ART

 

.

Ο όρος Αρχαία Ρώμη περιγράφει έναν πολιτισμό που είχε τις ρίζες του σε μια μικρή αγροτική κοινότητα η οποία ιδρύθηκε στην ιταλική χερσόννησο κατά τον 10ο αιώνα π.Χ. Ανήκοντας γεωγραφικά στο χώρο της Μεσογείου Θαλάσσης, εξελίχθηκε σε μια από τις εκτενέστερες αυτοκρατορίες στην ιστορία.[1]

Με την πάροδο των αιώνων, το ρωμαϊκό πολίτευμα μετατράπηκε από μοναρχία σε ολιγαρχική δημοκρατία, και κατόπιν σε μια όλο και πιο συγκεντρωτική αυτοκρατορία. Κατέληξε να κυριαρχήσει στο σύνολο της Δυτικής Ευρώπης και της Μεσογείου διαμέσου της κατάκτησης και της αφομοίωσης.

Η παρακμή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας επήλθε τον 5ο αιώνα μ.Χ. Μαστιζόμενη από πολιτική αστάθεια και αφού δέχτηκε πολυάριθμες επιθέσεις από μεταναστεύοντες πληθυσμούς, το δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένων της Ισπανίας, της Γαλατίας και της Ιταλίας, διαιρέθηκε σε ανεξάρτητα βασίλεια κατά τον 5ο αιώνα. Το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας, του οποίου η κυβέρνηση είχε σαν έδρα την Κωνσταντινούπολη, επιβίωσε της κρίσης και συνέχισε να υφίσταται για μια ακόμη χιλιετιρίδα, μέχρι που τα υπολείμματά του κατακτήθηκαν από την ανερχόμενη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Το μεσαιωνικό αυτό κράτος της Ανατολής συνήθως αναφέρεται από τους ιστορικούς ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία».

Ο ρωμαϊκός πολιτισμός συχνά κατατάσσεται στην «Κλασική Αρχαιότητα» μαζί με την Αρχαία Ελλάδα, ενός πολιτισμού που επηρέασε καθοριστικά αυτόν της Αρχαίας Ρώμης. Ο τελευταίος είχε σημαντική συνεισφορά στη διαμόρφωση της νομοθεσίας, της τέχνης, της λογοτεχνίας, της πολεμικής τέχνης, της αρχιτεκτονικής, της τεχνολογίας και της γλώσσας στον δυτικοευρωπαϊκό κόσμο, και η ιστορία του εξακολουθεί να επηρεάζει το σημερινό παγκόσμιο πολιτισμό.

Η Ρωμαϊκή Ιστορία

Ίδρυση του Ρωμαϊκού Βασιλείου

Κυρίως άρθρο: Ρωμαϊκό Βασίλειο

Σύμφωνα με το θρύλο, η Ρώμη ιδρύθηκε το 753 π.Χ. από το Ρωμύλο και το Ρέμο, δύο δίδυμα αδέρφια, απογόνους του Τρώα πρίγκιπα Αινεία,[2] που ανατράφηκαν από μια λύκαινα. Η παράδοση θέλει την ίδρυση της Ρώμης να λαμβάνει χώρα στις 21 Απριλίου 753 π.Χ.

Οι Ρωμύλος και Ρέμος ήταν εγγονοί του βασιλιά του Λατίου, που είναι γνωστός με το όνομα Νουμίτωρ. Τον μονάρχη αυτό εκθρόνισε ο μοχθηρός αδερφός του Αμούλιος, θανατώνοντας τους αρσενικούς του απογόνους. Τη δε κόρη του, Ρέα Συλβία, την ανάγκασε να γίνει μια από τις Εστιάδες Παρθένες, οι οποίες ορκίζονταν αγνότητα για τρίαντα χρόνια. Σαν αποτέλεσμα η γραμμή του Νουμίτορος δεν θα αποκτούσε άλλους απογόνους.

Η Ρέα Συλβία τελικά έφερε στον κόσμο δίδυμα αγόρια, τα οποία υποστήριξε πως της χάρισε ο θεός Μαρς. Ο νέος βασιλιάς, που φοβήθηκε πως οι δύο ημίθεοι θα του έκλεβαν το θρόνο διέταξε να θανατωθούν. Η ευσπαλαχνία ενός υπηρέτη οδήγησε στην εγκατάλειψή τους στον Τίβερη, όπου τα βρήκε και τα θήλασε μια λύκαινα. Όταν μεγάλωσαν τα δίδυμα αποκατέστησαν την αδικία επιστρέφοντας το θρόνο στον παππού τους.[3]

Τα δίδυμα ίδρυσαν τότε τη δική τους πόλη. Ωστόσο ο Ρωμύλος θανάτωσε τον αδερφό του, Ρέμο, έπειτα από σφοδρή διαφωνία. Κατά μία εκδοχή για το ποιος θα κυβερνήσει τη νέα πόλη, κατά μία άλλη για το ποιος θα χαρίσει το όνομά του στην πόλη.[4] Από τον Ρωμύλο τελικά πήρε το όνομά της η Ρώμη. Καθώς ο γυναικείος πληθυσμός της ήταν ιδιαίτερα χαμηλός, οι Λατίνοι κάλεσαν τους Σαβίνους σε μια γιορτή και έκλεψαν τα νεαρά τους κορίτσια, γεγονός που οδήγησε τελικά στην ένωση και αφομοίωση των δύο λαών.[5]

Η πόλη της Ρώμης αναπτύχθηκε γύρω από ένα οχυρό στον ποταμό Τίβερη, αποτελώντας σταυροδρόμι των ταξιδευτών και των εμπόρων.[3] Σύμφωνα με τις αρχαιολογικές έρευνες το χωριό της Ρώμης ιδρύθηκε κατά πάσα πιθανότητα κάποια στιγμή τον 8ο αιώνα π.Χ., αν και θα μπορούσε να προϋπήρχε από το 10ο αιώνα π.Χ., φιλοξενώντας λατινικά φύλα, στην κορυφή του Παλατίνου Λόφου.[6][7]

Οι Ετρούσκοι, που παλαιότερα είχαν εγκασταθεί στα βόρεια, στην Ετρουρία, από ό,τι φαίνεται ασκούσαν πολιτική επιρροή στην περιοχή κατά τα τέλη του 7ου αιώνα π.Χ., αποτελώντας την αριστοκρατική τάξη. Μέχρι τα τέλη του επόμενου αιώνα, οι Ετρούσκοι είχαν χάσει την εξουσία, και ήταν τότε που Λατίνοι και οι Σαβίνοι άλλαξαν τη μορφή διακυβέρνησης υιοθετώντας το δημοκρατικό πολίτευμα, το οποίο περιόριζε τη δύναμη των κυβερνόντων.[8]

Η ρωμαϊκή παράδοση, όπως και οι αποδείξεις που παρέχουν οι αρχαιολόγοι, καταδεικνύει ένα σύμπλεγμα στη Ρωμαϊκή Αγορά (Forum Romanum), ως έδρα του βασιλέως και του πρώτου θρησκευτικού κέντρου. Ο Νουμάς Πομπίλιος αποτέλεσε το δεύτερο βασιλιά της Ρώμης, ως διάδοχος του Ρωμύλου. Ήταν αυτός που έβαλε σε εφαρμογή τα πρώτα μεγάλα έργα ανοικοδόμησης της πόλης, το παλάτι του στη Ρετζία και τον Οίκο των Εστιάδων Παρθένων.

Η Ρωμαϊκή Δημοκρατία

Κυρίως άρθρο: Ρωμαϊκή Δημοκρατία

Η εγκαθίδρυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας έλαβε χώρα περίπου το 509 π.Χ. όταν ο τελευταίος των επτά βασιλέων της Ρώμης, Ταρκήνιος Σουπέρβος, ανατράπηκε και στη θέση του εγκαθιδρύθηκε ένα σύστημα βάσει του οποίου κυβερνούσαν αιρετοί άρχοντες που εκλέγονταν κάθε χρόνο, καθώς και διάφορες μορφές συνελεύσεων. [9] Η ψήφιση συντάγματος καθόρισε μια σειρά από ελεγκτικά όργανα και σαφή διαχωρισμό των εξουσιών.

Οι σημαντικότεροι από τους αξιωματούχους της πόλης ήταν οι δύο ύπατοι (consules), που ασκούσαν από κοινού την εκτελεστική εξουσία, η οποία συχνά περιγράφεται με τον όρο «imperium».[10] Οι ύπατοι έπρεπε να συνεργαστούν με τη Σύγκλητο, την οποία συγκροτούσαν οι ευγενείς, γνωστοί ως «πατρίκιοι». Αρχικά ο ρόλος της ήταν συμβουλευτικός, ωστόσο με το πέρασμα του καιρού απέκτησε μεγαλύτερο μέγεθος και σημαντική πολιτική δύναμη.[11] Άλλα αξιώματα της ρωμαϊκής κοινωνίας περιλαμβάνουν τους πραίτορες (Praetor), τους αγορανόμους (Aedile) και τους κυαίστορες (Quaestor).[12] Τα άτομά αυτά αρχικά επιλέγονταν κατά αποκλειστικότητα από τους πατρικίους, αλλά αργότερα έγιναν προσιτά και για κοινούς ανθρώπους, που ήταν γνωστοί με το όνομα «πληβείοι».[12] Εκλογικά σώματα ήταν η Λοχίτιδα Εκκλησία (comitia centuriata), η οποία αποφάσιζε για θέματα πολέμου και ειρήνης και επίσης φρόντιζε για την εκλογή των αξιωματούχων, και η Φυλετική Εκκλησία (comitia tributa), η οποία εξέλεγε κατώτερους αξιωματούχους.[13]

Οι Ρωμαίοι σταδιακά υπέταξαν τους υπόλοιπους πληθυσμούς της ιταλικής χερσοννήσου, ανάμεσα στους οποίους και τους Ετρούσκους.[14] Η τελευταία απειλή για τη ρωμαίκή κυριαρχία εμφανίστηκε όταν ο Τάραντας, μια ισχυρή ελληνική αποικία, ζήτησε τη βοήθεια του βασιλιά της Ηπείρου, του Πύρρου. Εντούτοις, ακόμη κι αυτή η προσπάθεια τελικά απέτυχε.[15][16] Οι Ρωμαίοι διασφάλισαν την κυριαρχία τους ιδρύοντας αποικίες σε στρατηγικά σημεία, κερδίζοντας σταθερό έλεγχο στα εδάφη αυτά.[17] Κατά το δεύτερο μισό του 3ου αιώνα π.Χ., η Ρώμη συγκρούστηκε με την Καρχηδόνα στον πρώτο από τους τρεις συνολικά Καρχηδονιακούς Πολέμους. Οι συγκρούσεις αυτές είχαν σαν αποτέλεσμα τις πρώτες υπερπόντιες κατακτήσεις των Ρωμαίων, της Σικελίας και της Ισπανίας, και την άνοδο της Ρώμης σαν υπολογίσιμη δύναμη.[18][19] Αφού πέτυχαν καθοριστικές νίκες κατά των Μακεδόνων και των Σελευκιδών το 2ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι έγιναν ο ισχυρότερος λαός στο χώρο της Μεσογείου.[20][21]

Η νέα αυτή δύναμη όμως, έφερε εσωτερικές διενέξεις. Οι Συγκλητικοί απέκτησαν μεγάλο πλούτο χάρις στις κατακτηθείσες περιοχές, αλλά οι στρατιώτες που ήταν στην πλειοψηφία τους μικρογαιοκτήμονες, βρίσκονταν για όλο και μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα μακρυά από την πατρίδα και δεν μπορούσαν να φροντίσουν τη γη τους. Η αυξημένη εξάρτηση από τους ξένους σκλάβους και η μεγάλη έκταση που είχαν λάβει τα λατιφούντια (αγροτικά κτήματα) μείωσαν τις δυνατότητες εύρεσης αμοιβόμενης εργασίας.[22][23] Τα έσοδα από τα πολεμικά λάφυρα, την εξάπλωση του εμπορίου και τη συλλογή φόρων δημιούργησαν νέες οικονομικές ευκαιρίες για τους εύπορους, δημιουργώντας μια νέα κοινωνική τάξη εμπόρων, που καλούνταν «ιππείς».[24] Ο Κλαυδιανός Νόμος (lex Claudia) απαγόρευε στα μέλη της Συγκλήτου να ασχολούνται με το εμπόριο, αλλά κι από την άλλη, αν και θεωρητικά οι ιππείς μπορούσαν να ενταχθούν στη Σύγκλητο, η δύναμή τους ήταν ιδιαίτερα περιορισμένη.[25][24]

Αενάως η Σύγκλητος προέβαλλε ενστάσεις, παρεμποδίζοντας ξανά και ξανά την ψήφιση αγροτικών μεταρρυθμίσεων, αρνούμενη παράλληλα να παραχωρήσει στην τάξη των ιππέων περισσότερα πολιτικά δικαιώματα. Παράλληλα, άγριες συμμορίες που απαρτίζονταν από άνεργους ταραχοποιούς, τις οποίες ήλεγχαν αντιμαχόμενοι συγκλητικοί, εκφόβιζαν το εκλογικό σώμα με την άσκηση βίας. Η κατάσταση κλιμακώθηκε στα τέλη του 2ου αιώνα π.Χ. όταν ήρθαν στο προσκήνιο οι αδερφοί Γράκχοι, ένα ζεύγος τριβούνων που προσπάθησαν να προχωρήσουν σε αναδασμό της γης των προνομιούχων, παραδίδοντάς την στα χέρια των πληβείων. Και τα δύο αδέρφια βρήκαν το θάνατο, αλλά η Σύγκλητος πέρασε κάποια σχετικά ψηφίσματα σε μια προσπάθεια να ηρεμίσει το λαό που βρισκόταν σε επαναστατικό αναβρασμό. Η άρνηση παροχής των δικαιωμάτων του Ρωμαίου Πολίτη στους κατοίκους των συμμαχικών ιταλικών πόλεων οδήγησε στον Συμμαχικό Πόλεμο του 91 – 88 π.Χ.[26] Οι στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις του Γάιου Μάριου είχαν σαν αποτέλεσμα να δείχνουν τα στρατεύματα μεγαλύτερη αφοσίωση στο διοικητή τους παρά στην ίδια την πόλη. Έτσι ένας ισχυρός στρατηγός μπορούσε να κρατά την πόλη και τη Σύγκλητο σε κατάσταση ομηρείας.[27] Η κατάσταση αυτή επέφερε τον πόλεμο ανάμεσα στο Μάριο και τον προστατευόμενό του, Σύλλα, και είχε σαν επακόλουθο την εγκαθίδρυση δικτατορίας από το Σύλλα κατά την περίοδο 81 – 79 π.Χ.[28]

