ART

 

.



Κόφτης, αρσενικό

εργαλείο με δύο λαβές όπως του ψαλιδιού και δύο σιαγόνες που συναντώνται σχηματίζοντας κοφτερές ακμές. Υπάρχει σε διάφορα μεγέθη και χρησιμοποιείται για να κόβει μεταλλικά αντικείμενα, από σύρματα μέχρι λουκέτα.
χαρακτηρισμός για καθηγητή που έχει τη φήμη ότι "κόβει" (δίνει απορριπτική βαθμολογία σε) μεγάλο αριθμό μαθητών/φοιτητών του
ο παίκτης που έχει ως αποστολή να "κόβει" (να ανακόπτει) επιθετικές ενέργειες του αντιπάλου

Συγγενικές λέξεις

κόβω

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License