ART

 

Γεγονότα, Hμερολόγιο

 

.

Ο Θύμιος Γάκης ήταν Έλληνας λήσταρχος, ο οποίος έδρασε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα στους ορεινούς όγκους των Τζουμέρκων και των Αγράφων. Γεννήθηκε γύρω στα 1855 στο χωριό Μεσούντα Αχελώου (σύνορα των σημερινών νομών Άρτας, Καρδίτσας και Τρικάλων), το δε πραγματικό όνομά του ήταν Βασίλης Αδάμος.

Η απαγωγή της «Βασιλαρχόντισσας»
Δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι κι αμαρτία,
να είν΄ η Βασίλω σ΄ ερημιά σε κλέφτικα λημέρια,
να στρώνει πεύκα στρώματα κι οξιές για μαξιλάρια;
Kι ο Θυμιογάκης φώναξε, ο Θυμιογάκης λέει:
Σήκω Βασίλω μ΄ κι έφεξε, σήκω και πήρε γιόμα,
σήκω ν΄ ανάψεις τη φωτιά, να πάρεις τον καφέ σου.

Μία από τις πολλές παραλλαγές της Βασιλαρχόντισσας

Ο Γάκης έγινε διάσημος το 1884, όταν απήγαγε τη Βλάχα αρχοντοπούλα Δούκω (Ευδοκία) Αβέρωφ-Τζοανοπούλου. Η πράξη αυτή εξιστορείται στις διάφορες παραλλαγές του δημοτικού τραγουδιού Βασιλαρχόντισσα, όπου το όνομα της κοπέλας έχει αλλάξει σε Βασιλική, είτε για να υποδηλωθεί η αρχοντική καταγωγή της είτε για μετρικούς λόγους.

Το χρονικό των γεγονότων είχε ως εξής: Κάποιος νεαρός Μεσολογγίτης ονόματι Φλέγκας, ο οποίος εργαζόταν στο Μέτσοβο, πέρασε επιδεικτικά απ' το «κουλτούκι» της εκκλησίας - ένα μέρος του περιβόλου όπου δικαίωμα να πατούν είχαν μόνο οι προύχοντες. Σηκώθηκε τότε ο πλούσιος τσέλιγκας Νικολάκης Αβέρωφ (αδελφός του μεγάλου ευεργέτη) και τον χαστούκισε δημοσίως. Ζητώντας εκδίκηση, ο Φλέγκας ήλθε σε επαφή με το Θύμιο Γάκη για να «κλέψουν» την κόρη του Νικολάκη Δούκω. Πράγματι ο Γάκης με τη δωδεκαμελή συμμορία του πέρασε τα σύνορα (τότε το Μέτσοβο ανήκε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία), απήγαγε την κοπέλα μαζί με μία συγγενή της στις 27 ή 31 Ιουλίου και τη φυλάκισε στα λημέρια του. Μετά από διαπραγματεύσεις, τελικά τις απελευθέρωσαν λαμβάνοντας εξωπραγματικά λύτρα: το βάρος της Δούκως σε χρυσά νομίσματα και της άλλης γυναίκας σε ασημένια.

Πέρα από τη Βασιλαρχόντισσα, η οποία αποτελεί ένα από τα πιο γνωστά δημοτικά τραγούδια, τα γεγονότα της απαγωγής επιβιώνουν σε αρκετά τοπωνύμια, όπου σύμφωνα με την ανάμνηση (ή τη φαντασία) των ντόπιων ήταν το λημέρι που φυλακίστηκε η Δούκω. Έτσι υπάρχει η Σπηλιά του Γάκη στην Καρίτσα Καρδίτσας, διάφορες σχετικές ονομασίες στη Βάλια Κάλντα κ.ά.

Μετέπειτα βίος

Σύμφωνα με το θρύλο, αυτό ήταν το τελευταίο «μεγάλο κόλπο» του Γάκη. Αφού έκανε τη μοιρασιά, πήρε το μερίδιό του και ξαναπέρασε στα οθωμανικά εδάφη μεταμφιεσμένος σε χανούμισσα, για να φτάσει ως την περιοχή της Σμύρνης. Εκεί αγόρασε κτήματα και εγκαταστάθηκε μόνιμα.

Η πραγματικότητα όμως είναι λιγότερο μυθιστορηματική. Ο Γάκης έζησε για δέκα ακόμα χρόνια ως παράνομος, μέχρι το 1894 που συνελήφθη και οδηγήθηκε σε δικαστήριο των Ιωαννίνων. Γλίτωσε τη θανατική ποινή χάρη στην ίδια τη Δούκω, η οποία κατέθεσε πως της είχε φερθεί άψογα κατά την διάρκεια της αιχμαλωσίας. Τελικά καταδικάστηκε σε ισόβια, αλλά αργότερα αφέθηκε ελεύθερος με απονομή χάριτος.

Μετά την αποφυλάκισή του πράγματι εγκαταστάθηκε στο χωριό Παπασλή της Μικράς Ασίας, όπου έζησε ως γαιοκτήμονας και παντρεύθηκε την κόρη του Έλληνα δημάρχου της περιοχής. Εκεί τον βρήκε το 1919 η Μικρασιατική Εκστρατεία, κατά την οποία συγκρότησε με δικά του έξοδα ένα παραστρατιωτικό σώμα προς ενίσχυση του ελληνικού στρατού.

Κατά μία εκδοχή, ο Γάκης τραυματίστηκε σε μάχη στις 17 Ιουλίου 1919 και εξέπνευσε λίγες μέρες αργότερα σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Κατ' άλλη, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή (1922) επέστρεψε στην Ελλάδα και πέθανε πάμφτωχος στα Τρίκαλα.

 

 

Έλληνες

Κόσμος

Αλφαβητικός κατάλογος

Hellenica World - Scientific Library

Από τη ελληνική Βικιπαίδεια http://el.wikipedia.org . Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την GNU Free Documentation License