ART

 

.

Ετυμολογία

ακατάληπτος < ελληνιστική κοινή ἀκατάληπτος, ρηματικό επίθετο σε -τος από το ἀ- στερητικό + καταλαμβάνω

Επίθετο

ακατάληπτος, -η, -ο

* που δεν μπορείς να τον καταλάβεις

μιλούσε σε μια ακατάληπτη γλώσσα

Συνώνυμα

* ακατανόητος
* ασυνάρτητος

Συγγενικές λέξεις

* ακατάληπτα
* ακαταληψία

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License