Στα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. τρεις άνδρες, ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Πομπήιος και ο Κράσσος, σχημάτισαν μια συμμαχία, γνωστή ως Πρώτη Τριανδρία, για να ελέγξουν τη Δημοκρατία. Αφού ο Καίσαρ κατέκτησε τη Γαλατία, η διαφωνία του με τη Σύγκλητο οδήγησε στο ξέσπασμα εμφυλίου πολέμου, με τον Πομπήιο να ηγείται των στρατευμάτων για λογαριασμό της Συγκλήτου. Νικητής αναδείχτηκε ο Καίσαρ, που αργότερα ονομάστηκε Δικτάτωρ δια Βίου.[29] Ωστόσο οι πολιτικοί του αντίπαλοι των δολοφόνησαν το Μάρτιο του 44 π.Χ. ώστε να σταματήσουν την ιλιγγώδη ανοδική του πορεία. Η επόμενη ημέρα όμως, έφερε στην εξουσία μια νέα Δεύτερη Τριανδρία, που την αποτελούσαν ο Οκταβιανός, κληρονόμος του Καίσαρα, και οι πρώην σύμμαχοί του, Μάρκος Αντώνιος και Μάρκος Αιμίλιος Λέπιδος.[30][31] Η εύθραυστη αυτή συμμαχία κατέληξε σε μια ανηλεή μάχη για κυριαρχία. Αρχικά ο Λέπιδος εξορίστηκε από την πολιτική ζωή, και κατόπιν ο Οκταβιανός, με τις πολύτιμες υπηρεσίες του στρατηγού του Μάρκου Αγρίππα, πέτυχε ολοκληρωτική νίκη κατά του Μάρκου Αντωνίου και της συντρόφου του, Βασίλισσας Κλεοπάτρας Ζ' της Αιγύπτου στην περιβόητη Ναυμαχία του Ακτίου το 31 π.Χ. Μετά την εξέλιξη αυτή ο Οκταβιανός έμεινε ο μόνος αδιαμφισβήτητος κύριος της Ρώμης.[32]

Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Κυρίως άρθρα: Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία και Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Έχοντας νικήσει τους εχθρούς του, ο Οκταβιανός λαμβάνει το όνομα «Αύγουστος» και συγκεντρώνει στο πρόσωπό του τις σημαντικότερες εξουσίες του κράτους, συντηρώντας μια ψεύτικη εικόνα τήρησης των δημοκρατικών παραδόσεων.[33] Ο διάδοχος που ο ίδιος όρισε, ο Τιβέριος, ανέλαβε τα ηνία χωρίς να συναντήσει αντίσταση, εδραιώνοντας την Ιουλιο-Κλαυδιανή δυναστεία, η οποία και διατηρήθηκε στην εξουσία μέχρι το θάνατο του Νέρονα το 68.[34] Η επέκταση του κράτους, που πλέον είναι Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, συνεχίστηκε και η νέα μορφή διακυβέρνησης παρέμεινε χωρίς κλυδωνισμούς,[35] παρά το γεγονός πως ανήλθαν στην εξουσία μια σειρά από ηγεμόνες τους οποίους πολλοί ιστορικοί κατονομάζουν ως ανίκανους και διεφθαρμένους. Για παράδειγμα ο Καλιγούλας θεωρείται από πολλούς παράφρων, ενώ ο Νέρων κατηγορήθηκε πως φρόντιζε πολύ περισσότερο για την προσωπική του καλοπέραση παρά για τα ζητήματα του κράτους.[36] Κατόπιν ακολούθησε η περίοδος διακυβέρνησης της δυναστείας των Φλαβίων.[37] Κατά την περίοδο που ανήλθαν στο θρόνο οι «Πέντε Καλοί Αυτοκράτορες» (96-180) η Αυτοκρατορία έφτασε στο απώγειο της εδαφικής, οικονομικής και πολιτιστικής της ακμής.[38] Το κράτος ήταν ασφαλές τόσο από εσωτερικούς όσο και από εξωτερικούς εχθρούς, ενώ η αυτοκρατορία ζούσε μέσα στην ευδαιμονία που της εξασφάλισε η «Pax Romana», η περήφημη «Ρωμαϊκή Ειρήνη».[39][40] Αφού ο Τραϊανός ολοκλήρωσε την κατάκτηση της Δακίας, η Αυτοκρατορία έφτασε στην κορυφή της εδαφικής της επέκτασης: τα εδάφη της Αυτοκρατορίας κάλυπταν 6,5 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα (2,5 εκατομμύρια τετραγωνικά μίλια).[41]

Κατά την περίοδο 193-235 κυβέρνησε η δυναστεία των Σεβήρων, που ανέδειξε μια σειρά από ανάξιους ηγεμόνες.[42] Το γεγονός αυτό από κοινού με την αυξανόμενη ανάμειξη του στρατού σε θέματα διαδοχής οδήγησε σε μια περίοδο εσωτερικής απορρύθμισης και εξωτερικών εισβολών, που είναι γνωστή ως «Κρίση του Τρίτου Αιώνα».[43][44] Στην κρίση έβαλε τέλος ένας ικανός Αυτοκράτορας, ο Διοκλητιανός, ο οποίος το 293 αποφάσισε να διαιρέσει την αχανή Αυτοκρατορία σε δύο τμήματα, το Ανατολικό και το Δυτικό, τα οποία κυβέρνησε μια τετραρχία, την οποία αποτελούσαν δύο συν-αυτοκράτορες και οι δύο κατώτερου αξιώματος συνεργάτες τους.[45] Οι συγκυβερνήτες αυτοί κατέληξαν να μάχονται για επικράτηση για πάνω από μισό αιώνα. Στις 11 Μαΐου 330, ο Μέγας Κωνσταντίνος μετέφερε την πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο, μετονομάζοντάς το σε Κωνσταντινούπολη.[46] Η Αυτοκρατορία διαιρέθηκε οριστικά σε Ανατολική (μετέπειτα γνωστή ως «Βυζαντινή Αυτοκρατορία») και Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία το 395.[47]

Η Δυτική Αυτοκρατορία μαστιζόταν συνεχώς από βαρβαρικές εισβολές και με το πέρασμα των αιώνων υπέπεσε σε παρακμή.[48] Τον 4ο αιώνα η μετανάστευση των Ούνων προς τα δυτικά ανάγκασε τους Βησιγότθους να αναζητήσουν καταφύγιο μέσα στα εδάφη της Αυτοκρατορίας.[49] Το 410 οι Βησιγότθοι, ηγεμόνας των οποίων ήταν ο Αλαρίκ Α', λεηλάτησαν την ίδια την πόλη της Ρώμης.[50] Οι Βάνδαλοι κατέλαβαν τις επαρχίες της Γαλατίας, Ισπανίας και τη Βόρεια Αφρική, ενώ το 455 λεηλάτησαν τη Ρώμη.[51] Στις 4 Σεπτεμβρίου 476, ο Γερμανός φύλαρχος Οδοάκερ εξανάγκασε τον τελευταίο Αυτοκράτορα της Δύσης, το Ρωμύλο Αύγουστο, να εγκαταλείψει το θρόνο του.[52] Έχοντας επιβιώσει για περίπου 1200 χρόνια, η κυριαρχία των Ρωμαίων στη Δύση έλαβε τέλος.[53]
Η Ανατολική Αυτοκρατορία, αντιμετώπισε με τη σειρά της παρόμοιες δυσκολίες, αλλά δεν υπέπεσε τόσο σύντομα. Ο Ιουστινιανός κατάφερε να ξανακατακτήσει τη Βόρεια Αφρική και την Ιταλία, αλλά οι κτήσεις των βυζαντινών στη Δύση περιορίστηκαν στη Βόρεια Ιταλία και στη Σικελία μόλις λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Ιουστινιανού.[54] Στην ανατολή, ιδίως μετά την εξάπλωση μιας επιδημίας πανώλης, οι Βυζαντινοί ήρθαν σε δύσκολη θέση εξαιτίας της ανόδου του Ισλάμ, του οποίου οι πιστοί, αφού κατέκτησαν εδάφη της Συρίας και της Αιγύπτου, απείλησαν άμεσα την Κωνσταντινούπολη.[55][56] Οι Βυζαντινοί, ωστόσο, κατάφεραν να περιορίσουν την επέκταση των μωαμεθανών τον 8ο αιώνα, και μάλιστα τον 9ο αιώνα διεκδίκησαν με αξιώσεις παλαιότερες κτήσεις τους.[57][55] Το 1000 μ.Χ. η Ανατολική Αυτοκρατορία βρέθηκε στη μεγαλύτερη ακμή της. Ο Βασίλειος Β' κατάκτησε ξανά τη Βουλγαρία και την Αρμενία, ενώ ανθούσαν οι τέχνες και το εμπόριο.[58] Εντούτοις, η επέκταση αυτή έλαβε απότομο τέλος μετά τη Μάχη του Μάτζικερτ το 1071. Με τον τρόπο αυτό η αυτοκρατορία οδηγήθηκε γρήγορα σε παρακμή. Συνεχόμενοι αιώνες εσωτερικών ταραχών και τουρκικών εισβολών, ανάγκασαν τον Αυτοκράτορα Αλέξιο Α' τον Κομνηνό να απευθυνθεί στη Δύση για βοήθεια το 1095.[55] Οι Δυτικοί απάντησαν στο κάλεσμα στα πλαίσια των Σταυροφοριών, λεηλατώντας τελικά την Κωνσταντινούπολη το 1204 κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Σταυροφορίας. Την κατάληψη της Πόλης ακολούθησε η διαίρεση των περιορισμένων εδαφών της πάλαι ποτέ κραταιάς Αυτοκρατορίας σε μικρότερα κράτη.[59] Όταν η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε από τις βυζαντινές δυνάμεις, η Αυτοκρατορία δεν ήταν παρά ένα ελληνικό κράτος στα παράλια του Αιγαίου. Η Ανατολική Αυτοκρατορία έπεσε οριστικά όταν ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής κατέλαβε την Πόλη στις 29 Μαΐου 1453.[60]

Η Ρωμαϊκή Κοινωνία
Η αυτοκρατορική Ρώμη ήταν το μεγαλύτερο αστικό κέντρο της εποχής του, με πληθυσμό που προσέγγιζε το ένα εκατομμύριο (περίπου το μέγεθος του Λονδίνου στις αρχές του 19ου αιώνα, οπότε και ήταν η μεγαλύτερη πόλη του κόσμου). Οι ειδικοί ορίζουν το ανώτατο όριο της προσέγγισης αυτής στα 14 εκατομμύρια και το κατώτερο στους 450.000 ανθρώπους. Οι δημόσιοι χώροι της πόλης αντηχούσαν τόσο πολύ εξαιτίας των διερχόμενων αρμάτων με τις σιδερένιες ρόδες, που ο Ιούλιος Καίσαρ κάποτε πρότεινε να απαγορευτεί η κυκλοφορία των τροχοφόρων κατά τη διάρκεια της μέρας. Οι ιστορικοί υπολογίζουν πως περίπου το 20% των πληθυσμών που ζούσαν κάτω από την ρωμαϊκή ηγεμονία κατοικούσε σε αμέτρητα αστικά κέντρα, με πληθυσμό άνω των 10.000 ατόμων. Πρόκειται για έναν ιδιαίτερα υψηλό βαθμό αστικοποίησης από τη στιγμή που πρόκειται για την προ-βιομηχανική περίοδο. Τα περισσότερα από αυτά τα κέντρα είχαν δική τους αγορά και ναούς, καθώς και τους ίδιους τύπους κτιρίων, σε μικρότερη κλίμακα, που συναντούσε κανείς στη Ρώμη.

Ταξικός διαχωρισμός

Η ρωμαϊκή κοινωνία χαρακτηριζόταν από ιεραρχική οργάνωση, με τους σκλάβους (servi) στη βάση, τους απελεύθερους (liberti) λίγω παραπάνω και τους γεννημένους ελεύθερους πολίτες (cives) στην κορυφή. Οι ελεύθεροι πολίτες ταξινομούνταν με τη σειρά τους σε περαιτέρω κοινωνικές τάξεις. Η ευρύτερη και αρχαιότερη διαίρεση ήταν ανάμεσα στους πατρικίους, οι οποίοι ήταν απόγονοι κάποιου από τους 100 Πατριάρχες που ίδρυσαν την πόλη, και στους πληβείους, οι οποίοι δεν ήταν. Αυτό το κριτήριο έγινε λιγότερο σημαντικό προς το τέλος της δημοκρατικής περιόδου, καθώς ορισμένες οικογένειες πληβείων απέκτησαν πλούτη και ασχολήθηκαν με την πολιτική, ενώ κάποιες οικογένειες πατρικίων γνώρισαν δύσκολες μέρες. Οποιοσδήποτε, πατρίκιος ή πληβείος, που διέθετε κάποιον ύπατο για πρόγονο άνηκε στους ευγενείς (nobilis). Κάποιος άνδρας που ήταν ο πρώτος από την οικογένειά του που ανερχόταν στη θέση του ύπατου, όπως ο Μάριος και ο Κικέρων, ήταν γνωστός με την ονομασία «novus homo», δηλαδή «καινούριος άνθρωπος», μετατρέποντας τους απογόνους του σε ευγενείς. Η καταγωγή από παλαιά οικογένεια πατρικίων, ωστόσο, ακόμη και τότε ήταν σημάδι ιδιαίτερου κύρους, και πολλά θρησκευτικά αξιώματα ήταν προσβάσιμα μοναχά στους πατρικίους.

