ART

 

.


Το Ταραξάκον το φαρμακευτικόν (Taraxacum officinale), ο κοινός δανδελίων (common dandelion)[4] (συνήθως αποκαλείται απλά "δανδελίων" ή πικραλίδα ["dandelion"]), είναι ανθοφόρο ποώδες (herbaceous)[Σημ. 1] πολυετές φυτό (perennial)[Σημ. 2] της οικογένειας των Αστερίδων ή Συνθέτων (Asteraceae ή Compositae).

Ταραξάκο, πικραλίδα, ραδίκι του βουνού, αγριοράδικο, μαρουλίδα, αγριομάρουλο ή πικραφάκι.[1]

Μπορεί να βρεθεί να αναπτύσσεται στις εύκρατες περιοχές του κόσμου, στους χλοοτάπητες, τις παρυφές των δρόμων, τις διαταραγμένες όχθες, στις ακτές των υδάτινων δρόμων και άλλες περιοχές με υγρά εδάφη. Το T. officinale θεωρείται αγριόχορτο, ιδίως σε χλοοτάπητες και κατά μήκος των δρόμων, αλλά μερικές φορές χρησιμοποιείται ως ιατρικό βότανο και στην προετοιμασία τροφίμων. Το ταραξάκο, είναι γνωστό για τις κίτρινες κεφαλές του, με άνθη που μετατρέπονται σε στρογγυλά μπαλάκια από ασημί χρώματος θυσανωτούς καρπούς, οι οποίοι διασκορπίζονται στον άνεμο και που ονομάζονται τόσο στα Βρετανικά όσο και στα Αμερικανικά, "blowballs"[5] ή "clocks".[6][7][8][9]

Ταραξάκον το φαρμακευτικόν
(Taraxacum officinale)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά (Plantae)
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Magnoliopsida)
Υφομοταξία: [[..]] (Asterids)
Τάξη: Αστερώδη (Asterales)
Οικογένεια: Αστερίδες (Asteraceae)
Γένος: Ταραξάκον (Taraxacum)
Είδος: T. officinale
Διώνυμο
Ταραξάκον το φαρμακευτικόν
(Taraxacum officinale)

F.H. Wigg
Συνώνυμα[2][3]
  • Crepis taraxacum (L.) Stokes
  • Leontodon taraxacum L.
  • Leontodon vulgare Lam.
  • Taraxacum campylodes G.E.Haglund
  • Taraxacum dens-leonis Desf.
  • Taraxacum mexicanum DC.
  • Taraxacum retroflexum Lindl.
  • Taraxacum subspathulatum A.J. Richards
  • Taraxacum sylvanicum R. Doll
  • Taraxacum taraxacum (L.) H. Karst.
  • Taraxacum tenejapenseA.J. Richards
  • Taraxacum vulgare Schrank

Επιπρόσθετες ονομασίες

Άλλες ονομασίες του στην Ελλάδα είναι: ταραξάκο, πικραλίδα, ραδίκι του βουνού, αγριοράδικο, μαρουλίδα, αγριομάρουλο[10] ή πικραφάκη.[11]

Στα Αγγλικά το Taraxacum officinale, έχει πολλές κοινές ονομασίες (εκ των οποίων, ορισμένες δεν είναι πλέον σε χρήση), όπως blowball, lion's-tooth (δόντι-λιονταριού), cankerwort, milk-witch, yellow-gowan, Irish daisy, monks-head, priest's-crown και puff-ball·[12] άλλες κοινές ονομασίες περιλαμβάνουν, faceclock, pee-a-bed, wet-a-bed,[13] swine's snout,[14] white endive (λευκό αντίδι) και wild endive (άγριο αντίδι).[15]
Ετυμολογία
Φύλλο πικραλίδας (Taraxacum officinale).

Το 1753 ο Κάρολος Λινναίος, ονόμασε το είδος «Leontodon Taraxacum». Το όνομα του γένους Taraxacum, πιθανώς προέρχεται από την Αραβική λέξη "Tharakhchakon",[16] το οποίο αναφέρει και ο Πέρσης μουσουλμάνος ιατροφιλόσοφος του 11ου αιώνα Αβικέννας[17] ή από την Ελληνική λέξη «Ταρραξος» ("Tarraxos").[18] όπου και ήταν γνωστό κατά την αρχαιότητα.

Η ειδική ονομασία officinalis, αναφέρεται στην αξία του ως φαρμακευτικό φυτό και προέρχεται από τη λέξη opificina, αργότερα officina, που σημαίνει εργαστήρι ή φαρμακείο.[19]

Η κοινή ονομασία «δανδελίων» ("dandelion"), προέρχεται από την Γαλλική φράση "dent de lion" που σημαίνει «δόντι λιονταριού», το οποίο με τη σειρά του έχει την αφετηρία του στο Λατινικό «leontodon» («λεοντόδους»), αναφορικά με το πριονωτού σχήματος φύλλωμα.[18]

Το φυτό αναφέρεται επίσης και στο διάσημο βιβλίο βοτάνων Shennong pen Ts’ao (2.700 π.Χ.), όπως και στο Tang Materia Medica, καθώς οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν το ταραξάκο τόσο ως τροφή όσο και ως φαρμακευτικό βότανο.[20]


Περιγραφή
Κεφαλή σε πλήρη άνθιση.

