ART

 

.

Ο Βελοσιράπτορας (και, σπανιότερα, Βελοκιράπτορας) (Velociraptor) είναι γένος δρομεοσαυρίδη θηριόποδου δεινόσαυρου που έζησε, κατά προσέγγιση πριν από 75 με 71 εκατομμύρια χρόνια, κατά τη διάρκεια της Ύστερης Κρητιδικής Περιόδου.[1] Δύο είδη έχουν αναγνωριστεί μέχρι σήμερα, αν και ο χαρακτηρισμός έχει αποδοθεί και σε άλλα στο παρελθόν. Ο τύπος είδους είναι V. mongoliensis· απολιθώματα του είδους έχουν ανακαλυφθεί στην Εσωτερική και Εξωτερική Μογγολία στην κεντρική Ασία. Το 2008 ονομάστηκε ένα νέο είδος, V. osmolkae, που προέρχονταν από κρανιακό υλικό της Εσωτερικής Μογγολίας.

Velociraptor Fighting Dinosaur

Κρανίο του Velociraptor mongoliensis, απόσπασμα του δείγματος των «Μαχητικών Δεινοσαύρων»

Βελοσιράπτορας
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
Ύστερο Κρητιδικό, 75–71Ma
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Ερπετά (Reptilia)
Υπερτάξη: Δεινόσαυροι (Dinosauria)
Τάξη: Σαυρίσχια (Saurischia)
Υποτάξη: Θηριόποδα (Theropoda)
Ανθυποτάξη: Δεινονυχοσαύρια (Deinonychosauria)
Οικογένεια: Δρομεοσαυρίδες (Dromaeosauridae)
Γένος: Βελοσιράπτορας (Velociraptor)
Osborn, 1924
Είδη
  • V. mongoliensis Osborn, 1924 (τύπος)
  • V. osmolskae Godefroit κ.α., 2008

Μικρότερος από άλλους δρομεοσαυρίδες όπως ο Δεινόνυχος (Deinonychus) και ο Αχιλλοβάτωρ (Achillobator),αλλα μεγαλιτερος απο τον σινορνιθόσαυρο, ο μεγέθους γαλοπούλας Βελοκιράπτορας εμφάνιζε πολλά από τα κοινά ανατομικά χαρακτηριστικά. Ήταν ένα δίποδο φτερωτό σαρκοβόρο με μια μακριά, άκαμπτη ουρά και ένα διευρυμένο, σε σχήμα δρεπανιού, νύχι σε κάθε πίσω πόδι, το οποίο χρησιμοποιούσε για να σκοτώσει το θήραμά του. Ο Βελοσιράπτορας διακρίνεται εύκολα από τους άλλους δρομεοσαυρίδες, εξ' αιτίας του μακριού χαμηλού, με ένα υψωμένο ρύγχος, κρανίου του.

Ο Βελοσιράπτορας (κοινώς εν συντομία «ράπτορας») είναι ένας από τα είδη δεινοσαύρων περισσότερο γνωστοποιημένο στο ευρύ κοινό, λόγω του εξέχοντα ρόλου του στην κινηματογραφική σειρά ταινιών Jurassic Park. Στις ταινίες αναπαριστάται με ανατομικές ανακρίβειες, συμπεριλαμβανομένου μεγαλύτερου μεγέθους από αυτό της πραγματικότητας και έλλειψης φτερών. Είναι επίσης πολύ γνωστός στους παλαιοντολόγους με πάνω από δώδεκα ανακτημένους σκελετούς απολιθωμάτων. Ένα ιδιαίτερα γνωστό δείγμα, διατηρεί ένα Βελοσιράπτορα σε θέση μάχης με έναν Πρωτοκεράτοπα (Protoceratops).

Περιγραφή

Vraptor Scale
Το μέγεθος του V. mongoliensis σε σύγκριση με αυτό του ανθρώπου

Velociraptor BW
Εικονογράφημα V. mongoliensis

Ο Βελοσιράπτορας ήταν ένας μεσαίου μεγέθους δρομεοσαυρίδης, με ανώτατο μήκος σώματος 2,07 μ., ύψος γοφών 0,5 μ. Και βάρος 15 κιλών.[2] Το κρανίο, μήκους 25 εκ. ήταν χαρακτηριστικά κυρτωμένο προς τα πάνω, κοίλο στην ανώτερη επιφάνεια και κυρτό στην κατώτερη. Οι γνάθοι επενδύονταν με 26-28 αραιά κατανεμημένα δόντια σε κάθε πλευρά, το καθένα σε μεγαλύτερο βαθμό πριονωτό στην πίσω αντί την μπροστινή πλευρά – πιθανώς μια προσαρμογή που βελτίωνε την ικανότητα αρπαγής και κρατήματος ευκίνητης λείας.[3][4]

Ο Βελοσιράπτορας, όπως άλλοι δρομεοσαυρίδες κατείχε μεγάλα χέρια (manus) με τρία ισχυρά καμπυλωτά νύχια, παρόμοια στην κατασκευή και στην ευκαμψία με τα οστά των φτερών των σύγχρονων πουλιών. Το δεύτερο δάχτυλο ήταν εκείνο με το μεγαλύτερο μήκος, ενώ το πρώτο εκείνο με το μικρότερο. Η δομή των καρπιαίων (wrist) οστών προλάμβανε τον πρηνισμό τους και εξανάγκαζε τις παλάμες να κρατιούνται με την παλαμιαία επιφάνεια στραμμένη προς τα μέσα και όχι προς τα κάτω.[5] Το πρώτο δάκτυλο του ποδιού, όπως και σε άλλα θηριόποδα, δεν άπτονταν του εδάφους. Όμως, ενώ τα υπόλοιπα τρία δάκτυλα των ποδιών των περισσοτέρων θηριόποδων επικοινωνούσαν με το έδαφος, δρομεοσαυρίδες, όπως ο Βελοσιράπτορας στηρίζονταν μόνο στο τρίτο και στο τέταρτο δάκτυλο. Το δεύτερο αυτών, για το οποίο ο Βελοσιράπτορας είναι διάσημος ήταν σε υψηλό βαθμό τροποποιημένο και βρισκόταν συνεχώς χωρίς επαφή με το έδαφος. Έφερε ένα σχετικά μεγάλο, δρεπανοειδές νύχι, τυπικό στοιχείο δρομεοσαυρίδων και τροοδοντίδων δεινοσαύρων. Το συγκεκριμένο νύχι, μήκους πάνω από 6,5 εκ., ήταν ένας ευλογοφανής θηρευτικός μηχανισμός που λειτουργία του ήταν να ορμά στο θήραμα, προκαλώντας κατά πάσα πιθανότητα ένα μοιραίο χτύπημα.[6][7]

