ART

 

.

Το Λούγαρο είναι στρουθιόμορφο πτηνό της οικογενείας των Σπιζιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Carduelis spinus και δεν περιλαμβάνει υποείδη.[2]

Το εξαιρετικό κελάηδημά του, καθώς και η ανθεκτικότητά του σε συνθήκες αιχμαλωσίας, τού έχουν κοστίσει ακριβά, διότι είναι από τα πλέον «αγαπημένα» ωδικά πτηνά που ζουν σε κλουβιά, ιδιαίτερα στην Ελλάδα (βλ. Αιχμαλωσία).

Ονοματολογία

Λούγαρο
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Οικογένεια: Σπιζίδες (Fringillidae)
Υποοικογένεια: Ακανθυλλίνες [i] (Carduelinae) [1]
Γένος: Ακανθυλλίς [i] (Carduelis) (Brisson, 1760) F
Είδος: C. spinus
Διώνυμο
Carduelis spinus (Ακανθυλλίς η ακανθωτή) [i]
Linnaeus, 1758

Τόσο η επιστημονική ονομασία του γένους όσο και του είδους έχουν ετυμολογικά διαφορετικές ρίζες, αλλά με την ίδια σημασία. Η λέξη Carduelis προέρχεται από τη λατινική cardu(u)s που αναφέρεται σε γένος αγκαθωτών φυτών της οικογενείας των Συνθέτων (Asteraceae) και, που στα ελληνικά έχει αποδοθεί και ως Κάρδος «γαϊδουράγκαθο».[3] Η ονομασία του πτηνού παραπέμπει στα συγκεκριμένα φυτά, τα οποία αποτελούν δημοφιλείς θέσεις «ποσταρίσματος» (perching), κυρίως όμως της καρδερίνας, που ανήκει στο ίδιο γένος.

Αλλά και η ονομασία του είδους spinus προέρχεται από την λατινική spina-ae «αγκάθι», παραπέμποντας στα αγκαθωτά φυτά πάνω στα οποία συχνάζει.[4]
Συστηματική ταξινομική

Το είδος περιγράφηκε για πρώτη φορά, το 1758, από τον Λινναίο στην Σουηδία ως Fringilla spinus, στο έργο του Systema Naturae.[5] Παρ’ όλη την ευρεία -και διακεκομμένη- κατανομή του δεν εμφανίζει υποείδη, κάτι που οφείλεται σε διάφορους παράγοντες όπως η χωρική ποικιλότητα των ατόμων στις περιοχές αναπαραγωγής ανάλογα με τα χρόνια, οι μεγάλες επικράτειες διαχείμασης που προϋποθέτουν σταθερή ανταλλαγή γενετικού υλικού, [εκκρεμεί παραπομπή], αλλά και τα θηλυκά που ωοτοκούν σε κάθε εποχή αναπαραγωγής, διαφορετικό αριθμό αβγών σε διαφορετικό τόπο ωοτοκίας.[6]

Φυλογενετικά, ο πλησιέστερος συγγενής του είναι το αμερικανικό λούγαρο (Carduelis pinus). Τα δύο είδη έχουν κοινό πρόγονο, ο οποίος συνδέεται φυλογενετικά με τα είδη Carduelis cannabina (φανέτο) και C. flavirostris (κιτρινοραμφόσπιζα). Τα συμπεράσματα αυτά εξήχθησαν κατόπιν μελέτης μιτοχονδριακού DNA (κυτόχρωμα b), που εκπονήθηκε από Ισπανούς ερευνητές.[7]
Γεωγραφική κατανομή
Χάρτης εξάπλωσης του είδους Carduelis spinus (Πράσινο = Όλο το έτος (επιδημητικό), Κίτρινο = Καλοκαιρινός αναπαραγόμενος επισκέπτης, Μπλε = Περιοχές διαχείμασης)

Tο είδος απαντάται σε μεγάλο τμήμα της Ευρασίας και στη βόρεια παραμεσόγειο Αφρική. Όμως, αυτές οι περιοχές χωρίζονται σε δύο εμφανή «κομμάτια», που απέχουν πολύ μεταξύ τους, καταλαμβάνοντας κάθε ακραία πλευρά της Παλαιοαρκτικής οικοζώνης: την ανατολική ακτή της Ασίας από τη μία πλευρά και την Ευροαφρικανική ζώνη από την άλλη (βλ. Χάρτη κατανομής).

