ART

 

EVENTS

Ο Σταυραετός [i] είναι ημερόβιο αρπακτικό πτηνό, ένας από τους αετούς που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Hieraaetus pennatus και δεν περιλαμβάνει υποείδη (μονοτυπικό). [2][3] Σύμφωνα με τους περισσότερους ορνιθολόγους περιλαμβάνει δύο χρωματικές φάσεις (colour phases) (βλ. Μορφολογία).

Σταυραετός
Κατάσταση διατήρησης
Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Αετόμορφα (Accipitriformes)
Οικογένεια: Αετίδες (Accipitridae) Vigors, 1824
Υποοικογένεια: Αετίνες (Accipitrinae) [1]
Γένος: Ιεραετός (Hieraaetus) Kaup, 1844 M
Είδος: H. pennatus [iii][iii]
Διώνυμο
Hieraaetus pennatus (Ιεραετός ο πτερωμένος)
(J. F. Gmelin, 1788)

Ο σταυραετός είναι ο μικρότερος αετός της Ευρώπης, με μέγεθος όσο μιας γερακίνας -η και λιγότερο.

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

Καθοδική ↓ [4]

Ονοματολογία

Η επιστημονική ονομασία του γένους, Hieraaetus, είναι εκλατινισμένη απόδοση της ελληνικής Ιεραετός, εκ των ιέραξ «γεράκι» + αετός, πιθανόν λόγω των ενδιάμεσων χαρακτηριστικών του πτηνού. [5]

Ο όρος pennatus-a στην επιστημονική ονομασία του είδους είναι λατινικός και προέρχεται από την επίσης λατινική λέξη penna ή pinna, «πτέρυγα, φτερούγα» αλλά και «φτερό» και αναφέρεται στην επικαλυμμένη με φτερά οπίσθια πλευρά των ταρσών του πτηνού (δηλ. «πτερωμένος»). [6]

Η αγγλική ονομασία του είδους Booted Eagle οφείλεται όπως και η λατινική ονομασία στους, καλυμμένους με φτερά, ταρσούς του είδους, που δίνουν την εντύπωση «μπότας».

Η ελληνική λαϊκή ονομασία του είδους παραμένει αδιευκρίνιστης προέλευσης, πιθανόν όμως να οφείλεται στην χαρακτηριστική σταυρωτή διάταξη των ανοικτόχρωμων τμημάτων τής άνω επιφανείας (ραχιαίας) τού σώματος του πτηνού. [εκκρεμεί παραπομπή]
Συστηματική ταξινομική

Το είδος περιγράφηκε από τον Γερμανό φυσιοδίφη Γ. Γκμέλιν (Johann Friedrich Gmelin, 1748 – 1804), ως Falco pennatus (Γαλλία, 1788). Η μεταφορά του στο γένος Hieraaetus, έγινε το 1844 από τον Γερμανό φυσιοδίφη Γ. Κάουπ (Johann Jakob Kaup, 1803 - 1873). [7]

Η συστηματική του taxon παραμένει προβληματική σε επίπεδο γένους. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια ανήκε στο γένος Hieraaetus, [8] που περιελάμβανε 7 είδη, με κατανομή σε όλες τις ηπείρους πλην της αμερικανικής. [9] Όμως, νέα χρωμοσωμικά δεδομένα, οδήγησαν στην ταυτοποίηση τεσσάρων από αυτά τα είδη ως πολυφυλετικών και την μεταφορά τους στο γένος Aquila, ενώ τα υπόλοιπα τρία παρέμειναν ως είχαν στο γένος Hieraaetus. Έτσι, όμως, προέκυψε ταξινομικό πρόβλημα ονοματολογίας. [ii]

Παρόλ' αυτά, οι σημαντικότεροι ταξινομικοί φορείς (Howard & Moore, HBW, ITIS) δεν αποδέχθηκαν την συγκεκριμένη αλλαγή και εξακολουθούν να τοποθετούν το taxon στο γένος Hieraaetus. Περαιτέρω, η ταξινομική ομάδα εργασίας του BirdLife γνωρίζει ότι, οι φυλογενετικές αναλύσεις που έχουν δημοσιευθεί και προτείνουν την μετακίνηση στο γένος Aquila δεν συμφωνούν όλες μεταξύ τους. [10]

Γενικά, η κατάσταση παραμένει μη-ξεκάθαρη. Μερικοί ερευνητές προτείνουν την κατάργηση του γένους Hieraaetus και την μεταφορά όλων ανεξαρτήτως των ειδών στο «παραδοσιακό» γένος Aquila, ενώ άλλοι προτείνουν τη διαμοίρασή τους με εντελώς διαφορετικό τρόπο. [11] Την κατάσταση έρχεται να περιπλέξει περαιτέρω το γεγονός ότι, το ασιατικό είδος Hieraaetus kienerii θεωρείται φυλογενετικά πολύ απομακρυσμένο και, μάλλον θα πρέπει να συστηματοποιηθεί σε νέο γένος. [12]

