ART

 

.

Ο Ψαλιδιάρης είναι είδος ικτίνου [3][4] που απαντάται στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Milvus milvus και περιλαμβάνει 2 υποείδη.[5] [i]

Στην Ελλάδα απαντάται το υποείδος M. m. milvus.[5]

Milvus milvus Jura

Ενήλικος ψαλιδιάρης

Ονοματολογία

Ψαλιδιάρης
Κατάσταση διατήρησης
Προ Απειλής (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae)
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae) [2]
Γένος: Ικτίνος (Milvus) (Lacépède, 1799) M
Είδος: M. milvus
Διώνυμο
Milvus milvus (Ικτίνος ο κοινός)
Linnaeus, 1758
Υποείδη

Milvus milvus fasciicauda
Milvus milvus milvus

Η λατινική ονομασία milvus, αλλά και η αγγλική ονομασία του είδους kite, φαίνεται ότι σχετίζονται άμεσα, διότι το kite είναι η μετάφραση του λατινικού milvus που σημαίνει «χαρταετός» και, πιθανόν, πρόκειται για γλωσσικό αντιδάνειο.

Η ελληνική ονομασία του είδους παραπέμπει στο σχήμα της ουράς του.
Συστηματική Ταξινομική

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά από τον Λινναίο στο έργο του Systema Naturae το 1758 ως Falco Milvus.[6] Ο ψαλιδιάρης, είναι γνωστό ότι υβριδίζεται επιτυχώς με τον τσίφτη (Milvus migrans) είτε σε συνθήκες αιχμαλωσίας όπου και τα δύο είδη παραμένουν μαζί, είτε στη φύση στα νησιά του Πράσινου Ακρωτηρίου και, σπάνια, σε άλλα μέρη.[7] Τα άτομα του υποείδους fasciicauda που ζουν/ζούσαν στο Πράσινο Ακρωτήριο είναι αρκετά διαφορετικά σε μορφολογία, κάπως ενδιάμεσα με τους τσίφτες. Το ζήτημα εάν θα πρέπει να θεωρούνται ξεχωριστό είδος (Milvus fasciicauda) ή ένα υποείδος ως έχουν σήμερα, δεν έχει ακόμα διευθετηθεί. Μια πρόσφατη μελέτη μιτοχονδριακού (mt) DNA σε μουσειακά δείγματα δείχνουν ότι τα άτομα στο Πράσινο Ακρωτήριο δεν αποτελούν μονοφυλετικό κλάδο καταγωγής ανάμεσα ή δίπλα στο άλλο υποείδος.[8]

Η ερμηνεία αυτή είναι προβληματική: η ανάλυση μιτοχονδριακού DNA είναι επιρρεπής σε γεγονότα υβριδισμού, ενώ η εξελικτική ιστορία του πληθυσμού στο Πράσινο Ακρωτήριο δεν είναι ακόμη γνωστή, με αποτέλεσμα, η γενετική σχέση των υποειδών να παραμένει συγκεχυμένη. Επειδή η γεωγραφική εγγύτητα, δεν αποτελεί από μόνη της δείκτη γενετικής συγγένειας και, η συνολική γενετική ομοιότητα είναι υψηλή,[9] πιθανόν τα άτομα του Πράσινου Ακρωτηρίου να ανήκουν σε ένα υπολειμματικό είδος (relict species). Τα πράγματα περιπλέκονται περαιτέρω, δεδομένου ότι, πρακτικά, ο ιθαγενής πληθυσμός στο Πράσινο Ακρωτήριο έχει εκλείψει από το 2000 και, όλα τα επιζώντα πουλιά είναι υβρίδια με τους τσίφτες, γεγονός που θέτει απλώς περαιτέρω ερωτήματα σχετικά με την ταξινομική τους κατάσταση).[8]
Γεωγραφική κατανομή
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Milvus milvus. Πράσινο σκούρο: Όλο το έτος (επιδημητικός), Πορτοκαλί: καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, Μπλε: Περιοχές διαχείμασης