Μακριές οστέινες αποφύσεις (prezygarophyses) στις ανώτερες επιφάνειες των σπονδύλων, όπως επίσης και αποστεωμένοι τένοντες στο κάτω μέρος, προσέδιδαν ακαμψία στην ουρά του Βελοσιράπτορα. Οι συγκεκριμένες αρθρικές αποφύσεις ξεκινούσαν στον δέκατο ουραίο (caudal) σπόνδυλο, επιμηκύνονταν προς τα μπροστά, υποστηρίζοντας τέσσερις με δέκα επιπρόσθετους σπονδύλους ανάλογα με τη θέση της ουράς. Η ακαμψία εξανάγκαζε την ουρά στο σύνολό της να λειτουργήσει ως ένα ξεχωριστό σύνολο, σε σχήμα ράβδου, προλαμβάνοντας την κατακόρυφη κίνηση μεταξύ των σπονδύλων. Παρ' όλα αυτά ένα, τουλάχιστον, δείγμα διατηρεί μια σειρά ανέπαφων ουραίων σπονδύλων που καμπύλωναν πλαγίως σε ένα μακρύ σχήμα S, υποδεικνύοντας ότι η οριζόντια ευλυγισία διατηρούνταν σε μεγαλύτερο βαθμό. Οι συγκεκριμένες εφαρμογές της ουράς παρείχαν πιθανώς ισορροπία και σταθερότητα κατά την περιστροφή, ειδικά σε υψηλές ταχύτητες.[6][7]

Το 2007, παλαιοντολόγοι επισημοποίησαν την ανακάλυψη διογκώσεων φτερών σε έναν καλά διατηρημένο πήχη Βελοκιράπτορα από τη Μογγολία, επιβεβαιώνοντας την παρουσία φτερών στο είδος.[8]
Ιστορία
Ο τύπος κρανίου του Βελοκιράπτορα στο Αμερικάνικο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας (American Museum of Natural History)
Σχέδιο του Χένρι Φέρφιλντ Όσμπορν (Henry Fairfield Osborn) του τύπου κρανίου του Velociraptor mongoliensis του 1924

Μια αποστολή του Αμερικάνικου Μουσείου Φυσικής Ιστορίας (American Museum of Natural History) στην Έρημο Γκόμπι της Εξωτερικής Μογγολίας το 1922, ανέκτησε το πρώτο, γνωστό στην επιστήμη, απολίθωμα Βελοκιράπτορα: ένα συνθλιμμένο άλλα ακέραιο κρανίο, συσχετισμένο με ένα από τα αρπακτικά νύχια του δεύτερου δακτύλου (AMNH 6515). Το 1924, ο πρόεδρος του μουσείου Χένρι Φέρφιλντ Όσμπορν (Henry Fairfield Osborn) ανασχεδίασε το κρανίο και το νύχι (που υπέθεσε ότι προέρχονταν από το χέρι) ως ο τύπος δείγματος του νέου γένους Βελοσιράπτορα (Velociraptor). Η έννοια του ονόματος προέρχεται από τις λατινικές λέξεις velox (ταχύς) και raptor (ληστής η λαφυραγωγός) και αναφέρεται στη φύση δρομέα και στη σαρκοβόρα διατροφή του ζώου. Ο Όσμπορν ονόμασε τον τύπο είδους V. mongoliensis από την τοποθεσία προέλευσής του.[3] Νωρίτερα, τον ίδιο χρόνο, ο Όσμπορν πραγματοποίησε μια αναφορά στο ζώο σε ένα δημοφιλές άρθρο του Τύπου, με το όνομα «Ovoraptor djadochtari» (να αποφεύγεται η σύγχυση με τον Οβιράπτορα (Oviraptor)).[9] Όμως, όμως λόγω του ότι το όνομα «Ovoraptor» δεν κοινοποιήθηκε σε επιστημονικό περιεχομένου περιοδικά, ούτε συνοδεύτηκε από επίσημη περιγραφή θεωρείται nomen nudum (γυμνό όνομα) και η ονομασία Βελοσιράπτορας (Velociraptor) διατηρεί προτεραιότητα.

Ενώ ομάδες από τη Βόρεια Αμερική παρέμειναν αποκλεισμένες στην κομμουνιστική Μογγολία, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αποστολές από Σοβιετικούς και Πολωνούς επιστήμονες σε συνεργασία με Μογγόλους συναδέλφους, ανέκτησαν περισσότερα δείγματα Βελοσιράπτορα. Το διασημότερο αποτελεί μέρος του φημισμένου δείγματος των «Μαχητικών δεινοσαύρων» (GIN 100/25), που ανακαλύφθηκε από κοινού από Πολωνούς και Μογγόλους ερευνητές το 1971. Το απολίθωμα διατηρεί ένα Βελοκιράπτορα στη μέση μιας σύγκρουσης με έναν Πρωτοκεράτοπα.[6][10][11] Το δείγμα θεωρείται εθνικός θησαυρός της Μογγολίας, αν και το 2000 μεταφέρθηκε εκ δανεισμού για μικρό χρονικό διάστημα στο Αμερικανικό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας στη Νέα Υόρκη.[12]

