ART

 

.

Ετυμολογία

ακατανόητος < α- στερητικό + κατανοητός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.ka.ta.ˈˈnɔ.i.tɔs/

Επίθετο

ακατανόητος, -η, -ο

1. που δεν μπορεί να κατανοηθεί, να γίνει αντιληπτός

μιλούσε με λόγια ακατανόητα

2. που δεν μπορούν να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι που τον προκάλεσαν

αυτή η ενέργεια είναι για μένα ακατανόητη

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License