ART

 

.

Η Αρτεμισία το αψίνθιον (Artemisia absinthium)[4] αποτελεί είδος της αψίνθης, στο γένος της Αρτεμισίας, ιθαγενές στις εύκρατες περιοχές της Ευρασίας[5] και της Βόρειας Αφρικής και ευρέως εγκλιματισμένο στον Καναδά και τις βόρειες Ηνωμένες Πολιτείες.[6] Ανήκει στα ανεμογαμικά (anemophily) είδη που η επικονίαση γίνεται μέσω του ανέμου. Καλλιεργείται ως καλλωπιστικό φυτό και χρησιμοποιείται ως συστατικό στο οινόπνευμα αψίνθιου καθώς και σε ορισμένα άλλα αλκοολούχα ποτά.

Ετυμολογία
Ο περίφημος πίνακας Αψέντι του Εντγκάρ Ντεγκά, Μουσείο Ορσέ, Παρίσι.

Η ονομασία Αρτεμισία προέρχεται από το Αρχαίο Ελληνικό ἀρτεμισία από το Ἄρτεμις (Άρτεμις).[7] Στην Ελληνιστική κουλτούρα, η Άρτεμις ήταν θεά του κυνηγιού και προστάτης του δάσους και των παιδιών. Το absinthum προέρχεται από το Αρχαίο Ελληνικό ἀψίνθιον.

Η Αγγλική ονομασία "wormwood" προέρχεται από τα Μεσαιωνικά Αγγλικά wormwode ή wermode. Η φόρμα "wormwood", αποδίδεται στην παραδοσιακή χρήση του ως ένα αντισκωληκικό φάρμακο.[8] Το Τρίτο Νέο Διεθνές Λεξικό του Webster, αποδίδει την ετυμολογία στο παλαιό Αγγλικό wermōd (συνέκρινε με το Γερμανικό Wermut και το προκύπτον ποτό βερμούτ), όπου το OED (s.v.) σημειώνεται ως «αδιευκρίνιστης προέλευσης».

Άλλες Ελληνιικές ονομασίες: άψινθος, γνωστός και ως αψιθιά, αγριαψιθιά, απιστιά, πέλινο[Σημ. 1] και αβροβότανο.

Άλλες Αγγλικές ονομασίες: absinthium, absinthe wormwood, wormwood, common wormwood, green ginger ή grand wormwood.
Ιστορικό
Καὶ ὁ τρίτος ἄγγελος ἐσάλπισε, καὶ ἔπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἀστὴρ μέγας καιόμενος ὡς λαμπάς, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὸ τρίτον τῶν ποταμῶν καὶ ἐπὶ τὰς πηγὰς τῶν ὑδάτων. Καὶ τὸ ὄνομα τοῦ ἀστέρος λέγεται ὁ Ἄψινθος. Καὶ ἐγένετο τὸ τρίτον τῶν ὑδάτων εἰς ἄψινθον, καὶ πολλοὶ τῶν ἀνθρώπων ἀπέθανον ἐκ τῶν ὑδάτων, ὅτι ἐπικράνθησαν.
Αποκάλυψις Ιωάννου 8. 10-11

Το φυτό καλλιεργείται από τα βιβλικά χρόνια, για την αντιμετώπιση των επιδημιών και σαν έντομο-απωθητικό. Η πικράδα της αντιπροσωπεύει μεταφορικά την αμαρτία στην Βίβλο. Την χρησιμοποιούσαν από τα χρόνια του Ιπποκράτη και αναφέρεται και από τον Λουκρήτιο.[10] Θεωρούσαν ότι δυναμώνει την μνήμη και την λογική, βοηθά στους πόνους στους μύες, τις αρθρώσεις και τους συνδετικούς ιστούς, δυναμώνει την όραση, βαθαίνει τον ύπνο. Λόγω της τελευταίας ιδιότητας στα χωριά γέμιζαν τα μαξιλάρια με Αψιθιά. Σε περιόδους επιδημιών χολέρας και πανώλης κρέμαγαν το φυτό στις κατοικίες και κάπνιζαν τους χώρους καίγοντας βλαστούς Αψιθιάς. Ο Διοσκουρίδης γράφει για την Αψιθιά «…όταν ανακατεύεις το μελάνι με έγχυμα αψιθιάς τα ποντίκια δεν αγγίζουν τους πάπυρους».[11]


