ART

 

.

Με τον όρο επτανησιακό θέατρο εννοείται η θεατρική παραγωγή των Επτανήσων από τον 16ο έως τις αρχές περίπου του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες ιστορικές πηγές μετά την κατάληψη του Χάνδακα από τους Τούρκους το 1669, όλη η καλλιτεχνική δημιουργία του κρητικού θεάτρου μεταφέρθηκε μέσω της μετακίνησης των Κρητών προσφύγων στα Επτάνησα. Ως κληρονόμοι τούτης της πολιτιστικής-θεατρικής κληρονομιάς στο Ιόνιο, οι θεατρικοί συγγραφείς των Επτανήσων αντέγραψαν αρχικά όλα τα χειρόγραφα των δραματουργικών έργων και διοργάνωναν ερασιτεχνικές θεατρικές παραστάσεις. Τούτο επιτελέστηκε και ως φυσική μετάβαση, καθώς τα Επτάνησα ήταν επίσης ενετοκρατούμενη περιοχή. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εξασφαλίστηκε η συνέχεια της θεατρικής παραγωγής στην ελληνόφωνη μεσόγειο[1].

Αν και θεωρητικά υπήρχε εκ των προτέρων θεατρική δραστηριότητα στο Ιόνιο, ωστόσο οι μαρτυρίες δεν τέτοιες που θα βοηθούσαν προς την κατεύθυνση μιας αναλυτικής παρουσίασης της παραγωγής στη συγκεκριμένη εποχή[2]. Ανάμεσα στις πειστικότερες μαρτυρίες για την ανεξαρτησία του επτανησιακού θεάτρου από το κρητικό συμπεριλαμβάνεται η ανακάλυψη του χειρογράφου του έργου Ευγένα, του Θεόδωρου Μοτσελέζε από τον M. Vitti, που αν μη τι άλλο μεταθέτει την αφετηρία του επτανησιακού θεάτρου πριν το 1669, αφού το έργο τυπώθηκε το 1646[3]. Στην επτανησιακή δραματουργία του 17ου και του 18ου αι. απαντώνται πρωτότυπα έργα, αλλά και αρκετές μεταφράσεις.

Η πορεία του επτανησιακού θεάτρου

Ως ενδείξεις θεατρικής δραστηριότητας στα Επτάνησα κατά τον 16ο αιώνα θα μπορούσαν να αναφερθούν η απαγγελία κωμωδιών από τον Ανδρέα Μολίνο στο πρώτο τέταρτο του 16ου αιώνα[4], όπως και η παράσταση ιταλικής κωμωδίας το 1583 στην Κέρκυρα. Στις παραπάνω ο Β. Πούχνερ περιλαμβάνει και την παράσταση του έργου Πέρσαι του Αισχύλου που ανέβηκε ως επινίκειος εορτασμός της ναυμαχίας της Ναυπάκτου, αν και υφίσταται προβληματισμός ακόμη και για την ύπαρξη ιταλικής μετάφρασης του συγκεκριμένου έργου[5].

Η προαναφερθείσα Ευγένα του Μοντσελέζε, ο πρόλογος άγνωστης κωμωδίας Εις έπαινον της περιφήμου νήσου Κεφαλληνίας περί το 1650 και η «κρητοεπτανησιακή» τραγωδία Ζήνων, την οποία ο Πούχνερ συνδέει με το ιησουιτικό θέατρο που εξαπλώθηκε στο Αρχιπέλαγος κατά τον 17ο και 18ο αιώνα[6], συγκαταλέγονται στις μαρτυρίες μας για την παρουσία θεατρικών δρώμενων στα Επτάνησα του 17ου αιώνα. Οι ενδείξεις ερασιτεχνικών παραστάσεων του κρητικού θεάτρου στα Επτάνησα από επτανησιακά χειρόγραφα, καθώς και η μετάφραση του Pastor fido του Τζιαμπατίστα Γκουαρίνι από τον Μιχαήλ Σουμάκη το 1658 [7] διαμορφώνουν τον κύκλο των μαρτυριών που διαθέτουμε για τη θεατρική παραγωγή των Επτανήσων στη συγκεκριμένη εποχή.

