ART

 

.


Η Οπουντία (Opuntia) είναι ένα γένος στην οικογένεια των κακτοειδών (Cactaceae).

Το πιο συνηθισμένο μαγειρικό είδος είναι η Οπουντία η ινδική συκή, (Opuntia ficus-indica). Οι περισσότερες γαστρονομικές χρήσεις του όρου «φραγκοσυκιά» αναφέρονται σε αυτό το είδος. Οι καρποί της φραγκοσυκιάς, δηλαδή τα φραγκόσυκα, είναι επίσης γνωστά ως tuna - τούνα (καρποί), sabra (η αραβική ονομασία), nopal - νοπάλ (ενικός: nopal και πληθυντικός: nopales - νοπάλες),[Σημ. 1][2] από την Νάουατλ λέξη nōpalli (νοπάλλι) για τα επιθέματα του φυτού ή nostle (νόστλε), Νάουατλ λέξη nōchtli (νότστλι) για τον καρπό· ή τον κάκτο κουπί.

Το γένος έλαβε την ονομασία του για την αρχαία ελληνική πόλη Οπούς (Opus) (Αρχαία Ελληνική: Ὀποῦς), όπου, σύμφωνα με τον Θεόφραστο, φύτρωνε ένα εδώδιμο φυτό το οποίο μπορούσε να διαδοθεί με ριζοβολία από τα φύλλα του.[3]

Περιγραφή
Γλωχίδια και αγκάθια σε ένα είδος της Οπουντίας (Opuntia). Τα αγκάθια είναι τα σχετικά μεγάλα, ακτινωτά όργανα· τα γλωχίδια είναι τα λεπτά αγκαθάκια, στα κέντρα των δέσμων.
Τυπική μορφολογία μιας Οπουντίας (Opuntia) με καρπό.
Δυο μεγάλες γυάλες με aguas frescas σε μια Τακερία (taquería)[Σημ. 2] στο Σηάτλ, Ουάσινγκτον, ΗΠΑ. Στα αριστερά είναι η γυάλα με το τσάι ιβίσκου από την Τζαμάικα και στα δεξιά η γυάλα με την ορτσάτα (horchata)[Σημ. 3] Οι σερβιτόροι σερβίρουν το ποτό, βουτώντας μια κουτάλα στη γυάλα και αδειάζοντάς την στα ποτήρια.

Τα φραγκόσυκα συνήθως μεγαλώνουν με επίπεδα, στρογγυλεμένα κλαδώδια (cladodes),[Σημ. 4][4] (που ονομάζονται επίσης platyclades) οπλισμένα με δύο είδη αγκάθια· μεγάλα, λεία, σταθερά και μικρά, τριχοειδή αγκάθια που ονομάζονται γλωχίδια (glochids ή glochidia),[Σημ. 5] που διεισδύουν εύκολα στο δέρμα και επίσης εύκολα αποκολλώνται και από το φυτό. Πολλοί τύποι φραγκοσυκιών εξελίσσονται σε πυκνές, μπερδεμένες δομές.

Όπως όλα τα γνήσια είδη των κάκτων, οι φραγκοσυκιές είναι ενδημικές μόνο στην Αμερική, αλλά έχουν εισαχθεί και σε άλλα μέρη του κόσμου. Τα είδη των φραγκοσυκιών βρίσκονται σε αφθονία στο Μεξικό, ιδίως στις κεντρικές και δυτικές περιοχές και στα νησιά της Καραϊβικής (Δυτικές Ινδίες). Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι φραγκοσυκιές είναι εγγενείς σε πολλές άνυδρες περιοχές των δυτικών Ηνωμένων Πολιτειών, συμπεριλαμβανομένων των χαμηλότερων υψομέτρων των Βραχωδών Ορέων, όπου είδη όπως η Opuntia phaeacantha και η Opuntia polyacantha αποκτούν δεσπόζουσα θέση και στην έρημο νοτιοδυτικά, όπου διάφοροι τύποι είναι ενδημικοί. Η φραγκοσυκιά είναι επίσης εγγενής στα παράκτια περιβάλλοντα των χαμηλών παραλίων και των χαμηλών ανοικτών περιοχών της ανατολικής ακτής από τη Φλόριντα έως το Κονέκτικατ / Λονγκ Άιλαντ (Opuntia humifusa). Βορειότερα, η Οπουντία (Opuntia) απαντάται στα απομονωμένα βραχώδη και αμμώδη περιβάλλοντα, από τις νότιες Μεγάλες Λίμνες έως το νότιο Οντάριο.

Στα νησιά Γκαλαπάγκος, βρέθηκαν έξι διαφορετικά είδη τα: O. echios, O. galapageia, O. helleri, O. insularis, O. saxicola και O. megasperma. Τα είδη αυτά χωρίζονται σε 14 διαφορετικές ποικιλίες· οι περισσότερες από αυτές τις ποικιλίες, περιορίζονται σε ένα ή σε λιγοστά νησιά. Για το λόγο αυτό, έχουν περιγραφεί ως «ένα εξαιρετικό παράδειγμα της προσαρμοστικής ακτινοβολίας».[5] Σε γενικές γραμμές, τα νησιά με τις υψηλές, ζευτικοποιημένες ποικιλίες, έχουν γιγαντιαίες χελώνες και τα νησιά που στερούνται χελώνων, έχουν χαμηλές ή κατάκοιτες μορφές Οπουντίων.