Τα λούγαρα μπορούν να βρεθούν όλο το χρόνο στην Κ. Ευρώπη, ενώ αναπαράγονται και σε κάποιες περιοχές στα νότια της ηπείρου, όπως Β. και Κ. Ισπανία, Κορσική, Β. και Ν. Ιταλία και Βαλκάνια (μέχρι την Β. Ελλάδα). Επίσης αναπαράγονται, από την Κ. Σκανδιναβία, ανατολικά προς Δ. Ρωσία.

Στην Ασία αναπαράγονται σε δύο διακριτές ζώνες, στη ΝΚ. Σιβηρία και στο Β. Καζακστάν από την δυτική πλευρά και στην ρωσική Άπω Ανατολή, ανατολικά της λίμνης Βαϊκάλης, Θάλασσα του Οχότσκ, Καμτσάτκα, Σαχαλίνη, ΒΑ. Μογγολία και ΒΑ. Κίνα (Ν. Εσωτερική Μογγολία, Χεϊλοζάνγκ) και την απώτατη Β. Ιαπωνία , από την άλλη.

Οι κύριες περιοχές διαχείμασης, εκτός της ευρωπαϊκής ηπείρου, είναι η παραμεσόγεια ΒΔ. και ΒΑ. Αφρική, η Κύπρος, το Β. και Κ. Ισραήλ, το ΝΔ. Ιράν, η ΒΑ., Α. και ΝΑ. Κίνα, η Κορέα, όλη σχεδόν η Ιαπωνία και η Ταϊβάν. Πηγές:[2][8][9][10]
Μεταναστευτική συμπεριφορά

Το λούγαρο, ανάλογα με την επικράτεια, μπορεί να απαντά είτε ως επιδημητικό, είτε ως μεταναστευτικό είδος. Στην Ευρώπη και στη Ασία απαντά σε όλες τις μορφές μετακίνησης (μόνιμο, διαχειμάζον, μεταναστευτικό), ενώ η Αφρική είναι αποκλειστικά έδαφος διαχείμασης.

Η εποχική κατανομή των πτηνών χαρακτηρίζεται, επίσης, από το γεγονός ότι ακολουθούν «ανώμαλο» μοτίβο κατά την μετανάστευση. Κάθε λίγα χρόνια μεταναστεύουν προς τα νότια σε μεγάλους αριθμούς, με τους διαχειμάζοντες πληθυσμούς στην Ιβηρική Χερσόνησο να εμφανίζονται πολύ αυξημένοι.[11][12] Το γεγονός αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφορετικών θεωριών. Υπάρχει η άποψη ότι, αυτό συμβαίνει σε εκείνα τα χρόνια που η ερυθρελάτη παράγει άφθονους καρπούς στην Κ. και Β. Ευρώπη, προκαλώντας μεγάλη αύξηση του πληθυσμού. Μια εναλλακτική θεωρία είναι ότι, αντίθετα, οι μεγάλες μετακινήσεις εμφανίζονται όταν η προτιμώμενη τροφή των σπερμάτων των δένδρων Alnus glutinosa (κλήθρο) και Betula pendula (σημύδα), μειώνεται αισθητά.

Γενικά πάντως, πρόκειται για πτηνό που δεν παραμένει για πολύ σε μια περιοχή, αλλά προτιμάει να εναλλάσσει τα εδάφη που χρησιμοποιούνται για αναπαραγωγή, διατροφή και διαχείμαση, κατά περιόδους.
Σμήνος από λούγαρα

Σύμφωνα με την Αμερικανική Ορνιθολογική Ένωση, το είδος έχει παρατηρηθεί και στην Β. Αμερική, αλλά δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα για το, εάν πρόκειται για πραγματικούς «μετανάστες», ή για άτομα που έχουν ξεφύγει από αιχμαλωσία (ζωολογικούς κήπους, κλουβιά, κ.ο.κ.). Εάν ισχύει το πρώτο, το πουλί μπορεί να έφθασε στην Αμερική, είτε από την Ασία,[13][14] είτε από την Ευρώπη (Γροιλανδία, Ισλανδία). Το σημαντικό σε αυτή την περίπτωση είναι, ότι αποτελεί το «πατρικό» είδος για τους υφιστάμενους πληθυσμούς Carduelis/Spinus της Βόρειας Αμερικής. Επίσης, έχει καταγραφεί τόσο στις Αλεούτιες Νήσους, όσο και στον Α. Καναδά.[14] Αυτό αυξάνει την πιθανότητα ότι το πτηνό εισήλθε, ή εξακολουθεί να εισέρχεται στην Αμερική μέσω Δ.Ευρώπης.

