ART

 

.

Ετυμολογία

ωμαλγία < -ώμος + κατάληξη -αλγία < άλγος

Ουσιαστικό

ωμαλγία θηλυκό

* (ιατρική) ο πόνος του ώμου

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License