ART

 

.

(*)

Η ομοφυλοφιλία ορίζεται ως η ερωτική έλξη ή και επαφή ατόμου προς άτομο του ιδίου φύλου.

Ετυμολογία

Ο όρος ομοφυλοφιλία είναι νεότερο, λόγιο μεταφραστικό δάνειο. Πλάστηκε στην Ελληνική κατά τον 19ο αι. ως απόδοση του γερμ. Homosexualität. Τον γερμανικό όρο είχε πλάσει ο Αυστριακός νευρολόγος-ψυχίατρος von Krafft-Ebing, ο οποίος μελέτησε συστηματικά τις σεξουαλικές αποκλίσεις. Η γερμανική λέξη είναι εν μέρει ελληνογενής (ως προς το λεξικό πρόθεμα Homo-, το οποίο ανάγεται στο αρχ. επίθετο ὁμός «κοινός, ο ίδιος»).

Συνεπώς, η ελληνική λέξη, αποδίδοντας τη γερμανική, πλάστηκε από το λεξικό πρόθεμα ομο- (< επίθ. ὁμός), το ουσιαστικό φύλον και το λεξικό επίθημα -φιλία, γνωστό από την ήδη αρχ. ομοφυλία «κοινή καταγωγή». Το ουσιαστικό ομοφυλόφιλος πλάστηκε αργότερα ως υποχωρητικός σχηματισμός (retrograde Bildung) από τη λ. ομοφυλοφιλία.

Ομοφυλόφιλος < ὁμός + φύλον + φιλία.

Αρνητική αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας

Βλέπε και κύριο άρθρο Ομοφοβία.

Η ομοφυλοφιλία αντιμετωπίστηκε και αντιμετωπίζεται από πολλούς ως κάτι αρνητικό. Πολλές θρησκείες την αντιμετωπίζουν ως αμαρτία και σε πολλές κοινωνίες είναι στιγματισμένη ως ανεπιθύμητο φαινόμενο.

Σύμφωνα με τη φύση

Ο κυριότερος λόγος για την αρνητική αντιμετώπιση της ομοφυλοφιλίας είναι η διάρρηξη του καθιερωμένου σχήματος ότι το αρσενικό ζευγαρώνει με το θηλυκό. Γι' αυτόν το λόγο έχει χαρακτηριστεί και ως "αφύσικη έλξη", εννοώντας ότι η φύση έχει φτιάξει τα δύο φύλα διαφορετικά, με σκοπό το ένα να έλκεται από το άλλο.

Απόρροια αυτής της άποψης είναι και η αντίληψη που θεωρεί σημαντική την ανατομική μαρτυρία και διαφοροποιεί έτσι την υποχρέωση όλων για σεβασμό του δικαιώματος επιλογής συντρόφου από την προσπάθεια να πειστούν ότι πρέπει να αλλάξει η παγιωμένη αίσθηση για την ενδεδειγμένη χρήση των οργάνων. Κατά την αντίληψη αυτή, η κατασκευή κάθε οργάνου παραπέμπει σε συγκεκριμένη χρήση και έτσι πρέπει να διαχωρίζεται ο σεβασμός στο δικαίωμα του κάθε ανθρώπου να χρησιμοποιεί τα μέλη του όπως επιθυμεί (να μην κινείται π.χ. με τα πόδια αλλά με τα χέρια), από κάθε είδους κοινωνική πίεση ώστε η χρήση αυτή να θεωρηθεί "φυσιολογική" ή ενδεδειγμένη.

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και το επιχείρημα ότι από την ομόφυλη σχέση δεν παράγονται απόγονοι. Θεωρείται ότι η φύση έχει προικίσει τους ζωντανούς οργανισμούς (μεταξύ αυτών και τον άνθρωπο) με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης, το οποίο περιέχει και την τάση της αναπαραγωγής. Η ηδονή του σεξ δεν είναι τίποτε άλλο από έκφραση αυτού του ενστίκτου, παρότρυνση στους οργανισμούς να αναπαραχθούν. Έτσι μια ένωση ομοφύλων αντιτίθεται σε αυτήν τη φυσική πρόνοια για τη διαιώνιση των ειδών και καταχράται της ηδονής του σεξ χωρίς να παράγει καρπούς ωφέλιμους για την κοινωνία και το ανθρώπινο είδος.