Περιγραφή
Η αψινθιά ανήκει στην μεγάλη οικογένεια των συνθέτων[12] όπως οι μαργαρίτες, τα χρυσάνθεμα, το χαμο-μήλι, η αγκινάρα, το μαρούλι, ο ηλίανθος, οι ντάλιες κ.ά.

Η Αρτεμισία το αψίνθιο (Artemisia absinthium) είναι ένα ποώδες, πολυετές φυτό (perennial)[Σημ. 2] με ινώδεις ρίζες. Οι μίσχοι είναι ευθείς, εξελισσόμενοι σε ύψος έως 0,8–1,2 μέτρα (σπανίως 1,5 μ., αλλά, μερικές φορές ακόμη μεγαλύτεροι), με αυλάκια, διακλαδισμένοι και ασημί-πράσινοι. Τα φύλλα είναι σπειροειδώς τοποθετημένα, πρασινωπά-γκρι από επάνω και λευκά από κάτω, καλύπτονται με μεταξένια αργυροειδή-λευκά τριχώματα (trichomes)[Σημ. 3] και φέρουν λεπτούς ελαιοπαραγωγούς αδένες· Τα φύλλα της βάσης έχουν μήκος έως 25 εκατοστά, δις πτεροειδή (bipinnate)[Σημ. 4] έως τρις πτεροειδή (tripinnate) με μακρούς μίσχους φύλλων (petioles),[Σημ. 5] με τα φύλλα cauline[Σημ. 6] (εκείνα στο στέλεχος) μικρότερα, μήκους 5–10 εκ., λιγότερα διαιρούμενο και με βραχείς μίσχους φύλλων· τα ανώτερα φύλλα, μπορεί να είναι και απλά και άμισχα (sessile).[Σημ. 7] (χωρίς μίσχο φύλου). Τα άνθη του είναι απαλού κίτρινου χρώματος, σωληνοειδή και συγκεντρωμένα σε σφαιρικές λυγισμένες προς τα κάτω κεφαλές (capitula), οι οποίες με τη σειρά τους, συγκεντρώνονται σε φυλλώδεις και διακλαδισμένες ανθήλες.[Σημ. 8] Η ανθοφορία είναι από τις αρχές του καλοκαιριού μέχρι τις αρχές του φθινοπώρου· η επικονίαση είναι ανεμόφιλη (όπου η γονιμοποίηση πραγματοποιείται με τη βοήθεια του ανέμου). Ο καρπός είναι ένα μικρό αχαίνιο·[Σημ. 9] η διασπορά [Σημ. 10] των σπόρων γίνεται δια της βαρύτητας.[6]

Χαρακτηρίζεται από όρθιο βλαστό με έμμισχα εναλλασσόμενα, αντίθετα, ελαφρώς αρωματικά, φύλλα, ασημένιου-πράσινου χρώματος, τα οποία καλύπτονται από λευκές τρίχες για να μειώνεται η διαπνοή.[13] Τα άνθη της είναι μικρά, κιτρινοπράσινου χρώματος και σχηματίζουν μικρά δισκοειδή κεφάλια (ανθίδια), τα οποία με τη σειρά τους οργανώνονται σε ταξιανθία φόβη (βοτρυώδης ταξιανθία). Από τη σύνθετη αυτή διάταξη των ανθέων πήρε η οικογένεια το όνομά της σύνθετα. Ανθίζουν από τον Ιούνιο έως το Σεπτέμβριο.