Από δεδομένα της Συγκριτικής Μορφολογίας και, μαζί με το είδος Hieraaetus morphnoides της Αυστραλασίας, ο σταυραετός θεωρείται ο κοντινότερος συγγενής του Αετού του Χάαστ (Harpagornis moorei), ενός γιγάντιου αρπακτικού που ενδημούσε στη Νότιο Νήσο της Νέα Ζηλανδίας, μέχρι το 1400 περίπου, οπότε και εξαφανίστηκε, πιθανότατα από το κυνήγι των ντόπιων Μαορί και από την εκρίζωση του μόα (Dinornis sp.), που αποτελούσε την κύρια τροφή του. [13][14]
Γεωγραφική εξάπλωση
Χάρτης εξάπλωσης του είδους H. pennatus
Κίτρινο = Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής
Μπλέ = Επιδημητικό
Πράσινο = Περιοχές διαχείμασης

Το είδος απαντά σε ευρείες περιοχές του Παλαιού Κόσμου (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική και Ινδομαλαϊκή) ως πλήρως μεταναστευτικό πτηνό –εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων.

Ο σταυραετός απαντά στον ευρασιατικό χώρο, κατά μήκος μιας, σχετικά στενής, ζώνης, που έχει τα δυτικά της όρια στην περιοχή της Ιβηρικής και στη ΒΔ. Αφρική, ενώ τα ανατολικά της όρια φθάνουν μέχρι την Β. Μογγολία και την ΝΚ. Σιβηρία. Ενδιάμεσα, αυτή η ζώνη περνάει από τη Γαλλία, διακόπτεται στην ηπειρωτική Ιταλία, συνεχίζεται στην Κ. και Α. Ευρώπη, την Ελλάδα και τα Βαλκάνια, γενικότερα, στην Μικρά Ασία και στην Τρανσκαυκασία και, μέσω των υψηλών οροσειρών της Κ. Ασίας, καταλήγει στην Τρανσβαϊκαλία και την ΒΑ. Κίνα. Προς βορράν φθάνει μέχρι την Λευκορωσία την Ουκρανία και την ευρωπαϊκή Ρωσία. Σε όλη αυτή τη ζώνη, ο σταυραετός είναι αποκλειστικά, αναπαραγόμενος καλοκαιρινός επισκέπτης, με μικρούς θύλακες στο Β. και Δ. Πακιστάν και το Αφγανιστάν, όπου απαντά ως καθιστικό πτηνό. Οι ανατολικοί ασιατικοί πληθυσμοί διαχειμάζουν στην ινδική υποήπειρο.

Οι Κ. και Ν. Αφρική, αποτελούν ευρύτατες επικράτειες διαχείμασης, με μικρούς επιδημητικούς θύλακες στη Νότια Αφρική και κάποιες μικρές περιοχές στην Ανγκόλα και την Β. Ναμίμπια. [15][16][17]
Μεταναστευτική συμπεριφορά

Το είδος είναι σχεδόν πλήρως μεταναστευτικό, με την συντριπτική πλειονότητα των ευρωπαϊκών πληθυσμών να ταξιδεύουν στην υποσαχάρια Αφρική και νότια του ισημερινού. Ωστόσο, κατ' εξαίρεσιν, υπάρχουν μικροί πληθυσμοί που ξεχειμωνιάζουν στην Ν. Ισπανία, την Γαλλία, την Ελλάδα (και την Κρήτη), το Ισραήλ και, κατά καιρούς, στην ΒΔ. Αφρική και την Αίγυπτο. Τα αφρικανικά εδάφη διαχείμασης εκτείνονται από τις δασώδεις σαβάνες της Αιθιοπίας και του Κ. Σουδάν, νότια προς τη Νότια Αφρική και δυτικά προς το Τσαντ. τη Νιγηρία και την Μπουρκίνα Φάσο (Άνω Βόλτα), το Μάλι, την Σενεγάλη και την Ακτή Ελεφαντοστού. [18]