Αντεπιχειρήματα

Τα δύο κυριότερα αντεπιχειρήματα προέρχονται από τη φύση και τις θεωρούμενες σήμερα "φυσιολογικές" πρακτικές του ανθρώπινου είδους. Το επιχείρημα από τη φύση είναι ότι η ομοφυλοφιλία συναντάται και σε ζώα, τα οποία κατά τα άλλα δεν κινδυνεύουν να εξαφανιστούν. Κατά τα άλλα σε πολλές περιπτώσεις θεωρείται η επικυριαρχία πανω στα φυσικά ένστικτα αρετή. Το δεύτερο επιχείρημα είναι ότι το σεξ με προφυλάξεις (που στοχεύει μόνο στην ηδονή) και τα ετερόφυλα άτεκνα με τη θέλησή τους ζευγάρια δεν αντιμετωπίζουν την ίδια εχθρότητα με τους ομοφυλόφιλους, παρ' όλο που τα αποτελέσματα είναι τα ίδια (εναντίωση στα φυσικά ένστικτα και μη αναπαραγωγή).

Σύμφωνα με τη θρησκεία

Ένα βασικό επιχείρημα κατά της ομοφυλοφιλίας προέρχεται από τη θρησκεία. Γενικά, η ιουδαϊκή, η χριστιανική και η ισλαμική θρησκεία αντιτίθενται με βάση τα ιερά κείμενά τους στην ομοφυλοφιλία.

Στις Εβραϊκές Γραφές (Παλαιά Διαθήκη) γίνεται η εξής αναφορά στην ομοφυλοφυλία: «Καὶ ὃς ἂν κοιμηθῇ μετά ἄρσενος κοίτην γυναικός, βδέλυγμα ἐποίησαν ἀμφότεροι· θανάτῳ θανατούσθωσαν, ἔνοχοί εἰσιν». (Λευιτικό 18:22· 20:13, Ο') Παρόμοια, στην Καινή Διαθήκη η ομοφυλοφιλία χαρακτηρίζεται ως αφύσικη συνήθεια: «Ὁμοίως δὲ καὶ οἱ ἄρσενες ἀφέντες τὴν φυσικὴν χρῆσιν τῆς θηλείας ἐξεκαύθησαν ἐν τῇ ὀρέξει αὐτῶν εἰς ἀλλήλους, ἄρσενες ἐν ἄρσεσι τὴν ἀσχημοσύνην κατεργαζόμενοι καὶ τὴν ἀντιμισθίαν ἣν ἔδει τῆς πλάνης αὐτῶν ἐν ἑαυτοῖς ἀπολαμβάνοντες». (Ρωμαίους 1:27) Μάλιστα όσοι εμμένουν σε αυτή την πορεία «βασιλείαν Θεοῦ οὐ κληρονομήσουσι». (1 Κορινθίους 6:9, 10) Εκκλησιαστικοί πατέρες αντιμετώπισαν την αρσενοκοιτία —πολύ πιο σπάνια ασχολήθηκαν με το λεσβιασμό— ως αμαρτία, ενώ κάτι τέτοιο απαγορεύει και το Κοράνι.

Αντεπιχειρήματα

Το βασικό αντεπιχείρημα στα θρησκευτικά επιχειρήματα είναι ότι τα θρησκευτικά κείμενα πρέπει να ερμηνεύονται υπό τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες. Απαγορεύοντας οι θρησκείες την αρσενοκοιτία είχαν κυρίως κατά νου την πολλές φορές σκοτεινή και ανομολόγητη σαρκική της πλευρά, την αναζήτηση δηλαδή καθαρά σαρκικής ηδονής, αφού τις εποχές που γράφτηκαν οι κοινωνικά αποδεκτές ενώσεις ομοφύλων που στόχευαν σε αληθινή κοινωνία μεταξύ των συμμετεχόντων (όπως ο γάμος) ήταν μάλλον σπάνιες. Στην εποχή μας όμως τα ζευγάρια ομοφυλοφίλων που δε στοχεύουν μόνο στην πρόσκαιρη σαρκική ηδονή, αλλά και στην ένωση ψυχής και σώματος είναι πολύ περισσότερα (καθώς η διαρκής και επίσημη συμβίωση ομοφύλων εραστών είναι περισσότερο αποδεκτή). Οπότε απαγορεύοντας οι θρησκείες την ομοφυλοφιλία στην ουσία δεν απαγόρευαν τίποτε άλλο από άλλη μια μορφή υποδούλωσης της ψυχής στο σώμα. Έτσι απαγόρευσαν τη λαιμαργία, χωρίς όμως να απαγορεύσουν και το φαγητό.