Η πρώτη εισαγωγή των φραγκοσυκιών στην Αυστραλία αποδίδεται στον Κυβερνήτη Φίλιπ (Governor Philip) και τους πρώτους αποίκους το 1788. Φερμένες από τη Βραζιλία στο Σίδνεϊ, οι φραγκοσυκιές μεγάλωσε στο Σίδνεϊ, Νέα Νότια Ουαλία, όπου επανακαλύφθηκαν το 1839, στον κήπο ενός αγρότη. Φαίνονται να έχουν εξαπλωθεί από τη Νέα Νότια Ουαλία και να προκάλεσαν μεγάλη οικολογική καταστροφή στις ανατολικές πολιτείες. Βρίσκονται επίσης στην περιοχή της Μεσογείου της Βόρειας Αφρικής, ειδικά στην Τυνησία, όπου αναπτύσσονται σε όλη την ύπαιθρο, και την άνυδρη νότια Ευρώπη, ιδιαίτερα για τη Μάλτα, όπου αναπτύσσονται σε όλα τα νησιά, στα νοτιο-ανατολικά της Ισπανίας και μπορεί να βρεθεί σε τεράστιους αριθμούς σε ορισμένα μέρη της Νότιας Αφρικής, όπου εισήχθη από τη Νότιο Αμερική.

Τα είδη της Οπουντίας (Opuntia) είναι από τα πιο ανεκτικά στο κρύο πεδινών κακτών, που εκτείνονται στο δυτικό και νότιο Καναδά· ένα υποείδος, O. fragilis ποικ. fragilis, έχουν βρεθεί να αναπτύσονται κατά μήκος του Ποταμού Beatton στην κεντρική Βρετανική Κολομβία, νοτιοδυτικά της Λίμνης Cecil στις 56° 17' Βόρειο γεωγραφικό πλάτος και 120° 39' Δυτικό γεωγραφικό μήκος.[6]

Οι φραγκοσυκιές παράγουν επίσης έναν καρπό, που συνήθως καταναλώνεται στο Μεξικό και την περιοχή της Μεσογείου, γνωστό ως «φραγκόσυκο»· επίσης, χρησιμοποιείται για την παρασκευή του άγουας φρέσκας (aguas frescas).[Σημ. 6] Ο καρπός μπορεί να έχει το χρώμα του ερυθρού οίνου, κόκκινο, πράσινο ή κίτρινο-πορτοκαλί.

Ο Κάρολος Δαρβίνος ήταν ο πρώτος που παρατήρησε ότι αυτοί οι κάκτοι έχουν thigmotactic ανθήρες:[Σημ. 7] όταν αγγιχθούν οι ανθήρες, κάμπτονται-κουλουριάζονται, καταθέτοντας τη γύρη τους. Αυτή η κίνηση μπορεί να φανεί, σπρώχνοντας ήπια τους ανθήρες ενός ανοικτού άνθους Οπουντίας. Το ίδιο χαρακτηριστικό έχει εξελιχθεί συγκλινόμενο και σε άλλους κάκτους (π.χ. Lophophora).
Μορφολογία

Η επιφάνεια του καρπού, δηλαδή του φραγκόσυκου, καλύπτεται αφενός από σκούρα κομπάκια και αφετέρου από πολύ μικρά αγκαθάκια, τα οποία μοιάζουν με χνούδι και δε γίνονται άμεσα αντιληπτά. Είναι πιθανό να πιάνει κανείς τα φραγκόσυκα για κάποιο χρόνο (λεπτά) πριν αρχίσει να νοιώθει την ενόχληση από τα αγκάθια. Για τη συλλογή του και το καθάρισμά του πριν την κατανάλωση, πρέπει να το πιάνει κανείς με κάποιο μέσο (π.χ. χαρτί, γάντι) ή εργαλείο (πηρούνι) ώστε να μην έρχεται σε επαφή με το δέρμα.


Chollas

Οι κάκτοι chollas (τσόγιας), τώρα αναγνωρίζεται ότι ανήκουν στο ξεχωριστό γένος Cylindropuntia, διακρίνονται από την ύπαρξη κυλινδρικών, αντί να των πεπλατισμένων, τμημάτων μίσχων με τις μεγάλες αγκαθωτές ακίδες. Οι βλαστικές αρθρώσεις των διαφόρων ειδών και ιδίως της jumping cholla (Cylindropuntia fulgida), είναι πολύ εύθραυστες στους νέους βλαστούς, αποκοπτώμενες εύκολα όταν οι αγκαθωτές ακίδες κολλήσουν στα ρούχα ή τα γουνοφόρα ζώα ως μια μέθοδος φυτικής αναπαραγωγής. Οι αγκαθωτές ακίδες μπορούν να παραμείνουν ενσωματωμένες στο δέρμα, προκαλώντας δυσφορία και μερικές φορές τραυματισμό. Συλλογικά, οι οπουντίες (opuntias), τα chollas και τα άλλα σχετιζόμενα φυτά, μερικές φορές ονομάζονται οπουντιάδες (opuntiads).[7]
Ανάπτυξη (γκαλερί εικόνων)

Prickly Pear 2.JPG Prickly pear leaf bud.JPG Prickly Pear 2half.JPG Opuntia leaf.JPG
Εμφάνιση του βλαστού Ανάπτυξη του βλαστού Πρόσθετη ανάπτυξη του
βλαστού
Ο βλαστός αναπτύσσεται
ακόμη περισσότερο
Prickly Pear 4half.JPG Prickly Pear 5half.JPG Prickly Pear 5.JPG
Το φύλλο συνεχίζει
να αναπτύσσεται
Βρώσιμο φύλο (τρυφερό) Ώριμο φύλλο