Εκτός από τις ΗΠΑ, τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από την Σαουδική Αραβία, το Μπαχρέιν, το Ομάν, το Νεπάλ και το [[Αφγανιστάν, το Χονγκ Κονγκ και τις Φιλιππίνες.[8][15]

Στην Ελλάδα, το λούγαρο απαντά κυρίως ως διαχειμάζον είδος (τέλη Οκτωβρίου-μέσα Μαρτίου) [16] σε όλη την επικράτεια, ως μεταναστευτικό πτηνό κατά τις αποδημίες [17] αλλά και στη βόρεια χώρα, όπου φαίνεται να παραμένει όλο το έτος και να φωλιάζει (Πίνδος, Ροδόπη).[8][16] Ωστόσο, δεν αναφέρεται η παρουσία του -ως αναπαραγωγικό πτηνό- στο «Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας».[18] Επίσης, αναφέρεται και από την Κρήτη [19] και ως χειμερινός επισκέπτης στην Κύπρο.[20]
Βιότοπος

Το κύριο ενδιαίτημα του είδους είναι οι δασικές εκτάσεις (κωνοφόρα, μικτά δάση) μέχρι ένα συγκεκριμένο υψόμετρο, κυρίως στις πλαγιές των βουνών, με ιδιαίτερη προτίμηση για τις υγρές περιοχές (όχθες ποταμών).[21] Από τα δάση κωνοφόρων, απαντάται ιδιαίτερα σε εκείνα της ερυθρελάτης (Picea abies), για το φώλιασμα. Γι’ αυτό και οι βρετανικοί πληθυσμοί έχουν επεκταθεί σε μεγάλο βαθμό, λόγω της αύξησης στις εμπορικές φυτείες κωνοφόρων. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα προτιμάει τις περιοχές με καλλιέργειες και εκείνες με δέντρα που παρέχουν τροφή, ενώ μπορεί να επισκέπτεται και κήπους.[16]

Στο Ηνωμένο Βασίλειο η στατιστική ανάλυση των 5 πρώτων προτιμητέων οικοσυστημάτων, δίνει τα εξής αποτελέσματα: Κωνοφόρα δάση, Θαμνότοποι, Βάλτοι, Τυρφώνες και Ερεικώνες.[22]

Στην Ελλάδα το λούγαρο ανευρίσκεται σε δασικές αλλά και πεδινές εκτάσεις, με προτίμηση στα κωνοφόρα δάση κατά την αναπαραγωγική εποχή και άλση, φράκτες, συστάδες σημύδων και σκλήθρων, κατά τη διάρκεια του χειμώνα.[23]
Μορφολογία
Ενήλικο θηλυκό λούγαρο

Το λούγαρο είναι από τις κομψότερες σπίζες και χαρακτηρίζεται από το όμορφο κιτρινόμαυρο πτέρωμά του. Παρόλο που μπορεί -από κάποια απόσταση- να συγχέεται με τα συγγενικά του είδη, το αρσενικό ξεχωρίζει εύκολα διότι είναι η μόνη κίτρινη ευρωπαϊκή σπίζα με μαύρο στέμμα και μαύρη κηλίδα στο σαγόνι (bib).[24]

Στο είδος εμφανίζεται φυλετικός διμορφισμός, με το αρσενικό να έχει φωτεινότερα χρώματα από το θηλυκό, ιδιαίτερα στην περιοχή του κεφαλιού. Συγκεκριμένα, έχει γκριζοπράσινη ράχη και κίτρινο ουροπύγιο. Τα ακραία πηδαλιώδη φτερά είναι κίτρινα στη βάση τους και μαύρα στο άκρο, ενώ τα κεντρικά είναι μαύρα, με αποτέλεσμα η -μάλλον κοντή και διχαλωτή- ουρά να εμφανίζεται κίτρινη στα πλάγια με μαύρο «τελείωμα». Οι πτέρυγες είναι κίτρινες με χαρακτηριστικές μαύρες ζώνες τόσο στα πρωτεύοντα ερετικά όσο και στα καλυπτήρια. Το στήθος είναι κιτρινωπό, πιο λευκό και με σκουρόχρωμες ραβδώσεις προς το υπογάστριο και την αμάρα.