Το ταραξάκον το φαρμακευτικόν (Taraxacum officinale), φύεται από γενικά μη διακλαδισμένες κεντρικές ρίζες (taproots)[Σημ. 3] και παράγει ένα έως πάνω από δέκα μίσχους, οι οποίοι συνήθως είναι ύψους 5–40 εκ. (2,0–15,7 ίντσες), αλλά ορισμένες φορές έως και 70 εκ. (28 ίντσες) υψηλοί. Οι μίσχοι μπορεί να χρωματιστούν μωβ, είναι σε όρθια θέση ή χαλαροί και παράγουν κεφαλές ανθέων, που κατέχονται ως υψηλοί ή υψηλότεροι από το φύλλωμα. Το φύλλωμα, μπορεί να αυξάνεται σε ορθία θέση ή να εξαπλούται οριζοντίως· τα φύλλα έχουν μίσχους οι οποίοι είναι είτε αφτέρωτοι είτε στενο-φτέρωτοι. Οι μίσχοι, μπορεί να είναι λείοι ή αραιά καλυμμένοι με κοντές τρίχες. Τα φυτά έχουν γαλακτώδες λατέξ (latex)[Σημ. 4] και τα φύλλα, είναι όλα βασικά· κάθε ανθοφόρο στέλεχος, στερείται βρακτίων (bracts)[Σημ. 5] και έχει μια ενιαία κεφαλή άνθους. Οι κίτρινες κεφαλές των ανθέων, στερούνται δοχείου βρακτίων και όλα τα άνθη, τα οποία ονομάζονται ανθύλλια (florets),[Σημ. 6] είναι ταινιόστενα και αμφιφυλόφιλα. Σε πολλές γενεαλογίες, οι καρποί παράγονται κυρίως από απόμιξη, (apomixis),[16][Σημ. 7] παρά το γεγονός, ότι τα άνθη του τα επισκέπτονται πολλά είδη εντόμων.[21]

Τα φύλλα έχουν μήκος 5-45 εκ. (2,0 έως 17,7 ίντσες) και πλάτος 1-10 εκ. (0,39 έως 3,94 ίντσες) και λογχοειδή στη βάση, επιμήκη ή αντωοειδή σχήματος, με τις βάσεις σταδιακά να στενεύουν προς τον μίσχο. Τα περιθώρια των φύλλων είναι συνήθως αβαθή λοβοειδή έως βαθιά λοβοειδή και συχνά σκισμένα ή οδοντωτά με αιχμηρά ή αμβλύς οδόντες.[16]

Οι επικάλυκες (calyculi) (βράκτια δομής, σχήματος κυαθίου (κυπέλλου), τα οποία συγκρατούν τα ανθύλλια), αποτελούνται από 12 έως 18 τμήματα: κάθε τμήμα είναι αντανακλώμενο και ενίοτε γλαυκά. Τα λογχοειδούς σχήματος βράκτια (bractlets) είναι σε δύο σειρές, με τις κορυφές σε σχήμα να στενεύουν σε ένα σημείο (acuminate). Τα πλάτους 14-25 χιλ. (0,55 έως 0,98 ίντσες) involucres (ένα σπονδύλωμα ή ρόδακας των βρακτίων που περιβάλλουν μια ταξιανθία (ειδικά ένα capitulum) ή στη βάση του σκιάδιου), είναι πράσινα σε σκούρο πράσινα ή καφέ-πράσινα, με τις άκρες σκούρες γκρι ή μωβ. Τα ανθύλλια αριθμούν 40 έως πάνω από 100 ανά κεφαλή, που έχουν στεφάνες άνθους που είναι κίτρινες ή πορτοκαλί-κίτρινου χρώματος.

Οι καρποί καλούνται κυψέλαι (cypselae),[Σημ. 8] κυμαίνονται στο χρώμα από πράσινο λαδί ή καφέ λαδί έως κιτρινωπό έως γκριζωπό, είναι λογχοειδούς σχήματος στη βάση και μήκους 2-3 χιλ. (0,079 έως 0,118 ίντσες) με λεπτές μύτες. Οι καρποί έχουν 4 έως 12 νευρώσεις οι οποίες έχουν αιχμηρές ακμές. Το μεταξένιο χνούδι φυτών (pappi),[Σημ. 9] που σχηματίζει τα αλεξίπτωτα, είναι λευκά έως ασημί-λευκού χρώματος και πλάτους γύρω στα 6 χιλ. Τα φυτά έχουν συνήθως 24 ή 40 ζεύγη χρωμοσωμάτων, αλλά ορισμένα φυτά έχουν 16 ή 32 χρωμοσώματα.[22]