Η σημερινή νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία τέθηκε σε ισχύ το 1988, υπαγορεύει (συνιστά) πως «το αψέντι μπορεί να πωλείται νόμιμα, υπό την προϋπόθεση να μην περιέχει περισσότερο από 10mg θυϊόνης (thrujione)».

Αναπτύσσεται με φυσικό τρόπο, σε χέρσα, άγονα εδάφη, βραχώδεις πλαγιές και στις άκρες των μονοπατιών και των χωραφιών.
Τοξικότητα
Ταξιανθίες Artemisia absinthium.

Η Αρτεμισία το αψίνθιο (Artemisia absinthium) περιέχει θουγιόνη (thujone), ένα GABAΑ ανταγωνιστή του υποδοχέα, ο οποίος μπορεί να προκαλέσει επιληπτικής-μορφής σπασμούς και νεφρική ανεπάρκεια, όταν λαμβάνεται σε μεγάλες ποσότητες.[14]
Καλλιέργεια

Το φυτό μπορεί εύκολα να καλλιεργηθεί σε ξηρά εδάφη. Θα πρέπει να φυτευτεί, κάτω από έντονη έκθεση, σε μεσαίου βάρους, γόνιμα εδάφη. Προτιμά εδάφη πλούσια σε άζωτο. Μπορεί να πολλαπλασιαστεί με ώριμα μοσχεύματα που λαμβάνονται την άνοιξη ή το φθινόπωρο, στα εύκρατα κλίματα, ή από σπόρους στα φυτώρια. Η Artemisia absinthium επίσης, αυτο-σποράται γενναιόδωρα. Έχει εγκλιματιστεί σε ορισμένες περιοχές μακριά, από την φυσική του κατανομή, συμπεριλαμβανομένου μεγάλου μέρους της Βόρειας Αμερικής και της Κοιλάδας του Κασμίρ στην Ινδία.[15]

Το φυτό αυτό[16] και οι ποικιλίες του Lambrook Mist[16] και Lambrook Silver,[17] έχουν κερδίσει το βραβείο Award of Garden Merit, από την Royal Horticultural Society.
Χρήσεις
«Absinthii genera plura sunt: Santonicum appellatur e Galliae civitate, Ponticum e Ponto, ubi pecora pinguescunt illo et ob id sine felle reperiuntur, neque aliud praestantius, multoque Italicum amarius, sed medulla Pontici dulcis. de usu eius convenit, herbae facillimae atque inter paucas utilissimae, praeterea sacris populi Romani celebratae peculiariter, siquidem Latinarum feriis quadrigae certant in Capitolio victorque absinthium bibit, credo, sanitatem praemio dari honorifice arbitratis maioribus. Est et absinthium marinum, quod quidam seriphum vocant, probatissimum in Taposiri Aegypti. huius ramum Isiaci praeferre sollemne habent. angustius priore minusque amarum, stomacho inimicum, alvum mollit pellitque animalia interaneorum. bibitur cum oleo et sale aut in farinae trimestris sorbitione dilutum. coquitur quantum manus capiat in aquae sextario ad dimidias»
Πλίνιος ο πρεσβύτερος, Naturalis Historia (Φυσική Ιστορία) 27.

Οι χυμοί τους έχουν πικρή γεύση και από αυτό το φυτό εξάγεται ένα αιθέριο έλαιο πράσινου χρώματος, η αψίνθη, το οποίο έχει χρησιμοποιηθεί κατά το παρελθόν στη φαρμακολογία βοτάνων για τις αντιελμινθικές, αιμοστακτικές, αντιφλεγμονώδεις, αντιπυρετικές, αντισηπτικές και διουρητικές ιδιότητές του, καθώς και για την παρασκευή του αλκοολικού ποτού αψέντι αλλά και του βερμούτ. Σήμερα χρησιμοποιείται σαν συστατικό διάφορων λικέρ στην Ιταλία και Ισπανία καθώς και στο Γερμανικό βερμούτ.[18]