Μεταξύ του 1988 και 1990, μια ενωμένη επιστημονική ομάδα Κινέζων και Καναδών επιστημόνων ανακάλυψε κατάλοιπα Βελοσιράπτορα στην βόρεια Κίνα.[13] Αμερικανοί ερευνητές επέστρεψαν στη Μογγολία το 1990 και μια συλλογική αποστολή της Αμερικής και της Μογγολίας στη Γκόμπι, με την καθοδήγηση του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας της Αμερικής και της Μογγολικής Ακαδημίας Επιστημών (Mongolian Academy of Science) , απέφερε ένα μεγάλο αριθμό καλά διατηρημένων σκελετών.[7][14] Σε ένα από τα δείγματα, το IGM 100/980, του δόθηκε το προσωνύμιο «Ικαμποτκρανιόσαυρο», εξ΄αιτίας του ότι το ικανοποιητικά πλήρες δείγμα βρέθηκε χωρίς το κρανίο του (ένας υπαινιγμός στον ήρωα του Ουάσινγκτον Ίρβινγκ, Ίκαμποτ Κρέιν)[15]. Το δείγμα πιθανώς ανήκε στον Velociraptor mongoliensis, αλλά οι Νόρελ και Μακοβίκι κατέληγαν ότι η ακεραιότητα του δεν είχε διατηρηθεί σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να επιβεβαιωθεί ο ισχυρισμός και αναμένεται μια επίσημη περιγραφή.[7]

Γνάθοι και ένα δακρυϊκό οστό (τα κύρια οστά που φέρουν δόντια της άνω σιαγόνας και το οστό που σχηματίζει το πρόσθιο χείλος της εσοχής του ματιού, αντίστοιχα) που ανακτήθηκαν το 1999 από Κινεζο – Βελγικές αποστολές αναζήτησης δεινοσαύρων, αποδόθηκαν σε Βελοσιράπτορα, αλλά όχι στον τύπο είδους V. mongoliensis. To 2008, o Πασκάλ Γκοτεφρουά και συνεργάτες ονόμασαν τα οστά V. osmolskae (προς τιμή του Πολωνού Παλαιοντολόγου Halszka Osmólska).[1]
Προέλευση
Καλά διατηρημένο κρανίο από τη Μογγολία

Όλα τα γνωστά δείγματα Βελοκιράπτορα ανακαλύφθηκαν στον Σχηματισμό Djadochta, αμφότερα στην Μογγολική επαρχία Ömnögovi και στην Κινέζικη Εσωτερική Μογγολία. Ένα είδος Βελοσιράπτορα, πιθανώς το V. mongoliensis, διατηρείται επίσης στον σχετικά νεότερο Σχηματισμό Μπάρουν Γκόγιοτ της Μογγολίας.[16] Οι συγκεκριμένοι γεωλογικοί σχηματισμοί εκτιμούνται χρονολογικά στο Καμπάνιο στάδιο (γύρω στα 83 με 70 εκατομμύρια χρόνια πριν[17]) της Ύστερης Κρητιδικής Περιόδου.[18]

Ο V. mongoliensis έχει βρεθεί σε πολλές από τις διάσημες και παραγωγικές τοποθεσίες του Djadochta. Ο τύπος δείγματος ανακαλύφθηκε στην τοποθεσία Φλέιμινγκ Κλιφς,[3] ενώ οι «Μαχητικοί δεινόσαυροι» στην τοποθεσία Tugrig.[11] Οι ευρέος γνωστές τοποθεσίες Μπάρουν Γκόγιοτ του Khulsan και Khermeen Tsav έχουν παραγάγει υπολείμματα τα οποία κατά πάσα πιθανότητα ανήκουν στο γένος Βελοκιράπτορα.[19] Η προέλευση δοντιών και ατελών υπολειμμάτων νεαρών V. mongoliensis αποδίδεται στον Σχηματισμό Bayan Mandahu, μια γόνιμη τοποθεσία στην Εσωτερική Μογγολία σύγχρονη του Djadochta.[13] Όμως, τα συγκεκριμένα απολιθώματα δεν έχουν επεξεργαστεί ή μελετηθεί από το 2008. Ένα ατελές κρανίο ενηλίκου από το Σχηματισμό Bayan Mandahu αποδόθηκε στο ξεχωριστό είδος V. osmolskae.[1]
Παλαιοοικολογία

Όλες οι τοποθεσίες απολιθωμάτων που έχουν αποφέρει υπολείμματα Βελοσιράπτορα διατηρούν ένα άγονο περιβάλλον με πεδία αμμόλοφων και διαλείποντων ρευμάτων νερού, αν και το νεότερο ηλικιακά περιβάλλον του Μπάρουν Γκογιότ μοιάζει ελάχιστα πιο υγρό από αυτό του παλαιότερου Djadochta.[18] Η θέση μερικών πλήρων απολιθωμάτων, όπως επίσης ότι ο τρόπος διατήρησης των περισσοτέρων, που διαφαίνεται μέσα σε μη δομημένες καθιζήσεις ψαμμίτη, αποκαλύπτει ότι ένας αριθμός δειγμάτων θάφτηκε ζωντανός, κατά τη διάρκεια αμμοθύελλας, γεγονός κοινό στα τρία περιβάλλοντα.[1]

Εκτός του Πρωτοκεράτοπα (Protoceratops), από τον οποίο τρεφόταν, ο Βελοσιράπτορας μοιραζόταν το περιβάλλον του με άλλα πρωτογενή κερατόψια όπως ο Ουδανοκεράτοπας (Udanoceratops) και αγχυλοσαυρίδες όπως ο Πινακόσαυρος (Pinacosaurus), μαζί με αρκετά είδη οβιραπτορίδων, τροοδοντίδων, άλλων δρομεοσαυρίδων (σαν τον Αδάσαυρο (Adasaurus)) και αλβαρεζσαυριδων.[16] Πολλά από αυτά ήταν παρόντα στο σύνολο των σχηματισμών, αν και διέφεραν στο επίπεδο είδους. Παραδείγματος χάρη, ο Djadochta κατοικούνταν από τους Velociraptor mongoliensis, Protoceratops andrewsi, Pinacosaurus grangeri. Αυτές οι διαφορές στην κατανομή των ειδών, οφείλονταν πιθανώς σε ένα φυσικό φράγμα που διαχώριζε τους δύο σχηματισμούς, πού ήταν γεωγραφικά σε σχετικά κοντινή απόσταση ο ένας με τον άλλο, ή καταδεικνύει μια ελαφριά χρονική διαφορά.[1]
Ταξινομία