Ταξινομική
Ώριμοι καρποί.
Πικραλίδες της Βόρειας Αμερικής

Η ταξινομική του γένους Taraxacum, είναι περίπλοκη λόγω απομικτών και πολυπλοειδών γενεαλογιών[23][24] και η ταξινομία και ονοματολογική κατάσταση του Ταραξάκου του φαρμακευτικού (Taraxacum officinale), δεν έχει ακόμη επιλυθεί πλήρως.[25] Η ταξινομική του γένους αυτού, έχει περιπλακεί από την αναγνώριση των πολυάριθμων ειδών,[26] υποειδών και μικροειδών. Π.χ. Η χλωρίδα της Γερμανίας του Rothmaler, αναγνωρίζει περίπου 70 μικροείδη.[27] Τα φυτά που εισήχθησαν στη Βόρεια Αμερική, είναι τριπλοειδή τα οποία αναπαράγονται με υποχρεωτική γαμετοφυτική απόμιξη.[25][28] Ορισμένες αρχές, αναγνωρίζουν τρία υποείδη, του Ταραξάκου του φαρμακευτικού (Taraxacum officinale) συμπεριλαμβανομένου:[29][30]

Taraxacum officinale υποείδος ceratophorum (Ledeb.) Schinz πρώην Thellung, το οποίο συνήθως αποκαλείται «κοινή πικραλίδα» (common dandelion), «σαρκώδης πικραλίδα» (fleshy dandelion), «κερατώδης πικραλίδα» (horned dandelion) ή «τραχύα πικραλίδα» (rough dandelion). Είναι εγγενές στον Καναδά και τις δυτικές ΗΠΑ.[31] Ορισμένες πηγές το κατατάσσουν ως το είδος, Taraxacum ceratophorum.[32][22]
Taraxacum officinale υποείδος officinale, το οποίο συνήθως αποκαλείται «κοινή πικραλίδα» (common dandelion) ή «περιπλανώμενη πικραλίδα» (wandering dandelion).
Taraxacum officinale υποείδος vulgare (Lam.) Schinz & R. Keller, το οποίο συνήθως αποκαλείται «κοινή πικραλίδα» (common dandelion).

Τα δύο από αυτά, έχουν εισαχθεί και καθιερωθεί στην Αλάσκα και το τρίτο (υποείδος ceratophorum) είναι ιθαγενές εκεί.[33]


Ευρωπαϊκές πικραλίδες
Διασπορά δια του ανέμου, των σπόρων της πικραλίδας.

Η πικραλίδα (Taraxacum officinale, (dandelion)) είναι ένα δυναμικό ζιζάνιο στην Ευρώπη, με διπλοειδείς σεξουαλικούς πληθυσμούς στις νότιες περιοχές και μερικώς επικαλυπτόμενους πληθυσμούς διπλοειδών φύλων και τριπλοειδών ή τετραπλοειδών απομικτών στις κεντρικές και βόρειες περιοχές. Αυτές οι Ευρωπαϊκές πικραλίδες, μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα αναπαράγεται σεξουαλικά, όπως κάνουν τα περισσότερα σπορόφυτα. Αυτή η ομάδα αποτελείται από πικραλίδες, οι οποίες έχουν διπλοειδές σύνολο χρωμοσωμάτων και είναι σεξουαλικά αυτο-ασυμβίβαστες. Η σεξουαλική αναπαραγωγή, συνεπάγεται μείωση του αριθμού σωματικών χρωμοσωμάτων, με μειωτική διαδικασία ακολουθούμενη από μια αποκατάσταση του σωματικού αριθμού των χρωμοσωμάτων με την γονιμοποίηση. Οι διπλοειδείς πικραλίδες, έχουν οκτώ ζεύγη χρωμοσωμάτων και η μειωτική διαδικασία είναι τακτική, με το φυσιολογικό ζευγάρωμα των ομόλογων χρωμοσωμάτων κατά το στάδιο μετάφασης Ι, της μειωτικής διαδικασίας.[34]

Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από πολυπλοειδείς (ως επί το πλείστον τριπλοειδείς) απομίκτες, πράγμα που σημαίνει ότι αμφότερα ένα βιώσιμο έμβρυο, καθώς και ένα λειτουργικό ενδοσπέρμιο, σχηματίζονται χωρίς προηγούμενη γονιμοποίηση. Σε αντίθεση με τα σεξουαλικά διπλοειδή, η αντιστοίχιση των χρωματοσωμάτων στη μετάφαση Ι σε τριπλοειδείς απομίκτες, είναι έντονα μειωμένος. Ωστόσο, η αντιστοίχιση εξακολουθεί να είναι επαρκής, ώστε να επιτρέπει κάποιο ανασυνδυασμό μεταξύ ομόλογων χρωμοσωμάτων.[34]


Οικολογία
Αγρός με πικραλίδες (Βαυαρία).