Ένας ταξικός διαχωρισμός βασισμένος στη στρατιωτική θητεία απέκτησε με τον καιρό μεγαλύτερη σημασία. Ο καθορισμός των μελών των τάξεων αυτών γινόταν περιοδικά από τους Τιμητές (censors), σύμφωνα με την προσωπική περιουσία. Η πλουσιότερη τάξη ήταν αυτή των Συγκλητικών, η οποία κυριαρχούσε στην πολιτική σκηνή και διοικούσε το στρατό. Ακολουθούσαν οι ιππείς (equites), τάξη την οποία συγκροτούσαν αρχικά αυτοί που μπορούσαν να συντηρήσουν ένα πολεμικό άλογο, και οι οποίοι σχημάτισαν τελικά μια ισχυρή τάξη εμπόρων. Διάφοροι άλλοι διαχωρισμοί, ανάλογα με το είδος του στρατιωτικού εξοπλισμού που μπορούσε καθένας να αγοράσει, ακολουθούσαν. Στη βάση βρίσκονταν οι προλετάριοι (proletarii), δηλαδή οι πολίτες χωρίς καμία περιουσία. Πριν τις μεταρρυθμίσεις του Μάριου, δεν μπορούσαν καν να καταταγούν στο στρατό, και περιγράφονταν συχνά ως ελάχιστα ανώτεροι των σκλάβων στην κοινωνική κλίμακα.
Από την κοινωνική τάξη εξαρτιόταν και το δικαίωμα ψήφου του καθενός. Οι πολίτες χωρίζονταν σε εκλογικές «φυλές», με αυτές των πλουσίων να αριθμούν λιγότερα μέλη από αυτές των φτωχών, και τους προλετάριους να συγκροτούν μια φυλή μόνοι τους. Η κατάθεση της ψήφου γινόταν ανά φυλή και σταματούσε μόλις σχηματιζόταν κάποια πλειοψηφία, έτσι ώστε οι φτωχώτερες τάξεις συχνά δεν κατάφερναν καν να ρίξουν την ψήφο τους.

Οι κάτοικοι συμμαχικών ξένων πόλεων συχνά αποκτούσαν το Λατινικό Δικαίωμα (Latinitas), μια κατάσταση κάπου ανάμεσα σε αυτή των Ρωμαίων Πολιτών και σε αυτή των ξένων (peregrini). Οι άνθρωποι αυτοί είχαν κάποια δικαιώματα βάσει του ρωμαϊκού δικαίου, ενώ οι ηγέτες τους μπορούσαν να αποκτήσουν και το δικαίωμα του Ρωμαίου Πολίτη. Παρόλο που υπήρχαν πολλά «επίπεδα» του Λατινικού Δικαιώματος, η κύρια διαίρεση ήταν ανάμεσα σε αυτούς «cum suffragio» (με δικαίωμα ψήφου, μέλη μιας φυλής στις ψηφοφορίες, που μπορούσαν να συμμετάσχουν στη Φυλετική Εκκλησία) και σε αυτούς «sine suffragio» (χωρίς δικαίωμα ψήφου, που δεν είχαν εκλογικά δικαιώματα). Μερικές ιταλικές πόλεις που ήταν σύμμαχοι των Ρωμαίων απέκτησαν για τους κατοίκους τους το δικαίωμα του Ρωμαίου Πολίτη μετά τον Κοινωνικό Πόλεμο του (91-88 π.Χ.), ενώ το ίδιο δικαίωμα απέκτησαν όλοι οι γεννημένοι ελεύθεροι κάτοικοι της Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Καρακάλλα το 212. Οι γυναίκες μοιράζονταν κάποια βασικά δικαιώματα της τάξης που άνηκαν οι άντρες τις οικογενείας τους, αλλά δεν θεωρούνταν πλήρως πολίτες κι έτσι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου ή συμμετοχής στα κοινά.

Οικογένεια

Οι βασικές δομικές μονάδες της ρωμαΐκής κοινωνίας ήταν το σπιτικό και η οικογένεια. [61] Το σπιτικό αποτελούσαν ο πατέρας, που θεωρούταν η κεφαλή του σπιτιού (pater familias), η σύζυγός του, τα παιδιά τους και πιθανόν άλλοι συγγενείς. Στις πλούσιες οικογένειες μέλη του σπιτικού θεωρούνταν επίσης οι σκλάβοι και οι υπηρέτες. [61] Η κεφαλή της οικογενείας είχε απόλυτη εξουσία (patria potestas) πάνω στα έτερα μέλη. Μπορούσε να επιβάλλει γάμο (π.χ. για οικονομικά συμφέροντα) ή διαζύγιο, να πουλήσει τα παιδιά του σκλάβους, να διεκδικήσει την περιουσία των προστατευόμενων μελών ως δική του, και είχε ακόμη και το δικαίωμα να τιμωρήσει ή να σκοτώσει μέλη της οικογένειας (αν και το τελευταίο δικαίωμα έπαψε να υφίσταται μετά τον 1ο αιώνα π.Χ.) [62]

Η patria potestas επεκτεινόταν ακόμη και στους ενήλικες γιους που είχαν δημιουργήσει δικά τους σπιτικά. Ένας άντρας δεν μπορούσε να θεωρηθεί paterfamilias, ή να διατηρεί πραγματικά δική του περιουσία, μέχρι να φύγει ο πατέρας του από τη ζωή. [62][63] Κατά τη διάρκεια της πρώιμης ρωμαϊκής ιστορίας, μια κόρη, όταν παντρευόταν, έπεφτε στην εξουσία (manus) του paterfamilias του σπιτικού του συζύγου της, αν και προς τα τέλη της δημοκρατικής περιόδου αυτό το έθιμο παραμερίστηκε, με τη γυναίκα να έχει το δικαίωμα να επιλέγει να θεωρεί πραγματική της οικογένεια αυτήν του πατέρα της.[64] Ωστόσο, εφόσον οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν την καταγωγή δια μέσου της γραμμής αίματος των ανδρών, τυχόν παιδιά που αποκτούσε άνηκαν πάντα στην οικογένεια του ανδρός. [65]

Σύνολα σπιτικών σχημάτιζαν μια οικογένεια (gens). Οι οικογένειες βασίζονταν σε δεσμούς αίματος ή υιοθεσίας, αλλά αποτελούσαν επίσης πολιτικές και οικονομικές συμμαχίες. Ιδίως κατά τη δημοκρατική περίοδο, ορισμένες πανίσχυρες οικογένειες (Gentes Maiores), είχαν την απόλυτη κυριαρχία στην πολιτική ζωή.

Ο γάμος στην Αρχαία Ρώμη θεωρούταν περισσότερο ως οικονομική και πολιτική συμμαχία παρά ρομαντική συσχέτιση, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τις ανώτερες τάξεις. Οι πατέρες συχνά ξεκινούσαν να αναζητούν συζύγους για τα κορίτσια τους σε μια ηλικία ανάμεσα στα δώδεκα και τα δεκατέσσερα. Ο γαμπρός ήταν σχεδόν πάντα μεγαλύτερος σε ηλικία από τη νύφη. Αν και οι κοπέλες της ανώτερης τάξης παντρεύονταν πολύ νέες, υπάρχουν αποδείξεις πως οι γυναίκες των κατώτερων τάξεων παντρεύονταν προς το τέλος της εφηβείας ή κοντά στην ηλικία των είκοσι ετών.

Εκπαίδευση

Κατά την πρώτη περίοδο της δημοκρατικής εποχής δεν υπήρχαν δημόσια σχολεία στη Ρώμη, έτσι τα αγόρια διδάσκονταν ανάγνωση και γραφή από τους γονείς τους ή από μορφωμένους σκλάβους, που ονομάζονταν «παιδαγωγοί» και που συνήθως ήταν ελληνικής καταγωγής.[66][67][68]
Πρωταρχικός σκοπός της μόρφωσης στην εν λόγω περίοδο ήταν η εκπαίδευση των νεαρών ανδρών στις αγροτικές εργασίες, τον πόλεμο, τις ρωμαϊκές παραδόσεις και τα δημόσια πράγματα.[66] Τα νεαρά αγόρια μάθαιναν πολλά για τη ζωή του πολίτη συνοδεύοντας τον πατέρα τους σε θρησκευτικές και πολιτικές εκδηλώσεις, όπως για παράδειγμα τις συνεδριάσεις της Συγκλήτου για τους νεαρούς ευγενείς.[67] Οι γιοι των ευγενών γίνονταν μαθητές κάποιας διακεκριμένης πολιτικής φιγούρας σε ηλικία 16 ετών, ενώ συμμετείχαν σε στρατιωτικές εκστρατείες από την ηλικία των 17 (το σύστημα αυτό συνεχίστηκε από ορισμένες οικογένειες και κατά την αυτοκρατορική περίοδο).[67] Οι εκπαιδευτικές πρακτικές διαμορφώθηκαν εκ νέου μετά την κατάκτηση των ελληνιστικών βασιλείων τον 3ο αιώνα π.Χ. και τη συνακόλουθη ελληνική επιρροή, αν και πρέπει να τονιστεί πως η εκπαίδευση των ρωμαίων παρουσίαζε σημαντικές διαφορές από την ελληνική.[69][67]

Εφόσον οι γονείς τους διέθεταν τα κατάλληλα οικονομικά μέσα, τα αγόρια και κάποια κορίτσια αποστέλλονταν στην ηλικία των 7 ετών σε ιδιωτικό σχολείο εκτός σπιτιού που ονομαζόταν «ludus», όπου ένας δάσκαλος (ο οποίος καλούταν «litterator» ή «magister ludi» και ήταν συχνά ελληνικής καταγωγής) τα δίδασκε ανάγνωση, γραφή, αριθμητική και μερικές φορές ελληνικά, μέχρι την ηλικία των 11.[70][67][68] Μπαίνοντας στα 12 οι μαθητές εντάσσονταν στη «δευτεροβάθμια εκπαίδευση», όπου ένας δάσκαλος (που αποκαλούταν πλέον «grammaticus») τους δίδασκε ελληνική και ρωμαϊκή λογοτεχνία.[67][70] Στην ηλικία των 16 ορισμένοι μαθητές φοιτούσαν σε σχολές ρητορικής, όπου ο δάσκαλος, σχεδόν πάντα Έλληνας, ονομαζόταν «ρήτωρ».[67][70] Η εκπαίδευση αυτού του επιπέδου προετοίμαζε τους νέους για νομική καριέρα και απαιτούσε από τους διδασκομένους να αποστηθίζουν τους ρωμαϊκούς νόμους.[67] Οι μαθητές πήγαιναν στο σχολείο καθημερινά, εκτός από τις θρησκευτικές αργίες και αυτές της αγοράς. Υπήρχαν επίσης ο θεσμός των καλοκαιρινών διακοπών.

Διακυβέρνηση

Αρχικά, τη Ρώμη κυβέρνησαν βασιλείς, τους οποίους εξέλεξαν με τη σειρά καθεμία από τις μεγαλύτερες φυλές της Ρώμης. [71] Η φύση της εξουσίας του βασιλιά δεν μας είναι γνωστή. Πιθανώς να κατείχε σχεδόν απόλυτη εξουσία, ή ίσως να αποτελούσε το κυριότερο εκτελεστικό όργανο. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα στρατιωτικά ζητήματα η εξουσία του (Imperium) θα πρέπει να ήταν αδιαμφισβήτητη. Ήταν επίσης επικεφαλής του ρωμαϊκού ιερατείου. Εκτός από το βασιλιά πολιτική δύναμη κατείχαν τρεις βουλές: η Σύγκλητος, που αποτελούσε το συμβουλευτικό όργανο του βασιλιά, η Comitia Curiata, που ενέκρινε και νομιμοποιούσε τους νόμους που πρότεινε ο βασιλιάς και η Comitia Calata, μια συνέλευση της κολλεγίας των ιερέων που συγκαλούταν για να παραστεί μάρτυρας σε συγκεκριμένα γεγονότα, να ακούσει τις επίσημες διακηρύξεις και να διακηρρύξει το εορτολόγιο του επόμενου μήνα.

Οι ταξικοί πόλεμοι της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας είχαν σαν αποτέλεσμα την εδραίωση ενός ασυνήθιστου μείγματος δημοκρατίας και ολιγαρχίας. Η σύγχρονη αγγλική λέξη «republic» (που σημαίνει «δημοκρατία» και συναντούμε με διάφορες παραλλαγές σε πολλές σύγχρονες γλώσσες) προέρχεται από τη λατινική φράση «res publica» που μεταφράζεται ως «πολιτικό πράγμα». Η παράδοση όριζε πως οι νόμοι μπορούσαν μόνο να περαστούν αν τους ψήφιζε η λαϊκή συνέλευση (Comitia Tributa, που σημαίνει «Φυλετική Εκκλησία»). Ομοίως, οι υποψήφιοι για τα δημόσια αξιώματα έπρεπε να κάνουν εκλογικό αγώνα μπροστά στους πολίτες. Ωστόσο, η Ρωμαϊκή Σύγκλητος ήταν ένας ολιγαρχικός θεσμός. Στην περίοδο της Δημοκρατίας, η Σύγκλητος απέκτησε μεγάλη εξουσία (auctoritas), αλλά δεν είχε νομοθετικές αρμοδιότητες. Παρέμενε συμβουλευτικό σώμα. Εντούτοις, καθώς οι συγκλητικοί ήταν άτομα με μεγάλη επιρροή, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να επιτύχει κανείς κάτι χωρίς την υποστήριξή τους. Τα νέα μέλη του σώματος αυτού εξελέγονταν ανάμεσα στους πιο διακεκριμένους πατρικίους από τους τιμητές, οι οποίοι είχαν επίσης τη δύναμη να απομακρύνουν κάποιον από το αξίωμα αυτό αν έκριναν πως ήταν «ηθικά διεφθαρμένος», για παράδειγμα αν κρινόταν ένοχος δωροδοκίας ή, όπως συνέβη με τον Κάτονα τον Πρεσβύτερο, αν αγκάλιαζε δημοσίως τη σύζυγο κάποιου άλλου. Αργότερα, μετά από τα νέα μέτρα που πέρασε ο δικτάτωρ Σύλλας, οι κυαίστορες εντάσσονταν αυτομάτως στη Σύγκλητο. Ωστόσο, τα μέτρα του αυτά δεν επεβίωσαν για πολύ.
Η Δημοκρατία δεν είχε κάποιο οργανωμένο γραφειοκρατικό σύστημα, ενώ η συλλογή φόρων ανατιθόταν σε ιδιώτες. Οι κυβερνητικές θέσεις όπως του κυαίστορα ή του αγορανόμου χρηματοδοτούνταν από την προσωπική περιουσία του εκάστοτε ατόμου. Προκειμένου να μην είναι δυνατό να αποκτήσει κάποιος υπερβολικά πολύ δύναμη, οι νέοι αξιωματούχοι εκλέγονταν κάθε χρόνο και μοιράζονταν την εξουσία με κάποιο συνεργάτη. Για παράδειγμα, υπό φυσιολογικές συνθήκες, την ανώτερη εξουσία κατείχαν δύο ύπατοι. Σε περιόδους κρίσης μπορούσε να ανακυρηχθεί κάποιος προσωρινά δικτάτωρ. Κατά τη διάρκεια των ετών της δημοκρατίας το σύστημα αυτό αναθεωρήθηκε πολλές φορές έτσι ώστε να συνάδει με την εκάστοτε πραγματικότητα. Τελικά, αποδείχτηκε ανεπαρκές για τη διακυβέρνηση της ολοένα και επεκτεινόμενης ρωμαϊκής επικράτειας, βοηθώντας στην εγκαθίδρυση της νέας μορφής διακυβέρνησης, της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Τα πρώτα αυτοκρατορικά χρόνια υπήρχε η προσπάθεια να διατηρηθεί ζωντανή η εντύπωση πως η δημοκρατία ήταν ζωντανή. Ο αυτοκράτορας παρουσιαζόταν απλά ως «ο πρώτος των πολιτών» (princeps), ενώ η Σύγκλητος απέκτησε νομοθετικές αρμοδιότητες, καθώς και όλες τις άλλες δικαιοδοσίες των διάφορων εκκλησιών. Ωστόσο οι αυτοκράτορες άρχισαν να κυβερνούν όλο και περισσότερο ως απόλυτοι μονάρχες, με το ρόλο της Συγκλήτου να περιορίζεται σε αυτόν του συμβουλευτικού σώματος. Η Αυτοκρατορία δεν κληρονόμησε γραφειοκρατικό σύστημα από τη Δημοκρατία, καθώς μοναδική μόνιμη κρατική δομή ήταν η Σύγκλητος. Ο Αυτοκράτορας μπορούσε να επιλέγει τους βοηθούς και τους συμβούλους του, αλλά το κράτος δε διέθετε διάφορους σημαντικούς θεσμούς, όπως για παράδειγμα την κατάρτιση ενιαίου κεντρικού προϋπολογισμού. Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν πως αυτό αποτέλεσε αίτιο της παρακμής της Αυτοκρατορίας.