Ο Βελοσιράπτορας αποτελεί μέλος της υποοικογένειας Βελοσιραπτορίνες (Velociraptorinae), μια διαφοροποιημένη κατηγορία της μεγαλύτερης οικογένειας των Δρομεοσαυρίδων (Dromeosauridae). Στην φυλογενετική ταξινομία, οι Βελοσιραπτορίνες χαρακτηρίζονται ως «όλοι οι δρομεόσαυροι που συνδέονται περισσότερο με τον Βελοσιράπτορα παρά με το Δρομεόσαυρο (Dromeosaurus)». Η ταξινόμηση των δρομεοσαυρίδων είναι εξαιρετικά ευμετάβλητη. Αρχικά, η υποοικογένεια Βελοσιραπτορίνες οικοδομήθηκε αποκλειστικά για τον Βελοκιράπτορα.[6] Άλλες αναλύσεις περιλαμβάνουν περισσότερα είδη, συνήθως τον Δεινόνυχο και τον Σαυρορνιθοληστή (Saurornitholestes).[20] Μια πρόσφατη κλαδιστική ανάλυση υποδεικνύει μια μονοφυλετική υποοικογένεια, που περιέχει τους Βελοσιράπτορα, Δεινόνυχο, Τσάαγκαν (Tsaagan) και ένα στενά συγγενικό (αλλά σε ακαθόριστη θέση) Σαυρορνιθοληστή.[21]

Στο παρελθόν, άλλα είδη δρομεοσαυρίδων, συμπεριλαμβανομένου τους Deinonychus antirropus και Saurornitholestes langstoni, ταξινομούνταν τακτικά στο γένος Βελοσιράπτορα. Αφού ο Βελοκιράπτορας ήταν ο πρώτος που του αποδόθηκε ονομασία, τα είδη μετονομάστηκαν σε Velociraptor antirropus και V. langstoni. Παρ' όλα αυτά, το μόνα, τρέχοντα αναγνωρισμένα είδη Βελοκιράπτορα είναι τα V. mongoliensis[2][4][5][22] και V. osmolskae.[1]

Όταν περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1924, ο Βελοσιράπτορας τοποθετήθηκε στην οικογένεια των Μεγαλοσαυρίδων (Megalosauridae), όπως συνέβη με τις περισσότερες περιπτώσεις σαρκοβόρων δεινοσαύρων εκείνη την περίοδο (οι Μεγαλοσαυρίδες, όπως ο Μεγαλόσαυρος (Megalosaurus), λειτουργούσαν ως ένα είδος «ταξινομικού κάλαθου αχρήστων», όπου πολλά μη συγγενικά είδη ταξινομούνταν μαζί).[3] Καθώς οι ανακαλύψεις δεινοσαύρων πολλαπλασιάζονταν, ο Βελοκιράπτορας αργότερα αναγνωρίστηκε ως δρομεοσαυρίδης. Επίσης, όλοι οι δρομεοσαυρίδες σχετίζονται με την οικογένεια των Αρχαιοπτερύγιδων (Archeopterygidae) από τουλάχιστον έναν ερευνητή (το οποίο, στην πραγματικότητα, μετέτρεψε τον Βελοσιράπτορα σε ένα άπτερο πτηνό).[5]
Παλαιοβιολογία
Θηρευτική συμπεριφορά
Το δείγμα των «Μαχητικών δεινοσαύρων» των V. mongoliensis και Protoceratops andrewsi

Το δείγμα των «Μαχητικών δεινοσαύρων», που ανακτήθηκε το 1971, διατηρεί ένα Velociraptor mongoliensis και ένα Protoceratops andrewsi σε θέση μάχης και παρέχει ακριβή στοιχεία θηρευτικής συμπεριφοράς. Όταν δηλώθηκε αρχικά, υπέθεσαν ότι τα δύο ζώα αποτέλεσαν θύματα πνιγμού.[11] Όμως, καθώς είχαν διατηρηθεί σε καθιζήσεις αρχαίων αμμόλοφων, θεωρείται τώρα ότι τα ζώα είχαν θαφτεί στην άμμο, είτε εξ αιτίας ενός καταρρέοντα αμμόλοφου, είτε σε μια αμμοθύελλα. Ο ενταφιασμός πρέπει να πραγματοποιήθηκε εξαιρετικά γρήγορα, κρίνοντας από τις, παρόμοιες με αυτές στην ζωή, θέσεις των ζώων όπου είχαν διατηρηθεί. Αμφότερα τα πρόσθια και ένα πίσω άκρο του Πρωτοκεράτοπα λείπουν, γεγονός που μαρτυρεί στοιχεία πτωματοφαγίας από άλλα ζώα.[23]
Ανακατασκευασμένος σκελετός Βελοκιράπτορα, στο Μουσείο Φυσικών Επιστημών (Museum voor Natuurwetenschappen), Βρυξέλλες

Το χαρακτηριστικό νύχι του δεύτερου δακτύλου των δρομεοσαυρίδων, παραδοσιακά παρουσιάζεται ως ένα φονικό όπλο· η υποτιθέμενη χρήση του είναι αυτή του να κομματιάζει και να ξενεντερίζει τη λεία.[24] Στο δείγμα των «Μαχητικών δεινοσαύρων» ο Βελοσιράπτορας κείται στο κάτω μέρος, με ένα από τα δρεπανοειδή νύχια προφανώς καρφωμένο στο λάρυγγα του θηράματος του, ενώ το ρύγχος του Πρωτοκεράτοπα συσφίγγεται πάνω από το δεξί πρόσθιο άκρο του επιτιθέμενου. Αυτό υποδεικνύει ότι ο Βελοσιράπτορας πιθανώς χρησιμοποιούσε το δρεπανοειδές νύχι για να διαπεράσει ζωτικά όργανα του λάρυγγα, όπως την σφαγίτιδα φλέβα, την καρωτιδική αρτηρία ή την τραχεία αντί να ξεσκίζει την κοιλιά. Η εσωτερική άκρη του νυχιού ήταν καμπυλωμένη και όχι ασυνήθιστα αιχμηρή, το οποίο ίσως απέκλειε κάθε είδος δράσης διαμελισμού, αν και τα γνωστά στοιχεία περιορίζονται στον κοκάλινο πυρήνα του νυχιού. Ο παχύς γαστρικός τοίχος δέρματος και μυών μεγάλων θηραμάτων θα ήταν δύσκολος να διαπεραστεί χωρίς μια ειδικά προσαρμοσμένη επιφάνεια κοπής.[23] Η εν λόγω υπόθεση εξετάστηκε το 2005 στο ντοκιμαντέρ του BBC Η Αλήθεια για τους Δολοφόνους Δεινόσαυρους (The Truth about Killer Dinosaurs). Η παραγωγοί του προγράμματος δημιούργησαν ένα τεχνητό πόδι και νύχι Βελοκιράπτορα και χρησιμοποίησαν μια χοιρινή κοιλιά για να προσομοιώσουν τη λεία του δεινόσαυρου. Αν και το νύχι διείσδυσε στον γαστρικό τοίχο, δεν μπόρεσε, ωστόσο, να τον ξεσκίσει ολοκληρωτικά, καταδεικνύοντας ότι δεν χρησιμοποιούνταν για να ξεκοιλιάζει. Ωστόσο, το πείραμα δεν επαναλήφθηκε από άλλους επιστήμονες, έτσι τα αποτελέσματα δεν είναι εφικτό να εδραιωθούν.