Οι φθινοπωρινές αναχωρήσεις προς το νότο ξεκινάνε από τα τέλη Αυγούστου και οι ευρωπαϊκές θέσεις αναπαραγωγής ερημώνουν από τα μέσα Οκτωβρίου, αν και μερικά πουλιά παραμένουν στην Τουρκία, το Β. Ιράν, τη Ν. Γαλλία και την ΒΔ. Αφρική μέχρι τον Νοέμβριο. Τα πρώτα άτομα επιστρέφουν στην ΒΔ. Αφρική από τον Φεβρουάριο (κυρίως τον Μάρτιο), ενώ στην Γαλλία επιστρέφουν στα τέλη Μαρτίου, στην Τουρκία και το Ιράν στις αρχές Απριλίου, και στην Ουγγαρία στα μέσα Απριλίου. Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί αναπαραγωγής εισέρχονται και εξέρχονται από την ήπειρο, κυρίως μέσω των στενών διαβάσεων του Βοσπόρου και του Γιβραλτάρ, καθώς και γύρω από το ανατολικό άκρο του Ευξείνου Πόντου, αν και πραγματοποιείται τακτική διέλευση διά μέσου της Σικελίας ανάμεσα στην Ιταλία και την Τυνησία. Μικροί αριθμοί μπορούν επίσης να διασχίσουν την Μεσόγειο σε ευρύτερα σημεία, όπως φαίνεται από τις εμφανίσεις στις Βαλεαρίδες Νήσους, την Μάλτα και την Κρήτη. Πάντως, από τα στενά του Γιβραλτάρ γίνονται οι μεγαλύτερες αποδημίες, με την ευρεία συμμετοχή του πληθυσμού της Ιβηρικής και της Γαλλίας. Η φθινοπωρινή αποδημία πραγματοποιείται εκεί, από τα μέσα Σεπτεμβρίου έως τις αρχές Οκτωβρίου, ενώ η εαρινή επιστροφή είναι παρατεταμένη -πιθανόν οφείλεται σε ανώριμα άτομα- από τα μέσα Μαρτίου έως τα τέλη Μαΐου. [19]

Κατά την μετανάστευση τα πουλιά ακολουθούν «γνωστές» διαδρομές και δεν διασχίζουν μεγάλες εκτάσεις νερού - αυτή είναι κοινή ηθολογική συμπεριφορά στα πτηνά που εκμεταλλεύονται θερμικά ανοδικά ρεύματα, δεδομένου ότι η πτήση πάνω από αυτές τις περιοχές απαιτεί μεγάλη κατανάλωση ενέργειας με το συνεχές φτεροκόπημα. Πηγαίνοντας νότια κινούνται σε μικρά σμήνη, ίσως «παρέα» με σμήνη άλλων αρπακτικών, όπως η γερακίνα. Συνήθως, ταξιδεύουν μοναχικά ή κατά ζευγάρια όταν επιστρέφουν. [20]
Ενήλικος σταυραετός σε πτήση (ανοικτόχρωμη φάση)

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από το Βέλγιο, την Δανία και την Φινλανδία, την Ινδονησία, το Λάος, το Κατάρ και τις Σεϋχέλλες. [21]

Στην Ελλάδα -όπως και στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες πλην ελαχίστων εξαιρέσεων-, ο σταυραετός είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος, δηλαδή έρχεται και αναπαράγεται τα καλοκαίρια (μέσα Απριλίου-αρχές Οκτωβρίου), για να διαχειμάσει στην Αφρική, χωρίς να λείπουν και οι διαβατικοί πληθυσμοί (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα). [22][23][24][25] Από την Κρήτη αναφέρεται είτε ως χειμερινός επισκέπτης, είτε ως διαβατικό πτηνό, [26], ενώ από την Κύπρο ως σπάνιος διαβατικός μετανάστης. [27]

Βιότοπος

Το είδος είναι δασόβιο και απαντά τόσο σε δάση φυλλοβόλων όσο και κωνοφόρων. Συνήθως προτιμάει τα μεγάλα υψόμετρα, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε πεδιάδες στο επίπεδο της θάλασσας. Προτιμά τις δασικές συστάδες με ξέφωτα ή, αντίστροφα, τις ανοικτές εκτάσεις -όπως χωράφια- με διάσπαρτα δένδρα. [28]

Στη Νότια Αφρική, οι εκεί πληθυσμοί καταλαμβάνουν ορεινές περιοχές με «σπασμένο» τερέν και ορθοπλαγιές που βλέπουν σε καχεκτικούς, ξερούς θάμνους. Στο Μαρόκο, ο σταυραετός εμφανίζεται ακόμη και στις βραχώδεις ακτές, φυτείες ευκαλύπτου, φοίνικες και ελαιώνες ή άλλες δασικές περιοχές. [29] Στην ευρύτερη περιοχή του Νεπάλ αναπαράγεται από τα 3.200-3.850 μ. [30]

Στην Ελλάδα, ο σταυραετός απαντά σε λοφώδεις ή ορεινές περιοχές χαμηλού υψομέτρου, όπου οι δασώδεις εκτάσεις εναλλάσσονται με ξέφωτα, [31] σε φυλλοβόλα ή μικτά δάση με κωνοφόρα, [32] σε μέσα και μικρά υψόμετρα [33] (600-700 μ.). [34]