Το αποσταγμένο έλαιο της Αψιθιάς ήταν βασικό συστατικό ενός ποτού που το ονόμαζαν Αψέντι (Absinthe). Η κατανάλωση αυτού του ποτού τον 19ο αιώνα θεωρήθηκε ένα σοβαρότατο κοινωνικό πρόβλημα αντίστοιχο με το σημερινό των ναρκωτικών. Η χρήση του αιθέριου ελαίου της Αψιθιάς σαν αρωματικού καταργήθηκε στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ανακαλύφθηκε ότι το συστατικό Θουγιόνη (Thujone) που περιέχει σε υπερβολικές δόσεις προκαλεί βλάβη στο νευρικό σύστημα και παραισθήσεις. Η παρατεταμένη χρήση και σε υπερβολικές δόσεις της αψιθιάς μπορεί να προκαλέσει διαταραχές στο νευρικό σύστημα.

Είναι ένα συστατικό στο οινόπνευμα αψέντι και χρησιμοποιείται για τον αρωματισμό σε ορισμένα άλλα ποτά και κρασιά, συμπεριλαμβανομένων των πικρών ποτών (bitters), βερμούτ και pelinkovac.[Σημ. 11] Κατά τον Μεσαίωνα, χρησιμοποιήθηκε για να καρυκεύει το υδρόμελι[Σημ. 12] και στο Μαρόκο, χρησιμοποιείται ως τσάι.[19] Στην Αγγλία του 18ου αιώνα, το άψινθο μερικές φορές, χρησιμοποιείτο αντί του λυκίσκου στη μπύρα.[20]
Πολιτιστική ιστορία

Ο Nicholas Culpeper, επέμεινε ότι το άψινθο ήταν το κλειδί για να κατανοήσουμε το βιβλίο του, του 1651, «The English Physician». Ο Richard Mabey περιγράφει την είσοδο του Culpeper, σχετικά με αυτό το πικρής γεύσης φυτό, ως "ρεύμα-της-συνείδησης" και "σε αντίθεση με οτιδήποτε άλλο στη βοτανική" και δηλώνει ότι διαβάζεται "όπως οι ασυναρτησίες ενός μεθυσμένου". Ο Benjamin Woolley βιογράφος του Culpeper, υποδηλώνει το τεμάχιο, μπορεί να είναι μια αλληγορία περί την πικρία, καθώς ο Culpeper είχε περάσει τη ζωή του πολεμώντας το The Establishment[Σημ. 13] και ως αποτέλεσμα, είχε φυλακιστεί και τραυματιστεί σοβαρά στη μάχη.[21]

Ο Ουίλλιαμ Σαίξπηρ ανέφερε το αψίνθιο, στο περίφημο έργο του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα»: Πράξη 1, Σκηνή 3, Στίχο 26. Η νοσοκόμα των παιδικών χρόνων της Ιουλιέτας, είπε:

"For I had then laid wormwood to my dug."

όπερ μεταφραζόμενο, σημαίνει ότι:

«η νοσοκόμα είχε απογαλακτίσει την Ιουλιέτα, στην ηλικία των τριών ετών, χρησιμοποιώντας την πικρή γεύση του αψίνθιου, επάνω στην θηλή της.»

Ο John Locke στο βιβλίο του, του 1689, με τίτλο «An Essay Concerning Human Understanding», χρησιμοποιούσε τον άψινθο ως παράδειγμα πικρίας, γράφοντας ότι "Γιατί ένα παιδί, γνωρίζει και σίγουρα πριν μπορέσει να μιλήσει, τη διαφορά μεταξύ των εννοιών του γλυκού και του πικρού (δηλ. ότι το γλυκό δεν είναι πικρό), καθώς γνωρίζει κατόπιν (όταν έρχεται σε ηλικία να μιλήσει) ότι το άψινθο και τα κουφέτα δεν είναι το ίδιο πράγμα."[22]

Η Artemisia absinthium χρησιμοποιείται παραδοσιακά ιατρικώς στην Ευρώπη και πιστεύεται ότι διεγείρει την όρεξη και ανακουφίζει την δυσπεψία.[23]
Συγγενικά είδη