Η ομοφυλοφιλία στην ιστορία

Αρχαία Ελλάδα

Πολλές είναι οι αναφορές στην ομοφυλοφιλία στην Αρχαία Ελλάδα, έτσι ώστε πολλοί μελετητές να πιστεύουν ότι ήταν κάτι διαδεδομένο. Οι αναφορές στον Όμηρο για τη φιλία Αχιλλέα και Πατρόκλου, ειδικά ο θρήνος του πρώτου για το χαμό του συντρόφου του, κάνουν πολλούς να πιστεύουν ότι ήταν ερωτικό ζευγάρι. Οι απόψεις ενισχύονται από το μύθο για τον έρωτα του Δία για το Γανυμήδη. Στην αρχαία Αθήνα θεωρείται κομμάτι του "παιδαγωγικού έρωτος", κατά τον οποίο ο δάσκαλος δεν είχε μόνο πνευματικό ενδιαφέρον για το μαθητή. Διαδεδομένη είναι και η αντίληψη ότι μεγαλύτερης ηλικίας Αθηναίοι πήγαιναν στα γυμναστήρια, όπου οι έφηβοι γυμνάζονταν γυμνοί (εξ ου και η λέξη), για να τους θαυμάσουν και να βρουν εραστές. Στη Σπάρτη και στις δωρικές κοινωνίες πιστεύεται ότι ήταν τμήμα της ζωής των στρατιωτών και αναπόσπαστο τμήμα της κοινοτικής ζωής.

(βλ. και λήμμα: Γενετήσιες σχέσεις στην αρχαία Ελλάδα)

Επιστημονικές μελέτες για την ομοφυλοφιλία

Στο ζήτημα αν η ομοφυλοφιλία είναι κάτι που μαθαίνεται ή είναι έμφυτη τάση διάφορες μελέτες προτείνουν μια πιθανή γενετική βάση για την ομοφυλοφιλική συμπεριφορά. Είναι πολύ δύσκολο, εντούτοις, να καθιερωθεί αποφασιστικά η γενετική προέλευση για οποιαδήποτε ανθρώπινη συμπεριφορά, και η μελέτη της ομοφυλοφιλίας παρουσιάζει μερικά μοναδικά προβλήματα (McGuire, 1995).

Οι μελέτες για την ομοφυλοφιλία παρουσιάζουν δυσκολία στην κατάταξη των ατόμων ως έχοντα τα γνωρίσματα που χαρακτηρίζουν τους ομοφυλόφιλους. Οι ερευνητές θα πρέπει να αποφασίσουν εάν θα στηριχθούν στη συχνότητα της ομοφυλοφιλικής συμπεριφοράς, στην ηλικία στην οποία άρχισε ή στην παρουσία των ομοφυλοφιλικών φαντασιώσεων. Το πρόβλημα γίνεται δυσκολότερο επειδή πολλοί άνθρωποι είναι απρόθυμοι να αναγνωρίσουν το σεξουαλικό προσανατολισμό τους (Billings & Beckwith, 1993).

Η έρευνα στη βιολογική βάση της ομοφυλοφιλίας έχει εστιάσει σε τέσσερις περιοχές:

* δομικές μετρήσεις του εγκεφάλου
* των γενετικών δεδομένων
* των οικογενειακών τάσεων και
* των ανατομικών ομοιοτήτων.

Σε μια μελέτη εγκεφάλου, οι LeVay και Hamer το 1994 ανέφεραν ότι ένα τμήμα μέσα στον ανθρώπινο εγκέφαλο αποτελεί βιολογικό δεδομένο για την αρσενική ομοφυλοφιλία. Εξέτασαν τμήμα του υποθαλάμου του εγκεφάλου σε δείγματα αυτοψίας από 19 ομοφυλόφιλους και 16 ετεροφυλόφιλους άνδρες, και 6 γυναίκες άγνωστου σεξουαλικού προσανατολισμού. Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η περιοχή που μελετήθηκε ήταν δύο φορές μεγαλύτερη στους ετεροφυλόφιλους άνδρες απ' ότι στις γυναίκες, ενώ ήταν δύο ή τρεις φορές μεγαλύτερη στους ετεροφυλόφιλους άνδρες από την αντίστοιχη στους ομοφυλόφιλους.

Βέβαια, υποστηρίχθηκε επίσης ότι τα δείγματα ίσως ήταν προβληματικά επειδή όλα τα άτομα πέθαναν από AIDS και οι διαφορές στον εγκέφαλο μπορεί να προήλθαν από ορμονικές ανωμαλίες που συνδέονται με το AIDS. Επιπλέον, οι μελέτες είναι δύσκολο να γίνουν και πολύ δύσκολο να επαναληφθούν.

