ART

 

.

Το ορυκτό χρυσοπράσιο (γαλλικά: chrysoprase, αγγλικά chrysophrase και chrysoprasus από την ελληνική λέξη με τη μεσολάβηση των λατινικών) είναι χαλκηδόνιος με πρασινωπό χρώμα σαν του πράσου, των σταφυλιών ή του μήλου, ανάλογα με το κοίτασμα -χρώμα που οφείλεται στην περιεκτικότητά του σε νικέλιο αλλά και στον τρόπο γεωλογικού σχηματισμού του. Αξιόλογη παραγωγή έχουν η Αυστραλία, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Πολωνία, η Μαδαγασκάρη και η Γερμανία.

Είναι κρυπτοκρυσταλλικό, που σημαίνει ότι οι κρύσταλλοί του είναι τόσο μικροί που δεν διακρίνονται με απλή μεγέθυνση και αυτό το ξεχωρίζει από κρυσταλλικά πετρώματα σαν τον αμέθυστο και άλλα, τα οποία είναι σχεδόν διαφανή και σχηματίζονται από σαφή εξάπλευρα κρύσταλλα. Στην ίδια ομάδα κρυπτοκρυσταλλικών ανήκει και ο αχάτης και ο όνυχας. Εκείνο που έλκει στο χρυσοπράσιο είναι το χρώμα του παρά οι σχηματισμοί του. Εχει σκληρότητα 6 έως 7.

Συγχέεται συχνά με τον νεφρίτη και με έναν άλλο χαλκηδόνιο λίθο το πράσινο χρώμα του οποίου οφείλεται όμως στην παρουσία χρωμίου (Chrome chalcedony).
Ονομασία

Το χρυσοπράσιον ονομάστηκε έτσι από τους Έλληνες επειδή είχε λάμψη (σαν του χρυσού), αλλά πρασινωπό χρώμα σαν του φυτού πράσο. Ισως και για διαχωρισμό προς άλλη πέτρα με παρόμοιο χρώμα που την έλεγαν πράσιον. Η ονομασία χρυσοπράσιο έγινε διεθνής. Στην αρχαία Ελλάδα το πετράδι λεγόταν πιθανόν και "ὄμφαξ"[1] (ίσως για το πρασινωπό χρώμα των άγουρων σταφυλιών, εκτός και αν επρόκειτο για παρόμοιο πετράδι που χρησιμοποιείτο ως κόσμημα). Στην ετυμολόγηση βοηθά και το βιβλίο Λιθικά που αποδίδεται στον Ορφέα: "...πέτρη, τῆς ὄνομα χροιή τε πέλλη χολεροῖο πράσοιο[2]

Παρότι οι περισσότεροι θεωρούν ότι το πράσιο και το χρυσοπράσιο ταυτίζονται, ο Ισίδωρος της Σεβίλλης που έζησε το 600 μ.Χ. στο έργο του "Ετυμολογίαι" αναφέρεται στο "πράσιο" και αλλού στο "χρυσοπράσιο". Για το πράσιο αναφέρει ότι ονομάστηκε από το πράσο για το χρώμα του και ότι έχει τρεις ποικιλίες, μια πράσινη, μια με κηλίδες στο χρώμα του αίματος και μια ακόμη, με λευκές γραμμώσεις. Πιο κάτω μιλά χωριστά για το χρυσοπράσιο, λέει ότι προέρχεται από την Ινδία (σε τρίτο σημείο αναφέρει ότι προέρχεται από την Αιθιοπία, αλλά το ένα δεν αναιρεί απαραιτήτως το άλλο, γιατί ο Ισίδωρος είχε έδρα την Ισπανία) και εκτός του ότι τα διαχωρίζει σαφώς από το πράσιο, διευκρινίζει ότι έχει χρυσές κηλίδες. Επίσης συμπληρώνει ότι πολλοί το συγχέουν με το βηρύλλιο. Σε τρίτη σχετική αναφορά του (τη δεύτερη για το χρυσοπράσιο) αναφέρει ότι αυτό έχει ως προέλευση την Αιθιοπία και μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια: η μέρα το κρύβει, αλλά η νύχτα το αποκαλύπτει, καθώς τη μέρα λάμπει σαν χρυσός, μα στο σκοτάδι γίνεται πύρινο. Αν όντως το πέτρωμα αυτό είχε ξεχωριστή ακτινοβολία δικαιολογείται περισσότερο ο χαρακτηρισμός χρυσοπράσιο για τη λάμψη και ίσως οι Έλληνες τον έθεσαν για να διαχωρίσουν αυτή την πέτρα από το κοινό "πράσιο"[3]
Ιστορικά στοιχεία

Πρόκειται για ένα από τα αρχαιότερα πετράδια που χρησιμοποιείτο στην κοσμηματοποιία και το έχουν φορέσει ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας και άλλοι.[εκκρεμεί παραπομπή] Ο Μέγας Αλέξανδρος αναφέρεται μεταξύ άλλων μεσαιωνικών αλχημιστικών δοξασιών που απέδιδαν στον ίδιο αλλά και στον Αριστοτέλη ότι έφερε πάντα στη ζώνη του μια πέτρα από χρυσοπράσιο αλλά όταν στην μεγάλη εκστρατεία του μπήκε στον ποταμό να λουστεί, την ακούμπησε με τα ρούχα του στην όχθη, απ' όπου την έκλεψε ένα φίδι -λίγες μέρες μετά ο Αλέξανδρος αρρώστησε και τελικά πέθανε.[4]

Σύμφωνα με λαογραφικές παραδόσεις το μεσαίωνα, το χρυσοπράσιο μπορούσε να σε κάνει αόρατο ή αν είχες κλέψει, να γλιτώσεις τη φυλάκιση ή και τη θανατική καταδίκη[5]. Επίσης σύμφωνα με τους ορφικούς η επεξεργασία του χρυσοπράσιου βοηθούσε στην καταπολέμηση δηλητηρίασης από δάγκωμα φιδιού[6]. Και σήμερα πολλοί θεωρούν ότι έχει θεραπευτικές ή τονωτικές ιδιότητες.
Παραπομπές

Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια του Παύλου Δρανδάκη
Λιθικά, που αποδίδονται στον Ορφέα, 749, Εύξεινος Λέσχη Ποντίων Νάουσας, Εθνική Βιβλιοθήκη Αργυρούπολης, Αριστοτέλειο
Ετυμολογίαι, βιβλίο 16ο,7.7 για το πράσιο και βιβλίο 16ο, 14.8 για το χρυσοπράσιο, χωρίς βέβαια μέσα σε ένα πολύτιμο λατινικό μεσαιωνικό έργο να υπήρξε τότε ή από τότε μέχρι τώρα στις ανατυπώσεις και κάποια σύγχυση
The Latin Pseudo-Aristotle and Medieval Occult Science, κάτι που αναφέρεται και σε έργο που αποδίδεται, χωρίς όμως βεβαιότητα, στον Μέγα Αλβέρτο
δημοσίευμα της εφημερίδας "San Fransisco Call", στις 10 Μαρτίου 1896, όπου αναφέρεται η αξιοποίηση των κοιτασμάτων χρυσοπρασίου και γίνεται αναφορά στις πεποθήσεις των Ρώσων ότι όποιος έχει τέτοιο πετράδι δεν κινδυνεύει από απρόσμενο βίαιο θάνατο
στην τελευταία σελίδα των Λιθικών

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License