Το κεφάλι του αρσενικού είναι πολύ χαρακτηριστικό, με μικρό μέγεθος και εναλλαγές κίτρινου και μαύρου. Το στέμμα είναι μαύρο, τα ωτικά καλυπτήρια και οι χαλινοί κίτρινοι, ενώ παρεμβάλλεται στενή μαυριδερή οφθαλμική γραμμή. Το σαγόνι έχει χαρακτηριστική, μικρή μαύρη κηλίδα (bib), που έχει διαφορετική μορφή και μέγεθος μεταξύ των αρσενικών και σχετίζεται με την κυριαρχία τους μέσα στην ομάδα.[25]

Το πτέρωμα του θηλυκού είναι, γενικά, πιο ελαιόχρωμο από του αρσενικού. Το στέμμα και τα ωτικά καλυπτήρια είναι γκριζοπρασινωπά, χωρίς μαύρη κηλίδα στο σαγόνι, λευκό στήθος και ελαφρώς ριγέ υποκίτρινο ουροπύγιο. Η ράχη είναι έντονα ραβδωτή και τα ερετικά φτερά πιο γκριζόχρωμα από του αρσενικού.

Το ράμφος και των δύο φύλων είναι μυτερό, ελαφρώς κωνικό και ισχυρό, με κυρτή μέση ραχιαία γραμμή (culmen), ανταποκρινόμενο στις διατροφικές συνήθειες των πτηνών (σπερματοφάγα). Οι ταρσοί και τα πόδια είναι καφετί, ενώ η ίριδα είναι μαύρη.

Τα νεαρά άτομα έχουν παρόμοιο παρουσιαστικό με τα θηλυκά, με μουντά χρώματα στο πτέρωμα, καστανωπό άνω τμήμα ράχης και ανοικτόχρωμο κεφάλι με ραβδώσεις. Τα άκρα των πηδαλιωδών φτερών είναι οξύληκτα (τετραγωνισμένα στους ενήλικες).
Ενήλικο αρσενικό λούγαρο σε θέση ποσταρίσματος
Βιομετρικά στοιχεία

Μήκος σώματος: 11 έως 12 (-12,5) εκατοστά
Άνοιγμα πτερύγων: 20 έως 23 εκατοστά
Μήκος πτέρυγας: ♂ 73,5 ± 1,7 χιλιοστά [Εύρος 70,0 – 76,0 χιλιοστά (σε δείγμα Ν=34.720 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 69,0 ± 74,0 χιλιοστά [Εύρος 98,0 – 109,0 χιλιοστά (Ν=26.091)]
Βάρος: ♂ 11,5 - 15 γραμμάρια (Ν=29.236), ♀ 11,3 – 14,6 γραμμάρια (Ν=22.380) [22]

(Πηγές:[16][24][26][27][28][29][30][31][32][33][34])
Τροφή
Eνήλικο αρσενικό λούγαρο πάνω στα αγαπημένα του κλήθρα (Alnus glutinosa)

Τα λούγαρα είναι κυρίως σπερματοφάγα αν και η διατροφή τους ποικίλλει ανάλογα με την εποχή. Καταναλώνουν την τροφή τους πάνω στα δέντρα αποφεύγοντας το έδαφος.[35] Το φθινόπωρο και τον χειμώνα, η διατροφή τους βασίζεται στα σπέρματα των φυλλοβόλων δέντρων, όπως της σημύδας (Betulus pendulus) και, κυρίως, των κλήθρων (Alnus sp. ). Μπορούν επίσης να επισκέπτονται καλλιεργούμενες εκτάσεις και βοσκοτόπους, όπου μαζί με άλλες σπίζες τρώνε τα σπέρματα διαφόρων ειδών της οικογένειας Asteraceae (Compositae), όπως γαϊδουράγκαθα, πικραλίδες (Taraxacum sp.), αρτεμισίες (Artemisia sp.), κενταύριες (Centaurea sp.), και άλλων ποωδών φυτών, όπως είναι τα βαλσαμόχορτα (Hypericum sp.), οι φιλιπέντουλες (Filipendula sp.) και τα αγριολάπαθα (Rumex sp.).[36] Συχνά επισκέπτονται τεχνητές ταΐστρες για ξηρούς καρπούς.[28]