Εκτός από την αχίλλεια (achillea millefolium) δηλ. χιλιόφυλλη που χρησιμοποιούνταν εξωτερικά ως κατάπλασμα ή αλοιφή στο πεδίο της μάχης ως αντιαιμορραγικό, επουλωτικό και πιθανώς ως αναισθητικό για τους πληγωμένους στρατιώτες είτε εσωτερικά με τη μορφή αφεψήματος, η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει άλλα πέντε είδη ως καλλωπιστικά φυτά:

Achillea ptarmica (Α. η πταρμική)
Achillea aegyptiaca (Α. η αιγυπτιακή)
Achillea millefolium (Αγριαψιθιά, Α. η χιλιόφυλλος)
Achillea tomentosa (Α. η γναφαλώδης)
Artemisia vulgaris (Α. η κοινή)
Artemisia brachyphylla (μικρόφυλλη)[24]

Σημειώσεις

Παράδειγμα λέξης: Πέλινο (άψινθος)
Δωρική: Πελλάνα
Αρχαία Ελληνική: πελιδνόν (ωχρόν)
Αιολική: πέλιννον
Μακεδονική: πέλινον, Πέλλα
Αρωμουνική (Βλαχική): πιλόνιου
Σλαβομακεδονική: peline
Βουλγαρική: pelin
Βορειοελλαδικό ιδίωμα: πίλινου
Ελληνοσλαβικό μικτό ιδίωμα: πιλίμ
Τσακωνική: πελί[9]

Πολυετές φυτό (perennial plant) ή απλά πολυετές (perennial) (από το Λατινικό per, που σημαίνει "μέσα" και annus, που σημαίνει "χρόνος"), είναι ένα φυτό που ζει για περισσότερο από δύο χρόνια.[Παρ. Σημ. 1]
Στα μη νηματοειδή φυτά, κάθε τριχοειδής απόφυση από την επιδερμίδα π.χ. μια τρίχα ή τρίχα χοίρου· μερικές φορές, περιορίζεται σε μη διακλαδισμένες επιδερμικές αποφύσεις.
Πτεροειδές (ενός φύλλου πτεροειδούς), έχοντας φυλλάδια που υποδιαιρούνται περαιτέρω σε μια πτεροειδή διάταξη (βλέπε σχετική φωτογραφία).
Ένας μίσχος (στη βοτανική) (petiole), είναι ένα στέλεχος που αποδίδει ενιαία λουλούδια στην ταξιανθία. Είναι τα κλαδιά ή τα στελέχη που συνδέουν το κάθε λουλούδι σε μια ταξιανθία, που περιέχει περισσότερα από ένα λουλούδι.[Παρ. Σημ. 2]
Μεταφέρεται σε ένα εναέριο στέλεχος π.χ. φύλλα, άνθη ή καρποί (όταν εφαρμόζεται στα δύο τελευταία όργανα, συνήθως αναφέρεται σε παλαιότερα στελέχη· (cauliflorous)).
Στη βοτανική, sessility (που σημαίνει «καθήμενο», χρησιμοποιείται με την έννοια του «αναπαύεται επί της επιφανείας») αποτελεί χαρακτηριστικό των τμημάτων του φυτού τα οποία δεν έχουν μίσχο.[Παρ. Σημ. 3][Παρ. Σημ. 4]
Ανθήλη είναι μια πολύ-διακλαδισμένη ταξιανθία.[Παρ. Σημ. 5]
Το αχαίνιο (Ελληνικά ἀ, α, στερητικό + χαίνειν, chainein, να χάσκω· επίσης, μερικές φορές αναφέρεται ως Akene και περιστασιακά achenium ή achenocarp) είναι ένα είδος απλού ξηρού καρπού το οποίο παράγεται από πολλά είδη ανθοφόρων φυτών.[Παρ. Σημ. 6]
Η βιολογική διασπορά, αναφέρεται τόσο στην κυκλοφορία των ατόμων (ζώων, φυτών, μυκήτων, βακτηριδίων κλπ.) από τη θέση γέννησής τους, στην θέση αναπαραγωγής τους («γενέθλιος διασπορά»), καθώς και τη μετακίνηση από τη μία θέση αναπαραγωγής στην άλλη («αναπαραγωγική διασπορά»).
Το Pelinkovac, είναι ένα πικρό λικέρ με βάση την άψινθο (Βουλγαρικά / Κροατικά / Ρουμανικά / Σερβικά / Σλοβένικα pelen ή pelin), δημοφιλές στην Κροατία, τη Σερβία, το Μαυροβούνιο, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, καθώς και στη Σλοβενία, όπου είναι γνωστό ως pelinkovec ή pelinovec. Η περιεκτικότητά του σε αλκοόλ είναι 28% -35%. Έχει μια πολύ πικρή γεύση, που μοιάζει με εκείνη του Jägermeister.
Το υδρόμελι (mead) (/ˈmiːd/· Αρχαϊκή και διαλεκτική "medd"· από τα παλαιά Αγγλικά "meodu"). Είναι ένα αλκοολούχο ποτό που δημιουργείται από τη ζύμωση του μελιού με νερό, μερικές φορές με διάφορα φρούτα, μπαχαρικά, δημητριακά ή λυκίσκο (Ο λυκίσκος δρα ως συντηρητικό και παράγει μια πικρή σαν-τη-μπύρα γεύση).