Το Taraxacum officinale είναι ιθαγενές στην Ευρώπη και την Ασία,[35] και αρχικά είχε εισαχθεί στην Αμερική ως καλλιεργούμενη τροφή.[36] Έχει πλέον εγκλιματιστεί σε όλη τη Βόρεια Αμερική, Νότια Αφρική, Νότια Αμερική, Νέα Ζηλανδία, Αυστραλία και την Ινδία. Εμφανίζεται και στις 50 πολιτείες των ΗΠΑ όπως και στις περισσότερες επαρχίες του Καναδά.[33] Σε ορισμένες περιοχές, θεωρείται βλαβερό ζιζάνιο,[37] και στη Βόρεια Αμερική, θεωρείται ότι είναι ενοχλητικό τόσο στα γκαζόν όπου υπάρχουν κατοικίες, όσο και στα γκαζόν τα οποία χρησιμοποιούνται για ψυχαγωγικούς λόγους.[38] Είναι επίσης ένα σημαντικό ζιζάνιο στην γεωργία και προκαλεί σημαντική οικονομική ζημία λόγω της μόλυνσής του σε πολλές καλλιέργειες σε παγκόσμια κλίμακα.[37]

Η πικραλίδα είναι ένας κοινός αποικιστής των διαταραγμένων οικοτόπων, τόσο από τους άνεμο-εμφυσούμενους σπόρους και βλάστηση των σπόρων από την τράπεζα σπόρων.[39] Οι σπόροι παραμένουν ζωντανοί στην τράπεζα σπόρων για πολλά έτη, με μια μελέτη να δείχνει την βλάστηση ύστερα από εννέα χρόνια. Αυτό το είδος, είναι ένας κάπως εύκαρπος παραγωγός σπόρων, με 54 έως 172 σπόρους να παράγονται ανά κεφαλή και μόνο ένα φυτό, μπορεί να παράγει περισσότερους από 5.000 σπόρους ανά έτος. Εκτιμάται ότι περισσότεροι από 97.000.000 σπόροι/εκτάριο θα μπορούσαν να παράγονται ετησίως από ένα πυκνό βάθρο πικραλίδων. Όταν απελευθερώνονται, οι σπόροι μπορεί να εξαπλωθούν από τον άνεμο έως και αρκετές εκατοντάδες μέτρα μακριά από την πηγή τους. Οι σπόροι είναι επίσης ένας κοινός μολυντής στους σπόρους σοδειάς και κτηνοτροφικής. Τα φυτά προσαρμόζονται στα περισσότερα εδάφη και οι σπόροι, δεν εξαρτώνται από τις χαμηλές θερμοκρασίες πριν βλαστήσουν, αλλά δεν θα πρέπει να είναι σε βάθος μεγαλύτερο των 2,5 εκ. (1 ίντσα) εντός του εδάφους.[33]

Αν δεν είναι στην άνθιση, το είδος αυτό ενίοτε συγχέεται με άλλα, όπως τη Chondrilla juncea, η οποία έχει παρόμοιους βασικούς ρόδακες φυλλωμάτων.[40] Ένα άλλο φυτό, το οποίο μερικές φορές αναφέρεται ως πικραλίδα φθινοπώρου (fall dandelion - Scorzoneroides autumnalis), είναι πολύ παρόμοιο με την πικραλίδα, αλλά, αργότερα παράγει «κίτρινους αγρούς».
Αρχείο απολιθωμάτων

Χόρτα πικραλίδας, ακατέργαστα.
Διατροφική αξία
100 g (3,5 oz)
Ενέργεια 188 kJ
Θερμίδες 45 kcal
Πρωτεΐνες 2,7 g
Λιπαρά 0,7 g
Υδατάνθρακες 9,2 g
Ίνες 3,5 g
Σάκχαρα 0,71 g
Βιταμίνες
Βιταμίνη Α 508 μg (64%)
βήτα-καροτένιο 5854 μg (54%)
Λουτεΐνη (ζεαξανθίνη) 13610 μg
Θειαμίνη (Β1) 0,19 mg (17%)
Ριβοφλαβίνη (Β2) 0,26 mg (22%)
Νιασίνη (Β3) 0,806 mg (5%)
Παντοθενικό οξύ (Β5) 0,084 mg (2%)
Βιταμίνη Β6 0,251 mg (19%)
Φυλλικό οξύ (Β9) 27 μg (7%)
Χολίνη 35,3 mg (7%)
Βιταμίνη C 35 mg (42%)
Βιταμίνη E 3,44 mg (23%)
Βιταμίνη K 778,4 μg (741%)
Ίχνη μετάλλων
Ασβέστιο 187 mg (19%)
Σίδηρος 3,1 mg (24%)
Μαγνήσιο 36 mg (10%)
Μαγγάνιο 0,342 mg (16%)
Φωσφόρος 66 mg (9%)
Κάλιο 397 mg (8%)
Νάτριο 76 mg (5%)
Ψευδάργυρος 0,41 mg (4%)
Άλλα συστατικά
Νερό 85,6 g
Μονάδες μέτρησης

μg = micrograms, mg = milligrams
IU = International units
Τα ποσοστά είναι χοντρικά χρησιμοποιώντας τις συστάσεις των ΗΠΑ για τους ενήλικες.
Πηγή: usda[41]