H επτανησιακή δραματουργία φέρει έντονα τα σημάδια της ιταλικής Αναγέννησης. Μπορούμε, επίσης, να διαπιστώσουμε την επίδρασή τους από την ενετική κατοχή των συγκεκριμένων περιοχών και το καλλιτεχνικό πνεύμα που επικρατούσε την συγκεκριμένη εποχή στη Δύση. Από την άλλη, η ελληνική ευρηματικότητα, το στοιχείο της πολιτιστικής κληρονομιάς και η γεωγραφική θέση της Ελλάδας, αποτέλεσαν το υπόλοιπο κομμάτι της νεοελληνικής θεατρικής δημιουργίας. Ο Πέτρος Κατσαΐτης, σημαντικός αντιπρόσωπος τους επτανησιακού θεάτρου κατά τον 18ο αιώνα, για τον οποίο διαθέτουμε σχετικές μαρτυρίες, όπως και άλλοι θεατρικοί συγγραφείς, χρησιμοποίησε την commedia dell’ arte[8], την κλασικίζουσα τραγωδία, την ιταλική κουλτούρα, μαζί με άλλες θεατρικές νόρμες και δημιούργησε μια συνέχεια σε τούτη την ιδιαίτερη μορφή του νεοελληνικού θεάτρου. Χρησιμοποιώντας ένα συγκεκριμένο θεατρικό πρότυπο, αλλά και με αφορμή το δεδομένο των ενετοτουρκικών πολέμων μαζί με το μήνυμα για ενότητα και θυσία ενάντια στον εχθρό, επιχείρησε παράλληλα την έκφραση των δικών του, προοδευτικών, θέσεων για την εποχή. Διατήρησε, παράλληλα με τη θεατρική του προσπάθεια, ζωντανή την καλλιτεχνική παραγωγή στα Επτάνησα, σε μια ιδιαίτερα δύσκολη εποχή για την ελληνική πραγματικότητα.

Πέραν της ουμανιστικής θεατρικής παράδοσης στο επτανησιακό θέατρο του 18ου αιώνα είναι έκδηλη η παρουσία ενός διαφοροποιημένου λαϊκού θεάτρου στο οποίο φαίνεται να ανήκουν ανήκουν οι κωμικές σκηνές που παρουσιάζονται στο Ιφιγένεια επίσης στο Κωμωδία των ψευτογιατρών του Σαβόγια Ρούσμελη[9] και το Χάσης του Δημητρίου Γουζέλη. Παρόλο που το επτανησιακό θέατρο αντιμετωπίζεται συχνά ως απλή γεωγραφική παραλλαγή του ελλαδικού, ο Διονύσιος Ρώμας, πιθανώς ο έσχατος δραματουργός του επτανησιακού θεάτρου, τεκμηρίωσε την «ιδιοπροσωπία» του επτανησιακού θεάτρου στη διαδρομή του έως το ιστορικό βάθος της Ενετοκρατίας[10].

Στον 19ο αιώνα το επτανησιακό θέατρο, ειδικότερα μετά το 1880, παρήγαγε ερασιτεχνικά κινήματα θεατρικών παραστάσεων που υπερέβαιναν τα τότε σύνορα του ελληνικού κράτους στις αποκαλούμενες «αλύτρωτες περιοχές»[11].

Παραπομπές σημειώσεις

1. ↑ Πούχνερ Β. 2002, 188.
2. ↑ Πούχνερ Β. 2002, 190.
3. ↑ Γραμματάς Θ. 1987, 28.
4. ↑ Παναγιωτάκης Ν. 1989, 261-278.
5. ↑ Πούχνερ B. 1999, 226.
6. ↑ Πούχνερ Β. 1980, 206-294.
7. ↑ Κριαράς Ε. 1964, 273-297.
8. ↑ Πούχνερ Β. 2002, 192.
9. ↑ Πρωτοπαπά-Μπουμπουλίδου Γλυκερία 1971, 374-375
10. ↑ Ρώμας Δ. 1964, 97-167.
11. ↑ Πούχνερ Β. 1992, 331-371.

Βιβλιογραφία

* Γραμματάς Θ. 1987, «Η παρουσία της commedia dell’arte στο επτανησιακό θέατρο του ΙΗ’ αιώνα» στο Νεοελληνικό θέατρο Ιστορία-Δραματουργία, Κουλτούρα, Αθήνα.

* Κριαράς Ε. 1964, «Η μετάφραση του 'Pastor fido' από τον Ζακυνθινό Μιχαήλ Σουμάκη», Νέα Εστία, 76.

* Πούχνερ Β. 1980,« Θεατρολογικές έρευνες για το πρότυπο του 'Ζήνωνα'», Θησαυρίσματα 17.

* Πούχνερ Β. 1992, «Το θέατρο στην ελληνική επαρχία», στο Το θέατρο στην Ελλάδα. Μορφολογικές επισημάνσεις, Αθήνα.

* Πούχνερ B. 1999, Φαινόμενα και Νοούμενα: Δέκα θεατρολογικά μελετήματα, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.

* Πούχνερ B. 2002, Νεοελληνικό θέατρο (1600-1940)- Κινηματογράφος, τ. Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα.

* Πρωτοπαπά-Μπουμπουλίδου Γλυκερία, 1971, «Σαβόγιας Ρούσμελης», Ἀθηνᾶ, 72.

* Ρώμας Δ. 1964, «Το επτανησιακό θέατρο», Νέα Εστία 76.

Έλληνες

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License