Την άνοιξη, κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, τα λούγαρα συχνάζουν σε δάση κωνοφόρων. Τώρα, η διατροφή τους βασίζεται στα σπέρματα των δένδρων αυτών, ιδίως εκείνων που ανήκουν στα γένη Abies (έλατο), Picea (ερυθρελάτη) και Larix (λάριξ). Επίσης, τρέφονται με σπέρματα από φτελιές και λεύκες. Κατά τη σίτιση των νεοσσών, τα θηράματα περιλαμβάνουν και έντομα, κυρίως σκαθάρια, διότι οι πρωτεΐνες που περιέχουν βοηθούν τους νεοσσούς να αναπτυχθούν. Το καλοκαίρι η διατροφή τους είναι πιο πλούσια, καθώς προστίθενται και άλλα ποώδη φυτά στη διατροφή τους, κυρίως αγαθόφυτα (Chenopodium sp. ).
Πτήση
Eνήλικο αρσενικό λούγαρο σε πτήση

Η πτήση του λούγαρου έχει εύστοχα περιγραφεί «σαν της νυχτερίδας» (bat-like), με χαρακτηριστικά, συνεχή μικρά φτεροκοπήματα.[32]>[24] Μάλιστα, είναι κυματιστή (undulating) και, όταν πετάει, συνηθίζει να αρθρώνει το χαρακτηριστικό του τραγούδι. Πολλοί ορνιθολόγοι και παρατηρητές χρησιμοποιούν αυτή την πτήση, ως διαγνωστικό στοιχείο για την αναγνώριση του πτηνού.
Ηθολογία

Τα λούγαρα είναι πολύ δραστήρια και υπερκινητικά πουλιά. Επίσης, είναι πολύ κοινωνικά, σχηματίζοντας μικρά, συνεκτικά σμήνη ιδιαίτερα το φθινόπωρο και τον χειμώνα, οπότε αναμιγνύονται με άτομα του είδους Carduelis flammea.[31] Γενικά, δεν είναι δειλά με τους ανθρώπους, που είναι δυνατόν να τα παρατηρήσουν από κοντινή απόσταση. Κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, όμως, είναι πολύ πιο συνεσταλμένα, μοναχικά και δύσκολο να παρατηρηθούν. Για το λόγο αυτό υπάρχει γερμανικός θρύλος που λέει ότι τα λούγαρα έχουν «μια μαγική πέτρα στις φωλιές τους που τα κάνει αόρατα».[37][38]

Διαθέτουν χαρακτηριστικές ακροβατικές ικανότητες που, συχνά, επιδεικνύουν όταν σκαρφαλώνουν με επιδεξιότητα σχεδόν ανάποδα από τα κλαδιά, ιδιαίτερα όταν αναζητούν την τροφή τους στα δένδρα.[39]

Είναι από τα λίγα είδη που έχουν περιγραφεί ότι, επιδεικνύουν αλλοσιτιστική (allofeeding) συμπεριφορά, δηλαδή τα ιεραρχικά κατώτερα μέλη (του ιδίου φύλου) αναμασούν τροφή για τα κυρίαρχα μέλη της ομάδας.[40] Η συμπεριφορά αυτή δημιουργεί ισχυρή συνοχή στα μέλη των σμηνών και δημιουργεί ιεραρχική δομή μέσα σε αυτά.[41]
Φωνή

Το κελάηδημα του λούγαρου είναι πολύ χαρακτηριστικό, με «μεταλλικές» νότες (τζινκς) υψηλής συχνότητας που διακόπτονται από όμορφες, ταχύτατες ενδιάμεσες τρίλιες μεγάλης διάρκειας. Πολλές φορές αρέσκεται να μιμείται τις φωνές άλλων πουλιών και, μάλιστα, με δεξιοτεχνικό τρόπο.[16] Αυτό, βέβαια, τού έχει κοστίσει ακριβά, διότι είναι από εκείνα τα πουλιά που αιχμαλωτίζονται και διατηρούνται σε κλουβιά πολύ συχνά. Στη φύση, συνήθως τραγουδούν πολλά μαζί, κατά μικρές ομάδες,[38][42] είτε από θέση ποσταρίσματος (perch), είτε εν πτήσει.[29]

Δείγματα φωνής (εξωτερικός σύνδεσμος)

Αναπαραγωγή
Θηλυκό λούγαρο πάνω σε φυτό της οικογένειας Asteraceae (Compositae)

Τα ζευγάρια συνήθως σχηματίζονται κατά τη διάρκεια της χειμερινής περιόδου πριν από τη εαρινή μετανάστευση.[43] Τα αρσενικά ανταγωνίζονται με επιθετικότητα για τα θηλυκά. Ως μέρος του φλερτ, το αρσενικό ανοίγει τα φτερά της ουράς, προσπαθώντας να «αυξήσει» το μέγεθός του και τραγουδάει επανειλημμένα.[44] Μπορούν επίσης να εκτελούν πτήσεις ζευγαρώματος από δέντρο σε δέντρο, αν και δεν είναι τόσο εντυπωσιακές όσο των άλλων σπιζών.