Μορφολογία

Το βασικό χαρακτηριστικό του σταυραετού είναι το μικρό του μέγεθος. Είναι ο μικρότερος ευρωπαϊκός αετός ισομεγέθης με τις γερακίνες. [35]. Τα φύλα είναι όμοια σε χρωματισμούς με τα θηλυκά ελαφρώς μεγαλύτερα και βαρύτερα. Διακρίνονται δύο χρωματικές φάσεις (colour phases), μία κοινότερη ανοικτόχρωμη και μία σπανιότερη σκούρα. Και στις δύο φάσεις, η άνω επιφάνεια έχει γκρί-καφέ χρώμα, με πιο ανοικτόχρωμο κεφάλι, και γκρίζα-καφετί ουρά με δυσδιάκριτες «μπάρες» [36]. Τα ερετικά φτερά εμφανίζονται σκουρότερα, με τα τρία εσωτερικά πρωτεύοντα πιο ανοικτόχρωμα. [37] Ωστόσο, το κύριο διαγνωστικό στοιχείο του σταυραετού, ιδιαίτερα στη σκούρα φάση, είναι το ανοικτόχρωμα «μπάλωμα» στα φτερά της ωμοπλάτης (scapulars), που σχηματίζουν ένα χαρακτηριστικό «V», εμφανώς ορατό κατά τη ραχιαία όψη του πτηνού.
Ραχιαία όψη ενήλικου σταυραετού, όπου διακρίνεται η χαρακτηριστική ανοικτόχρωμη περιοχή στο ύψος της ωμοπλάτης με το προσωνύμιο «headlights»

Αυτά τα διακριτά φτερά έχουν το προσωνύμιο «φώτα πορείας» ή «φώτα προσγείωσης» (sic) (headlights/landinglighs) στην αγγλική βιβλιγραφία [38] ενώ, λόγω του -ελαφρά- «σταυροειδούς» τους σχήματος, πιθανόν να έδωσαν την λαϊκή ελληνική ονομασία στο πτηνό [εκκρεμεί παραπομπή]

Ωστόσο, η κάτω επιφάνεια διαφέρει σημαντικά στις δύο φάσεις: είναι λευκοκίτρινη στην ανοικτόχρωμη φάση, οπότε έρχεται σε ισχυρή αντίθεση με τις σχεδόν μαύρες πτέρυγες. Η περιοχή του λαιμού και του στήθους με χαρακτηριστικής σκούρες, κάθετες ραβδώσεις. Στην σκουρόχρωμη φάση, η κάτω επιφάνεια ποικίλλει από το σκούρο καφέ μέχρι ανοικτό καφεκόκκινο ή καστανό, κιτρινομπέζ χρώμα (rufous morph) [39].

Τα νεαρά άτομα είναι σχεδόν όμοια με τους ενήλικες κάθε χρωματικής φάσης, ιδιαίτερα εκείνα της ανοικτόχρωμης, που είναι πρακτικά αδύνατον να ξεχωρίσουν από τους ενήλικες, εκτός από κάποιες αδρές γραμμές που σχηματίζονται στα άκρα των μεγάλων στεγάστρων και των δευτερευόντων ερετικών φτερών. [40]

Το κήρωμα και τα πόδια είναι και στις δύο φάσεις κίτρινα ενώ ο ταρσός είναι ελάχιστα μακρύτερος από τον μεσαίο δάκτυλο (ευκρινώς μακρύτερος στον σπιζαετό). [41] Οι ταρσοί είναι πτερωμένοι μέχρι τα δάκτυλα και η άκρη των πτερύγων φθάνει σχεδόν μέχρι την άκρη της ουράς, όταν το πτηνό κάθεται. Η ίριδα των ενηλίκων είναι κίτρινη-καφέ, πορτοκαλί-καφέ ή κόκκινη-καφέ, ενώ των νεαρών ατόμων γκρίζα-καφέ. [42]

Σε κάθε άτομο της σκούρας φάσης αντιστοιχούν 7 με 8 άτομα της ανοιχτόχρωμης, [43] εκτός από την περιοχή της ευρωπαϊκής Ρωσίας, όπου τα 3 στα 4 άτομα ανήκουν στην σκουρόχρωμη φάση.
Βιομετρικά στοιχεία

Μήκος σώματος: (42-) 46 έως 51 (-54) εκατοστά
Άνοιγμα πτερύγων: (109-) 113 έως 132 (-138) εκατοστά
Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ < 37 εκατοστά, ♀ > 38 εκατοστά
Μήκος ουράς: 19 έως 22 εκατοστά (♂ < 19,5 εκατοστά, ♀ > 20,5 εκατοστά)
Βάρος: ♂ 510 έως 770 γραμμάρια, ♀ (840-) 950 έως 1.000 (-1.250) γραμμάρια