Ταξινομία

Όταν το 1753, ο Κάρολος Λινναίος δημοσίευσε το "Species Plantarum" («Τα Είδη των Φυτών») - το σημείο εκκίνησης για τη σύγχρονη ονοματολογία στη βοτανική - τοποθέτησε όλα τα είδη των γνωστών σε εκείνον κάκτων, σε ένα γένος, «Κάκτος». Το 1754, ο Σκωτσέζος βοτανολόγος Φίλιπ Μίλερ, χώρισε τους κάκτους σε διάφορα γένη, συμπεριλαμβανομένης της Οπουντίας (Opuntia). Ξεχώρισε το γένος σε μεγάλο βαθμό, από τη μορφή των ανθέων και των καρπών του.[8]


Επιλεγμένα είδη

Η Οπουντία υβριδιάζεται εύκολα μεταξύ των ειδών.[9] Αυτό μπορεί να καταστήσει δύσκολη την κατάταξη. Επίσης, στην πραγματικότητα δεν ανήκουν όλα τα είδη που αναφέρονται εδώ σε αυτό το γένος.

Opuntia cochenillifera.
Μικρή φραγκοσυκιά (Opuntia fragilis).
Opuntia oricola.
Opuntia ovata.
Φραγκοσυκιά του Pinkava (Opuntia pinkavae), προς τιμήν του Donald John Pinkava.
Φραγκοσυκιά χερούλι τηγανιού (Opuntia polyacantha).
Η Opuntia humifusa φυτρώνει στην Ottawa, Illinois (IL).
Άνθη Opuntia robusta.
Opuntia stenopetala.
Μια Opuntia μπροστά από μια jumping cholla (Cylindropuntia fulgida).

Πρωτύτερα στην Οπουντία (Opuntia)

Οικολογία
Παραδοσιακή «φωλέα Zapotec» καλλιέργειας του εντόμου της κοχενίλης (cochineal) στην Οπουντία την ινδική συκή (Opuntia ficus-indica), Οαχάκα (πολιτεία).

Η Οπουντία απλώνεται σε μεγάλες αποικίες κλώνων, η οποία συμβάλλει στο να θεωρείται σε ορισμένα μέρη ως ένα επιβλαβές ζιζάνιο.[9][Σημ. 8]

Οι φραγκοσυκιές (ως επί το πλείστον οι Opuntia stricta) είχαν αρχικά εισαχθεί στην Αυστραλία τον 18ο αιώνα για κήπους και αργότερα χρησιμοποιήθηκαν ως φυσική γεωργική περίφραξη[10] και σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια βιομηχανία βαφών κοχενίλης (βλέπε παραπλεύρως σχετική φωτογραφία). Γρήγορα έγιναν ένα ευρέως διαδεδομένο ζιζάνιο εισβολέας, μετατρέποντας τελικά μια έκταση 260.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων (101.000 τετραγωνικών μιλίων) γεωργικής γης, σε μια αδιαπέραστη πράσινη ζούγκλα από φραγκοσυκιές, σε ορισμένα σημεία ύψους 6,1 μέτρα (20 πόδια). Δεκάδες αγρότες, εκδιώχθηκαν από τη γη τους, από αυτό που ονόμαζαν η «πράσινη κόλαση»· τα εγκαταλελειμμένα σπίτια τους συνεθλίβησαν κάτω από το βάρος των κάκτων, οι οποίοι προελαύνουν με ρυθμό 1.000.000 στρέμματα (4.046,9 τετραγωνικών χιλιομέτρων - 1.562,5 τετραγωνικών μιλίων) ανά έτος.[10] Το 1919, η Αυστραλιανή Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση, καθιέρωσε το Κοινοπολιτειακό Διοικητικό Συμβούλιο Φραγκοσυκιάς (Commonwealth Prickly Pear Board), για το συντονισμό των προσπαθειών με τις πολιτειακές κυβερνήσεις για να εξαλείψουν το ζιζάνιο. Οι πρώτες προσπάθειες με τη μηχανική απομάκρυνση και τις δηλητηριώδεις χημικές ουσίες απέτυχε, οπότε, επιχειρήθηκε ως έσχατη λύση, ο βιολογικός έλεγχος.[10] Ο σκώρος Cactoblastis cactorum, από τη Νότια Αμερική, οι προνύμφες του οποίου τρώνε φραγκόσυκα, εισήχθησαν το 1925 και γρήγορα μείωσαν τον πληθυσμό των κάκτων. Ο Alan Dodd, γιος του πασίγνωστου εντομολόγου Frederick Parkhurst Dodd, ήταν ο κορυφαίος υπάλληλος στην απειλή καταπολέμησης της φραγκοσυκιάς. Ένα Memorial Hall στην Chinchilla (Κουίνσλαντ), τιμά το σκώρο.[10]

Ο ίδιος σκώρος, που εισήχθη τυχαία βορειότερα από τη φυσική κατανομή του, στη νότια Βόρεια Αμερική, προκαλεί σοβαρές ζημίες σε ορισμένα αυτόχθονα είδη στην εν λόγω περιοχή.

Στα άλλα ζώα που τρώνε την Οπουντία (Opuntia), περιλαμβάνονται το σαλιγκάρι της νήσου φραγκοσυκιάς (prickly pear island snail) και τα ιγκουάνα του βράχου Cyclura. Ο καρπός απολαμβάνεται από πολλά ζώα των άγονων περιοχών, κυρίως τα πτηνά, τα οποία έτσι βοηθούν και στη διανομή των σπόρων. Τα παθογόνα της Οπουντίας, περιλαμβάνουν το μύκητα sac fungus Colletotrichum coccodes και τον ιό Sammons' Opuntia virus. Το μυρμήγκι Crematogaster opuntiae και η αράχνη Theridion opuntia, ονομάζονται έτσι, λόγω της σύνδεσής τους με τις φραγκοσυκιές.
Καλλιέργεια

Στο Μεξικό η Βαλτιερίγια (Valtierrilla) είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός προϊόντων Οπουντίας. Κάθε χρόνο πραγματοποιείται τον Φεβρουάριο, η Exponopal expo, η οποία διαθέτει ένα ευρύ φάσμα προϊόντων.
Χρήσεις
Ως τροφή
Διατροφικό περιεχόμενο
Φραγκόσυκο, ωμό.