Δίκαιο

Οι ρίζες των νομικών αρχών και πρακτικών των αρχαίων Ρωμαίων μπορούν να ανιχνευθούν στο νόμο των Δώδεκα Πινάκων (449 π.Χ.). Η αναζήτηση αυτή φτάνει μέχρι το 530, οπότε και ο Αυτοκράτορας Ιουστιανιανός εξέδωσε τον περίφημο Ιουστινιανό Κώδικα. Ο ρωμαϊκός νόμος όπως διαφυλάχθηκε στον Κώδικα αυτό συνέχισε να υφίσταται και τη βυζαντινή εποχή, αποτελώντας τη βάση άλλων νομοθετικών συστημάτων στην ηπειρωτική Δυτική Ευρώπη. Ο ρωμαϊκός νόμος συνέχισε να εφαρμόζεται, με μια ευρύτερη έννοια, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες μέχρι το πέρας του 17ου αιώνα.

Οι κύριες κατηγορίες νόμων στην αρχαία Ρώμη, όπως διαφυλάσσονται στον Ιουστινιανό και Θεοδοσιανό Κώδικα ονομάζονται Ius Civile, Ius Gentium, και Ius Naturale. Ο Ius Civile (νόμος των πολιτών) ήταν το κομμάτι των νόμων που αφορούσαν την τάξη των Ρωμαίων Πολιτών.[72] Οι Αστικοί Πραίτορες (Praetores Urbani) ήταν τα άτομα που είχαν την αρμοδιότητα να κρίνουν υποθέσεις τέτοιου τύπου. Ο Ius Gentium (νόμως των εθνών) ήταν το κομμάτι των νόμων που αφορούσαν τους ξένους και τις σχέσεις τους με τους Ρωμαίους Πολίτες.[73] Αρμόδιοι αξιωματούχοι για αυτές τις υποθέσεις ήταν οι Praetores Peregrini. Τέλος, ο Ius Naturale περιελάμβανε τους φυσικούς νόμους, το κομμάτι εκείνο των νόμων που θεωρούταν κοινό για όλα τα πλάσματα.

Οικονομία

Η Αρχαία Ρώμη είχε υπό την κυριαρχία της τεράστιες εκτάσεις γης, με αμέτρητους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους. Για το λόγο αυτό, η οικονομία του κράτους στηρίχτηκε στον αγροτικό τομέα και στο εμπόριο. Η ελεύθερη διακίνηση αγροτικών προϊόντων άλλαξε το ιταλικό τοπίο, και μέχρι τον 1ο αιώνα π.Χ., τεράστιες κτηματικές εκτάσεις που παρήγαγαν σταφύλια κι ελιές παραγκώνισαν τους μικροκαλλιεργητές, οι οποίοι δεν είχαν τα μέσα να χτυπήσουν την τιμή των εισαγόμενων σιτηρών. Η προσάρτηση της Αιγύπτου, της Σικελίας και της Τυνησίας στη Βόρειο Αφρική παρείχε στο ρωμαϊκό κράτος συνεχή εισροή σιτηρών. Αντίθετα, η ιταλική χερσόννησος έκανε εξαγωγές λαδιού και κρασιού. Η αμφισπορά ήταν συνήθης πρακτική, ωστόσο η παραγωγικότητα των αγρών ήταν χαμηλή, περίπου ένας τόνος ανά εκτάριο γης.

Η βιοτεχνία και οι κατασκευές ήταν κλάδοι με πολύ μικρότερη έκταση. Η πιο ανεπτυγμένη σχετική δραστηριότητα ήταν η εξόρυξη πετρωμάτων, που παρείχε τα βασικά δομικά υλικά των κτισμάτων της εποχής. Όσον αφορά τη βιοτεχνία, τη συγκροτούσαν μικρά εργαστήρια τα οποία απασχολούσαν το πολύ μερικές δωδεκάδες εργάτες. Ωστόσο, κάποια εργοστάσια τούβλων, πιθανόν να απασχολούσαν εκατοντάδες εργάτες.

Τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας επικρατούσα τάση ήταν η μικρή ιδιοκτησία και η αμοιβόμενη εργασία. Εντούτοις, οι κατακτητικοί πόλεμοι παρείχαν αφθονία σκλάβων σε χαμηλή τιμή είτε οι διάφορες εργασίες απαιτούσαν κάποια ειδίκευση είτε όχι. Υπολογίζεται πως οι σκλάβοι συγκροτούσαν το 20% του πληθυσμού της ρωμαϊκής κοινωνίας, καθώς και το 40% του πληθυσμού της Ρώμης. Μόνο κατά την αυτοκρατορική περίοδο οπότε και σταμάτησαν οι κατακτήσεις με αποτέλεσμα την αύξηση της τιμής των δούλων, η αμοιβόμενη εργασία έγινε οικονομικότερη της συντήρησης σκλάβων.

Παρόλο που οι συναλλαγές με ανταλλαγή προϊόντων ήταν συνήθης πρακτική, και χρησιμοποιούταν συχνά και κατά την συλλογή των φόρων, η Ρώμη είχε ένα καλά ανεπτυγμένο νομισματικό σύστημα. Τα ρωμαϊκά νομίσματα, φτιαγμένα από πολύτιμα μέταλλα, κυκλοφορούσαν ευρέως σε όλη την αυτοκρατορία. Μάλιστα κάποια από αυτά έχουν βρεθεί ακόμη και στην Ινδία. Πριν τον 3ο αιώνα π.Χ. ο χαλκός ανταλλασσόταν βάσει του βάρους του κατά μήκος της κεντρικής Ιταλίας. Τα πρώτα χάλκινα νομίσματα (ασσάρια) είχαν τη συμβολική αξία μιας ρωμαϊκής μονάδας βάρους χαλκού, αλλά ζύγιζαν λιγότερο. Συνεπώς, η χρησιμότητα των ρωμαϊκών νομισμάτων ως μονάδα ανταλλαγής ήταν μεγαλύτερη της πραγματικής τους αξίας ως μέταλλο. Όταν ο Νέρων υποτίμησε το ασημένιο δηνάριο, η νόμιμη αξία του υπολογίζεται πως ήταν κατά ένα τρίτο μεγαλύτερη από την πραγματική.

Τα άλογα ήταν πανάκριβα, και τα άλλα υποζύγια υπερβολικά αργά, για μαζικό εμπόριο στις ρωμαϊκές οδούς, οι οποίες συνέδεαν περισσότερο στρατιωτικές εγκαταστάσεις παρά αγορές, και οι οποίες σπανίως ήταν κατάλληλες για τροχούς. Σαν αποτέλεσμα, υπήρχε περιορισμένη μεταφορά αγαθών ανάμεσα στις διάφορες περιοχές πριν το 2ο αιώνα π.Χ. οπότε και άνθησε το θαλάσσιο εμπόριο. Την περίοδο αυτή, ένα εμπορικό σκάφος ήθελε λιγότερο από ένα μήνα για να πραγματοποιήσει το ταξίδι από το Κάδιξ στην Αλεξάνδρεια δια μέσου της Όστιας, δηλαδή να διαπλεύσει ολόκληρη τη Μεσόγειο σε μήκος.[41] Οι θαλάσσιες μεταφορές ήταν 60 φορές φθηνότερες σε σχέση με αυτές στην ξηρά, έτσι ο όγκος των εμπορικών πλοίων ήταν μεγαλύτερος από τα υπόλοιπα σκάφη.

Στρατός

Ο πρώιμος ρωμαϊκός στρατός (περ. 500 π.Χ.) επηρεάστηκε, όπως και εκείνοι των άλλων πόλεων-κρατών της εποχής, από τις ελληνικές πρακτικές. Επρόκειτο για ένα είδος πολιτοφυλακής που εφήρμοζε τις τακτικές των οπλιτών.

Ήταν μικρός σε μέγεθος (ο πληθυσμός των ελεύθερων ανδρών σε ηλικία στράτευσης ήταν εκείνη την εποχή γύρω στους 9.000) και χωριζόταν σε πέντε τάξεις (εν παραλλήλω με τη Λοχίτιδα Εκκλησία, την πολιτική οργάνωση των πολιτών). Τρεις από αυτές παρείχαν τους οπλίτες και δύο το ελαφρύ πεζικό. Αρχικά ο ρωμαϊκός στρατός δεν εφάρμοζε περίπλοκες τακτικές και δρούσε κυρίως αμυντικά.[74] Μέχρι τον 3ο αιώνα π.Χ. οι Ρωμαίοι είχαν εγκαταλείψει την οργάνωση αυτή στρεφόμενοι σε ένα πιο ευέλικτο σύστημα το οποίο περιελάμβανε μικρότερα σώματα των 120 ανδρών (ή καμιά φορά των 60), τα οποία ονομάζονταν «maniples» και μπορούσαν να κινούνται ευκολότερα στο πεδίο της μάχης. Τριάντα maniples στοιχισμένες σε τρεις γραμμές, μαζί με βοηθητικούς, συγκροτούσαν μια «λεγεώνα» (legio), η οποία συνολικά συγκροτούταν από 4.000 έως 5.000 άνδρες. Κατά την πρώτη δημοκρατική περίοδο η λεγεώνα χωριζόταν σε πέντε ομάδες, καθεμία από τις οποίες είχε συγκεκριμένη θέση και διαφορετικό εξοπλισμό: τρεις γραμμές βαριά οπλισμένου πεζικού (hastati, principes και triarii), μια δύναμη ελαφριού πεζικού (velites) και το ιππικό (equites). Η νέα οργάνωση έφερε και τον προσανατολισμό στην επίθεση, αλλά και μια επιθετικότερη στάση απέναντι στις γειτονικές πόλεις-κράτη.[75]

Το πλήρες δυναμικό μιας λεγεώνας κατά τη δημοκρατική περίοδο περιελάμβανε 3.600 με 4.800 πεζικάριους με βαρύ οπλισμό, αρκετές εκατοντάδες ελαφριούς οπλίτες και αρκετές εκατοντάδες ιππείς, σύνολο 4.000 με 5.000 άνδρες.[76] Οι λεγεώνες συχνές υπέφεραν από έλλειψη ανδρών εξαιτίας αποτυχιών του συστήματος στρατολόγησης ή μετά από περιόδους ενεργής υπηρεσίας εξαιτίας ατυχημάτων, θανάτων στη μάχη, ασθενειών και λιποταξιών. Κατά τη διάρκεια των Εμφυλίων Πολέμων οι λεγεώνες του Πομπήιου στην ανατολή ήταν πλήρεις γιατί είχαν στρατολογηθεί πρόσφατα, ενώ αυτές του Καίσαρα αντιμετώπιζαν σοβαρές ελλείψεις καθώς είχαν μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο στη Γαλατία. Πάνω κάτω τα ίδια ίσχυαν με τα βοηθητικά στρατεύματα.[77]