(Πηγές: [44][45][46][47][48][49][50][51][52][53][54][55][56] [57][58]
Τροφή

Οι πληθυσμοί της Παλαιαρκτικής τρέφονται κυρίως με μικρά πουλιά, μικρά θηλαστικά και ερπετά. Από δειγματοληπτική έρευνα στην Ισπανία, σαύρες, λαγοί και πέρδικες είναι τα συνηθέστερα θηράματα. [59] Οι αφρικανικοί πληθυσμοί τρέφονται κυρίως με τρωκτικά, αλλά και σκοτωμένα πουλιά από τροχαία, σαύρες, αμφίβια, ακρίδες και άλλους οργανισμούς. Τα θηράματα μπορεί να συλλαμβάνονται στον αέρα μετά από ενέδρα, αλλά τα περισσότερα πιάνονται στο έδαφος ή από τις κορυφές των δέντρων μετά από εφόρμηση. [60]

Στην Ελλάδα, το διαιτολόγιο του σταυραετού αποτελείται από μικρά θηλαστικά (λαγούς, κρικητούς, επίμυς, τυφλοπόντικες, νυφίτσες), πτηνά (κορυδαλούς, τσίχλες, περιστέρια ), ερπετά (σαύρες) και, σπανιότερα έντομα. [61]

Ηθολογία

Ο σταυραετός, λόγω κυρίως του μικρού του μεγέθους, διαθέτει μεγάλη ταχύτητα και ευελιξία, χωρίς ωστόσο να έχει την δύναμη του σπιζαετού. Πετάει συνήθως για πολλές ώρες πάνω από τις κορυφές των δέντρων ή και μέσα από αυτά, ψάχνοντας για θηράματα. Φαινομενικά κυνηγάει μοναχικά, αλλά κάπου εκεί κοντά υπάρχει και το ταίρι του. Επιτίθεται στο θήραμα με εντυπωσιακό τρόπο, πολλές φορές με εφορμήσεις από μεγάλο ύψος (stoop). [62] Είναι έντονα μοναχικό πτηνό και, ακόμη και κατά τις μεταναστεύσεις, δεν σχηματίζει ομάδες μεγαλύτερες των 5 ατόμων, παραμένοντας μακριά από άλλα αρπακτικά πτηνά. [63] Οι σταυραετοί κουρνιάζουν στα δέντρα, σε αγαπημένα σημεία κοντά στη φωλιά όπου ξεκουράζονται και αφοδεύουν άπεπτα σφαιρίδια τροφής (pellets), πιο σπάνια σε γκρεμούς. [64] Περνούν μεγάλο μέρος της ημέρας στον αέρα, [65] συνήθως στα 200-300 μ. από το έδαφος. [66]
Πτήση
Ενήλικος σταυραετός σε πτήση (σκουρόχρωμη φάση)

Ο σταυραετός μοιάζει αρκετά με την γερακίνα, όταν πετάει, ιδιαίτερα στο κεφάλι, αλλά το σώμα του είναι πιο στιβαρό και εμφανίζει 6 (όχι 5) «δάκτυλα» [67] (ακραία πρωτεύοντα ερετικά φτερά, στις άκρες των πτερύγων και μακρύτερη, πιο τετραγωνισμένη ουρά. Η πτήση είναι γρήγορη και ευθεία, [68] τα φτεροκοπήματα είναι «βαθιά» και ισχυρά, διακόπτονται δε περιοδικά από μακρές αερολισθήσεις με την ουρά κλειστή ή ημι-ανοικτή. Δεν αιωροπορεί στο ίδιο σημείο (hovering), αλλά εκτελεί εντυπωσιακές, κατακόρυφες εφορμήσεις (stoops), με κλειστές πτέρυγες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο αναπαραγωγής. [69] Δεν γυροπετάει (soaring) τόσο συχνά όσο οι γερακίνες. [70]
Φωνή

Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)

Αναπαραγωγή

Η αναπαραγωγική περίοδος στην Ευρώπη ξεκινάει από τις αρχές Απριλίου και διαρκεί μέχρι τις αρχές Μαΐου, ενώ η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ. [71] Στα Ιμαλάια διαρκεί από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο και στην Νότια Αφρική από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Δεκέμβριο. [72] Τα ζευγάρια σχηματίζονται μετά από τελετουργικά ερωτοτροπίας, τα οποία αποτελούνται από εντυπωσιακές κάθετες εφορμήσεις (stoops) και «αναδύσεις». Τα πουλιά καλούν συχνά, το ένα το άλλο, μερικές φορές με εμπλοκή των γαμψωνύχων τους. [73]