Ο Βρετανός δημοσιογράφος Henry Fairlie, ο οποίος τον Σεπτέμβριο του 1955 στο περιοδικό του Λονδίνου «The Spectator» («Ο Θεατής»), ορίζει ότι το δίκτυο διακεκριμένων, καλά συνδεδεμένων ανθρώπων ως «The Establishment» («Η Εγκατάσταση») εξηγώντας: «Με την ίδρυση, δεν εννοώ μόνο τα κέντρα της επίσημης εξουσίας -αν και είναι σίγουρα μέρος της- αλλά ολόκληρη τη μήτρα των επισήμων και των κοινωνικών σχέσεων μέσα στην οποία ασκείται η εξουσία. Η άσκηση της εξουσίας στη Βρετανία (πιο συγκεκριμένα, στην Αγγλία), δεν μπορεί να γίνει κατανοητή αν και αναγνωρίζεται ότι αυτή ασκείται κοινωνικά».[Παρ. Σημ. 7]

Παραπομπές σημειώσεων

The Garden Helper. The Difference Between Annual Plants and Perennial Plants in the Garden. Retrieved on 2008-06-22.
Hickey, M.; King, C. (2001). The Cambridge Illustrated Glossary of Botanical Terms. Cambridge University Press.
Beentje, H.; Williamson, J. (2010). The Kew Plant Glossary: an Illustrated Dictionary of Plant Terms. Royal Botanic Gardens, Kew: Kew Publishing.
Hickey, M.; King, C. (2001). The Cambridge Illustrated Glossary of Botanical Terms. Cambridge University Press.
Hickey, M.; King, C. (2001). The Cambridge Illustrated Glossary of Botanical Terms. Cambridge University Press.
Wikisource-logo.svg «Achene». New International Encyclopedia. 1905.

Fairlie, Henry, "Political Commentary", The Spectator, 23 September 1955.