Υπολείμματα Δεινόνυχου (Deinonychus), ενός συγγενικού δρομεοσαυρίδη, έχουν βρεθεί σε συγκεντρώσεις πολλών ατόμων. Ο Δεινόνυχος έχει επίσης βρεθεί συνδεδεμένος με το μεγάλου μεγέθους φυτοφάγο Τενοντόσαυρο (Tenontosaurus), το οποίο θεωρείται στοιχείο ομαδικού κυνηγιού.[25][26] Το μόνο αδιαμφισβήτητο στοιχείο κοινωνικής συμπεριφοράς μεταξύ δρομεοσαυρίδων προέρχεται από μια Κινέζικη σειρά ιχνών (trackways) απολιθωμένων πατημασιών, που παρέχει έξι άτομα ενός μεγάλου είδους που μετακινούνται ως ομάδα, παρ' όλο που κανένα στοιχείο ομαδικής θήρευσης δεν έχει ανακτηθεί.[27] Αν και πολλά μονωμένα απολιθώματα Βελοκιράπτορα έχουν βρεθεί στη Μογγολία, κανένα από αυτά δεν σχετίζονταν με άλλα άτομα.[22] Επομένως, ενώ ο Βελοσιράπτορας κοινώς παρουσιάζεται ως ομαδικός θηρευτής, όπως στο Jurassic Park, υπάρχουν οριακά στοιχεία προς υποστήριξη της θεωρίας, γενικά για τους δρομεοσαυρίδες και κανένα ιδιάζουσας σημασίας για τον ίδιο το Βελοσιράπτορα. Η πρόταση του ομαδικού κυνηγιού βασίζεται σε μια ανακάλυψη ενός αριθμού δειγμάτων Δεινόνυχου, γύρω από τα υπολείμματα ενός Τενοντόσαυρου. Καμία άλλη ομάδα δρομεοσαυρίδων δεν έχει βρεθεί σε κοντινή σύνδεση.[28]
Πτωματοφαγία

Το 2010 ο Χον και άλλοι συνεργάτες εξέδωσαν ένα δοκίμιο, βασισμένο στην ανακάλυψή τους το 2008 στο Σχηματισμό Bayan Mandahu, ενός αποβαλλόμενου δοντιού που πιστεύονταν ότι ανήκε σε Βελοσιράπτορα σε κοντινή απόσταση με ένα σιαγόνιο οστό που έφερε αποτυπώματα από δόντια, που θεωρούνταν ότι προέρχονταν από Πρωτοκεράτοπα.[29] Οι ερευνητές κατέληξαν ότι το εύρημα αντιπροσώπευε «κατανάλωση κουφαριών ύστερου σταδίου από το Βελοσιράπτορα», καθώς ο θηρευτής πιθανώς είχε τραφεί με άλλα μέλη ενός πρόσφατα σκοτωμένου Πρωτοκεράτοπα, προτού δαγκώσει την περιοχή των σιαγόνων.[29][30] Το στοιχείο υποστήριξε το συμπέρασμα του απολιθώματος των «Μαχητικών δεινοσαύρων» ότι ο Πρωτοκεράτοπας αποτελούσε μέρος της διατροφής του Βελοκιράπτορα.[29]
Μεταβολισμός

Ο Βελοσιράπτορας ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, ως κάποιο επίπεδο θερμόαιμος, καθώς απαιτείται ένα σημαντικό ποσό ενέργειας για τη διεκπεραίωση του κυνηγιού. Σύγχρονα ζώα που κατέχουν φτέρωμα ή τριχωτή επένδυση, όπως ο Βελοσιράπτορας, τείνουν να είναι θερμόαιμα, αφού τα καλύμματα δρουν ως μονωτικά υλικά. Παρ' όλα αυτά η ανάπτυξη των κοκάλων ποικίλλει στους δρομεοσαυρίδες, και κάποια πρωινά πουλιά υποδεικνύουν έναν πιο μέσο μεταβολισμό, σε σύγκριση με τα περισσότερα σύγχρονα θερμόαιμα θηλαστικά και πουλιά. Η ανατομία, ο τύπος φτερών, η δομή των κοκάλων και ακόμη η ανατομία των ρινικών διόδων (ένας συνήθης δείκτης-κλειδί του μεταβολισμού) του κίβι είναι παρόμοια με αυτή των δρομεοσαυρίδων. Το κίβι είναι ένα υψηλά δραστήριο μη ιπτάμενο πτηνό, με μια σταθερή θερμοκρασία σώματος και ένα χαμηλό μεταβολικό ρυθμό ξεκούρασης, κάνοντας το ένα καλό πρότυπο των πρωτογενών πουλιών και των δρομεοσαυρίδων.[5]
Φτερά
Καλλιτεχνική απεικόνιση Velociraptor mongoliensis με μεγάλα φτερά πτερύγων, οπως προκύπτει από απολιθωμένες διογκώσεις φτερών.