Το T. officinale, έχει ένα αρχείο απολιθωμάτων το οποίο στην Ευρώπη, μας πηγαίνει πίσω στην εποχή των παγετώνων και την μεσοπαγετωνική εποχή.[42]
Χρήσεις

Ενώ η πικραλίδα θεωρείται από πολλούς κηπουρούς και ιδιοκτήτες γκαζόν, ως ένα αγριόχορτο, το φυτό έχει πολλές μαγειρικές και φαρμακευτικές χρήσεις. Τα άνθη του χρησιμοποιούνται για να φτιάξουν κρασί πικραλίδας,[43] τα χόρτα χρησιμοποιούνται στις σαλάτες, οι ρίζες έχουν χρησιμοποιηθεί για να κάνουν ένα υποκατάστατο του καφέ (όταν ψήνονται και αλέθονται σε σκόνη) και το φυτό χρησιμοποιήθηκε από τους ιθαγενείς Αμερικανούς ως τροφή και φάρμακο.[44]
Μαγειρική
Πιάτο από σοταρισμένα χόρτα πικραλίδας, με ρύζι Wehani.

Οι πικραλίδες συλλέγονται είτε άγριες είτε καλλιεργούνται σε μικρή κλίμακα, ως φυλλώδες λαχανικό. Τα φύλλα, μπορούν να καταναλωθούν είτε μαγειρεμένα είτε ωμά σε διάφορες μορφές, όπως σε σούπα ή σαλάτα. Είναι ίσως πιο κοντά σε χαρακτήρα, με τα πράσινα της μουστάρδας. Συνήθως τα νεαρά φύλλα και οι ανθοφόροι οφθαλμοί (τα μπουμπούκια) τρώγονται ωμά σε σαλάτες, ενώ τα μεγαλύτερης ηλικίας φύλλα μαγειρεύονται. Τα ακατέργαστα φύλλα έχουν μια ελαφρώς πικρή γεύση. Η σαλάτα πικραλίδας, συχνά συνοδεύεται με βραστά αυγά. Τα φύλλα είναι πλούσια σε βήτα-καροτένιο, βιταμίνη C και σίδηρο, περιέχοντας περισσότερο σίδηρο και ασβέστιο απ'ότι το σπανάκι.[45]

Τα άνθη πικραλίδας, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να παρασκευάσουν κρασί πικραλίδας, για το οποίο υπάρχουν πολλές συνταγές.[46] Τα περισσότερα από αυτά περιγράφονται με μεγαλύτερη ακρίβεια ως «πικραλιδαρωματισμένος οίνος», όπως κάποιο άλλο είδος χυμού ή εκχυλίσματος το οποίο χρησιμεύει ως το κύριο συστατικό.[47] Επίσης, έχει χρησιμοποιηθεί σε ένα εποχικό είδος μπύρας η οποία ονομάζεται Pissenlit (η Γαλλική λέξη για την πικραλίδα, που κυριολεκτικά σημαίνει «βρέξε το κρεβάτι») και η οποία παρασκευάζεται από την «Brasserie Fantôme» στο Βέλγιο. Το «Dandelion and burdock» («Πικραλίδα και τρίβολος») είναι ένα ανθρακούχο αναψυκτικό, το οποίο είναι από καιρό δημοφιλές στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Άλλη μια συνταγή χρήσης του φυτού, είναι η μαρμελάδα από άνθη πικραλίδας. Στη Σιλεσία καθώς επίσης και σε άλλα μέρη της Πολωνίας και του κόσμου. Επίσης, τα άνθη πικραλίδας, χρησιμοποιούνται για να κάνουν ένα σιρόπι υποκατάστατο του μελιού, με την προσθήκη λεμονιού (αποκαλούμενο Μαϊό-μελο (May-honey)). Η ρίζα της φρυγμένης (ψημένης) και αλεσμένης πικραλίδας, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένα μη καφεϊνούχο υποκατάστατο του καφέ.[48]


Βοτανική ιατρική

Ιστορικά, η πικραλίδα ήταν περιζήτητη για μια ποικιλία από φαρμακευτικές ιδιότητες, καθώς περιέχει ένα μεγάλο αριθμό φαρμακολογικά δραστικών ενώσεων.[49] Η πικραλίδα περιέχει φλαβονοειδή όπως λουτεολίνη, απιγενίνη και isoquercitrin (μια σαν την κουερσετίνη ένωση), καθώς επίσης καφεϊκό και χλωρογενικό οξύ. Η πικραλίδα περιέχει επίσης τερπενοειδή, τριτερπένια και σεσκιτερπένια. Η πικραλίδα έχει χρησιμοποιηθεί ως βοτανική θεραπεία στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Κίνα.[49] "Εμπειρική παραδοσιακή εφαρμογή της πικραλίδας σε ανθρώπους, ιδίως για τη θεραπεία πεπτικών διαταραχών, υποστηρίζεται από φαρμακολογικές έρευνες. Ορισμένα αποτελέσματα π.χ. σχετικά με πιθανή διουρητική δράση, είναι ακόμη αντιφατικά και απαιτούν ενδελεχή νέα επανέρευνα".[49]