Φραγκόσυκο, ωμό.
Διατροφική αξία
100 g (3.5 oz)
Ενέργεια
(Energy)
172 kJ
Θερμίδες
(Calories)
41 kcal
Υδατάνθρακες
(Carbohydrates)
9,6 g
Φυτικές ίνες
(Dietary fibres)
3,6 g
Λιπαρά
(Fat)
0,5 g
Πρωτεΐνες
(Proteins)
2,5 g
Βιταμίνες (Vitamins)
Βιταμίνη Α
(Vitamin A)
25 μg (3%)
Ριβοφλαβίνη (Β2)
(Riboflavin B2)
0,1 mg (8%)
Νιασίνη (Β3)
(Niacin B3)
0,5 mg (3%)
Βιταμίνη Β6
(Vitamin B6)
0,1 mg (8%)
Φυλλικό οξύ (Β9)
(Folic acid B9)
6 μg (2%)
Βιταμίνη C
(Vitamin C)
14,0 mg (17%)
Βιταμίνη E
(Vitamin E)
mg (0%)
Aνόργανα άλατα
(Minerals)
Ασβέστιο
(Calcium)
56 mg (6%)
Σίδηρος
(Iron)
0,3 mg (2%)
Μαγνήσιο
(Magnesium)
85 mg (24%)
Φωσφόρος
(Phosphorus)
24 mg (3%)
Κάλιο
(Potassium)
220 mg (5%)
Ψευδάργυρος
(Zinc)
0,1 mg (1%)
Μονάδες μέτρησης

μg = micrograms, mg = milligrams
IU = International units
Τα ποσοστά είναι χοντρικά χρησιμοποιώντας τις συστάσεις των ΗΠΑ για τους ενήλικες.
Πηγή: usda[11]


Αποφλοιωμένα φραγκόσυκα προς πώληση στην αγορά, Σακατέκας, Μεξικό.
Φραγκοσυκιά, που καλλιεργείται για βρώση.

Οι Οπουντίες έχουν μέτρια περιεκτικότητα σε απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, όπως εκτιμάται από το ποσό της Ημερήσιας Αξίας (DV) που παρέχεται σε μια μερίδα των 100 g, με μόνο διαιτητικές ίνες (14% DV), βιταμίνη C (23% DV) και το διαιτητικό ανόργανο άλας, μαγνήσιο (21% DV) να έχουν σημαντική περιεκτικότητα (Πίνακας μέτρησης θρεπτικών συστατικών του USDA).
Φυτοχημικά και λαϊκή ιατρική
Κοντινή λήψη του φραγκόσυκου: Πέραν των μεγάλων ακίδων, σημειώστε τα γλωχίδια (τα λεπτά αγκαθάκια ή άλλως, τις γουρουνότριχες) που εύκολα αποκολλόνται και που είναι πιθανό να προκαλέσουν δερματικό και οφθαλμικό κνησμό.

Η Οπουντία, περιέχει μια σειρά φυτοχημικών σε μεταβλητές ποσότητες, όπως πολυφαινόλες, διαιτητικά ανόργανα άλατα και βηταλαΐνες (betalains).[12][13] Αναγνωρισμένες ενώσεις στο πλαίσιο της βασικής έρευνας περιλαμβάνουν γαλλικό οξύ, βανιλλικό οξύ και κατεχίνες, ως παραδείγματα.[12] Το σικελικό φραγκόσυκο περιέχει βηταλαϊνη, μπετανίνη και indicaxanthin, με τα υψηλότερα επίπεδα στα φρούτα τους.[14]

Στην Μεξικανική λαϊκή ιατρική, ο πολτός και ο χυμός του θεωρούνται θεραπεία για πληγές και φλεγμονές του πεπτικού και του ουροποιητικού συστήματος.[15]
Στην παραγωγή χρωστικής

Το Dactylopius coccus, είναι ένα έντομο (scale insect) από την οποία προέρχεται η βαφή κοχενίλη. Το ίδιο το D. coccus είναι ιθαγενές στη τροπική και υποτροπική Νότια Αμερική και το Μεξικό. Το έντομο, ένα κυρίως άμισχο παράσιτο, ζει στους κάκτους του γένους Οπουντία (Opuntia), τρέφονται με την υγρασία και τα θρεπτικά συστατικά στο χυμό του κάκτου. Το έντομο παράγει καρμινικό οξύ, το οποίο αποτρέπει τη θήρευσή του από τα άλλα έντομα. Το καρμινικό οξύ μπορεί να εξαχθεί από το σώμα και τα αυγά του εντόμου, για να κάνει το κόκκινο χρώμα.