Στις θέσεις αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), ο σταυραετός φωλιάζει πάνω σε δένδρα (βελανιδιές και κωνοφόρα), [74], πολύ πιο σπάνια σε βράχια [75] σε πιο ανοικτά οικοσυστήματα. [76] Στη Νότια Αφρική, φωλιάζει αποκλειστικά σε ορθοπλαγιές. [77] H φωλιά είναι μία σχετικά μεγάλη κατασκευή, 40-60 εκ. σε βάθος από χοντρά κλαδιά, επιστρωμένη με φρέσκα φύλλα και πευκοβελόνες. Κατασκευάζεται και από τους δύο εταίρους, [78] επαναχρησιμοποιείται μετά από επιτυχημένες ωοτοκίες και, με τα χρόνια, μπορεί να πάρει μεγάλες διαστάσεις. Συνήθως κατασκευάζεται σε ύψος 6 έως 16 (-35) μέτρων από το έδαφος. Μερικές φορές χρησιμοποιείται κάποια παλιά φωλιά άλλου είδους (αρπακτικού, ερωδιού, κορακοειδούς). [79]
Νεαρά άτομα στην φωλιά τους

Η γέννα αποτελείται από (1-) 2 (-3) ελαφρώς υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 55 Χ 44,3 χιλιοστών. Τα αβγά εναποτίθενται με διαφορά αρκετών ημερών μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να επιβιώνει μόνο ο μεγαλύτερος νεοσσός, τις περισσότερες φορές. Η επώαση γίνεται μόνον από το θηλυκό με το αρσενικό να εφοδιάζει με τροφή και διαρκεί 30 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Πτερώνονται στους δύο μήνες, περίπου, αλλά μένουν κοντά στους γονείς τους για αρκετό διάστημα επί πλέον. [80]
Κατάσταση πληθυσμού

Οι κύριες απειλές για το είδος περιλαμβάνουν τη υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων του, τις άμεσες διώξεις και ανθρώπινη όχληση, που έχουν προκαλέσει μείωση σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης. [81]</ref>Ferguson-Lees & Christie</ref>. Οι μειώσεις στην Ουκρανία προκαλούνται από την αποψίλωση των δασών. [82] Είναι επίσης ιδιαίτερα ευάλωτο στις επιπτώσεις πιθανών εξελίξεων στην εκμετάλλευση της αιολικής ενέργειας. [83]

Οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί αντιπροσωπεύουν λιγότερο από το μισό του παγκόσμιου εύρους αναπαραγωγής του (4.400 ζεύγη, περίπου), αλλά ήταν σταθεροί μεταξύ 1970 έως 1990. Τα δεδομένα τάσεων δεν ήταν διαθέσιμα για την Ισπανία, χώρα «κλειδί», κατά τη διάρκεια του 1990-2000, αλλά παρά τις μειώσεις σε μεγάλο μέρος της ΝΑ. Ευρώπης, το είδος μάλλον παρέμεινσε σε σταθερή κατάσταση. [84]

Παρά τις καθοδικές τάσεις, η γενική κατάσταση των πληθυσμών του είδους σε παγκόσμιο επίπεδο παραμένει καλή και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN. [85]
Κατάσταση στην Ελλάδα

Δεν υπάρχουν ακριβή δεδομένα που να δείχνουν διαφορές στους ιστορικούς πληθυσμούς του σταυραετού από τους σημερινούς. [86] Κάποτε φώλιαζε στις δασώδεις περιοχές γύρω από την Θεσσαλονίκη [87] Σήμερα, φωλιάζει στην Β. Ελλάδα, κυρίως στην Μακεδονία την Ήπειρο και την Θράκη, φθάνοντας νότια μέχρι τις παρυφές της Στερεάς, ενώ ο αναπαραγόμενος πληθυσμός του είδους στην Ελλάδα ανέρχεται στα 100-150 ζευγάρια.[88] Παρά τα ελλιπή στοιχεία, οι ελληνικοί πληθυσμοί του σταυραετού απαρτίζονται κατά 60%, περίπου, από άτομα της ανοικτόχρωμης φάσης. [89][90] Κατά την μετανάστευση, ο σταυραετός είναι πιο κοινός, ιδιαίτερα το φθινόπωρο, οπότε εμφανίζεται στην Ν. Πελοπόννησο, την Κρήτη, ακόμη και στην Αττική. [91]