Ο ψαλιδιάρης είναι ενδημικός στη δυτική Παλαιαρκτική, με τον ευρωπαϊκό πληθυσμό του να καλύπτει το 95% του παγκοσμίου. Αναπαράγεται από την Ισπανία και την Πορτογαλία, ανατολικά στην κεντρική Ευρώπη και την Ουκρανία, βόρεια προς τη νότια Σουηδία, τη Λετονία και το Ηνωμένο Βασίλειο, και νότια προς τη νότια Ιταλία. Υπάρχει ένας πληθυσμός στο βόρειο Μαρόκο. Τα πουλιά που ζουν ή αναπαράγονται στα βόρεια κινούνται προς τα νότια το χειμώνα, και ως επί το πλείστον, διαμένουν στα δυτικά της επικράτειας αναπαραγωγής, αλλά και στην ανατολική Τουρκία, μέχρι τις παρυφές του Ιράν.

Πάντως, ο ψαλιδιάρης μπορεί να βρεθεί σε πολύ απομακρυσμένες περιοχές ως περιπλανώμενος τυχαίος επισκέπτης, όπως στην Αρμενία, το Μπανγκλαντές, το Ιράκ, το Νεπάλ, τη Λιβύη και το Σουδάν. Στην Αλγερία, την Τυνησία, την Αίγυπτο και την Ελλάδα, έχει πλέον εξαφανιστεί ως αναπαραγωγικό πτηνό, με μόνο κάποιες σποραδικές παρατηρήσεις.[1]


Μεταναστευτικές οδοί

Η μεταναστευτική συμπεριφορά του ψαλιδιάρη, γενικά, δεν είναι ομοιόμορφη. Συνολικά, υπάρχει μείωση των οδών μετανάστευσης και αύξηση της αντοχής των ειδών στις δυσμενείς συνθήκες του χειμώνα, στις τελευταίες δύο δεκαετίες. Λιγότερο χιόνι το χειμώνα, καθώς και ένα μεγαλύτερο, συνεχώς διαθέσιμο «δίκτυο» παροχής τροφίμων σε χωματερές και κατά μήκος των πολυσύχναστων δρόμων, έχουν επιτρέψει σε πολλές κεντρικές και κάποιες βόρειες Ευρωπαϊκές συγκεντρώσεις πληθυσμών να μένουν στη θέση τους στις δύσκολες εποχές. Ο μεγαλύτερος όγκος πληθυσμού είναι στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη, όπως στην Ελβετία στη Βάδη-Βυρτεμβέργη και στη νότια Σουηδία. Σε ορισμένες περιοχές διαχείμασης στην Ελβετία και στη νότια Σουηδία η διαχείμαση υποστηρίζεται από μεθόδους σίτισης. Στη Βάδη-Βυρτεμβέργη, ο αριθμός των διαχειμαζόντων πληθυσμών μειώθηκε μετά το κλείσιμο αρκετών χώρων υγειονομικής ταφής.

Το μεγαλύτερο μέρος των πληθυσμών της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης, κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου, μετακινείται προς τα νοτιοδυτικά, ιδιαίτερα στην Ισπανία. Οι πληθυσμοί της νοτιοδυτικής κεντρικής Ευρώπης, της Ιταλίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας, καθώς και οι μικροί πληθυσμοί στη νοτιοανατολική Ευρώπη και τη βόρεια Αφρική, παραμένουν ως επί το πλείστον στις ίδιες περιοχές κατά τη διαχείμασή τους.

Στην Ελλάδα, ελάχιστα πλέον άτομα ξεχειμωνιάζουν στα βόρεια, ή περνάνε από τη χώρα κατά τη μετανάστευσή τους.[10]


Βιότοπος
Τυπικός βιότοπος του ψαλιδιάρη

Ο ψαλιδιάρης είναι αρπακτικό των ανοιχτών περιοχών, με διάσπαρτους μικρούς ή μεγάλους δασικούς θύλακες και, αντίθετα με τον τσίφτη -με τον οποίο πολλές φορές μοιράζονται το ίδιο οικοσύστημα- δεν εξαρτάται άμεσα από την παρουσία νερού. Προτιμάει ενδιαιτήματα σε γεωργικά τοπία με συστάδες δένδρων, αρκετά συχνά πάρκα και εκτάσεις που συνορεύουν με δασικές άκρες και, σπάνια ερεικώνες και βαλτώδη μέρη, όσο υπάρχουν διαθέσιμα δένδρα. Χρησιμοποιεί συχνά τις ευνοϊκές συνθήκες ρευμάτων αέρα, που δημιουργούνται στις στενές ποτάμιες κοιλάδες και στις πλαγιές των βουνών.