Έχει χρησιμοποιηθεί στη βοτανική ιατρική για τη θεραπεία λοιμώξεων, προβλήματα χολής, ήπατος[49] και ως διουρητικό.[49] Η ρίζα της πικραλίδας είναι ένα καταχωρημένο φάρμακο στον Καναδά, πωλούμενο κυρίως ως διουρητικό. Η πικραλίδα χρησιμοποιείται στη βοτανική ιατρική, ως ένα ήπιο καθαρτικό για την αύξηση της όρεξης και ως ένα πικρό φυτό για τη βελτίωση της πέψης.[50] Το γαλακτώδες λατέξ έχει χρησιμοποιηθεί ως κουνουπο-απωθητικό[51] και ως λαϊκό φάρμακο, για τη θεραπεία των κρεατοελιών.[52]

Με πολλή χαμηλή ή και καθόλου τοξικότητα, το T. officinale μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε καθημερινή βάση, ως ένα αφέψημα όπως το τσάι.


Λοιπά

Από τα άνθη, μπορούν να ληφθούν κίτρινα ή πράσινα χρώματα βαφής, αλλά, από τις ρίζες του φυτού, μπορεί να ληφθεί λίγο χρώμα.[53]

Το T. officinale είναι τροφή για τις κάμπιες αρκετών Λεπιδοπτέρων (πεταλούδες και νυχτοπυταλούδες), όπως η tortrix moth Celypha rufana.
Τοξικότητα

Το Ταραξάκον το φαρμακευτικόν (Taraxacum officinale), έχει συνδεθεί με κρούσματα της ασθένειας των ίππων.[54][Σημ. 10]


Δείτε επίσης

Κιχώριον
Αντίδι

Πρόσθετη ανάγνωση

(Αγγλικά) Neltje Blanchan (2005). Wild Flowers Worth Knowing. Project Gutenberg Literary Archive Foundation. ISBN 0-665-98934-2.
(Αγγλικά) Everitt, J.H.; Lonard, R.L.; Little, C.R. (2007). Weeds in South Texas and Northern Mexico. Lubbock: Texas Tech University Press. ISBN 0-89672-614-2. ISBN 0-89672-614-2
(Αγγλικά) Franz Eugen Köhler (1887). Köhler's Medicinal Plants. Gustav Pabst.
(Αγγλικά) Vorobyev, G.; Alyabyev, A.; Ogorodnikova, T.; Khamidullin, A.; Vorobyev, V. (April 5, 2014). «Adaptive properties of the dandelion (Taraxacum officinale Wigg. s.l.) under conditions of air pollution by motor vehicle exhausts». Russian Journal of Ecology 45 (2): 90–94. doi:10.1134/S1067413614020106.
(Αγγλικά) Kenny, O.; Brunton, N. P.; Walsh, D. (April 2015). «Characterisation of Antimicrobial Extracts from Dandelion Root (Taraxacum officinale)». PTR. Phytotherapy research (2015) 29 (4): 526–532. doi:10.1002/ptr.5276.

Εικόνες

Φάσεις πικραλίδας (Taraxacum officinale).

Πικραλίδες (Φινλανδία).

Βράκεια στο άνθος πικραλίδας.

Αγρός από πικραλίδες στη Μασοβία, Πολωνίας.

Σημειώσεις

Ποώδες (herbaceous), μη ξυλώδες· συνήθως πράσινο και μαλακό στην υφή.
Πολυετές φυτό (perennial plant) ή απλά πολυετές (perennial) (από το Λατινικό per, που σημαίνει "μέσα" και annus, που σημαίνει "χρόνος"), είναι ένα φυτό που ζει για περισσότερο από δύο χρόνια.[Παρ. Σημ. 1]
Σε ένα φυτό με ένα σύστημα κύριας ρίζας, η κύρια ρίζα είναι η μεγαλύτερη, κεντρικότερη και η πιο κυρίαρχη ρίζα, από την οποία άλλες ρίζες βλαστάνουν πλευρικά. Συνήθως, μια κύρια ρίζα είναι κάπως ευθεία, πολύ παχιά, κωνικού σχήματος και αναπτύσσεται κατευθείαν προς τα κάτω.[Παρ. Σημ. 2]
Λατέξ (latex), ένα γαλακτώδες υγρό που αποπνέουν φυτά, όπως οι ευφορβίες, οι συκιές και οι πικραλίδες.
Στη βοτανική βράκτιο (bract) ή βράκειο, είναι ένα φύλλο στο μίσχο του άνθους δηλαδή ένα τροποποιημένο ή εξειδικευμένο φύλλο, ειδικά ένα που σχετίζεται με την αναπαραγωγική δομή, όπως ένα λουλούδι, ταξιανθία άξονας ή κλίμακα κώνου.
Το ανθύλλιο (floret), είναι κυριολεκτικά ένα μικρό άνθος, αλλά συνήθως αναφέρεται σε επιμέρους αληθινά άνθη συγκεντρωμένα μέσα σε μία ταξιανθία, ιδιαίτερα σε ταξιανθίες των οικογενειών της μαργαρίτας και του γρασιδιού.
Η αναπαραγωγή, όπου βιώσιμοι σπόροι ή σπόροι που παράγονται χωρίς γονιμοποίηση. Ένα φυτό που παράγεται με αυτόν τον τρόπο είναι απόμικτο (apomict).
Η κυψέλα (cypsela), είναι ένας στεγνός, μονόσπορος καρπός, ο οποίος σχηματίζεται από μια διπλή ωοθήκη, εκ των οποίων μόνο η μια αναπτύσσεται σε ένα σπόρο, όπως στην οικογένεια της μαργαρίτας.
To χνούδι φυτών (ενικ. pappus - πληθ. pappi), είναι ο τροποποιημένος κάλυκας, το μέρος ενός μεμονωμένου ανθύλλιου, που περιβάλλει τη βάση του σωλήνα στεφάνης άνθους, στις κεφαλές ανθέων της οικογένειας των φυτών Asteraceae.