Παρά την ευρεία κατανομή, ο πληθυσμός του είδους εμφανίζει μείωση κατά τις τελευταίες 2-3 δεκαετίες. Απειλείται κυρίως από τις επεμβάσεις και την υποβάθμιση των πεδινών και ημιορεινών δασών (κακή εφαρμογή των πρακτικών της δασικής εκμετάλλευσης, διάνοιξη δρόμων κ.ά.) όπου φωλιάζει, τον περιορισμό της λείας του εξαιτίας της συνεχιζόμενης εντατικοποίησης της γεωργίας (εκχερσώσεις, καταστροφή φυτοφρακτών, φυτοφάρμακα κ.ά.). [92] Άλλο πρόβλημα είναι η λαθροθηρία, ιδιαίτερα κατά τις μεταναστευτικές περιόδους. [93]

Ειδικά για την Ελλάδα, το είδος κατατάσσεται στα Κινδυνεύοντα EN [D] , [94] δηλαδή σε χειρότερη θέση από αυτήν που υπήρχε παλαιότερα (Τρωτά (Vulnerable, VU)). [95] Πάντως, το είδος δεν έχει μελετηθεί επαρκώς στην χώρα. [96]
Μέτρα προστασίας

Για την προστασία του είδους απαιτείται η οικολογικότερη διαχείριση και προστασία ικανού αριθμού δασικών εκτάσεων στις περιοχές όπου φωλιάζει, ενημέρωση των κυνηγών και λεπτομερής απογραφή του αναπαραγομένου ελληνικού πληθυσμού. [97] Επίσης, λήψη και εφαρμογή αγροπεριβαλλοντικών μέτρων στις περιοχές τροφοληψίας του. [98]
Άλλες ονομασίες

Στον ελλαδικό χώρο, ο Σταυραετός απαντάται και με τις ονομασίες Αβτζής, Γερακαετός (ΕΟΕ), Ζαγάνι και Ζάγανος (Άνδρος), Κράχτης, Μπουφογέρακο (Πελοπόννησος), Νησσαετός [99] και Νανογεράκα (Κύπρος). [100]
Σημειώσεις

i. ^ Στα τελευταία χρόνια, άρχισε να υιοθετείται από την Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, η ονομασία Γερακαετός για το είδος. [101] Για λόγους καθαρά «παραδοσιακούς» και, επειδή η ελληνική βιβλιογραφία (αναδρομή σε πηγές, κοκ) χρησιμοποιεί αποκλειστικά την ονομασία Σταυραετός, τηρείται ακόμη η συγκεκριμένη ονομασία στο λήμμα.

ii. ^ Το είδος Hieraaetus pennatus, υπήρξε ο τύπος (ή ολότυπος) για τη δημιουργία του γένους Hieraaetus, πάνω στον οποίο στηρίχτηκε η συστηματική όλων των ειδών του συγκεκριμένου γένους. Μετά τη μεταφορά στο γένος Aquila, το όνομα Hieraaetus, έγινε αυτομάτως -σύμφωνα με τους κανόνες ονοματολογίας της Συστηματικής ταξινομικής- συνώνυμο του Aquila, οπότε, με τα νέα δεδομένα και, εφόσον πρέπει πάντοτε για την ονοματοδοσία ενός γένους, να υπάρχει ο αρχικός (ολό)τυπος, θα έπρεπε να δοθεί άλλη επιστημονική ονομασία στα τρία εναπομείναντα είδη, δηλαδή κατ’ουσίαν να συστηματοποιηθούν σε καινούργιο γένος και όχι στο Hieraaetus.

iii. ^ Στο είδος συμπεριλαμβάνονται και τα υποείδη milvoides και harterti. [102]
Παραπομπές