Η κοχενίλη χρησιμοποιείται κυρίως ως ένας κόκκινος τροφικός χρωματισμός και καλλυντικών. Η βαφή της κοχενίλης χρησιμοποιήθηκε από τους λαούς των Αζτέκων και των Μάγια, της Κεντρικής και Βόρειας Αμερικής. Παραγόμενο σχεδόν αποκλειστικά στην Οαχάκα, Μεξικό, από τους ιθαγενείς των παραγωγών, η κοχενίλη έγινε η δεύτερη πιο αξιόλογη εξαγωγή του Μεξικού μετά το ασήμι.[16] Η χρωστική ουσία, καταναλωνόταν από όλη την Ευρώπη και ήταν σε τέτοια εκτίμηση, που η τιμή της ήταν εισηγμένη κανονικά στα Χρηματιστήρια Εμπορευμάτων του Λονδίνου και του Άμστερνταμ.

Τώρα, η υψηλότερη παραγωγή κοχενίλης είναι από το Περού, τις Καναρίους Νήσους και τη Χιλή. Τρέχουσες ανησυχίες για την υγεία από τα τεχνητά πρόσθετα τροφίμων, έχουν ανανεώσει τη δημοτικότητα των βαφών κοχενίλης και η αυξημένη ζήτησή της κάνει την καλλιέργεια του εντόμου, μια ελκυστική ευκαιρία σε άλλες περιοχές, όπως το Μεξικό, όπου η παραγωγή κοχενίλης είχε πάλι υποχωρήσει, λόγω των πολυάριθμων φυσικών εχθρών του εντόμου (scale insect).[17]

Εκτός της κοχενίλης, η κόκκινη βαφή βετανίνη μπορεί να εξαχθεί σε ορισμένα φυτά και από τις ίδιες τις Οπουντίες.
Για γήινα τοιχώματα

Το ρευστό («χυμός κάκτου»), που προέρχεται από τα 'μαξιλάρια' και τα στελέχη της Οπουντίας, ιδιαίτερα O. ficus-indica, είναι ένα από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα πρόσθετα στα γήινα ασβεστοκονιάματα.[Σημ. 9][18]
Για τη θεραπεία του νερού

Η σάρκα («κολλώδης ουσία») του κάκτου έχει βρεθεί να καθαρίζει το νερό.[19] Ένα έργο στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Φλόριντα, διερευνά το δυναμικό της για χαμηλού κόστους, μεγάλης κλίμακας καθαρισμό του νερού.[20]
Στην κουλτούρα
Το οικόσημο του Μεξικού απεικονίζει ένα Μεξικανικό χρυσαετό, σκαρφαλωμένο επάνω σε ένα κάκτο Opuntia, κρατώντας ένα κροταλία.

Το οικόσημο του Μεξικού απεικονίζει ένα Μεξικανικό χρυσαετό, σκαρφαλωμένο πάνω σε ένα κάκτο Οπουντία (Opuntia), κρατώντας ένα κροταλία. Σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του Μεξικού, ο θυρεός είναι εμπνευσμένος από ένα θρύλο των Αζτέκων, σχετικά με την ίδρυση της Τενοτστιτλάν. Οι Αζτέκοι, μια νομαδική φυλή τότε, γύριζαν σε όλο το Μεξικό, προς αναζήτηση ενός θεϊκού σημαδιού, που θα τους έδειχνε το ακριβές σημείο, όπου επρόκειτο να χτίσουν την πρωτεύουσά τους. Ο Θεός τους Ουιτζιλοπότστλι, τους πρόσταξε να βρουν έναν αετό που καταβρόχθιζε ένα φίδι, σκαρφαλωμένος στην κορυφή ενός κάκτου που φύτρωσε σ'ένα βράχο βυθισμένο σε μια λίμνη. Μετά από 200 χρόνια περιπλάνησης, βρήκαν το υποσχόμενο σημάδι, σε ένα μικρό νησί στην βαλτώδη λίμνη Τεξκόκο (Texcoco). Εκεί ίδρυσαν τη νέα πρωτεύουσά τους, Τενοτστιτλάν. Ο κάκτος (O. ficus-indica· Νάουατλ: tenochtli - τενότστλι), γεμάτος από καρπούς, είναι το σύμβολο του νησιού της Τενοτστιτλάν.
Το οικόσημο της Μάλτας, από το 1975 έως το 1988.

Η εκδοχή του εθνοσήμου της Μάλτας κατά το 1975-1988, παρουσίαζε επίσης μια φραγκοσυκιά, μαζί με μια παραδοσιακή dgħajsa, ένα φτυάρι, μια πιρούνα και τον αναδυόμενο ήλιο.[21]

Οι φραγκοσυκιές κατέχουν ειρωνική σημασία τόσο στις κοινωνίες των Ισραηλινών όσο και των Παλαιστινίων.

Στα αραβικά ο κάκτος που ονομάζεται صبار ṣubbār· Ο συγγενικός όρος sabr, μεταφράζεται επίσης σε "υπομονή" ή "αντοχή".[22] Η έννοια του sabr, κατέχει μια εξέχουσα θέση στο μη βίαιο κίνημα αντίστασης στην Ισραηλινή στρατιωτική κατοχή.[23] Ο κάκτος της φραγκοσυκιάς, αντιπροσωπεύει τον Παλαιστινιακό αγώνα για την ελευθερία, τόσο στην προφορική ιστορία όσο και στη λογοτεχνία. Ο διάσημος Παλαιστίνιος ποιητής Μαχμούντ Νταρουίς (Mahmoud Darwish), χρησιμοποιεί συχνά τον κάκτο της φραγκοσυκιάς ως σύμβολο του Παλαιστινιακού λαού στο έργο του. Η συγγραφέας Νάντια Ταϋσίρ Ντάμπαγκ (Nadia Taysir Dabbagh), συγκρίνει την ανθεκτικότητα του κάκτου με εκείνη του Παλαιστινιακού λαού, γράφοντας, «Η ιδέα είναι ότι, ακόμη και σε ένα άγονο ή σκληρό κλίμα ή περιβάλλον, οι Παλαιστίνιοι καταφέρουν και συνεχίζουν να ζουν και να επιβιώνουν, ενάντια σε όλες τις πιθανότητες».[24] Ο διάσημος χαρακτήρας κινουμένων σχεδίων handala, που δημιουργήθηκε από τον Παλαιστίνιο σκιτσογράφο Naji Salim al-Ali, πήρε το όνομά του από το φραγκόσυκο, καθώς Handala, είναι επίσης, άλλη μια λέξη για τον κάκτο, στην Παλαιστινιακή κουλτούρα. Ο Handala, συνήθως απεικονίζεται έχοντας γυρισμένη την πλάτη του στο θεατή· ο θρύλος λέει, ότι ο ίδιος θα δείξει το πρόσωπό του, άπαξ και απελευθερωθούν οι Παλαιστίνιοι. Αργότερα, η μορφή του Handala, υιοθετήθηκε από το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης.