Είναι επικυρωμένο ότι απολιθώματα δρομεοσαυρίδων πιο πρωτόγονων από αυτά του Βελοκιράπτορα είχαν φτερά που κάλυπταν το σώμα τους και πλήρως αναπτυγμένες φτερωτές πτέρυγες.[31] Το γεγονός ότι οι πρόγονοι του Βελοκιράπτορα ήταν καλυμμένοι με φτερά και πιθανώς κατείχαν ικανότητα πτήσης μεγάλων αποστάσεων, υποδεικνύουν στους παλαιοντολόγους ότι ο Βελοσιράπτορας έφερε επίσης φτερά, αφού στις μέρες μας τα άπτερα πουλιά διατηρούν το μεγαλύτερος μέρος των φτερών τους.

Το Σεπτέμβριο του 2007, ερευνητές παρατήρησαν διογκώσεις φτερών στον πήχη ενός δείγματος που βρέθηκε στην Μογγολία.[8] Αυτά τα εξογκώματα στα οστά των πτερύγων των πτηνών δείχνουν το σημείο όπου στηρίζονται τα φτερά και η παρουσία τους στο Βελοσιράπτορα καταδεικνύει ότι κατείχε επίσης φτερά. Σύμφωνα με τον παλαιοντολόγο Άλαν Τέρνερ:

Η απουσία διογκώσεων φτερών δεν σημαίνει αναγκαία ότι ένας οποιοσδήποτε δεινόσαυρος δεν είχε φτερά. Ανακαλύπτοντας παρόμοιες διογκώσεις στο Βελοσιράπτορα, όμως, σημαίνει ότι αναμφίβολα καλύπτονταν με φτερά. Αυτό είναι κάτι που αναμέναμε εδώ και καιρό, αλλά κανένας δεν είχε τα μέσα για να το αποδείξει.[32]

Ο ερευνητής Μαρκ Νόρελ εφημέριος απολιθωμάτων ερπετών, αμφίβιων και πτηνών του Αμερικάνικου Μουσείου Φυσικής Ιστορίας, συγκλίνει προς τη συγκεκριμένη ανακάλυψη, λέγοντας:

Όσο μαθαίνουμε για αυτά τα ζώα, τόσο ανακαλύπτουμε ότι βασικά δεν υπάρχει καμιά διαφορά μεταξύ των πουλιών και των αρχαίων προγόνων τους, όπως τον Βελοσιράπτορα. Αμφότεροι έχουν υοειδές οστό (wishbone), επωάζουν τα αυγά τους, κατέχουν κοίλα κόκαλα και καλύπτονταν με φτερά. Αν ζώα όπως ο Βελοκιράπτορας ζούσαν σήμερα, η πρώτη μας εντύπωση θα ήταν ότι πρόκειται για πολύ ασυνήθιστα πουλιά.[32]

Σύμφωνα με τον Τέρνερ και τους Νόρελ και Πίτερ Μακοβίκι, διογκώσεις φτερών δεν απαντώνται σε όλα τα προϊστορικά πουλιά και η απουσία τους δεν συνεπάγεται με το γεγονός ότι το ζώο δεν καλύπτονταν με φτερά – τα φλαμίνγκο, για παράδειγμα, δεν έχουν διογκώσεις. Παρ' όλα αυτά, η παρουσία τους επιβεβαιώνει ότι ο Βελοσιράπτορας έφερε φτερά πτερύγων σύγχρονου τύπου. Ο πήχης του δείγματος στον οποίον παρατηρήθηκαν τα εξογκώματα (δείγμα νο. IGM 100/981) αντιπροσωπεύει ένα ζώο μήκους 1,5 μέτρων και βάρους 15 κιλών. Με βάση την απόσταση των έξι διατηρημένων διογκώσεων του δείγματος, οι επιστήμονες πρότειναν ότι ο Βελοκιράπτορας έφερε 14 δευτερεύοντα, (φτερά των πτερύγων που απορρέουν του πήχη) σε σύγκριση με τα 12 ή περισσότερα του Αρχαιοπτέρυξ (Archaopteryx), τα 18 του Μικροράπτορα (Microraptor) και τα 10 του Rahonavis. Ο τύπος παρέκκλισης στον αριθμό των φτερών πτερύγων μεταξύ συγγενικών ειδών, που ισχυρίστηκαν οι συντάκτες αναμένεται, αποφέροντας παρόμοια διακύμανση με αυτή μεταξύ σύγχρονων πτηνών.[8]

Ο Τέρνερ και συνεργάτες απέδωσαν την παρουσία φτερών στο Βελοσιράπτορα ως απόδειξη εναντίον της γνώμης ότι οι μεγαλύτεροι, άπτεροι μανιράπτορες έχαναν το φτέρωμά τους δευτερεύοντως εξ' αιτίας της αύξησης του μεγέθους του σώματος. Επιπροσθέτως, παρατήρησαν ότι διογκώσεις φτερών δεν παρατηρούνται σχεδόν ποτέ σε σύγχρονα, μη ιπτάμενα πτηνά και ότι η παρουσία τους στο Βελοσιράπτορα (ο οποίος θεωρείται άπτερος, λόγω του σχετικά μεγάλου μεγέθους και των κοντών πρόσθιων άκρων) αποτελεί στοιχείο ότι οι πρόγονοι των δρομεοσαυρίδων μπορούσαν να πετάξουν, αν και είναι πιθανό ότι ο σκοπός των μεγάλων φτερών πτερύγων που έχουν συναχθεί με προγόνους του Βελοκιράπτορα ήταν διαφορετικός από αυτόν της πτήσης. Τα φτερά του άπτερου Βελοσιράπτορα ίσως χρησιμοποιούνταν για επίδειξη, για κάλυψη των φωλιών κατά την επώαση, ή για επιπρόσθετη ταχύτητα και ώθηση για την ανάβαση πρανών.[8]
Στη λαϊκή κουλτούρα
Velociraptor mongoliensis