Howard & Moore, p. 98
Howard and Moore, p. 113
http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=175568
http://www.iucnredlist.org/details/full/22696092/0
http://www.hbw.com/species/booted-eagle-hieraaetus-pennatus
http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=pennatus
http://www.hbw.com/species/booted-eagle-hieraaetus-pennatus
Όντρια, σ. 85
Howard and Moore, p. 113
http://www.iucnredlist.org/details/full/22696092/0
Ferguson-Lees & Christie, σ. 758
Lerner & Mindell
Tennyson & Martinson
Bunce et al
http://www.hbw.com/species/booted-eagle-hieraaetus-pennatus
http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22696092
Howard and Moore, p. 113
planetofbirds.com
planetofbirds.com
planetofbirds.com
http://www.iucnredlist.org/details/full/22696092/0
Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 112, 187
Handrinos & Akriotis, p. 141
Όντρια (Ι), σ. 85
RDB, p. 152, 218
Σφήκας, σ. 29
Σφήκας, σ. 25
del Hoyo et al
http://globalraptors.org/grin/SpeciesResults.asp?specID=8351
Grimmett et al, p. 136
Όντρια, σ. 85
Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 112
Handrinos & Akriotis, p. 142
RDB, p. 218
Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 112
Ferguson-Lees & Christie, σ. 759
Mullarney et al, p. 100
Ferguson-Lees & Christie, σ. 759
Ferguson-Lees & Christie, σ. 759
Ferguson-Lees & Christie, σ. 759
Όντρια, σ. 85
Ferguson-Lees & Christie, σ. 759
Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 112
http://www.hbw.com/species/booted-eagle-hieraaetus-pennatus
Ferguson-Lees & Christie, σ. 244
Grimmett et al, p. 136
Mullarney et al, p. 100
Flegg, p. 92
Heinzel et al, p. 96
Perrins, p. 92
Bruun, p. 76
Όντρια (Ι), σ. 85
Scott & Forrest, p. 66
Singer, p. 140
http://www.ibercajalav.net
planetofbirds.com
ΠΛΜ, 3:162
Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 112, 187
Mebs & Schmidt
http://globalraptors.org/grin/SpeciesResults.asp?specID=8351
Όντρια, σ. 85
Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 187
Ferguson-Lees & Christie, σ. 760
http://globalraptors.org/grin/SpeciesResults.asp?specID=8351
planetofbirds.com
Ferguson-Lees & Christie, σ. 760
Mullarney et al, p. 100
Mullarney et al, p. 100
Ferguson-Lees & Christie, σ. 759
Bruun, p. 76
Harrison, p. 102
http://www.eagledirectory.org/species/booted_eagle.html
http://www.eagledirectory.org/species/booted_eagle.html
Όντρια, σ. 85
Mullarney et al, p.
Harrison, p. 102
http://globalraptors.org/grin/SpeciesResults.asp?specID=8351
Perrins, p. 92
http://globalraptors.org/grin/SpeciesResults.asp?specID=8351
Harrison, p. 102
del Hoyo et al
del Hoyo et al
Strix
planetofbirds.com
http://www.iucnredlist.org/details/full/22696092/0
Reiser
Makatsch
Tucker & Heath, 1994
Handrinos & Akriotis, p. 142
Χανδρινός Γιώργος (Ι), p. 269
Σταύρακας & Σκαρέας, σ. 127
Χανδρινός Γιώργος (Ι), p. 270
RDB, σ. 218
Χανδρινός Γιώργος (Ι), p. 269
RDB, σ. 218
Χανδρινός Γιώργος (Ι), p. 269
RDB, σ. 218-9
Χανδρινός Γιώργος (Ι), p. 270
Απαλοδήμος, σ. 21
http://avibase.bsc-eoc.org/species
http://www.ornithologiki.gr/page_list.php?lID=3&sp=no&st=no&sf=yes&ss=yes

Howard & Moore, p. 113, footnote 6

Πηγές

Χαράλαμπος Αλιβιζάτος, Γιώργος Χανδρινός in Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
Brown, L.H., Urban, E.K. and Newman, K. 1982. The Birds of Africa, Volume I. Academic Press, London.
Bunce, M.; Szulkin, M.; Lerner, H.R.L.; Barnes, I.; Shapiro, B.; Cooper, A.; Holdaway, R.N. (2005). Ancient DNA provides new insights into the evolutionary history of New Zealand's extinct giant eagle. PLoS Biol 3 (1): e9. doi:10.1371/journal.pbio.0030009. PMC 539324. PMID 15660162.
del Hoyo, J.; Elliott, A.; Sargatal, J. 1994. Handbook of the Birds of the World, vol. 2: New World Vultures to Guineafowl. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
Ferguson-Lees, J. and Christie, D.A. 2001. Raptors of the world. Christopher Helm, London.
IUCN. 2013. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2013.2). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: October 2015)
Lerner, H.R.L.; Mindell, D.P. (2005). Phylogeny of eagles, Old World vultures, and other Accipitridae based on nuclear and mitochondrial DNA (PDF). Molecular Phylogenetics and Evolution 37: 327–346.
Makatsch, W. (1950); Die Vogelwelt Macedoniens, Leipzig
Mebs T. & D. Schmidt: Die Greifvögel Europas, Nordafrikas und Vorderasiens. Franckh-Kosmos, Stuttgart 2006. ISBN 3-440-09585-1
Reiser, O. (1905): Ornis Balcanica, III: Griechenland und die Griechischen Inseln, Wien.
Strix, 2012. Developing and testing the methodology for assessing and mapping the sensitivity of migratory birds to wind energy development. BirdLife International, Cambridge.
Tennyson & Martinson, P. (2006). Extinct Birds of New Zealand. Wellington, New Zealand: Te Papa Press. ISBN 978-0-909010-21-8

Βιβλιογραφία

«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
Γ. Χανδρινός, Α. Δημητρόπουλος, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, Αθήνα 1982
Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
Σταύρακας Λευτέρης & Σπύρος Σκαρέας: Τα πουλιά της Αττικής, WildGreece Editions, 2015
Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»

Πτηνά

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License

 HellenicaWorld News