Μέχρι το τέλος της δημοκρατικής περιόδου, ο τυπικός λεγεωνάριος ήταν μικροκαλλιεργητής με δική του γη, καταγόμενος από αγροτική περιοχή (adsiduus), ο οποίος συμμετείχε σε συγκεκριμένες (συχνά ετήσιες) [78] εκστρατείες παρέχοντας ο ίδιος τον εξοπλισμό του. Οι ιππείς παρείχαν τα άλογά τους. Μια εκτίμηση θέλει το μέσο αγρότη του 200 π.Χ. να συμμετέχει συνολικά σε έξι με επτά εκστρατείες, με την προϋπόθεση βέβαια να επιβίωνε. Οι απελεύθεροι και οι σκλάβοι (όπου κι αν διέμεναν), αλλά και οι κάτοικοι των πόλεων, δεν υπηρετούσαν, εκτός κι αν το απαιτούσε μεγάλη ανάγκη.[79] Μετά το 200 π.Χ. η οικονομική κατάσταση των αγροτικών περιοχών χειροτέρευσε ενώ αυξανόταν η ανάγκη για άνδρες. Για το λόγο αυτό τα κριτήρια κατοχής περιουσίας παραμερίστηκαν σταδιακά. Ξεκινώντας με τις μεταρρυθμίσεις που πέρασε ο Γάιος Μάριος το 107 π.Χ., οι πολίτες χωρίς ιδιοκτησία και ορισμένοι φτωχοί κάτοικοι των πόλεων (proletarii) κατατάχθηκαν λαμβάνοντας εξοπλισμό, αν και οι περισσότεροι λεγεωνάριοι εξακολουθούσαν να προέρχονται από αγροτικές περιοχές. Η στράτευση έγινε συνεχής και μακράς διάρκειας, μέχρι και είκοσι έτη αν οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Ο Brunt θεωρεί πιθανότερη την εκδοχή να κρατούσε για έξι με επτά χρόνια.[80] Από τον 3ο αιώνα π.Χ. οι λεγεωνάριοι λάμβαναν μισθό (stipendium). Το ακριβές ποσό είναι αμφιλεγόμενο αλλά σύμφωνα με μαρτυρίες ο Καίσαρ διπλασίασε την πληρωμή των ανδρών του στα 225 δηνάρια το χρόνο. Οι στρατιώτες μπορούσαν επίσης να ελπίζουν σε λάφυρα από τους αξιωματικούς τους έπειτα από επιτυχημένες εκστρατείες και, μετά την εποχή του Μάριου, σε εκτάσεις γης μετά την αποστράτευσή τους.[81] Το ιππικό και το ελαφρύ πεζικό που συνόδευαν μια λεγεώνα (auxilia) συχνά στρατολογούνταν από τις περιοχές όπου υπηρετούσε η λεγεώνα. Ο Καίσαρ συγκρότησε μια λεγεώνα, την Πέμπτη Alaudae, από μη-πολίτες στην Πέραν των Άλπεων Γαλατία για την εκστρατεία του στα γαλατικά εδάφη.[82] Την εποχή του Αυγούστου, το ιδεώδες του πολίτη-στρατιώτη είχε εγκαταληφθεί και οι λεγεώνες έγιναν πλήρως επαγγελματικές. Οι λεγεωνάριοι πληρώνονταν με 900 σηστέρσια το χρόνο και αμοίβονταν κατά την αποστρατεία τους με 12.000 σηστέρσια.[83]

Μετά το τέλος των εμφυλίων πολέμων, ο Αύγουστος αναδιοργάνωσε τις ρωμαϊκές στρατιωτικές δυνάμεις, αποδεσμεύοντας στρατιώτες και διαλύοντας λεγεώνες. Κράτησε 28 από αυτές, τις οποίες μοίρασε στις διάφορες επαρχίες της Αυτοκρατορίας.[84] Καθ’ όλη την περίοδο του Πριγκηπάτου, η τακτική οργάνωση του στρατού συνέχισε να εξελίσσεται. Τα auxilia παρέμειναν ανεξάρτητες κοόρτεις, ενώ οι λεγεωνάριοι συχνά δρούσαν ως ομάδες από κοόρτεις κι όχι ως λεγεώνες πλήρους μεγέθους. Ένα νέο ευπροσάρμοστο σώμα, οι cohortes equitatae, που συνδύαζαν ιππείς και πεζούς σε έναν κοινό σχηματισμό μπορούσαν να εγκατασταθούν σε φυλάκια και φρούρια, να μάχονται αυτόνομα ως ισορροπημένες μονάδες ή να συνδυάζονται με άλλα παρόμοια τμήματα στρατού ώστε να συγκροτούν ένα μεγάλο σώμα σε μέγεθος λεγεώνας. Αυτή η επένδυση στην ευελιξία εξασφάλισε τη μακροπρόθεσμη επιτυχία των ρωμαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων.[85]

Ο Αυτοκράτορας Γαλλιένος (253 – 268) ξεκίνησε μια νέα μεταρρύθμιση η οποία δημιούργησε την τελική μορφή της στρατιωτικής δομής της ύστερης Αυτοκρατορίας. Αποσύροντας κάποιους λεγεωναρίους από στις σταθερές βάσεις τους στα σύνορα, ο Γαλλιένος δημιούργησε κινητές δυνάμεις (comitatenses) οι οποίες στρατοπέδευαν πίσω και σε κάποια απόσταση από τα σύνορα σε στρατηγικές θέσεις. Τα στρατεύματα που φύλαγαν τα σύνορα (limitanei) είχαν ως έδρα σταθερές θέσεις και εξακολουθούσαν να αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας. Βασική μονάδα των κινητών μονάδων ήταν το «σύνταγμα», legiones ή auxilia για το πεζικό και vexellationes για το ιππικό. Τα στοιχεία που διαθέτουμε δείχνουν πως τα σώματα αυτά είχαν θεωρητικά δύναμη 1.200 πεζικάριων και 600 ιππέων, παρόλο που πολλές μαρτυρίες καταδεικνύουν μικρότερους αριθμούς (800 και 400 αντίστοιχα). Πολλά συντάγματα πεζικού και ιππικού διεξήγαγαν επιχειρήσεις ανά ζεύγη υπό τη διοίκησε ενός comes. Εκτός από τους Ρωμαίους στρατιώτες, οι κινητές μονάδες περιελάμβαναν και σώματα «βαρβάρων» που είχαν στρατολογηθεί από συμμαχικές φυλές που ήταν γνωστές ως φοιδεράτοι. Ως το 400 π.Χ. οι φοιδεράτοι είχαν εξελιχθεί σε μόνιμα σώματα στρατού, που πλήρωνε και εξόπλιζε το κράτος, με αρχηγό έναν Ρωμαίο τριβούνο και χρησιμοποιούνταν με τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούνταν τα σώματα που τα απάρτιζαν Ρωμαίοι. Εκτός από τους φοιδεράτους, η Αυτοκρατορία χρησιμοποιούσε ομάδες βαρβάρων για να πολεμούν πλάι στος λεγεώνες ως «σύμμαχοι» χωρίς να εντάσσονται κανονικά στα σώματα στρατού. Υπό τη γενική διοίκηση κάποιου έμπειρου Ρωμαίου στρατηγού, τους άνδρες αυτούς διοικούσαν σε κατώτερα επίπεδα δικοί τους αξιωματικοί.[86]

Η διοικητική ιεραρχία του στρατού υπέστη διάφορες αλλαγές κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής ιστορίας. Την περίοδο της μοναρχίας, οι στρατιές οπλιτών οδηγούνταν από τους ίδιους τους βασιλείς της Ρώμης. Την πρώιμη και μέση δημοκρατική περίοδο τις στρατιωτικές δυνάμεις διοικούσε ο ένας από τους δύο εκλεγμένους υπάτους της χρονιάς. Προς το τέλος της περιόδου αυτής, επιφανείς συγκλητικοί, στα πλαίσια της κανονικής σειράς με την οποία ανέρχονταν στην ιεραρχία (cursus honorum), έπρεπε να υπηρετήσουν αρχικά ως κυαίστορες (συχνά τοποθετούνταν ως απεσταλμένοι στους διοικητές των στρατευμάτων), και κατόπιν ως πραίτορες. Αφού ολοκλήρωνε τη θητεία του ως πραίτορας ή ύπατος, ένας συγκλητικός μπορούσε να ονομαστεί από τη Σύγκλητο ανθύπατος (propraetor) ή αντιπραίτορας (proconsul) ανάλογα με το υψηλότερο αξίωμα που είχε αποκτήσει ως τότε, ώστε να υπηρετήσει ως κυβερνήτης επαρχίας. Τους αμέσως κατώτερους αξιωματικούς (μέχρι ένα επίπεδο πάνω από τους εκατόνταρχους) επέλεγαν οι διοικητές τους ανάμεσα στους προστατευομένους τους (clientelae) ή στα άτομα που τους πρότειναν οι πολιτικοί τους σύμμαχοι.[87] Την εποχή του Αυγούστου, του οποίου η σημαντικότερη πολιτική προτεραιότητα ήταν να τοποθετήσει το στρατό κάτω από μόνιμη και ενιαία διοίκηση, ο Αυτοκράτορας ήταν ο νόμιμος διοικητής όλων των λεγεώνω, αλλά ασκούσε το αξίωμά του αυτό διαμέσου ενός λεγάτου (legatus) τον οποίο επέλεγε ανάμεσα στους συγκλητικούς. Στις επαρχίες όπου στρατοπέδευε μία και μοναδική λεγεώνα, ο λεγάτος θα ήταν τόσο στρατιωτικός διοικητής (legatus legionis) όσο και κυβερνήτης της επαρχίας. Αντίθετα, στις επαρχίες όπου στρατοπέδευαν περισσότερες από μία λεγεώνες, καθεμία διοικούσε ένας λεγάτος, επικεφαλής των οποίων ήταν ο κυβερνήτης της επαρχίας (ο οποίος τυπικά ήταν επίσης λεγάτος αλλά υψηλότερου βαθμού).[88] Προς τα τέλη της αυτοκρατορικής περιόδου (αρχίζοντας ίσως με το Διοκλητιανό), το μοντέλο του Αυγούστου εγκαταλήφθηκε. Οι διοικητές των επαρχιών έχασαν την όποια στρατιωτική εξουσία, και τη διοίκηση των στρατευμάτων συνόλων επαρχιών κατείχαν κάποιοι στρατηγοί (duces) τους οποίους διόριζε ο αυτοκράτορας. Οι τελευταίοι δεν ήταν πλέον μέλη της ρωμαϊκής ελίτ αλλά άντρες που είχαν ανέλθει δια μέσου της ιεραρχίας έχοντας μεγάλη πείρα σε στρατιωτικά θέματα. Με αυξανόμενη συχνότητα, αυτοί οι άνδρες προσπαθούσαν (μερικές φορές επιτυχώς) να σφετεριστούν τον αυτοκρατορικό θρόνο. Η έλλειψη πόρων, το πολιτικό χάος που όλο και χειροτέρευε και οι εμφύλιοι πόλεμοι τελικά άφησαν τη Δυτική Αυτοκρατορία ευάλωτη στις επιθέσεις των γειτονικών βαρβαρικών φυλών.[89]
Οι γνώσεις μας για το ρωμαϊκό ναυτικό είναι συγκριτικά περιορισμένες. Πριν τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., αξιωματικοί γνωστοί ως «duumviri navales» διοίκησαν ένα στόλο είκοσι πλοίων με στόχο την καταπολέμηση της πειρατείας. Κατά τον Πρώτο Καρχηδονιακό Πόλεμο η Ρώμη έπρεπε να κατασκευάσει μεγάλους στόλους, και τα κατάφερε κυρίως χάρις στη συνεισφορά των συμμάχων της. Αυτή η εξάρτηση από τη βοήθεια των συμμάχων είχε διάρκεια μέχρι το τέλος της δημοκρατικής περιόδου. Η πεντήρης ήταν το βασικό πολεμικό πλοίο και των δύο αντιμαχόμενων παρατάξεων των Καρχηδονιακών Πολέμων και η Ρώμη συνέχισε την κατασκευή τους μέχρι την εποχή του Αυγούστου, οπότε και αντικαταστάθηκαν από ελαφρύτερα και πιο εύκολα στο χειρισμό πλοία. Σε σύγκριση με μια τριήρη, η πεντήρις επέτρεπε τη χρήση μείγματος έμπειρων και άπειρων ναυτικών. Τα πλοία διοικούσε ένας ναύαρχος, βαθμός ισότιμος με αυτόν του εκατόνταρχου, ο οποίος συνήθως δεν ήταν Ρωμαίος πολίτης. Ο Potter θεωρεί ότι η διοίκηση των πλοίων από μη-Ρωμαίους, οδήγησε σε μια νοοτροπία ότι ο στόλος είναι μη-ρωμαϊκός και ήταν το αίτιο που έπεφτε σε ατροφία σε περιόδους ειρήνης.[90]

Οι διαθέσιμες σε εμάς πληροφορίες δείχνουν ότι την ύστερη αυτοκρατορική περίοδο (350) το ρωμαϊκό ναυτικό αποτελούταν από ένα σύνολο στόλων που περιελάμβαναν τόσο πολεμικά πλοία όσο και εμπορικά για τη μεταφορά προμηθειών. Τα πολεμικά πλοία ήταν γαλέρες με πανιά και με τρεις έως πέντε σειρές κωπηλατών. Ναυτικές βάσεις ήταν τα λιμάνια όπως η Ραβέννα, η Αρλς, η Ακουίλεα, το Μισένουμ και η εκβολή του ποταμού Σωμ στη Δύση, καθώς επίσης η Αλεξάνδρεια και η Ρόδος στην Ανατολή. Στολίσκοι μικρών ποταμίσιων σκαφών ήταν τμήμα των στρατευμάτων που φύλαγαν τα σύνορα κατά την περίοδο αυτή, με βάση οχυρωμένα ποταμίσια λιμάνια κατά μήκος του Ρήνου και του Δούναβη. Το γεγονός ότι επιφανείς στρατηγοί διοικούσαν τόσο πεζικό όσο και ναυτικό καταδεικνύει ότι οι ναυτικές δυνάμεις θεωρούνταν βοηθητικά σώματα για το πεζικό κι όχι ανεξάρτητες μονάδες στρατού. Λεπτομέρειες για τη δομή της διοίκησης και το δυναμικό των στόλων δεν είναι γνωστές. [91]

Ρωμαϊκός πολιτισμός

Η ζωή του απέραντου κράτους περιστρεφόταν γύρω από την πόλη της Ρώμης, η οποία είχε ιδρυθεί στην κορυφή επτά λόφων. Η πόλη φιλοξενούσε πολυάριθμες μνημειώδεις κατασκευές όπως το Κολοσσαίο, την Αγορά του Τραϊανού και το Πάνθεον. Είχε κρήνες με φρέσκο πόσιμο νερό - το οποίο παρείχαν υδραγωγεία μήκους εκατοντάδων μιλίων - γυμναστήρια, θέρμες, βιβλιοθήκες, καταστήματα, υπαίθριες αγορές και ένα λειτουργικό αποχετευτικό σύστημα. Τα κτίρια που προορίζονταν για τη στέγαση των πολιτών ποικίλλαν από ιδιαίτερα ταπεινές οικίες μέχρι εξοχικές βίλλες. Στην πρωτεύουσα, οι αυτοκρατορική κατοικία ήταν τοποθετημένη στον Παλατίνο Λόφο, από όπου προέρχεται και η λέξη «παλάτι». Οι κατώτερη και η μεσαία τάξη ζούσε στο κέντρο, στριμωγμένη σε διαμερίσματα, που μπορούν παρομοιαστούν με τα σύγχρονα γκέτο.