Άλλα ερευνητικά συμπεράσματα προτείνουν ότι μια περιοχή του χρωμοσώματος Χ μπορεί να διαδραματίσει κάποιο ρόλο στον καθορισμό του αρσενικού σεξουαλικού προσανατολισμού (Hamer, Hu, Magnuson, HU & Pattatucci, 1993, Hu, Pattatucci & Hamer 1995, LeVay & Hamer, 1994). Οι ερευνητές ανέφεραν ότι 33 από τα 40 ζεύγη ομοφυλόφιλων αδελφών είχαν τους ίδιους q28 δείκτες στα χρωμοσώματα Χ. Η κριτική που ασκήθηκε στην μελέτη αυτή (Byne 1994) ανέφερε πως καλύφθηκε ένα μικρό μόνο δείγμα ομοφυλόφιλων ανδρών, χωρίς να γίνουν εξετάσεις στα ετεροφυλόφιλα αδέλφια τους.

Ο Cherny εντούτοις, παρουσίασε μια μελέτη, που όχι μόνο επιβεβαίωσε τα πορίσματα σε ένα νέο δείγμα 33 ζευγαριών ομοφυλοφίλων, αλλά επιπλέον διαπίστωσε ότι ο Xq28 δείκτης δεν υπήρχε στους ετεροφυλόφιλους αδελφούς τους (Holden, 1995). Έτσι δημιουργήθηκε η υπόθεση ότι η μητρική επιρροή ήταν σημαντική στην ομοφυλοφιλία ως πιθανός γενετικός φορέας κάποιου γονιδίου που σχετίζεται με την ομοφυλοφιλία.

Οι μελέτες που έγιναν σε διδύμους και τις οικογένειές τους είναι βασισμένες στην αρχή ότι τα γενετικά γνωρίσματα συνοδεύουν την οικογένεια. Οι Bailey και Bell (1993) εξέτασαν μια μεγάλη ομάδα αρρένων ομοφυλόφιλων και ετεροφυλόφιλων, συμπεριλαμβανομένων και ομοζυγωτών και ετεροζυγωτών διδύμων, μη δίδυμων αμφιθαλών και υιοθετημένων αμφιθαλών αδελφών. Τα αποτελέσματά έδειξαν ότι 52% των ομοζυγωτών δίδυμων ήταν και οι δύο ομοφυλόφιλοι, έναντι 24% των διδύμων ετεροζυγωτών. Δεδομένου ότι οι ομοζυγώτες δίδυμοι μοιράζονται 100% των γονιδίων και οι ετεροζυγώτες δίδυμοι το 50% περίπου, τα αποτελέσματα αυτά πρότειναν μια βιολογική βάση για την ομοφυλοφιλία.

Επιπλέον, βρέθηκε ότι στους μη δίδυμους αδελφούς (που μοιράζονται επίσης το 50% περίπου των γονιδίων τους), μόνο το 9% ήταν και οι δύο ομοφυλόφιλοι. Επιπλέον, τα υιοθετημένα αδέλφια που δεν μοιράζονται οποιαδήποτε γονίδια, σε ποσοστό 11% ήταν και τα δύο ομοφυλόφιλοι. Σύμφωνα με τους ερευνητές, τα αποτελέσματά αυτά δείχνουν πως η ομοφυλοφιλία αφορά ένα μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων από το 1-5% που αναφέρουν συνήθως οι στατιστικές, ενώ θεωρούν ότι κάτι στο περιβάλλον διαδραματίζει ενεργό ρόλο στη σεξουαλική προτίμηση.

Έτσι, το σύνολό των αποτελεσμάτων δείχνουν ότι ενώ η γενετική είναι πιθανό να διαδραματίσει τον ρόλο της στην ομοφυλοφιλία, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες συμβάλλουν επίσης στο σεξουαλικό προσανατολισμό (Byne 1994, Haynes, 1995).

Σε άλλες μελέτες, ορισμένα ανατομικά και φυσιολογικά γνωρίσματα συνδέθηκαν με την ομοφυλοφιλία. Για παράδειγμα, σε σχέση με την τάση χρήσης ενός μόνο χεριού, διαπιστώθηκε ότι πολύ λιγότεροι ομοφυλόφιλοι ήταν δεξιόχειρες (Holtzen 1994). Επίσης, οι McCormick και Witelson (1994) επίσης ανέφεραν ότι τα ομοφυλόφιλα άτομα, ανεξαρτήτου φύλου, ήταν συχνότερα αριστερόχειρες. Κάποτε διατυπώθηκε η σύγκριση αυτού του γεγονότος με το ότι οι αριστερόχειρες είναι άτομα με αυξημένης ευφυίας αλλά οι επιστήμονες δεν μπόρεσαν να βρουν τον λόγο της σύνδεσης Ομοφυλοφιλία <=> Αριστερόχειρας <=> Αυξημένη ευφυία (τουλάχιστον μέχρι σήμερα).

Επιπλέον ανάγνωση

Βιβλιογραφία

Εγκυκλοπαίδεια Ψυχολογίας

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License