Στο Ισραήλ, ο καρπός ονομάζεται tsabar (προφέρεται tzabar, εβραϊκά: צבר) στα εβραϊκά. Αυτός ο κάκτος είναι επίσης η προέλευση του όρου sabra, που χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγράψει έναν Εβραίο που γεννήθηκε στο Ισραήλ. Ο υπαινιγμός είναι ότι ενώ είναι ακανθώδες, με αγκαθωτό δέρμα στο εξωτερικό του, στο εσωτερικό του είναι μαλακό και γλυκό, υπονωόντας, ότι αν και οι Ισραηλινοί sabras είναι τραχύς στο εξωτερικό τους, είναι γλυκύς και ευαίσθητοι, άπαξ και κάποιος τους γνωρίσει.[25][26]

Οι φραγκοσυκιές χρησιμοποιούνται εδώ και αιώνες, τόσο ως πηγή τροφής όσο και ως ένας φυσικός φράχτης που φυλάσσει τα ζωντανά και σηματοδοτεί τα όρια μεταξύ των εδαφών της οικογένειας. Είναι απίστευτα ανθεκτικοί και συχνά επαναφυτρώνουν.

Ο κάκτος, δανείζει με το όνομά του ένα τραγούδι από το Βρετανικό jazz / κλασικό συγκρότημα «Portico Quartet». Το τραγούδι «Ο αντίπαλος μου», στο άλμπουμ Gaucho από το Αμερικανικό jazz-pop συγκρότημα «Steely Dan», αρχίζει με τις λέξεις: «Ο άνεμος οδηγούσε στο πρόσωπό μου / τη μυρωδιά του φραγκόσυκου.»[27]

Το φθινόπωρο του 1961, η Κούβα έβαλε τα στρατεύματά της να φυτέψουν ένα φράγμα μήκος 13 χιλιομέτρων (8 μιλίων), με κάκτους Οπουντίας, κατά μήκος του βορειοανατολικού τμήματος του φράχτη των 28 χιλιομέτρων (17 μιλίων),ο οπoίος περιβάλλει τη Ναυτική Βάση Γκουαντάναμο, προκειμένου να σταματήσει τη διαφυγή των Κουβανών από την Κούβα, που κατέφευγαν στις Ηνωμένες Πολιτείες.[28] Αυτό βαπτίστηκε ως το «Παραπέτασμα του κάκτου» ("Cactus Curtain"), ένας υπαινιγμός για το «Σιδηρούν Παραπέτασμα» ("Iron Curtain") της Ευρώπης[29] και το «Παραπέτασμα από μπαμπού» ("Bamboo Curtain") στην Ανατολική Ασία.
Δείτε επίσης