Χρειάζεται για να κυνηγήσει, ανοικτές καλλιεργημένες εκτάσεις, χορτολίβαδα και βοσκοτόπους, χωρίς αυτό να αποκλείει την παρουσία του σε υγρές περιοχές. Επίσης συχνάζει σε οργωμένα ή καλλιεργημένα χωράφια με καλαμπόκι, που βρίσκονται δίπλα σε αυτοκινητοδρόμους, όχι όμως όσο ο τσίφτης. Συνήθως πετάει μόνος και, καμιά φορά συχνάζει σε σκουπιδότοπους.[10]

Σε γενικές γραμμές, ο ψαλιδιάρης είναι κάτοικος των πεδινών και λοφωδών περιοχών, από το επίπεδο της θάλασσας έως τα 800 μέτρα, περίπου. Στην ελβετική περιοχή του Ιούρα, όμως, οι περιοχές αναπαραγωγής είναι σχεδόν στα 1200 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, και στα Πυρηναία μέχρι την υποαλπική ζώνη. Ιστορικά, είχαν καταγραφεί φωλιές στον Καύκασο και τον Μαροκινό Άτλαντα, σε υψόμετρο περίπου 2500.


Μορφολογία

Ο ψαλιδιάρης είναι ένα, αρκετά μεγάλου μεγέθους, κομψό αρπακτικό που χαρακτηρίζεται από το γενικότερο κόκκινο-καφέ φτέρωμα και τη μακριά, σκωριόχρωμη διχαλωτή ουρά του (λιγότερο διχαλωτή στον τσίφτη). Οι πτέρυγές του είναι δυασανάλογα μακριές σε σχέση με το μέγεθός του, με την κάτω επιφάνεια να φέρει έντονα λευκά «μπαλώματα» πού, έρχονται σε ισχυρή αντίθεση με το γενικότερο σκούρο καφέ χρώμα τους και τα μαυριδερά -σχεδόν μαύρα- άκρα των πρωτευόντων ερετικών φτερών. Κατά την πτήση και σε μετωπιαία όψη, οι πτέρυγες φαίνεται να κρατούνται σε σχήμα ελαφρού διέδρου, ενώ η ουρά συστρέφεται διαρκώς κατά την αλλαγή πορείας.
Ενήλικος ψαλιδιάρης σε πτήση

Το κεφάλι, ο λαιμός και ο τράχηλος είναι πολύ πιο ανοιχτόχρωμα και, σε μερικές περιπτώσεις, είναι σχεδόν γκρίζα-λευκά. Το ράμφος είναι κίτρινο στη βάση του, το άγκιστρο είναι σκούρο γκρι ή μαύρο, ενώ η ίριδα είναι ανοιχτοκίτρινη.

Συχνά γυροπετάει (soaring), ενώ η κίνησή του στον αέρα θυμίζει χαρταετό, εξ ου και η αγγλική του ονομασία Kite. Το κήρωμα και τα πόδια είναι κίτρινα [10] και οι γαμψώνυχες μαύροι.

Τα νεαρά άτομα είναι ανοιχτά ξανθοκόκκινα (στο χρώμα της άμμου) και έχουν λιγότερο διχαλωτή ουρά, ενώ στο στήθος έχουν κιτρινωπές κηλίδες (μαυριδερές στα ενήλικα άτομα). Αυτές οι διαφορές εξαλείφονται σταδιακά μετά το πρώτο έτος της ζωής τους.

Είναι μεγαλύτερος από τον συγγενικό του τσίφτη, ενώ, εκτός από μια μικρή διαφορά βάρους, τα φύλα είναι παρόμοια.
Βιομετρικά στοιχεία

Μήκος σώματος: (59-) 61 έως 66 (-73) εκατοστά.
Άνοιγμα πτερύγων: (144-) 155 έως 171 (-175) εκατοστά.
Βάρος: Αρσενικό 780 έως 1200 γραμμάρια, θηλυκό 1000 έως 1300 γραμμάρια, κατά μέσον όρο.