Ο Βελοσιράπτορας είναι γνωστός για το ρόλο του ως μοχθηρός και πανούργος δολοφόνος στην νουβέλα Jurassic Park του Μάικλ Κρίχτον το 1990 και στην κινηματογραφική μεταφορά της το 1993, υπό τη σκηνοθεσία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, στην οποία παρουσιάζονται ως οι βασικοί αντίπαλοι. Οι «ράπτορες» που απεικονίστηκαν στο Jurrasic Park προήλθαν από το πρότυπο ενός μεγαλύτερου συγγενή, του Δεινόνυχου (Deinonychus), τον οποίο ο Γκρέγκορυ Πωλ την συγκεκριμένη περίοδο αποκαλούσε Velociraptor antirrhopus.[2] Οι παλαιοντολόγοι στη νουβέλα και στην ταινία ανασκάπτουν έναν ομοίως ονομασμένο σκελετό Βελοκιράπτορα στη Μοντάνα, μακριά από την εμβέλεια δράσης του Βελοσιράπτορα στην Κεντρική Ασία, αλλά μέσα σε αυτήν του Δεινόνυχου. Ένας χαρακτήρας της νουβέλας δηλώνει χαρακτηριστικά ότι «...τώρα ο Δεινόνυχος θεωρείται βελοκιράπτορας», υποδεικνύοντας ότι ο Κρίχτον χρησιμοποίησε την ταξινομία του Πωλ, αν και οι «ράπτορες» στη νουβέλα αναφέρονται ως V. mongoliensis.[33]

Οι δημιουργοί της ταινίας αύξησαν το μέγεθος του Βελοσιράπτορα για θεατρικούς λόγους και μετέβαλλαν το σχήμα του ρύγχους.[34][35] Επιπλέον, τα πρόσθια άκρα των ζώων της ταινίας διαφέρουν στη δομή και στη στάση αυτών των πραγματικών δρομεοσαυρίδων και οι ουρές τους ήταν υπερβολικά κοντές και ευκίνητες, ανατομικές ανακρίβειες που έρχονται σε άμεση αντιδιαστολή με τα απολιθώματα. Άλλη μία αξιοσημείωτη διαφορά είναι η απουσία φτερών. Στην πραγματικότητα, ο Βελοκιράπτορας, όπως και άλλοι μανιράπτορες δεινόσαυροι, καλύπτονταν με φτέρωμα. Οι ταινίες Jurassic Park και Jurrasic Park: The Lost World, ωστόσο, εκδόθηκαν προτού αυτό γνωστοποιηθεί. Στο Jurrasic Park III ο Βελοσιράπτορας αναπαριστάται με, παρόμοιες με αυτές των φτερών, συγκροτήσεις κατά μήκος του πίσω μέρους του κεφαλιού και του λαιμού, αν και δεν ομοιάζουν με τα γνωστά φτερά δρομεοσαυρίδων, και οι διογκώσεις φτερών μερικών δειγμάτων Βελοκιράπτορα αποδεικνύουν ότι είχαν πλήρως εξελιγμένα φτερά, συναφή με αυτά των σύγχρονων πουλιών.[8] Επίσης, στο Jurrasic Park III ο Δρ. Άλαν Γκραντ (Dr. Alan Grand), που τον υποδύεται ο Σαμ Νέιλ, δηλώνει ότι ο Βελοκιράπτορας ήταν εξυπνότερος από τα δελφίνια, τις φάλαινες και ορισμένα πρωτεύοντα θηλαστικά. Με βάση στοιχεία απολιθωμάτων, αυτό είναι σχεδόν σίγουρα απίθανο.

Εξ΄αιτίας της επιτυχίας πολλών προϊόντων της ταινίας Jurassic Park, ο Βελοσιράπτορας έχει μετατραπεί σε πανταχού παρών αντιπρόσωπο των δεινοσαύρων στην λαϊκή κουλτούρα. Έχει προβληθεί σε πολυάριθμα παιχνίδια, ταινίες animation, βιντεοπαιχνίδια και τηλεοπτικές σειρές για παιδιά, μαζί με αρκετά τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ. Το 1995, η πόλη του Τορόντο απέκτησε μια ομάδα μπάσκετ του NBA με έδρα τον Καναδά, που ονομάστηκε Τορόντο Ράπτορς.
Παραπομπές