Φραγκοσυκιά
Φραγκόσυκο

Σημειώσεις

Η λέξη nopal (προέρχεται από τη Νάουατλ λέξη nohpalli - νοπάλλι, για τα επιθέματα του φυτού), στα Μεξικάνικα Ισπανικά, είναι μια συνηθισμένη ονομασία για το φυτό και τα ίδια τα επιθέματα, του κάκτου Opuntia, στην υποοικογένεια Opuntioideae.
Υπάρχουν περίπου εκατόν δεκατέσσερα γνωστά είδη ενδημικά στο Μεξικό, όπου το φυτό είναι ένα κοινό συστατικό σε πολλά πιάτα της Μεξικανικής κουζίνας. Τα επιθέματα nopal, μπορούν να καταναλωθούν είτε ωμά είτε μαγειρεμένα. Χρησιμοποιούνται σε μαρμελάδες, σούπες, βραστά και σαλάτες καθώς επίσης, στην παραδοσιακή ιατρική αλλά και στην κτηνοτροφία, ως ζωοτροφή.
Η τακερία (taquería) (προφέρεται: [takeɾ'ia]), είναι μια Ισπανική λέξη που σημαίνει κατάστημα taco (είδος Μεξικανικής πίτας) ή τον τόπο όπου παρασκευάζονται τα τάκος (tacos). Αρχικά, μια taquería ήταν συνήθως ένα πλανόδιο κατάστημα στο πεζοδρόμιο· ωστόσο, σήμερα πολλές taquerías, είναι εστιατόρια τα οποία στεγάζονται σε κτίρια.
Η ορτσάτα (horchata), είναι η ονομασία από διάφορα είδη παραδοσιακών ποτών, φτιαγμένα από αλεσμένο αμύγδαλο, σουσάμι, ρύζι, κριθάρι ή κύπειρο.
Το κλαδώδιο (συμπεριλαμβανομένου του φυλλοκλάδιου - phylloclade), είναι ένα πεπλατυσμένο στέλεχος που εμφανίζεται περισσότερο ή λιγότερο σαν το φύλλο και εξειδικεύεται για τη φωτοσύνθεση, όπως π.χ. τα επιθέματα κάκτου.
Τα γλωχίδια - glochids ή glochidia (ενικός: γλωχίδιο - glochidium) είναι τριχοειδή αγκάθια ή κοντά αγκαθάκια, συνήθως αγκυστρωτά, που βρίσκονται στις αρεόλες (areoles) των κάκτων στην υπο-οικογένεια Opuntioideae. Τα γλωχίδια (glochids) των κάκτων, αποκολλώνται εύκολα από το φυτό και διεισδύουν στο δέρμα, προκαλώντας έτσι ερεθισμό κατά την επαφή.
Το άγουας φρέσκας - aguas frescas (Ισπανικά «δροσερά νερά») είναι ένας συνδυασμός καρπών, δημητριακών, ανθέων ή σπόρων, όπου αναμειγνύονται με ζάχαρη και νερό προκειμένου να γίνουν ένα ελαφρύ μη αλκοολούχο δροσιστικό ποτό. Είναι πολύ δημοφιλές τόσο στο Μεξικό όσο και στην Κεντρική Αμερική, την Καραϊβική και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Δηλαδή, ανθήρες που ενεργοποιούνται δια της αφής (με το άγγιγμα).
Το επιβλαβές ζιζάνιο ή το ζημιογόνο ζιζάνιο, είναι ένα ζιζάνιο που έχει οριστεί από μια γεωργική αρχή ως ένα που είναι επιβλαβές για τις γεωργικές ή τις κηπευτικές καλλιέργειες, των φυσικών οικοτόπων ή των οικοσυστημάτων ή των ανθρώπων ή των ζώων. Τα περισσότερα επιβλαβή ζιζάνια έχουν εισαχθεί σε ένα οικοσύστημα λόγω άγνοιας, κακοδιαχείρισης ή εξ ατυχήματος. Μερικά επιβλαβή ζιζάνια είναι εγγενή. Συνήθως πρόκειται για φυτά που μεγαλώνουν επιθετικά, πολλαπλασιάζονται γρήγορα χωρίς φυσικό έλεγχο (αυτόχθονα φυτοφάγα ζώα, χημεία του εδάφους κλπ.) και εμφανίζουν ανεπιθύμητες ενέργειες μέσω της επαφής ή της κατάποσής των.

Το γήινο ασβεστοκονίαμα (πυλός αδόμπε (adobe plaster), dagga) είναι ένα μείγμα πηλού, λεπτόκοκκων αδρανών και φυτικών ινών. Άλλα κοινά πρόσθετα, περιλαμβάνουν πιγμέντα, ασβέστη, καζεΐνη, χυμό κάκτου φραγκοσυκιάς (Opuntia), κοπριά και λινέλαιο. Το γήινο ασβεστοκονίαμα, εφαρμόζεται συνήθως στην τοιχοποιία, cob (material) ή αχυροδεμάτια εσωτερικών και εξωτερικών χώρων, ως τελείωμα των τοίχων. Παρέχει προστασία στα κατασκευαστικά και μονωτικά δομικά στοιχεία, καθώς και στην υφή και το χρώμα.

