ἔστειλεν ἐτότε εἰς τὸν Μορέαν
(ὁκάποιον μέγαν ἄνθρωπον ἐκεῖ τοῦ παλατίου,
Φιλανθρωπινὸν τὸν ἔλεγαν, ᾿κ τοὺς δώδεκα οἴκους ἦτον),
ἐκείνου γὰρ τὸ ὥρισεν ἀπόκρισιν νὰ ποιήσῃ
μισὶρ Φλορὰντ τοῦ πρίγκιπος, τοῦ ἀφέντη τοῦ Μορέως.
Καὶ ὅταν ἦλθε εἰς τὸν Μορέαν Φιλανθρωπινὸς ἐκεῖνος,
ἀπέστειλεν τὸν πρίγκιπα ἀποκρισάρην ἕναν.
Ἀπόκρισιν τοῦ ἀπέστειλεν ἀπὸ τὸν βασιλέαν,
τὸ πῶς ἦλθεν διὰ κεφαλὴ ἐτότε τοῦ Μορέως
κ᾿ ἔνι ὡρισμένος νὰ ἑνωθῇ μετ᾿ αὐτόν, νὰ συντύχῃ
διὰ τὴν ἀγάπην ποῦ ζητεῖ ὁ πρίγκιπας νὰ ποιήσῃ.
[`603] Κι ὁ πρίγκιπας τοῦ ἀπέστειλεν μὲ δύο καβαλλαρίους
ἐγράφως διὰ ὁρκωμοτικοῦ, νὰ ἐλθῇ εἰς τὴν Ἀνδραβίδα.
Ἐνταῦτα γὰρ ἡ κεφαλὴ ἀπῆρεν μετ᾿ ἐκεῖνον
ἀπὸ τοὺς φρονιμώτερους ἄρχοντες ὅπου εἶχεν·
μὲ συντροφίαν τιμητικὰ ἦλθε εἰς τὴν Ἀνδραβίδα,
ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ πρίγκιπας μετὰ τοὺς κεφαλᾶδες
ποῦ ἦσαν ἐτότε εἰς τὸν Μορέαν, οἱ φρονιμώτεροί τους.
Ἀφότου γὰρ ἑνώθησαν ὁ πρίγκιπας κ᾿ ἐκεῖνος,
ἐσύντυχαν κ᾿ ἐποιήσασιν ἀγάπην οἵαν ἠθέλαν·
ἐγράφως γὰρ ἐβάλασιν τῆς τρέβας τὰ κεφάλαια
κι ἀπάνω εἰς αὖτα ὠμόσασιν, ὁ πρίγκιπας γὰρ πρῶτα,
καὶ μετὰ ταῦτα ἡ κεφαλὴ τοῦ βασιλέως ἐκείνη.
[`604] Ἐν τούτῳ λέγει ὁ πρίγκιπας τῆς κεφαλῆς ἐκείνης·
«Παρακαλῶ σε, φίλε μου, μὴ τὸ δεχτῇς εἰς βάρος·
ἐν τούτῳ θέλω νὰ σὲ εἰπῶ καὶ νὰ σὲ φανερώσω·
ἐσὺ θεωρεῖς κ᾿ ἐβλέπεις το, τὸ πῶς εἶμαι ἀφέντης
καὶ πρίγκιπας εἰς τὸν Μορέαν, νὰ ποιήσω ὅσον θέλω,
νὰ ἔνι στερκτὸν κι ἀσάλευτον, κανεῖν οὐκ ἔχω ἀνάγκην,
κ᾿ εἰς ὅσους χρόνους καὶ καιροὺς θέλω νὰ τὸ κρατήσω.
Ἡ δὲ εὐγενεία σου, ἀδελφέ, εἰς τέρμενον ἐξουσιάζεις
κι οὐκ ἠμπορεῖς, οὐ δύνεσαι τοῦ νὰ ποιήσῃς πρᾶγμα
νὰ στήκεται εἰς πλειότερον, μόνι κ᾿ εἰς τὸν καιρόν σου.
Λοιπόν, ὡς ὤμοσα ἐγὼ ἀτός μου ποῦ εἶμαι ἀφέντης
καὶ κύριος εἰς τὸν τόπον μου, θέλει κι ὁ βασιλέας
νὰ ὀμόσῃ γὰρ σωματικῶς χρυσόβουλλον νὰ ποιήσῃ·
νὰ τὰ φυλάττω καὶ κρατῶ ᾿ς ἀσφάλειαν τῆς ἀγάπης,
καθὼς ἔχεις τὸ γράμμα μου καὶ ἔνι βουλλωμένον».
Ἐνταῦτα λέγει ἡ κεφαλή, τοῦ πρίγκιπος ἀπεκρίθη·
«Ἀλήθεια», λέγει, «κύρης μου, ἡ μεγάλη εὐγενεία σου,
ὁμολογῶ το, μαρτυρῶ, τὸ εἶπες, τέτοιον ἔνι.
ΣΥΝΘΗΚΟΛΟΓΗΣΙΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Λοιπόν, ἂν θέλῃς νὰ γενῇ ἐτέτοιον οἷον τὸ ὁρίζεις,
διόρθωσε δύο καβαλλαρίους νὰ ἐλθοῦσι μετ᾿ ἐμένα,
νὰ βάλω δύο ἀρχοντόπουλα νὰ ὑπάγουν μετὰ ἐκείνους,
νὰ γράψω εἰς τὸν βασιλέαν, στὸν ἅγιον μου ἀφέντην,
τὸν τρόπον, τὴν ὑπόθεσιν, ὡς τὸ λαλεῖ ἡ εὐγενεία σου,
νὰ ὁρίσῃ καὶ νὰ γράψουσιν τὲς συμφωνίες τῆς τρέβας,
νὰ τὲς βουλλώσουσιν ἐκεῖ μὲ τὸ χρυσόβουλλόν του,
κι ἀπάνω εἰς τὸ ὁρκωμοτικὸν νὰ ὀμόσῃ ὁ βασιλέας
ἐνώπιον τῶν καβαλλαρίων, τῶν ἀποκρισαρίων σου».
[` 605] Τὸ ἀκούσει το ὁ πρίγκιπας, πολλὰ καλὸν τοῦ ἐφάνη.
ἐδιόρθωσε τὸν Τζαδεροῦν τὸν μέγαν κοντοσταῦλον
καὶ τὸν μισὶρ Ντζεφρὲ ντὲ Ἀνόε, τῆς Ἀρκαδίας ὁ ἀφέντης,
νὰ ἀπελθοῦσι ἀμφότεροι οἱ δύο στὸν βασιλέα,
ἐκεῖσε εἰς τὴν Βυζαντίαν, στὴν Κωνσταντίνου πόλιν·
εἶθ᾿ οὕτως κι ὁ Φιλανθρωπινὸς ἐδιέβη μετ᾿ ἐκείνους.
Τὸ ἰδεῖ τους γὰρ ὁ βασιλέας, καλὰ τοὺς ἀποδέχτη,
πολλὰ τοῦ ἐφάνη ὀρεχτικὴ ἡ τρέβα κ᾿ ἡ ἀγάπη
νὰ ἔχῃ μὲ τὸν πρίγκιπα, ἐκεῖνον τοῦ Μορέως,
διὰ τὴν πολλὴν τὴν ἔξοδον ὅπου εἶχε εἰς τὰ φουσσᾶτα,
ὅπου ἔστελνεν εἰς τὸν Μορέαν κ᾿ ἐμάχετον τοὺς Φράγκους.
ὥρισε εὐθέως κ᾿ ἐγράψασιν τὲς συμφωνίες τῆς τρέβας
κ᾿ ἐποίησεν ὁρκωμοτικὸν κ᾿ ἐχρυσοβούλλωσέ το
Ἀπάνω εἴς αὖτο ὤμοσεν ἀτός του ὁ βασιλέας
ἐνώπιον τῶν καβαλλαρίων κι ἀπέκει τοὺς τὸ ἐδῶκεν·
ἀπῆραν τὸ ὁρκωμοτικὸν κ᾿ ἦλθεν εἰς τὸν Μορέαν,
τοῦ πρίγκιπος τὸ ἠφέρασιν κ᾿ ἐπροσκομίσανέ το·
ὀ πρίγκιπας τὸ ἐδέξετον, πολλὰ καλὸν τὸν ἐφάνη.
[` 606] Κι ἀφότου ἐστερεώθηκεν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ τρέβα
ἀνάμεσον τοῦ βασιλέως καὶ τοῦ πρίγκιπα Μορέως,
ἄρξετον ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος ὅπου ἦτον,
νὰ κυβερνᾷ τὸν τόπον του, νὰ αὐξαίνῃ τὲς δουλεῖες του·
μὲ τὸν λαὸν τοῦ βασιλέως εἰρηνικὰ ἐδιάγε·
ἐπλούτηναν οἱ ἅπαντες, Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι.
[` 607] Κ᾿ ἰδὼν ἐτοῦτο ὁ βασιλέας κι ὡς τὸ ἐπληροφορέθη,
ὅτι μὲ τὸν πρίγκιπα ἔχει καλὴν ἀγάπην,
ἠθέλησε κι ὠρέχτηκε νὰ ἀρχάσῃ γὰρ τὴν μάχην
μὲ τὸν Δεσπότην Ἄρτας τε, μὲ τὸν κὺρ Νικηφόρον.
ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ

Κάτεργα ἑξῆντα ἐρρόγεψεν, τὰ ἦσαν τῶν Γενουβίσων,
κ᾿ ἐδιόρθωσε νὰ πλέψουσιν, νὰ ἐλθοῦσιν τῆς θαλάσσης,
ἐκ τὰ νερὰ γὰρ τοῦ Μορέως νὰ σέβουν εἰς τὸν κόρφον
ἀπέσω εἰς τὸ Ξερόμερον, ἐκεῖ πλησίον τῆς Ἄρτας
νὰ τρέχουν καὶ κουρσεύουσιν τὰ μέρη ἐκεῖνα ὅλα.
Ὡσαύτως γὰρ ἐδιόρθωσεν φουσσᾶτα ἐκ τὴν στερέαν
χιλιάδες δεκαττέσσαρες ἀπάνω εἰς τὰ ἄλογά τους,
καὶ τριάκοντα τὰ πεζικά, τόσους τοὺς ἐγνωμιάσαν.
Καὶ ἤλθασιν τῆς Ρωμανίας κι ἀπέκει ἐκ τὴν Βλαχίαν
κ᾿ ἐσῶσαν εἰς τὰ Γιάννινα, εἰς τὸ λαμπρὸν τὸ κάστρον·
ἐκεῖσε ἐκατουνέψασιν εἰς παρακαθισμόν του.
Τὸ κάστρον ἔνι ἀφιρόν, ἀπέσω εἰς λίμνην στέκει,
ἐνῷ ἔνι Μέγας ὁ Ὀζερὸς τὸ γύρωθεν τοῦ κάστρου.
Μὲ τὸ γιοφύρι ἐμπαίνουσιν οἱ ἐκεῖσε κατοικῶντες·
μὲ τὰ σαντάλια ἐμπάζασιν τοῦ κάστρου τὴν σωτάρχειον.
Τὸν κόσμον ὅλον οὐ ψηφᾷ τὸ κάστρον τῶν Γιαννίνων
νὰ τὸ βλάψουν μὲ πόλεμον, μόνι νὰ ἔχῃ σωτάρχειον.
[` 608] Ἐνταῦτα παύομαι ἐδῶ περὶ τοῦ βασιλέως
καὶ θέλω νὰ σᾶς ἀφηγηθῶ τὴν πρᾶξιν τοῦ Δεσπότου.
[` 609] Ὡς ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν τῆς Ἄρτας ὁ Δεσπότης,
τὸ πῶς οἰκονομήσετον ὁ βασιλεὺς ἐκεῖνος
ὁ Παλαιολόγος σὲ λαλῶ, μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν,
νὰ ἐλθοῦσιν καταπάνω του τῆς γῆς καὶ τῆς θαλάσσης,
κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του κι ἀπῆρεν τὴν βουλήν του·
ἐρώτησέ τους ἀκριβῶς τοῦ νὰ τὸν συμβουλέψουν
μὲ τί τρόπον καὶ ἀφορμὴν τὸν τόπον του φυλάξει.
Ἐνταῦτα οἱ φρονιμώτεροι οὕτως τὸν συμβουλεύουν·
νὰ ποιήσουν γὰρ συμβίβασιν μὲ συμφωνίες καὶ τρόπον,
μετὰ τὸν πρίγκιπα Μορέως, μὲ τὸν Φλορᾶν ἐκεῖνον,
νὰ ἔλθῃ μέ τὰ φουσσᾶτα του διὰ νὰ τὸν συμμαχήσῃ.
ΚΑΙ ΤΟ ΔΕΣΠΟΤΑΤΟΝ ΤΗΣ ΗΠΕΙΡΟΥ

[` 610] Ἐν τούτῳ ἐδόθη ἡ συμβουλή, μαντατοφόρους
στέλνει
ἄρχοντας δύο φρόνιμους τοὺς πρώτους τῆς βουλῆς του
ἐποίησε τους προστάγματα, ἐγράφως τοὺς ἐδῶκεν
τὴν δύναμίν του, κ᾿ ἐξουσίαν τοὺς ἔδωκεν νὰ ποιήσουν
ὅσο ἠμπορέσουν, δυνηθοῦν μὲ τὸν Φλορᾶν ἐκεῖνον,
τὸν πρίγκιπαν γὰρ τοῦ Μορέως, ποῦ εἶχεν τὴν ἀνεψίαν του
᾿ς ὁμόζυγον αὐτοῦ γυνήν, τῆς ἀδελφῆς του ἦτον θυγάτηρ,
ποῦ τὴν ἐλέγαν ἡ Ζαμπέα, οὕτως τὴν ὠνόμαζαν,
[` 611] Οἱ ἀποκρισάροι ἐξέβησαν ἐνταῦτα ἀπὸ τὴν
Ἄρταν,
ἐπέρασαν εἰς τὸν Μορέαν, ἦλθαν στὴν Ἀνδραβίδα,
καὶ ηὕρηκαν τὸν πρίγκιπα ὅπου εἶχεν τὴν βουλήν του,
μετὰ τοὺς κεφαλᾶδες του διὰ ὑπόθεσες ὅπου εἶχεν.
Τὰ ἔγραφα ὅπου εἴχασιν ἐπροσκομίσανέ τα·
τοῦ πρίγκιπος τὰ ἐδώκασιν, ἐχαιρετήσανέ τον
ἐκ μέρους γὰρ τοῦ ἀφέντη τους, ἐκείνου τοῦ Δεσπότου.
Λεπτομερῶς τοῦ ἐσύντυχαν, ἐκ στόματος τὸν εἶπαν
τὸν τρόπον καὶ τὴν ἀφορμήν, διατὶ ἤλθασιν ἐκεῖσε.
[` 613] Λοιπόν, ν᾿ ἀφήσω τὰ πολλά, νὰ ἐλθοῦμε εἰς τὸ τέλος·
οὕτως ἐσυμβιβάστησαν νὰ δώσῃ ὁ Δεσπότης
τοῦ πρίγκιπος, διὰ νὰ κρατῇ διὰ ὄψιδαν καὶ μόνον,
τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν κὺρ Θωμᾶν, ἕως οὗ νὰ ποιήσῃ στρέμμα
ὁ πρίγκιπας καὶ νὰ στραφῇ στὸν τόπον τοῦ Μορέως
ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ

οὕτως μὲ τὰ φουσσᾶτα του, ἄνευ τρόπου καὶ δόλου·
νὰ ἔχῃ γὰρ ὁ πρίγκιπας τὴν ρόγαν τοῦ Δεσπότου
μὲ ὅσα φουσσᾶτα δυνηθῇ ἐπάρει μετ᾿ ἐκεῖνον.
[` 614] Κι ἀφότου ἐκατορθώσασιν τὲς συμφωνίες
τους ὅλες,
οἱ ἀποκρισάροι ἐστράφησαν ἐκεῖσε εἰς τὸν Δεσπότην
καὶ εἶπαν κι ἀφηγήθησαν, τὸ πῶς ἐκατορθῶσαν
νὰ ἔλθῃ ὁ πρίγκιπας Φλορᾶς μετὰ πεντακοσίους·
τοὺς πρώτους καὶ καλλιώτερους ὅλου τοῦ πριγκιπάτου.
εἰς συμμαχίαν, βοὴθειαν τοῦ θείου του τοῦ Δεσπότου.
[` 615] Ἐνταῦτα οἰκονομήσασιν τὸν κὺρ Θωμᾶν ἐκεῖνον
τοῦ Δεσπότου τὸν υἱὸν μετὰ τιμῆς μεγάλης,
κι ἀπόστειλάν τον στὸν Μορέαν ἐκεῖ εἰς τὴν Ἀνδραβίδα·
τοῦ πρίγκιπα τὸν ἔδωκαν νὰ ποιήσῃ ὅσον κελεύει.
Κι ὁ πρίγκιπας τὸν ἔστειλεν στὸ κάστρον Χλουμουτσίου
νὰ στὴκεται μετὰ τιμῆς ὄψιδα ἐκεῖ εἰς τὸ κάστρον,
ἕως οὗ νὰ ποιήσῃ ὁ πρίγκιπας στρέμμαν εἰς τὸν Μορέαν.
Ἠφέραν γὰρ τοῦ πρίγκιπος τὴν ρόγαν τοῦ λαοῦ του,
διὰ τριῶν μηνῶν τὴν πλήρωσιν τοὺς ἐπληρῶσαν μόνον.
[` 617] Τοὺς χρόνους ἐκείνους καὶ καιροὺς κ᾿ ἐκεῖνες τὲς
ἡμέρες,
ὅπου ἄρχισεν ὁ βασιλέας, ὁ μέγας Παλαιολόγος,
τὴν μάχη ἐκείνην τὴν ζεστὴν μὲ τὸν Δεσπότην Ἄρτας,
καὶ τῆς θαλάσσης καὶ τῆς γῆς ἐβάλθη νὰ τὸν βλάψῃ.
Ἐνταῦτα πάλιν, ὡς τὸ ἤκουσεν ἐκεῖνος ὁ Δεσπότης,
ἐσκόπησεν κ᾿ ἐβιάστηκεν μετὰ βουλῆς μεγάλης,
μὲ πᾶσα τρόπον κι ἀφορμὴν νὰ φυλαχτῇ ἀπ᾿ ἐκεῖνον.
[` 616] Λοιπόν, ὡσὰν ἐσυμβιβάστηκεν μὲ τὸν Φλορᾶν
ἐκεῖνον,
ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ

τὸν πρίγκιπαν γὰρ τοῦ Μορέως, ποῦ εἶχεν τὴν ἀνεψίαν του,
οὕτως τὸ ἔποικεν ὁμοίως μὲ τὸν κόντον Ριτσάρδον,
ὅπου ἦτον ἐτότε τῆς Κεφαλωνίας ἀφέντης γὰρ καὶ κόντος,
καὶ ἔδωκέν του διὰ ὄψιδα τὴν πρώτην θυγατέρα,
νὰ τὴν κρατῇ εἰς ἀφίρωσιν κ᾿ ἐκεῖνος νὰ ἀπεράσῃ
ἀτός του γὰρ σωματικῶς μὲ ὅλον τὸ φουσσᾶτο,
ἐκεῖ εἰς τὸ Δεσποτᾶτον του διὰ νὰ τοῦ ἔχῃ βοηθήσει
στὴν μάχην ὅπου ἄρχασεν ὁ βασιλέας μετ᾿ αὖτον·
νὰ ἔχῃ καὶ τὴν ρόγαν του, αὐτὸς καὶ ὁ λαός του
εἰς τὸν καιρὸν ποῦ θέλει ἐκεῖ ποιήσει εἰς τὴν μάχην.
Κι ἀφότου ἐσυμβιβάστηκαν, ἀπέρασεν ὁ κόντος
μετὰ ἑκατὸν εἰς τὰ ἄλογα ἀνθρώπους γὰρ στρατιῶτες.
ἀνθρώπους ὅλους ἐκλεχτούς, στρατιῶτες τῶν ἀρμάτων.
[` 621] Εἶθ᾿ οὕτως γὰρ ἐπέρασεν κι ὁ πρίγκιπας Μορέως
ἀπὸ τὴν Πάτραν, σὲ λαλῶ, κ᾿ ἐδιέβη εἰς τὴν Ἄρταν.
[5 622] Κι ὡς τὸ ἔμαθεν καὶ ἤκουσεν ἐτότε ὁ Δεσπότης
ὅτι ἔρχετον ὁ πρίγκιπας, ἐξέβη εἰς ἀπαντὴν του·
στὰ Λεσιανὰ ἀπαντήθησαν, χαρὰν μεγάλη ἐποῖκαν·
«Καλῶς ἦλθες, ὁ πρίγκιπας, καλῶς ὁ ἀνεψιός μου,
ἀρτίως θεωρῶ κ᾿ ἐγνώρισα τῶν συγγενῶν τὸ σπλάχνος».
Κι ὅσον ἐκατεχόρτασαν φιλήματα ρωμαίϊκα,
ἐκίνησαν κ᾿ ἐδιάβησαν ὁλόρθα εἰς τὴν Ἄρταν·
κι ὁ κόντος τῆς Κεφαλλωνίας ἦλθε ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος.
[` 622] Τίς νὰ σᾶς ἔγραψεν λεπτῶς τὸ τί χαρὰν ἐποῖκεν;
τὸ ἰδεῖ τοὺς Φράγκους ποῦ ἤλθασιν ἐτότε ὁ Δεσπότης,
ἐφάνη του ὅτι ἐκέρδισεν ὅλην τὴν Ρωμανίαν.
ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ

Ἀππλίκεψεν ὁ πρίγκιπας στὰ ὁσπίτια τοῦ Δεσπότου,
κ᾿ ἐκεῖνος γὰρ ἐσέβηκεν ἀπέσω εἰς τὸ κάστρον.
Ἐνταῦτα ἀππλικέψασιν οἱ κεφαλᾶδες πρῶτα,
τιμητικά, ὡς ἔπρεπεν τοῦ καθενὸς ἑκάστου,
κι ἀπέκει οἱ καβαλλαροὶ κ᾿ οἱ εὐγενικοὶ σιργέντες.
[` 623] Κι ἀφότου ἀναπαύτησαν ἐκείνην τὴν ἡμέραν,
ἐπὶ τῆς αὐρίου τὸ πρωΐ ἦλθεν καὶ ὁ Δεσπότης
μετὰ τοὺς κεφαλᾶδες του κι ὅλον τὸ ἀρχοντολόγι,
ὁλόρθα ἐκεῖ εἰς τὸν πρίγκιπα ὅπου ἦτο ἀππλικεμένος·
καὶ ηὗρε τον κ᾿ ἐκάθετον μὲ τὸν κόντον Ριτσάρδον
καὶ μὲ τὸν πρωτοστράτορα ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ἐκεῖνον,
ὁμοίως μὲ τοὺς φλαμουριαρίους κ᾿ οἱ καβαλλάροι ὅλοι.
Κ᾿ ἐσυντυχαίνασιν ὁμοῦ κ᾿ ἐπαῖρναν τὴν βουλὴν τους,
τὴν πρᾶξιν ὅπου ἠθέλασιν ποιὴσει διὰ τὴν μάχην,
ὅπου ἦλθαν νὰ βοηθήσουσιν ἐτότε τοῦ Δεσπότου.
Κι ὡς εἶδαν ὅτι ἦλθε ἐκεῖ ἀτός του ὁ Δεσπότης,
εὐθέως τοῦ ἐπροσηκώθησαν κ᾿ ἐκάθισαν ἀλλήλως.
Πολλὰ τοῦ ἐφάνηκε καλὸν ἐτότε τοῦ Δεσπότου,
ὅταν ηὗρε τὸν πρίγκιπα ὁμοῦ μὲ τὴν βουλήν του.
[` 624] Κ᾿ ἐκαθεζόντησαν εἰς βουλὴν, τὸ πῶς ἠθέλαν
πράξει
στὴν μάχην ὅπου ἤλθασιν νὰ τοῦ ἔχουν βοηθήσει.
Ἀφότου γὰρ ἐκάθισαν ἀλλήλως, ὡς τὸ ἀκῶτε,
ἄρξετον τοῦ νὰ λαλῇ ἀτός του ὁ Δεσπότης
καὶ λέγει πρὸς τὸν πρίγκιπα κι ἀπέκει γὰρ τοῦ κόντου,
ὁμοίως τοῦ πρωτοστράτορος ἐκείνου τοῦ Μορέως,
κι ἀπέκει τῶν φλαμουριαρίων, τῶν καβαλλαρίων
εἶθ᾿ οὕτως.
τὸ πῶς τοὺς εὐχαρίσετον, ὡς φίλους κι ἀδελφούς του,
στὸ σπλάχνος ὅπου ἔδειξαν κ᾿ εἰλικρινῆν ἀγάπην,
καὶ ἤλθασιν μὲ προθυμίαν νὰ τοῦ ἔχουσιν βοηθήσει
στὴν μάχην ὅπου ἄρχισεν κατ᾿ αὔτου ὁ βασιλέας.
ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΥ ΚΑΙ ΔΕΣΠΟΤΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ

Ἐνταῦτα τοὺς παρακαλεῖ, ἀξιώνει, ὡς στρατιῶτες,
ὡς εὐγενεῖς καὶ φρόνιμους, τοῦ νὰ τὸν συμβουλέψουν,
νὰ ποιήσουν πρᾶξιν φρόνιμα, νὰ πράξουν ὡς στρατιῶτες,
νὰ ἐπάρουσιν τὸ ἔπαινος ὡς ἔχουσιν τὴν δόξαν.
«Ἐπεὶ ἂν προστάξῃ ὁ Θεὸς κ᾿ ἐπάρωμεν τὸ νῖκος,
μηδὲν λογίσεται κανείς, μηδὲ νὰ τὸ σκοπήσῃ,
ἐμὲν νὰ δώσουν ἔπαινος, Φράγκος γὰρ ἢ Ρωμαῖος,
διὰ τὸ ἔχω ἐγὼ τὴν ἀφορμήν, τοῦ βασιλέως τὴν μάχην·
ἀλλὰ ἡ τιμὴ καὶ τὸ ἔπαινος ἐσᾶς τὸ θέλουν δώσει,
διατὸ ἐγνωρίζουν ἅπαντες, ᾿ς ὅλην τὴν Ρωμανίαν,
οὐδὲν εἶναι καλλιώτεροι εἰς ἅπασα στρατείαν
παρὰ τοὺς Φράγκους τοῦ Μορέως, ὅπου τὸ ἐξεύρει ὁ
κόσμος,
ἐπεὶ ἔχετε τὴν φρόνεσιν καὶ τὴν στρατείαν εἰς ἄκρον».
[` 625] Ἀφότου γὰρ ἐπλήρωσεν, τὸ εἶπεν ὁ Δεσπότης,
ἄρξετον ὁ πρίγκιπας νὰ τοῦ ἀποκρένεται οὕτως·
«Κύρης μου καὶ Δεσπότη μου καὶ ἠγαπημένε θεῖε,
εὐχαριστῶ τὰ λόγια σου τὸ ἔπαινος, τὸ εἶπες
διὰ ἐτούτους τοὺς εὐγενικοὺς στρατιῶτες, ὅπου εἶναι
ἀρτίως μετὰ μὲ σήμερον ἐδῶ εἰς τὴν συντροφίαν μου.
Τοῦτο πληροφορέσου το καὶ κράτει το ᾿ς ἀλήθειαν,
ὅτι διὰ τὴν ἀγάπην σου κ᾿ εἰς τὴν ἀνάκραξίν σου
ἦλθαν ἐτοῦτοι μετ᾿ ἐμὲ ἐδῶ διὰ τὴν τιμήν τους.
Καὶ μὴ λογίσῃς τίποτε ὅτι διὰ χρείαν τῆς ρόγας,
ὅπου τοὺς ἀπόστειλες ἐκεῖσε εἰς τὸν Μορέαν,
ὡς ρογατόροι ἤλθασιν νὰ σὲ ἔχουσιν δουλέψει·
ἐπεὶ ἡ ρόγα ποῦ ἔλαβαν οὐδὲν τοὺς σώζει μόνη
τοῦ νὰ πληρώσουν τ᾿ ἄρματα καὶ τ᾿ ἄλογα ποῦ ἀγοράσαν
διὰ νὰ ἔλθουσιν τιμητικὰ ἐδῶ στὴν χρείαν ὅπου ἔχεις.
Ἐπεὶ ἐγὼ λέγω διὰ ἐμέν, καὶ κράτει το εἰς ἀλήθειαν,
ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ

ὅτι διὰ τὴν ἀγάπην σου καὶ συγγενότητά μας
διατὸ εἴμεθεν καὶ γείτονες κι ἁρμόζει νὰ βοηθοῦμεν
ὁ εἷς τὸν ἄλλον γείτονα ὅτι τοῦ κάμνει χρεία·
καὶ πάλε διὰ τὸ σύνηθες ὅπου ἔχουσιν οἱ Φράγκοι
καὶ τρέχουν πάντα εἰς τὰ ἄρματα ἔνθα ἀκούσουν ὅτι ἔνι
ἢ χρεία ἢ μάχη ἢ πόλεμοι, διατὸ εἶναι γὰρ στρατιῶτες,
νὰ δείχνωνται, νὰ φαίνωνται ὅτι στρατιῶτες εἶναι.
Καὶ κάλλιον ἔχουν τὴν τιμήν, τὸ ἔπαινος τοῦ κὸσμου
περὶ τὰ κούρση, ἢ χρὴματα, ἢ ρὸγα νὰ τοὺς δίδουν-
κ᾿ εἰς τοῦτον γὰρ τὸν λογισμὸν ἤλθαμε ἐδῶ εἰς ἐσέναν.
[` 626] Καὶ κράτει το, καλέ μου, θεῖε, ἀλήθειαν σὲ τὸ λέγω·
ὅτι ἂν εἶχαν τὴν δύναμιν οἱ πλειότεροι ἀπὸ ἐτούτους,
ὅπου θεωρεῖς ὅτι εἶναι ἐδῶ, εὐγενικοὶ στρατιῶτες,
ἀπὸ ἐδικοῦ τους νὰ ἔποικαν τὴν ἔξοδόν τους ὅλην,
κι οὐ μὴ νὰ ἐπῆραν ἀπὸ σοῦ ἕναν μικρὸν βελόνι·
ἀλλὰ ἤλθασιν ὡς φίλοι σου κι ὡς εὐγενεῖς στρατιῶται,
νὰ σὲ δουλέψουν εἰς τὴν χρείαν ὅπου θεωροῦν ὅτι ἔχεις.
Ἐν τούτῳ σὲ ὑποσχιόμεθεν αὐτοὶ κ᾿ ἐγὼ μετ᾿ αὔτους·
οὐ μὴ μισσέψωμε ἀπ᾿ ἐδῶ, ἀπὸ τὸ δεσποτᾶτο,
ἕως οὗ νὰ πολεμήσωμεν μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἦλθαν
καὶ στήκονται εἰς τὸν τόπον σου, αὐτοὶ τοῦ βασιλέως·
ἢ νὰ γευτοῦμεν θάνατον, ἢ ν᾿ ἀποθάνουν ἐκεῖνοι».
[` 627] Ἐνταῦτα ἀποκρίσετον τοῦ πρίγκιπα, ὁ δεσπότης
εὐχαριστῶντα τον πολλὰ ἐκεῖνος κ᾿ οἱ ἄρχοντές του
εἰς ὅσον γὰρ ἐλάλησεν, ὡς εὐγενὴς ὅπου ἦτον·
Ἐνταῦτα ἀπήρασιν βουλὴν τὸ πῶς ἠθέλαν πράξει·
τὰ λόγια ἤσασιν πολλά, τὰ εἶπαν κ᾿ ἐλαλῆσαν
τὸ γὰρ τὸ τέλος εἴπασιν νὰ ὀρθώσουν τὰ φουσσᾶτα,
αὔριον πρωΐ ἀπο ταχέα νὰ ἐξέβουν ἐκ τὴν Ἄρταν
ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΝ

ὁλόρθα εἰς τὰ Γιάννινα νὰ ἀπέλθουσιν ἐκεῖσε·
Ἐπεὶ ἐκεῖ ἐμάθασιν ὅτι ἦσαν τὰ φουσσᾶτα·
κι ἂν ἀναμείνουν οἱ Ρωμαῖοι, αὐτοὶ τοῦ βασιλέως,
νὰ πολεμήσουν μετ᾿ αὐτούς, καὶ ὡς τὸ δώσῃ ὁ Θέος.
[ ` 628] Ὥρισε ὁ πρωτοστράτορας ἐκεῖνος τοῦ Μορέως·
εὐθέως ἐδιαλαλήσασιν ἐκ μέρους τοῦ Δεσπότου,
τοῦ πρίγκιπος γὰρ ἀπ᾿ αὐτοῦ, τοῦ πρωτοστράτορὸς του,
νὰ εἶναι τὰ ἀλλάγια ἕτοιμα Φράγκοι τε καὶ Ρωμαῖοι,
νὰ ἀκολουθοῦν τὰ φλάμουρα ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ἐκείνου,
τοῦ πρωτοστράτορος Μορέως, ἔνθα κι ἂν ὑπαγαίνῃ.
Ἐν τούτῳ αὔριον τὸ πρωὶ ἐκίνησαν κ᾿ ὑπαγαίνουν
ὁλόρθα εἰς τὰ Γιάννινα τὰ ἀλλάγια τοῦ φουσσάτου.
[` 629] Ὁ Μέγας γὰρ Δεμέστικος ποῦ ἦτον τοῦ βασιλέως
ἀπάνω εἰς τὰ φουσσᾶτα του ἡ κεφαλὴ ἡ μεγάλη,
ἤλθασιν καὶ εἶπαν του κ᾿ ἐπληροφορησάν τον,
τὸ πῶς ἤλθεν ὁ πρίγκιπας ἐκεῖνος τοῦ Μορέως
κι ὁ κόντος τῆς Κεφαλλωνίας μὲ ὅλα τους τὰ φουσσᾶτα·
στὴν Ἄρταν ἀπεσώσασιν στὴν ρόγαν τοῦ Δεσπότου
κ᾿ ἔρχονται ὁλόρθα εἰς αὐτὸν διὰ νὰ τὸν πολεμήσουν.
Κράζει τοὺς κεφαλᾶδες του τοὺς πρώτους τῆς βουλῆς του·
βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ τὸ πῶς θέλουσιν πράξει.
Τὰ λόγια ἤσασιν πολλά, τὰ εἴπασιν ἀλλήλως·
στὸ τέλος γὰρ ἀφίρωσαν, εἴπασιν κ᾿ ἐστερεῶσαν,
ὅτι ἐὰν ἐμισσέψασιν ἀπὸ τὸ κάστρο ἐκεῖνο
ὅπου τὸ ἀπαρακάθονταν, διὰ λόγια καὶ μαντᾶτα,
μεγάλην τους κατηγορίαν ἠθέλαν γὰρ ποιὴσει·
ἀλλὰ νὰ στήκουσιν ἐκεῖ νὰ μάθουσιν ἀλήθειαν.
[` 630] Μετὰ ταῦτα τοὺς ἤφεραν ἀληθινὰ μαντᾶτα,
ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ

τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἐσώσασιν ἐκεῖσε εἰς τὴν Ἄρταν,
κ᾿ ἐκίνησαν καὶ ἔρχονται στὰ Γιάννινα ὁλόρθα.
Τὸ ἀκούσει το ὁ Δεμέστικος κι ὅλα του τὰ φουσσᾶτα,
τὸ πῶς οἱ Φράγκοι ἔσωσαν καὶ ἔνι εἰς τὴν Ἄρταν,
οὐδὲν ἀνάμειναν ποσῶς βουλὴν νὰ ἔχουν ἐπάρει·
κ᾿ εἶπαν οἱ φρονιμώτεροι, οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου,
ὅτι ἀτός του ὁ βασιλέας, ἂν ἦτο ἐκεῖ μετ᾿ αὔτους,
οὐδὲν ἐτόλμα νὰ σταθῇ, τοὺς Φράγκους νὰ ἀπαντήσῃ,
καὶ ἦτον τιμιώτερον πρότερα νὰ μισσέψουν,
παρὰ νὰ τοὺς εὕρουσιν ἐκεῖ, νὰ τοὺς ἔχουσιν φονέψει.
Ὅμως τὸ ἀκούσει ὅτι ἤλθασιν οἱ Φράγκοι εἰς τὴν Ἄρταν,
οὐδὲν ἀνάμειναν ποσῶς βουλὴν καμμίαν ἐπάρει·
εὐθέως ἐξετεντώσασιν κ᾿ ἐρρίξαν τὲς κατοῦνες·
ἀφνίδιως, ὡς εὑρέθησαν, ἐκίνησαν κ᾿ ὑπάγουν,
οὔτε φλάμουρα ἐσήκωσαν, οὔτε ἀλλάγια ἐποῖκαν,
ἀλλ᾿ ὡσὰν νὰ τοὺς ἐδιώχνασιν μὲ τὰ κοντάρια οἱ Φράγκοι,
οὕτως καὶ ἀσχημότερα ἐβάλθησαν κ᾿ ἐφεῦγαν
τὴν στράταν ὅπου ἤλθασιν ἀπέκει ἐκ τὴν Βλαχίαν.
[` 632] Τὸ ἰδεῖ τους ἐκ τὰ Γιάννινα ἐκεῖνοι ἀπὸ τὸ κάστρο,
ἐγνώρισαν κι ἀπείκασαν φεύγουσιν οἱ Ρωμαῖοι.
Μαντατοφόρους ἔστειλαν εὐθέως εἰς τὸν Δεσπότην·
«Νὰ μάθῃς ἀφέντη, Δέσποτα, ἐφύγαν οἱ Ρωμαῖοι».
Ὡς τὸ ἤκουσεν καὶ ἔμαθεν ἐτότε ὁ Δεσπότης
ὅτι ἐμισσέψαν οἱ Ρωμαῖοι ᾿κ τὸ κάστρον τῶν Γιαννίνων,
περίχαρος ἐγίνετου, δρομαίως ἀπῆλθε ἀτός του
ἐκεῖ ὅπου ἦτον ὁ πρίγκιπας, λέγει του τὰ μαντᾶτα.
Τὸ ἀκούσει το ὁ πρίγκιπας, λέγει του· «Τί ἀναμένεις; »
κράζει τὸν πρωτοστράτοραν ντὲ Σαὶντ Ὀμὲρ ἐκεῖνον,
ὥρισε. «Νὰ λαλήσουσιν ὅλα μας τὰ σαλπίγγια
τὰ ἀλλάγια ἂς χωρίσουσιν, σπουδαίως τὰ ὑπαγαίνουν
ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΝ

ὁλόρθα εἰς τὰ Γιάννινα νὰ σώσωμεν τοὺς Ρωμαίους,
μὴ προῦ μακρύνουν ἀπὸ ἐμᾶς καὶ κολαστοῦμεν πλέον».
Ἐκίνησαν, ὑπαγαίνουσιν, ἐσῶσαν τὴν ἑσπέραν
ἐκεῖσε εἰς τὰ Γιάννινα ὅπου ἦσαν οἱ κατοῦνες
ἐκεινῶν ὅπου ἐμίσσεψαν, τοῦ βασιλέως φουσσᾶτα.
Ὁ πρωτοστράτορας Μορέως ὥρισεν κ᾿ ἠμοιράσαν·
εἰς τὲς κατοῦνες τῶν Ρωμαίων ἀππλίκεψαν οἱ Φράγκοι
Στὴν τένταν γὰρ τοῦ πρίγκιπος ἀπῆλθεν ὁ Δεσπότης
ὡσαύτως οἱ φλαμουριαροί, οἱ πρῶτοι τοῦ φουσσάτου
βουλὴν ἀπήρασιν ὁμοῦ τὸ πῶς θέλουσιν διάξει.
Εἰς τέλος γὰρ ἰσιάστησαν νὰ ἀπέλθουν ἀπὸ ὀπίσω
ἐκείνων ὅπου ἐφεύγασιν, πολλάκις μὴ τοὺς σώσουν
καὶ πολεμήσουν μετ᾿ αὐτοὺς κ᾿ ἐπάρουσιν τὸ νῖκος.
Εἴτε κι οὐδὲν τοὺς σώσουσιν, θέλουσιν τοὺς κουρσεύει
τοὺς τόπους γὰρ τοῦ βασιλέως ἐκεῖ εἰς τὴν Ρωμανίαν.
[` 633] Ἐπὶ τῆς αὐρίου γὰρ τὸ πρωὶ ἐκίνησαν
κ᾿ ὑπάγουν
τῶν ἀντιδίκων τὴν ὁδὸν ὁλόρθα ὁδηγεύγουν.
Ὁ πρίγκιπας ἐλάλησεν καὶ ἦλθεν ὁ Δεσπότης
καὶ λέγει οὕτως πρὸς αὐτόν· νὰ ὀρθώσῃ ἐκ τὸν λαόν του
τινὲς μὲ ἄλογα ἐλαφρὰ νὰ σώσουν τοὺς Ρωμαίους,
νὰ εἰποῦσιν τοῦ Δεμέστικου, τὸν πρῶτον τοῦ φουσσάτου
εἰς μέρους γὰρ τοῦ πρίγκιπος ὁμοίως κ᾿ ἐκ τὸν Δεσπότην,
τὸ πῶς τοὺς ἀνακράζουσιν τοῦ νὰ τοὺς άναμείνουν,
τοῦ νὰ παραδιαβάσουσιν ἀλλήλως εἰς τὸν κάμπον·
ἐπεὶ οὐκ ἦτον χρήσιμον εἰς τέτοιον στρατιώτην
νὰ ἔλθῃ γυρεύοντα στρατείας, τρόπον νὰ πολεμήσῃ,
κι ἀφότου ηὗρεν τὸν πόλεμον ἕτοιμον, νὰ μισσέψῃ.
Ἐκεῖνοι ὅπου ὡρίστησαν νὰ ἀπέλθουν στοὺς Ρωμαίους,
γοργὸν πολλὰ ἐσπουδάξασιν, σύντομα τοὺς ἐφτάσαν
ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ

ἐκεῖσε ὅπου ὑπαγαίνασιν, ἐκ τῆς Βλαχίας τὰ μέρη.
Ἀπὸ μακρόθεν τοὺς λαλοῦν, μαντατοφόροι εἶναι,
καὶ νά τοὺς δέξωνται νὰ εἰποῦν, τὰ εἶναι ὡρισμένοι.
Ὥρισεν ὁ Δεμέστικος κι ἀφροντισίαν τοὺς κάμνουν,
καὶ ἦλθαν κ᾿ ἐπλησιάσαν τον καὶ λέγουν πρὸς ἐκεῖνον·
«Κύρης μου, ὁ πρίγκιπας Μορέως εἶθ᾿ οὕτως κι ὁ Δεσπότης
τὴν εὐγένειάν σου χαιρετοῦν, ὡς φίλον κι ἀδελφόν τους.
Ἐσὺ ἦλθες ἐκ τὸν βασιλέα μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔχεις
γυρεύοντα νὰ μαχηστῇς, μετὰ ἄλλους νὰ μαδήσῃς·
κι ἀφῶν ηὗρες τὸ ἤθελες, κ᾿ ἐκεῖνο ποῦ γρεύεις,
παρακαλοῦν σε, ἀνάμεινε εἰς τόπον ἐπιδέξιον,
νὰ ἔλθουν μὲ τὰ φουσσᾶτα τους, νὰ ἔχετε πολεμήσει.
Κι ὡς φρόνιμος κ᾿ εὐγενικὸς ποίησον τὴν τιμήν σου,
μὴ σὲ ἀναγκάσουσιν τινὲς κι ἀφήκῃς τὴν τιμὴν σου
καὶ πέσῃς εἰς κατηγορίαν κι ὁ βασιλέας χολιάσῃ».
Ἐκεῖνος ἀποκρίθηκεν καὶ λέγει πρὸς ἐκείνους·
«Ἐγὼ τὸν πρίγκιπα Μορέως, ὁμοίως καὶ τὸν Δεσπότην,
ὡς ἀδελφοὺς καὶ φίλους μου, πολλὰ τοὺς χαιρετίζω·
κ᾿ εἰπέτε των πληροφορίαν ἐκ μέρους ἐδικοῦ μου·
ὅτι, ἐὰν ἦτον ὁ λαὸς τοῦ βασιλέως, ὅπου ἔχω,
εἰς ἐδικόν μου θέλημα, νὰ ἔποικα τὸ κελεύουν.
Ἀλλὰ ἐδῶ εὑρίσκονται Τοῦρκοι γὰρ καὶ Κουμᾶνοι,
ὅπου ἔχουν κεφαλᾶδες τους κ᾿ ἐμέναν οὐ φροντίζουν».
[` 635] Τό ἀκούσει τὴν ἀπόκρισιν, ἐστράφησαν ὁπίσω·
στρεφόμενοι γὰρ ηὕρασιν πλεῖστους τινὲς ἀνθρώπους,
ὅπου εἶχαν ἄλογα ἔρημα, τὰ ἦσαν ἀποσταθόντα,
κι ἀλλῶν πολλῶν τὰ ἄρματα ὁμοίως καὶ τὲς κατοῦνες,
τὰ ἐρρίχταν τότε φεύγοντα ἐκεῖνα τὰ φουσσᾶτα.
Κι ἀπήρασιν τὰ ἠμπόρεσαν κ᾿ ἦλθαν εἰς τὸ φουσσᾶτο,
καὶ εἶπαν τὴν ἀπόκρισιν τοῦ μεγάλου Δεμεστίκου.
Κι ὡς τὸ ἤκουσεν ὁ πρίγκιπας εἶθ᾿ οὕτως κι ὁ Δεσπότης,
ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΝ

ὅτι ὑπαγαίνουν φεύγοντα τὸ πλεῖον ὅπου ἠμποροῦσιν,
ὡρίσαν τὰ φουσσᾶτα τους κ᾿ ἐβάλθησαν στὸ κοῦρσος,
ἐξήλειφαν κ᾿ ἐρήμωναν τοῦ βασιλέως τοὺς τόπους,
πολὺν κοῦρσον ἐκέρδισαν, πολλοὺς ἀνθρώπους ἐπιάσαν.
Ὁ τρόπος ἦτον ἄφοβος, οἱ ἄνθρωποι ἀποθαρροῦσαν
διὰ τὰ φουσσᾶτα ὅπου ἔστηκαν στὸ κάστρον τῶν
Γιαννίνων·
ἀφνίδια τοὺς ὑπόπεσαν, ζημίαν μεγάλην ἐποῖκαν.
[` 636] Ἐκείνη γὰρ ἡ ὑποδρομή, τὸ κοῦρσο ποῦ σᾶς
λέγω,
οὐδὲν ἐδιήρκησεν πολλά, ἄνευ κ᾿ ἡμέρες δύο,
ἐπεὶ μαντᾶτα ἠφέρασιν ἐτότε τοῦ Δεσπότου,
τὸ πῶς ἐκαταλάβασιν εἰς τὸν κορφὸν τῆς Ἄρτας,
κάτεργα ἑξῆντα ἤλθασιν κ᾿ εἶναι τῶν Γενουβίσων·
ἐπέζεψαν στὴν Πρέβεσαν, κουρσεύγουν τὰ χωρία,
ὡρμήσασιν νὰ ἔρχωνται ὁλόρθα εἰς τὴν Ἄρταν.
[` 637] Τὸ ἀκούσει γὰρ καὶ μάθει το ἐτότε ὁ Δεσπότης,
μεγάλως τὸ ἐφοβήθηκεν, εἰς σφόδρα τὸ ἐλυπήθη,
διατὸ ἐλογίσετον εὐθέως ὅτι τὰ κάτεργα εἶναι,
τὰ ἐρρόγεψεν ὁ βασιλέας, ἐκεῖνα τῶν Γενουβίσων,
νὰ ἐλθοῦσιν καταπάνω του, νὰ τὸν ἔχουν ζημιώσει,
Ἐνταῦτα ἐρώτησεν εὐθέως. «Ὁ πρίγκιπας ποῦ ἔνι;»
ἐμίσσεψε ἐκ τὸ ἀλλάγι του κ᾿ ἐδιάβη πρὸς ἐκεῖνον,
εἶπεν καὶ ἀφηγήθη του ἐκεῖνα τὰ μαντᾶτα,
τὸ πῶς ἦλθαν τὰ κάτεργα, ἐκεῖνα τῶν Γενουβίσων
ἐπέζεψαν στὴν Πρέβεζαν, κουρσεύουν τὰ χωρία
ὡρμήσασιν κ᾿ ἐρχόντησαν ὁλόρθα εἰς τὴν Ἄρταν,
«κ᾿ ἔχω φόβον ἀμέτρητον μὴ πιάσουσιν τὴν χώραν».
Ἐν τούτῳ τοῦ ἀποκρίθηκεν ὁ πρίγκιπας καὶ εἶπεν.
[` 638]«Γίνωσκε, θεῖε, Δεσπότη μου, μὲ ἀλήθειαν σὲ τὸ λὲγω
ΦΛΩΡΕΝΤΙΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΠΡΙΓΚΙΠΕΣ ΜΟΡΕΩΣ

ἐγὼ διὰ τοῦτο ἦλθα ἐδῶ κι ἄφηκα τὸν Μορέαν,
διὰ νὰ εἶμαι εἰς τὴν βοήθειαν σου στὴν μάχην ὅπου ἔχεις.
Λοιπόν, ἕως ὅτου εὑρίσκομαι ἐδῶ εἰς τὸ Δεσποτᾶτο,
ὅριζε, τί με χρειάζεσαι κ᾿ ἐγὼ νὰ τὸ πληρώνω».
[` 639] Ἐνταῦτα τὸν εὐχαριστᾷ μεγάλως ὁ Δεσπότης·
εὐθέως ὁρίζει ὁ πρίγκιπας τὸν πρωτοστράτορά του
καὶ τὸ σαλπίγγι ἐλάλησεν νὰ ποιήσουν στρέμμα ὀπίσω.
Τὸ ἀκούσει το, τὰ ἀλλάγια τους ὀπίσω στρέμμα ἐποῖκαν,
ἐκεῖ ὅπου ἐκατουνέψασιν ἀλλάγια τρία ἐχωρίσαν,
χιλίους ἀπάνω εἰς τὰ ἄλογα κι ὡρίσαν τους νὰ ἀπέλθουν
σπουδαχτικὰ νὰ σώσουσιν στῆς Ἄρτας τὴν βοήθειαν·
«μὴ προῦ ἀποσώσουσιν ἐκεῖ ὁ στόλος τῶν κατέργων,
ἐπεὶ κ᾿ ἡμεῖς ἐρχόμεθεν ὁλόρθα ἀποπίσω».
[` 64Ο] Ἐνταῦτα ἐκινήσασιν καὶ πάντα ὑπαγαίνουν.
Ὁ δὲ λαὸς τοῦ βασιλέως, ὅπου ἦσαν εἰς τὰ ξύλα
ἐκεῖσε εἰς τὰ κάτεργα μετὰ τοὺς Γενουβίσους,
καὶ εἰς τὴν γῆν ἐξέβησαν, ἐπιάσασιν ἀνθρώπους,
κ᾿ ἐρώτησαν νὰ τοὺς εἰποῦν τὸ ποῦ ἔνι ὁ Δεσπότης,
κι ἂν ἔχῃ δύναμιν καμμίαν, ξένον λαὸν μετ᾿ αὖτον.
Κ᾿ ἐκεῖνοι γὰρ τοὺς εἴπασιν κ᾿ ἐπληροφόρησάν τους,
τὸ πῶς ἦλθεν ὁ πρίγκιπας, ἐκεῖνος τοῦ Μορέως,
κι ὁ κόντος τῆς Κεφαλλωνίας μὲ ὅλα τους τὰ φουσσᾶτα.
Κι εὐθέως τὸ σώσει ἐκεῖνοι ἐδῶ κι ἀκοῦσαν τὰ μαντᾶτα,
ὅτι ὁ Μέγας Δεμέστικος μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν
ἦλθε κ᾿ ἐπαρακάθετον τὸ κάστρον τῶν Γιαννίνων,
ὥρμησαν κ᾿ ὑπαγαίνασιν ὁλόρθα ἐκεῖ εἰς αὔτους.
Κ᾿ ἐκεῖνος γὰρ τὸ μάθει το, ἐμίσσεψεν κ᾿ ἐφύγεν,
κ᾿ ἐκεῖνοι ὑπάγουν διώχνοντα διὰ νὰ τοὺς ἔχουν σώσει·
κι ἀρτίως μᾶς εἴπασιν τινές, ὅλους ἐκατεκόψαν,
καὶ στρέφονται χαιράμενοι, τώρα καταλαμβάνουν».
[` 641] Τὸ ἀκούσει το οἱ ἄρχοντες ἐκεῖνοι τῶν κατέργων,
τὰ τριπουτσέτα ὅπου εἴχασιν ἐβγάλει καὶ τὲς σκάλες,
νὰ ὑπάουν νὰ πολεμήσουσιν τῆς Ἄρτας γὰρ τὸ κάστρον,
σπουδαίως πάλε τὰ ἐστρέψασιν ἀπέσω εἰς τὲς ταρίτες.
ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΝ

[` 642] Ἐνταῦτα τοὺς ἠφέρασιν κ᾿ ἐτοῦτα τὰ μαντᾶτα·
ὅτι ἐκαταλάβασιν τὰ φράγκικα φουσσᾶτα.
Ἀπόστειλαν διὰ τὸν λαὸν ὅπου εἶχαν εἰς τὸ κοῦρσο
ἐνῷ εἶχαν δράμει τὰ χωρία καὶ κάψει καὶ τοὺς τόπους,
τὰ μέρη τῆς Βαγενετίας, τὰ ἦσαν πρὸς τῆς θαλάσσης
ὅλα τὰ ἐκουρσέψασιν καὶ αἰχμαλωτίσανέ τα.
Ἐνταῦτα γὰρ ἐσώσασιν κ᾿ ἐκεῖνοι τοῦ Δεσπότου,
χίλιοι ἀπάνω εἰς τὰ ἄλογα, ὅπου τοὺς ἀποστεῖλαν,
κι ὅσους ἀπόφτασαν στὴν γῆν, Ρωμαίους καὶ Γενουβίσους,
ὅλους τοὺς ἐκατέκοψαν, κι ἄλλους τινὲς ἐπιάσαν.
Ἐνταῦτα ἀπήρασι βουλὴν ἐκεῖνοι τῶν κατέργων,
τὸ πῶς νὰ ποιήσουν τίποτε νὰ βλάψουν τὸν Δεσπότην·
κ᾿ εἶπαν οἱ φρονιμώτεροι ὅπου ἦσαν παιδεμένοι·
«Ἐσεῖς ἐξεύρετε, καλά, πρέπει νὰ τὸ ἐνθυμᾶστε
τοῦ βασιλἐως τὸν ὁρισμόν, τὸ πῶς ἐκατορθῶσε
νὰ ἔλθῃ ὁ Μέγας Δεμέστικος μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν,
στὸ Δεσποτᾶτο νὰ σεβῇ ἐκεῖνος ᾿κ τὴν στερέαν,
κ᾿ ἡμεῖς ἀπὸ τὸ πέλαγος νὰ ἐλθοῦμεν τῆς θαλάσσης,
μᾶς βοηθοῦν, κ᾿ ἡμεῖς αὐτῶν, ὡς μᾶς βολήσῃ ὁ τόπος.
Λοιπὸν ἀφότου ἔφυγεν δίχα νὰ πολεμήσῃ
κι ἀπῆρεν τὰ φουσσᾶτα του ὅπου εἴχαμεν τὸ θάρρος-
κ᾿ ἐβλέπετε ὅτι ὁ πρίγκιπας κι ὁ κόντος μετ᾿ ἐκεῖνον
ἦλθαν μὲ τὰ φουσσᾶτα τους κ᾿ εἶναι μὲ τὸν δεσπότην
πῶς ἠμποροῦμε ἡμεῖς πεζοὶ νὰ βλάψωμεν τὸν τόπον;
ἴδετε πῶς ἐχάσαμεν τὰ πεζικὰ ὅπου ηὗραν
τοῦ δεσπότου ὁ λαός, ὅπου ἦσαν καβαλλάροι
Ὅμως ἂς ἀναμείνωμεν ἕως οὗ νὰ ἐλθῇ ὁ δεσπότης,
νὰ ἰδοῦμεν καὶ τὸν πρίγκιπα, τὸ τί φουσσᾶτα ἔχει,
νὰ ἐπάρωμεν πληροφορίαν στὸν ἅγιον βασιλέαν».
[` 644] Λέγοντα ἐτούτην τὴν βουλὴν ἔσωσεν κι ὁ Δεσπότης,
εἶθ᾿ οὕτως γὰρ καὶ ὁ πρίγκιπας μὲ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχαν.
Κι ὡς τὸ ἤκουσαν καὶ ἔμαθαν ὅτι εἰς τὸ κάστρον Ἄρτας
οὐδὲν ἐδιάβησαν ποσῶς ἐκεῖνοι οἱ Γενουβίσοι,
πολλὰ τὸ ἐδέξετον καλὸν ἀτὸς του ὁ Δεσπότης
κι οὐδὲν ἐψήφησεν ποσῶς τὰ κούρση τῶν χωρίων,
τὸ μάθει ὅτι τὰ κάτεργα στὴκουν εἰς τὸν λιμιῶνα.
Ἀκούσων ταῦτα ὁ πρίγκιπας λέγει πρὸς τὸν δεσπότην.
«Ἀφῶν στὴκουν τὰ κάτεργα ἀκόμη εἰς τὸν λιμιῶναν,
μηδὲν πεζέψωμε ἀλλαχοῦ εἰ μὴ ἐκεῖ ἂς ὑπᾶμε
ΠΟΛΕΜΙΚΑΙ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΕΙΣ ΗΠΕΙΡΟΝ

μὲ τὰ φουσσᾶτα μας ὁμοῦ, πεζοὶ καὶ καβαλλάροι·
ἐκεῖσε ἂς τεντώσωμεν ἐνάντιον τῶν κατέργων,
τὸν τόπον νὰ φυλάξωμεν μὴ πιάσῃ καὶ πεζέψουν
καὶ ποιήσουν τίποτε ζημίαν κ᾿ ἔνι κατηγορία μας».
Ὡς τὸ ὥρισεν ὁ πρίγκιπας οὕτως καὶ ἐγενέτον·
ἐδῶκαν τὰ σαλπίγγια τους, ἐκίνησεν τὸ φουσσᾶτο,
ὁλόρθα ἐκεῖ ἀπήλθασιν ὅπου ἦτον ὁ λιμιῶνας,
ὅπου ἔστεκαν τὰ κάτεργα, ἐκεῖνα τῶν Γενουβίσων.
Ἐκεῖσε ἐτεντώσασιν κ᾿ ἐπιάσαν τὲς κατοῦνες·
[` 645] ἰδὼν τοῦτο τὰ κάτεργα ἐσέβησαν παρέσω
κ᾿ ἐσύρασιν τὰ σίδερα κ᾿ ἐστῆκαν εἰς τὸ βάθος.
Τοῦ πρίγκιπος ἐζήτησεν βουλὴν γὰρ ὁ δεσπότης
τὸ τί του φαίνει νὰ γενῇ καὶ πῶς νὰ ἔχουσιν πράξει.
Κι ὁ πρίγκιπας, ὡς φρόνιμος, λέγει πρὸς τὸν δεσπότην·
«Μὲ φαίνεται, καλέ μου θεῖε, νὰ στήκωμεν ἐνταῦτα,
ἐδῶ ὅπου ἀππλικέψαμεν, μὴ πιάσουν καὶ πεζέψουν,
μήτε νερὸν νὰ ἐπάρουσιν, μήτε ζημίαν ποιήσουν.
Καὶ στεῖλε εἰς τὰ ἐξώμερα φουσσᾶτα νὰ φυλάξουν
τὸν τόπο ἐκεῖνον γὰρ ὁμοίως, μὴ ποιήσουν ζημίαν».
Ὡς τὸ ὥρισεν ὁ πρίγκιπας, τὸ ἔποικεν ὁ δεσπότης.
[` 646] Ἰδὼν ἐτοῦτο οἱ Ρωμαῖοι ὁμοίως κ᾿ οἱ Γενουβίσοι,
ὅπου ἦσαν εἰς τὰ κάτεργα τοῦ βασιλέως ἐκεῖνα,
μεγάλως ἐθαυμάστησαν τὸ ποῦ ηὗρεν ὁ Δεσπότης
τόσον λαὸν καὶ ἔμορφον καὶ τὰ φουσσᾶτα ὅπου εἶχεν.
καὶ πάλιν ἐπαινέσασιν τὸν πρίγκιπα εἰς σφόδρα,
καὶ εἶπαν ὅτι ἡ στρατεία κ᾿ ἡ τάξις τοῦ φουσσάτου,
ἐκεῖνος γὰρ τὰ ἐδιόρθωνε ὅπου ἦτον παιδεμένος
ἐκ τῶν Φραγκῶν τὴν παίδεψιν, τῆς Δύσεως τὴν στρατείαν.
[` 647] Ἐνταῦτα ἀπήρασιν βουλὴν ἐκεῖνοι τῶν κατέργων,
ὅτι ἀπάρτε οὐκ ἠμποροῦν ἐκεῖ ζημίαν ποιήσουν
ὅπου στήκει ὁ πρίγκιπας ὁμοῦ μὲ τὸν δεσπότην.
«Ἀλλὰ ἂς γυρίσωμε ἀπ᾿ ἐδῶ κ᾿ ὑπᾶμε εἰς ἄλλον μέρος.
ἐκεῖσε εἰς τὰ Ξηρόμερα ὅπου ἔνι ἀφοβία·
εἰ ἂν λάχῃ νὰ κερδίσωμεν καὶ ποιήσει καὶ ζημίαν,
διατὸ ἤθελε εἶσται ἄσχημον νὰ ἐστράφημαν στὴν Πόλιν·
ἄνευ νὰ ἐποιήσαμεν ζημίαν στὸν τόπον τοῦ Δεσπότου».
Ὡσὰν τὸ ἀπήρασιν βουλήν, οὕτως καὶ τὸ ἐποιῆσαν·
ἐσήκωσαν τὰ σίδερα κ᾿ ἐπίασαν τὰ κουπία·
σύντομα ἀποσώσασιν στῆς Βόντιζας τὰ μέρη.

Hellenica World