ART

 

.

Ετυμολογία

αθέμιτος < αρχαία ελληνική ἀθέμιτος < ἀ- στερητικό + θεμιτός


Επίθετο

αθέμιτος, -η, -ο

* αντίθετος με την ηθική και (πολλές φορές και) με το γραπτό νόμο

αθέμιτος ανταγωνισμός


Αντώνυμα

* θεμιτός

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License