Κατασκευάζουν τη φωλιά τους που, γενικά, βρίσκεται στην άκρη ενός σχετικά υψηλού κλαδιού σε κωνοφόρα δένδρα, έτσι ώστε να είναι κρυμμένη και δύσκολο να εντοπιστεί.[36][38] Στην Ιβηρική Χερσόνησο κάνουν τις φωλιές τους σε έλατα (Abies alba), δασόπευκα (Pinus sylvestris) και μαυρόπευκα (P. nigra). Συνήθως φωλιάζουν κατά μικρές ομάδες (5-6 ζευγάρια), με τις φωλιές να βρίσκονται κοντά η μία στην άλλη. Η φωλιά είναι μικρή, σε σχήμα μπολ . Είναι κατασκευασμένη από μικρά κλαδιά, αποξηραμένα χόρτα, βρύα και μαλλί. Το υλικό επίστρωσης είναι ρίζες, τρίχες, φτερά, φυτικό υλικό και πούπουλα.[45]

Η πρώτη ωοτοκία πραγματοποιείται στα μέσα Απριλίου. Το θηλυκό γεννάει (2-) 4 έως 5 (-6) αυγά, διαστάσεων 16,4 Χ 12,3 χιλιοστών σε μέγεθος και βάρους 1,3 γραμ. εκ των οποίων 5% είναι κέλυφος.[22] Η επώαση διαρκεί μεταξύ 10 και 14 ημερών και πραγματοποιείται εξ ολοκλήρου από το θηλυκό. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Στην αρχή τους αναλαμβάνει το θηλυκό, ενώ το αρσενικό εφοδιάζει με τροφή. Μετά από 6-7 ημέρες συμμετέχει και το αρσενικό στην ανατροφή των νεοσσών.[45] Οι νεοσσοί σιτίζονται με εξέμεση της τροφής [45] και αφήνουν τη φωλιά μετά από 15 ημέρες σε ημι-πτερωμένη κατάσταση. Στη συνέχεια, παραμένουν κοντά στην περιοχή της φωλιάς μέχρι ένα μήνα, όταν, με το πτέρωμά τους πλέον ολοκληρωμένο, διασκορπίζονται. Επακολουθεί δεύτερη ωοτοκία από τα μέσα Ιουνίου έως τα μέσα Ιουλίου.

Στην Ελλάδα, το λούγαρο έρχεται για να ξεχειμωνιάσει ή περνάει από τη χώρα κατά τις μεταναστεύσεις. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν ότι υπάρχουν μικροί αναπαραγόμενοι πληθυσμοί στα βουνά της Ροδόπης και της Πίνδου.[16]
Κατάσταση πληθυσμού

To είδος δεν φαίνεται να διατρέχει κάποιο σοβαρό κίνδυνο, -εκτός από το γεγονός ότι αιχμαλωτίζεται συχνά για το κελάηδημά του- και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC).[46] Ωστόσο, περιλαμβάνεται στη Συνθήκη της Βέρνης (Παράρτημα ΙΙ), ως προστατευόμενο είδος.[47]

Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτει η Ρωσία (πάνω από 2 εκατομ. άτομα), με τις Σκανδιναβικές χώρες να ακολουθούν. Τους μικρότερους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς έχουν οι Μεσογειακές χώρες.[48]
Αιχμαλωσία
Κλουβιά με λούγαρα, στην Ιταλία, σε «διαγωνισμό» κελαηδήματος

Παρόλο που το λούγαρο είναι από τα προστατευόμενα είδη που περιλαμβάνονται στη Συνθήκη της Βέρνης, αποτελεί από τα «αγαπημένα» πουλιά εκτροφής σε αιχμαλωσία. Εκτός από το θαυμάσιο κελάηδημά του, ένα ακόμη στοιχείο που το κάνει «ευάλωτο» στις προτιμήσεις των εκτροφέων, είναι ότι δεν απαιτεί ιδιαίτερη μέριμνα, ενώ δεν προσβάλλεται εύκολα από παράσιτα. Ένα από τα επιχειρήματα των εκτροφέων είναι ότι, ενώ στη φύση δεν ζουν περισσότερα από 2-4 χρόνια, σε αιχμαλωσία μπορεί να φθάσουν από 11-14 χρόνια.[35]