Παραπομπές

«Opuntia ficus-indica (L.) Mill.». USDA GRIN.
Chavez-Moreno, Ck; Casas, A; Tecante, A (2009). «The Opuntia (Cactaceae) and Dactylopius (Hemiptera: Dactylopiidae) in Mexico: a historical perspective of use, interaction and distribution». Biodeversity and Conservation 18: 3337–3355.
Quattrocchi, Umberto (2000). CRC World Dictionary of Plant Names. III M-Q. CRC Press, σελ. 1885. ISBN 978-0-8493-2677-6.
Goebel, K.E.v. (1969) [1905]. Organography of plants, especially of the Archegoniatae and Spermaphyta. New York: Hofner publishing company.
Fitter, Fitter, and Hosking, Wildlife of the Galapagos (2000)
Cota-Sánchez (2002)
[1]
Miller, Philip (1754). «Opuntia». The Gardener's Dictionary (4th έκδοση). London: John & James Rivington. Ανακτήθηκε στις 2014-06-13.
Griffith, M. P. (2004). «The origins of an important cactus crop, Opuntia ficus-indica (Cactaceae): New molecular evidence». American Journal of Botany 91 (11): 1915–1921. doi:10.3732/ajb.91.11.1915.
Patterson, Ewen K. 1936. The World's First Insect Memorial. "The Review of the River Plate", December pp. 16–17
Link to USDA Database entry
Guzmán-Maldonado, S. H.; Morales-Montelongo, A. L.; Mondragón-Jacobo, C.; Herrera-Hernández, G.; Guevara-Lara, F.; Reynoso-Camacho, R. (2010). «Physicochemical, Nutritional, and Functional Characterization of Fruits Xoconostle (Opuntia matudae) Pears from Central-México Region». Journal of Food Science 75 (6): C485. doi:10.1111/j.1750-3841.2010.01679.x. PMID 20722901.
«Antioxidant activities of sicilian prickly pear (Opuntia ficus indica) fruit extracts and reducing properties of its betalains: betanin and indicaxanthin». J Agric Food Chem 50 (23): 6895–901. 2002. doi:10.1021/jf025696p. PMID 12405794.
Butera, Daniela; Luisa Tesoriere; Francesca Di Gaudio; Antonino Bongiorno; Mario Allegra; Anna Maria Pintaudi; Rohn Kohen; Maria A. Livrea (2002). «Antioxidant activities of sicilian prickly pear (Opuntia ficus indica) fruit extracts and reducing properties of its betalains: betanin and indicaxanthin». Journal of Agricultural Food Chemistry 50 (23): 6895–6901. doi:10.1021/jf025696p. PMID 12405794.
Frati AC, Xilotl Díaz N, Altamirano P, Ariza R, López-Ledesma R (1991). «The effect of two sequential doses of Opuntia streptacantha upon glycemia». Archivos De Investigación Médica 22 (3-4): 333–6. PMID 1844121.
Behan (1995)
Portillo M. & Vigueras G. (1988)
dagga is a Mideast and African term for mud plaster. Evans, Ianto, Linda Smiley, and Michael Smith. The hand-sculpted house: a philosophical and practical guide to building a cob cottage. White River Junction, Vt.: Chelsea Green Pub. Co., 2002. 264. Print.
Spinner, Kate. «Desert cactus has secret talent for purifying water». Sarasota Herald-Tribune. Ανακτήθηκε στις 30 November 2013.
O'Brien, Miles. «Cactus "flesh" cleans up toxic water». National Science Foundation. Ανακτήθηκε στις 30 November 2013.
Bonello, Giovanni (8 May 2011). «Malta's three national emblems since independence – what’s behind them?». Times of Malta. Ανακτήθηκε στις 30 October 2014.
Tamir, Tally (1999). «The Shadow of Foreignness: On the Paintings of Asim Abu-Shakra». Palestine-Israel Journal 6 (1).
. http://books.google.jo/books?id=SbzIAAAAQBAJ&pg=PA41&dq=palestine+sabr&hl=en&sa=X&ei=c2IGU52JDuTb7Aahg4HoDw&redir_esc=y#v=onepage&q=palestine%20sabr&f=false.Πρότυπο:Full
. http://books.google.jo/books?id=3H9b8DJK4bAC&pg=PA78&lpg=PA78&dq=palestine+sabr&source=bl&ots=DQtB0Yg_Ig&sig=vhSoTk0MeD9bPBjJC7B00_vJ74U&hl=en&sa=X&ei=jV8GU5OfKo6p7AbKyYDQAQ&redir_esc=y#v=onepage&q=palestine%20sabr&f=false.Πρότυπο:Full
Almog, Oz. 2000. The Sabra the Creation of the New Jew. The S. Mark Taper Foundation imprint in Jewish studies. Berkeley: University of California Press
Over here and over there. The Economist, 2006-NOV-16. Retrieved 2007-OCT-16.
«LYRICS | GAUCHO (1980)». Steely Dan.
«Guantanamo Bay Naval Base and Ecological Crises». Trade and Environment Database. American University. Ανακτήθηκε στις 2009-04-19.

«Yankees Besieged». Time. 1962-03-16.

Βιβλιογραφία (στην Αγγλική)
Commons logo
Τα Wikimedia Commons έχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα
Οπουντία

Behan, Jeff (1995): The bug that changed history. Boatman's Quarterly Review 8(2). HTML fulltext
Bwititi P, Musabayane CT, Nhachi CF (March 2000). «Effects of Opuntia megacantha on blood glucose and kidney function in streptozotocin diabetic rats». Journal of Ethnopharmacology 69 (3): 247–52. doi:10.1016/S0378-8741(99)00123-3. PMID 10722207.
Cota-Sánchez, J. Hugo (2002): Taxonomy, distribution, rarity status and uses of Canadian Cacti. Haseltonia 9: 17–25 Google Scholar PDF abstract
Frati-Munari AC, Fernández-Harp JA, de la Riva H, Ariza-Andraca R, del Carmen Torres M (1983). «Efecto del nopal (Opuntia sp.) sobre los lípidos séricos la glucemia y el peso corporal [Effects of nopal (Opuntia sp.) on serum lipids, glycemia and body weight]» (στα Spanish). Archivos De Investigación Médica 14 (2): 117–25. PMID 6314922.
Ott, Jonathan (1995): In: Ayahuasca Analogues: Pangaean Entheogens.
Pittler MH, Verster JC, Ernst E (December 2005). «Interventions for preventing or treating alcohol hangover: systematic review of randomised controlled trials». BMJ 331 (7531): 1515–8. doi:10.1136/bmj.331.7531.1515. PMID 16373736.
Portillo, M.; Liberato; Vigueras, G.; Lilia, Ana (1988). «Natural Enemies of Cochineal (Dactylopius coccus Costa): Importance in Mexico» (PDF). Journal of the Professional Association for Cactus Development 3: 43–49.
Rayburn, Keith M.D.; Martinez, Rey; Escobedo, Miguel; Wright, Fred; Farias, Maria (1998). «Glycemic Effects of Various Species of Nopal (Opuntia sp.) in Type 2 Diabetes Mellitus». Texas Journal of Rural Health 16 (1): 68–76.
Trenary, Klaus (1997): Visionary Cactus Guide: Opunita Πρότυπο:Sic. Retrieved 2007-OCT-15.
Wiese J, McPherson S, Odden MC, Shlipak MG (June 2004). «Effect of Opuntia ficus indica on symptoms of the alcohol hangover». Archives of Internal Medicine 164 (12): 1334–40. doi:10.1001/archinte.164.12.1334. PMID 15226168.

Στο λήμμα αυτό έχει ενσωματωθεί κείμενο από το λήμμα Opuntia (έκδοση 679209580) της Αγγλικής Βικιπαίδειας, η οποία διανέμεται υπό την GNU FDL και την CC-BY-SA 3.0. (ιστορικό/συντάκτες).

Εγκυκλοπαίδεια Βιολογίας

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License