Γλώσσα

Κυρίως άρθρα: Λατινική γλώσσα και Λαϊκή Λατινική

Η μητρική γλώσσα των Ρωμαίων ήταν τα λατινικά, μια από τις ιταλικές γλώσσες, της οποίας η γραμματική δεν βασίζεται τόσο στη σειρά των λέξεων, αλλά βγάζει νόημα μέσω ενός συστήματος προσφυμάτων που ενώνονται με τη ρίζα των λέξεων. [92] Το αλφάβητό της είχε τη βάση του σε εκείνο των Ετρούσκων, που με τη σειρά του βασίστηκε στο ελληνικό αλφάβητο. [93] Παρόλο που τα κείμενα ρωμαϊκής λογοτεχνίας που σώζονται ως τις μέρες μας είναι γραμμένα στην Κλασική Λατινική, μια τεχνητή και στυλιζαρισμένη λόγια γλώσσα του 1ο αιώνα π.Χ., η πραγματική γλώσσα που μιλούσαν οι Ρωμαίοι ήταν η Λαϊκή Λατινική, η οποία είχε μεγάλες διαφορές από τη λόγια γλώσσα στη γραμματική, το λεξιλόγιο και την προφορά. [94]

Παρόλο που τα λατινικά παρέμειναν η επίσημη γραπτή γλώσσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα ελληνικά έγιναν τελικά η γλώσσα που μιλούσε η μορφωμένη ελίτ, καθώς τα περισσότερα λογοτεχνικά κείμενα που ήταν υπό μελέτη ήταν γραμμένα στα ελληνικά. Στο ανατολικό μισό της Αυτοκρατορίας, που έγινε μετέπειτα γνωστό ως Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τα λατινικά δεν κατάφεραν ποτέ να αντικαταστήσουν τα ελληνικά, και μετά το θάνατο του Ιουστινιανού, τα ελληνικά έγιναν και επίσημη γλώσσα των κρατικών λειτουργιών. [95] Η επέκταση των ρωμαϊκών κτήσεων διέδωσε τα λατινικά σε όλη την Ευρώπη και με τα χρόνια η λαϊκή λατινική εξελίχτηκε σε διάφορες τοπικές διαλέκτους, που σταδιακά μετατράπηκαν στις σύγχρονες λατινογενείς γλώσσες (π.χ. ιταλικά, γαλλικά).

Θρησκεία

Κυρίως άρθρα: Ρωμαϊκή θρησκεία, Ρωμαϊκή μυθολογία και Ρωμαϊκές θεότητες

Η αρχαϊκή ρωμαϊκή θρησκεία, όσον αφορά τουλάχιστον τους θεούς, βασίστηκε όχι σε γραπτές αφηγήσεις, αλλά μάλλον σε ένα σύμπλεγμα αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ των θεών και των ανθρώπων.[96] Αντίθετα με την ελληνική μυθολογία, οι θεοί δεν ήταν πρωσοποποιημένοι, αλλά ιερά πνεύματα που καλούνταν «numina». Οι Ρωμαίοι επίσης πίστευαν ότι κάθε άτομο, μέρος ή πράγμα είχε τη δική του ψυχή. Σημαντικό ρόλο έπαιζε επίσης η λατρεία των προγόνων.

Κατά τη διάρκεια της δημοκρατικής περιόδου, η ρωμαϊκή λατρεία οργανώθηκε κάτω από ένα αυστηρό σύστημα ιερατικών αξιωμάτων, τα οποία παραλάμβαναν άνδρες καταγόμενοι από την τάξη των συγκλητικών. Η Κολλεγία των Ποντιφήκων ήταν το ανώτερο ιεραρχικά όργανο και ο αρχιερέας του, «Pontifex Maximus», η κεφαλή της κρατικής λατρείας. Ανάμεσα στις αρμοδιότητες ενός ιερέα (flamens) ήταν η φροντίδα των λατρευτικών εκδηλώσεων στο πρόσωπο των θεών, ενώ οι οιωνοσκόποι αναλάμβαναν την ερμηνεία των οιωνών. Ο «Rex Sacrorum» ανέλαβε τα θρησκευτικά καθήκοντα που κάποτε ασκούσαν οι βασιλείς. Με τη σειρά τους, οι «Εστιάδες Παρθένες» ήταν οι ιέρειες της Βέστα, θεάς της οικογενειακής εστίας. Πρωταρχικό τους καθήκον ήταν η συντήρηση της Ιερής Φωτιάς της Βέστα στο ναό της θεάς στη Ρωμαϊκή Αγορά. Τέλος, κατά την αυτοκρατορική περίοδο οι αυτοκράτορες απέκτησαν θεϊκή υπόσταση και η λατρεία στο πρόσωπό τους είχε μεγάλη σημασία.

Καθώς αυξανόταν η επαφή με τον ελληνικό πολιτισμό, οι παλαιοί θεοί συσχετίστηκαν έντονα με τους ελληνικούς.[97] Έτσι ο Γιούπιτερ θεωρήθηκε η ίδια θεότητα με το Δία, ο Μαρς το αντιστοιχο του Άρη και η Βένους ταυτίστηκε με την Αφροδίτη. Οι ρωμαϊκοί θεοί υιοθέτησαν επίσης τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά των αντίστοιχων ελληνικών. Στα πλαίσια των κατακτήσεων οι Ρωμαίοι υιοθετούσαν μυθολογικά στοιχεία των λαών που αφομοίωναν και δεν ήταν σπάνιο ναοί αφιερωμένοι στις ρωμαϊκές θεότητες να συνυπάρχουν πλάι πλάι με αυτούς των ξένων θεών.[98] Με αρχή τη βασιλεία του Νέρονα, η επίσημη στάση των ρωμαίων απέναντι στο χριστιανισμό ήταν αρνητική, και ορισμένες φορές, το να είναι κανείς απλά χριστιανός επέφερε την τιμωρία του θανάτου. Υπό τον Διοκλητιανό, οι διώξεις των χριστιανών έφτασαν στην κορυφή τους. Ωστόσο, ο Μέγας Κωνσταντίνος υποστήριξε δημόσια τη θρησκεία αυτή η οποία έγινε ιδιαίτερα δημοφιλής. Όλες οι θρησκείες εκτός από το χριστιανισμό απαγορεύτηκαν το 391 με διάταγμα του Θεοδόσιου Α'.[99]

Τέχνη, Μουσική και Λογοτεχνία

Κυρίως άρθρο: Ρωμαϊκή τέχνη

Οι τεχνοτροπίες της ρωμαϊκής ζωγραφικής μαρτυρούν επιρροή από την ελληνική τέχνη. Τα δείγματα που επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας είναι κυρίως τοιχογραφίες που κοσμούσαν τους τοίχους και τα ταβάνια εξοχικών κατοικιών, αν και διάφορα ρωμαϊκά κείμενα κάνουν αναφορά σε έργα φτιαγμένα σε ξύλο, ελεφαντόδοντο κι άλλες ύλες.[100][101] Πολλά δείγματα ρωμαϊκής ζωγραφικής έχουν βρεθεί στον αρχαιολογικό χώρο της Πομπήιας και μελετώντας αυτά οι ιστορικοί τις τέχνης έχουν παρατηρήσει τέσσερις διακριτές τεχνοτροπίες. Η πρώτη ανήκει χρονολογικά στην περίοδο από τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. μέχρι την αρχή ή τα μέσα του 1ου αιώνα π.Χ. Τη συνθέτουν κυρίως απομιμήσεις από μάρμαρο, αν και ορισμένες φορές περιλαμβάνει απεικονίσεις μυθολογικών πλασμάτων. Η δεύτερη τεχνοτροπία ρωμαϊκής ζωγραφικής ξεκίνησε να εφαρμόζεται από τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. Προσπαθούσε να απεικονίσει ρεαλιστικά τρισδιάστατα αρχιτεκτονικά στοιχεία και τοπία. Το τρίτο στυλ συναντάται κατά την εποχή του Αυγούστου (27 π.Χ. – 14 μ.Χ.) και απορρίπτει τον ρεαλισμό του δεύτερου στυλ για χάρη μιας απλούστερης διακόσμησης. Λίγα κτίρια, ένα τοπίο ή αφηρημένα σχέδια τοποθετούνταν στο κέντρο με το φόντο να είναι μονόχρωμο. Το τέταρτο στυλ που εμφανίστηκε τον 1ο αιώνα μ.Χ. είχε συχνά θέματα εμπνευσμένα από τη μυθολογία, διατηρώντας λεπτομέρειες στα αρχιτεκτονικά στοιχεία και αφηρημένα σχέδια.[100][101] Τα γκραφίτι, οι τοιχογραφίες σε οίκους ανοχής, διάφορα έργα ζωγραφικής και γλυπτικής που βρέθηκαν στην Πομπήια και το Ερκουλάνεουμ καταδεικνύουν πως η σεξουαλικότητα έπαιζε κεντρικό ρόλο στο ρωμαΐκό πολιτισμό.[102]

Οι γλύπτες της εποχής, προκειμένου να κατασκευάσουν προτομές-πορτραίτα, χρησιμοποίησαν νεανικά χαρακτηριστικά και κλασικές αναλογίες, αποδίδοντας τελικά έργα που αποτελούσαν μείγμα πραγματικού και ιδεατού. Ο Αδριανός, ο οποίος απεικονιζόταν με γενειάδα ώστε να δείχνει τα φιλελληνικά του αισθήματα, καθιέρωσε τη σχετική μόδα κι έκτοτε πολλές προτομές αυτοκρατόρων φέρουν γενειάδες. Κατά τις περιόδους των Αντωνίνων και των Σεβήρων αυτοκρατόρων, τα αγάλματα απέκτησαν πιο περίτεχνα χτενίσματα και γένεια, δημιουργημένα με βαθύτερο σκάψιμο και τομές. Οι Ρωμαίοι ανέπτυξαν επίσης την κατασκευή ανάγλυφων σε αψίδες και κίονες, τα οποία απεικόνιζαν συχνά τις νικηφόρες εκστρατείες τους.

Η λατινική λογοτεχνία από τη γέννησή της υπήρξε βαθειά επηρεασμένη από την ελληνική. Τα πρώτα έργα ήταν ιστορικά έπη, που αφηγούνταν τις νίκες της Ρώμης σε διάφορους πολέμους. Κατά τη δημοκρατική περίοδο, οι συγγραφείς άρχισαν να παράγουν έργα ιστορικά, ποίηση, κωμωδίες και τραγωδίες. Η κλασική λατινική περίοδος, όταν η λατινική λογοτεχνία έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της, χωρίζεται στη Χρυσή Εποχή, που καλύπτει την περίοδο από τις αρχές του 1ου αιώνα π.Χ. μέχρι τα μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ. και στην Ασημένια Εποχή, που καλύπτει τον 2ο αιώνα μ.Χ. Τα λογοτεχνικά έργα που γράφτηκαν μετά το 2ο αιώνα υποτιμήθηκαν και αγνοήθηκαν. Ίσως περισσότερο από κάθε άλλον, αντικείμενο μίμησης υπήρξε ο Κικέρων, του οποίου το στυλ θεωρήθηκε κολοφώνας της λατινικής πνευματικής παραγωγής.

Η ρωμαϊκή μουσική βασίστηκε κατά πολύ στην ελληνική μουσική και έπαιζε σημαντικό ρόλο σε διάφορες εκφάνσεις της ζωής των Ρωμαίων.[103] Ο στρατός χρησιμοποιούσε μουσικά όργανα, γνωστά ως tuba (μια μακριά τρομπέτα) και cornu (που μοιάζει με το γαλλικό κέρας) ώστε να μεταφέρονται διαφορες εντολές. Τα μουσικά όργανα bucina (πιθανώς μια τρομπέτα ή κέρας) και lituus (μάλλον ένα μακρύ όργανο σε σχήμα J), χρησιμοποιούνταν σε διάφορες τελετές.[104] Μουσική έπαιζε στα αμφιθέατρα ανάμεσα στους αγώνες και στα ωδεία, και σε τέτοιες περιστάσεις πρέπει να χρησιμοποιούσαν τα όργανα cornu και ύδραυλις (όργανο νερού).[105] Η πλειοψηφία των θρησκευτικών τελετών περιελάμβαναν μουσικές παραστάσεις: tibiae (διπλούς αυλούς) στις θυσίες, κύμβαλα και ντέφια στις οργιαστικές τελετές.[106] Ορισμένοι ιστορικοί της μουσικής θεωρούν πως η μουσική χρησιμοποιούταν σε όλες τις δημόσιες τελετές,[103] αν και δεν είναι βέβαιο το κατά πόσο οι ρωμαίοι μουσικοί συνέβαλαν σημαντικά στην εξέλιξη της θεωρίας και πρακτικής της μουσικής.[103]

Ψυχαγωγία

Οι νεαροί Ρωμαίοι είχαν πολλές επιλογές όταν επιθυμούσαν να ψυχαγωγηθούν και να αθληθούν, όπως για παράδειγμα το άλμα, την πάλη, την πυγμαχία και το τρέξιμο.[107] Την εποχή αυτή υπήρχαν επίσης διάφορα παιχνίδια που περιλάμβαναν τη χρήση μπάλας, όπως ένα παιχνίδι που θυμίζει τη σύγχρονη χειροσφαίριση.[107] Τα παιδιά είχαν στη διάθεσή τους παιχνίδια, ενώ ήταν ήδη γνωστά διάφορα ομαδικά παιχνίδια όπως τα «βαρελάκια».[108][109]