Ωστόσο, δεν αναπαράγονται εύκολα στα κλουβιά, ενώ εμφανίζουν και γαστρεντερικά προβλήματα, εάν η διατροφή τους είναι ανεπαρκής.[49] Επίσης απαιτούν σχετικά μεγάλα κλουβιά, διότι στην φύση αρέσκονται να εκτελούν μακρινές πτήσεις.[39]

Διασταυρώνονται με τα καναρίνια, δίνοντας ενδιάμεσα άτομα (υβρίδια), κάτι που συμβαίνει και στην φύση, εκεί όπου αλληλεπικαλύπτονται οι κατανομές τους.[50][51]
Άλλες ονομασίες
Λόγιες

Άλλες λόγιες ονομασίες του είδους είναι: Σπίζα η ακανθυλλίς, Σπίζα η πρασίνη, Ακανθυλίς/Ακανθίς η πρασίνη και Ακανθυλλίς/Ακανθίς η χρυσοπράσινη.[52]
Λαϊκές

Το Λούγαρο απαντά στον ελλαδικό χώρο και με πολλές ακόμη ονομασίες: Λουγαράκι, Λουκαρίνο, Σκαθάρι, Σκαθί, Χρυσοκαρδερίνα,[52] Αηδονάκι, Ζιζικάκι, Κιτρινάκι, Λουβαράκι, Λούβαρο, Λουγαρίνι, Μούλος, Μπαστοκάναρο και Σκαθάκι.[53]

Σημειωτέον ότι, η λαϊκή ονομασία Σκαθί προέρχεται από την ομοιότητά του με το είδος Serinus serinus και δεν πρέπει να συγχέεται με αυτό.

Στην Κύπρο, η συνηθέστερη ονομασία του είναι Θκιολαρούδι.[16][53]
Σημειώσεις

i. ^ Οι ονομασίες Ακανθυλλίνες και Ακανθυλλίς είναι άμεση απόδοση της λατινικής λέξης Carduelinae, από το carduus «άκανθα, αγκάθι» [54]. Ωστόσο, από παλαιότερες αναφορές, καταγράφεται και η απόδοση Ακανθίδες και Ακανθίς,[55][56][57][58] που πιθανόν να είναι και ορθότερη, αν και έχει επικρατήσει η πρώτη στην ελληνική βιβλιογραφία, ως υποκοριστικό της δεύτερης.[59][60]. Γενικά, οι δύο όροι θεωρούνται ισοδύναμοι και μπορούν να χρησιμοποιηθουν, είτε ο ένας είτε ο άλλος.
Παραπομπές

Howard and Moore, p. 746
Howard and Moore, p. 749
ΠΛΜ: 32, 403
http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=spina
Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii)
Payevsky
Zamora et al
http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22720354
http://ibc.lynxeds.com/species/eurasian-siskin-carduelis-spinus
http://birdsofkazakhstan.com/
Mullarney et al, 2003
http://www.pajaricos.es/mas/maslugano.htm
Clement
Arnaiz-Villena et al
Grimmett et al, p. 270
Mullarney et al, p. 350
Όντρια (Ι), σ. 160
Κόκκινο Βιβλίο, σ. 162
Σφήκας, σ. 94
Σφήκας, σ. 75
Senar & Borrás
http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob16540.htm
Όντρια (Ι), σ. 162
Heinzel et al, p. 344
Senar et al
Avon & Tilford, p. 151
Flegg, p. 226
Perrins, p. 196
Bruun, p. 280
Όντρια, σ. 162
Scott & Forrest, p. 214
Singer, p. 354
http://www.ibercajalav.net
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
Hume
Schauenberg et al
"Tarin des aulnes" (in French). Oiseaux.net.
Lugano
http://www.poulia.info/2011/10/blog-post_3414.html
Senar & Borrás, 2004
Senar, 1984
Mullarney et al
Senar & Copete
Newton
Harrison, p. 301
http://www.iucnredlist.org/details/22720354/0
http://www.club-caza.com/legislacion/docs/europea/4-Convenio_de_Berna.pdf
http://www.birdlife.org/datazone/userfiles/file/Species/BirdsInEuropeII/BiE2004Sp8813.pdf
Lúgano-Aves. Rednaturaleza.com
Cramp & Perrins
Global Biodiversity Information Facility. "Carduelis spinus x Serinus canaria"
Απαλοδήμος, σ. 50
http://www.katakali.net/drupal/?q=odika/loygaro
http://books.google.gr/books?id=m2QSAAAAIAAJ&pg=PA268&redir_esc=y#v=onepage&q&f=false
ΠΛΜ: 5, 220
ΠΛ: 2, 146
ΕΛΕ: 1, 110
http://myria.math.aegean.gr/lds/data/volA/pdf/pg_0120.pdf
ΠΛΜ: 5, 228