Κυνήγι
Σύγκριση της ουράς ψαλιδιάρη (δεξιά) και τσίφτη

Ο ψαλιδιάρης είναι ένα κυνηγός που συχνάζει σε ανοικτούς χώρους και αναζητά την τροφή του με σχετικά χαμηλές και αργές αερολισθήσεις (gliding), σαρώνοντας συστηματικά για θήραμα. Επιτίθεται με αιφνιδιασμό και, σε μια ανεπιτυχή επίθεση σε γενικές γραμμές, δεν επιδιώκει την καταδίωξη του θηράματος. Συχνά, βρίσκεται στο έδαφος, όταν αναζητά κυρίως έντομα και σκουλήκια. Οι επιθέσεις στα πουλιά γίνονται επίσης με αιφνιδιασμό στον αέρα, αλλά η σύλληψη γίνεται κατά κύριο λόγο στο έδαφος. Η θανάτωση του θηράματος, αντίθετα με τους μεγάλους αετούς, γίνεται συνήθως όχι με τα νύχια, αλλά με έντονα ραμφίσματα.

Οι ψαλιδιάρηδες συχνά παρασιτούν διατροφικά σε άλλα πουλιά, κυρίως κοράκια και γλάρους και, είναι συχνές οι καταδιώξεις και οι παρενοχλήσεις για να τους κλέψει την τροφή, ακόμη και μετά την κατάποση, προσπαθώντας να τους προκαλέσει εξέμεση.


Τροφή

Η διατροφή του ψαλιδιάρη αποτελείται κυρίως από μικρά θηλαστικά όπως ποντίκια, μυγαλές, μικρούς λαγούς και κουνέλια, αλλά εξαρτάται άμεσα από την περίοδο -αναπαραγωγική ή όχι- και από τον οικότοπο. Στην Πολωνία λ.χ., το κύριο μέρος της διατροφής του αποτελούν τα χάμστερς.Τρέφεται με μεγάλη ποικιλία από θνησιμαία συμπεριλαμβανομένων των προβατοειδών, που αναζητά στα μεγάλα σφαγεία.

Τα ζωντανά πτηνά (συνήθως πέρδικες, κοτσύφια και τσίχλες) συμπεριλαμβάνονται επίσης στη διατροφή του και, περιστασιακά, ερπετά και αμφίβια, ιδιαίτερα στα νότια της επικράτειάς του. Οι γεωσκώληκες και τα σκαθάρια (κυρίως κολεόπτερα), αποτελούν ένα σημαντικό μέρος της δίαιτάς του, ιδιαίτερα την Άνοιξη.[11]. Επίσης, όταν βρίσκεται κοντά σε υγροτόπους στρέφεται στα ψάρια, που τις περισσότερες φορές συλλαμβάνει όταν βρίσκονται κοντά στην επιφάνεια, ή όταν ξεβράζονται στις όχθες.

Όπως και άλλα αρπακτικά πτηνά, οι ψαλιδιάρηδες είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι σε δηλητηριάσεις. Η παράνομη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων για τις αλεπούδες ή τα κορακοειδή, μπορεί να σκοτώσει αδιακρίτως προστατευόμενα πτηνά και άλλα ζώα.[12]

Έχει παρατηρηθεί το φαινόμενο, σε περίπτωση κινδύνου, η μητέρα να «δίνει σήμα» στα μικρά της, να προσποιούνται με ακινησία ότι είναι νεκρά, σε βαθμό που κάποιο αρπακτικό, όπως η αλεπού να πιστεύει ότι μπορεί να επιστρέψει για να τα φάει αργότερα.[13]

Ζωτικός χώρος
Ενήλικος ψαλιδιάρης (ραχιαία όψη)