Η ασθένεια των ίππων (stringhalt), είναι μια ξαφνική κάμψη του ενός ή και των δύο οπίσθιων ποδιών του αλόγου, παρατηρούμενη ευκολότερα, όταν το άλογο βαδίζει ή τροχάζει.

Παραπομπές σημειώσεων

The Garden Helper. The Difference Between Annual Plants and Perennial Plants in the Garden. Retrieved on 2008-06-22.

Botany Manual: Ohio State University

Παραπομπές

1897 illustration from Franz Eugen Köhler, Köhler's Medizinal-Pflanzen
«Tropicos - Name - !Taraxacum officinale F.H. Wigg.». tropicos.org.
«Taraxacum campylodes G.E.Haglund — The Plant List». theplantlist.org.
Πρότυπο:PLANTS
«blowball». TheFreeDictionary.com.
«Definition of "blowball" - Collins English Dictionary». collinsdictionary.com.
«blowball: meaning and definitions». infoplease.com.
«dandelion clock - Definition from Longman English Dictionary Online». Ldoceonline.com. Ανακτήθηκε στις 2010-07-03.
«Clock dictionary definition - clock defined». yourdictionary.com.
«Ταραξάκο 100gr». Ανακτήθηκε στις 19-Φεβρ.-2016.
Χελντράιχ, Θεόδωρος (1980) [1909]. Λεξικό των δημωδών ονομάτων των φυτών της Ελλάδος. Αθήνα: Αφοί Τολίδη, σελ. 59.
Britton, N. F.; Brown, Addison (1970). An illustrated flora of the northern United States and Canada: from Newfoundland to the parallel of the southern boundary of Virginia, and from the Atlantic Ocean westward to the 102d meridian. New York: Dover Publications, σελ. 315. ISBN 0-486-22644-1.
http://www.nps.gov/akso/NatRes/EPMT/Species_bios/Taraxacum%20officinale.pdf
Loewer, Peter (2001). Solving weed problems. Guilford, Conn.: Lyons Press, σελ. 210. ISBN 1-58574-274-0
«Dandelion clock». TheFreeDictionary.com.
Morley, T. I. (1969). «Spring Flora of Minnesota». 1974 reprint with minor corrections (University of Minnesota Press, Minneapolis MN): 255
«Ταραξάκο 100gr». Ανακτήθηκε στις 19-Φεβρ.-2016.
Kowalchik, Claire; Hylton, William H.; Carr, Anna (1987). Rodale's illustrated encyclopedia of herbs. Emmaus, Pa.: Rodale Press, σελ. 141. ISBN 0-87857-699-1.
Stearn, W.T. (1992). Botanical Latin: History, grammar, syntax, terminology and vocabulary, Fourth edition. David and Charles.
«Ταραξάκο 100gr». Ανακτήθηκε στις 19-Φεβρ.-2016.
Van Der Kooi, C. J.; Pen, I.; Staal, M.; Stavenga, D. G.; Elzenga, J. T. M. (2015). «Competition for pollinators and intra-communal spectral dissimilarity of flowers». Plant Biology. doi:10.1111/plb.12328.
«Taraxacum ceratophorum in Flora of North America @». Efloras.org. Ανακτήθηκε στις 2011-10-23.
Wittzell, Hakan (1999). «Chloroplast DNA variation and reticulate evolution in sexual and apomictic sections of dandelions». Molecular Ecology 8 (12): 2023–35. doi:10.1046/j.1365-294x.1999.00807.x. PMID 10632854
Dijk, Peter J. van (2003). «Ecological and evolutionary opportunities of apomixis: insights from Taraxacum and Chondrilla». Philosophical Transactions of the Royal Society B 358 (1434): 1113–21. doi:10.1098/rstb.2003.1302. PMID 12831477
«Taraxacum officinale in Flora of North America @». Efloras.org. Ανακτήθηκε στις 2011-10-23.
Thomas Gaskell Tutin (1976). Flora Europaea: Plantaginaceae to Compositae (and Rubiaceae). Cambridge University Press, σελ. 332–. ISBN 978-0-521-08717-9. Ανακτήθηκε στις 29 October 2010.
Rothmaler, Werner (1966). Exkursionsflora: Kritischer Ergänzungsband Gefäßpflanzen, σελ. 347.
Lyman JC, Ellstrand NC (1984). «Clonal diversity in Taraxacum officinale (Compositae), an apomict». Heredity 53 (1): 1–10. doi:10.1038/hdy.1984.58.