ΠΛ: 2, 150

Βιβλιογραφία

Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
Mary Taylor Gray, The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
Επίτομον Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν Ελευθερουδάκη, εκδ. 1972 (ΕΛΕ)
Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
«Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας», Αθήνα 1992
Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).

Πηγές

Arnaiz-Villena, A; Ruiz-del-Valle V, Reguera R, Gomez-Prieto P and Serrano-Vela JI (2012). "What Might have been the Ancestor of New World Siskins?". The Open Ornithology Journal 1: 46–47. doi:10.2174/1874453200801010046. Cite uses deprecated parameters (help)
BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
Brazil, M. 2009. Birds of East Asia: eastern China, Taiwan, Korea, Japan, eastern Russia. Christopher Helm, London.
Clement, P (1999). "Finches and Sparrows". Princeton University Press: 221. ISBN 9780691048789.
Cramp, S.; Perrins, C.M. (1994). Handbook of the Birds of Europe, the Middle East and North Africa. The Birds of the Western Palearctic. Vol. IX. Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-857506-8.
Hume, Rob (2002). Guía de Campo de las Aves de España y de Europa (in Spanish). Editorial Omega. ISBN 84-282-1317-8.
IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at: http://www.iucnredlist.org. (Accessed: 19 June 2012).
Jenni, L.; Kery, M. 2003. Timing of autumn bird migration under climate change: advances in long-distance migrants, delays in short-distance migrants. Proceedings of the Royal Society of London Series B 270(1523): 1467-1471.
Lugano: http://www.pajaricos.es/mas/maslugano.htm
Mullarney, K.; Svensson, L.; Zetterström, D; Grant, P. J. (2003). Guía de Campo de las Aves de España y de Europa (in Spanish). Editorial Omega. ISBN 84-282-1218-X.
Newton, I. (1973). Finches. London: Taplinger Publishing. ISBN 0-8008-2720-1.
Payevsky, V. A. (1994). "Age and sex structure, mortality and spatial winter distribution of siskins (Carduelis spinus) migrating through eastern Baltic area". Vogelwarte 37: 190–198.
Schauenberg, P.; et al. (1979). Fichero Safari Club (Lúgano). Madrid: S.A.P.E. ISBN 84-7461-167-9.
Senar, J.C.; Borrás, A. (2004). "Sobevivir al invierno: estrategias de las aves invernantes en la Península Ibérica". Ardeola 51 (1): 133–168. Retrieved 20 October 2008.
Senar, J.C.; Borrás, A. "Lúgano en el Atlas de las Aves Reproductoras de España" (in Spanish). Retrieved 13 October 2008.
Senar, J. C.; Camerino, L.; Copete, J. L.; Metcalfe N. B. (1993). "Variation in black bib of the Eurasian siskin (Carduelis spinus) and its role as reliable badge of dominance". The Auk 110 (4): 924–927. doi:10.2307/4088649. Retrieved 20 October 2008.
Senar, J.C.; Copete, J.L. (1990). "Observación de alimentación de cortejo en Lúganos (Carduelis spinus) invernantes". Butlletí del Grup Català d'Anellament 7.
Senar, J.C. (April–June 1984). "Allofeeding in Eurasian siskin (Carduelis spinus)". Condor (The Cooper Ornithological Society) 86 (2): 213–214. doi:10.2307/1367046. Retrieved 20 October 2008.
Zamora, J.; Moscoso, J.; Ruiz-del-Valle, V.; Ernesto, L.; Serrano-Vela, J. I.; Ira-Cachafeiro, J.; Arnaiz-Villena, A. (2006). "Conjoint mitochondrial phylogenetic trees for canaries Serinus spp. and goldfinches Carduelis spp. show several specific polytomies". Ardeola 53 (1): 1–17. Cite uses deprecated parameters (help)

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License