Ο ψαλιδιάρης, γενικά, δεν θεωρείται έντονα «εδαφικός», στη διεκδίκηση του ζωτικού του χώρου. Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου, μάλιστα, είναι πολύ κοινωνικός και δεν εμφανίζει σημάδια διεκδίκησης, κυνηγώντας και κουρνιάζοντας ομαδικά, σε σύνολα που μπορεί να ξεπερνούν ακόμη και τα εκατό άτομα. Τα «παιχνίδια» είναι μέσα στη συμπεριφορά του και, έχουν παρατηρηθεί άτομα να κόβουν -χωρίς λόγο- κουκουνάρια και να τα πετάνε από ψηλά.[14] Ακόμη όμως και κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής η εδαφική του συμπεριφορά δεν είναι πολύ έντονη, απλώς οι δύο γονείς υπερασπίζονται την ευρύτερη περιοχή της φωλιάς (περίπου 100 μέτρα) και του πέριξ εναέριου χώρου, από τυχόν εισβολείς. Πολλές φορές οι φωλιές τους γειτνιάζουν με εκείνες του τσίφτη.
Αναπαραγωγή

Ο ψαλιδιάρης έχει τη βιολογική δυνατότητα να αναπαραχθεί από το 1ο έτος της ηλικίας του, συνήθως όμως αυτό συμβαίνει από το 3ο έτος, ενώ εμφανίζονται και αποκλίσεις στη μονογαμία ή πολυγαμία των ζευγαριών, με την πρώτη περίπτωση να αποτελεί την πλειονότητα. Η αναπαραγωγική περίοδος ξεκινάει από τα μέσα Μαρτίου στις νότιες περιοχές, μέχρι τις αρχές Μαΐου στα βόρεια.

Προτιμάει να φωλιάζει σε δασωμένες περιοχές που συνορεύουν με ανοικτές εκτάσεις. Η φωλιά βρίσκεται στη διχάλα ενός ψηλού δένδρου (συνήθως βελανιδιάς, σημύδας ή πεύκου), 7 έως 30 μέτρα από το έδαφος που, στην πλειονότητα των περιπτώσεων, είναι μια παλαιότερη φωλιά ενός άλλου πουλιού, όπως π.χ. ενός κορακοειδούς ή μιας γερακίνας. Η φωλιά, πάντως, ανακατασκευάζεται με τη χρήση υλικών που προμηθεύει το αρσενικό και επιστρώνει το θηλυκό.[15] Τα υλικά είναι συνήθως χοντρά ξερόκλαδα, μαλλί από πρόβατα ή κουρέλια, που τα παίρνουν από το έδαφος , όχι όμως φρέσκα κλαδάκια. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε άχρηστο υλικό, όπως χαρτιά και κονσερβοκούτια.[10] Η χρήση ακατάλληλων υλικών, οδηγεί αρκετές φορές σε ελλιπή αερισμό του εσωτερικού της φωλιάς με καταστροφικές συνέπειες για τους νεοσσούς.
Ενήλικος ψαλιδιάρης (κοιλιακή όψη)

Η συνήθης διάμετρος της φωλιάς κυμαίνεται από 45 έως 60 εκατοστά, αλλά έχουν βρεθεί φωλιές με διάμετρο μέχρι 1 μέτρο και ύψος 40 εκατοστά.

Το φώλιασμα σε βράχια δεν είναι απαγορευτικό και, απαντάται στους πληθυσμούς των Βαλεαρίδων και της βόρειας Αφρικής.

Η γέννα αποτελείται από 2 ή 3 (καμιά φορά 4, σπανίως 1-5) αυγά που εναποτίθενται σε διαστήματα 3 ημερών, μεταξύ τους. Η επώαση γίνεται ως επί το πλείστον -ή αποκλειστικά- από το θηλυκό, ξεκινώντας από το πρώτο αυγό και διαρκεί 28-33 ημέρες. Το θηλυκό αναλαμβάνει τη σίτιση των νεοσσών με τροφή (μικρά θηλαστικά και πουλιά) που προμηθεύει το αρσενικό, για 2 εβδομάδες περίπου, οπότε αρχίζουν να αποκτούν φτέρωμα. Κατόπιν, συμμετέχουν και οι δύο γονείς στη σίτιση μέχρι τις 4 εβδομάδες, οπότε τα νεαρά αρχίζουν να σιτίζονται μόνα τους. Συνήθως, ο δεύτερος νεοσσός υποσιτίζεται και πεθαίνει. Το πρώτο πέταγμα γίνεται στις 45 με 50 ημέρες, ενώ παραμένουν κοντά στη φωλιά για 3 εβδομάδες ακόμη.[15]