«ITIS Standard Report Page: Taraxacum officinale». Itis.gov. 2010-05-13. Ανακτήθηκε στις 2011-10-23.
Robert F. Barnes; C. Jerry Nelson; Kenneth J. Moore; Michael Collins (19 January 2007). Forages: The science of grassland agriculture. Wiley-Blackwell, σελ. 11–. ISBN 978-0-8138-0232-9. Ανακτήθηκε στις 29 October 2010.
«PLANTS Profile for Taraxacum officinale ssp. ceratophorum (common dandelion) | USDA PLANTS». Plants.usda.gov. Ανακτήθηκε στις 2011-10-23.
«Taraxacum ceratophorum». Calflora. Ανακτήθηκε στις 2011-10-23.
«What is AKEPIC? | Alaska Natural Heritage Program». Akweeds.uaa.alaska.edu. 2010-11-15. Ανακτήθηκε στις 2011-10-23.
van Baarlen P, van Dijk PJ, Hoekstra RF, de Jong JH (October 2000). «Meiotic recombination in sexual diploid and apomictic triploid dandelions (Taraxacum officinale L.)». Genome 43 (5): 827–35. doi:10.1139/gen-43-5-827. PMID 11081973.
Vít Bojňanský; Agáta Fargašová (2007). Atlas of Seeds and Fruits of Central and East-European Flora: The Carpathian Mountains Region. シュプリンガー・ジャパン株式会社, σελ. 751–. ISBN 978-1-4020-5361-0. Ανακτήθηκε στις 29 October 2010.
Tekiela, Stan (1999). Wildflowers of Minnesota: Field Guide. Cambridge, Minnesota: Adventure Publications, Inc., σελ. 343. ISBN 1-885061-63-3.
Stewart-Wade, S.M.; S. Newmann; L.L.Collins; G.J. Boland (2002). «The biology of Canadian weeds. 117. Taraxacum officinale G.H. Weber ex Wiggers». Canadian Journal of Plant Science 82: 825–853. doi:10.4141/P01-010.
Richardson, Jonathan (1985). «In praise of the archenemy». Audubon 87: 37–39.
«Taraxacum officinale». Fs.fed.us. Ανακτήθηκε στις 2011-10-23.
Stewart-Wade, S. M.; Neumann, S.; Collins, L. L.; Boland, G. J. (2002-10-01). «The biology of Canadian weeds. 117. Taraxacum officinale G. H. Weber ex Wiggers». Canadian Journal of Plant Science 82 (4): 825–853. doi:10.4141/P01-010. ISSN 0008-4220.
Link to USDA Database entry
http://www.cabi.org/isc/datasheet/52773
«Recipes - Dandelion Wine». Cooks.com. Ανακτήθηκε στις 2011-10-23.
Clarke, Charlotte Bringle (1977). Edible and useful plants of California. Berkeley: University of California Press, σελ. 191. ISBN 0-520-03261-6.
«Common Dandelion». Wildmanstevebrill.com. Ανακτήθηκε στις 2012-07-20.
«winemaking: Dandelion Wines». Winemaking.jackkeller.net. 2004-05-22. Ανακτήθηκε στις 2012-07-20.
Gibbons, E. Stalking the Wild Asparagus. David McKay, New York. 1962.
Sztabowa, Wera (1990). Krupnioki i moczka, czyli gawędy o śląskiej kuchni. Wydawnictwo Śląsk, Katowice, ISBN 83-216-0935-X.
Katrin Schütz, Reinhold Carle & Andreas Schieber (2006). «Taraxacum—a review on its phytochemical and pharmacological profile». Journal of Ethnopharmacology 107 (3): 313–323. doi:10.1016/j.jep.2006.07.021. PMID 16950583.
Stuart, Malcolm (1979). The Encyclopedia of Herbs and Herbalism (1st Grosset & Dunlap έκδοση). New York: Grosset & Dunlap, σελ. 271. ISBN 0-448-15472-2.
Plantwatch - Plants Αρχειοθετήθηκε Αυγούστου 12, 2007 στη Μηχανή του Αρχείου
«Dandelion - The Natural History Museum - Country Cures». Nhm.ac.uk. Ανακτήθηκε στις 2012-07-20.
Dyer, A. (1976). Dyes from Natural Sources. G. Bell & Sons Ltd., London

John Kohnke. «Australian stringhalt». South East Victoria Equine Network.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

(Αγγλικά) Dandelion (Taraxacum officinale): Detailed information about edibility.
(Αγγλικά) VIDEO: Dandelions in agriculture and bioremediation

Εγκυκλοπαίδεια Βιολογίας

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License