ART

 

.


Ετυμολογία

αδιάφορος < λέξη της μεταγενέστερης ελληνικής ἀδιάφορος < α- στερητικό + διαφέρω

Επίθετο

αδιάφορος, -η, -ο

* που δεν δείχνει ενδιαφέρον για κάτι

προσπάθησα να του μιλήσω αλλά ήταν εντελώς αδιάφορος

* που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον, δεν έχει καμία σημασία

μου είναι αδιάφορος ο τρόπος, αρκεί να πετύχουμε το στόχο μας

Συγγενικές λέξεις

* αδιάφορα

πτώση ενικός
ονομαστική αδιάφορος αδιάφορη αδιάφορο
γενική αδιάφορου αδιάφορης αδιάφορου
αιτιατική αδιάφορο αδιάφορη αδιάφορο
κλητική αδιάφορε αδιάφορη αδιάφορο
πτώση πληθυντικός
ονομαστική αδιάφοροι αδιάφορες αδιάφορα
γενική αδιάφορων αδιάφορων αδιάφορων
αιτιατική αδιάφορους αδιάφορες αδιάφορα
κλητική αδιάφοροι αδιάφορες αδιάφορα

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World

Από τη Live-Pedia.gr + Βικιλεξικό + ελληνική Βικιπαίδεια . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License