Οι πλούσιοι Ρωμαίοι που κατοικούσαν σε εξοχικές περιοχές συχνά επιδίδονταν στο ψάρεμα και το κυνήγι.[108] Άλλες δημοφιλείς δραστηριότητες ήταν τα παιχνίδια με ζάρια, τα επιτραπέζια και ο τζόγος.[107] Εντούτοις, στις παραπάνω δραστηριότητες δεν συμμετείχαν γυναίκες. Για τους πλούσιους δημοφιλή ήταν τα δείπνα, που ανάλογα με την περίπτωση περιελάμβαναν μουσική, χορό και ανάγνωση λογοτεχνικών έργων.[109] Οι πληβείοι οργάνωναν κι εκείνοι ορισμένες φορές ανάλογες γιορτές, αν και συνήθως το δείπνο για ψυχαγωγία συνήθως σήμαινε επίσκεψη σε κάποια ταβέρνα.[109]

Μια δημοφιλής μορφή διασκέδασης ήταν οι μονομαχίες. Οι μονομάχοι αγωνίζονταν είτε μέχρι θανάτου, είτε «μέχρι να χυθεί αίμα» με μια ποικιλία όπλων και σεναρίων. Οι αγώνες αυτοί γνώρισαν τη μεγαλύτερη ακμή τους την εποχή του Κλαυδίου, ο οποίος καθόρισε να αποφασίζει ο αυτοκράτορας το αποτέλεσμα του αγώνα με μια χειρονομία. Αντίθετα με την εικόνα που έχουμε από τις κινηματογραφικές ταινίες, ορισμένοι ιστορικοί απορρίπτουν πως η χειρονομία της γροθιάς με τον αντίχειρα στραμμένο κάτω σήμαινε θάνατο. Αν και κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος για το ποιες ήταν ακριβώς αυτές οι χειρονομίες, ορισμένοι ειδικοί καταλήγουν πως υψωμένη γροθιά προς το νικητή και κατόπιν αντίχειρας προς τα πάνω σήμαινε «θάνατος», ενώ σηκωμένη γροθιά χωρίς δάχτυλο να εξέχει σήμαινε «έλεος».[110] Ένα άλλο δημοφιλές θέαμα περιελάμβανε ζώα από μακρινές χώρες, τα οποία εκτίθονταν για να τα δει το κοινό, ή συνδυάζονταν με μονομαχία. Ένας φυλακισμένος ή μονομάχος, οπλισμένος ή άοπλος, τοποθετούταν στην αρένα και κατόπιν ελευθερωνόταν το ζώο.
Το Circus Maximus, ένα λαοφιλές μέρος στην Αρχαία Ρώμη, αρχικά χρησιμοποιήθηκε για ιπποδρομίες και αρματοδρομίες. Μπορούσε επίσης να γεμίσει με νερό και να στηθούν ψεύτικες ναυμαχίες.[111] Το Circus είχε χωρητικότητα 385.000 ατόμων.[112] Δύο ναοί, ένας με επτά μεγάλα αυγά κι ένας με επτά δελφίνια, έστεκαν στη νησίδα στη μέση του Circus Maximus, και κάθε φορά που ένας αγωνιζόμενος ολοκλήρωνε ένα γύρο, ένα από κάθε ομάδα κινούταν. Αυτό χρησίμευε στο να γνωρίζει ο αθλητής και ο κόσμος τη φάση στην οποία βρισκόταν ο αγώνας. Εκτός από σπορ, το Circus Maximus φιλοξενούσε αγορές και τζόγο. Υψηλά πρόσωπα, ακόμη και ο Αυτοκράτορας, επίσης παραβρίσκονταν σε αγώνες στο Circus Maximus, καθώς η απουσία τους θεωρούταν αγένεια. Τα υψηλά πρόσωπα και οι εμπλεκόμενοι με το εκάστοτε αγώνισμα κάθονταν σε κρατημένες θέσεις υψηλότερα από τον υπόλοιπο κόσμο. Επιπροσθέτως, θεωρούταν ανάρμοστο να υποστηρίζει ο αυτοκράτορας συγκεκριμένη ομάδα. Το Circus Maximus κατασκευάστηκε το 600 π.Χ. και φιλοξένησε την τελευταία αρματοδρομία το 549 μ.Χ., επιβιώνοντας ως θεσμός για μια χιλιετία.

Τεχνολογικά επιτεύγματα

Οι αρχαίοι Ρωμαίοι κατάφεραν να επιδείξουν τα συναρπαστικότερα τεχνολογικά επιτεύγματα της εποχής τους, τεχνογνωσία που χάθηκε κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα και δεν ξαναεμφανίστηκε παρά τον 19ο και 20ο αιώνα. Ωστόσο, παρά την ικανότητα των Ρωμαίων να υιοθετούν και να συνδυάζουν τις τεχνολογίες που κατείχαν άλλοι πολιτισμοί, οι ίδιοι δεν ήταν ιδιαιτέρως καινοτόμοι. Πολλές από τις επινοήσεις τους βασίστηκαν σε παλαιότερα ελληνικά σχέδια, ενώ νέες ιδέες σπάνια ήρθαν στο προσκήνιο. Η ρωμαϊκή κοινωνία είχε ως πρότυπο τον ικανό στρατιώτη, ο οποίος μπορούσε να διοικήσει με σύνεση ένα μεγάλο σπιτικό, ενώ ο ρωμαϊκός νόμος δεν περιείχε διατάξεις σχετικές με την πνευματική ιδιοκτησία ή την προώθηση της καινοτομίας. Η έννοια των «επιστημόνων» και των «μηχανικών» δεν υπήρχε την εποχή εκείνη. Η τεχνολογική πρόοδος συχνά βασιζόταν στην επιδεξιότητα και οι διάφορες συντεχνίες φύλασσαν με ζήλο τα μυστικά του επαγγέλματός τους. Εντούτοις, ένας αριθμός καινοτομιών ζωτικής σημασίας εξαπλώθηκαν και χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από τους Ρωμαίους, συμβάλλοντας καθοριστικά στην επικράτηση και κυριαρχία των Ρωμαίων σε όλη την Ευρώπη.

Η ρωμαϊκή μηχανική και η μηχανική για στρατιωτικούς σκοπούς συνιστούν μεγάλο κομμάτι της τεχνικής υπεροχής και κληρονομιάς της Αρχαίας Ρώμης. Συνέβαλαν στην κατασκευή πολυάριθμων δρόμων, γεφύρων, υδραγωγείων, λουτρών, θεάτρων και ιπποδρόμων. Πολλά μνημεία, όπως το Κολοσσαίο, η Ποντ ντι Γκαρντ και το Πάνθεον, παραμένουν μέχρι τις μέρες μας μαρτυρίες του ρωμαϊκού πολιτισμού.

Οι Ρωμαίοι είναι ξακουστοί για τα αρχιτεκτονικά τους επιτεύγματα, που κατατάσσονται μαζί με τα αντίστοιχα ελληνικά στην «Κλασική αρχικτεκτονική». Κατά τη δημοκρατική περίοδο, στυλιστικά η ρωμαϊκή ήταν παρόμοια της ελληνικής αρχιτεκτονικής. Παρόλο που εξακολουθούσαν να υπάρχουν σημαντικές διαφορές, η Ρώμη δανείστηκε πολλά στοιχεία από την Ελλάδα εμμένοντας στα αυστηρά τυποποιημένα σχέδια ανοικοδόμησης και αναλογίες. Πέραν από δύο νέους ρυθμούς κατασκευής κιόνων, γνωστοί ως «σύνθετος» και «τοσκανικός», και το θόλο, ο οποίος προήλθε από την ετρούσκικη αψίδα, η Ρώμη παρουσίασε ελάχιστες καινοτομίες μέχρι το τέλος της Δημοκρατίας.

Τον 1ο αιώνα π.Χ., οι Ρωμαίοι ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν ευρέως το τσιμέντο, το οποίο εφευρέθηκε στα τέλη του 3ου αιώνα π.Χ. Ήταν ένα ισχυρό υλικό από pozzolana (λεπτή σκόνη πυριτίου-αλουμινίου) που σύντομα παραγκώνισε το μάρμαρο ως κύριο υλικό δόμησης και που επέτρεψε πολλά τολμηρά αρχιτεκτονικά σχέδια.[113] Επίσης κατά τον 1ο αιώνα π.Χ., ο Βιτρούβιος έγραψε το έργο «De architectura», πιθανώς την πρώτη πραγματεία σχετικά με την αρχιτεκτονική στην ιστορία. Στα τέλη του ίδιου αιώνα, η Ρώμη άρχισε να επιδίδεται και στην υαλοτεχνία ελάχιστα μετά την εφευρεσή της στη Συρία περίπου το 50 π.Χ. Τα ψηφιδωτά κατέκλυσαν την αυτοκρατορία μετά τις εκστρατείες του Σύλλα στην Ελλάδα.

Το τσιμέντο επέτρεψε την κατασκευή των στρωμένων με πλάκες ρωμαϊκών δρόμων, πολλοί από τους οποίους χρησιμοποιούνταν χίλια χρόνια μετά την πτώση της Ρώμης. Η κατασκευή ενός εκτενούς και αποτελεσματικού οδικού δικτύου κατά μήκος της Αυτοκρατορίας επέτρεπε στις λεγεώνες να κινούνται με μεγάλη ταχύτητα. Επίσης, οι δρόμοι αυτοί είχαν τεράστια οικονομική σημασία, καθιστώντας τη Ρώμη σταυροδρόμι του εμπορίου, εξ’ ού και η φράση «όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Ρώμη». Η ρωμαϊκή κυβέρνηση διατηρούσε ανά τακτά διαστήματα σταθμούς, όπου μπορούσαν να αναπαυθούν οι ταξιδιώτες. Επίσης κατασκεύασε γέφυρες όπου ήταν απαραίτητο και ίδρυσε ένα σύστημα ταχυμεταφορών που επέτρεπε σε μια αποστολή να κινείται με ταχύτητα 800 χλμ. σε 24 ώρες.

Οι Ρωμαίοι κατασκεύασαν πολυάριθμα υδραγωγεία για να παρέχουν νερό στις πόλεις, τις βιομηχανικές περιοχές και τις καλλιέργειες. Την πόλη της Ρώμης εξυπηρετούσαν 11 υδραγωγεία συνολοκού μήκους 350 χιλιομέτρων.[114] Τα περισσότερα από αυτά ήταν υπόγεια με ορισμένα μόνο τμήματα χτισμένα πάνω από το έδαφος, στηριζόμενα σε αψίδες. Ορισμένες φορές, όταν έπρεπε να ξεπεραστούν βαθουλώματα που υπερέβαιναν τα 50 μέτρα, ανάστροφοι αγωγοί χρησιμοποιήθηκαν για να αναγκάσουν το νερό να κινηθεί προς τα πάνω.

Ένας άλλος τομέας στον οποίο οι Ρωμαίοι έκαναν μεγάλες προόδους ήταν αυτός της υγιεινής. Ξακουστά ήταν τα δημόσια λουτρά τους, που καλούνταν θέρμες, τα οποία χρησίμευαν τόσο στην προσωπική υγιεινή όσο και στην κοινωνικοποίηση. Πολλά ρωμαϊκά σπίτια είχαν τουαλέτες και εσωτερικά υδραυλικά, ενώ ένα περίπλοκο αποχετευτικό σύστημα, η Cloaca Maxima, χρησιμοποιούταν για να αποξηραίνει τα τοπικά έλη και να μεταφέρει τα απόβλητα ύδατα στον Τίβερη.
Σημειώσεις