Godefroit, Pascal; Currie, Philip J.; Li, Hong; Shang, Chang Yong; Dong, Zhi-ming (2008). «A new species of Velociraptor (Dinosauria: Dromaeosauridae) from the Upper Cretaceous of northern China». Journal of Vertebrate Paleontology 28 (2): 432–438. doi:10.1671/0272-4634(2008)28[432:ANSOVD]2.0.CO;2.
Paul, Gregory S. (1988). Predatory Dinosaurs of the World. New York: Simon and Schuster, σελ. 464pp. ISBN 978-0671619466.
Osborn, Henry F. (1924a). «Three new Theropoda, Protoceratops zone, central Mongolia». American Museum Novitates 144: 1–12.
Barsbold, Rinchen; Osmólska, Halszka (1999). «The skull of Velociraptor (Theropoda) from the Late Cretaceous of Mongolia». Acta Palaeontologica Polonica 44 (2): 189–219.
Paul, Gregory S. (2002). Dinosaurs of the Air: The Evolution and Loss of Flight in Dinosaurs and Birds. Baltimore: Johns Hopkins University Press. ISBN 978-0801867637.
Barsbold, Rinchen (1983). «Carnivorous dinosaurs from the Cretaceous of Mongolia». Transactions of the Joint Soviet-Mongolian Paleontological Expedition 19: 5–119.
Norell, Mark A.; Makovicky, Peter J. (1999). «Important features of the dromaeosaurid skeleton II: information from newly collected specimens of Velociraptor mongoliensis». American Museum Novitates 3282: 1–45.
Turner, A.H.; Makovicky, P.J.; Norell, M.A. (2007). «Feather quill knobs in the dinosaur Velociraptor». Science 317 (5845): 1721. doi:10.1126/science.1145076. PMID 17885130.
Osborn, Henry F. (1924b). «The discovery of an unknown continent». Natural History 24: 133–149.
Kielan-Jaworowska, Zofia; Barsbold, Rinchen (1972). «Narrative of the Polish-Mongolian Paleontological Expeditions». Paleontologica Polonica 27: 5–13.
Barsbold, Rinchen (1974). «Saurornithoididae, a new family of theropod dinosaurs from Central Asia and North America». Paleontologica Polonica 30: 5–22.
American Museum of Natural History (c.2000). «Fighting Dinosaurs: New Discoveries from Mongolia: Exhibition Highlights». Ανακτήθηκε στις 2010-08-20.
Jerzykiewicz, Tomasz; Currie, Philip J.; Eberth, David A.; Johnston, P.A.; Koster, E.H.; Zheng, J.-J. (1993). «Djadokhta Formation correlative strata in Chinese Inner Mongolia: an overview of the stratigraphy, sedimentary geology, and paleontology and comparisons with the type locality in the pre-Altai Gobi». Canadian Journal of Earth Sciences 30: 2180–2195.
Norell, Mark A.; Makovicky, Peter J. (1997). «Important features of the dromaeosaur skeleton: information from a new specimen». American Museum Novitates 3215: 1–28.
Novacek, Michael J. (1996). Dinosaurs of the Flaming Cliffs. New York: Anchor Books. ISBN 0385477740.
Weishampel, David B.; Barrett, Paul M.; Coria, Rodolfo A.; Le Loueff, Jean; Xu, Xing; Zhao, Xijin; Sahni, Ashok; Gomani, Emily M.P.; Noto, Christopher N. (2004). «Dinosaur distribution». Στο: Weishampel, David B., Dodson, Peter & Osmólska, Halszka (eds.).. The Dinosauria (Second έκδοση). Berkeley: University of California Press, σελ. 517–606. ISBN 0520242092.
Gradstein, Felix M.; Ogg, James G.; Smith, Alan G. (2005). A Geologic Time Scale 2004. Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 978-0521781428.
Jerzykiewicz, Tomasz; Russell, Dale A. (1991). «Late Mesozoic stratigraphy and vertebrates of the Gobi Basin». Cretaceous Research 12 (4): 345–377. doi:10.1016/0195-6671(91)90015-5.
Osmólska, Halszka (1997). «Barun Goyot Formation». Στο: Currie, Philip J. & Padian, Kevin (eds.). Encyclopedia of Dinosaurs. San Diego: Academic Press, σελ. 41. ISBN 0-12-226810-1.
Currie, Philip J. (1995). «New information on the anatomy and relationships of Dromaeosaurus albertensis (Dinosauria: Theropoda)». Journal of Vertebrate Paleontology 15 (3): 576–591.
Norell, Mark A.; Clark, James M.; Turner, Alan H.; Makovicky, Peter J.; Barsbold, Rinchen; Rowe, Timothy (2006). «A new dromaeosaurid theropod from Ukhaa Tolgod (Omnogov, Mongolia)». American Museum Novitates 3545: 1–51. doi:10.1206/0003-0082(2006)3545[1:ANDTFU]2.0.CO;2.
Norell, Mark A.; Makovicky, Peter J. (2004). «Dromaeosauridae». Στο: Weishampel, David B., Dodson, Peter & Osmólska, Halszka (eds.). The Dinosauria (Second έκδοση). Berkeley: University of California Press, σελ. 196–209. ISBN 0520242092.
Carpenter, Kenneth (1998). «Evidence of predatory behavior by theropod dinosaurs.». Gaia 15: 135–144.
Ostrom, John H. (1969). «Osteology of Deinonychus antirrhopus, an unusual theropod from the Lower Cretaceous of Montana». Bulletin of the Peabody Museum of Natural History 30: 1–165.
Maxwell, W. Desmond; Ostrom, John H. (1995). «Taphonomy and paleobiological implications of Tenontosaurus-Deinonychus associations». Journal of Vertebrate Paleontology 15 (4): 707–712.
Brinkman, Daniel L.; Cifelli, Richard L.; Czaplewski, Nicholas J. (1998). «First occurrence of Deinonychus antirrhopus (Dinosauria: Theropoda) in the Antlers Formation (Lower Cretaceous: Aptian-Albian) of Oklahoma». Oklahoma Geological Survey Bulletin 146: 1–27.
Li, Rihui; Lockley, M.G.; Makovicky, P.J.; Matsukawa, M.; Norell, M.A.; Harris, J.D.; Liu, M. (2007). «Behavioral and faunal implications of Early Cretaceous deinonychosaur trackways from China». Naturwissenschaften 95: 185–191. doi:10.1007/s00114-007-0310-7.
Long, John, and Schouten, Peter. (2008). Feathered Dinosaurs: The Origin of Birds. Oxford and New York: Oxford University Press. ISBN 978-0195372663, σελ. 21.
Hone, David; Choiniere, Jonah; Sullivan, Corwin; Xu, Xing; Pittman, Michael; Tan, Qingwei (2010). «New evidence for a trophic relationship between the dinosaurs Velociraptor and Protoceratops». Palaeogeography, Palaeoclimatology, Palaeoecology 291: 488−492. doi:10.1016/j.palaeo.2010.03.028.
Walker, Matt (2010-04-06). «Fossil find shows Velociraptor eating another dinosaur». BBC Earth News. Ανακτήθηκε στις 2010-08-20.
Xu, Xing; Zhou, Zhonghe; Wang, Xiaolin; Kuang, Xuewen; Zhang, Fucheng; Du, Xiangke (2003). «Four-winged dinosaurs from China». Nature 421 (421): 335–340. doi:10.1038/nature01342. PMID 12540892.
American Museum of Natural History. "Velociraptor had feathers." ScienceDaily 2007-09-20. Accessed 2010-08-20.
Crichton, Michael (1990). Jurassic Park. New York: Alfred A. Knopf, σελ. 117. ISBN 0-394-58816-9.
Duncan, Jody (2006). The Winston Effect. London: Titan Books, σελ. 175. ISBN 1845763653.

Bakker, Robert T. (1995). Raptor Red. New York: Bantam Books, σελ. 4. ISBN 0-553-57561-9.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Αμερικάνικο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας. "Μαχητικοί Δεινόσαυροι: Νέες ανακαλύψεις από τη Μογγολία: Βίντεο." c.2000. Τρία βίντεο που αναφέρονται σε μια μάχη μεταξύ των Βελοσιράπτορα και Πρωτοκεράτοπα.(Αγγλικά)
Hartman, Scott. "Velociraptor." SkeletalDrawing.com. Καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις του Βελοσιράπτορα.

Εγκυκλοπαίδεια Βιολογίας

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License