Στη φύση, αναπαραγωγικές απόπειρες μεταξύ ψαλιδιάρη και τσίφτη έχουν αναφερθεί κατά καιρούς, με τον τσίφτη να είναι συνήθως το θηλυκό πουλί, αλλά και το αντίστροφο, με επιτυχείς υβριδισμούς. Σε αιχμαλωσία, οι μίξη των δύο ειδών είναι πιο συχνή. Στο Πάρκο Akrug στη Γερμανία ένα μικτό ζευγάρι έδωσε αυγά προς εκκόλαψη για 6 χρόνια, με επιτυχία.[16]

Κατάσταση πληθυσμού

Σύμφωνα με την Κόκκινη Λίστα της IUCN, το 2013 ο ψαλιδιάρης ήταν είδος ενταγμένο στην κατηγορία ΝΤ (Σχεδόν Απειλούμενο).[1] Ο καθοριστικός παράγοντας γι’αυτό υπήρξε η σημαντική μείωση του πληθυσμού από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 στις βασικές χώρες αναπαραγωγής Γερμανία, Ισπανία και Γαλλία. Το γεγονός αυτό αντισταθμίζεται από σταθερό ή ακόμη και αυξημένο αριθμό ζευγαριών αναπαραγωγής στην Ελβετία, την Ιταλία, την Τσεχία, την Πολωνία, τη Σουηδία και την Ουαλία. Αντίθετα, σε χαμηλό επίπεδο ήσαν οι πληθυσμοί σε Αυστρία, Ουγγαρία και Σλοβακία. Πάντως, το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού βρίσκεται στη Γερμανία, όπου το 2000 είχε ανακηρυχθεί πτηνό του έτους.

Η πιο μεγάλη απειλή για το είδος αυτό είναι η κατανάλωση δηλητηριασμένων δολωμάτων για τα αρπακτικά ζώα (αλεπούδες, λύκοι, κορακοειδή) και οι έμμεσες δηλητηριάσεις από φυτοφάρμακα και τρωκτικά δηλητηριασμένα από ποντικοφάρμακα, ιδιαίτερα στις περιοχές διαχείμασης στη Γαλλία και την Ισπανία, όπου υπήρχε ταχεία μείωση του πληθυσμού.[17]
Ενήλικος ψαλιδιάρης σε πτήση

Επίσης, η εντατικοποίηση ή η μετατροπή των μεθόδων γεωργίας, όπως λ.χ. στη Γαλλία, όπου ολόκληροι πληθυσμοί εξαφανίστηκαν, όταν μεγάλα λιβάδια μετατράπηκαν σε καλλιέργειες δημητριακών.[18]) Η μείωση των ζώων βοσκής και η εντατικοποίηση της γεωργίας που οδηγεί σε χημική ρύπανση, ομογενοποίηση των τοπίων και οικολογική υποβάθμιση απειλεί επίσης το είδος.[19] Οι ανεμογεννήτριες είναι μια δυνητικά σοβαρή απειλή για το μέλλον [20] και, περισσότερη έρευνα πρέπει να γίνει για να αξιολογήσει το επίπεδο των αιολικών πάρκων που αποτελούν κίνδυνο.

Άλλες λιγότερο σημαντικές απειλές περιλαμβάνουν ηλεκτροπληξία και σύγκρουση με γραμμές μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας,[21], το κυνήγι και η παγίδευση,[22] τα ατυχήματα στους αυτοκινητοδρόμους, η αποψίλωση των δασών, η συλλογή αυγών (σε τοπική κλίμακα) και ενδεχομένως ο ανταγωνισμός με τον γενικά πιο επιτυχημένο τσίφτη.[23]

Τέλος, ένας άλλος παράγοντας που εμπλέκεται στις μειώσεις στη Γαλλία και την Ισπανία είναι η μείωση του αριθμού των χωματερών.[24] Η τάση του παγκόσμιου πληθυσμού είναι καθοδική.[1]