1. ↑ Chris Scarre, The Penguin Historical Atlas of Ancient Rome (London: Penguin Books, 1995).
2. ↑ Adkins, 1998, σελίδα 3.
3. ↑ 3,0 3,1 Durant, 1944. Σελίδες 12-14.
4. ↑ Roggen, Hesse, Haastrup, Omnibus I, H. Aschehoug & Co 1996
5. ↑ Myths and Legends- Rome, the Wolf, and Mars.
6. ↑ Matyszak, 2003. Σελίδα 19.
7. ↑ Duiker, 2001. Σελίδα 129.
8. ↑ Ancient Rome and the Roman Empire by Michael Kerrigan. Dorling Kindersley, London: 2001. ISBN 0-7894-8153-7. page 12.
9. ↑ Matyszak, 2003. Σελίδες 43-44.
10. ↑ Adkins, 1998. Σελίδες 41-42.
11. ↑ Rome: The Roman Republic του Richard Hooker. Washington State University.
12. ↑ 12,0 12,1 Magistratus του George Long, M.A. Εμφάνιση στις σελίδες 723-724 του A Dictionary of Greek and Roman Antiquities από τον William Smith, D.C.L., LL.D. Εκδότης John Murray, Λονδίνο, 1875.
13. ↑ Adkins, 1998. Σελίδα 39.
14. ↑ Haywood, 1971. Σελίδες 350-358.
15. ↑ Πύρρος της Ηπείρου (2) και Πύρρος της Ηπείρου (3) του Jona Lendering. Livius.org.
16. ↑ Haywood, 1971. Σελίδες 357-358.
17. ↑ Haywood, 1971. Σελίδες 351.
18. ↑ Haywood, 1971. Σελίδες 376-393.
19. ↑ Rome: The Punic Wars του Richard Hooker. Washington State University.
20. ↑ Bagnall 1990
21. ↑ Rome: The Conquest of the Hellenistic Empires του Richard Hooker. Washington State University.
22. ↑ Duiker, 2001. Σελίδες 136-137.
23. ↑ Fall of the Roman Republic, 133-27 BC. Purdue University.
24. ↑ 24,0 24,1 Eques (Knight) του Jona Lendering. Livius.org.
25. ↑ Adkins, 1998. Σέλίδα 38.
26. ↑ Durant, 1944. Σελίδες 120-122.
27. ↑ Long-lasting Effects of Removal of Land Requirement.
28. ↑ Scullard 1982, Κεφάλαια I-IV
29. ↑ Scullard 1982, Κεφάλαια VI-VII
30. ↑ Julius Caesar (100BCE - 44BC). [1].
31. ↑ Augustus (31 BC - 14 CE) από τον Garrett G. Fagan. De Imperatoribus Romanis.
32. ↑ Scullard 1982, Κεφάλαιο VIII
33. ↑ Augustus (63 BC. - AD14) από το bbc.co.uk.
34. ↑ Duiker, 2001. Σελίδα 140.
35. ↑ The Julio-Claudian Dynasty (27 BC -68 AD). από το Τμήμα Ελληνικής και Ρωμαϊκής Τέχνης, The Metropolitan Museum of Art.
36. ↑ Nero (54-68 AD) του Herbert W. Benario. De Imperatoribus Romanis.
37. ↑ Suetonius
38. ↑ Five Good Emperors από το UNRV History.
39. ↑ O'Connell, 1989. Σελίδα 81.
40. ↑ Διάλεξη 12: Augustus Caesar and the Pax Romana του Steven Kreis. The History Guide.
41. ↑ 41,0 41,1 Scarre 1995
42. ↑ Haywood, 1971. Σελίδες 589-592.
43. ↑ Crisis of the Third Century (235-285) History of Western Civilization, του E.L. Skip Knox, Boise State University.
44. ↑ Haywood, 1971. Σελίδες 592-596.
45. ↑ Diocletian ( 284-305 AD) του Ralph W. Mathisen. De Imperatoribus Romanis.
46. ↑ Constantine I (306 - 337 AD) του Hans A. Pohlsander. De Imperatoribus Romanis.
47. ↑ Honorius (395-423 AD) του Ralph W. Mathisen. De Imperatoribus Romanis.
48. ↑ Duiker, 2001. Σελίδα 155.
49. ↑ The Germanic Invasions of Western Europe The University of Calgary.
50. ↑ Lapham, Lewis (1997). The End of the World. New York: Thomas Dunne Books. ISBN 0-312-25264-1. Σελίδες 47-50.
51. ↑ Duiker, 2001. Σελίδα 157.
52. ↑ Romulus Augustulus (475-476 AD)--Two Views από τους Ralph W. Mathisen και Geoffrey S. Nathan. De Imperatoribus Romanis.
53. ↑ Durant, 1944. Σελίδα 670.
54. ↑ Duiker, 2001. Σελίδα 347.
55. ↑ 55,0 55,1 55,2 The Byzantine Empire του Richard Hooker. Washington State University.
56. ↑ Bray, R.S.: Armies of Pestilence, James Clarke Company, 2004, Σελίδα 26
57. ↑ Duiker, 2001. Σελίδα 349.
58. ↑ Basil II (CE 976-1025) της Catherine Holmes. De Imperatoribus Romanis.
59. ↑ Gibbon, Edward. History of the Decline and Fall of the Roman Empire. Κεφάλαιο 61.
60. ↑ Mehmet II του Korkut Ozgen. Theottomans.org.
61. ↑ 61,0 61,1 Duiker, 2001. Σελίδα 146.
62. ↑ 62,0 62,1 Casson, 1998. Σελίδες 10-11.
63. ↑ Family Values in Ancient Rome από τον Richard Saller. The University of Chicago Library Digital Collections: Fathom Archive.
64. ↑ Adkins, 1998. Σελίδα 339.
65. ↑ Adkins, 1998. Σελίδα 340.
66. ↑ 66,0 66,1 Διάλεξη 13: A Brief Social History of the Roman Empire του Steven Kreis.
67. ↑ 67,0 67,1 67,2 67,3 67,4 67,5 67,6 67,7 Adkins, 1998. Σελίδα 211.
68. ↑ 68,0 68,1 Werner, 1978. Σελίδα 31.
69. ↑ Duiker, 2001. Σελίδα 143.
70. ↑ 70,0 70,1 70,2 Roman Education. Latin ExCET Preparation. Texas Classical Association. Γραμμένο από την Ginny Lindzey, Σεπτέμβριος 1998.
71. ↑ Matyszak, 2003. Σελίδες 16-42.
72. ↑ Adkins, 1998. Σελίδα 46.
73. ↑ Duiker, 2001. Σελίδα 146.
74. ↑ John Keegan, A History of Warfare, Alfred A. Knopf (Νέα Υόρκη 1993) [ISBN 0-394-58801-0], σελ.263; David Potter, "The Roman Army and Navy," in Harriet I. Flower, εκδόσεις, The Cambridge Companion to the Roman Republic, Cambridge University Press (Cambridge U.K. 2004) [ISBN 0-521-00390-3], σελ. 67-69. Για μια παρουσίαση των τακτικών των οπλιτών και το κοινωνικό τους υπόβαθρο, βλ. Victor Davis Hanson, The Western Way of War: Infantry Battle in Classical Greece, Alfred A. Knopf (Νέα Υόρκη 1989) [ISBN 0-394-57188-6].
75. ↑ Keegan, σελ. 264; Potter, σελ. 69-70.
76. ↑ Keegan, σελ.264; Adrian Goldsworthy, The Roman Army at War 100 BC - CE200, Oxford University Press (Οξφόρδη 1996) [ISBN 0-19-815057-1], σελ. 33; Jo-Ann Shelton, εκδ., As the Romans Did: A Sourcebook in Roman Social History, Oxford University Press (Νέα Υόρκη 1998)[ISBN 0-19-508974-X], σελ. 245-249.
77. ↑ Goldsworthy, The Roman Army, σελ. 22-24, 37-38; Adrian Goldsworthy, Caesar: Life of a Colossus, Yale University Press (New Haven 2006) [ISBN-10: 0300120486, ISBN-13: 978-0-300-12048-6], σελ. 384, 410-411, 425-427.
78. ↑ Μεταξύ του 343 και 241 π.Χ., ο ρωμαϊκός στρατός μαχόταν κάθε χρόνο με εξαίρεση πέντε έτη. Stephen P. Oakley, "The Early Republic," in Harriet I. Flower, εκδ., The Cambridge Companion to the Roman Republic, Cambridge University Press (Cambridge U.K. 2004) [ISBN 0-521-00390-3], σελ. 27.
79. ↑ P. A. Brunt, "Army and Land in the Roman Republic," στο The Fall of the Roman Republic and Related Essays, Oxford University Press (Οξφόρδη 1988) [ISBN 0-19-814849-6], σελ.253; William V. Harris, War and Imperialism in Republican Rome 327-70 BC, Oxford University Press (Οξφόρδη 1979) [ISBN 0-19-814866-6], σελ. 44.
80. ↑ Keegan, σελ. 273-274; Brunt, σελ. 253-259; Harris, σελ. 44-50.
81. ↑ Keegan, σελ. 264; Brunt, σελ. 259-265; Potter, σελ. 80-83.
82. ↑ Goldsworthy, Caesar, σελ. 391.
83. ↑ Karl Christ, The Romans, University of California Press (Berkeley, 1984) [ISBN 0-520-04566-1], σελ. 74-76.
84. ↑ Christopher S. Mackay, Ancient Rome: A Military and Political History, Cambridge University Press, (Cambridge, U.K. 2004), σελ. 249-250. Ο Mackay τονίζει ότι ο αριθμός των λεγεώνων (όχι απαραίτητα του αριθμού των λεγεωναρίων) αυξήθηκε στις 30 μέχρι το 125 και στις 33 κατά την περίοδο των Σεβήρων (200–235).
85. ↑ Goldsworthy, The Roman Army, σελ. 36-37.
86. ↑ Hugh Elton, Warfare in Roman Europe AD 350-425, Oxford University Press (Oxford 1996)[ISBN 0-19-815241-8] σελ. 89-96.
87. ↑ T. Correy Brennan, "Power and Process Under the Republican 'Constitution'," in Harriet I. Flower, εκδόσεις, The Cambridge Companion to the Roman Republic, Cambridge University Press (Cambridge U.K. 2004) [ISBN 0-521-00390-3], Κεφάλαιο 2; Potter, σελ. 66-88; Goldsworthy, The Roman Army, σελ. 121-125. Ο πιο ταλαντούχος, αποτελεσματικός και αξιόπιστος αξιωματικός στη Γαλατία, ο Τίτος Λαβιένος, είχε πάρει συστάσεις από τον Πομπήιο. Goldsworthy, The Roman Army, σελ. 124.
88. ↑ Mackay, σελ. 245-252.
89. ↑ MacKay, σελ. 295-296 και κεφάλαια 23-24.
90. ↑ Potter, σελ. 76-78.
91. ↑ Elton, σελ. 97-99 και 100-101.
92. ↑ Latin Online: Series Introduction των Winfred P. Lehmann και Jonathan Slocum. Linguistics Research Center. The University of Texas at Austin.
93. ↑ The Latin Alphabet by J. B. Calvert. University of Denver.
94. ↑ Classical Latin Supplement. Σελίδα 2.
95. ↑ Adkins, 1998. Σελίδα 203.
96. ↑ Matyszak, 2003. Σελίδα 24.
97. ↑ Willis, 2000. Σελίδα 168.
98. ↑ Willis, 2000. Σελίδα 166.
99. ↑ Theodosius I (379-395 AD) του David Woods. De Imperatoribus Romanis.
100. ↑ 100,0 100,1 Adkins, 1998. Σελίδες 350-352.
101. ↑ 101,0 101,1 Roman Painting από το έργο Timeline of Art History. Department of Greek and Roman Art, The Metropolitan Museum of Art.
102. ↑ Grant, 2005. pages 130-134.
103. ↑ 103,0 103,1 103,2 Chronology: Ancient and Medieval: Ancient Rome. iClassics. Απόσπασμα από το A History of Western Music, Fifth Edition των Donald Jay Grout και Claude V. Palisca. W.W. Norton & Company, Inc.: 1960.
104. ↑ Adkins, 1998. Σελίδα 89.
105. ↑ Adkins, 1998. Σελίδες 349-350.
106. ↑ Adkins, 1998. Σελίδα 300.
107. ↑ 107,0 107,1 107,2 Casson, 1998. Σελίδες 98-108.
108. ↑ 108,0 108,1 Daily Life: Entertainment. SPQR Online.
109. ↑ 109,0 109,1 109,2 Adkins, 1998. Σελίδα 350.
110. ↑ The Gladiator and the Thumb. Encyclopedia Romana. University of Chicago.
111. ↑ Circus Maximus. Encyclopedia Romana. University of Chicago.
112. ↑ Athena Review I,4: Romans on the Rhône: Arles
113. ↑ Δείτε επίσης: Άρθρο σχετικά με τη χρήση του τσιμέντου στην Αρχαία Ρώμη.
114. ↑ Frontinus

Αναφορές

* Adkins, Lesley; Roy Adkins (1998). Handbook to Life in Ancient Rome. Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-512332-8.
* Casson, Lionel (1998). Everyday Life in Ancient Rome. Baltimore: The John Hopkins University Press. ISBN 0-8018-5992-1.
* Duiker, William; Jackson Spielvogel (2001). World History, Third edition, Wadsworth. ISBN 0-534-57168-9.
* Durant, Will (1944). The Story of Civilization, Volume III: Caesar and Christ. Simon and Schuster, Inc..
* Elton, Hugh (1996). Warfare in Roman Europe AD350-425. Oxford: Oxford University Press. 0-19-815241-8.
* Flower (editor), Harriet I. (2004). The Cambridge Companion to the Roman Republic. Cambridge, U.K.: Cambridge University Press. 0-521-00390-3.
* Edward Gibbon, The History of the Decline and Fall of the Roman Empire
* Goldsworthy, Adrian Keith (2003). The Complete Roman Army. London: Thames and Hudson, Ltd.. 0-500-05124-0.
* Goldsworthy, Adrian Keith (1996). The Roman Army at War 100BC-AD200. Oxford: Oxford University Press. 0-19-815057-1.
* Grant, Michael (2005). Cities of Vesuvius: Pompeii and Herculaneum. London: Phoenix Press. ISBN 1-89880-045-6.
* Haywood, Richard (1971). The Ancient World. David McKay Company, Inc..
* Keegan, John (1993). A History of Warfare. New York: Alfred A. Knopf. 0-394-58801-0.
* Τίτος Λίβιος. The Rise of Rome, Books 1-5, μετάφραση από τα λατινικά από τον T.J. Luce, 1998. Oxford World's Classics. Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-282296-9.
* Mackay, Christopher S. (2004). Ancient Rome: A Military and Political History. Cambridge, U.K.: Cambridge University Press. ISBN 0-521-80918-5.
* Matyszak, Philip (2003). Chronicle of the Roman Republic. London: Thames & Hudson, Ltd.. ISBN 0-500-05121-6.
* O'Connell, Robert (1989). Of Arms and Men: A History of War, Weapons, and Aggression. Oxford: Oxford University Press. ISBN 0-19-505359-1.
* Scarre, Chris (September 1995). The Penguin Historical Atlas of Ancient Rome. Penguin Books. ISBN 0-14-051329-9.
* Scullard, H. H. (1982). From the Gracchi to Nero, (5th edition), Routledge. ISBN 0-415-02527-3.
* Werner, Paul (1978). Life in Rome in Ancient Times, translated by David Macrae, Geneva: Editions Minerva S.A..
* Willis, Roy (2000). World Mythology: The Illustrated Guide. Collingwood, Victoria: Ken Fin Books. ISBN 1-86458-089-5.
* Dio, Cassius. Dio's Rome, Volume V., Books 61-76 (CE 54-211) (ανακτήθηκε 2006-12-17 )

Περαιτέρω ανάγνωση

* Cowell, Frank Richard. Life in Ancient Rome. New York: G.P. Putnam's Sons, 1961 (paperback, ISBN 0-399-50328-5).
* Gabucci, Ada. Rome (Dictionaries of Civilizations; 2). Berkekely: University of California Press, 2007 (paperback, ISBN 0520252659).
* Wyke, Maria. Projecting the Past: Ancient Rome, Cinema, and History. New York; London: Routledge, 1997 (hardcover, ISBN 0-415-90613-X, paperback, ISBN 0-415-91614-8).
* Pierre Grimal, La Civilisation romaine, Flammarion, 1960, réédité en 1981,
* Georges Hacquard, Jean Dautry, Olivier Maisani, Le Guide romain antique, 1952 chez Hachette, multiples rééditions :
* Michel Christol et Daniel Nony, Des origines de Rome aux invasions barbares, Hachette, 1974.
* Christophe Badel, La noblesse de l'Empire romain. Les masques et la vertu. Champ Vallon, Seyssel, 2005. ISBN 978-2876734159
* Bertrand Lançon, L'antiquité tardive, PUF, Que sais-je ? n° 1455, 1997, ISBN 978-2130481256
* Paul Petit, Histoire générale de l'Empire romain, Le Seuil, 1974
* Paul Veyne, L'Empire gréco-romain, Le Seuil, 2005.
* Paul Veyne, Peter Brown, Aline Rousselle, Genèse de l'Antiquité tardive, Gallimard, 2001, ISBN 2070700267

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License