Παραπομπές

Linnaeus, Carolus (1753). Species plantarum:exhibentes plantas rite cognitas, ad genera relatas, cum differentiis specificis, nominibus trivialibus, synonymis selectis, locis natalibus, secundum systema sexuale digestas.... 2. Holmiae (Laurentii Salvii), σελ. 848. Ανακτήθηκε στις 2008-09-08.
Christian Rätsch (25 April 2005). The Encyclopedia of Psychoactive Plants: Ethnopharmacology and Its Applications. Inner Traditions/Bear, σελ. 69. ISBN 978-0-89281-978-2. Ανακτήθηκε στις 27 April 2013.
«The Plant List: A Working List of all Plant Species».
Ευστράτιος Τσακαλώτος «absinthium, ii- μεταφορικά προς δήλωσιν τινός πικρού μεν, αλλά σωτηρίου πράγματος», Λεξικό Λατινο-Ελληνικόν σ. 4, 1921
Altervista Flora Italiana, Assenzio vero, Artemisia absinthium L.
Flora of North America Vol. 19, 20 and 21 Page 519 Common wormwood, armoise absinthe, Artemisia absinthium Linnaeus, Sp. Pl. 2: 848. 1753.
«absinthium». Wiktionary. Wikimedia Foundation. 2010. Ανακτήθηκε στις 2010-07-12.
«Wormwood». NYU Langone Medical Center. EBSCO Publishing. July 2012. Ανακτήθηκε στις 31 May 2013.
Γ.Ντελόπουλος, 1988, «Τσερνόμπιλ, Πέλινο, Αρτεμισία, Άψινθος», περ. Γλωσσολογία, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Λουκρήτιος, Περί της φύσεως των πραγμάτων (De Rerum Natura) Ι. 93.8
Διοσκουρίδης, Περί ύλης ιατρικής
Κατηγορία φυτών των συνθέτων από την Livepedia
Φυτολογία, Τόμ.10 σ. 224, Εκδ. Αθηνών 1983
Olsen RW (April 2000). "Absinthe and gamma-aminobutyric acid receptors" . Proc. Natl. Acad. Sci. U.S.A. 97 (9): 4417–8. doi:10.1073/pnas.97.9.4417 . PMC 34311 . PMID 10781032
Shafi et al., 2012
«Artemisia absinthium 'Lambrook Mist' AGM». APPS.RHS.org.uk. Ανακτήθηκε στις 31 August 2012.
«Artemisia absinthium 'Lambrook Silver' AGM». APPS.RHS.org.uk. Ανακτήθηκε στις 31 August 2012.
IL MILLEPIANTE, Edizione italiana- sambato nel mese di Giugno 19994, σ. 173
Grieves, M. (1931). «Wormwood, Common». Botanical.com. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 May 2010. Ανακτήθηκε στις 2010-07-12.
Hartley, Dorothy (1985) [1954]. Food in England. Futura Publications, σελ. 456. ISBN 0-7088-2696-2.
Richard Mabey (2010). Weeds. The Story of Outlaw Plants. Profile Books Ltd, σελ. 102–103. ISBN 978 1 84668 081 6.
http://www.gutenberg.org/ebooks/10615
Committee on Herbal Medicinal Products (2009). «Community Herbal Monograph on Artemisia absinthium L., Herba». European Medicines Agency. Ανακτήθηκε στις 2 June 2013.

Εγκυκλοπαίδεια Δομή, Τόμ. 3, σ. 700 και Τόμ. 4 σ. 479 ISBN 960-8177-54-5

Εξωτερικοί σύνδεσμοι
Commons logo
Τα Wikimedia Commons έχουν πολυμέσα σχετικά με το θέμα
Αρτεμισία το αψίνθιον

Αρτεμισία το Αψίνθιο
ιστολ. Kathimerini/7days Από το φαρμακείο της φύσης
Αψέντι, το ποτό θρύλος
Αψιθιά – Artemisia absinthium, Βιότοπος – Συλλογή, Θεραπευτικές ιδιότητες
(Αγγλικά) Biodiversity Heritage Library bibliography for Artemisia absinthium
(Αγγλικά) Erowid Wormwood Vault- information on the use and preparation of wormwood, along with user experiences.
(Αγγλικά) Shafi G, Hasan TN, Syed NA, Al-Hazzani AA, Alshatwi AA, Jyothi A, Munshi A (2012). «Artemisia absinthium (AA): a novel potential complementary and alternative medicine for breast cancer». Molecular Biology Reports 39 (7): 7373–7379. doi:10.1007/s11033-012-1569-0. PMID 22311047.

Εγκυκλοπαίδεια Βιολογίας

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License