ART

 

.

Ετυμολογία

ηδονοβλεψίας ο (ουσιαστικό)

Ετυμολογία : ηδονο (ηδονή)-βλεψ (βλέψη)-ίας] αυτός που παθολογικά ηδονίζεται με το να παρακολουθεί κρυφά ανθρώπους που είναι γυμνοί ή που συνουσιάζονται, κοινά ματάκιας

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License