Στην Ελλάδα, ο ψαλιδιάρης δεν φωλιάζει πλέον και αποτελεί από τα σπανιότερα αρπακτικά, αφού και οι αριθμοί των μεταναστευτικών ατόμων έχουν μειωθεί δραματικά. Η καταστροφή των πεδινών δασών και τα φυτοφάρμακα, αποτελούν τις κυριότερες αιτίες.[10]
Άλλες ονομασίες

Ο Ψαλιδιάρης απαντάται στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες Λούπος ή Λούπης (Κρήτη), Ψαλίδα (Στερεά), ενώ πιθανότατα είναι ο Λύκος των αρχαίων.[25]
Σημειώσεις

i. ^ Στο επίσημο site της IUCN, αναφέρεται ότι ο διαχωρισμός του είδους στα δύο υποείδη, δεν έχει γίνει αποδεκτός από το BirdLife Taxonomic Working Group.
Παραπομπές

BirdLife International (2013). Milvus milvus στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 13 Μαρτίου 2014.
Thiollay, 1994
Όντρια, σ. 77
Κιόρτσης
Howard and Moore, p. 100
Linnaeus, C (1758)
Sabine Hille and Jean-marc Thiollay (2000)
Jeff A. Johnson et al
Schreiber et al
Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 68
Pugh, Effyn. «The Red Kite». Birds of Britain. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρτίου 2014.
«Wildlife crime soars». The Herald Series. 12 September 2007. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρτίου 2014. "In Didcot, poisoned rabbits were laid out as bait disguised as road-kill, targeting red kites"
«Red Kite». Animal Corner. Ανακτήθηκε στις 14 Μαρτίου 2014.
Jochen Walz
Harrison, p. 94
M. Schmidt & R. Schmidt
del Hoyo et al
P. Tourret in litt. 2009
Knott et al. 2009
P. Tourret στο litt 2009, Duchamp 2003, Mammen et al 2009
Mionnet 2007, Tourret in litt 2009
P. Tourret in litt 2009, Mionnet 2007
Ferguson-Lees et al 2001, Cardiel in litt 2007, U. Mammen 2007, Cardiel και Viñuela 2007
Mionnet 2007, Cardiel & Viñuela 2007

Απαλοδήμος, σ. 34

Πηγές
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2001.
Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Β. Κιόρτσης, Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 29 , λήμμα «Ικτίνος»
Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Γ. Χανδρινού-Α. Δημητρόπουλου, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδόσεις Ευσταθιάδη, Αθήνα, 1982.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας, Αθήνα 1992»
BirdLife International (2013) Milvus milvus 2013.2 IUCN Red List of Threatened Species. IUCN 2013.2
del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J., eds. (1994). Handbook of the Birds of the World 2. Barcelona: Lynx Edicions. ISBN 84-87334-15-6.
Jeff A. Johnson, Richard T. Watson & David P. Mindell (2005). "Prioritizing species conservation: does the Cape Verde kite exist?". Proceedings of the Royal Society B: Biological Sciences 272 (7): 1365–1371. doi:10.1098/rspb.2005.3098. PMC 1560339. PMID 16006325
Linnaeus, C (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata. (in Latin). Stockholm: Laurentius Salvius. p. 89. "F. cera flava, cauda forsicata, corpore ferrugineo, capite albidiore.."
Sabine Hille and Jean-marc Thiollay (2000). The imminent extinction of the Kites Milvus milvus fasciicauda and Milvus m. migrans on the Cape Verde Islands. Bird Conservation International, 10 , pp 361–369
Schreiber, Arnd; Stubbe, Michael & Stubbe, Annegret (2000). "Red kite (Milvus milvus) and black kite (M. migrans): minute genetic interspecies distance of two raptors breeding in a mixed community (Falconiformes: Accipitridae)". Biological Journal of the Linnean Society 69 (3): 351–365. doi:10.1006/bijl.1999.0365.
M. Schmidt & R. Schmidt (2006): Langjährig erfolgreiches Mischbrutpaar von Schwarz- (Milvus migrans) und Rotmilan (Milvus milvus) in Schleswig-Holstein. Corax 20: 165-178.
Jochen Walz: Rot- und Schwarzmilan. Flexible Jäger mit Hang zur Geselligkeit. AULA-Verlag, Wiebelsheim 2005, ISBN 3-89104-644-8.

Εγκυκλοπαίδεια Βιολογίας

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License